The Project Gutenberg eBook of Πρώτη αγάπη

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Πρώτη αγάπη

Author: Ioannes Kondylakes

Release date: January 15, 2011 [eBook #34972]

Language: Greek

Credits: Produced by Sophia Canoni

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΠΡΏΤΗ ΑΓΆΠΗ ***

Produced by Sophia Canoni

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Footnotes have been converted to endnotes.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.

Ι. ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ

ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΕΚΔΟΤΗΣ Γ. Π. ΦΟΡΤΣΑΚΗΣ ΧΑΝΙΑ 1919

ΣΤΟΝ

ΑΡΙΣΤΟΝ ΚΑΜΠΑΝΗΝ Τ' ΑΦΙΕΡΩΝΩ Ι. Κ.

ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ (1)

Α

Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, αφ' ότου ωρισμένοι τύποι γυναικών μου άρεσαν εξαιρετικά. Αλλά για μερικές απ' αυτές ήτο τόσο ξεχωριστή η προτίμησή μου και τέτοια συγκίνηση αισθανόμουν όταν τις έβλεπα όταν με επλησίαζαν, μου μιλούσαν και μάλιστα με χάιδευαν, ώστε σήμερα να νιώθω πως η αγάπη μου γι' αυτές ήτο κάτι περισσότερο ή κάτι διαφορετικώτερο από κοινή και απλή αγάπη. Στην αρχή αυτή η αγάπη ήτο στην αίσθηση, προ πάντων στην αφή· γιατί μάρεσαν κατά προτίμηση οι άσπρες και παχουλές. Το αίσθημα του αρμονικού συνόλου και της έκφρασης φαίνεται ότι δεν το είχα στην αρχή ή το είχα πολύ αδύνατο, ίσως και διαφορετικό.

Αλλά πάλι, μεταξύ των γυναικών που μάρεσαν, η προτίμησή μου έπεφτε στα κορίτσια κι αυτά μεγάλα, πάνω από δέκα πέντε και δεκάξη ετών, πούσαν δηλαδή «κοπελιές», τέλεια διαμορφωμένες πεια. Τα μικρά κορίτσια, μάλιστα τάνηβα, όχι μόνο δε μάρεσαν, αλλά θαρρώ μάλιστα πως μούσαν και λίγο αντιπαθητικά.

Την επανάσταση τον 1866 καταφύγαμε σ' ένα χωριό, ορεινώτερο από το δικό μας, για να γλυτώσωμε από τους Τούρκους. Εκεί μας φιλοξένησε για κάμποσο καιρόν ένας παπάς Σύγγελος· κ' ήμουν ευτυχής, γιατί μούδιδαν μέλι και καρύδια, αλλά περισσότερο γιατί μάρεσαν οι θυγατέρες του Συγγέλου, δυο κορίτσια λευκά κι αφράτα.

Η αγάπη μου δεν ήτο προσωπική και δεν γνώριζε αποκλειστικότητες.
Πήγαινε γενικώς προς τα κορίτσια πούσαν του τύπου της αρέσκειάς μου.
Όταν γίνηκε αποκλειστική και σταμάτησε σένα και μόνο πρόσωπο, άλλαξε
και χαρακτήρα κι αίσθημα. Η αγάπη μου γίνηκε ψυχικώτερη.

Ήρθε μέρα πούνιωσα πως απ' όλες που μάρεσαν μια αγαπούσα ξεχωριστά και τόσο περισσότερο που κατάλαβα ότι μόνον αυτή αγαπούσα. Τη λέγανε Βαγγελιό· ήτο μάλιστα κιακροσυγγένισσά μας. Και το Βαγγελιό δεν είχε τον τύπο της έως τότε αρέσκειάς μου. Ήτο ψηλόλιγνη και μελαχροινή, ηλικίας πάνω από τα δεκαοχτώ, ίσως και πάνω από τα είκοσι.

Σαυτήν έβλεπα περισσότερο την έκφραση της ψυχής παρά της σάρκας την άψυχη λευκότητα κι αβρότητα. Στο εξωτερικό σύνολο του Βαγγελιού, στη στάση και στην κίνηση, στη φωνή, στο βλέμμα και το γέλιο παρουσιαζότανε μια γλυκειά και πονετική ψυχή. Στα μαύρα της μάτια έβλεπα μιαν αγίαν καλωσύνη, κάτι από το βλέμμα της Παναγίας· κι η γλυκειά της φωνή, όταν ακόμη έλεγε ασήμαντα κι αδιάφορα, ήτο μουσική πούφτανε στα βάθη της ψυχής μου κεγέμιζε τρυφερότητα την καρδιά μου. Όσες φορές την έβλεπα, μούδιδε τη χαρά και την ευτυχία κ η φωνή και το χαμόγελό της ήσαν τα φάρμακα για κάθε μου λύπη. Όταν μάγγιζαν, όταν μεθώπευαν τα χέρια της ή με φιλούσαν τα χείλη της, χυνότανε στις φλέβες μου ένα πραϋντικό φίλτρο, πούλυωνε κέδιωχνε κάθε πόνο. Και πολλάκις θάθελα να κοιμηθώ κάτω από τα χάιδιά της, σεκείνη τη γλυκειά κιάλυπη κατάσταση, και να μη ξυπνήσω ποτέ. Πολλές φορές πραγματικώς κοιμήθηκα με τέτοια ευτυχία πάνω στα γόνατά της, όταν το βράδυ ερχότανε σπίτι μας γι' αποσπερίδα.

Οι δικοί μου δεν άργησαν να νιώσουν την εξαιρετική αγάπη μου στο Βαγγελιό· κιάρχισαν να τη μεταχειρίζωνται ως σωφρονιστικό μέσο, για να με ησυχάζουν, να καταπαύουν τις δυστροπίες μου. Κοντά δε στους δικούς μου, έμαθαν κοι ξένοι την αδυναμία μου κέπαιζαν με τον πρώιμο έρωτά μου. «Ποια θα πάρης, Γιωργιό;» με ρωτούσαν. Κεγώ πάντα έδιδα την ίδια απάντηση: «Το Βαγγελιό». Κεπειδή ήσαν κιάλλες μαυτό το όνομα στο χωριό, προσδιώριζα: «Το Βαγγελιό της θειας του Δεσποινιού».

Εις το σπίτι μούλεγαν την απειλή: «Καλά, να το πω του Βαγγελιού, να μη σ' αγαπά μπλειο!» (2) Και παρευθύς επαύανε και κλάματα και αταξίες.

Μια μέρα, πούπαιζα με άλλα παιδιά, έπεσα κέκαμα μεγάλη πληγή στο μέτωπο. Αίματα έτρεχαν κέβαλα φωνές μεγάλες. Γυναίκες έτρεξαν κεπροσπάθησαν να μου σταματήσουν το αίμα και να με κατασυχάσουν. Αλλά μόνον όταν ήρθε το Βαγγελιό και μάγγιξε το χέρι της κιάκουσα τη φωνή της, καταπραΰνθηκα με μιας. Μούβαλε κιαράχνη στην πληγή και το αίμα σταμάτησε. Έπειτα με σήκωσε στην αγκαλιά της και με πήγε σπίτι. Τι ευτυχία που μούδωκε κείνη η πληγή!

Κ' ενώ με πήγαινε, με φιλούσε και μούλεγε:

— Πονείς ακόμη, Γιωργιό μου; Δεν πονείς· αι;… Μα μπορείς να πονής μπλειο 'κειά που σε φίλησα 'γώ; Πόσο μ' αγαπάς εδά; (3)

— Πολλά, πολλά, της έλεγα κέκλεια τα μάτια μου από ευτυχία.

— Να χαρώ εγώ!…

Και μούδιδε νέα φιλιά.

Όσες φορές αρρώσταινα, ο καλλίτερός μου γιατρός ήτο το Βαγγελλιό. Άμα την έβλεπα, άμα το χέρι της άγγιζε το μέτωπό μου, όσο βαρειά κιαν ήμουν άρρωστος, το χαμόγελο ανέβαινε στα χείλη μου. Κ' η παρουσία της είχε τη μεγαλείτερη θεραπευτική δύναμη στις αρρώστειες μου. Αλλά και τα πειο πικρά και δυσάρεστα φάρμακα τάπαιρνα, ευχάριστα μάλιστα, από τα χέρια της.

Η μεγάλη μου ευτυχία ήτο να με κρατή στην αγκαλιά της. Και σα μέπαιρνε από κάτω και μεσήκωνε στο ύψος του αναστημάτου της, ήμουν στα ουράνια.

Για να γελούν άλλα κορίτσια, άρχισαν τάχα να κάνουν αντίπραξη του Βαγγελιού και προσπαθούσαν με χάδια και δώρα να μαποσπάσουν από την αγάπη της. Αλλ' εγώ ήμουν ακλόνητος. Κιόταν το Βαγγελιό μάκουε να λέω πως μόνον αυτήν αγαπούσα και μέβλεπε να τραβιούμαι από τάλλα κορίτσια, πούθελαν να με φιλήσουν, κέτρεχα σαυτήν, ενθουσιαζόταν αληθινά, μέσφιγγε στην αγκαλλιά της και με καταφιλούσε. Μούμαθε και μια πεισματική μαντινάδα (4) να τη λέω στις αντίζηλές της.

    Μιαν η γιαγάπη παγαπώ, μια 'νε μα το Θεό μου,
    Και τσ' άλλες παίζω και γελώ, για να περνά ο καιρός μου.

Αλλ' εις το περιβόλι της ευτυχίας μου εφύτρωσε κένα φαρμακερό αγκάθι, που το λένε ζήλια. Και το πρώτο του κέντημα τώνιωσα μια μέρα πάκουσα να λεν οι γυναίκες πως ο Γιάννης του Ραφτογιώργη, ένα ώμορφο και γερό παλληκάρι είκοσι χρονών, αγαπούσε το Βαγγελιό και θα τη ζητούσε.

Έπαιζα εκεί κοντά κιόταν άκουσα την ομιλία πετάχτηκα.

— Και το Βαγγελιό αγαπά τονε;

 — Μπρε το ζηλιαρόκατο! είπεν η μάνα μου, πούτον με τις άλλες
γυναίκες.

 — Όι, (5) τη μούρη σ' αγαπά! είπε μια ξαδέρφη μου. Μωρέ νιός και
θέλγει κιαγαπητική!

Εγώ πλησίασα πεισμωμένος και κτυπώντας τους γρόθους μου τον ένα στον άλλο, είπα στη ξαδέρφη μου:

 — Ναι, ναι, εμέν' αγαπά. Α δε σ' αρέσω σένα, του Βαγγελιού ταρέσω.
Μου το λέει αυτή κείντα λες εσύ δεν τακούω.

— Μωρέ μούτρα! είπε πάλιν η ξαδέρφη μου.

— Καλλίτερα 'νε τα δικά σου;

— Μωρέ, ό,τι κια λες δε σ' αγαπά.

— Όι, εσέν' αγαπά!

Η ξαδέρφη γέλασε:

— Εμένα; Δε μου χρειάζεται η γιαγάπη τση.

Από κείνη τη μέρα, για να ερεθίζουν τη ζήλια μου, μούλεγαν κάθε λίγο πως το Βαγγελιό δε με ήθελε, γιατ' ήμουν μικρός, κιότι γλίγωρα θάτρωγα τη χυλόπητα από το Γιάννη. Κ' εγώ πότε έκλαιγα, πότε θύμωνα και πετούσα πέτρες κιό,τι πρόχειρο εύρισκα.

Το χειρότερο είνε πως κιαυτό το Βαγγελιό, χωρίς να προσέχη στο κακό που μούκανε, έλαβε μέρος σ' αυτό το παιγνίδι κεύρισκε αφορμές να μου λέη:

— Τότε δε σ' αγαπώ, θα πάρω το Γιαννάκο.

Αν μπορούσα να ψυχολογήσω, θα μ' ανησυχούσε τόνομα ταντίζηλού μου, όπως τώλεγε. Από το χάδι, πούδιδε σαυτό τόνομα, θα καταλάβαινα πως δεν της ήτον αδιάφορος κιότι η αγάπη της για μένα ήτο παιγνίδι.

Κοντά στους άλλους άρχισε να με πειράζη κιαυτός ο Γιάννης· κιόταν με συναντούσε μούλεγε:

— Γιάε, μωρέ, άντρας, και θέλει και γυναίκα!

— Ντα δε θα μεγαλώσω κεγώ; τούπα μια μέρα απειλητικά.

— Ώστε να μεγαλώσης εσύ, θα το πάρω 'γώ το Βαγγελιό.

Να σκάσω εγώ από το θυμό κιαπό τη συναίσθηση της αδυναμίας μου. Αν μπορούσα, θα τον σκότωνα· αλλά δε μπορούσα κέπρεπε να σκύψω στην τυραννική του υπεροχή, γιατ' ήτον μεγαλείτερος κ' ισχυρώτερος. Μια μέρα λέω στη μητέρα μου:

— Γιάειντα, μα, δε μέκανες πλεια μεγάλο;

Η μάνα μου γέλασε.

— Όλοι, Γιώργη μου, γεννούνται μικιοί κύστερα μεγαλώνουνε. Και συ σα γενής του καιρού του Γιάννη, θα γενής μεγάλος σαν αυτό.

— Μα ώστε να μεγαλώσω, θα πάρ' ο Γιάννης το Βαγγελιό.

Η μητέρα μου με πήρε στην αγκαλιά της και με χάδια προσπάθησε να με παρηγορήση.

— Ντα δε σούπε το Βαγγελιό πως εσένα μόνο αγαπά;

 — Ναι, μα ο Γιάννης μούπε, πως, ώστε να μεγαλώσω, αυτός θα τήνε
πάρη.

 — Κεχαθήκαν οι κοπελιές, υγιέ μου; Παίρνεις, σα μεγαλώσης, άλλη και
καλλίτερη.

— Όι, εγώ το Βαγγελιό θέλω. Δε θέλω άλλη.

— Αι καλά, κανακάρη μου, το Βαγγελιό θα πάρης· και μην ακούς είντα σου λέει ο Γιάννης.

Τι θάδιδα νάμουν μεγάλος να δη τότε ο Γιάννης!

Σε κάμποσον καιρό γίνηκε ο γάμος μιας ξαδέρφης μου. Καλεσμένο το
Βαγγελιό, καλεσμένος κιο Γιάννης· εκεί κ' εγώ, που να μην είχα πάει.
Στο χορό βλέπω το Γιάννη να κρατή το Βαγγελιό κιανάβει η ζήλια μου.
Κεπειδή όλοι γνώριζαν την αγάπη μου, με κύταζαν με πονηρή περιέργεια.
Κένας απ' έξω από το χορό μούπε μια πειραχτική μαντινάδα:

    Ξανοίξετε(6) το μπόι του, δέτε και τη θωριά του,
    Και θέλει κιαγαπητική, διάλε την αθρωπιά του.

— Απηλοήσου του,(7) μου ψιθύρισε κάποιος από δίπλα μου.

Και σιγά μου υπαγόρευσε την απάντηση:

    Μη με θωρείς κοντό κοντό και χαμηλοζωσμένο,
    Απού τη γης δε φαίνομαι και τσι καρδιές μαραίνω.

Αλλά το δίστιχο δε μάρεσε, ίσως διότι με πολυμίκραινε. Ήθελα να πω κάτι τι πειο περήφανο, απειλητικό μάλιστα, Κι' αυτό μου υπαγόρευσε άλλος.

    Μην παίρνεις την αγάπη μου, γιατί θα μεγαλώσω,
    Και θα σου δώσω μπαλωτιά (8) στη γης να σε ξαπλώσω.

Το πείσμα μούδωκε το θάρρος να πω το δίστιχο, μισό τραγούδι μισό απαγγελία. Αλλά και το Βαγγελιό ήρθε στη βοήθειά μου· και με τη γλυκειά της φωνή τραγούδησε για μένα:

    Θαρρείς πως είμ' εγώ μικιό πως δεν πονεί η καρδιά μου;
    Σαν του μεγάλου καίουνται μέσα τα σωθικά μου.

Κιόταν πιασμένη στο χορό πέρασε κοντά μου, έσκυψε μια στιγμή και με φίλησε. Ο Γιάννης με κύταζε και χαμογελούσε πειραχτικά, σα να μου φάνηκε· κεγώ άρχισα να κλαίω από πείσμα αδυναμίας. Το Βαγγελιό αφήκε σε λίγο το χορό, ήρθε και κάθησε κοντά μου κιαφού με πήρε στα γόνατά της, μούπε.

— Γιάειντα κλαις, Γιωργιό μου; Δεν το κατές πως εσέν' αγαπώ;

— Και το Γιάννη δεν τον αγαπάς; είπα μαναφιλητό.

Αν δεν ήμουν τόσο μικρός, θα διάκρινα ίσως ένα μικρό δισταγμό ατή φωνή της όταν μούπε:

— Δεν τον αγαπώ… καθόλου.

Το Βαγγελιό είπε ψέμα, γιατί το Γιάννη τον αγαπούσε. Ο Γιάννης όμως δεν την αγαπούσε αληθινά ή άλλαξε γνώμη και μετά κάμποσον καιρόν αρραβώνιασε άλλη. Τότε είδα κεγώ το Βαγγελιό να κλαίη· αλλ' αν κη λύπη της πρόδιδε αγάπη για το Γιάννη, μέκαμε να τη συμπαθήσω περισσότερο κιακόμη να μου γίνη πειο μισητός ο Γιάννης.

Τα χρόνια περνούσαν, το Βαγγελιό δεν παντρευότανε κεγώ εξακολουθούσα να την αγαπώ. Έτσι έγινα οχτώ ετών, έφτασα στα δέκα. Αλλά τότε έγινε ανάγκη να πάω σανώτερο σχολείο στην πόλη, που απείχε μιας μέρας και περισσότερο δρόμο από το χωριό μας. Εγώ δεν ήθελα να πάω. Ούτε φιλοδοξία να μάθω περισσότερα είχα, ούτε να γνωρίσω άλλους τόπους πεθυμούσα. Το χωριό, όπου 'τον το Βαγγελιό, οι δικοί μου κοι φίλοι μου, ήτον αρκετό για την ευτυχία μου. Αλλά τι να κάμω; το μόνο που μπορούσα ήτο να κλαίω κέκλαψα πολύ. Η μόνη μου παρηγοριά ήτο η σκέψη ότι θα γύριζα μεγάλος, με γράμματα ανώτερα και με της χώρας τον αέρα, ώστε να γίνω περισσότερο άξιος της αγαπημένης μου.

Έκαμα δυο ή τρία χρόνια στην πόλη. Στις διακοπές έβγαινα στο χωριό· και μόλις έφτανα, ο νους μου στο Βαγγελιό. Η μητέρα κη αδερφή μου άρχισαν να πειράζουνται γιαυτή την προτίμηση. Τις έπιασε είδος ζήλιας. Μα, καϋμένο παιδί, έλεγε η μάνα μου, μέλι 'χει αυτή η κοπελιά;

Εγώ τώξερα τι μέλι είχεν ή μάλλον τώρα άρχιζα να το νιώθω, διότι έως τότε η αγάπη μου ήτο αίσθημα κατά πολλά αυτοαγνοούμενο και μιμητικό. Τώρα όμως άρχιζε να καίη και να διαφωτά μέσα μου μια φωτιά που δε μ' άφηνε να την αγνοώ.

Αλλά σ' αυτή την αυτοανακάλυψη με βοήθησε και το Βαγγελιό. Ήμουν μεταξύ δέκα τριών και δέκα τεσσάρων ετών όταν στις διακοπές του Πάσχα πήγα στο χωριό. Στο σπίτι μας βρήκα το Βαγγελιό κη σκέψη πως είχεν έρθει επίτηδες, γιατί με περίμενε, μέκαμε να πετάξω. Αλλ' όταν έφυγα από την αγκαλιά της μάνας μου για να πάω σαυτήν, βρέθηκα σε μια κατάσταση που δεν την είχα γνωρίσει έως τότε. Είχα παραλύσει κέτρεμα.

— Κ'(9) αυτός εμεγάλωσε, γίνηκε άντρας! είπε το Βαγγελιό. Εγώ φοβούμαι να τονε φιλήσω, σαν πρώτα.

Αυτά τα λόγια με χαροποίησαν, αλλά μέφεραν κιάνω κάτω. Ήμουν σαστισμένος. Κεγώ φοβόμουν, όχι να ορμήσω, όπως πριν, στην αγκαλιά της, αλλά και μόνο να την πλησιάσω. Αλλ' όταν σένα λεπτό νίκησα το δισταγμό μου και το Βαγγελιό μ' αγκάλιασε και με φίλησε, μου φάνηκε ότι τώρα με φιλούσε διαφορετικά. Τα φιλιά της ήσαν λιγώτερα, αλλά και διαρκέστερα κιόλα στο στόμα. Μου φάνηκαν ότι κέκαιγαν κ' αισθάνθηκα ότι τα μάγουλά μου άναψαν.

Το Βαγγελιό γύρισε κείπε στη μητέρα μου γελαστή:

— Εδά που μάκρυνε(10) και μπορώ να τονε φτάνω, δίχως να σκύφτω, δεν κάνει(11) μπλειο να τονε φιλιώ.

Η μάνα μου δεν είπε τίποτε, ούτε και γέλασε. Κεγώ δεν τόλμησα να ζητήσω εξήγηση, αν κιαυτό πούπε το Βαγγελιό δε μούτον ολότελα ευκολονόητο. Η αποσβόλωσή μου αύξαινε από τις πολλές απορίες, πούπεοαν διά μιας στο λογισμό μου. Γιατί τώρα δεν τολμούσα να κυτάξω το Βαγγελιό στα μάτια; Γιατί την ντρεπόμουνα, σα να την έβλεπα πρώτη φορά; Γιατί έλεγε πως τώρα που μεγάλωσα δεν έπρεπε να με φιλούν; Κεγώ πούμουν τόσον ανυπόμονος να μεγαλώσω! Μήπως θα καταντούσα τώρα να το θεωρώ δυστύχημα πως μεγάλωνα; Από τη ψυχρή σιωπή της μάνας μου κατάλαβα πως περισσότερο κιαπό το Βαγγελιό ήτο της γνώμης ότι στην ηλικία μου δεν μου ταίριαζαν πεια φιλιά και χάδια. Σήμερο σκέπτομαι ότι το Βαγγελιό πέταξε κείνο το λόγο για να δη την εντύπωση και τη γνώμη της μητέρας μου. Αλλ' επειδή κη μητέρα μου κατάλαβε το σκοπό της σιώπησε. Κη σιωπή της όμως έλεγε τη σκέψη της, κιαπόφευγε συνάμα να πη πράμματα δυσάρεστα, που δεν ήθελε να τα πη.

Ταπόγεμα ήρθε μια θεια μου κιάκουσα τη μητέρα μου να της λέγη:

— Ήρθε κη Βαγγελιά τον Δεσποινιού κήρχιξε το Γιωργή (12) τα φιλιά. Ήθελα νάσουνε να δης πως ήκανε (13). Σα νάθελε να ρουφήξη το αίμα του κοπελιού! (14)

Η θεια μου σκέφθηκε λίγο κέπειτα είπε:

— Δε θα παντρευτή μπλειο αυτή η κοπελιά; Αργεί να παντρευτή και πρέπει (15) πως απού τη λαχτάρα τση παντριγιάς τσ' έρχεται σαν κουζουλάδα.

— Και στο παιδί μου μένα θα ξεθυμάνη η κουζουλάδα τση;

— Η πυρωμάδα τση, άλλαξε τη λέξη η θεια μου και χαμήλωσε τη φωνή της.

Δεν άκουσα τη συνέχεια της ομιλίας, γιατ' η μάνα μου μ' έδιωξε. Αλλά τη στιγμή που ξεπόρτιζα έφτασε σταυτιά μου μια λέξη της μάνας μου, πρωάκουστη για μένα, πούμοιαζε με τη μυστηριώδη λέξη της θειας μου. Αλλ' από τον τρόπο που 'πε η μάνα μου τη λέξη κείνη, «η πυρωμένη,» κατάλαβα πως ήτον υβριστική και κακή. Εμάντευσα δε πως από 'δώ και πέρα η αγάπη μου κιντύνευε· και προκαταβολικώς άρχισα νανησυχώ και να λυπούμαι.

Το Βαγγελιό δε μετάρθε στο σπίτι μας κάμποσες μέρες.

Αλλ' ήτον και μεγάλη βδομάδα και την έβλεπα στην εκκλησία ή έξω.

Τη μεγάλη Παρασκευή τα κορίτσια τον χωριού σκόρσαν στα περιβόλια και στις ανθισμένες πλαγιές και χαρούμενα μάζευαν λουλούδια για τον επιτάφιο. Κάθε μία έπρεπε να πάη μιαν ανθοδέσμη στον επιτάφιο της ενορίας της κείχανε συνορισιό ποια να συνθέση την ωραιότερη. Εκεί π' ανθολογούσαν, σιγοτραγουδούσαν κιόλα. Στο ξεστόλισμα του επιταφίου, της κάθε μιας την ανθοδέσμη θα την άρπαζε κείνος που τη ρεγότανε' κιαν ήσαν δυο ή τρεις οι εραστές, μπορούσε να γίνη και μάχη. Ώστε, κοντά στο θρησκευτικό αίσθημα, ήτο και κάποιο άλλο αίσθημα, που κινούσε τους διαλογισμούς των κοριτσιών.

Μια π' αυτές τις κοριτσίστικες συντροφιές πήρε και μένα στο γύρο των. Σ' αυτές, εννοείται, ήτο και το Βαγγελιό. Τα κορίτσια με ρωτούσαν πώς πέρασα στη χώρα.

— Και δεν ανεζήτηξες (16) το χωριό; μούπε μια.

Με το κεφάλι έκαμα ναι, αλλά τα μάτια μου στράφηκαν στο Βαγγελιό.
Αυτό το κίνημά μου τώδαν τα κορίτσια και μια ξεφώνησε:

— Μπρε τον πονηρό! Είδετε την αμματιά που τσ' ήρριξε;

Γέλασαν κι' αυτή πούκαμε ταναφώνημα είπε στην αδερφή μου:

 — Άκου τα συ. Καλλίτερα 'πό σένα κιαπού τη μάνα του 'χει τη
Βαγγελιά. Δε ζηλεύγεις;

 — Γιάιντα να ζηλέψω; Εγώ 'μ' αδερφή του. Εσείς πρέπει να ζηλεύγετε,
που απ' όλες σας εδιάλεξε το Βαγγελιό.

— Μα θαρρείς πως δε ζηλεύγομε; είπε άλλο κορίτσι με ειρωνία. Τέτοιο ντελικανή (17) ποια δε θα τον ήθελε; Μα σα δε μάςε μπεγιεντίζει, (18) να σκάσωμε μαθές; (19). Μόνο μικιός που μάςε πέφτει μια ολιά. (20)

Τώρα, βλέπετε, ήμουν μικρός.

Σαυτό το μεταξύ κάτι μουρμούρισε το Βαγγελιό που δεν τάκουσα, αλλά μάντευσα ότι η ομιλία της ήτο δυσάρεστη. Έπειτα έτρεξε σε μια κουφοξυλιά, καταστόλιστη με τα δαντελωτά λευκά της άνθη. Κ' ενώ ψήλωνε, για να φτάξη το άνθος πούθελε να κόψη, έλεγε:

 — Τούτονέ θα βάλω στη μέση τση ροδαράς (21) μου και γύρου γύρου
τάλλα σειρές.

Αλλά μάλλον φαίνεται πως ήθελε να κρύψη την κοκκινάδα πούχε χυθή στο πρόσωπό της και να στρέψη αλλού την ομιλία.

Σε λίγο ένα κορίτσι λέγει του Βαγγελιού:

— Δεν είδες πως ήλλαξε η φωνή του Γιωργιού;

 — Πώς ήλλαξε; είπε το Βαγγελιό· φαίνεται όμως ότι πρώτη αυτή 'χε
παρατηρήσει αυτή τη μεταβολή κέκανε πως δεν καταλάβαινε.

 — Εχόντρινε η φωνή του. Μιλεί βραχνά, σαν τα πετειναράκια, όντε
πρωτοκράζουνε.

 — Αντροπατεί, εξήγησε η αδελφή μου, όπως άκουσε τη μητέρα να λέγη.
Εμεγάλωσε· δεν τονε θωρείς;

Εγώ ο ίδιος δεν είχα προσέξει σ' αυτή τη μεταβολή της φωνής μου. Αυτή δε η παρατήρηση και τα σχετικά που άκουσα μούδωκαν αφορμή κιάλλων σκέψεων. Συλλογισμένο ήτο και το Βαγγελιό· κενώ τάλλα κορίτσια τραγουδούσαν ή έψαλλαν τροπάρια του επιταφίου, αυτή σιωπούσε. Μια στιγμή, σαν να αισθάνθηκα το βλέμμα της, στράφηκα και τα μάτια μας αντικρύστηκαν. Με κύταζε μελαγχολική, γιατί 'νιωθε την ταραχή μιας καρδιάς, πούτον ακόμη πολύ παιδική για τέτοια βάσανα· αλλά και διότι στη δική της ψυχή γινότανε πολύ μεγαλείτερη τρικυμία από το αδύνατο αίσθημα όπου την έρριξε η μοίρα της, κιάρχιζε να προβλέπη τα βάσανα που την περίμεναν. Σα νάτο μαγνήτης, πάντα κοντά της βρισκόμουν· και μια στιγμή πούχαμε μακρυνθή λιγάκι από τις άλλες, σιγοτραγούδησε μια μαντινάδα, που μόνον εγώ άκουσα:

    Δεν είνε πόνος να πονή, πόνος να θανατόνη,
    Σαν την αγάπη την κρυφή, όντε ξεφανερόνει.

Έπειτα με κύταξε και το βλέμμα της έλεγε: «Σε καταλαβαίνω, καϋμένο παιδί· μα συ πώς να με καταλάβης;»

Κ' η σοβαρότη πούχε το πρόσωπό της τελείωσε σένα μελαγχολικό χαμόγελο.

Τα κορίτσια μιλούσαν για το ξεστόλισμα του Εχτάφιου, ως τον έλεγαν· κι' αναμεταξύ των πειραζόντανε για τους αγαπητικούς των. Πείραζαν περισσότερο και σκληρά μια άσχημη και παράωρη, (22) Και της απέδιδαν ως εραστήν ένα τραυλό, βραδύγλωσσο κηλίθιο, λεγόμενο Δημήτρη κεπιλεγόμενο περιπαιχτικά Φορδακό. (23)

— Βγενιό, της είπε μία, να βάλης στη ροδαρά σου και καρδαμουλίδες. (24)

— Γιάειντα καρδαμουλίδες; ρώτησε άλλη.

— Γιατί θαρέσουνε του Δημητρού.

— Η καρδαμουλίδες ταρέσουνε;

— Δεν αρέσουνε των αφορδακώ;

Το Βγενιό θύμωσε.

— Εκείνος που μ' αγαπά, μωρή, δεν είν' αφορδακός. Είνε καλλίτερος από κείνο που θα πάρης εσύ.

Δεν αφήκαν απείρακτο και το Βαγγελιό και μένα μαζή.

 — Μη ξεχάσης να βάλης χαμηλά τη ροδαρά σου, γιατί δε θα φτάξη το
Γιωργιό και θα τήνε πάρη κιανείς άλλος.

Το Βαγγελιό έκαμε να γελάση, αλλά φαινότανε πως δεν είχε όρεξη.

Στο πείσμα όμως κείνης πούθελε να με πειράξη γιατ' ήμουν μικρός, εγώ στο ξεστόλισμα πήρα την ανθοδέσμη του Βαγγελιού. Αλλ' αν αυτό ήτο για μένα θρίαμβος, πολύ φοβούμαι σήμερα ότι το Βαγγελιό θα αισθάνθηκε κρυφή λύπη, γιατί δε βρέθηκε κάνεις νέος να πάρη την ανθοδέσμη της, αλλά την αφήκαν σένα παιδί δέκα τεσσάρω χρονώ.

Στη δεύτερη Ανάσταση ήρθ' έξω στην εκκλησία το Βαγγελιό κέκαμε το Χριστός Ανέστη με τη μητέρα και την αδερφή μου. Ήρθε και σε μένα, αλλά τα χείλη της πέρασαν από το μέτωπό μου, χωρίς να γκίξουν.

Έμεινα και τη βδομάδα της Λαμπρής στο χωριό· αλλ' όλες αυτές τες μέρες μια φορά μόνο ήρθε στο σπίτι μας το Βαγγελιό και μια φορά πήγα στο δικό των. Όταν ήρθε, μούφερε αυγά κόκκινα και κουλούρια. Αλλά πάλι δε με φίλησε. Άπλωσε μόνο το χέρι της και μου θώπευσε τα μαλλιά κιαφού δεν έκαμε την αρχή, κεγώ δεν είχα το θάρρος. Ενώ όμως μιλούσε με τη μάνα μου, πλησίασα στην καθέκλα της και πήρα στάση παραπονετική. Διψούσα τα φιλιά της. Το κατάλαβε και ταγαπημένο της χέρι απλώθηκε πάλι στο κεφάλι μου. Επήρα θάρρος και κινήθηκα προς την αγκαλιά της· αλλά το ίδιο χέρι μέσπρωξε απαλά.

— Όι, Γιωργή μου, δεν κάνει. Δεν τώπαμε πως εδά' σαι μεγάλος και δεν είσαι μπλειο για φιλιά;

— Καλά σου το λέει, ξενινιασμένε, είπε με θυμό η μάνα μου. Δεν πας όξω να βρης τσι σόγκαιρούς (25) σου, μόνο κάθεσαι στο σπίτι με τσι γυναίκες, σα νάσαι κοπελιά; Δεν ντρέπεσαι μια ολιά!

Όρμησα έξω, αλλά δεν πήγα μακριά· κιόταν σε λίγο έφευγε το Βαγγελιό, μείδε να κλαίω πίσ' από ένα δέντρο. Αλλ' ως να φοβήθηκε τη μάνα μου, πούχε προβάλει στην πόρτα, μούρριξε μόνο μια πονετική ματιά και πέρασε χωρίς να μου πη λέξη.

Η μητέρα μου ήρθε 'κεί πούκλαιγα και μούπε, με χλευαστική φωνή τώρα:

— Γιάε (26) κλαίει και δεν ντρέπεται! Γιάε άντρας! Και δε μου λες γιάειντα κλαις; Γιατί δε σ' αφήκα να κάνης τον μωρό, να σε χαϊδεύουνε, σαν όνταν εκατουργιούσουν απάνω σου; Είδες, μωρέ, άλλο τω χρονώ σου να τόνε βάνουν οι κοπελιές στην ποδιά τως; Δε θωρείς το μπόι σου; Εσύ 'σαι, μωρέ, μπλειο ντελικανής και θα σε παίζουν ακόμ' οι κοπελιές, σα μωρό, να σου λένε πως σαγαπούνε και πως θα τσι πάρης; Κρίμας και τα γράμματα πούχεις μαθωμένα! Δεν πας να παίζης τσι κουτσούνες(27) μετά κοπελιδάκια; Μα η Βαγγελιά δεν είνε δα και κοπελιδάκι. Κοσιεφτά κοσιοχτώ χρονώ 'νε. Αν ήτονε παντρεμένη τον καιρόν τση, θάχε παιδιά, σαν εσένα. Μάνα σου πέφτει, μωρέ, και συ κάθεσαι και λες πως την αγαπάς και πως θα τήνε πάρης. Μα ώστε να φτάξης εσύ τον καιρό τση παντριγιάς, αύτη θάνε γρα, ζαρωμένη και φαφούτα. Και δε θωρρείς, μωρέ μπουντάλακα, πως από 'δα δεν τηνε θέλει κιανείς και θαπομείνη στο ράφι; θα γεράση απάντρευτη. Μα είδες εσύ, μωρέ, άντρα κιανένα να πάρη γυναίκα μεγαλείτερή του; Κεσύ λες πως αγαπάς μια γεροντοκόρη, απού σε περνά δέκα πέντε χρόνους κοντά.

Αυτά τα λόγια, αντί να φέρουν το αποτέλεσμα πούθελε η μητέρα μου, έφεραν μάλλον το ανάποδο. Κιαν δε μίσησα τη μητέρα μου, για την κακία που φανέρωναν τα λόγια της, πάντα θύμωσα πολύ γιαυτήν.

Ως τόσο δε μπορώ να πω, ότι από τη λάσπη πούρριξε έμεινε αλέρωτη κιαπαραμόρφωτη η ζωγραφιά πούχα στην καρδιά μου. Αλλά κείνο που πρώτα πρώτα ένιωθα την ώρα κείνη ήτον ένας βαθύς πόνος για κείνο που μάθαινα, ότι την αγαπημένη μου περίμενε μια μεγάλη δυστυχία, να γεράση ανύπαντρη.

Ήμουν πρόθυμος να κάμω κάθε θυσία για να της εμποδίσω κάθε δυστυχία. Και πόσον θα ήθελα να πάω να την παρηγορήσω. Να της πω πως ήτο πικραμένη και δύστυχη, γιατί περνά ο καιρός και δεν παντρεύεται· μα μένα γιατί δε με λογάριαζε; Αν ήμουν ακόμη μικρός (αν και δε μπορούσα να βεβαιωθώ αν ήμουν μικρός ή μεγάλος), θα μεγάλωνα· και τότε θα την έπαιρνα εγώ. Ας ήτο μεγάλη· η αγάπη μου θάταν πάντα η ίδια.

Αλλά πώς να της πω τέτοια πράμματα, που, και μόνο να τα σκέπτωμαι, ντρεπόμουνα και μου φαίνοντανε τεράστια;

Η μέρα που θάφευγα για την πόλη πλησίαζε κήμουν περίλυπος. Όταν προ δυο βδομάδων ήρθα στο χωριό, ήμουν τόσο χαρούμενος, με τόσες ελπίδες ευτυχίας, και τώρα είχα την απελπισία στη ψυχή. Κη μελαγχολία μου φάνηκε στη μορφή μου. Ωχρίαζα κιαδυνάτιζα, ως έλεγεν η μητέρα μου, κιαυτό το μεταχειρίστηκε ως πρόφαση εναντίο του Βαγγελιού. Αυτή, με τις πρόωρες ιδέες που μούβαλε στο κεφάλι, τάραξε τη γαλήνη της παιδικής μου ψυχής και μέβαλε σε λογισμούς αταίριαστους στην ηλικία μου.

Την εντύπωση ότι χλώμιανα κιότι έπασχα έκαμα και στο Βαγγελιό, όταν μια 'πό τις τελευταίες μέρες συναντηθήκαμε κάτω στα λιόφυτα. Βρεθήκαμε σε δρόμο ασύχναστο, που τον σκέπαζαν μεγάλες ελιές.

— Γιάειντα, Γιωργιό μου, είπε, εχλώμιανες, απού 'σουν σαν ταπριλιάτικο ρόδο, όντεν ήρθες απού τη χώρα;

— Γιατί δεν έρχεσαι μπλειο στο σπίτι μας…και φοβούμαι πως δε…

— Πώς δε σαγαπώ; Αυτό θες να' πης;

— Ναι.

— Όι, Θέλω να μου το πης ο ίδιος. Θέλω να τακούσω απού το χρυσό σου στόμα.

— Φοβούμαι πως δε μαγαπάς μπλειο.

Έπεσε πάνω μου, ως θύελλα, κιάρχισε να με φιλά αχόρταγα κιατέλιωτα στο στόμα, στα μάγουλα, στα μαλλιά. Και τόσο μέσφιγγε στην αγκαλιά της, που θα πονούσα αν μάφηνε η ευτυχία μου να αισθανθώ πόνο. Έκανε σαν τρελλή και με κάθε φιλί μούλεγε και μια φράση πύρινη. Μια στιγμή μάλιστα, που μούδωκε στο στόμα ένα φιλί, αισθάνθηκα στα χείλη μου και μια ελαφρά δαγκωματιά.

— Εγώ δε σαγαπώ, εγώ, καρδιά τση καρδιάς μου, εγώ φως των αμματιώ μου; Εγώ που χάνομαι, που θα χαθώ για σένα; Αχ! να μπόρουνα να σανοίξω την καρδιά μου. Μα θα με καταλάβης;…Εγώ, Γιωργή μου, δε σαγαπώ, εγώ, εγώ;

Το κεφάλι της έπεσ' έπειτα στον ώμο μου κάμποσα λεπτά. Η αναπνοή της ήτο βίαιη, σαν να κουράστηκε πολύ, κη καρδιά της κτυπούσε δυνατά.

Έπειτα άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της έπεσαν στο πρόσωπό μου.
Κείπε με φωνή περίλυπη:

— Μα δε θέλουνε, πουλί μου, να σαγαπώ.

— Ποιοι;

Αντί να μου δώση απάντηση, με ρώτησε:

— Εσύ θα μαγαπάς;

— Ναι.

— Παντοτεινά;

— Παντοτεινά.

— Θέλουνε και δε θέλουνε;

— Θέλουνε και δε θέλουνε.

Δεν ήτο δύσκολο να καταλάβω ότι η μάνα μου ήτο που δεν ήθελε να μαγαπά το Βαγγελιό. Μήπως αλλοιώτικα δεν τώξερα; Η μητρική μου αγάπη κη αγάπη μου για το Βαγγελιό πιάστηκαν κείνη την ώρα σε φοβερή πάλη. Αλλά σ' αυτό ακούστηκαν βήματα κιομιλίες. Το Βαγγελιό ταράχτηκε και μούπε σιγά και βιαστικά:

— Δεν κάνει να μάςε δούνε μαζή, μόνο φύγε.

Και τραβήξαμε, αυτή προς το χωριό, εγώ προς τα κάτω. Ήμουν πολύ συγκινημένος κ' αισθανόμουν σα διαφορετικός άνθρωπος. Στο φανέρωμα της φλογερής γυναικίας αγάπης ωρίμασα διά μιας. Και καθώς η πεταλούδα βγαίνει από το κουκούλι της και πετά, βρέθηκα σε νέο κόσμο και σε νέο φως έβλεπα τον εαυτό μου και την αγάπη μου. Νόμιζα ότι σε μια στιγμή από παιδί έγινα άντρας και στα μάτια της ψυχής μου ανοίχτηκαν μυστήρια. Κιέξω από την εριστική παραφορά, δε βοήθησε σαυτή τη μεταβολή λίγο κι η ταραχή πούδειξε και μούπε το Βαγγελιό, όταν ακούστηκαν βήματα, ότι δεν έπρεπε να μας δουν μαζή. Ο φόβος κείνος μούλεγε πως ήμουν αρκετά μεγάλος, ώστε να σκανδαλισθούν όσοι θα μέβλεπαν σε μέρος ερημικό μένα κορίτσι. Κιόπως οι νέοι, πούχουν μουστάκια, ήτο φόβος κεγώ να εκθέσω μαφορμή τέτοια ένα κορίτσι. Το χέρι μου πήγε στο πάνω χείλος μου κεχάδεψε ανύπαρκτο μουστάκι. Χωρίς άλλο όμος δεν ήμουν όπως προ μισής ώρας. Στην ήσυχή μου παιδική σάρκα τώρα άρχιζαν να συνταράσσουνται και να χοχλάζουν ηφαίστεια. Η ανάμνηση του γυναικείου κόρφου, π' άγγιζε και πιεζότανε πάνω μου, άναβε το αίμα μου και στη φαντασία μου παρουσιάζοντο απόρρητα της ζωής, που, έως τελευταία μόλις υπώπτευα κι' ακόμη μούμεναν σκοτεινά και μυστηριώδη.

Τη δευτέρα του Θωμά έφυγα για την πόλη, Κι' αυτή τη φορά η λύπη μου ήτο μεγαλείτερη παρά την πρώτη αναχώρησή μου. Διότι το Βαγγελιό δεν ήρθε να μαποχαιρετήση τώρα που το πεθυμούσα περισσότερο. Αλλ' όταν μάκρυνα λίγο από το χωριό, φάνηκε το σπίτι της θειας του Δεσποινιού στο πάνω μέρος του χωριού, ένα κάτασπρο δίπατο σπίτι με γάστρες στα ψηλά του παράθυρα και μια μεγάλη πορτοκαλιά στην αυλή. Μου φάνηκε πως σένα παράθυρο πρόβαλλε το Βαγγελιό. Ήτον εκεί και περίμενε να με δη όταν θα παρουσιαζόμουν στ' ανοιχτό μέρος τον δρόμου. Πολλές φορές στράφηκα κι' αποχαιρετούσα το σπίτι της αγαπημένης μου, που τη φανταζόμουν να κλαίη ανάμεσα στ' άνθη· κη καρδιά μου μέσα έλεγε τα τρυφερότερά της λόγια. Αλλ' όταν ο δρόμος απογύρισε κένα ύψωμα έκρυψε το χωριό, μου φάνηκε ότι το βουνό κείνο καταπλάκωσε τη ψυχή μου.

Έκλαψα πολύ στο δρόμο κιόταν έφτασα στην πόλη μού φάνηκε μαύρη. Πώς θάχα την υπομονή να περάσω τους μήνες πούμεναν ακόμη έως τις θερινές διακοπές; Και πώς θάχα νου να μελετώ και να παρακολουθώ την παράδοση; Άμα έπιανα βιβλίο, έμπαινε ανάμεσα της σελίδας και της προσοχής μου ένα πρόσωπο με μαύρα λυπημένα μάτια κι άκουα την αγαπημένη φωνή να μου λέγη. «Θέλουνε και δε θέλουνε, θα μ' αγαπάς;»

Έτσι περνούσα τις σελίδες αφηρημένος, σαν νάσαν χαρτί άγραφο. Οι καθηγητές μου μαγαπούσαν έως τότε και με θεωρούσαν από τους καλλίτερους στην τάξη μου. Και τώρ' απορούσαν και μούλεγαν:

— Τι έπαθες, παιδί μου; Στο χωριό τον αφήκες το νου σου;

Ο αγωγιάτης, που μ' επήγε στην πόλη με το μουλάρι του, ήτο χωριανός μας με τόνομα Δρακογιώργης. Όταν μαφήκε να γυρίση στο χωριό, μούπε:

 — Και δε θα μου κάμης εδά, Γιωργιό, κιαμιά παραγγελιά για το χωριό;
Δε θα πω χαιρετίσματα σε κιανένα;

— Σόλους να πης, τούπα ανόρεξα.

— Και σε κιαμιά ψυχή ξεχωριστά; ξαναρώτησε με πονηρό χαμόγελο.

Κύμα θυμού ανέβηκε στο λαιμό μου. Μου φάνηκε πως αυτός ο χωριάτης έβαλε τα χοντρά και λερωμένα χέρια του στην καρδιά μου και βεβήλωσε τάγια των αγίων. Εγώ που άλλοτε έλεγα σόποιο με ρωτούσε ποιαν αγαπώ και ποια θα πάρω, τώρα ήθελα να κρύβω την αγάπη μου στα κατάβαθα της καρδιάς μου.

— Σε κιαμμιά, είπα απότομα.

— Καλά· θα μαρτυρήσω κεγώ του Βαγγελιού (κατές το δα πως είμεστα γειτόνοι) πως είπα του Γιωργιού αν έχη να πέψη στο χωριό ξεχωριστά χαιρετίσματα κιαυτός μούπε με μάνιτα (28) πως δεν έχει. Θες να τση το πω;

Μιλιά εγώ. Αλλ' όταν ο αγωγιάτης δευτέρωσε την ερώτηση του, δεν κρατήθηκα κείπα όχι μένο ζωηρό ανασήκωμα του κεφαλιού.

Ο Δρακογιώργης γέλασε.

— Πονηρέ! κρουφό τώχεις, αι; Πότ' έγιν' η κολοκύθα, πότ' εμάκρυν' ο λαιμός τση!

Μέπιασε μια ανησυχία, γιατί φοβόμουνα τι θα πήγαινε να πη στο Βαγγελιό ο Δρακογιώργης. Επειδή τον γνώριζα, ότ' ήθελε να κάνη αστεία, ίσως θα πήγαινε να πη στο Βαγγελιό πως δεν την αγαπούσα, για να κλέψη κιαπ' αυτήν το μυστικό. Και σκέφθηκα να της γράψω γράμμα· αλλ' αμέσως μετανόησα. Αφού δεν ήξερε γράμματα η φτωχή, πως θα το διάβαζε και σάλλον πώς να εμπιστευθή να της το διαβάση;

Ως τόσο κάθησα κέγραψα ένα γράμμα. Σαυτό τη βεβαίωνα για την αγάπη μου και τη λύπη μου που δε την είδα να την αποχαιρετήσω όταν έφευγα. Αλλά και γιαυτό φοβόμουν μήπως πήγαινε κανείς να της πη ψέμματα πως έπαψα να την αγαπώ. Της εξηγούσα τι συνέβηκε με τον Δρακογιώργη· και την έκανα προσεκτική να μη της πη ψέμματα ο αγωγιάτης και γελαστή κιαυτή. Τελείωσα έπειτα το γράμμα με όσες μαντινάδες του χωρισμού ήξερα.

Τον «Ερωτόκριτο» γνώριζα έως τότε από τις χειμωνιάτικες αποσπερίδες(29), όπου τον διάβαζαν με μια τραγουδιστή απαγγελία. Τον γνώριζα κιαπό τα μέρη που τραγουδούσαν στο χορό. Αλλά μόνον τότε μούτυχε το βιβλίο και το διάβασα ολόκληρο. Και τόσο βρήκα τον πόνο μου στους στίχους του αποχαιρετισμού, ώστε έκλαιγα ενώ τους διάβαζα. Μούρθε μάλιστα και ιδέα να κάμω κι' εγώ ένα παρόμοιο ποίημα και να περιγράψω τα ερωτικά μου βάσανα. Αλλ' η στιχουργική μου επιχείρηση δεν πήγε πολύ μακριά. Την αφήκα γρήγωρα. Δεν αφήκα όμως και τα γράμματα. Σχεδόν κάθε μέρα έγραφα ένα κατά τη ψυχική μου διάθεση. Και τα φύλαγα με τη σκέψη να τα διαβάσω τον Βαγγελιού όλα μαζή, όταν το καλοκαίρι θα πήγαινα στο χωριό.

Μετά καιρό είδα και πάλι τον αγωγιάτη στην πόλη. Αλλ' αυτή τη φορά δεν μαστειεύθηκε για το Βαγγελιό. Μούφερε δυσάρεστα νέα.

— Η Βαγγελιά, η καϋμένη, δε μπορεί.

— Είντα 'χει; ρώτησα μ' ανησυχία, που δε φρόντισα να κρύψω.

— Κιανείς δεν κατέει. Όλο ανήμπορη κιαρρωσταρά νε. Δε μπορεί καλά καλά να σηκώση το σταμνί να πάη στη βρύση.

Και με τη μάνα σου' νε στα μαχαίρια, μα είντα 'χουνε δε μπόρεσα να καταλάβω. Η μάνα σου δε θέλει να τη δη στα μάτια τση και λέει και κακά λόγια για την καϊμένη την κοπελιά. Μ' αυτή δεν ανοίγει το στόμα τση. Ποτέ δεν την ήκουσα να πη κακό για τη μάνα σου. Μα σάμπως λέει αυτή ποτέ για κιανένα και στραβά πατεί; Δεν ήθελε και να μάθης πως η μάνα σου τήνε κατατρέχει· και μου διπλοπαράγγερνε να μη σου πω πράμμα.(30) Μα γιάειντα να μη σου τα πω να τα κατές; Εγώ τση χωράτευγα και τσ' ήλεα(31) πως έτσα τα τσιγκρίζουνε πάντα η πεθερές και νυφάδες, μα τα καϋμέχαρο(32) το Βαγγελιό δεν έχει όρεξη για γέλια. Εσένα μου παράγγερνε να σε χαιρετώ και μούδωκε κένα χαιρετισμό να σου βαστώ· κάμποσα κουλουράκια να τρως την ταχυνή(33) όντε πας στο σκολειό να τση θυμάσαι. Ύστερα μούπε πως αν τύχη κέμαθες από άλλο πως η μάνα σου τη μάχεται να μη θαρρέψης, λέει, πως κιαυτή 'χει όχθριτα τση μάνας σου, γιατί ό,τι κιαν τση λέη, αυτή δε θέλει το κακόν τση.

Το Βαγγελιό του διπλοπαράγγειλε, γιατί γνώριζε τη ψυχή μου και καταλάβαινε ότι θα γινόμουνα δυστυχής όταν θα μάθαινα πως η μητέρα μου ήτον άδικη και κακή. Ο χωριάτης όμως από μοχθηρία, ασυνείδητη ίσως, μου 'πε τα όσα γίνηκαν. Και με τέτοια μορφή κακίας μου παρουσίασαν την μητέρα μου, που γύρισα πέρα το πρόσωπο. Μούτον ανυπόφορο να βλέπω έτσι κείνη που μεγέννησε καισθανόμουν ντροπή μαζή και θλίψη νανακαλύπτω ότι κείνη, που της έδιδα την καλωσύνη της Παναγίας, ήτο τόσο άδικη και σκληρή για μια κοπελιά, σαν το Βαγγελιό.

Η λύπη κη αγανάχτησή μου ξεθύμανε, όσο μπορούσε να ξεθυμάνη, σένα γράμμα από κείνα που δε θα πήγαιναν. Σαυτά τα γράμματα χρωστώ μεγάλη χάρη, γιατί με την παρηγοριά και την ανακούφιση που μούδωκαν στις τρικυμίες κείνες της εφηβικής μου καρδιάς, με στήριξαν και με βοήθησαν να περάσω τον καιρό που μούμενε μέχρι των εξετάσεων και των θερινών διακοπών. Δε μπόρεσαν όμως να με βοηθήσουν και στα μαθήματα και τη χρονιά κείνη με δυσκολία τα κατάφερα να προβιβασθώ.

Με τι ανακατωμένα αισθήματα γύρισα τότε στο χωριό. Με τι πόθο να δω το Βαγγελιό, αλλά προ πάντων με τι ονειροπολήματα, που είχε κτίσει η περιέργειά μου από την τελευταία μας συνάντηση. Και πάλι όμως φοβόμουν ότι η νέα ευτυχία, που άρχιζα να νιώθω στην αγάπη της γυναίκας, να ναυαγούσε στην έχθριτα της μητέρας μου. Και σ' αυτά, πόθους και φόβους, μπλεκόταν ένας δισταγμός. Άρχιζα να καταλαβαίνω το αταίριαστο της ηλικίας του Βαγγελιού και της δικής μου. Τα λόγια της μητέρας μου, αν κήθελα να μη τα πιστεύω δεν έμειναν άκαρπα· τα δυνάμωσε κη πείρα της ζωής. Μερικοί φίλοι, πούχα κάμει στο γυμνάσιο, διηγούντο ότι είχαν ερωμένες και παρατηρούσα ότι όλοι αγαπούσαν κορίτσια ίσης περίπου μ' αυτούς ηλικίας. Με ρώτησαν αν είχα κεγώ ερωμένη, αλλ' εγώ δε φανέρωσα τον έρωτά μου. Για να δω όμως την εντύπωσή των, διηγήθηκα για ένα παιδί στο χωριό μας παγαπούσε μια κοπελιά, μεγαλείτερη απ' αυτό πολλά χρόνια.

— Πόσα;

— Περισότερα από δώδεκα, ίσως και δέκα τέσσερα.

— Κιαυτός πόσω χρονώ νε;

— Δέκα τεσσάρω.

Γενικό αναφωνητό μου απάντησε:

 — Μαυτή 'νε μάνα του, μωρέ! Ώστε να μεγαλώση αυτός, κείνη θάνε γρα!
Θάνε κιάσκημη, για ναπομείνη τόσο χρονώ απάντρευτη.

— Δεν είν' άσκημη, βιάστηκα να πω.

Καισθανόμουν τόση ντροπή, ως νάχα μολογήση πως εγώ ήμουν που την αγαπούσα.

Αλλά κατά τον τελευταίο μήνα της διαμονής μου στην πόλη έτυχε και κάτι άλλο που τάραξε τους λογισμούς μου. Στο απέναντι μου σπίτι ήτον ένα ξανθό παχουλό κορίτσι, δέκα πέντε ή δέκα έξη ετών, που μούκανε προκλητικές εμφάνισες, όπως νόμισα τουλάχιστον. Το κορίτσι κείνο μούδωκε αφορμές να σκεφθώ· αλλ' η αγάπη που με περίμενε στο χωριό βρήκε τη δύναμη να διώξω τον πειρασμό.

Στο χωριό έφτασα δειλινό κεπειδή σε λίγο φάνηκα έτοιμος να ξεπορτίσω, η μάνα μου μούπε με θυμωμένο παράπονο:

 — Χόρτο να μην κόψης εδά, (34) μόνο (35) να σφίξης (36) στση
Βαγγελιάς. Εμάς, πρέπει, μάςε βαριέσαι.

— Ποιος σούπε πως θα πάω 'κειά;(37)

— Δεν το θωρώ πως ο νους σου 'ν' εκειά;

Στα χείλη μου ήρθε μια αυθάδεια. «Όπου θέλω θα πάω,» αλλά δεν τη ξεστόμισα.

— Δεν ντρέπεσαι, μωρέ, μια ολιά; είπε η μητέρα μου. Μος (38) έφταξες και δίχως καλά καλά να δης και να χαιρετήξης τη μάνα σου και την αδερφή σου, θες να σφίξης στη γειτονιά. (39) Είντα θα πουν οι γιαθρώποι; Κοντζά μου άντρας εγίνηκες μωρέ, και δε μπορείς να ξεχάσης τα παιδίστικα. Ακόμη θαρρείς πως είσαι μωρό για να σε χορεύγουνε στα γόνατα. Άλλο δε λείπει παρά να λες και τρευλά, έτσα που μίλιες μικιός. Εγώ αβαπώ Γκελιό.

Αν και στενοχωρημένος, γέλασα.

— Γελάς; είπε η μητέρα μου. Μα θα γελά κιο κόσμος να σε θωρή να ξετρέχης μια γεροντοκοπελιά. Μα κιαυτή να μη ντρέπεται τσ' αθρώπους! Είντα θέλει από σένα, που τση πέφτεις παιδί τση; Άντρα σε θέλει γ ή καύκο; (40) Κουζουλάδα, πρέπει, την πιάνει την κακομοίρα, απού τον καϋμό τση, γιατί δε βρίσκει άντρα. Καλά το λέει κ' η θεια σου το Καλιό. Μα δε θα την αφήσω γω να ξεμυαλίση το παιδί μου και να το κάμη ανεμπαίγνιδο του χωριού. Τση τάπα 'γώ, καιρός περασμένος, τα όσα τση πρέπουνε κιαπό τότες δεν εμιλήσαμε· κια δε σύρη χέρι απού το παιδί μου, θα τήνε κάμω να φύγη απού το χωριό. Εγώ τηνε λυπούμαι έτσα που κατάντησε και δεν πιάνει άθρωπος χρουσό μήλο από τα χέρια τση, μα δεν ντρέπεται και καθόλου.

Πετάχτηκα έξω, περισσότερο για να μην ακούω τα σκληρά λόγια της μάνας μου. Έξω βρήκα τη Δρακογιώργαινα και μούπε πως το Βαγγελιό ήτον ακόμη άρρωστη κιόλο στο χειρότερο πήγαινε. Πετσί και κόκαλο είχε γίνει, Από κείνο που μούπε η μάνα μου, ότι δεν πιάνει άθρωπος χρυσό μήλο από τα χέρια τση κιαπ' όσα μούπε η γυναίκα του Δρακογιώργη, το Βαγγελιό παρουσιαζότανε στη φαντασία μου σε θλιβερώτατη κατάσταση. Κίτρινη, αδυνατισμένη και ζαρωμένη, αληθινή γριά, όπως την έλεγαν, απόρριμα τον κόσμου, σα ρόδο μαραμένο και πεταμένο στο δρόμο, που κανείς δε στρέφεται να το κυτάξη. Κέτσι όπως τη φανταζόμουν, τη λυπόμουν περισσότερο, αλλά και δεν την αγάπησα περισσότερο. Ενώ με τόσο πόθο ερχόμουν να τη βρω, τώρα φοβόμουν να τη δω. Ήρθε μάλιστα στιγμή που κάποια οργή άναψε στον εγωισμό μου, γιατ' η αρρώστεια κη μεταβολή της γίνονταν εμπόδιο στα ονειροπολήματα της νέας μου αγάπης, με κείνα που ήρθα στο χωριό.

Αν κείχα κάμει απόφαση να παρακούσω τη μάνα μου και την άλλη μέρα τραβούσα προς το σπίτι της θειας του Δεσποινιού, πήγαινα ανόρεξα. Στο δρόμο βλέπω το Βαγγελιό και κατέβαινε με το καλάθι στον άγκωνα. Θαρρώ και πως μείδε κίσως για να μαποφύγη μες στο χωριό, πήρε ένα πλάγιο δρόμο. Εγώ γύρισα πίσω και βιαστικά προχώρησα έξω από το χωριό. Κεπειδή καταλάβαινα προς πού θα πήγαινε και ποιό δρόμο θάπαιρνε, προσπέρασα, μπήκα σένα παράστρατο κεκεί την περίμενα. Σε λίγο φάνηκε κιόταν ξαφνικά μείδε σαπόσταση, στάθηκε, είτε από συγκίνηση, είτε γιατί φοβήθηκε να μη τη δουν μαζή μου.

Η ιδέα που μούχαν δώσει για την κατάστασή της δεν ήτο και πολύ υπερβολική. Ήτο σχεδόν αγνώριστη. Αδύνατη και κατάχλωμη και τα μαύρα της μάτια, που φαινόντανε μεγαλείτερα, είχαν την αγωνία πουλιού πληγωμένου. Αλλ' αυτά τα μάτια ήσαν εκείνα π' αγαπούσα κιόταν ταντίκρυσα, το κρύωμα της καρδιάς μου πέρασε κιάρχισαν παλμοί στο στήθος μου.

Κιόταν ήρθε κοντά μου κιάκουσα τη φωνή της, δεν έβλεπα πεια την παραμόρφωση της αρρώστειας. Στα μάτια και τη φωνή της βρήκα το Βαγγελιό που λαχταρούσα κιόλη η αγάπη μου άναψε. Έτρεξα και την αγκάλιασα πρώτος κιαυτή με φίλησε, με φίλησε τρελλά. Και μούπε, χωρίς να μαφήση από την αγκαλιά της:

— Το κάτεχα Γιώργο μου, πως θαρχόσουνε και σανήμενα. Μα 'γώ η μαυρομοίρα σανήμενα απού τη Δεύτερη του Θωμά, όντεν έφυγες. Σε θώρουνα τότες απού το παραθύρι ώστε που φαινόσουν. Εσύ με 'δες;

— Όλο στα παραθύρια σας θώρουνα, μα μπόρουν να σε δω, πούτουνε τα μάτια μου θελωμένα 'που τα δάκρυα;

Το Βαγγελιό ενθουσιάστηκε.

— Όμορφα 'που τα λες! Έκλαιες, παιδί μου;

— Έκλαια σόλη τη στράτα.

— Έκλαιες για το χωρισμό μας;

— Ναι. Για το χωρισμό μας βρήκα το Ρετόκριτο και τον εδιάβαζα.

 — Πώς ήθελα να μου τόνε διάβαζες και μένα! Μα δε μας αφήνουν,
αλοίμονό μου!

Της είπα δύο ή τρεις στίχους του Ερωτόκριτου, που θυμόμουνα, κιαυτή, ενθουσιασμένη που τους άκουε από το στόμα μου, έλεγε:

— Χαρώσε πώς τα λες, ζαχαρένιε μου!

Τότε κεγώ, αποκότισα και τη φίλησα για πρώτη φορά, αφ' ότου μεγάλωσα.

Και το Βαγγελιό:

— Να, είπε, εδά' σαι άντρας! Κείντα γλυκιά που φιλείς, κανακάρη μου!

Με κύταξε καλά καλά, για να δη, φαίνεται, τη μεταβολή πούχα πάρει από την ηλικία, κατά το διάστημα πούλειπα. Και μουρμούρισε, σα να μονολογούσε:

— Όλο και μεγαλόνει.

Έπειτα ευθύς μούπε:

— Οψές, όνταν ήμαθα πως ήρθες, ανήμενα να φανής, αν και κάτεχα πως δε θαρχόσου…γιατί δε θα σαφήνανε ναρθής. Δε σούπανε να μη μου μιλής;

Αντί ναπαντήσω στην ερώτησή της, τη ρώτησα κεγώ:

— Μα εμαλώσετε, λέει, με τη μάνα μου;

— Ποιος σου τώπε;

— Ο κιρατζής (41) ο Δρακογιώργης, ο γείτονάς σας.

 — Εγώ, γυιέ μου, δεν εμάλωσα με κιανένα, είπε με πίκρα το Βαγγελιό.
Εμένα με μαλώσανε, γιατί, λέει, σε βγάνω απού το νου σου.

Κιαφού σώπασε λίγο:

— Μα μπορεί, είπε, νάχουνε και δίκιο. Ίσως η γιαγάπη μου να σου κάνη κακό. Κατέω κεγώ; Γιαυτό είπα με το νου μου…

Δεν τέλειωσε τη φράση.

— Δε μου λες, Γιώργο μου, ενεζήτας με στη χώρα; Με θυμούσουνε;

— Μερονυχτού.

— Εκάτεχά το, γιατί, τσι περισσότερες βολές που σε 'δα στόνειρό μου, σε θώρου δακρυσμένο. Εσύ με νειρεύτηκες κιαμιά βολά;

— Πολλές βολές.

Το πρόσωπό της πήρε μια παράξενη έκφραση;

— Και με 'δες στον ύπνο σου ποθαμένη;

— Μια βολά.

Δεν περίμενε, φαίνεται, τη βεβαιωτική απάντηση κέκαμε μικρό ανατίναγμα. Έπειτα έμεινε συλλογισμένη για κάμποσες στιγμές.

— Και σούφερε ο κιρατζής το χαιρετισμό που σέπεψα;

— Τα κουλουράκια; Ναι.

— Τα ζύμωσα με τα χέρια μου, για να σου πούνε κιαυτά την αγάπη που σούχω, Γιωργή μου.

— Κεγώ σούγραφα γράμματα.

— Γράμματα; είπε με χαρούμενη έκπληξη, που αμέσως γύρησε σ' ανησυχία. Κείντα γενήκαν αυτά τα γράμματα; Εμένα δε μου φέρανε κιανένα. Μην πα κη μάνα σου…

— Ήγραφά τα, μα δεν τάπεμπα.

— Γιατί δεν κατέω να τα διαβάσω;

— Εφοβούμουνα να μην πέσουν σε ξένα χέρια και τανοίξουνε.

Το Βαγγελιό σκέφθηκε.

— Κρίμας, είπε, να μη μου τα πέψης! Θα μου κάνανε μεγάλο καλό. Ίσως και να μην αρρώσταινα.

— Ήμαθα πως ήσουν αρρωσταρά.

— Είμαι, παιδί μ', ακόμη. Δεν το θωρείς;

— Μα είντά 'χεις;

— Κατέω κεγώ; Έτσα λυόνω και πάω και το γιατρικό μου δε βρίσκεται. Κρυφόθερμες λένε πως έχω. Μα δε μούπες, είντα τάκανες τα γράμματα που μούγραφες. Ήσκιζές τα;

— Όι, εστέρευγα (42) τα κέχω τα όλα.

— Κρίμα να μη μου τα πέμπης! Εγώ, και χωρίς να κατέω γράμματα, θα καταλάβαινα είντα λέγανε. Θα τως έδιδα φιλιά και θα μουλέγανε μοναχά τως είντα τως επαράγγειλε ο Γιώργος μου να μου πούνε. Μάφτανε και μόνο τη μυρωδιά σου να μου φέρνανε. Κρίμας, κρίμας! θάσανε το καλλίτερο γιατρικό για μένα.

— Τάφερα να σου τα διαβάσω. Και το ίδιο θα σε γιατρέψουνε.

— Να μου τα διαβάσης; είπε συλλογισμένη. Μα πού; Δε σούπα πως δε θέλουνε να σου μιλιώ; Κεπαέ που στέκομε να μάςε δούνε και να το μάθη η μάνα σου, δε θάν' ο στεμός (43) μου στο χωριό…Ναρθής στο σπίτι μας, είπε σε λίγο.

Αλλ' ευθύς μετάνιωσε.

— Όι, όι, δε θέλω λόγια· φθάνουν τα όσα έχω ακουσμένα.

Μα κη μάνα μου θα στενοχωρηθή.

Άρχισε να κλαίη και σπόγγισε τα δάκρυα με την ποδιά της. Έπειτα μούπε:

 — Άιντε, Γιωργή μου, πήνε(44) να πάω κεγώ στη δουλειά μου. Δε θέλω
να μάςε δούνε. Και θα σου πω 'γώ πού θα τα διαβάσωμε τα γράμματα.

Πριν να χωριστούμε, αναστέναξε κείπε:

Ας κάτεχα γράμματα!…

Όση ώρα ήμουν μαζή με το Βαγγελιό, η αγάπη μου ήτο τόσο θερμή, που τη μεταβολή, που της έκαμε η αρρώστεια, δεν την έβλεπα. Άμα έμεινα μόνος, μ' έπιασε μια ψυχρή απογοήτευση. Ένιωθα ότι όσα μούτασσε η νέα μου αγάπη βρίσκαν τόσα εμπόδια, που φαίνονταν αδύνατα. Και τώρα που δεν την έβλεπα και δεν την άκουα, δυνάμωναν όσα δυσάρεστα είχ' ακούσει γιαυτήν από τη μάνα μου κιάλλους. Και χωρίς να το θέλω, στη φαντασία μου άρχισε να γίνεται μια σύγκριση μεταξύ του Βαγγελιού και της ξανθής γειτονοπούλας στην πόλη. Εκείνη ήτον ολόδροσο κορίτσι δεκάξη χρονών, με μάτια γαλανά, με μια πλεξούδα στην πλάτη. Και το Βαγγελιό δεν ήτο πεια νέα ή τουλάχιστο γρήγωρα θα γερνούσε κήτον μαραμένη κιαδύνατη, μόνο κόκαλα.

Περίεργο, όσο ήμουν στη χώρα μακριά της, η αγάπη της είχε τόση δύναμη, που με κυρίευε αποκλειστικά. Στο χωριό γίνηκε το αντίθετο. Όταν προτήτερα ήμουν κοντά της, την αγαπούσα, περισσότερο ίσως κι' από πριν. Αλλά μόλις έφυγα από κοντά της, εξασθένησε η αγάπη της κιαφήκε να εισβάλουν στο νου μου εχθρικοί λογισμοί. Η μέθη τω φιλιώ της, τω ματιώ και της φωνής της το μάγεμα ξεθύμαιναν μακριά της κιάφηναν να θυμούμαι δυσάρεστες λεπτομέρειες. Όσο θυμόμουνα μάλιστα το αδυνάτισμά της, το ξανθό κορίτσι πλησίαζε να νικήση στη σύγκριση.

Η νέα μου αγάπη, που βγήκε από το ξύπνημα τω σαρκικώ μου πόθω, ήτο υλικώτερη της παλαιάς· κήσαν γιαυτήν αδύνατη τροφή τα ισχνά κάλλη. Πεθυμούσα καμπυλότητες κιαβρότητες, σαν κείνες πούβλεπα κεφανταζόμουν στα πλούσια νειάτα του ξανθού κοριτσιού. Τώρα σκεπτόμουν ότι η αγκαλιά του Βαγγελιού ήτον κάπως ξερή κιότι στους αγκαλιασμούς της αισθανόμουν πολύ τα κόκαλα. Και θυμούμενος τη γειτονοπούλα της χώρας, φανταζόμουνα τι θησαυρούς θαύρισκαν οι εφηβικοίμου πόθοι στην αγκαλιά της κόρης κείνης με το γεμάτο κόρφο.

Αλλά μόλις πέρασαν από το νου μου αυτοί οι άπιστοι λογισμοί, μ' έπιασε τέτοια μεταμέλεια, ώστε μούρθε ορμή να σπάσω το κεφάλι μου σένα τοίχο. Σα νάβλεπε όλος ο κόσμος κιαυτό το Βαγγελιό τους στοχασμούς μου, μ' έπιανε πικρότατη ντροπή και μου φαινόταν πως ήμουν ένας ουτιδανός, που ούτε οι άνθρωποι, ούτε ο Θεός θα συγχωρούσαν.

Αλλά πάλιν είνε βέβαιον πως η αγάπη μου δε στεκότανε καλά στα πόδια της. Κήρθε στιγμή που ζήτησα και μια συμβιβαστική λύση στην αμηχανία μου. Δε μπορούσα ν' αγαπώ και τις δυο; Η χωρητικότητα της καρδιάς μου αύξαινε τώρα τόσον, που φαινόταν ότι θα χωρούσε και περισσότερες από δυο.

Μια βραδιά πούχε νυκτώσει, ύστερα από κάμποσες μέρες, συναντηθήκαμε με το Βαγγελιό μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Η πλατεία της εκκλησίας ήτον έρημη και το Βαγγελιό στάθηκε και μούπε:

— Έλα την τρίτη ταπομεσήμερα στου Ντερβίση τα Χαράκια και βάστα και τα γράμματα. Στην κερατιά (45) να μ' ανημένης.

Κευθύς έφυγε κιαπόγυρε στη γωνιά της εκκλησίας.

Την τρίτη τ' απόγεμα ήμουν στου Ντερβίση τα Χαράκια, ένα βράχο μεγάλο, σαρκετή απόσταση από το χωριό. Ο βράχος από τη μια μεριά κοβότανε απότομα και σχημάτιζε γκρεμό φοβερό. Κάτω στο βάθος έτρεχε μικρό ποτάμι, ανάμεσα σε πλατάνια, μυρτιές και βάτους, και σένα μέρος γκρεμιζότανε μαφρούς και βοή κεσχημάτιζε καταρράχτη. Από το δώθε μέρος ο βράχος χαμήλωνε κήτον εύκολο νανέβη κανείς και να προχωρήση έως την κορυφή.

Σε μια σχισμάδα χαμηλά στο βράχο, είχε φυτρώσει μια χαρουπιά με πολλές παραφυάδες και σκέπαζε πολλή έκταση. Κάθησα κάτω από το δέντρο, με τρόπο που να με κρύβουν οι παραφυάδες.

Η ιδέα ότι θαρχότανε το Βαγγελιό να με συναντήση, διάλυσε τους άπιστούς μου λογισμούς και την περίμενα με συγκίνηση, σα να μην είχε ταράξει και ψυχράνη τίποτε την αγάπη μου. Αλλά δεν περίμενα πολύ. Σε λίγο φάνηκε το Βαγγελιό. Ανέβαινε τον ανήφορο και κάθε λίγο στεκότανε ν' ανασάνη· και τη λυπήθηκα που φανταζόμουνα την κούρασή της. Κρατούσε καλάθι, ώστε να φαίνεται σα να χορτολογούσε ή, πως πήγαινε σένα λαχανόκηπο δικό των, πούταν, παραπάνω.

Σηκώθηκα πίσω από τα παράκλαδα της χαρουπιάς για να με δη. Κη καρδιά μου αληθινά σκιρτούσε, σα νάθελε να τρέξη σε προϋπάντησή της. Όταν έφτασε στο κάτω μέρος τον βράχον, κάθησε ξεψυχισμένη κέβλεπα το στήθος της νανατινάσεται με αγωνία. Έτρεξα να πάω κοντά της, αλλά μούγνεψε με το χέρι να μείνω εκεί πούμουν.

Έμεινε κάμποση ώρα στην ίδια θέση κέπειτα σιγά σιγά ανέβηκε το λίγο μέρος του βράχον, για να φτάση έως στο δέντρο.

— Δε μπορώ, παιδί μου, είπε με φωνή πολύ αδύνατη και κομμένη. Εγώ, πρέπει, δεν είμαι μπλειο για ζωή. Πολλές φορές είπα πως θάβγαιν' η ψυχή μου, ώστε να φτάξω. Και πιάσε να δης πως καίομαι.

Άπλωσε ταδυνατισμένο χέρι της και τώπιασα.

— Πως καις, αλήθεια!

Πέρασαν κάμποσα λεπτά για να βρη τη δύναμη να μου μιλήση πάλι.

— Για πε μου, Γιώργο, αν αποθάνω, θα με κλάψης;

— Αν αποθάνης; Μα γιάειντα θαποθάνης; Εγώ δε θέλω ναποθάνης…είπα με παιδιάτικη θλίψι, σα, νάμουν έτοιμος να κλάψω. Δε θέλω, γιατί….

— Γιατί; ρώτησε το Βαγγελιό, για να πω κείνο παποσιώπησα.

Συνάμα έσκυψε λίγο και με κύταζε κατάματα με τα μεγάλα της μάτια πούλαμπαν από πυρετό.

Της είπα.

— Γιατί σαγαπώ κύστερα είντα θα γενώ;

— Αγάπη μου!

Μέσυρε στην ποδιά της, με κάθησε στα γόνατά της, σαν όταν ήμουν μικρό παιδί, και με καταφίλησε. Κιόπως αντίκρυζα το πρόσωπό της, έβλεπα ναντιφέγγη στα μάγουλά της η φωτιά που την έκαιε.

Νέα διακοπή κέπειτα μούπε:

— Έλα 'δα να μου διαβάσης τα γράμματα.

Σηκώθηκα κέβγαλα το δέμα από το στήθος μου. Είχα βάλει τα γράμματα σε χρονολογική σειρά· κιόλα είχαν το στερεότυπο προοίμιο περί της υγείας. Στα περισσότερα έκανα και προσπάθειες «πεπαιδευμένου» και παράχωνα κάπου κάπου καμμιά λέξη η φράση από τα βιβλία που διάβαζα. Άρχισα με το πρώτο πούχα γράψει:

«Αγαπημένο μου Βαγγελιό, «Πρώτον έρχομαι, να ερωτήσω δια το αίσιον της υγείας σου. Αν ερωτάς και δι' εμέ, κλαίω, κλαίω, αφ' ότου έφυγα από το χωριό. Και ποιος να με παρηγορήση εδώ που είμαι ξένος στα ξένα; Κλαίω κιόλο τόνομά σου έχω στο νου μου και στο στόμα μου.

Κοιμούμαι και θυμούμαι σου, ξυπνώ στο νου μου σέχω και στόνειρό μου σε θωρώ κιαγκαλιασμένη σέχω.

Όπου δεν είσαι του λόγου σου, ο κόσμος μου φαίνεται έρμος και σκοτεινός. Πιάνω να διαβάσω και δε μπορώ να συμμαζέψω το νου μου. Ο νους μου γίνηκε νερό κιόλο σε σένα τρέχει….»

Το Βαγγελιό μούκοψε το διάβασμα κείπε:

— Γιάε το πονηρό, μαντινάδες απού τσι κατέει! Και πώς τσι ταιριάζει όπου πρέπει!

«Πώς θα τόνε περάσω τόσον καιρό, που θα κάνω να σε δω. Η μέρες μου φαίνουνται χρόνοι. Και θαρρώ πως μιαν ημέρα θα παραιτήσω και τα γράμματα και τους καθηγητάς και θαρθώ στο χωριό. Ω πως τανεζητώ!…»

— Θωρείς εδά; είπε πάλι το Βαγγελιό. Αν εκάτεχα γράμματα θα σούγραφα κεγώ να σε παρηγορήσω, για να μην τύχη και φύγης απού το σκολειό και θάτονε πολύ κακό για σένα.

Τάλλα γράμματα δεν έλεγαν πολύ διαφορετικά πράγματα. Το Βαγγελιό όμως τάκουε με πολλή σοβαρότη και δεν άφηνε να χάση λέξη. Σένα γράμμα έλεγα ότι, όπως ήτονε πάντα στο νου μου, συνείθιζα λίγο κατά λίγο να νομίζω πως ήτο μαζή μου πραγματικά κι ότι με συντρόφευε στο διάβασμα· κέτσι εύρισκα όρεξη να διαβάζω.

— Πούνε γραμμένο αυτό; είπε με πολλή ζωηράδα το Βαγγελιό.

Της έδειξα το μέρος κιαυτή πήρε την επιστολή και φίλησε την περικοπή κείνη.

Σένα γράμμα, που της έλεγα πως έμαθα την αρρώστεια της, έγραφα πως λυπήθηκα που δεν ήμουν κοντά της «να φανώ γιατρός στον πόνο της», ως λέει κη μαντινάδα. Το Βαγγελιό αναστέναξε και μαποκρίθηκε με άλλη μαντινάδα:

    Ο πόνος μου 'ν' αγιάτρευτος, μάνε στο πόδι πάνω·
    Μια μέρα που θα περπατώ θα πέσω ναποθάνω.

Κατόπιν άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της δεν έπαψαν έως ότου τελείωσαν τα γράμματα.

 — Αν εκάτεχα γράμματα, είπε τότε, είντα δε θάχω να σου γράψω,
πουλάκι μου! Πόσα πράμματα δεν τα λέει κιανείς καλλίτερα με την πένα!

Η βοή του καταρράχτη έφθανεν έως στο μέρος που καθώμεστα. Και το
Βαγγελιό, αφού σπόγγισε τα μάτια της, είπε:

— Πάμε να δούμε τον εγκρεμό και τη ρίχτρα; (46)

Ανεβήκαμε και φτάσαμε στην κορυφή του βράχου. Μέσα από μια μεγάλη σχισμάδα προβάλαμε στο χάος και τα πρόσωπά μας δρόσισε του ποταμού η αναπνοή. Το Βαγγελιό σύρθηκε πίσω με κίνημα φόβου:

— Μάνα μου! να πέση κιανείς από 'παέ, η φανιά του δε θα 'βρεθή(47).

Όταν σε λιγάκι κατεβήκαμε και μπήκαμε στο λιόφυτο, το Βαγγελιό δίπλωσε τα χέρι της και μούπε:

— Για πιάσε πάλι να δης πως καίω.

Πραγματικώς το χέρι της έκαιε τώρα περισσότερο και τα μάγουλά της ήτανε φωτιά.

Περπατήσαμε λίγο κάτω από τις ελιές σιωπηλοί και συλλογισμένοι. Εγώ συλλογιζόμουν με κάποια κρυφή δυσαρέσκεια πως πολύ έκλαιε το Βαγγελιό κιότι τα κλάμματα δεν την ωμόρφαιναν. Αλλά γενικώς το κλάψιμμο δε μάρεσε τώρα, γιατί μου θύμιζε τα μικρά παιδιά με τις μύξες των. Μια γυναίκα πούκλαιε, κιόταν ακόμη μου κινούσε συμπάθεια, μου φαινόταν πως ξέπεφτε, πως γινόταν ζώο δειλό και κακομοιριασμένο.

Μπροστά μας άνοιξαν οι ελιές και φάνηκε μακριά το φαράγγι, μια βαθειά σχισμάδα του βουνού. Το άνοιγμά του φαινότανε μαύρο· αλλά στο πάνω μέρος γελούσε λίγη μακρυνή θάλασσα.

— Επήες ποτέ σου στο φαράγγι; με ρώτησε το Βαγγελιό.

— Επέρασα κοντά, μα εκειά ίδια δεν επήα.

— Εγώ 'πήα. Κατές βάθος απού τώχει; τρεις φορές σαν τον εγκρεμό πούδαμε. Και κάτω στου πάτο τρέχει ένα νερό. Σα ξανοίξης από πάνω κάτω, ζαλίζεσαι και θαρρείς πως σε ρουφά το φαράγγι και πως θα σε καταπιή.

— Ήκουσα πως οι νεράιδες έχουν εκειά μέσα κατοικητήριο.

— Έτσα λένε… Εσύ ζαλίζεσαι σα ξανοίξης σεγκρεμό;

— Όχι, είπα.

 — Εγώ ζαλίζομαι και θαρρώ πως έτσα θα πέσω να σκοτωθώ κιαμιάν ημέρα.
Γιατί μαρέση να θωρώ στσ' εγκρεμούς.

Άξαφνα μου λέει:

— Να σου πω, Γιώργο· θαρρώ πως η μάνα σου 'χει δίκιο, απού σου λέει να μη μου σιμόνης. Και να κάμης ό,τι σου λέει η μάνα σου. Δεν κάνει και να παρακούς σεκείνη που σ' εγέννησε, παιδί μου. Είνε μεγάλο κρίμα.

Είχε σταθή στη σκιά μιας ελιάς και στήριζε το χέρι της σένα χαμηλό κλάδο. Μια ήλιου αχτίνα σχημάτιζε σαν άστρο πάνω από το μέτωπό της. Και το πρόσωπό της ήτο ωχρό, σχεδόν σαν κέρινο, κείχε σοβαρή γαλήνη αγίας. Ποτέ δεν την είχα δη έτσι.

— Δεν κάνει…. εξακολούθησε, δεν ταιριάζει να μαγαπάς… σα μεγάλος, γιατί 'σαι πολύ μικιός για μένα! Εγώ 'μαι μεγάλη… Κοντεύγω να… γεράσω. Κιωςτε να γενής εσύ άντρας σωστός, εγώ θάμαι…

Το στήθος της ανασειόταν από λυγμούς, που δεν τους άφηνε να ξεσπάσουν. Αλλά με την τελευταία λέξη δε μπόρεσε πεια να περιορίση την τρικυμία της ψυχής της. Κιάρχισε να κλαίη.

Τη λυπόμουν, αλλά και δεν καταλάβαινα πολύ αυτές τις κλάψες κιάρχιζα να τις βαριούμαι, γιατί, ως είπα, και δε μάρεσαν. Εγώ ήθελα να την αγαπώ, όχι να τη λυπούμαι.

Πάνω στο κλάμα την έπιασε κένας βήχας δυνατός, που την έσειε τη δυστυχισμένη, σαν καλάμι. Αφού ησύχασε μου λέγει:

— Ήκουσες, Γιώργο μου, είντα σούπα; Να κάμης κατά πως σ' αρμηνεύγει(48) η μάνα σου. Αυτή κατέει καλλίτερα το καλό σου και θέλει το καλό σου περισσότερο από κάθε άλλο.

— Κιαπό τουλόγου σου;

— Κιαπό μένα, είπε αποφασιστικά το Βαγγελιό. Δε σούπα πως η δική μου αγάπη δε μπορεί νάνε για καλό σου;

— Και μου λες να μη σ' αγαπώ μπλειο;

Με κύταξε κάμποσα δευτερόλεπτα και τα μάτια της θόλωσαν από νέα δάκρυα.

 — Εγώ, χρυσέ μου, δε θέλω να μαγαπάς;…Ντα μπορώ να ζήσω χωρίς;…
Ω η κακομοίρα, φωτιά πούρριξα πάνω μου!

Ταναφυλλητό της έπνιξε τη φωνή και με δυσκολία κατάφερε να μου πη τακόλουθα:

— Όι να μ' αγαπάς, παιδί μου, ως μαγαπούσες πρώτα, σα δεύτερη μάνα σου, σα μεγάλη αδερφή. Μα να μην ταποδείχνης. Να μαγαπάς μέσ' στην καρδιά σου. Δε σου ζητώ άλλο πράμμα. Έλα 'δα να σε φιλήσω, για υστερνή βολά, γιατί φοβούμαι πως θα μάςε χωρίσουνε παντοτεινά και δε θέλω να σε θωρώ κρυφά, σαν κλέφτρα.

Κιως να είχε σβυσθή το πάθος πούχαν έως τότε τα φιλιά της, ως να εξαγνίσθη στον πόνο η αγάπη της και γύρισε στην πρώτη αθωότητα, μούδωκε ένα ήρεμο, μητρικό ασπασμό στο μέτωπο. Έπειτα άπλωσε το χέρι της στα μαλιά μου κιη χειρονομία κείνη ήτο μάλλον ευλογία παρά θωπεία.

Σήκωσα τα μάτια μου και την είδα. Μου φάνηκε ψηλότερη και τώρα το φως της ήλιου κύκλωνε το πρόσωπο της με φωτοστέφανο αγίας.

— Άιντε να πιαίνης, Γιώργο, μούπε, κιο Θεός νάνε μαζή σου. Και μια ψυχή που σαγαπά θα σου παραστέκεται όπου κι αν πας, όπου κια βρίσκεσαι.

Η τελευταία της φράση έτρεμε· και τώρα το αποκέρωμα του προσώπου της ήτο τέλεια νέκρα. Μόνο στα μάτια της, θαρρούσες, έμενε ζωή ακόμη. Μια στιγμή νόμισα ότι θα πέση κη ίδια στηρίχτηκε στο δέντρο. Έπειτα είπε με φωνή που μόλις ακούστηκε:

Εγώ θα πάω πάνω, στο κηπούλι μας. Εσύ να πάρης κάτω.

Τράβηξα κάτω, χωρίς να πω τίποτε. Αλλά σαν πήγα κάμποσα βήματα, γύρισα και την κύταξα. Ήτον ακόμη στην ίδια θέση, σα να μην είχε τη δύναμη να ξεκινήση. Σε λίγο άρχισε κιανέβαινε σιγά σιγά· κέβηχε ένα μικρό ξερό βήχα. Έπειτα την έκρυψαν τα δέντρα και δεν την έβλεπα πεια· άκουα όμως το βήχα της, ως όπου κιατός έπαψε νακούεται.

Τις τελευταίες στιγμές που στεκότανε στη σκιά του δέντρου μούδωκε μια βαθύτατη συγκίνηση, ένα αίσθημα σα θρησκευτικό. Τώρα τη λυπόμουνα και ψιθύρισα: «Κακορρίζικο Βαγγελιό!» Αλλά σε τέτοια στιγμή τ' ήθελε ν' ανακατευθή το κορίτσι με την ανοιξιάτικη άνθηση και τη ξανθή πλεξούδα; Πολεμούσα να το διώξω από τη φαντασία μου, αλλά τίποτε· από 'δω το 'διωχνα, από κεί' παρουσιαζότανε, με παιχνιδιάρικο γέλιο, σα να μούπαιζε το κρυφτούλι. Όπως πήγαινε πάνω το Βαγγελιό, είχα δη τις δυο πλεξούδες της κάτω από το τσεμπέρι, κήσαν ισχνές, σαν αυτή. Τι αξιολύπητα πράμματα ήσαν κείνα τα μαλιά, συγκρινόμενα με το πλεγμένο χρυσάφι, πούπαιζε μελιγμούς φιδιού στην πλάτη της άλλης! Δεν ήθελα να κάνω τέτοιες σύγκρισες, αλλά και δε μπορούσα να τις αποφύγω. Το σπίτι σου μπορείς να το κλείσης στους ενοχλητικούς επισκέπτες, αλλά όχι και το νου σου. Κιο ξανθός πειρασμός είχε μια επιμονή τον διαόλου.

Από το άλλο μέρος η μάνα μου δεν ησύχαζε, αλλά φαίνεται ότι μέρα και νύχτα ο νους της δούλευε για ναύρη τρόπο να μαποσπάση από το Βαγγελιό για πάντα. Τα λόγια δεν της φαινόντανε αρκετά.

Μια μέρα μου λέει:

— Τα ωζά (49) μας είνε στον Αμαλό. Δεν πας και συ να περάσης μάκιες μέρες, να δης πως διάγουν οι βοσκοί; Θα χορτάσης και γαλατερά που ταγαπάς. Σε μια δυο μέρες θα πάη ο ξάδερφός σου ο Βασίλης του παπά για να κυνηγήση. Τούπα να πάτε μαζή και τάκουσε με πολλή του χαρά. Θα σου βρη, λέει, κέναν τσιφτέ (50) να σε μάθη να κυνηγάς. Κιο Βασίλης, ως θάκουσες, έχει γενεί καλός κυνηγός. Ποτέ δε γυρίζει χωρίς λαγό.

Η ιδέα της μητέρας μου μενθουσίασε. Το τουφέκι και το κυνήγι ήσαν από τους μεγάλους μου πόθους.

— Θες να πας; με ρώτησε η μητέρα μου.

— Μα θα μου δώση το τουφέκι να τώχω 'γώ;

 — Κιαμέ; Όσες μέρες θάστε στον Αμαλό, το τουφέκι θάνε δικό σου.
Νάχης μόνο το νου σου να μη σε σβολώση.(51)

Ο Βασίλης θα σ' αρμηνεύγη κιότι (52) νάρθη να μου πη πως ήμαθες να παίζης, (53) θα σαγοράσω, κανακάρη, μου, ένα τουφέκι νάνε μοναχικό σου και να πιαίνης να κυνηγάς, όντε θες.

Ο Βασίλης που τον είδα ταπόγεμα μου βεβαίωσε τα λόγια της μάνας μου. Είχ' ένα δίκαννο ελαφρό, που θα μου τώδιδε να κυνηγώ όλες τις μέρες που θα μέναμε στον Αμαλό.

— Και πότε θα πάμε;

— Ύστερ' από δυο μέρες, το σαββάτο πούρχεται.

Εγώ θα ήθελα να πάμε την άλλη μέρα ευθύς, αλλ' ο Βασίλης δεν ευκαιρούσε τόσο γρήγωρα.

Τις δυο μέρες πέρασα σε πυρετό προσδοκίας και στον πυρετό κείνο, μπορώ να πω, λησμόνησα ολότελα κάθε άλλο. Ανυπομονούσα να πάρω στο χέρι μου το τουφέκι κέκανα όνειρα για τα κυνήγια που θάκανα.

Μετά τρεις μέρες ανεβήκαμε στον Αμαλό. Ο Βασίλης ήτο μεγαλείτερός μου κάμποσα χρόνια, νέος πλέον τέλειος.

Όταν την αυγή ήρθε και με πήρε, είδα ότι είχε μόνο ένα τουφέκι κεφοβήθηκα πως με γελούσαν.

 — Και το δικό μου τουφέκι πούνε; Δε μούπες πως θα μου δώσης ένα
τουφέκι να τώχω μοναχικό;

 — Το δικό σου θα το βρης στη μάντρα. Τώχω αφητό απού την άλλη βολά
που πήα στον Αμαλό, εδά και δέκα μέρες.

 Εσείς με γελάτε, είπα με δυσπιστία, κυτάζοντας πότε το Βασίλη, πότε
τη μάνα μου.

 — Γιάειντα να σε γελάσουμε; είπε ο Βασίλης. Για να πας στον Αμαλό;
Σα δε θες, μη 'ρθής. Μα σα θες να βαστάς τουφέκι, να το δικό μου.

— Εγώ να το βαστώ;

— Είνε βαρύ και θα σε κουράση, μα σα θες, βάστα το σόλη τη στράτα.

— Δε με κουράζει μένα.

Ένα πράμμα τόσο επιθυμητό, μπορούσε να με κουράση;

— Στ' ανέβασμα, μούπε ο Βασίλης, θα παίξης και την πρώτη σου τουφεκιά.

Δε χρειαζότανε περισσότερο για να παύσουν οι δυσπιστίες κ' οι δισταγμοί μου. Ο δρόμος ήτον όλος ανήφορος, τριών περίπου ωρών, και το τουφέκι ήτο βαρύ για την ηλικία μου. Σε κάμποση ώρα άρχισε να πονή ο νώμος μου, αλλ' υπόφερα χωρίς παράπονο το βάρος. Έρριξα και σένα πουλί στο δρόμο, αλλ' απότυχα. Ο Βασίλης όμως με βεβαίωσε πως το βρήκαν άκρη μερικά σκάγια κιότι είδε φτερά πούφυγαν στον αέρα. Κέτσι η πρώτη μου βολή ήτο μισή επιτυχία.

Ο Αμαλός είνε οροπέδιο σε μεγάλο ύψος. Από το ένα μέρος, το νότιο, το κλειούν υψώματα με πρίνους, μεγάλα και δυνατά δέντρα· από το βόρειο μέρος ήτον ο Αφέντης, μαδάρα,(54) γυμνή και κατάξερη. Ανάμεσα στους πρίνους ήσαν πολλά μιτάτα(55) κιαπ' όλες τις μεριές αντηχούσαν κουδουνίσματα και σφυριές.

Κάτω στην άκρη του κάμπου ήτον ένα εκκλησιδάκι τ' Αγιού Πνεμάτου. Από το ιερό τον πήγαζε νερό κατάκρυο. Τον κάμπο σκέπαζε χόρτο παχύ, αλλά, ως άκουσα να λέγουν οι βοσκοί, δεν άφηναν τα πρόβατα να βόσκουν στο υγρό μέρος, γιατί το χόρτο είχε βδέλες.

Όταν φθάναμε, άκουσα παράξενες κραυγές πουλιών κιο Βασίλης μούπε πως ήσαν κολιακούδες. Τις είδα και να περνούν στον αέρα κοπάδια κιο Βασίλης μούπε:

— Θες να τώςε παίξης;

— Μα τσι τρώνε;

— Δεν τσι τρώνε, γιατ' είνε λέει, όξυνο, το κριάς τως. Μα συ θα παίξης για να μάθης.

Μου είπε πώς να σκοπεύσω κιόταν περνούσαν σε καλή απόσταση, έσυρα τη σκαντάλη. Δεν περιγράφεται η συγκίνηση κη χαρά μου όταν είδα μια κολιακούδα να στριφογυρίζεται στον αέρα και να πέφτη.

— Μωρέ, ζωή νάχης Γιωργιό! Εσύ θα γενής μεγάλος κυνηγός. Όλοι αρχίζουν απού τα καθιστά και συ την πρώτη σου πετυχιά την έκαμες στα πεταχτά!

Έτρεξα κεπήρα το πουλί και το περιεργαζόμουν· κιδιαίτερη χαρά μούκαμε ότι τα πόδια της ήσαν κόκκινα. Ο θρίαμβός μου έτσι γινότανε μεγαλείτερός με τη σκέψη ότι το πουλί που' σκότωσα ήτον έχταχτο πουλί.

Έφτασα 'στο μιτάτο μας, κρατώντας θριαμβευτικά το θήραμά μου· κιόταν ο γέρο τυροκόμος που βρήκαμε 'κεί άκουσε πως σκότωσα την κολιακούδα στο φτερό κήτον η πρώτη μου τουφεκιά, έδειξε μεγάλο θαυμασμό. Εγώ πετούσα από περηφάνεια και περισσότερο παρά σάλλη περίσταση είχα το συναίσθημα πως ήμουν άντρας πλέον.

Γιαυτό κιόταν σε λίγο κατάλαβα πως ο Βασίλης με μεταχειρίστηκε σαν παιδί πειράχτηκα πολύ. Το δίκαννο που μούχε πη ότι θαύρισκα στην μάντρα δεν ήτον εκεί. Μούπε πως τάχα το είχε πάρει κάποιος βοσκός, πούλειπε, αλλά γω κατάλαβα πως μούχε 'πη ψέματα κιότι το δίκαννο που μούταξε ήτον ανύπαρχτο. Ο Βασίλης όμως βρήκε τρόπο να με ικανοποιήση.

— Μπρε παιδί μου, εσύ τουφέκι δε θες; Να τουφέκι. Όσες μέρες θα κάνωμε στον Αμαλό το τουφέκι μου θάνε δικό σου. Θα πιαίνωμε μαζή στο κυνήγι και βάστα το συ το τουφέκι. Α θες μου το δίδεις και μένα πότε πότε να παίζω κιανενούς πουλιού. Δε σαρέσ' έτσα;

Είχα τόση μανία για το κυνήγι, που θα δεχόμουνα κάθε συμβιβασμό, αρκεί να κυνηγούσα. Έτσι μάλιστα θάχα κοντά μου και το Βασίλη για να μου δίδη οδηγίες· γιατί όσο κι αν με μέθυσε η πρώτη επιτυχία, καταλάβαινα πως αυτή η δουλειά είχε και τέχνη, που δεν την ήξερα. Εγώ ούτε να γεμίσω το τουφέκι δεν τα κατάφερνα.

Η επόμενη μέρα μούφερε μια μεγάλη απογοήτευση. Θάρριξα δέκα πέντε τουφεκιές, χωρίς να χτυπήσω τίποτε, ενώ ο Βασίλης σκότωσε τρεις πέρδικες. Γύρισα στη μάντρα μελαγχολικός, αλλά με παρηγόρησαν. Αυτό, έλεγαν, μπορεί να συμβή και στον καλλίτερο κυνηγό. Το κυνήγι κι ο κυνηγός έχουνε μέρες. Πραγματικώς την άλλη μέρα σκότωσα δύο μικρόπουλα. Βγήκε και μια πέρδικα μπροστά μου, αλλά τόσο μετάραξε ο θόρυβός της, που, όσο να συνέλθω, είχε πάει πολύ μακριά. Το ίδιο έπαθα και μένα λαγό. Τον έβγαλε ο σκύλος του ξάδερφου.

— Θες να του παίξης; μούπε ο Βασίλης και μούδιδε το τουφέκι. Α δεν τόνε πιάση ο σκύλος, θα μας τόνε σιμώση και τότε του παίζεις.

Ετοιμάστηκα, αλλ' όταν ο λαγός πέρασε κοντά μου, λησμόνησα την ετοιμασία μου. Κιαν ερχότανε κατά πάνω μου, φοβούμαι πως θα έβαζα στα πόδια. Αλλ' ο σκύλος κατάφερε να τον πιάση.

Και πάλιν ο Βασίλης βρήκε τρόπο να με παρηγορήση:

— Καλά 'καμες και δεν τούπαιξες, γιατ' ήτονε φόβος να σκοτώσης το σκύλο. Επιαίνανε πολύ κοντά.

Οι αποτυχίες, αντί να εξασθενούν, δυνάμωναν το πάθος μου στο κυνήγι. Κάθε βράδυ κοιμώμουνα με την ελπίδα ότι την επόμενη θα γύριζα φορτωμένος κυνήγια.

Αλλά κιαν δεν χτυπούσα τίποτε, οι περιπέτειες του κυνηγιού μευχαριστούσαν τόσον, ώστε να μη μαπογοητεύουν οι άκαρποι μου κόποι.

Δέκα πέντε μέρες περάσαμε στον Αμαλό και τις θεωρώ από τις πειο ευχάριστες της ζωής μου. Η όρεξη μου είχε αποθηριωθή κέτρωγα σα λύκος. Το βράδυ ανάβαμε φωτιά, γιατί έκανε κρύο στην καρδιά του καλοκαιριού. Κιαν τη μέρα δε σκότωνα τίποτα, τη νύκτα στα όνειρα μου έκανα θραύση. Καμμιά φορά μάλιστα ονειρευόμουν πως τουφέκιζα θηρία που γνώριζα μόνο από τη φυσική ιστορία ή από τα παραμύθια.

Οι βοσκοί έκαναν ευχάριστη συντροφιά αν κήσαν απλοϊκοί διάπυροι του κόσμου. Είνε ζήτημα αν τρεις φορές το χρόνο πήγαιναν στο χωριό και κανείς των ίσως δεν είχε πάει στην πόλη. Οι περισσότεροι ήσαν ολιγόλογοι, συνειθισμένοι όπως ήσαν να ζουν με τα ζώα στις ερημιές. Αλλ' ο γέρο τυροκόμος ήξερε πολλά πράμματα. Τραγουδούσε παλαιικά τραγούδια κέλεγε διάφορα παρατσάφαρα, δηλαδή αινίγματα και καθαρογλωσσίδια. Από τα τελευταία θυμούμαι ένα:

— Για πε Γιωργιό, μα γλίγωρα γλίγωρα «ο καβρός αυγά 'γλυφε».

Εγώ τώλεγα και γελούσαν, γιατί έμπλεκε η γλώσσα μου.

Θυμότανε και διάφορα επεισόδια των επαναστάσεων και τα διηγότανε ωραία.

Στις κυνηγιτικιές μου εκδρομές δε μέτερπαν μόνον του κυνηγιού οι περιπέτειες, αλλά και τάγνωστα κιωραία μέρη πούβλεπα. Και γνώρισα όλα τα μέρη στην περιοχή του Αμαλού. Ο Βασίλης πούχε πολλές φορές κυνηγήσει εκεί πάνω, μούταν οδηγός μου. Διότι δε μάφηνέ ποτε να πηγαίνω μόνος, από φόβο μην πάθω τίποτε. Αυτός ήξερε πούτον πηγή ή αρόλιθος(56). Ήξερε και τα βάραθρα που διατηρείται χιόνι το καλοκαίρι.

Άλλη ηδονή για μένα ήτον η θέα και το αίσθημα του ύψου. Όταν από κεί πάνω έβλεπα πόσον χαμηλά ήσαν κάτω η γη κη θάλασσα, νόμιζα πως πετούσα, σαν νάμουν ανώτερος από άνθρωπος. Στα ύψη κείνα μου φαινότανε πως ήσαν ελαφρότερα τα μέλη μου. Αργότερα, όταν θυμόμουν αυτά τα αισθήματα, εξηγούσα τη ψυχολογία των ορεινών, πούνε πειο περήφανοι από τους πεδινούς. Και χαρακτηριστικό είνε κείνα που λέγεται στη δυτική Κρήτη. Μια μέρα που καθόντανε κάμποσοι Ριζίτες (57) σε μια κορυφή και παρατηρούσαν κάτω στα πεδινά μέρη, ένας απ' αυτούς είπε: Άραγες, μωρέ, κιαυτοί οι κατωμερίτες έχουνε ψυχή;

Μια μέρα φθάσαμε ανατολικώτερα σάλλη κοιλάδα που τη λένε Λάπαθο. Άλλη μέρα κάναμε κάτι δυσκολώτερο και τολμηρότερο· ανεβήκαμε στον Αφέντη. Η μαδάρα κείνη είνε η ψηλότερη και πειο κεντρική κορυφή της Δίκτης· κεπειδή ξεπερνά στο ύψος όλο τα γύρω βουνά, το θέαμα που παρουσιάσθη μπροστά μας ήτο διάπλατο και μέγιστο. Η Κρήτη φαινότανε στη μεγαλείτερη της επιμήκη έκταση, ανάμεσα σε δυο θάλασσες, το Κρητικό και το Λιβυκό πέλαγος. Στη μέση στεκόταν ο κωνικός όγκος του Ψηλορείτη κια δε μας εμπόδιζαν νέφη, θα βλέπαμε ίσως και τα Λευκά Όρη δυτικώτερα. Ο κάμπος της Μεσσαράς απλώνεται στο μεταξύ της Ίδης και Δίκτης διάστημα· και στη βορεινή παραλία διακρινότανε, σαν ασπριδερή κηλίδα, το Ηράκλειο κιαπέναντί του το νησί Δία. Ανατολικά μια διαδοχή βουνών και κοιλάδων· κέπειτα τελείωνε η Κρήτη στη Σητεία· κιάλλη θάλασσα παρουσιαζόταν από 'κεί με δυο νησιά, την Κάσσο και την Κάρπαθο.

Απ' όλα όμως αυτά τα θεάματα τη ζωηρότερη εντύπωση μούκαμε το μεγάλο οροπέδιο του Λασιθίου, όπου κατέβαιναν οι βορινές πλευρές τον Αφέντη. Τοροπέδιο τον Λασιθιού, πούχει μεγάλη δόξα στην ιστορία της Κρήτης, είνε χαμηλότερα του Αμαλού, αλλ' είνε πολύ μεγαλείτερο και κατοικημένο. Ένας κάμπος, αιγοειδής στο σχήμα, που τον κλείουν απ' όλα τα μέρη βουνά, είνε ομαλός σα χαρτί, που το ριγόνουν διασταυρωμένα χαντάκια πολυάριθμα· και γύρω τα χωριά, ασπριδερά στο πράσινο πλαίσιο που σχηματίζουν αμπέλια και δέντρα. Το χειμώνα η ορεινή αυτή πεδιάδα θα γινόταν λίμνη, αν δεν είχε στη δυτική της άκρη το χώνο, μια καταβόθρα, όπου τα χαντάκια οδηγούν τα νερά και καταπίνονται.

Είχα ακούσει για ταγρίμια τω βουνώ μας, είδος άγριες αίγες, μεγαλείτερες από τις ήμερες, που τρέχουν σα λάφια και πηδούν βάραθρα φοβερά, αλλά δεν έτυχα να δω. Τότε ήσαν ακόμη, αλλ' έως σήμερο λιγόστεψαν πολύ, με τη μεγάλη καταδίωξη που τους έκαμαν οι κυνηγοί. Δεν είδα κανένα κείχα απελπιστή αν θάβλεπα. Αλλά την τελευταία μέρα της διαμονής μου στον Αμαλό, ενώ ξεκουραζόμουνα με το Βασίλη κάτω, σέναν πρίνο, άκουσα θόρυβο κείδα να περνά σταντικρυνό πλάι και σε μικρή απόστασι ένας τράγος.

Αγρίμι, Γιώργη! μούπε σιγανά ο ξάδερφος, Θωρείς το;

Σαν νάκουσε τη φωνή ο τράγος, στάθηκε μια στιγμή κείδα πολύ μεγάλα κέρατα, γυρτά προς τα πίσω. Έπειτα έφυγε τρέχοντας κέγινε άφαντος μες στους πρίνους και τους βράχους.

— Αν του παίζαμε 'δα, είπα του Βασίλη, δε θα το φτάνανε, τα σκάγια;

 — Δεν θα το φτάνανε, μα κιάνε το φτάνανε, δε θα του κάνανε πράμμα.
Ταγρίμι θέλει μπάλλα για να πέση.

Οι κυνηγετικές μου επιτυχίες, μετά την πρώτη, ήσανε λιγοστές και μικρές· κιόμως γύρισα στο χωριό με την όρεξη και την επιμονή να εξακολουθήσω το κυνήγι. Μάναψε και περισσότερο τη μανία του κυνηγιού ο Βασίλης με τις υπερβολές πούλεγε για μένα. Η μητέρα μου φαινότανε χαρούμενη, δεν έκαμε όμως την υπόσχεση που μούχε δώσει για το δίκαννο. Ήθελε, ως έλεγε, να μαγοράση ένα τσιφτέ ελαφρό, για τα χέρια μου· κεπειδή τέτοιος δε βρισκότανε στο χωριό, θα παράγγελνε να μου το φέρουν από την πόλη. Ως τόσο θάτον στη διάθεσή μου το τουφέκι του Βασίλη. Μούπε κι ο ξάδερφος ότι όσες φορές θα πηγαίναμε στο κυνήγι θα κρατούσα εγώ το τουφέκι του κιαυτός θάπαιρνε δανεικό. Κέτσι θάχα δικό μου τουφέκι.

Πρώτη φορά που γύρισα στο χωριό από απουσία χωρίς να δείξω ανυπομονησία να δω το Βαγγελιό· κη μητέρα μου τώχε κρυφή και μεγάλη χαρά, αλλά κιαπόφυγε να μου πη τίποτε.

Μόνο για το κυνήγι μιλούσα και σκεπτόμουνα. Το πάθος του κυνηγιού φαινόταν ότι αποτελείωσε την κρυάδα πούχε ριχτεί στην αγάπη μου. Και σκεπτόμουν πως αφού η ίδια με συμβούλευε να μη την συναντώ και να την αποφεύγω, τι να κάμω κεγώ; Κέτσι μούδωκε μια πρόφαση, που και μόνος μου ίσως θαύρισκα, για να φαίνωμαι θυμωμένος κιαδικημένος και να της ρίχτω τις αιτίες. Φταίω 'γώ σα δε θέλει να τήνε θωρώ; έλεγα με το νου μου.

Αλλά κι από κάτι λόγια π' άκουα στο διάβα μου καταλάβαινα πως η μοχθηρία κι η κακογλωσσιά του χωριού είχε πάρει δρόμο κατά πάνω μας. Μια γυναίκα, που φημιζόταν ως η χειρότερη γλώσσα του χωριού, ψιθύρισε σάλλες γυναίκες, μια βραδιά που περνούσα: «Ο γαμπρός! ο γαμπρός!» Άλλη φορά άκουσα να λεν περιπαιχτικά πως το Βαγγελιό αρρώστησε από τον καϋμό της, γιατί δεν την ήθελε η πεθερά. «Και τι κρίμα ναποτύχη ένα τόσο ταιριαστό αντρόγυνο!» Σ' άλλη συντροφιά γυναικών μου φάνηκε πως μώπαν «καύκο», με μια λέξη πούχ' ακούσει κιαπό τη μάνα μου, κιαν δεν τη καταλάβαινα, μάντευα πως ήτον κακή. Έτσι άρχιζα να νιώθω κείνο, που μούχε πη η μητέρα μου, πως θα γινόμουν τανεμπαίγνιδο του χωριού. Αλλ' η κακογλωσσιά καταδίωκε περισσότερο το Βαγγελιό κεμένα με θεωρούσαν θύμα της, για να την κατακρίνουν περισσότερο. Τώρα έβλεπα και γιατί αυτή η δύστυχη τόσο φοβότανε τη γλώσσα του κόσμου. Αλλ' αντί γιαυτό να τη συμπαθώ, εύρισκα νέα πρόφαση για το αποτράβηγμά μου.

Αλλά και το κυνήγι μάφηνε νου για τίποτε άλλο, έξω από τις φροντίδες του; Όλη μέρα βρισκόμουν έξω από το χωριό και το βράδυ έφτανα κατάκοπος και κοιμώμουνα ύπνο χωρίς όνειρα. Πήγα με το Βασίλη και στο γιαλό και περάσαμε μέρες. Κυνηγήσαμε πολύ· κιόταν γύρισα στο χωριό, ήμουν μαύρος σαν αράπης από τον ήλιο.

Για το Βαγγελιό άκουα πως ήτον πάντα άρρωστη. Η μάνα μου δε μούλεγε τίποτε· αλλ' η αδερφή μου, που δεν είχε πάψει, φαίνεται, να τη συμπαθά λίγο, μούπε πως η κατάστασή της ήτο πολύ άσχημη. Ο πυρετός κιο βήχας δεν την άφηναν νύκτα και μέρα και στην εκκλησία, που πήγαινε σπάνια, της ερχόντανε λιγομάρες κέφευγε στη μέση της λειτουργίας ή του σπερνού. Τώρα έβγαινε πολύ λιγοστά από το σπίτι.

Αισθάνθηκα κάποιο πόνο, αλλ' η σκέψη μου δε χρονοτρίβησε πολύ στο Βαγγελιό και τις αρρώστειες της. Ωχ! αδερφέ, κι αυτή όλο άρρωστη θάνε; Τι να τον κάνω 'γώ το βήχα και τις κλάψες της; Η αρρώστεια της, πούγινε εμπόδιο στα νέα μου ονειροπολήματα, άρχιζε να μου πειράζη τα νεύρα.

Σαυτή τη ψυχική μου κατάσταση, κείνη π' αγαπούσα μου φαινόταν σαν απομακρυσμένη και κείνη πούμενε με τόνομά της ήτο μια άγνωστη, ένα κατάντημα αγνώριστο κιαξιολύπητο του παλαιού Βαγγελιού. Τι σχέση λοιπόν είχα μαυτή την άγνωστη, που με την κακομοιριά της στάθηκε, σαν εμπόδιο, στο δρόμο των εφηβικώ μου ονείρων;

Η μητέρα μου έβλεπε ότι πέτυχε να με τραβήξη από το Βαγγελιό κιότι στο πάθος του κυνηγιού η μητρική της εξουσία βρήκε καλό σύμμαχο. Αλλά για καλό και για κακό, ίσως και για να δοκιμάση το βαθμό της επιτυχίας της, σκέφθηκε και να μ' απομακρύνη ολότελα για κάμποσον καιρόν από το χωριό. Έτσι θα περνούσε κιο περισσότερος καιρός των διακοπών και να γυρίσω έπειτα στην πόλη. Μια μέρα λοιπόν μου πρότεινε να πάμε μαζή στον Άγιο Θωμά, ένα μακρυνό χωριό, όπου ήτον παντρεμένη η μεγαλείτερή της αδερφή.

Η πρόταση μάρεσε, γιατί είχ' ακούσει πως ο Άγιος Θωμάς ήτον από τα ωραιότερα χωριά. Ακόμη θαύρισκα εκεί και δυο φίλους μου από το γυμνάσιο. Έτσι θα ικανοποιούσα και τη ζωηρή περιέργεια της ηλικίας μου να ίδω νέα μέρη. Δεν παράλειψαν να μου πούνε ότι θαύρισκα στον Άγιο Θωμά και δυο ξαδέρφια, κυνηγούς, και μαυτούς θα εξακολουθούσα τα κυνήγια μου. Αλλ' η μεγαλείτερη παρακίνηση για το ταξίδι τ' Αγίου Θωμά ήτο κάτι που μούπε η μάνα μου. Ήτο ταμένη στην Παναγία την Καλυβιανή και θα μέπαιρνε να πάμε μαζή. Η Καλυβιανή φημιζότανε τότε πως έκανε θαύματα. Εκτός άλλων, είχε κάμει καλά και μια δαιμονιζόμενη από το χωριό μας.

Η παιδική μου φαντασία ήτο θαμβωμένη από τα όσα ήκουα για τα θαύματα της Καλυβιανής· κείχα μεγάλη περιέργεια, αλλά και ζήλο θρησκευτικό να τα δω και να προσκυνήσω την εικόνα τη θαυματουργή.

Το ταξίδι δεν άργησε να γίνη. Για να πάμε στον Άη Θωμά, περάσαμε πολύ μέρος τον κάμπου της Μεσαράς σε φοβερή κάψα. Ο Άγιος Θωμάς δε μου φάνηκε κατώτερος της φήμης του. Μεγάλο κιωραίο χωριό με νερά και περιβόλια. Ο θείος μου ήτον πλούσιος και το σπίτι του είχεν όλα ταγαθά. Οι ξαδέρφοι μου ήσαν νέοι μεγάλοι· είχαν και δυο αδερφές μικρότερες. Όλοι μου κάμανε μεγάλες χαρές και δε ξέρανε πως να με ευχαριστήσουν. Πραγματικώς δε οι ξαδέρφοι ήσαν κυνηγοί· και σαν άκουσαν πως μάρεσε το κυνήγι, μούπαν πως είχαν καλούς σκύλους κένα τουφέκι ελαφρό κατάλληλο για μένα να πηγαίνω μαζή των.

Μια μέρα ξεκουραστήκαμε κέπειτα πήγαμε στην Καλυβιανή. Δυστυχώς δεν ήτο, φαίνεται, εποχή κατάλληλη για θαύματα. Οι προσκυνητές κοι άρρωστοι ήσαν λίγοι. Κήκουσα πολλές ιστορίες θαυμάτων, αλλά θαύμα δεν είδα. Από τους άρρωστους ήτον ένας νέος τρελλός ή δαιμονιζόμενος, ως τον έλεγαν οι παπάδες. Στη λειτουργία τον ξάπλωναν μπρος στην ωραία πύλη· κιόταν έβγαζαν τάγια, ο παπάς τον πατούσε. Ο τρελλός φώναζε κιο παπάς έλεγε στο δαίμονα, πούτον, ως υπόθεταν, μέσα στον άρρωστο: — «Έβγα θεοκατάρατε, από τον άνθρωπο, να πας στα τάρταρα του Άδου, το κατοικητήριό σου!» Ο άρρωστος αποκρινόταν, αντί του δαίμονα: — «Από πού να βγω; — Από τανύχι του μικιού του δακτυλιού, να μην του κάμης κακό.»

Τότε ο άρρωστος γελούσε αληθινό σατανικό γέλιο κέλεγε:

— Κιαμέ δε θα βγω; Α δε βαριέσαι, ανήμενε.

Κεγώ που πίστευα πως ο ίδιος ο δαίμονας μιλούσε, αισθανόμουν στο σώμα μου ανατριχίλλες. Αυτός ο διάλογος φαίνεται πως είχε πολλάκις επαναληφθή κιο δαίμονας αντί νάβγη, κορόιδευε. Ήτο από τα πειο πονηρά πνεύματα, ως έλεγαν οι παπάδες. Κιαφού με το καλό δεν υπάκουε, πολεμούσαν να τον αναγκάσουν με το ξύλο. Έδερναν τον κακομοίρη τον τρελλό, κεπίστευαν πως έδερναν το διάβολο.

Εγώ πίστευα όσα ήκουα· αλλά συνάμα μου ερχότανε η απορία, τι ευχαρίστηση είχεν ο δαίμονας και με τόση επιμονή ήθελε να κατοικά στην κοιλιά ενός ανθρώπου, σένα μέρος τόσο στενόχωρο κεπί τέλους όχι καθαρό. Αν τουλάχιστον ο άρρωστος ήτο κανένα ώμορφο κορίτσι, θα τώνιωθα. Δεν έφτανα όμως σε κανένα συμπέρασμα απιστίας. Μόνον ανόητη μου φαινόταν του διαβόλου η διαγωγή· αλλ' αν δεν ήτον ανόητος, πώς διαρκώς θ' ανακατευότανε σε ξένες δουλειές;

Στον Άγιο Θωμά βρισκόμουν διαρκώς σένα κύκλο αγάπης. Η θεία μου εύρισκε του πουλιού το γάλα να μευχαριστή· κοι ξαδέρφες μούδειχναν την τρυφερότερη αγάπη και αφοσίωση. Όλοι για μένα φρόντιζαν, για μένα μιλούσαν· Να μη μου λείψη τίποτε, να μη στενοχωρηθώ από τίποτε. Κ' η μεγαλείτερή μου ξαδέρφη έλεγε:

— Κρίμα που το Γιωργιό 'νε πρώτος ξάδερφός μου. Ποιόν άλλο θάπαιρνα καλλίτερο;

Αμφιβάλλω όμως πως, κιαν δεν είχαμε τόση στενή συγγένεια, θα συμφωνούσα κεγώ στην προτίμησή της, γιατ' η ξαδέρφη δεν ήτον ώμορφη. Αλλά κη μητέρα της έκαμε μιαν άλλην επιφύλαξη.

— Έπρεπε νάνε και μεγαλείτερος στσοι χρόνους γη σκιάς σόγκαιρος(58).

Όταν δεν πήγαινα κυνήγι με τους ξαδέρφους μου, έκανα διάφορα παιγνίδια αθλητικά με τους πολλούς φίλους που απόκτησα στον Άγιο Θωμά. Εκεί γνώρισα και το καρτέρι του λαγού· κέτσι έκαμα τη μεγαλείτερή μου κυνηγετική επιτυχία· μια νύχτα σκότωσα λαγό.

Στη Μεσαρά χόρτασα να βλέπω κι άλογα, πούσαν πολύ σπάνια στ' ορεινό μας χωριό. Ίση δε και μάλιστα μεγαλείτερη από το κυνήγι ηδονή μούδιδε η ιππασία. Κιο θείος μου, πούτον καλός καβαλάρης και με τους εφίππους του Κόρακα είχε πολεμήσει κατά τα τρία χρόνια της περασμένης επανάστασης, είχε καλά άλογα. Οι ξάδερφοι μέμαθαν να ιππεύω και μαζή γυρίσαμε τη Μεσαρά. Πήγαμε στους Άγιους Δέκα και φτάσαμε έως στο Τυμπάκι. Αλλά και με το στρωτό βάδισμα των κρητικών ίππων(59) η ιππασία δεν είνε δύσκολη.

Η θεία κοι άλλοι ήθελαν να μας κρατήσουν έως το Δεκαπενταύγουστο, να πάμε και στο πανηγύρι της Καλυβιανής. Αλλ' η μητέρα δεν ήθελε να μείνωμε περισσότερο. Έπειτα δεν είχαμε μείνει και λίγο καιρό· αρκετό βάρος, έλεγε η μητέρα μου, εδώκαμε στους συγγενείς μας. Ας έρθουν κιαυτοί να περάσουν, καμπόσον καιρό στο χωριό μας. Η θεια κοι λοιποί ήθελαν να κρατήσουν τουλάχιστον εμένα. Αλλ' η μητέρα μου, αν και φαίνεται της άρεσε λίγο το πράμμα, επέμενε να με πάρη μαζή της. Φοβότανε μήπως μου συμβή τίποτε στην επιστροφή, γιατί θα περνούσαμε από τουρκοχώρια. Έπειτα είχα ρεμπελέψει· έπρεπε και να διαβάσω λίγο.

Θα μας συντρόφευε ο μεγάλος ξάδερφος· κιο θείος είπε γελαστός της μητέρας μου:

— Θα περάσης από τούρκικα χωριά· μα με τα δυο παλληκάρια, που θα σε συντροφεύγουνε, δεν έχεις να φοβηθής. Εγώ κιόλας για καλλίτερη σιγουριά θαρματώσω το Γιωργή. Θα του χαρίσω το τουφέκι πούπαιρνε στο κυνήγι, γιατ' είδα πως ταρέσει.

Έτσι έκαμα την οδοιπορία της επιστροφής οπλισμένος, μένα ελαφρό μονόκαννο τουφέκι, δικό μου, κη χαρά μου ήτο μεγάλη.

Στο δρόμο δε μας έτυχε τίποτε· αλλ' όταν φθάσαμε στο χωριό, μάθαμε πολύ δυσάρεστα πράμματα για το Βαγγελιό.

Στην απουσία μας είχεν έρθει από την πόλη ένας γιατρός. Τον κάλεσαν να δη την κόρη του Δεσποινιού, κιαφού την εξέτασε, είπε στους δικούς της ότι η αρρώστεια της ήτον απελπιστική κιότι λίγον καιρό είχε να ζήση. Αυτά είχε μάθει η αδερφή μου· αλλ' η μητέρα μου, που τάχα τώρα λυπότανε για την άμοιρη κοπελιά· μούπε πειο ορισμένα πράμματα. Το Βαγγελιό είχε χτικιό, αρρώστεια που δε γλυτόνει άθρωπος. Ο πυρετός την έλυονε νύχτα μέρα, ο βήχας την έπνιγε κέβγαζε καίμα από το στήθος.

— Εγώ, είπε η μητέρα μου, θα σου 'λεα να πας να τη δης, μα η γιαρρώστεια τση, παιδί μου, είνε κολλητική και φοβούμαι. Θα πάω 'γώ και φτάνει. Δεν μπορώ να μην πάω. Στο ύστερο δικολογιά (60) μας είνε.

— Και θ' αποθάνη; είπα συλλογισμένος γιαυτό το μυστήριο του θανάτου, που πρώτη φορά το αντίκρυζα τόσο πλησίον με τη φοβερή κιαδυσώπη του δύναμη.

Η μητέρα μου πήγε πραγματικώς, αλλά φαίνεται πως η θεια το Δεσποινιό της έκαμε κακή υποδοχή, γιατί γύρισε με μούτρα κατεβασμένα, μαύρη από θυμό και πείσμα, σαν να την είχαν μουντζουρώσει με το τηγάνι. Κιόταν τη ρωτήσαμε για την άρρωστη, ο θυμός της ξέσπασε:

— Γραφές μαζόνει. Μα ο Θεός δεν είν' Αρβανίτης και καθενούς του δίδει κατά τα έργατά του και κατά τη ψυχή του. Εγώ, ο Θεός το κατέει, την ελυπήθηκα κεπήα να τήνε παρηγορήσω. Αθρώποι 'μεστα. Μα η μάνα τση εθάρρεψε, πρέπει, πως επήα να τώσε πέσω. (61) Δε φταιν αυτοί, μα εγώ πούσφαλα κεθάρρεψα πως είν' αθρώποι και πως αξίζουν να τσοι ψυχοπονέση άθρωπος.

Έπειτα, σαν να ήτον όνειδος η αρρώστεια, μας έδωκε τη φρικτότερη εικόνα για την κατάσταση της άρρωστης. Δεν είχε πεια πνοή, παρά για να βήχη. Και τόσο την έπνιγε καμμιά φορά ο βήχας, που μελάνιαζε και φοβόσουν πως θα τελείωνε. Η εξάντληση κη χλωμάδα της ήτο τόση, που, αν δεν έβηχε, θα την έπαιρνες για πεθαμένη. Μόνο το κερί της έλειπε από το στόμα. Από την αρρώστια είχε καμπουριάσει, τα μάτια και τα μάγουλά της είχανε βουλιάξει και τη θαρρούσες για γριά εξήντα χρονών. Ούτε του σκύλου να μη καταραστή κανείς τέτοιο κατάντημα! Και το χειρότερο ήτο πως κιντύνευαν κιάλλοι από την αρρώστια της, όσοι πήγαιναν και την πλησίαζαν, γιατ' η αρρώστια της, Θε μου φύλαξε, ήτο κολλητική, σα φωτιά. Ο γιατρός είπε να μην τη σιμόνουνε παιδιά και, σα θα ποθάνη, να κάψουν και τα ρούχα που φορεί και τα ρούχα που κοιμάται. Τώρα πήγαιναν μερικές γυναίκες και την έβλεπαν· μα κι αυτές σα μάθαιναν τείπε ο γιατρός, θάπαυαν και θάμενε ναποθάνη έρημη, σαν πανουκλιασμένη.

— Θ' αποθάνη; μουρμούρισα πάλιν συλλογισμένος.

— Είντα 'πες; ρώτησε η μάνα μου.

— Πράμμα.

Τη νύχτα κείνη είδα στόνειρό μου το Βαγγελιό. Όπως την παράστησε η μητέρα μου, με κρατούσε στα γόνατά της καισθανόμουν ότι το σώμα της κάτω από τα φορέματα ήτο μόνο κόκκαλα, σκελετός άσαρκος. Το πρόσωπό της το αποσουρωμένο είχε του θανάτου το χρώμα. Φρίκη με κρατούσε κήθελα να φύγω από κοντά της, αλλά δεν είχα τη δύναμη. Τα χέρια της, πούσαν σα μεμβράνες ξερές και ζαρωμένες, με κρατούσαν σα σιδερένια μάγκανα. Μέσφιγγε στην αγκαλιά της και τα κόκαλα της τρίζανε. Με φιλούσε και τα χείλη της ήσαν κρύα· συνάμα η πνοή της μύριζε λιβάνι. Έπειτα την έπιασε τρομερός βήχας κοι πνοές της έπεφταν υγρές στο πρόσωπό μου. Σε λίγο είδα ναναβλύζη αίμα με το βήξιμο από το παθιασμένο στήθος της κέβαψε κόκκινα τα χείλη της.

Και σαυτό το ματωμένο στόμα σχηματιζόταν ένα φρικτό χαμόγελο.

Έβαλα τότε όλα μου τα δυνατά να φύγω από την αγκαλιά της, αλλ' η άρρωστη μέσφιξε δυνατώτερα, τόσον που λίγυσε το σώμα μου προς τα πίσω. Κενώ με κρατούσε έτσι, έσκυψε και μούπε με το φριχτό της χαμόγελο:

— Σιχαίνεσαί με, αι; Σιχαίνεσαί με;

Κόλλησε το ματωμένο της στόμα στο δικό μου. Αλλά τότε, αντί ν' αντισταθώ, αφέθηκα κοι βυθίσθηκα σε μια ηδονή, που όμοια δεν είχα αισθανθή έως τότε. Και τ' όνειρό μου σβύστηκε στην παράδοξη ηδονή κείνη.

Μετά το όνειρο κείνο, έπεσα σε μια αλλόκοτη κατάσταση. Σαν κάτι νάλλαξε στη ψυχή μου, σα νάγινα άλλος άνθρωπος σχεδόν διά μιας. Το πάθος του κυνηγιού σβύστηκε και διάφορα άλλα αντικείμενα πάρχιζαν να μ' ενδιαφέρουν έγιναν αδιάφορα. Το Βαγγελιό ξαναγύριζε στην καρδιά μου κιόπως ήτο, άρρωστη κι' ασχημισμένη, φρικτή μάλιστα, κατά την εικόνα που μούδωκαν κείδα, την αγαπούσα πάλιν. Αλλά και πάλιν ήτο διαφορετική η αγάπη μου. Αγάπη από πόνο. Την αγαπούσα τώρα διότι έπασχε, διότι είχαν μαραθή η νιότη κη ωμορφιά της και σε λίγον καιρό θα πέθαινε. Κι' αυτά εξ αιτίας της μάνας μου, εξ αιτίας εμένα του ίδιου. Η μάνα μου την επρόσβαλε, την εσυκοφάντηοε, την εμίσησε αγριώτατα, όταν εκείνη δεν άνοιξε ποτέ το στόμα της να πη κακό γιαυτήν. Αλλά κεγώ δεν την έφερα ολιγώτερο στο θάνατο με την αδιαφορία μου. Για το κυνήγι απαρνήθηκα κείνην που τόσο μαγάπησε και τόσο μαγαπούσε. Για πρώτη φορά παρουσιαζόταν στη ψυχή μου ξεκαθαρισμένο το αίσθημα της ανδρικής τιμής και ντρεπόμουν ως άνανδρος και τιποτένιος για μια γυναίκα. Τι εγωιστής, τι δειλός και σκληρός φάνηκα σε κείνην που θυσιάστηκε για μένα και χανότανε εξ αιτίας μου!

Κιόσο φανταζόμουν ότι η αρρώστια του Βαγγελιού θα τελείωνε μετά ένα ή δύο μήνες στο θάνατο, μούσφιγγε απελπισία την καρδιά. Ναποθάνη και να νομίζη πως δεν την αγαπώ, πως τη σιχάθηκα και τη μίσησα ίσως; Δε θα τονε προτιμότερο ναποθάνω κεγώ μαζή της;

Ναποθάνη και να μη τη ξαναϊδώ σ' αυτόν τον κόσμο!…

Μα ήτο τόσο βέβαιον, ήτο άφευκτο ναποθάνη; Η φοβερή ιδέα που σχημάτιζα περί του ανίκητου θανάτου αύξαινε τον πόνο που μαζευόταν στην καρδιά μου κιαναδημιουργούσε την αγάπη μου, μια νέα αγάπη προς τη ψυχή από τη ψυχή. Το μυστήριο του θανάτου, π' απασχολούσε το νου μου τώρα, απομάκρυνε τους υλικούς λογισμούς κελέπτυνε το αίσθημά μου. Κέπεφτα σένα ρομαντισμό, όπου το αντικείμενο της αγάπης μου γινόταν χωρίς σάρκα, σχεδόν άυλο.

Σε τούτο το μεταξύ μέπιασε μεγάλη κεπίμονη μελαγχολία. Έγινα λιγομίλητος και στο σπίτι μόνο δυστροπίες και θυμούς γνώριζαν τώρα από μένα. Πήγαινα στο κυνήγι, μόνο για να ζω στη μοναξιά και λησμονούσα το τουφέκι που κρατούσα. Στην πύλη είχα μάθει κάτι θλιβερά τραγούδια της εποχής και στις ερημιές πούτρεχα τα σιγοτραγουδούσα. Αλλ' απ' όλο ταίριαζε στη ψυχική μου διάθεση η «φαρμακωμένη» του Σολωμού. Κιόταν την τραγουδούσα, πάντοτε γέμιζαν δάκρυα τα μάτια μου. Το Βαγγελιό σαν τη φαρμακωμένη θα πήγαινε.

Μια βραδιά πούχα πάει στον Βασίλη, αντί να γυρίσω πίσω στο σπίτι μας, τράβηξα προς το πάνω μέρος του χωριού και σε λιγάκι βρέθηκα κοντά σταυλιδάκι με την πορτοκαλιά. Είχα πάει με την απόφαση να δω την άρρωστη να της μιλήσω και να μείνω κοντά της. Τόση ήτον η ανάγκη μου να τη δω, που δε λογάριαζα τους φόβους που μούχε πη η μάνα μου. Μια στιγμή μόνο έμεινα διστακτικός, γιατί φοβήθηκα μη μαποπάρη η θεια το Δεσποινιό, όπως ήτο θυμωμένη με τη μάνα μου.

Εκεί που δίσταζα, άκουσα βήχα και κατάλαβα πως η άρρωστη ήτον στην αυλή. Πραγματικώς όταν πλησίασα, διάκρινα στα σκοτεινά κάποιο που καθόταν κάτω από την πορτοκαλιά. Ήτον πολύ ζεστή η βραδιά κιη άρρωστη είχε βγη και καθίσει έξω. Πλησίασα στην εξώπορτα και σιγά σιγά είπα τόνομά της:

— Βαγγελιό! Βαγγελιό!

Το μαύρο σχήμα, που φαινόταν κάτω από την πορτοκαλιά, κινήθηκε ζωηρά:

— Γιωργιό!.., Εσύ σαι, Γιωργιό μου; είπεν η φωνή της.

Έτρεξα μέσα κέπεσα στην αγκάλη της. Αλλ' αυτή με ταδύνατα χέρια της, που τα αισθανόμουν να τρέμουν, με κράτησε σαπόσταση και μέβαλε να καθήσω σένα σκαμνί δίπλα της. Κέπειτα μούπε:

— Γιάειντα, παιδί μου, ήρθες; Για να με 'βρούνε κιάλλα βάσανα; Δε φτάνουν τα όσα 'χω συρμένα κιόσα σύρνω;

— Ήμαθα πως είσ' αρρωσταρά. Ήθελες να μην ερθώ;

Δίστασε ναποκριθή· έπειτα έβαλε προσπάθεια για να πη:

— Δεν ήθελα… δεν έκανε ναρθής.

Της έκοψε τη φωνή ο βήχας. Έπειτα είπε:

— Ντα μπορώ 'γώ να θέλω ό,τι πεθυμώ;…Μα καλά ήκαμες, Γιωργή μου, κήρθες. Καλά 'καμες κιόλας κήρθες νύχτα, να μη δης πως έχω καταντήσει.

Σώπασε και κατάλαβα πως σιγόκλαιγε.

— Κιαν ο λοϊσμός μου, είπε σε λίγο, ήλεγε να μην ερθής, η καρδιά μου ελαχτάριζε να σε δω. Πάντ' ανήμενα κιώρπιζα πως θα σε δω, πριχού(62) ναποθάνω, και καλά 'καμες κήρθες, γιατί ποιος κατέει…

— Όι δε θαποθάνης. Εγώ δε θέλω, δε θαφήσω ναποθάνης, είπα και πετάχτηκα πάλι να την αγκαλιάσω, αλλά πάλι μαπομάκρυνε.

— Κ' εγώ, είπε με βαθύ αναστεναγμό, δε θέλω ναποθάνω, μα η μοίρα μου ταποφάσισε, χωρίς να χαρώ τον κόσμο. Ο γιατρός δε μούδωκε ζωή. Δε μου το φανερώσανε, μα δεν το καταλαβαίνω και μοναχή μου; Η ζωή μου φεύγει και τρεμοσβύνει, σαν το λύχνο, που ταποσώθηκε το λάδι. Και κατές πότε θαποθάνω; Όντε θα πέφτουνε τω δεντρώ τα φύλλα. Σαν έν' απ' αυτά τα μαραμένα φύλλα, κεγώ θα πέσω και τανέμου το φύσημα θα με πάρη.

— Μα δε σούπα να μην τα λες αυτά; Εγώ στην Καλυβιανή, που πήα, την επαρακάλεσα και θα σε γιάνη. Και κάθ' αργά (63) στην προσευχή μου για του λόγου σου παρακαλώ Μα γιατί να μην πας κη ίδια στην Καλυβιανή, απού κάνει μεγάλα θαύματα;

— Δε μπορώ, παιδί μου… Με την αδυναμία πούχω, θαποθάνω στη στράτα.

— Αλήθεια είνε πολύ αλάργο (64) και στον κάμπο κάνει μεγάλη κάψα.

— Είπανε να με πάνε και στο μοναστήρι τση Φανερωμένης, μα κεκεί 'ν' αλάργο. Ας με κάνη ο Θεός ό,τι θέλει. Μα για πε μου πότε θα πας στη χώρα;

— Τω πρώτες του Σετέμπρη.

 — Το Σετέμπρη; μουρμούρισε. Τότε αρχινούνε τα φύλλα και πέφτουνε…
Άκου, πριχού να φύγης, θέλω να σε δω.

— Εγώ, όσον καιρό θάμαι στο χωριό, θάρχωμαι να σε θωρώ.

— Και δε φοβάσαι τη μάνα σου;

— Δε φοβούμαι κιανένα. Εγώ 'μαι 'δα μεγάλος και θα κάνω ό,τι θέλω.

— Ήκουσα πως πας και στο κυνήγι, είπε σχεδόν χαρούμενο το Βαγγελιό.

— Πάω, μα δε μαρέσει μπλειο.

— Γιάειντα;

— Δε μαρέσει. Κατέω κεγώ;

— Άκουσε, Γιώργο· είπες πως θάρχεσαι να με θωρής. Να μην έρχεσαι. Θέλω να μην έρχεσαι και θέλω για το καλό σου να μην έρχεσαι. Δε σου το λέω, γιατί φοβούμαι τση μάνας σου και του κόσμου τα λόγια. Εδά μπλειο δε φοβούμαι πράμμα.

Και τόσο χαμήλωσε τη φωνή της, που μόλις άκουσα την επόμενη φράση:

— Εγώ δεν είμαι μπλειο σ' αυτό τον κόσμο.

— Μα φοβούμαι, εξακολούθησε, την αμαρτία. Είν' αμαρτία να σε βγάνω απού τη βουλή κεινής που σε γέννησε κέχω να δώσω λόγο εκειά που θα πάω. Φοβούμαι περισσότερο για σένα· γιατί καταλαβαίνω πως η γιαρρωστιά μου 'νε κολλητική. Κια σαφήνω νάρχεσαι κοντά μου, είνε σα να θέλω το κακό σου. Και μπορώ 'γώ να θέλω το κακό σου; Είντα μεγάλες αμαρτίες έχω, που δεν τσι κατέχω, και μούδωκε η μοίρα μου (άρχισε να κλαίη) ένα κακό, απού 'νε θόνατος και για μένα και για κείνους παγαπώ και μαγαπούνε! Πρέπει να μαποφεύγουνε και να με φοβούνται όλοι, ακόμη κη μάνα που μεγέννησε, και ναποθάνω έρημη.

— Εγώ δε φοβούμαι, Βαγγελιό, της είπα.

Και ήμουν ειλικρινής.

— Σε πιστεύω, μα δε φοβάσαι συ, εγώ φοβούμαι. Να γενώ αφορμή ν' αρρωστήσης και τέτοια αρρωστιά; Θεός φυλάξοι, καλλίτερα ν' αποθάνω εγώ δέκα θανάτους. Κεκειά που θα πάω, δε θα βρω ποτε ανάπαψη. Εγώ θέλω, παιδί μου, να ζήσης και να καλοπεράσης τη ζωή σου. Μόνο τότε θάμαι κεγώ χαρούμενη στον άλλον κόσμο. Εγώ ένα πράμμα θέλω από σένα, να με θυμάσαι. Να θυμάσαι μια άχαρη κοπελιά, που σαγάπα και θα πάρη την αγάπη της και στον άλλον κόσμο. Γιαυτή μου την αγάπη δε θέλω και νάρχεσαι κοντά μου. Να περνάς πότε πότε να σε θωρώ απ' αλάργο, ναι· και μόνο τσι μέρες που θα πας στη χώρα νάρθης να μαποχαιρετήξης. Ποιος κατέει α θα ξαναδωθούμε;

Μαζή με την τελευταία φράση σηκώθηκε· κιόπως είχε ριγμένο πάνω της ένα μαύρο καπότο, το όλο της μου φάνηκε θλιβερώτερο παρ' όταν την έβλεπα να κάθεται.

— Πρέπει να πάω μέσα, είπε. Η μάνα μου κοιμάται. Με τα βάσανά μου δεν την αφήνω την κακορίζικη να κοιμηθή νύχτα και μέρα κιόπου βρεθή την παίρνει ο ύπνος. Δε θέλω να ξυπνήση, να δη πως είμ' όξω και στενοχωρηθή. Άμε στο καλό, Γιωργή μου, κια μαγαπάς να κάμης έτσα που σούπα.

Το χέρι της ταδύνατο μάγγιξε στο κεφάλι μου και πριν να ταποσύρη πρόφταξα, τάρπαξα και το κατεφίλησα. Κιόταν βρέθηκα έξω και τραβούσα κατά το σπίτι μας, τόσο θολωμένα ήσαν τα μάτια μου από δάκρυα, ώστε και, στη διαφάνεια της θερινής νύχτας δε διάκρινα πού πατούσα και πού πήγαινα.

Παραδόξως ό,τι διάκρινα από το πρόσωπο του Βαγγελιού, όταν συνείθισα στο σκότος της αυλής, μου φάνηκε θλιβερό, αλλ' όχι κιαποκρουστικό. Μάλιστα η κέρινη μορφή της μούδιδε θέλγητρο ωμορφιάς άλλης. Και με το νοσηρό αυτό θέλγητρο δε φαίνεται να ήτον άσχετο τ' όνειρο το προημερνό.

Τη νύχτα κείνη δε μπόρεσα να κοιμηθώ. Δε μαφήκαν οι θλιβεροί λογισμοί, που στρηφογύριζαν στο κεφάλι μου, όπως το σώμα μου γύριζε στην αγωνία της αϋπνίας.

Κιαπό τις σκέψες που δε μάφηναν να κοιμηθώ η ποιο επίμονη ήτο ότι, αντί ν' αποφεύγω το Βαγγελιό για να μην πάρω την αρρώστεια της, έπρεπε αντιθέτως να την επιδιώκω, για ναποθάνωμε μαζή. Τώρα μου φαινόταν περισσότερο τερατώδης η αδιαφορία πούχα δείξει γιαυτήν τον τελευταίο καιρό, ενώ αυτή 'τον όλη αγάπη για μένα. Έπρεπε να υποφέρω και ν' αποθάνω ακόμη για την αναισθησία και την αχαριστία μου.

Μα γιατί ναποθάνη; Γιατί ήτο τόσο βέβαιον ότι θα πέθαινε από την αρρώστια της; Πώς τόσοι άλλοι που αρρώσταιναν εγίνοντο καλά, κιαυτή θα πέθαινε; Τι αν το είπε ο γιατρός, όταν ο Θεός έχει τη δύναμη και νεκρούς νανασταίνη; Με τις θρησκευτικές ιδέες, πούχα τότε, όλα τα θαύματα θεωρούσα δυνατά. Και θάφηνε η δικαιοσύνη του Θεού κη άπειρη καλωσύνη της Παναγίας να γίνη ένα τόσο μεγάλο άδικο; Τόσοι κακοί άνθρωποι ζούσαν και θα πέθαινε τόσο σκληρά μια κοπελιά που δεν έκαμε κακό ανθρώπου;

Πόσες φορές αργότερα μου δόθηκεν αφορμή να κάμω αυτό το συλλογισμό, έως όπου έφτασα στην ανυπαρξία ανώτερης δικαιοσύνης, αλλά και χωρίς να πάψω να πιστεύω στην ανώτερη αξία της καλωσύνης!

Στον πυρετό τέτοιων σκέψεων επήρα μια μεγάλη απόφαση. Να σώσω εγώ την άρρωστη. Με την πίστη πούχα τότε τίποτε δε μου φαινόταν αδύνατο. Από τα ιερά βιβλία γνώριζα και πίστευα ότι όχι μόνον οι άρρωστοι όλων των λογιών μπορούσαν να θεραπευθούν, αλλά κοι νεκροί να γυρίσουν στη ζωή. Και γιαυτά τα θαύματα ήτον αρκετή μόνον η πίστη. Γιατί λοιπόν να μη γίνη καλά και το Βαγγελιό με την πίστη; Αυτή τη δύναμη επίστευα ότι είχα.

Στην απόφαση που πήρα να θυσιασθώ για να σώσω την άρρωστη, αποφάσιζα χωρίς δισταγμό να γίνω μοναχός ή και ασκητής και να προσεύχωμαι νύχτα και μέρα για τη ζωή του Βαγγελιού. Αλλά μοναστήρι, δεν ήτο στην επαρχία μας. Εγνώριζα όμως ένα ερημοκλήσι της Παναγίας σε τόπο απόμερο και σε απόσταση όχι μεγάλη από το χωριό. Σπανίως το λειτουργούσαν, αλλά γνώριζα ότι το κλειδί ήτο στο υπέρθυρο και μπορούσε καθένας να μπαίνη και να προσκυνά. Τώκρινα κατάλληλο για το σκοπό μου. Κάθε μέρα λοιπόν με την πρόφαση τον κυνηγιού τραβούσα προς το εκκλησιδάκι κιεκεί μέσα περνούσα μια ώρα περίπου. Κενώ έκανα σταυρούς και γονυκλισίες, τα χείλη μου ψιθύριζαν στην Παναγία τις θερμότερες μου ικεσίες για την υγεία της αγαπημένης. Στην Παναγία μιλούσα ως μητέρα σπλαχνική και πανάγαθη πούξερε από ανθρώπινο πόνο. Και, τόσον αληθινή, τόσον ειλικρινής ήτον η παρακάλεσή μου, τόσον έφτανα να αισθάνωμαι την παρουσία της Παναγίας, ώστε τα δάκρυα μου έτρεχαν.

Το κυνήγι τώχα ως πρόφαση να πηγαίνω για την προσευχή μου στο ρημοκλήσι. Μου φαινόταν κιάτοπο να διασκεδάζω σε καιρό που κείνη τόσον έπασχε.

Σε τέτοια εκστατική κατάσταση έφτανα καμμιά φορά μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, που νόμιζα μια στιγμή ότι κινούσε τα χείλη της κιότι χαμόγελο αγαθών υποσχέσεων χυνόταν στο άγιο της πρόσωπο.

Στο αναμεταξύ περνούσα, κατά την υπόσχεση πούχα δώσει, από το δρόμο τον Βαγγελιού. Κιαν μέβλεπε αυτή από το βάθος του σπιτιού δεν ξέρω· εγώ όμως δεν την έβλεπα και μόνο κάποτε ήκουα τον απαίσιο της βήχα. Από τη μητέρα της έμαθα πως από το κακό στο χειρότερο πήγαινε. Αλλά κιαυτή δεν παράλειψε να μου πη ότι δεν ήθελε να μπω στο σπίτι, για να μην έχη νέα λόγια και την έφταναν τα βάσανά της.

Πραγματικώς η μητέρα μου είχεν αρχίσει πάλιν νανησυχή. Και τα περάσματά μου από το δρόμο της άρρωστης έμαθε και τη ψυχική μου μεταβολή έβλεπε. Κάθε φορά που φίλοι μου με καλούσαν στο κυνήγι έδειχνα ανορεξιά ή απόφευγα. Κιόχι μόνο μελαγχολικός φαινόμουν, αλλά κιαδυνάτιζα κέχανα το χρώμα μου.

Μια μέρα μου λέει:

— Γιώργη παιδί μου, δε μαφουκράσαι και θα με σκάσης. Δε σούπα να μην πηαίνης στση Βαγγελιάς;

— Αι, σούπε κιανείς πώς πάω; είπα με αυθάδεια.

— Είπανέ μου πως συχνοπερνάς κίσως μπαίνεις και στο σπίτι.

— Κιάνεν περνώ; κιάνε μπαίνω; είπα προκλητικά.

Η μητέρα μου μ' ατένισε με κατάπληξη, αλλά δεν έδειξε θυμό.

— Πού την έμαθες να τη βγάνης αυτή τη γλώσσα; θες να πης πως δε με λογαριάζεις και πας στση Βαγγελιάς;

— Εγώ, παιδί μου, είπε με ημερώτερο τρόπο, δε σου τώπα για το κακό σου. Ποιος άλλος σαγαπά καλλίτερα 'πό μένα που σ' εγέννησα και σενέθρεψα; Σούπα να μη πιαίνης στσ' αρρωσταράς, γιατί 'χει κακό και κολλητικό πάθος· κιάνεν πάθης ο Θεός να σε βλέπη(65) — ποιος θα καή παρά η μάνα σου; Μα αν, πρέπει, θαρρείς πως θέλω το κακό σου κιό,τι σου λέω να μην το κάνης το κάνεις στο πεισματικό μου.

Θυμήθηκα τα λόγια του Βαγγελιού, πως ήτο αμαρτία να παρακούω της μητέρας μου. Αλλά και για το χατίρι της άρρωστης, ενώ άρχισα με απόφαση ανταρσίας, κρατήθηκα. Και της μάνας μου όμως ο γλυκός τρόπος μαφώπλισε ολότελα.

— Μια φορά πήα και την είδα, είπα, κιαυτή μεμπόδισε να τση σιμώσω, για να μην πάρω, λέει, την αρρώστια τση. Μούπε κιόλας να μη ξαναπάω παρά μια φορά, να την αποχαιρετήξω όντε θα φύγω στη χώρα.

— Και θα πας;

— Θα πάω, είπ' αποφασιστικά.

— Κιάνε σου πω να μην πας;

— Μη μου το πης, γιατί θα πάω. Δε μπορώ να μην πάω.

Ο θυμός κοκκίνησε το πρόσωπο της μητέρας μου. Αλλά πάλιν κρατήθηκε και μούπε με φωνή μάλλον ήρεμη:

— Κιάνε σου κολλήση την αρρώστια τση, άνε χτικιάσης;

— Θαποθάνω. Πώς θαποθάνη το Βαγγελιό; Ας αποθάνω κεγώ.

— Και δε σε γνοιάζει για τη μάνα σου, απού σέχει μονάκριβο ασερνικό κιάνε σε χάση θα κουζουλαθή; Δε λυπάσαι την αδερφή σου; Κια δε λυπάσαι τσ' άλλους, δε λυπάσαι τη νιότη και τη ζωή που θα χάσης;

— Γιάειντα να γνοιάζωμαι, σα(66) δε θα πάθω πράμμα;(67) Το Βαγγελιό δε θαποθάνη· δε θέλω' γώ ν' αποθάνη.

— Μαν είνε γραφτό ναποθάνη, είντα μπορείς εσύ να κάμης;

— Και πώς το κατές τουλόγου σου πως τσ' είνε γραφτό ναποθάνη;

— Ο γιατρός τώπε. Μα κι ολοφάνερο 'νε πως έχει χτικιό κιαπ' αυτό το πάθος δε γλυτόνει άθρωπος.

— Μα σα θέλει ο Θεός;

— Δε λέω, σα θέλει ο Θεός ο μεγαλοδύναμος…

— Αι; σου λέω κεγώ πως ο Θεός δε θέλει ναποθάνη το Βαγγελιό. Εμένα μου τώπε…

— Ποιος σου τώπε;

— Εγώ κατέω ποιος μου τώπε.

— Δε μου το λες κεμένα να το μάθω;

Εδίστασα λίγο· έπειτα είπα:

— Αι, σα θες να μάθης, η Παναγία μου τώπε. Στον ύπνο μου προθές εφανερώθηκε και μούπε πως αν έχω πίστη, το Βαγγελιό θα γιάνη(68). Κεγώ 'χω μεγάλη πίστη πως ο Θεός θα τήνε γιατρέψη.

Τέτοιο όνειρο δεν είχα δη, αλλά και δεν έλεγα ολότελα ψέμα, αφού αυτή την υπόσχεση μούδιδε το χαμόγελο της Παναγίας.

Η απάντησή μου έφερε σαμηχανία τη μητέρα μου, που σαν όλες οι γυναίκες, πίστευε τα όνειρα.

— Είδες το αληθινά αυτό το όνειρο;

— Τώδα, σου λέω.

— Μα σούπε κ' η Παναγία πως άνε πηαίνης στση Βαγγελιάς δεν είνε φόβος να πάρης το χτικιό; Είπε σου το αυτό;

— Δε μου τώπε.

— Μα σου το λέω 'γώ κιαυτό φοβούμαι. Μαγάρι να γιάνη η κακομοίρα η Βαγγελιά. Ο Θεός το κατέει άνεν το θέλω. Μα έτσα που δεν τση φταίω 'γώ, δε θέλω να μου φταίξη κιαυτή, να κάψη το παιδί μου. Για σένα 'γώ φοβούμαι, Γιώργη μου.

— Εγώ δε φοβούμαι.

— Μην το λες αυτό, Γιώργη, γιατί εσύ δεν κατές. Θες να γενής έτσα πούν' η Βαγγελιά, να κιτρινίσης και να λυόσης σαν το κερί, να βήχης και να ξερνάς αίμα, να μη μπορής να σύρης τα πόδια σου από την αδυναμιά, να φοβούνται οι αθρώποι να σου σιμόνουν και στο ύστερο ν' αποθάνης, χωρίς να χαρής τον κόσμο;

Το θάρρος μου βρέθηκε απροετοίμαστο ναντιμετωπίση τον κίντυνο, όπως τον παρουσίασε σε μια φοβερή εικόνα η μητέρα μου. Έως τότε ο νους μου δεν πήγαινε πολύ μακρότερα των λέξεων, όταν έλεγα πως δε φοβόμουν να κολλήσω το νόσημα του Βαγγελιού και να πεθάνω τον ίδιο θάνατο. Αλλά τώρα έβλεπα τη φοβερή πραγματικότητα καισθάνθηκα να περνά από πάνω μου ως κρυερό φύσημα θανάτου. Τόσον δε ζωηρή ήτον η εντύπωση, ώστε άρχισα να βήχω, πράμμα πούδωκε μεγάλη ανησυχία στη μητέρα μου:

— Γιάειντα βήχεις, παιδί μου; με ρώτησε. Πονείς ποθές;

— Όι, αποκρίθηκα, δεν πονώ ποθές.

Ο φόβος μου όμως δεν κράτησε πολύ και το πείσμα μου ξανάρθε με την αυθάδειά μου. Κείπα στη μητέρα μου:

— Μη μου λες να μην πάω να την αποχαιρετήξω. Αυτό που θες δεν είνε καλό κιάνε μου το ξαναπής, θαρχίξω να πιαίνω κάθα μέρα να τση κάνω συντροφιά.

— Συντροφιά!.. Παναγία Παρθένα! Θες να με κουζουλάνης, υγιέ μου, και μου τα λες αυτανά; Για μια ξένη, μωρέ, τυραννάς έτσα τη μάνα σου;

— Δεν είνε ξένη. Με τόση αγάπη που μούχει μπορώ να τη θωρώ ξένη; Έτσα που μαγαπά την αγαπώ κ' εγώ, ετόλμησα και είπα. Κιο ενθουσιασμός για το θάρρος μου μούδωκε την έμπνευση μιας σκέψης ανώτερης της ηλικίας μου:

— Κεγώ την αγαπώ όχι μόνο γιατί μαγαπά, αλλά και γιατί με την αγγελική της ψυχή μέμαθε κεμένα να γενώ καλλίτερος.

Αυτή τη φορά ο θυμός της μητέρας μου ξέσπασε:

— Είνε ντροπή σου κείνε κιαμαρτία να με βάνης εμένα την μάνα σου στην ίδια σειρά μαυτή την…. αξετσύπωτη. Αυτή, που για να μη βρίσκη άντρα, ευρήκε 'να μωρό, ένα παιδί αθώο να ξεθυμαίνη τον πυρωμό τση; Γιαυτό κιο Θεός την παιδεύγει. Εάν δεν καταλαβαίνεις είντα κουμάσι 'ν' αυτή μα σα μεγαλώσης, θα καταλάβης και θα θυμηθής τση μάνας σου τα λόγια.

— Όσο την ατιμάζεις(69) και την κακοθελάς(70),τόσο περισσότερο την αγαπώ και τη λυπούμαι, γιατί κατέω πως δεν έχει κανένα ψεγάδι απ' όσα τση λες.

 — Είντα κατές, εσύ, κακορρίζικο παιδί; Και πώς μπορείς να καταλάβης
τσι διαολιές μιας διαστρεμμένης γυναίκας.

 — Εγώ κατέω πως αυτή δε λέει κακό για μας και του λόγου σου όλο τη
γλωσσοτρώς.

— Αυτή σου ταρμήνεψε, μωρέ, αυτά τα λόγια, για να με σκάσης;

— Ναι· εκατό φορές μούχει πωμένο να μη πιαίνω ενάντια στη βουλή σου και μόν' ό,τι μου λες να κάνω.

— Ψώματα το λες! Αυτή η χτικιαρά σου λέει να μακούς; Ψώματα! Αυτή σου βάνει όλες τσι φτιλιές(71) για να με βγάλης απού την αγάπη και την απακοή μου; Κιάνε σούπε τέτοιο πράμμα, ψώμα τώπε, για να σε φέρη ευκολώτερα στα νερά τση. Έτσα σέκαμε και να πιστεύγης πως έχει αγγελική ψυχή κιαυτή 'χει δέκα δαιμόνους μέσα τση. Κεδά σαν είδε πως το χτικιό τση χάλασε τσι διαολιές τση και πως θαποθάνη, εβάρθηκε να σου κολλήση την αρρωστιά τση, για να σε πάρη μαζή τση στον Άδη. Τέτοια ψυχή έχει αυτός ο άγγελος και τόση αγάπη σούχει. Έτσα θέλει να κάμη και μένα το μεγαλείτερο κακό που μπορεί να μου κάμη άθρωπος, γιατί κατέει πως ζω με τη ζωή σου (Η μητέρα μου άρχισε να κλαίη). Είντα παιδί 'σαι συ, μωρέ, και γίνεσ' ένα με τσ' οχτρούς τση μάνας σου; Μα 'γώ δε θα την αφήσω τη χτικιασμένη να βάλη φωτιά στο σπίτι μου. Καλή 'μαι να πάω να τση βγάλω τα μάτια τση. Φτάνουνε τα όσα μούχει αξωμένα. (72) Να μάθω 'γώ άλλη φορά πως επέρασες το κατώφιλο του σπιτιού τση και θα δη είντα θα τση κάμω! Μουδέ το χάλη τση θα λογαριάσω, μουδ' είντα θα πη ο κόσμος. Για πε μου θα πας;

— Μια βολά, δε σούπα; Όντε θα πάω στη χώρα. Κιως τόσο θα γιάνη.

 — Κιαμέ δε θα γιάνη; Οι ποθαμένοι γιάνουνε; Αυτή 'ν' από' δα
ποθαμένη. Δεν την είδες;

 — Ο Θεός, απ' ανασταίνει νεκρούς, σα θέλη, θα τη γιάνη. Και θα τη
γιάνη, γιατ' είνε άκακη και καλόγνωμη.

Η μητέρα μου με κύταξε άναυδη. Έπειτα μου είπε κιο θυμός έτρεμε στη φωνή της:

Θωρώ τα όσα σούπα τάβαλες απού το 'ν' αυτί και τάβγαλες απού τάλλο. Αυτή 'νε, μωρέ μπουνταλά, η γιάκακη, απού 'χει όλους τσοι δαιμόνους μέσα τση; Άκουσ' είντα σου λέω κ' εγώ. Δε θα πας· μουδέ μια βολά, μουδέ μισή βολά. Κιάνε κάμης δίχως τη βουλή μου, θα σου δώσω την κατάρα μου.

 — Μια και τσ' έταξα, δε μπορώ να φύγω χωρίς να την αποχαιρετήξω.
Λυπούμαι τη.

Η μητέρα μου άρχισε πάλι να κλαίη και να παραπονάται του Θεού που την αφήκε χήρα μένα παιδί ανεπήκουο. Ήξερε αυτή τι μου χρειαζότανε, μα ντρεπότανε στην ηλικία πούχα φτάσει. Έπρεπε νάχω πατέρα, για να με φέρη στα λοϊκά μου. Μάτον άτυχη και τον επήρ' ο Θεός το μακαρίτη γλίγωρα. Δεν ήθελε να μαθαίνη ο κόσμος τσι ντροπές μας· μαν εκρατούσα τον ίδιο δρόμο, θάλεγε στους θείους μου να με φέρουνε σε θεογνωσία. Θα πήγαινε και στο Δεσπότη και στο Μουντίρη (73) ακόμη «να σκίση τα ρούχα της».

— Ας είνε, σα δε θες να πάω να τη δω μια βολά, θα πάω πολλές, της είπα, κιάμε να το πης και του Δεσπότη και του Μουντίρη και του Θεού μαγάρι. Από σήμερα θα πηαίνω κάθα μέρα. Κιας με πιάση και το χτικιό, για να μην έχης τότε αφορμή να μεμποδίζης.

Αφού είδεν ότι οι φοβερισμοί δεν έφερναν αποτέλεσμα, άλλαξε γλώσσα:

— Κάνε ό,τι θες. Μα δε λυπάσαι, παιδί μου, τη μάνα και την αδερφή σου, δε λυπάσαι τη νιότη σου; Δε συλλογάσαι πως κατασταίνεσαι ένας απού τσ' ωμορφότερους νιους; και με τα γράμματα που μαθαίνεις και την κατάσταση (74) πούχομε θάσαι παντού παρακαλετός να πάρης την καλλίτερη κοπελιά. Σανημένει μια ζωή ευτυχισμένη και συ θες να πέσης στη φωτιά να καής. Δεν είν' αυτή σωστή κουζουλάδα; Κ' είντα θα πη ο κόσμος, σα μάθη τα λόγια και τα φερσίματά σου; Όλοι σε παινούνε κη κακομοίρα η μάνα σου τώχει κρυφό καμάρι. Και να κατέχανε ποιες πρίκες με ποτίζεις και τρομάρες μου δίδεις με τα πεισματικά σου! Εγώ η μαυρομοίρα ώρπιζα πως θα μου φέρης μιαν καλή κιώμορφη νύφη και θα μου κάμης γκονάκια, χαρά για τα γερατειά μου· μα συ θες ν' αποθάνης από χτικιό και να με σκάσης και μένα Άχι! Θε μου, αυτό μου μελλότανε στα γερατειά μου;

Είπε και άλλα τέτοια κέθιξε όλες τις χορδές της ευαισθησίας μου. Εις τα λόγια πρόσθεσε και χάδια. Αφού είδεν όμως πως δε μπορούσε να πιτύχη το μεγάλο σκοπό, γίνηκε συμβιβαστική.

— Καλά, παιδί μου, να πας να την αποχαιρετήξης, μα νάχης το νου σου. Να μη φας πράμμα από τα χέρια τση και να μην αφήσης να σε φιλήση. Την άλλη βολά που πήες, μην πα και σούδωκε πράμμα κήφαες; μην πα και σεφίλησε;

— Δε σούπα πως δε μαφήκε να τση σιμώσω και πως μου παράγγειλε να μη ξαναπάω παρά μια βολά γι' αποχαιρετισμό;

— Εγώ, παιδί μου Γιώργη, μόνο για τη ζωή σου φοβούμαι· μα σαν κατέω πως θάχης το νου σου, να πας, παιδί μου. Δε σεμποδίζω. Μόνο να θυμάσαι να μην κάτσης πολιώρα.

Μείναμε σύμφωνοι, αλλά την άλλη μέρα μούπε ξάφνου:

— Κατές είντα συλλογούμαι απ' οψές; Αν ήθελες να πας πάλι στον Άη Θωμά. Εδά, που δε θάχουνε πολλές δουλειές, θα περάσης καλλίτερ' απού την άλλη βολά. Κοντεύγει κιο δεκαπεντάγουστος και θα πας στη χάρη τση να παρακαλέσης..

Επειδή όσο θάμενα στο χωριό, θάτον φόβος νάρθω σε συνάφεια με την άρρωστη, η μητέρα μου σκέφθηκε, για μεγαλείτερη ασφάλεια και για νάχη το κεφάλι της ήσυχο, να με στείλη στη Μεσαρά. Έτσι θα ματαίωνε και τη συνάντηση του αποχαιρετισμού, διότι ο κρυφός σκοπός τση ήτο να πάω από του Άη Θωμά στην πόλη, χωρίς επιστροφή στο χωριό μας.

Απ' αυτή την πρόταση το πειο ελκυστικό ήτο ότι θα πήγαινα στο πανηγύρι της Καλυβιανής, ότι θάβλεπα θαύματα κιότι πιθανώς ένα απ' αυτά να ήτο και το γιάτρεμα του Βαγγελιού. Με τόση καρδιά θα παρακαλούσα την Παναγία, που θεωρούσα βέβαιο ότι θα με εισήκουε.

— Αι; ρώτησε η μητέρα μου· είντα λες; πας;

— Πάω, της είπα. Θαρθής και τουλόγου σου;

— Όι, παιδί μου, δε μπορώ 'γώ. Είνε μεγάλη κούραση για μένα. Μα είντα με θες εμένα; Εκειά θάχης τη θεια σου, το μπάρμπα σου και τα ξαδέρφια σου. Θαρθή κιο Βασίλης ίσα 'κειά να σου κάνη συντροφιά.

Υποπτευόμουν λίγο το κρυφό σχέδιο της μάνας μου και γιαυτό είπα:

— Κύστερα πάλι θα γυρίσω στο χωριό τσι πρώτες του Σετέμπρη να πάω στη χώρα. Αι;

— Ναι, γυιέ μου. Δε σου τώπα;

Αποφασίστηκε να φύγω μετά τρεις μέρες. Και το βράδυ πως να κρατηθώ να μην πάω να πω του Βαγγελιού ότι θα πήγαινα στην Καλυβιανή να την παρακαλέσω γιαυτήν κιότι πίστευα να γίνη το θαύμα; Πρέπει να επαναλάβω ότι ο φόβος της αρρώστειας δε μπορούσε να με κυριεύση. Δεν πίστευα ως πραγματικό αυτόν τον κίντυνο, γιατί και δεν τον ένιωθα· πολλάκις κιολότελα το λησμονούσα.

Πάλι βρήκα την άρρωστη το βράδυ κάτω από την πορτοκαλιά καθισμένη και με το καπότο στις πλάτες.

Έκαμε νανασηκωθή, άμα μείδε, και μούπε μανησυχία:

— Είντα! μισεύγεις από 'δα στη χώρα;

— Όι, θα πάω στον Άη Θωμά κήρθα να σου το πω. Μα θα γιαγείρω (75) πάλι στο χωριό, μη θαρρείς.

Κείντα θα κάμης πάλι στον Άη Θωμά; είπε το Βαγγελιό· και φάνηκε πως δεν της άρεσε αυτό το ταξίδι, γιατί καταλάβαινε το σχέδιο της μάνας μου.

Μα πάλι δεν είπε τίποτε για τη μάνα μου.

— Αν ήτονε, της είπα, να πάω μόνο στον Άη Θωμά, δε θα πήαινα. Μόνο θα πάω και στην Καλυβιανή, να βρεθώ 'κειά τση Παναγίας να την παρακαλέσω για την υγειά σου.

Εκινήθη να μαγκαλιάση, αλλ' ευθύς τραβήχτηκε.

— Όι, δεν κάνει, δεν κάνει, ψιθύρισε.

Έπειτα είπε:

— Από σένα, Γιώργο μου, πούχεις ψυχή άδολη και καθαρή, θακούσ' η χάρη τση.

— Εγώ πιστεύω, Βαγγελιό, και πρέπει νάχης και συ πίστη. Το Ευαγγέλιο λέει ότι κι ως ένα σπόρο του συναπιού πίστη αν έχωμε, μπορούμε να μετακινήσωμε βουνό. Κεγώ έχω πίστη όχι όσο ο σπόρος του συναπιού, αλλά σα βουνό. Πίστευε και συ πως θα σε κάμη καλά η Παναγία και το θαύμα θα γενή χωρίς άλλο.

— Ας με λυπηθή, μπλειο η χάρη τση, είπε μαναστεναγμό η άρρωστη. Πάλι και δε θέλει να με γιάνη, ας με πάρη σκιάς(76) γλίγωρα, να πάψουνε τα βάσανά μου.

 — Θα πάψουνε. Η Παναγία θα μου δώση την υγεία σου να σου τη φέρω.
Και με πόση χαρά θαρθώ! Θα πετάξω.

— Και πόσον καιρό θα κάμης στη Μεσαρά;

— Η μάνα μου θέλει να μείνω ώστε να φτάσουν η μέρες να πάω στη χώρα· μα γω θα γιαγείρω μος περάση τση Παναγίας. Μα μπορώ ναργήσω, που θα σου φέρνω την υγειά σου;

Στην τελευταία λέξη κόπηκε η φωνή μου και το Βαγγελιό ψιθύρισε τρομαγμένη:

— Ω Χριστέ μου!

Μια φωνή γυναίκας, βραχνή από θυμό, είχε φωνάξει από το δρόμο:

— Γιώργη!

— Όρισε, αποκρίθηκα στη φωνή, φίλησα την άρρωστη, πριν προφτάση να μεμποδίση, κιόταν γύρισα να φύγω διάκρινα το κεφάλι της μητέρας μου πάνω από το χαμηλό αυλόγυρο.

— Επαδά 'σαι, μωρέ, πάλι; είπε η φωνή της μάνας μου πειο ξαγριωμένη.

— Μη φοβάσαι, Βαγγελιό, πράμμα, είπα σιγά στην άρρωστη.

Έπειτα έτρεξα έξω και στο δρόμο βρέθηκα μπροστά στη μάνα μου. Κάτι άρχισε να λέη, αλλά την έπιασα δυνατά από το χέρι και της είπα έντονα:

— Σώπα! μην 'πής κακό, γιατί μα το θεό θανεβώ σε κειονέ το χαράκι και θα πέσω κάτω.

Κοντά στο σπίτι του Δεσποινιού ήτον ένας ψηλός βράχος με κισσό, που στο σκοτάδι φάνταζε σαν πελώριος αράπης. Κέδειχνα ότι ήμουν έτοιμος να πάω να γκρεμιστώ από κει πάνω.

— Όι, παιδί μου, δε θα πω πράμμα, μούπε η μητέρα μου με φωνή μερωμένη. Μόνο έλα να πάμε στο σπίτι.

Την ακολούθησα, κ' ενώ φεύγαμε μου φάνηκε πως ήκουσα της άρρωστης το βήχα, σαν αναφυλλητό και βήχα μαζή. Και ποτέ ο θανάσιμος εκείνος βήχας δε μούδωκε τόσο σπαρακτικό αντίκτυπο στη ψυχή.

Ήμουν σε μεγάλη νευρική ταραχή κένας κεφαλόπονος, που με κρατούσε από νωρίς, δυνάμωσε.

 — Έχω δα δίκιο γη δεν έχω; μούπε η μητέρα μου όταν φτάσαμε στο
σπίτι. Δε μούπες;…

 — Ας σούπα, της έκοψα την ομιλία με θυμό κιαυθάδεια. Ό,τι θέλω θα
κάνω.

— Καλά, γυιέ μου, είπε η μητέρα μου μεγκαρτέρηση.

Η βραδιά ήτο ζεστή, αλλ' εγώ αισθανόμουν υπερβολική ζέστη και στενοχώρια· και, σαν πλάγιασα, η ζέστη γίνηκε σφοδρός πυρετός κιόλη τη νύχτα κοιμώμουν και παραμιλούσα σένα φριχτό εφιάλτη. Η μάνα μου πέρασε τη νύχτα άγρυπνη στο προσκέφαλό μου να μου βάζη βρεμμένα πανιά στο μετωπο και να μου κάνη διάφορα γιατρικά. Και μες στις ζάλες μου την είδα μια στιγμή να κλαίη.

Ο νυχτερινός πυρετός κείνος μαφήκε τρομερή εξάντληση και το επόμενο βράδυ μούρθε πάλι.

Στο χωριό μας, αν και ορεινό, δεν έλειπε το βλάβος, δηλαδή η ελονοσία· κιαν δεν ήτον η αρρώστεια του Βαγγελιού, ο νους της μητέρας μου θα πήγαινε αμέσως στο ρίγο, δηλαδή τον κοινό πυρετό· και θα μεταχειριζότανε σε μένα τις συνειθισμένες θεραπείες του πυρετού. Θα καλούσε λόγου χάρη ένα γραμματισμένο «να μου γράψη το ρίγο», δηλαδή να γράψη ένα ξόρκι και το χαρτί θα το κρεμούσα στο λαιμό μου, ως φυλαχτάρι. Ίσως μάλιστα θα έλυωναν το χαρτί μένα τέτοιο ξορκισμό και τη διάλυση θα μούδιδαν να πιω. Ως φάρμακο, θα μούδιδαν αφέψημα αψιθιάς κιάλλων χόρτων, που θεωρούνται αντιπυρετικά, κιως τελευταίο ίσως το κινίνο, που δεν ήτον ακόμη σε μεγάλη διάδοση και χρήση. Αν πάλιν επίμενε ο πυρετός, η μητέρα μου θα πήγαινε να μου δέση το ρίγο στον Άγιο Γιάννη το Ριγολόγο. Πίστευαν ότι τη δύναμη να διώχνη τους πυρετούς είχεν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Και πήγαιναν όπου ήτο ναός του κέδεναν κλωστές στα μανουάλια του και στα τέμπλα.

Αλλά τόσον είχε κυριευμένο το πνεύμα της μητέρας μου ο φόβος της αρρώστειας του Βαγγελιού, ώστε δεν την αφήκε να σκεφθή τίποτε άλλο κιαπό τα πειο πρόχειρα και τα πιθανώτερα. Και φοβήθηκε από κάθε άλλη αυτή την αρρώστεια, γιατί προ λίγης ώρας ήμουν κοντά στη χτικιασμένη.

Στις επαρχίες της Κρήτης σε κείνη την εποχή γιατροί δεν ήσαν, παρά μόνον πραχτικοί. Στις πόλεις ακόμη επιστήμονες γιατροί ήσαν λιγοστοί. Κι' από τους πραχτικούς οι περισσότεροι ήσαν μοιράρηδες, δηλαδή μάγοι και γιατροί μαζή. Αυτοί, αντί να ζητούν τη διάγνωση της αρρώστειας στα συμπτώματα και τη γενική κατάσταση του άρρωστου, τη ζητούσαν στα μοιροχάρτια των, πούχαν ανακατεμένη τη θεραπευτική και τη μαγεία.

Ένα τέτοιο γιατρό κάλεσε η μητέρα μου να μεξετάση. Κήρθε μένα χοντρό χειρόγραφο βιβλίο, με τις γωνίες λερωμένες και φθαρμένες από το πολυχρόνιο φυλλομέτρημα. Μόλις με κύταξε μένα τον άρρωστο. Ούτε το σφυγμό μούπιασε, ούτε τη γλώσσα μου κύταξε. Η μάνα μου τούπε πως είχα ζέστη μεγάλη, ιδρώτες τις βραδυνές ώρες και παραμιλητά· αλλ' αυτά τάκουε ως περιττές για την τέχνη του πληροφορίες. Ρώτησε μόνο ποιο μήνα και ποια μέρα γεννήθηκα. Άνοιξε κατόπιν το βιβλίο του· κενώ γύριζε τις σελίδες παρουσιάζοντο πεντάλφες, κύκλοι κιάλλα μαγικά σχήματα. Σένα κατεβατό σταμάτησε και μούπε να θέσω το δέχτυλό μου τυχαίως σένα σημείο. Μετ' αυτό άρχισε μια άφωνη ανάγνωση και σάλευαν τα χείλη του. Σε λίγα λεπτά έβγαλε τη διάγνωσή του. Είχα βαρειά «βιστιρά», δηλαδή προσβολή από πονηρά πνεύματα, αλλ' ίσως κιαπ' ανθρώπου αφορμή και συνέργεια. Το χαρτί δεν το ξεδιάλυνε καθαρά.

— Μάγια; είπε η μητέρα μου.

 — Ίσως ναι, ίσως κιόχι. Δε σούπα πως δε ξεκαθαρίζεται; Μα θα του
περάση, άνε του κάμης ό,τι θα σου πω.

Από τη βούργια,(77) που φύλαγε το μοιροχάρτι του, έβγαλε μια λουρίδα χαρτί, γραμμένη έτοιμη, κείπε της μητέρας μου:

 — Αυτό το φυλαχτάρι να το τυλίξης με κεροπάνι, να το ράψης και να
του το κρεμάσης στο λαιμό. Να το κρατή κατάσαρκα.

Παράγγειλε να μού κάμουν και κάμποσες κρυφές λειτουργιές να μαζέψουν συνάμα διάφορα χόρτα, να πάρουν νερό από μια βρύση ανατολική, να τα βράσουν κιαφού αφήσουν μια νύχτα όξω το αφέψημα «ναστρονομιστή» να μου το δώσουν το πρωί να το πιώ νηστικός.

Η μητέρα μου φαινότανε ότι και κάτι ακόμη είχε να πη στο μοιράρη, αλλά δεν ήθελε να τακούσω εγώ. Κιόταν έφευγε, τον ακολούθησε και τούπε:

— Δε μου λες, δάσκαλε, κιαμιά γυναίκα δε φαίνεται στα χαρτιά σου κοντά στο παιδί μου;

— Δεν ήθελα, μπρε, να σου το πω· μα μια και με ρωτάς, θα σου πω την πάσαν αλήθεια. Κοντά στη μοίρα του παιδιού σου είδα να στέκη μια γυναίκα, μακρά κιαδύναμη.

Ο μοιράρης, ως χωριανός, βέβαια κάτι θάξερε για το μάλωμα της μάνας μου και της κόρης του Δεσποινιού. Κατάλαβε λοιπόν που σημάδευε το ρώτημα κιάρπαξε την ευκαιρία μιας μαντικής επιτυχίας.

— Και δεν τήνε γνώρισες ποια είνε; ρώτησε ακόμη η μητέρα μου.

— Ήτονε σ' ασκιανάδα (78) και δεν εξεκαθάρισα τα πιθέματά (79) τση.

— Μελαχροινή δεν ήτονε;

— Έτσα μου φάνηκε.

— Αι τη σκύλα! έκαμε με υπόκωφο μουγκρητό η μάνα μου· αι, τη σκύλα, κήφαε το παιδί μου!

Όταν η μητέρα μου γύρισε στο σπίτι, ήτο σαν τρελλή από ανησυχία κιαγανάχτηση. Σε μένα όμως δε φανέρωσε τίποτε, για να μη με ταράξη και χειροτερέψη την κατάστασή μου. Τα μάγια και τα γιατρικά του δασκάλου γίνηκαν· αλλ' ωφέλεια δε μούκαμαν καμμία. Ο πυρετός έγινε καθημερνός. Σηκωνόμουν, πήγαινα μάλιστα και λίγο έξω, αλλ' ήμουν φοβερά εξασθενημένος, όρεξη δεν είχα κιόλα μου φαινόταν άνοστα.

Έτσι το ταξίδι τ' Αγίου Θωμά και της Καλυβιανής κιντύνευε να ματαιωθή. Η εορτή της Παναγίας πλησίαζε και το κακόμοιρο το Βαγγελιό περίμενε να της φέρω την υγεία της. Αντί δε να της φέρω την υγεία της, έχασα και τη δική μου.

Όλες οι γυναίκες, ξένες και συγγένισες, πούρχοντο να με βλέπουν, είχαν κένα τουλάχιστο γιατρικό να συστήσουν της μάνας μου. Κεγώ πειθήνια έπινα κέτρωγα λογής λογιών αηδίες, για να γίνω το ταχύτερο καλά, να πάω στην Καλυβιανή.

Βρεθήκαν όμως και γυναίκες, που όταν μείδαν στον παροξυσμό του πυρετού, αναγνώρισαν με πεποίθηση πως ήτο συνειθισμένος ρίγος. Η μάνα μου έκλινε να το πιστέψη, αλλά και δε μπορούσε να το παραδεχθή. Η φοβερή υποψία του κολλητικού κακού είχε καρφωθή στο κεφάλι της. Αλλ' ίσως σαυτή την επιμονή της δεν έλειπε κη έχθρα της για την άρρωστη. Σα νάθελε, θαρρούσες, να την ενοχοποίηση μαυτό τον τρόπο και να δικαιολογήση το μίσος της. Και συνάμα έτρεμε μήπως βεβαιωθή αυτό που επίμενε να φοβάται.

Κοντά στάλλα, η μητέρα μου έβαλε και μου διάβασαν τον Κυπριανό, ένα βιβλίο θρησκευτικό και μαγικό μαζή. Κάλεσε και γητεύτρες, Ρωμιές και Τούρκισσες, και μούπαν διάφορα ξόρκια. Αλλ' η κατάστασή μου όλο στο χειρότερο πήγαινε. Ο πυρετός μέλυωνε· είχα μείνει ο μισός. Έτσι πέρασε ο Δεκαπεντάγουστος κιαυτό με πίκρανε περισσότερο κ' εβάρυνε την αρρώστειά μου.

Από το άλλο μέρος δεν έπασχε και δεν αδυνάτιζε λιγώτερο η μητέρα μου. Απόφευγε να μου φανερώση τη σκέψη που την έτρωγε. Αλλά και μόνη της μούρθε η φοβερή υποψία. Τόσα μούχαν πη για την κολλητικότητα του χτικιού, ώστ' επόμενον ήτο, άμ' αρρώστησα και μάλιστα με πυρετό, να μου γεννηθή ο φόβος ότι κόλλησα την ασθένεια που λυόνει ζωντανούς τους ανθρώπους και τους κάνει πτώματα πριν ναποθάνουν. Ο φόβος αυτός είχεν αρχίσει να φανερόνεται στα παραμιλητά μου· κη μάνα μου, που μάκουε στη σιωπή της νύχτας, έπαιρνε τα λόγια του πυρετού σαν αλήθειες ή της ψυχής αποκάλυψες. Και τρελλαινόταν η δυστυχισμένη από την τρομάρα και την απελπισία της.

Η φθίση στο χωριό μας ήτο γνωστή μόνο με δυο ονόματα, χτικιό και βαρέμι, κιόχι με περισσότερα παραδείγματα, παλαιότερα κίσως αμφίβολα. Μια συγγένισά μας όμως, πούχε ζήσει στην πόλη, είχε κάμει μ' αυτό το νόσημα μεγαλείτερη γνωριμία. Και μαζή μάλλα πούλεγε σχετικά, ανάφερε κιως χαρακτηριστικό του χτικιού, ότι οι φθισικοί έχουν τη μανία να μεταδίδουν στους άλλους την αρρώστειά των. Δίδουν να πίνουν ταποπίδι των ή να τρώγουν ταποφάγια των.

Αυτό έγινε τρομερή αποκάλυψη για τη μητέρα μου. Η φθισική τραβούσε κοντά της το παιδί, για να ικανοποιήση τη μοχθηρή μανία της αρρώστειας της και συνάμα να εκδικηθή για τις προσβολές που της είχε κάμει η μάνα του. Και σχεδόν δεν έμεινε πεια αμφιβολία στη μητέρα μου, ότι η χτικιάρα μούδωκε το θανατηφόρο μόλυσμα. Μήπως ο μάγος δεν την είδε να στέκεται κοντά στη μοίρα του παιδιού; Και μήπως το βράδυ παρρώστησε το παιδί της δεν είχε πάει εκεί;

Οι συλλογισμοί κείνοι φέραν σαπελπισία και φρένιασμα τη μητέρα μου. Κενώ ως τότε φοβότανε και στον εαυτό της να μολογήση τη φρικτή της υποψία, τώρα άρχισε να λέγη στους πειο σχετικούς πως η χτικιάρα είχε δώσει στο παιδί της την αρρώστεια της επίτηδες για να την κάψη. Εφανέρωνε συνάμα τους άτιμους σκοπούς, πούχε για να με τραβά κογτά της η φθισική, και την έχθρα τη μεγάλη ενάντιο της, γιατί δεν την άφηνε να εξαχρειώση το παιδί της.

Έπειτα από τους δικούς, άρχισε και σε ξένους να λέγη τα ίδια. Όσο δ' έλεγε, τόσο περισσότερο ερεθιζόταν. Και μια μέρα πήγε και στην άρρωστη και την είπε κακούργα και μαύρη ψυχή, που, αφού πολέμησε να δώση του παιδιού της τη ψυχική της αρρώστεια, τούδωκε την αρρώστεια της τη σωματική, την αγιάτρευτη· και τώρα ο γυιός της ο μονάκριβος ήτο του θανατά. Αν είχε γι' αυτή έχθριτα, γιατί δεν έμπηγε στην καρδιά της ένα μαχαίρι, αλλά μαζή μαυτή θανάτωνε κενά παιδί αθώο;

Η άρρωστη ήτο μόνη στο σπίτι και στο κρεβάτι πλαγιασμένη. Ανασηκώθηκε λίγο το νεκρικό της κεφάλι και τα μάτια της ήσαν γεμάτα θλίψη και φόβο.

— Μα όσα μούδωκε η μοίρα μου, είπε, δε φτάνουνε; Έχω κιάλλα να σύρω;

— Δεν είν' η μοίρα σου. είπε η μητέρα μου, είν' η κακία σου. Είσαι κακή και διαστρεμμένη και κατά τα έργα σου έχεις και ταποδόματα(80) σου. Α δεν ήσουν διαστρεμμένη, θα ξέτρεχες ένα παιδί ανήλικο κιως το τέλος τώφερες στο θάνατο; Είντα θα πης, μωρή, του Θεού που θα παρουσιαστής, γιαυτή τη μεγάλη αμαρτία; Πώς τόσονε βάρος θα το βαστάξη η ψυχή σου εκειά που θα πάη;

Η άρρωστη ανασηκώθηκε στο κρεβάτι κιαντίκρυσε τη μητέρα μου, με μια έκφραση στο πρόσωπο φόβου και πόνου. Τα μάτια της ρωτούσαν μ' ανησυχία και άπειρη θλίψη: «Αλήθεια είνε άρρωστος βαρειά ο Γιώργος;» Αλλ' η φωνή της είπε άλλο.

— Στην ώρα κείνη και στη ψυχή που θα παραδώσω στο Θεό, σου λέω και να με πιστέψης, πως ποτέ του παιδιού και του λόγου σου κακό δεν ήβαλα στο νου μου. Μάρτυρας μ' ο Θεός, απού θα με κρίνη, πως ήκαμα ό,τι μου 'τονε μπορετό και πάντα τούλεγα να μη σιμόνη στη φωτιά που με κεντά.(81)

— Κατά την αλήθεια που λες να βρης και σωτηρία. Ντα δεν το θωρώ, μωρή, πως εσύ τώφερες στο θάνατο το παιδί μου; Εσύ μούρριξες στο σπίτι μου φωτιά και το μεγάλο κακό που μούκαμες ο Θεός να σου το δώση. Σαυτόν τον κόσμο το βρήκες· να το βρης και στον άλλον κόσμο. Ο Θεός να σου δώση όλο το μεγάλο κακό κιάδικο που μούκαμες.

Τα μάτια της άρρωστης ήσαν γεμάτα δάκρυα.

 — Και τουλόγου σου δε φοβάσαι, θεια, είπε στη μάνα μου, πως και μένα
μου κάνεις μεγάλο άδικο μ' αυτά που μου λες;

Σα να μη άκουσε η μητέρα μου, τράβηξε προς τη θύρα και ξανάλεγε την κατάρα της:

— Ο Θεός να σου δώση στη ψυχή σου το μεγάλο κακό που μούκαμες!

Κιούτε γύρισε νακούση το φοβερό λόγο που της ήρθε στην πόρτα από το κρεβάτι της φθισικής:

— Δεν πιστεύγεις, θεια, τα λόγια μιας ποθαμένης;

Αλλά κιαπό την αυλή ήρθε της μάνας μου η κατάρα:

— Στη ψυχή σου να το βρης το μεγάλο κακό που μούκαμες!

Το Βαγγελιό ήτο σε μεγάλη εξασθένηση· μετά δε την παραπάνω σκηνή έπεσε σε τέτοια κρίση, ώστε φάνηκε πως έφτασε το τέλος της. Αρκετές μέρες δε μπόρεσε να σηκωθή από το κρεβάτι. Στο διάστημα τούτο ρώτησε συχνά τη μητέρα της για την κατάστασή μου, αλλά δεν είπε τίποτε για τη σκηνή που της έκαμε η μάνα μου. Μια μέρα όμως έδειξε απροσδόκητη καλλιτέρεψη. Μπόρεσε μάλιστα να βγη και να καθήση στην αυλή.

Η μητέρα της είχε πάει έξω κιόταν γύρισε και την είδε, νόμισε πως έβλεπε νεκρανάσταση.

— Καλά 'σαι σήμερο; αι, κανακαρά μου;

— Μάκι (82) καλλίτερά 'μαι, είπε η άρρωστη με φωνή άτονη και λίγο βραχνή.

— Καλά μου τώπε τόνειρό μου!

— Κείντα όνειρο 'δες, μα;(83)

— Προθές τη νύχτα σε 'δα στον ύπνο μου κιεφόριες κατακόκκινα. Ήσουνε πολλά ώμορφη, σαν τσοι καλλίτερους καιρούς, πούχες την υγειά σου. Σε θώρουνα σένα ψηλό χαράκι.(84) Με ξάνοιγες(85) και μούκανες νοήματα(86) πως είσ' ευχαριστημένη. Φαινόσουνε πολλά χαρούμενη. Μα το χαράκι εψήλωνε, όλο κεψήλωνε που σε μάκη ώρα δε σε διαντέριζα.(87) Ήσουνε μική, μική,(88) σαν ένα πουλί. Κι αληθινά είχες φτερούγες· σε λίγη ώρα επέταξες κιαπάνω σ'αυτό εξύπνησα.

— Κείντα να λέη αυτό τόνειρο, μα; είπε η άρρωστη.

— Το χαράκι 'νε δύναμη· τα φτερά και το πέταμα δίδουν υγειά και κάλλη· και το κόκκινο 'νε γλίγωρο. Γιαυτό τόνειρο πήα στου Ταχτικού και μου το ξεδιάλυνε. Θωρείς εδά πως γλίγωρα θα δυναμώσης και θα βρης την υγειά σου και τα κάλλη σου, σαν και πρώτα;

Η άρρωστη άκουε μένα αδύνατο καινιγματικό χαμόγελο, που η μάνα της το πήρε για χαρά.

 — Ναι, μάνα μου, είπε, έτσα θα γενή. Αλλά θαρρώ πως καλλίτερο θάτονε
να γενή κειονέ που φάνηκε στόνειρο.

— Πώς;

 — Να πετάξω και να μη γυρίσω. Είντα να κάνω σαυτό τον κόσμο; Δε λένε
πως είνε καλλίτερος ο άλλος;

 — Είνε καλλίτερος, θυγατέρα μου, μα να πας ότι(89) νάρθη ο καιρός
σου. Μα μη μου λες τέτοια λόγια, γιατί με θανατόνεις.

 — Κουζουλάδες, κουζουλάδες, μάνα μου, είπε η άρρωστη και προσπάθησε
να γελάση. Μην ακούς. Ό,τι 'πε τόνειρο θα γενή.

— Κάθα πως θα ξηγήση τόνειρο ο Ταχτικός έτσα βγαίνει.

— Μα δε σούπα πως άρχιξα και καλλιτερεύγω; Και θαρρώ πως γλίγωρα θα μπορέσω να πάω κίσα στα Λιβάδια. Μα περισσότερο πεθυμώ να πάω στην Καβαλαρά να δω το κηπούλι μας.

— Είνε πολλά πάνω και θα κουραστής, παιδί μου.

— Μα δε λέω κεγώ σήμερο. Σα δυναμώσω περισσότερο.

Σκέφθηκε μερικά λεπτά, έπειτα ρώτησε.:

— Δε μου λες, μα, ήκουσες αν είνε καλλίτερα ο Γιωργής;

— Ήκουσα πως είνε τα ίδια. Μα είντα το θες, παιδί μου, και ταναθιβάλλεις(90) αυτό το κοπέλι; Λίγα βάσανά 'χεις συρμένα συναφορμάς(91) του;

— Εγώ δε φοβούμαι μπλειο πράμμα και κιανένα. Απής(92) μεσίμωσ' ο Χάρος, θαρρώ σα να μην είμαι μπλειο σε τούτο τον κόσμο και δε λογαριάζω είντα λένε κείντα κάνουν οι γιαθρώποι, γη κακό, γη καλό λένε. Σήμερο μπορώ να βγω στο ψηλότερο δώμα και να φωνιάξω στο χωριό τη ντροπή μου και την κουζουλάδα μου, γιατ' αφορμές δεν έχω να ντρέπωμαι. Έχω μιαν αγάπη, που δε μου ταιριάζει. Είν' η μεγάλη μου και μοναχή μου χαρά, μα κιο μεγάλος κιαγιάτρευτος πόνος τση ζωής μου. Ο κόσμος έπρεπε να με λυπάται. Δεν το ζήτηξα· μα κια με κατακρίνουνε, μουδέ φοβούμαι, μουδέ ντρέπομαι. Ο Θεός, που δε θωρεί σαν τσαθρώπους θα με κρίνη. Και θα βρη την κορδιά μου καθαρή.

Η Δεσποινιώ την κύταζε χωρίς να καταλαβαίνη πολύ απ' όσα ήκουε, αλλά κιαρκετά καταλάβαινε και διαισθανότανε ώστε νανησυχή. Και είπε:

 — Μα γιάειντα τα λες αυτά, θυγατέρα μου; για να χαλάσης τη χαρά που
μούκαμες με την καλλιτεράδα σου;

 — Έχεις δίκιο, μάνα μου, και δε θα ξαναπώ τέτοια πράμματα. Κιαπό 'δα
και πέρα όλο θα πολεμώ να σευχαριστώ.

Τωόντι την άλλη μέρα είπε πως πάλι ήτο καλά και πάλι σηκώθηκε· κη καλλιτέρεψη της υγείας της κράτησε μέρες.

Με προσοχή, που από τη χαρά δεν είχε η μάνα της, θα διάκρινε κανείς ότι η σωματική δύναμη της ήτο στην ίδια εξάντληση κιότι μόνο με προσπάθεια ψυχική υπεράνθρωπη κρατούσε στα πόδια του το μισοπεθαμένο κορμί της και κάπου κάπου έφερνε σταναιμικά της χείλη ένα χαμόγελο. Κιαπ' αυτά τα εξωτερικά φαινόμενα τόσος ήτον ο ενθουσιασμός του Δεσποινιού, ώστε πίστευε πως η κόρη της άρχιζε να παχαίνη, να βήχη λιγώτερο και σόλα η ζωή της ν' αναγεννάται.

Αλλά και της άρρωστης η ψυχική δύναμη έφτασε να γίνη σωματική. Μια μέρα βγήκε κιαπό το σπίτι και πήγε στην Άγια Πελαγιά, ένα κλησιδάκι, πούτον στο πάνω μέρος του χωριού· κιόχι πολύ από το σπίτι των. Στο δρόμο συνάντησε γυναίκες κιάντρες κιόλοι τη χαιρέτησαν χαρούμενοι, αλλά και με κάποια επιφύλαξη στο πλησίασμά των από το φόβο της αρρώστειας. Ως τόσο της είπαν ότι καλά την έβλεπαν κιότι πολύ γλίγωρα θα γύριζε στα πρώτα της, με τη βοήθεια του Θεού.

Στο Δεσποινιό δεν έμεινεν αμφιβολία πεια ότι η κόρη της εγλύτωσε· κεπήρε το θάρρος να πηγαίνη κέξω από το χωριό, να βλέπη τα χτήματά της, που τόσον καιρό με την αρρώστεια της κόρης της είχε αμελήσει ολότελα. Αλλά κη άρρωστη ξεπόρτιζε σχεδόν κάθε μέρα. Και κάθε φορά σταματούσε σένα μέρος, κιαπό κεί φαινότανε το σπίτι μας. Είχε την ελπίδα να με δη από μακριά. Ήμουν ακόμη άρρωστος και με φοβερή εξάντληση. Έβγαινα λίγο, αλλά και δεν πήγαινα μακριά 'πό το σπίτι μας.

Μια μέρα στο μέρος 'κείνο συνάντησε μια γειτονοπούλα μας, ένα πολύ νέο κορίτσι, και το ρώτησε για μένα.

 — Το ίδιο είνε, είπε το κορίτσι. Κάθα μέρα τόνε τινάσει(93) και δεν
απόμεινε ο εμισός. Ανέγνωρο γίνηκε το κακορρίζικο απού την αδυναμία.

— Κείντα λένε πως έχει;

— Χτικιό 'κουσα πως έχει.

— Χτικιό που του τούδωκα 'γώ, ψιθύρισε με στεναγμό η άρρωστη. Κ' εγώ ζω ακόμη!

Εκύταξε πάλι προς το σπίτι μας κείπε:

— Ω, ας τόνε θώρουνα!

Την άλλη μέρα το απόγεμα ο Δρακογιώργης έσκαβε σένα του λιόφυτο πάνω στην Καβαλαρά. Σε μια διακοπή της δουλειάς του, το βλέμμα του έπεσε χαμηλότερα στου Δερβίση τα Χαράκια, το μεγάλο βράχο, οπού διάβασα στο Βαγγελιό τα γράμματα προ καιρού. Κοντά στο βράχο είδε μια γυναίκα· κεπειδή δεν ήτο μεγάλη απόσταση, διάκρινε πως ήτο το Βαγγελιό. Και τόσο παράδοξο το θεώρησε, ώστε δεν πίστευε τα μάτια του. Ήτο δυνατό αυτή η τόσο άρρωστη, πούλεγαν κάθε τόσο πως πεθαίνει, να φτάση 'κεί πάνω; Κιόμως αυτή ήτο· την έβλεπε αρκετά καθαρά. Αλλά και τι ήθελε σε κείνο το μέρος;

Τη στιγμή κείνη είχε καθήσει κάτω από τη χαρουπιά κιακούμπησε το κεφάλι της στα χέρια. Σαυτή τη στάση έμεινε ώρα πολλή. Ο δρόμος θα την είχε ξεθεώσει τη δυστυχισμένη στην κατάσταση που ήτονε. Και πόση ώρα θάχε κάμει για να φτάση από το χωριό έως εκεί. Ο Δρακογιώργης, φανταζόμενος την αγωνία τον στήθους της, την ελυπότανε.

Ως τόσο εξακολούθησε την εργασία του, αλλά και δεν έπαψε να παρακολουθή την άρρωστη και συνάμα να σκέπτεται τήθελε να πάη σαυτό το μέρος. Έπειτα την είδε να σηκωθή από την πέτρα που καθότανε κεμάντευε από μια κίνηση του χεριού της ότι έκλαιε.

Η άρρωστη άρχισε νανεβαίνη στο βράχο κιο Δρακογιώργης αφήκε πάλι τη δουλειά τον και μουρμούρισε:

 — Είντα πάει 'κειά πάνω να κάμη; Εκουζουλάθηκε; Να πάω θέλω 'γώ να
δω.

Αλλά πονηρός διαλογισμός τον μπόδιαε με άλλη και πειο δυνατή περιέργεια. Επειδή γνώριζε την αγάπη της σ' εμένα και τα όσα έλεγε η μάνα μου, σκέφθηκε μήπως μεπερίμενε νανταμωθούμε κροφά· κι' ανέβαινε, φαίνεται, στο βράχο για να 'δη ανυπόμονη αν ερχότανε ο μικρός εραστής.

Πολλές φορές κάθησε, ως όπου να φτάση πάνω και πάνω στο βράχο. Εκεί πάλι κάθησε κέσκυψε με στάση Νιόβης.

Κλαίει πάλι; μουρμούρισε ο Δρακογιώργης. Μα είντα 'ν' αυτά; Να πάω θέλω να 'δω.

Αλλά μόλις κίνησε για κάτω, είδε την άρρωστη να σηκωθή. Κιόπως ήτο ψιλόλιγνη και μαυροφορεμένη πάνω στον άσπρο βράχο, παρουσίαζε το πένθιμο σχήμα κυπαρισιού.

Ο Δρακογιώργης σταμάτησε πάλι· κη άρρωστη φάνηκε σαν νάστρεφε το βλέμμα της στο γύρω θέαμα των αγαπημένω της μερώ. Έπειτα έκαμε μια χερονομία μεγάλη προς το χωριό, σα ναποχαιρετούσε. Και σε μια στιγμή ο χωρικός φώναξε με τρομάρα:

— Παναγία μου! Παναγία μου!

Η μαυροφόρα έγυρε στον γκρεμό κέπεσε στο χάος. Το αίμα του χωρικού πάγωσε· και τόσον παράλυσε το σώμα του από την τρομάρα, που όταν έτρεξε προς τα κάτω, τα πόδια τον δεν τον άκουαν. Στη σάστιση του νου του μια σκέψη συστρεφότανε: «Μα είνε το Βαγγελιό ή άλλη;»

Ήτο το Βαγγελιό, ως την είχε γνωρίσει από μακριά. Όταν έφθασε κάτω στο ποτάμι, είδε με φρίκη στις πέτρες της ακροποταμιάς ένα σώμα ξεκλειδωμένο και κομματιασμένο, σχεδόν λυωμένο· κιόλα τα γύρω ματωμένα.

— Ω Χριστέ μου! είπεν ο χωρικός κέτρεμε μπροστά στο φρικτό θέαμα.

Και μ' ένα βλέμμα, που μετρούσε το ύψος, είδε το τσεμπέρι της πεθαμένης νανεμίζεται κρεμασμένο στα μέσα του γκρεμού. Στο πέσιμο το ελαφρό κεφαλομάντηλο ξέφυγε κέμπλεξε σε μιαγριοσυκιά. Κεκεί σειότανε μαργή και θλιβερή κίνηση, σα σημαία πένθιμη πάνω στο τραγικό λείψανο.

Αν κήτο παραμορφωμένο το σώμα, ο Δρακογιώργης αναγνώρισε το Βαγγελιό. Και σαν να εξάγνισε τη ψυχή του ο φόβος και το μυστήριο του θανάτου από τα ποταπά αισθήματα, αισθάνθηκε μια πικρότατη μεταμέλεια, γιατί κιαυτός είχε κακολογήσει με τους άλλους τη δυστυχισμένη κοπελιά και λίγο προτήτερα είχε περάσει από το νου του ένας πονηρός διαλογισμός.

Το κεφάλι του έκλινε από σεβασμό και στη βοή του καταρράχτη έρριξε λίγα λόγια με συγκίνηση:

 — Ο Θεός να σαναπάψη, άχαρη κοπελιά, γιατί μόνο βάσανα και πρίκες
εγνώρισες σε τούτο τον άδικο κόσμο. Ο Θεός να σ' αναπάψη!

Η μητέρα μου προσπάθησε να μη μάθω το θάνατο του Βαγγελιού. Ταπόγεμα που τη θάψανε, ήμουν βυθισμένος στις ζάλες του πυρετού. Και κάμποσες μέρες κρατήθηκε το μυστικό.

Έπειτα τώμαθα. Στην αρχή δεν το πίστεψα· κιόταν βεβαιώθηκα δεν έκλαψα. Ο καϋμός μου μαζεύτηκε και κλείστηκε στη ψυχή μου, να μείνη εκεί για όλη μου τη ζωή. Έπειτα ήτο τόσο μεγάλο και σοβαρό πράμμα ο θάνατος κείνος, που δεν τον πήγαιναν τα δάκρυά μου, δάκρυα έως τότε παιδιάτικα, που μόνον για μικρά κιασήμαντα είχαν κλάψει.

Ένα μόνο λόγο είπα στη μάνα μου:

— Θωρείς τα 'δα;

Η μάνα μου δεν είπε λέξη.

Ύστερ' από λίγες μέρες μαφήκε κιο πυρετός, όχι από θαύμα, αλλά με το κινίνο. Ένας χριστιανός, ούτε γιατρός, ούτε μάγος, βρέθηκε κείπε να μου δίδουν κινίνο κάμποσες μέρες γραμμή.

Σαν έγινα εντελώς καλά κείδε η μητέρα μου ότι άδικα είχε φοβηθή για την αρρώστεια μου, μου φανέρωσε την υποψία που τη βασάνισε και την έκαμε να φανή τόσο σκληρή στην άρρωστη. Έπειτα είπε με ειλικρίνεια:

— Μεγάλο βάρος έχω στη ψυχή μου, μα ο Θεός θα με συχωρέση, γιατ' είμαι μάνα.

Ο ΝΕΩΤΕΡΙΣΤΗΣ (93α)

Τα πρώτα γράμματα έμαθα από πολλούς δασκάλους. Ο πρώτος ήτον ένας φραγκοφορεμένος με τόνομα Ηρακλής. Έξω από τόνομά του δε θυμούμαι γι' αυτόν πολλά πράμματα. Η αλήθεια είνε ότι και πολύ γλίγωρα τον χάσαμε. Ένα πρωί μάθαμε πως έκλεψε τη Μαγδαληνή κέφυγε. Ήτο δε η Μαγδαληνή κόρη ενός γιατρού Κερκυραίου, που δεν ξέρω ως είχε ξεπέσει εκεί κάτω σένα χωριό της Κρήτης απόκεντρο. Και θυμούμαι τους χωριανούς πως, συναθροισμένοι στα δώματα, κύταζαν πάνω στη Ρούσα Κεφάλα, στο μέρος που νόμιζαν πως είχαν τραβήξει οι φευγάτοι.

Τον είχαμε δεν τον είχαμε δυο μήνες αυτόν το δάσκαλο. Τίποτε ίσως δεν έμαθα απ' αυτόν· του διατηρώ όμως μια γλυκειά ανάμνηση. Στο σχολείο του με πήγαν σηκωτό, διότι δεν ήθελα να πάω· κέκλαιγα κεσφάδαζα σόλο το δρόμο. Αλλ' ο δάσκαλος μένα κομμάτι καντιοζάχαρη εγλύκανε τη φοβερή ιδέα πούχα για το σχολείο.

Αντικαταστάτη του Ηρακλή μας φέραν ένα παλιό δάσκαλο ονομαζόμενο Ράλιο. Η φιλοδοξία των χωριανών ήτο να εισάξουν νέα γράμματα και νέα μέθοδο, αν και γιαυτά είχαν πολύ αόριστη ιδέα, αγράμματοι ως ήσαν και μακριά του πολιτισμού. Αλλ' αφού έφυγεν ο νέος δάσκαλος, αναγκασθήκανε να ξαναφέρουν τον παλιό, που δίδασκε τα λεγόμενα Κοινά ή κολυβογράμματα. Αυτά τα γράμματα άρχιζαν από τη φυλλάδα, πούτον το αλφαβητάριο τότε· κι' από τη φυλλάδα περνούσαν στον Οκτώηχο, στο Ψαλτήρι και σάλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Αλλ' ο Οκτώηχος είχε στην αρχή του το κεφαλαίο και το μικρό αλφάβητο κέτσι ο μαθητής μπορούσε να περάση και χωρίς ιδιαίτερη φυλλάδα, με τη βοήθεια του δασκάλου και την παρακίνηση της βίτσας του.

Ο Ράλιος δεν ήτο μόνο παλαιικός στη μάθηση, αλλά και παλιός στην ηλικία. Γέρος και λίγο παραλυτικός· και στο περπάτημα έσυρνε τα πόδια του. Κ' οι μαθητές εμιμούμεθα το βάδισμά του για περίπαισμα, από μίσος και για το ξύλο που μας έδιδε, και για την ελευθερία που μας στερούσε. Από τη διδασκαλία του Ράλιου θυμούμαι τον παράξενο τρόπο πούχε για να μαθαίνωμε το αλφάβητο. Λέγαμε το πρώτο και το τελευταίο γράμμα μαζή, έπειτα το δεύτερο και το πρωτελευταίο κ' έτσι όλα. Άλφα - ω, Βήτα - ψι, Γάμα - χι.

Αλλά το χωριό μας, αν και μόλις είχαμε βγη από μια επανάσταση μεγάλη και καταστρεπτική, εδίψα πρόοδο και άμα βρέθηκε άλλος δάσκαλος, ο παλιός ρίχτηκε πάλι στην αχρηστία.

Αυτός πούρθε ήτον ένας αρχιμαντρίτης από τη σχολή της Χάλκης, ως λέγανε. Τ' όνομά του Νικόδημος, 30 - 35 ετών, καλοκαμωμένος άντρας, με κομψότητα στο ντύσιμό του ασυνείθιστη σε μας για ιερωμένο.

Ο Νικόδημος μας έφερε την Αλληλοδιδακτική Μέθοδο· και στις μέρες του κτίστηκε και σχολείο, γιατί έως τότε τα μαθήματα γινόντανε στο σπίτι του δασκάλου ή σε άλλο σπίτι που το νοίκιαζε το Κοινό. Το νέο σχολείο στολίστηκε με πίνακες αναγνωστικούς, μαυροπινάκους και χάρτες γεωγραφικούς. Κάμανε και θρανία και μια ψηλή έδρα για το δάσκαλο.

Μαζή με την Αλληλοδιδακτική μας έφερε ο Νικόδημος και την κανονική εκκλησιαστική μουσική. Κι ο ίδιος ήτο καλόφωνος, κέψαλλε στην εκκλησία από βιβλίο με παράξενα σημεία, και τους καλόφωνους μαθητές διάλεξε κιάρχισε και δίδασκε την παρασημαντική και τους τέσσερους ήχους. Έτσι το χωριό γέμισε από παβουγά κιαναγνωστάκια, διότι σόλους τους μαθητευόμενους ψάλτες η κοινή γνώμη του χωριού έδωκε αυτόν τον τίτλον.

Αλλά κιο αρχιμαντρίτης έμεινε μόνο δυο χρόνια. Αφού μας ίδρυσε, εκτός του δημοτικού, κ' Ελληνικές τάξες, τον πήραν με πλειοδοσία σένα πλουσιώτερο χωριό, στις Αρχάνες.

Τότε μας ήρθε ο πραγματικός νεωτεριστής, ως αντικαταστάτης του
Νικόδημου. Αλλά την ιστορία του θα διηγηθώ λίγο ανάποδα.

Το 1896 κατέβηκα στα Χανιά από την Αθήνα με δημοσιογραφική αποστολή. Γενικός Διοικητής της Κρήτης ήτο τότε ο Γιωργάκης πασάς Βέροβιτς, Αλβανός, που προηγουμένως είχε χρηματίσει Μουτεσαρίφης ή διοικητής του νομού μας. Πήγα να τον επισκεφθώ στο σεράγιο των Χανιών κιόταν άκουσε ποιος ήμουν, είπε με την αλβανική του προφορά:

— Ώστε είσαι από τη Β.;

— Μάλιστα.

— Και με θυμάσαι μένα; Ήρθα στο χωριό σας. Θάνε είκοσι χρόνοι και πάνω.

— Σας θυμούμαι πολύ καλά, εξοχώτατε. Ήμουν μαθητής.

— Στο σκολειό ήσουν; είπε με ζωηρό ξεφώνημα ο πασάς.

Και το ωχρό και μελαγχολικό του πρόσωπο σα να κοκκίνησε.

Έπειτα γέλασε:

— Και τι γίνηκε κείνος ο τρελλός δάσκαλος, που είχατε;

— Ο Καπετανάκης; Πέθανε.

— Καπετανάκη τώλεγαν; Αλλάχ ραμέτ εϋλεσί!(94) Μα θυμάσαι τι πήγατε να μου κάμετε; Να μου σπάσετε το κεφάλι εσείς τα σκολιαρούδια. Εσείς οι Κρητικοί και μικροί νάστε διάολοι είστε. (Τη φράση του συνόδευσε χαμόγελο καλοκάγαθο, για να δείξη ότι δεν τώλεγε για να κατηγορήση). Μα το φταίξιμο ήτονε του δασκάλου σας. Αυτός, τζάνεμ, θεότρελλος ήτονε. Βρήκα το μπελλά μου από τους Τούρκους του χωριού. Αναφορές πάνω στσ' αναφορές μούπεμπαν γιαυτόν. Έλεγαν πως ήτο ασής(95) και ζητούσαν να τον κάνω σιργούνι.(96) Στην Πόλη έφταξε το πράμμα.

— Δεν ήτο τρελλός, παρατήρησα. Είχε πολύ ενθουσιασμό.

— Πώς το είπες αυτό; ρώτησε ο πασάς; που λίγο γνώριζε τα Ελληνικά και πολλές φορές σταματούσε για να βρη τη φράση που θάλεγε ή για να καταλάβη τι τούλεγαν.

— Είχε ενθουσιασμό πατριωτικό.

Το λίγο που κατάλαβε ο πασάς από τη φράση μου τον έκαμε να κυτάξη με ανησυχία προς τη θύρα της αίθουσας που ήμεθα. Και για να σταματήσω στην ελευθερία που πήρα να μιλώ περί κρητικού πατριωτισμού σένα αντιπρόσωπο τον Σουλτάνου, είπε:

— Νε ίσα.(97)

Και άλλαξε ομιλία.

Ο δάσκαλος, που τέτοια εντύπωση είχε κάμει στον πασά, ήτο κιαυτός νέος άνθρωπος και ζωηρός, με πυρρόξανθα γένια, χωρισμένα στη μέση. Γιαυτό και ψαλιδογένη τον έλεγαν οι χωρικοί. Φορούσε στενά κέλεγαν πως είχε κάμει στην Αθήνα.

Έψαλλε κιαυτός· αλλ' αντί των βυζαντινών αργοφωνιών, αντί των τερερισμών, των ναι - ναι και να - να του Νικόδημου που δεν τάξερε, επιχειρούσε να ψάλη με αρμονία τάχα ευρωπαϊκή που την ήξερε λιγώτερο. Με τα πειο καλόφωνα παιδιά του σκολειού σχημάτισε κιαυτός χορό κιέψαλαν μαζή μια πολυφωνία, που δεν εγγυούμαι πως είχε τίποτε το αρμονικό. Το μόνο βέβαιον είνε ότι έψαλλαν με νέο και παράξενο τρόπο· και μαυτό πετύχαινε ο δάσκαλος το σκοπό του, δηλαδή να φανή ότι έφερνε κάτι περισσότερο και νεωτεριστικώτερο από τον προκάτοχό του. Η δύναμη του ήτο στο «Άγιος ο Θεός». Εκεί έβαζε κάτι φωνάρες, που έτρεμε ο θόλος της εκκλησίας. Έτρεμαν από την προσπάθεια και τα γένια του δασκάλου, σαν την ουρά της σεισοράδας.

Εις ταντίφωνα ο δάσκαλος άρχιζε με βαθειά φωνή «Και μετά του πνεύματός σου» κετελείωνεν ο παιδικός χορός «Ο Θεός ημών» με οξύφωνη συνέχεια, η οποία από τους ψηλούς τόνους χαμήλωνε κιαπλωνότανε σαν κύμα, πράμμα που δεν τούλειπε μεγαλοπρέπεια και χρωματισμός με υποβολή.

Αλλ' ο μεγαλείτερος και σπουδαιότερος νεωτερισμός του Καπετανάκη ήσαν τα στρατιωτικά γυμνάσια. Ήθελε να μας κάμη στρατιώτες, για να υπηρετήσωμεν, ως έλεγε, μια μέρα την πατρίδα, ως τακτικοί πλέον κιόχι άτακτοι κιασύντακτοι. Αλλ' ο ταλαίπωρος άνθρωπος είχε μόνο την καλή προαίρεση. Τα εφόδιά του ήσαν πολύ λίγα. Ό,τι ήξερε ήτο να βαδίζωμε με το έν - δυο και να κάνωμε μεταβολή τρίχρονη με τρία παραγγέλματα:

— Πους δεξιός προς αριστερόν! Πους αριστερός προς δεξιόν! Πους δεξιός παρ' αριστερόν!

Αυτό ήτον όλο. Άρχιζαν δε αυτά τα σπουδαία γυμνάσια με το «μαρς!» κετελείωναν με το «αλτ!» Λησμόνησα να πω ότι κιο χαιρετισμός μας έγινε στρατιωτικός. Αλλ' ο δάσκαλος αυτόν το χαιρετισμό τον έλεγε σχήμα και το σχετικό παράγγελμα ήτο «Κάμετε σχήμα!» Μας έμαθε και διάφορα πατριωτικά τραγούδια και τα τραγουδούσαμε όταν μια φορά τη βδομάδα μας οδηγούσε κάτω στα λιβάδια και περνούσαμε απόγεμα με γυμναστικά παιγνίδια.

Όταν ήρθε είδηση ότι ο πασάς του νομού μας, πούτον ο Βέροβιτς, θαρχόταν να επισκεφθή την επαρχία μας, ο δάσκαλος εσύνθεσε ποίημα να το ψάλωμε στην υποδοχή. Κενώ θα το λέγαμε στον αντιπρόσωπο του Σουλτάνου, ήτο γεμάτο από Ελλάδα κ' ελευθερία. Έλεγεν, όμως τον πασάν «ένθερμον προστάτην της παιδείας» κιότι «άπας ο λαός τον υπεδέχετο μετά παλμών καρδίας».

Οι χωριανοί μας Τούρκοι, όταν είδαν τον ψαλιδογένη να διδάσκη τα παιδιά των Ρωμιών «ταλίμια» στρατιωτικά, εσκανδαλίστηκαν κεζήλεψαν. Φαίνεται δε ότι έκαμαν παρατηρήσεις στο δικό των το Χόντζα, ένα κακομοίρη που μόλις ήξερε ανάγνωση, κιαπαίτησαν να κάνη κιαυτός στρατιωτικά γυμνάσια στα Τουρκάκια. Αλλ' αν ο δάσκαλος ήξερε πολύ ολίγα, ο χόντζας δε σκάμπαζε τίποτε. Θάχε 'δη, φαίνεται, νιζάμηδες να γυμνάζουνται, αλλά δεν είχε πάρει τίποτε. Αφού όμως του απαίτησαν να κάνη όπως όπως στρατιωτικά γυμνάσια, έβαλλε στη γραμμή τα παιδιά, ξυπόλυτα τα περισσότερα, όπως ήμεθα και μεις, και τους έλεγε «μπιρ ικί» και κάτι παραγγέλματα, για να κάνουν κινήσεις χωρίς ρυθμό και σκοπό. Μόνον που σήκωναν τη σκόνη με τα πόδια των. Από τα παραγγέλματά του μου μένει στη μνήμη ένα «Αλτσάτ!», που δεν ανήκει σε καμμιά γνωστή γλώσσα.

Ετοιμασίες λοιπόν εμείς, ετοιμασίες κιο Χόντζας για την υποδοχή του πασά. Τη μέρα που περιμέναμε το Μουτεσαρίφη, ο δάσκαλος μας πήγε πάνω από το χωριό, σένα ανώμαλο κιανηφορικό μέρος και μας παράταξε κιαπό τα δυο μέρη του δρόμου. Αλλ' ενώ περιμέναμε, φάνηκε από ψηλά ένας βοσκός χριστιανός και φώναξε:

— Δάσκαλε, αι δάσκαλε! Είντα κάθεσ' ατουδά κιο Χόντζας πήε πλεια πάνω με τα Τουρκάκια; Είνε στον Άη Γιάννη.

Τα ψαλιδωτά γένια, ανατρίχιασαν. Ο δάσκαλος μουρμούρισε μια βρισιά, έπειτα γύρισε και μας είπεν, ως θα μας έδιδε το παράγγελμα «Γεμίστε!».

— Πάρετε πέτρες!

Αφού κάμαμε καθένας μια προμήθεια από πέτρες κεπανήλθαμε στην παράταξη, ο Δάσκαλος μπήκε μπρος και φώναξε «μαρς!» Τον ακολουθήσαμε και σε λίγο είδαμε το Χόντζα και τα Τουρκάκια. Είχαν παραταχθή δίπλα σένα εξωκλήσι.

— Τον άτιμο! μουρμούρισε ο δάσκαλος. Εβεβήλωσε και την εκκλησία.

Όταν πλησίασε ο Καπετανάκης, φώναξε στο Χόντζα:

— Είντα πήες τόσο πάνω, μωρέ μουλά;(98) Τα πρωτεία θες να πάρης; Και δεν εσυλλογίστηκες πως δε θα σ' αφήσω να κάτσης στην κεφαλή μας πάνω; Γιανιτσαριά δεν είνε μπλειο στην Κρήτη: Έλα κάτω, γιατί θα σε κατεβάσωμε θες και δε θες.

Και 'μεις τόσο συμφωνούσαμε στην ιδέα του δασκάλου μας, ώστε μόνο το σύνθημα περιμέναμε για να μην αφήσωμε τούρκικο κεφάλι γερό. Ο Χόντζας όμως υποχώρησε αμέσως· κιόταν ήρθε κοντά δικαιολογήθηκε:

— Βαλλαΐ,(99) κύριε δάσκαλε, δεν τώκαμα αξαργιτού,(100) μόνο δεν το 'κάτεχα πως ήστε χαμηλότερα. Το σωστό βέβια είνε να πάτε του λόγου σας πλειο ομπρός, γιατί και περισσότεροι στε, κείνε δα κιο παχιάς χριστιανός. Ορίστε παραπάνω τουλόγου σας.

Προχωρήσαμε 'μεις και Τούρκοι ήρθαν κάτω.

Σε λίγο έφτασε ο πασάς, συντροφευμένος από υπαλλήλους κέφιππους ζαπτιέδες. Τον βάλαμε στη μέση κιαρχίσαμε το άσμα μας. Αλλ' ενώ το άσμα έλεγεν ότι τον υποδεχότανε «άπας ο λαός», εκτός των μαθητών είχαν έρθει μόνον πέντε δέκα πρόσωπα της τοπικής εξουσίας και οι προύχοντες του χωριού κιάλλοι τόσοι περίεργοι. Όταν η συνοδεία του πασά έφτασε και στο Χόντζα, ακούστηκε το «Αλτσάτ!» κιάρχισαν και τα Τουρκάκια κάτι να ψάλλουν. Έπειτα ανακατευτήκαμε και πηγαίναμε όλοι μαζή. Αλλά σε λίγο κάτι είπαν ένα δικό μας παιδί κένα Τουρκάκι κιαρπάχτηκαν· και σε μια στιγμή η συμπλοκή γενικεύτηκε. Βροχή οι πέτρες και στη μέση ο πασάς. Οι έφιπποι χωροφύλακες κινήθηκαν να μας χωρίσουν, αλλά το μέρος ήτο πολύ ανώμαλο κιαπό τις πέτρες τάλογα αφηνίασαν. Μόνον η φωνή του Δασκάλου μας, που διάταξε «Παύσατε πυρ!», έδωκε τέλος στη μάχη. Κιαληθινά ο Βέροβιτς κιντύνεψε ή να πέση από τάλογο ή να του σπάσουν οι πέτρες το κεφάλι. Ήτον όμως καλοκάγαθος και δεν έδωκε σημασία στο επεισόδιο. Αλλά και μετά τόσα έτη δεν τώχε λησμονήσει κέτσι μου θύμησε το δάσκαλό μου.

Ο Καπετανάκης δε φρόντιζε μόνο για τη σωματική μας ενίσχυση, αλλά και για να μας αναπτύξη το θάρρος και την τόλμη. Κιαυτά για να γίνωμεν, ως έλεγεν, αντάξιοι και καλλίτεροι των προγόνων κέτσι να τελειώσωμε το έργο των, την απελευθέρωση της πατρίδας. Για να κάμωμε κορμιά γερά, μας παρακινούσε στα γυμναστικά παιγνίδια. Για να κάμωμε καρδιές ατρόμητες και ναψηφούμε τους κινδύνους, βρήκε άλλη άσκηση. Να πολεμούμε με τις σφήκες. Και μεις πρόθυμοι ζητούσαμε σφηκιές, τις «ξεμυγίζαμε», κιοπλισμένοι με φουντωτούς κλάδους πολεμούσαμε με τις σφήκες που ξορμούσαν ερεθισμένες.

Πολλούς από μας τους κέντρωναν, αλλά κανείς δεν υποχωρούσε, αν δεν ενικούσαμε πλήρη νίκη, δηλαδή το εξόντωμα της σφηκιάς. Και κάθε φορά αυτό το αποτέλεσμα μας έδιδε την ικανοποίηση και την περηφάνεια αληθινού θριάμβου.

Εξαιρετική ήτον η δόξα των λαβωμένων, κείνων που κεντρόνοντο στη μάχη. Έπειτα στο σχολείο αναφέραμε τις περιπέτειες του αγώνα κιο δάσκαλος άκουε με σοβαρό ενδιαφέρο και παινούσε κείνους πούχαν ανδραγαθήσει.

Προβίβαζε μάλιστα και κείνους πανδραγαθούσαν. Των έδιδε την άδειαν να πηγαίνουν στο βιτσιλοπόλεμο, δηλαδή πόλεμο με τα όρνια. Κεπειδή αυτός ήτο πειο επικίντυνος, τον έκαναν οι μεγαλείτεροι και ανδρειότεροι.

Σε κάμποση από το χωρίο απόσταση ήτο μια βαθειά χαράδρα, όπου οι χωριανοί έρριχταν τα ζώα που ψοφούσαν. Εκεί κατέβαιναν γυπαετοί, που τους λέγουν βιτσίλες, κιάλλα όρνια κέτρωγαν τα ψοφίμια. Αλλ' άμα παραχόρταιναν, βάραιναν τόσο, που δεν μπορούσαν να πετάξουν. Έπρεπε ναύρουν ψήλωμα και στο μεταξύ βρίσκαμε καιρό και τα κτυπούσαμε με πέτρες, ή ξύλα και πολλά σκοτώναμε.

Αλλ' αν τα όρνια στις στιγμές αυτές δε μπορούσαν να πετάξουν, αναπηδούσαν όμως αγριεμένα κ' επιθετικά. Αυτός ήτο ο κίντυνος, γιατ' είχαν ράμφη και νύχια φοβερά και μπορούσαν να βγάλουν μάτια ή κόψουν σάρκες. Είχαν δε και κάτι μάτια πρασινωπά, που προξενούσαν τρόμο με τανάβλεμμά των.

Αλλ' ο ψαλιδογένης είχε κένα ελάττωμα πολύ αντιπαιδαγωγικό κιωρισμένως αντίθετο στη προσπάθειά του να μας κάμη άφοβους πολεμιστές. Ήτο οξύθυμος κέδιδε ξύλο πολύ. Αλλά μας γλύτωσε η χήρα μητέρα ενός συμμαθητού μας, μια αντρογυναίκα. Από ένα χαστούκι, πούδωκε στο παιδί της ο δάσκαλος, τούμεινε μια βοή σταυτί. Η μητέρα φοβήθηκε πως το παιδί της θα κουφαθή και μια μέρα ήρθε αγριεμένη στο σχολείο.

— Άκου δάσκαλε, είπε του Καπετανάκη, εγώ το παιδί μου, τώβαλα στο σκολιό για να ξεστραβωθή. όι να μου το κουφάνης. Δε θέλω να το δέρνης. Σαν κάμη πράμμα, να μου το λες εμένα κεγώ το δέρνω. Γιατί, μα το Θεό πούν' από πάνω μας; άνεν το ξαναδείρης θαρθώ με το κόπανο!

Από τη μέρα κείνη ο διδάσκαλος μετρίασε πολύ το ξύλο για όλους.

Αλλ' ως μου είπεν ο πασάς, οι Τούρκοι του χωριού δεν τον εχώνευαν· και συχνά τον κατάγγελλαν ότι εδίδασκεν επαναστατικές ιδέες και ότι παρασκεύαζε τους μαθητές να γίνουν αντάρτες κατά του Σουλτάνου. Κείχε, φαίνεται, φύγει από το νομό μας ο Βέροβιτς, όταν ήρθε διαταγή από τα Χανιά να συλληφθή. Τον ξώρισαν στην Τρίπολη της Μπαρμπαριάς κεκεί τράβηξε μεγάλα βάσανα. Στον καιρό του Φωτιάδη, οι βουλευτές της Κρήτης τον ζήτησαν μαζή μάλλους εξόριστους. Γύρισε στην Κρήτη, αλλά πτώμα. Ήρθε φθισικός κύστερα από λίγον καιρό πέθανε.

Τις τελευταίες τον ώρες έγραψε σένα φύλλο χαρτί τα εξής, σαν πατριωτική του διαθήκη:

Σ τ ο ν τ ύ ρ α ν ν ο,

Είπε το κλήμα στον τράγο, που τώτρωγε: «Κιως τη ρίζα να με φας, πάλι
θα βλαστήσω και θα δώσω το κρασί να χαροκοπήσουν κείνοι που θα σε
βάλουνε στη σούβλα.
                                                     Γ. ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ

ΚΑΚΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ (110)

Λίγα χρόνια προ του 1821 στο Κράσι της Πεδιάδας.

Ο Σιφογιάννης βγήκε από το σπίτι του κιαπό πίσω η γυναίκα του φάνηκε στην πόρτα και τούπε:

— Καλιά 'χα 'γώ να μην πας, η μέρα πούνε.

— Μα δε θα κάμω δα κιαμμιά δουλειά, ευλοημένη. Δε σου τώπα; Θα πάω να δω αν είνε καιρός για διπλοσκάφισμα.

— Ο Θεός μαζή σου, μια που δε μ' ακούς. Λες πως δε θα δουλέψης· μα μπορείς τουλόγου σου να πας στα γονικά σου και να μην κάμης κιαμμιά δουλειά, και Λαμπρή νάνε;

Ο γάιδαρος περίμενε μπροστά, στην πόρτα στρωμένος, κιο Σιφογιάννης, ενώ τον έλυνε, είπε στην γυναίκα του με λίγο νεύρωμα:

 — Μα σου τώπα δα, σου τώπα, πως δε θα δουλέψω. Πόσες φορές πρέπει να
σου το πω;

— Εγώ 'πρεπε να σου το πω, γιατί 'νε βαρά σκόλη, και 'ξά σου. (102)

 — Καλά, καλά, είπεν ο Σιφογιάννης κιαφού έκαμε το σταυρό του,
ανέβηκε στο γαϊδούρι και τον φώναξε «σε!» για να ξεκινήση.

Η γυναίκα του έμεινε κάμποσα λεπτά στην πόρτα και τον έβλεπε ν' απομακρύνεται. Στο αναμεταξύ μουρμούρισε:

— Μα σαν πάει μόνο για να δη, γιάειντα τον επήρε τον κλαδεύτηρο;

Ο Σιφογιάννης ήτο εξηντάρης και πάνω. Αλλά σαν αυτό δουλευτής δεν ήτον άλλος στο χωριό. Γιαυτό, αν κ' ήτο θεοφοβούμενος, η μεγάλη φιλοπονία του τον τραβούσε καμμιά φορά και τις εορτές να μη μένη αργός. Αλλ' ως ελάφρωμα στη συνείδησή του είχε την πρόφαση ότι δεν έκανε βαρειές δουλιές τις εορτές. Διόρθωνε κανένα τράφο,(103) πούχε χαλάσει, λευτέρωνε δέντρα από παρακλάδια ή ξεράδια, καθάριζε το χωράφι από πέτρες ή ξεχόρτιζε και κουβαλούσε το βράδυ στο σπίτι χόρτα για τα ζώα του ή ξύλα.

Κιόταν μια φορά ο παπάς τούκαμε την παρατήρηση και τούπε πως ήτο πολύ «ταμακιάρης», δηλαδή πλεονέκτης, ενώ, ως άτεκνος που ήτο, δεν είχε πολλές ανάγκες, ο Σιφογιάννης κύταξε γύρω, για να μην ακούση κανείς κείνο που θάλεγε, κέπειτα σιγά:

— Δε θωρείς τα πλούτη μου, γέροντα; είπε. Δουλεύγω και σάλιο δεν έχω στο στόμα. Δεν έχω παιδιά, μάχω αφεντικά. Πρέπει να δουλεύγω, για νάχω να πλερόνω το χαράτσι και τάλλα δοσίματα. Και σαν έχω να χορταίνω τον Αγά και το Σούμπαση(104) και κάθα γιανίτσαρο που μου ζητά, γλυτόνω σκιάς απού τσι ξυλιές και χερότερα. Δουλεύγω, σα σκλάβος, για τη σκλαβιά μου.

Ο παπάς αναστέναξε:

— Και ποιος χριστιανός δεν είνε σκλάβος και δε δουλεύγει για τη σκλαβιά του;

Στο κεφάλι του ο Σιφογιάννης φορούσε μαύρη πέτσα(105). Οι Ρωμιοί τότε απόφευγαν τα ζωηρά χρώματα και φρόντιζαν να φαίνωνται ταπεινοί, για να μη θεωρούνται επιδεικτικοί, ότε μπορούσαν να θεωρηθούν από τους Τούρκους προκλητικοί. Με το βάδισμα του γαϊδουριού, σειότανε η άκρη της πέτσας του Σιφογιάννη. Ήτον καθισμένος στο σαμάρι δίπλα, με ρωμαίικη καβάλα, όπως την έλεγαν τότε και την λέγουν ακόμη. Οι Ρωμιοί καβαλούσαν έτσι, για να είνε έτοιμοι να πεζέψουν, άμα φαινότανε Τούρκος. Χωρίς αυτή την έγκαιρη δουλική ταπείνωση, το μικρότερο πούχαν να υποφέρουν ήτο το ξύλο.

Σαυτή την ανάγκη βρέθηκε ο Σιφογιάννης, μόλις απομακρύνθηκε λίγο από το χωριό. Και το συναπάντημα, που τούρθε, ήτον από τα πειο επίφοβα που μπορούσαν να του τύχουν. Αντίθετα ερχόταν ένας Τούρκος έφιππος.

Από μακριά τον γνώρισε. Και ποιος δεν τον γνώριζε; Ήτον ο Αγάς του
Μοχού, που λεγότανε Μόχογλους.

Την ίδια στιγμή ο Σιφογιάννης κατέβηκε από το γαϊδούρι, έσυρε το ζώο στην άκρη του δρόμου, το κράτησε 'κεί ακίνητο και στάθηκε κιο ίδιος δίπλα να περιμένη τη διάβα του Αγά. Μετά πέντε λεπτά ο Μόχογλους έφτανε μένα ψαρό άλογο. Θάτονε σαράντα πέντε ετών, αλλά φαινότανε γεροντώτερος. Ήτονε παχύς, αλλ' η κιτρινάδα τον προσώπου του μαρτυρούσε πως το πάχος τον ήτον αρρωστιάρικο. Στο βλέμμα του το άτονο και θολό φαινότανε κούραση, αλλ' η κούραση του βέβαια δεν ήτον από εργασία. Είχεν όμως στιγμές που σαυτά τα ψόφια μάτια άναβε φοβερή φλόγα ο θυμός κη τυραννική παραφροσύνη.

Τα σαλβάρια του ήσαν από γαλάζια τσόχα, στο κεφάλι φορούσε σαρίκι άσπρο και στη μέση του είχε μπιστόλες και γιαταγάνι.

Ο Μόχογλους ήτο, ως είπαμεν, ο Αγάς, δηλαδή ο τιμαριούχος του Μοχού και της περιοχής του. Κιως Αγάς ήτον απόλυτος κύριος της ζωής και των περιουσιών των ραγιάδων, μάλιστα τα χρόνια κείνα της γιανιτσαρικής αναρχίας, που και κατώτεροι Τούρκοι έδερναν και σκότωναν Ρωμιούς, χωρίς να δίδουν ή να χρωστούν λογαριασμόν σε κανένα.

Ο Μόχογλους δεν ήτο από τους χειρότερους Τούρκους. Είχε κάμει φοβερά πράμματα, αλλ' είχε και καλές στιγμές. Είχε σκοτώσει Ρωμιούς, για ψύλλου πήδημα ή για τίποτε εντελώς, αλλ' είχε σκοτώσει και καπανταΐδες Τούρκους που πείραξαν Ρωμιούς στην περιοχή του, τους ραγιάδες του, ως τους έλεγε. Αλλά την προστασία του άπλωνε κέξω από την περιοχή του, σε Ρωμιούς πούχε πάρει στο χαρέμι των αδερφές των ή κόρες των. Ενδεχόμενον όμως ήτο να σκοτώση μετά κάμποσον καιρόν και κείνον που έσωσε.

Είχε μια νέα υπηρέτρια χριστιανή και μια μέρα της λέει:

— Θες, μωρή, να σε παντρέψω;

— Θέλω, αγά.

— Διάλεξε τον καλλίτερο Ρωμιό ντεληκανή να σου τόνε βλοήσω.

Η υπηρέτρια εδιάλεξε τον καλλίτερο νέο από τ' Αβδού, πούτον χωριό της· κιο Αγάς τον έστειλε παραγγελία να πάρη την υπηρέτρια του· τον έστειλε μαζή κένα φυσέκι, που σήμαινε «αν αρνηθής, θα σκοτωθής». Ο νέος, εννοείται, δέχτηκε κιο γάμος έγινε. Κουμπάρος ο Μόχογλους με αντιπρόσωπο. Μετά μια δυο μέρες πήγε η νύφη να χαιρετήση τον Αγά. Κιο Μόχογλους της είπε:

— Αρέσει σου, μωρή, ο γαμπρός;

— Αρέσει μου, αγά.

Μια πιστολιά τον Αγά την ξάπλωσε κάτω σκοτωμένη.

Αυτή όμως η ψυχική ανωμαλία του Μόχογλου δεν προερχότανε μόνον από τυραννική παραφροσύνη, αλλά, φαίνεται, κιαπό το πιοτό. Οι Μπουρμάδες, δηλαδή οι Κρητικοί πούχαν γίνει κιόλο γινόντανε Τούρκοι, είχαν συμβιβάσει στην Κρήτη το μωαμεθανισμό με το κρασί κήσαν πολλοί που κρυφά ή φανερά παράβαιναν την απαγόρευση του Μουχαμέτη. Ο Μόχογλους έπινε κρυφά, αλλά δεν έπινε για τούτο και το λιγώτερο.

Στα πέντε λεπτά, που περίμενε ο Σιφογιάννης, συλλογιζότανε σε τι διάθεση θαύρισκε άρα γε τον Αγά. Κιαν ήτο στα δαιμόνιά του, τι κακό να τον περίμενε. Θυμότανε τα λόγια της γυναίκας του και μετανοούσε που δεν την άκουσε. Ίσως η αμαρτία να δουλέψη μέρα εξαιρέσιμη (γιατ' η αλήθεια είνε ότι κάποια δουλειά πήγαινε να κάμη), τούφερε στο δρόμο του το Μόχογλου να τον τιμωρήση.

Ο Μοχόγλους όταν έφτασε, αντί να περάση, σταμάτησε το άλογό του μπροστά στο Σιφογιάννη και τούπε:

— Πού πας, μωρέ;

— Στσ' ορισμούς σου αγά. Πάω σταμπέλι μου να κάμω μια ολιά δουλειά.

— Και σήμερο δεν έχετε σκόλη, εσείς οι Ρωμιοί;

Ο Σιφογιάννης άρχισε να τρέμη.

— Ναίσκε, αγά.

— Οϊλέσα,(106) μωρέ, είνε κρίμα να δουλεύγη τέτοια μέρα ένας Ρωμιός;

— Ναίσκε, αγά, αποκρίθηκε ο Σιφογιάννης κέτρεμε περισσότερο.

— Το ζιμιός(107) εσύ δεν είσαι καλός χριστιανός.

— Δεν είμαι, πρέπει, αγά.

— Σα δεν είσαι καλός Ρωμιός, θα σε κάμω Τούρκο.

Ο Σιφογιάννης έκαμε να παρακαλέση, αλλ' από την τρομάρα του τραύλιζε:

— Για το Θεό, αγά…και να χαρής τα παιδιά σου…

Ο Μόχογλους άγγιξε τη μπιστόλα και τούπε:

— Δε θες; Καλλίτερος είσαι συ, γκιαούρη, από 'μένα πούμαι Τούρκος;

— Όι, αγά.

— Αι, να πης και γλίγωρα τση μπιστόλας, γιατί ανημένει.

Και την ίδια στιγμή τράβηξε τη μπιστόλα.

— Ό,τι θες, αγά. Ό,τι ορίζεις. Δικός σου είμαι.

Χωρίς να βάλη στη μέση τον τη μπιστόλα, ο Μόχογλους τούπε:

— Έβγα σαυτονέ τον τράφο, μωρέ!

Ο Μόχογλους είχε στο στόμα ένα σαρδώνιο γέλιο· μαπό το σαστισμό του ο Σιφογιάννης κιαπό το δουλικό φόβο που δεν τον άφηνε να σηκώση το βλέμμα στο πρόσωπο του Αγά, δεν είδε τίποτε. Ανέβη ως τόσο στον ξερότοιχο με αρκετή δυσκολία από την τρομάρα που τον κρατούσε σ' όλα του τα μέλη. Τουρτούριζε ο κακομοίρης και τα δόντια του κτυπούσαν. Τότε ο Μόχογλους του είπε:

— Ό,τι σου λέω να λες!

Είτε από το σαστισμό του, είτε διά να γίνη ευάρεστος στον Τούρκο, είπε στην απόκρισή τον μια τούρκικη λέξη από τις ολίγες πούξερε:

— Πεκ έυ, αγά, (Πολύ καλά).

Ο Μόχογλους άρχισε ν' απαγγέλη με τόνον ιερατικής ευχής:

Τούρτουρος και τουρτουρίνα!

Ο Σιφογιάννης επανάλαβε:

Τούρτουρος και τουρτουρίνα!

Κιο Μόχογλους εσυμπλήρωσε:

Και μεγάλη Τουρκαρίνα!

Αφού επανάλαβε και τη δεύτερη φράση ο χωρικός, ο Αγάς του είπε:

— Αγνάντισες(108) εδά, μωρέ, είντα γίνηκε;

Με δειλό νεύμα φανέρωσε ο Σιφογιάννης πως δεν κατάλαβε.

— Θα σου το πω, εγώ, είπεν ο Μόχογλους. Ετούρκεψά σε. Και να μου γνωρίζης και χάρη που σεγλύτωσα από το σουνέτι.(109) Από σήμερο και πέρα είσαι Τούρκος. Θα παίρνης αμπτέστι(110) και θα προσκυνάς, σαν Τούρκος.

Ο Σιφογιάννης έκλινε την κεφαλήν.

— Στσ' ορισμούς σου, αγά…μα…

 — Μα και μα δεν έχει! Είσαι Τούρκος. Σου δίδω κιόνομα τούρκικο·
Τζαφέρης.

Έκλινε πάλιν την κεφαλήν τον ο χωρικός, χωρίς να πη λέξη.

— Άιντε δα, είπεν ο Μόχογλους, και να μην ακούσω πως πίνεις κρασί. Κατές πως ο προφήτης μας είπε να μην πίνωμε κρασί. Εγώ που θωρείς δεν το βάνω ποτέ στο στόμα μου. Είνε μεγάλο κρίμα. Ντοαλέρ(111), Τζαφέρ αγά!

Ο Μόχογλους, αφού έβαλε την μπιστόλα στη μέση του, εφτέρνισε τάλογό τον κέφυγε· κιο Σιφογιάννης έμεινε στο δρόμο μόνος με την απελπισία του. Το χοντρό και μαύρο του χέρι σπόγγισε ίδρωτα αγωνίας από το μέτωπό του.

— Α! γυναίκα, γυναίκα, είπε μαναστεναγμό, καλά που μούλεγες και δε σάκουσα. Να η αμαρτία που μέφερε, Κεδά είντα θα κάμω;

Μια στιγμή κίνησε για να γυρίση στο χωριό· αλλ' ευθύς άλλαξε γνώμη και τράβηξε κάτω προς ταμπέλι, όπου πήγαινε. Στο κεφάλι του ήτο ένα φοβερό κιαξέμπλεχτο ανακάτωμα. Μια φορά που ο Μόχογλους τούπε να γίνη Τούρκος, πώς μπορούσε να παρακούση; Η τιμωρία του θα ήτο θάνατος, αφού και χωρίς αιτία σκότωνε. Αλλά και να χάση την πίστη του έτσι; Ο πατέρας του κοι πρόγονοί τον με τόσα που υπόφεραν εφύλαξαν τη θρησκεία των· κιαυτός για μια φοβέρα θαλλαξοπίστιζε; Πάλι όμως δεν εύρισκε μέσα του αυταπάρνηση μαρτυρική· κι άμα έφτανε στη σκέψη να παρακούση τον τύραννο κιας πέθαινε για τη πίστη του, ξέφευγε και ζητούσε τρόπο να σώση και την πίστη και τη ζωή του. Να πάη στον Αγά και να πέση στα πόδια του; Ούτε θα τον άφηναν να μπη στο κονάκι του. Αλλά και πάλι η μπιστόλα θα του μιλούσε. Να βάλη άλλον να μεσιτέψη; Ποιόν; Αλλά κιαφού μπροστά στο Μόχογλου δέχτηκε ο ίδιος να γίνη Τούρκος, μαρτύρησε πίστη στο Μουχαμέτη. Και τώρα αν έμενε χριστιανός, ήτο ως να γύριζε από την τουρκική στη χριστιανική θρησκεία. Κιαυτό θα ήτο η εσχάτη προσβολή κατά των Τούρκων και της θρησκείας των. Μια μόνη διέξοδο έβλεπε· να είνε στο φανερό τούρκος και στο κρυφό χριστιανός.

Οι περισσότεροι στην Κρήτη πούχαν τουρκέψει και τούρκευαν, αυτή την απόφαση έπαιρναν. Γιαυτό κιαλλαξοπίστιζαν όλοι μαζή οι κάτοικοι των χωριών. Αλλ' είτε κοι ίδιοι, είτε οι απόγονοί των, σε μια ή δυο γενεές, συνείθιζαν να ζουν ως Τούρκοι και τότε αληθινά απαρνούντο την καταδιωγμένη θρησκεία των. Ήτο όμως και πολύ δύσκολο, πολλάκις κιαδύνατο να κρατήσουν την απόφασή των, να κάνουν κρυφά τους τύπους της χριστιανικής λατρείας και φανερά να περνούν ως Τούρκοι.

Ο Σιφογιάννης πέρασε όλο ταπόγεμα σταμπέλι του· κιόλη την ώρα καταγινότανε σε διάφορες μικροδουλιές, αλλά πραγματικώς δούλευε το μυαλό του και βασανιζότανε νάβγη από το φοβερό αδιέξοδο, που τον είχε βάλει ο Μόχογλους. Και τρόπο να γλυτώση δεν εύρισκε.

Μόνο μια ελπίδα είχε· ότι ο Αγάς ήτο μεθυσμένος, ότι το μεθύσι του τον έβγαλε σαυτό που τούκαμε κιότι την άλλη μέρα θα το λησμονούσε. Πώς μπορούσε νάνε σοβαρό ένα τέτοιο τούρκεμα; Είχε ακούσει πως κιάλλους χριστιανούς είχαν προ ετών τουρκέψει μόνο με λίγα λόγια ενός ιμάμη,(112) αλλά σαυτή την περίσταση ήτο τουλάχιστον ένας αντιπρόσωπος της μωαμεθανικής θρησκείας. Πώς να θεωρηθή λοιπόν αληθινό το τούρκεμα πούγινε στο δρόμο κιαπό τούρκο που δεν είχε κανένα ιερατικό αξίωμα; Αλλ' αν το πράμμα δεν είχε τυπικό κύρος, είχε όμως πραγματικό. Αφού τώθελε ο Μόχογλους κη μπιστόλα του να γίνη τούρκος, ήτον αναγκασμένος να γίνη. Και δεν ήτο το ίδιο; Δεν θα πήγαινε πεια στην εκκλησία, αλλά στο τζαμί, δεν θα λεγότανε Γιάννης, αλλά Τζαφέρης. Και πάντα θα κολαζότανε. Μπορούσε να παραβή την προσταγή τον τυράννου και χωρατά αν του τώκαμε;

Ενώ έτσι σκεπτότανε, αναστέναζε κέλεγε:

— Άχι! Θε μου, δε λυπάσαι μπλειο τσοι χριστιανούς; Εξέχασές μας τσοι κακομοίριδες; Κιάρχισε κέκλαιγε.

Σε λίγες ώρες απογέρασε από τη ψυχική του αγωνία. Και τόσο αποχυμένο και χλωμό ήτο το πρόσωπό του όταν το βράδυ γύρισε στο σπίτι, που η γυναίκα του νόμισε πως ήταν άρρωστος.

— Όι, δεν είμ' αρρωστάρης, της είπε· μόνο εκουράστηκα.

Σκεπτότανε να μην πη στη γυναίκα του τη συνάντησή του με το Μόχοχλου και τα όσα ακολούθησαν, έως ότου θάβλεπε τρόπο να ξεμπλέξη.

— Εκουράστηκες; είπεν η Σιφογιάννενα. Θωρείς τα δα; Καλά το φοβούμουνε 'γώ. Μα, καλορρίζικε άθρωπε, δε φοβάσαι την αμαρτία, τέτοια σκόλη πούνε;

— Αι, ό,τι γίνηκε, γίνηκε, είπεν ο Σιφογιάννης κέπεσε σένα πεζούλι του σπιτιού. Άλλη φορά δε θα το κάμω. Μα ο Θεός το κατέει πως α δε δουλεύγω και καματερές και σκόλες, δε θα προφτάνω να μπουκόνω τσαγάδες, να μαφήνουνε να ζω.

Η Σιφογιάννενα είχε ανάψει φωτιά κ' ετοιμαζότάνε να μαγειρέψη. Δίπλα της στην πυροστιά ήτο ένα κιούπι, σκεπασμένο και δεμένο με πανί.

— Κ' είντα χαζιρεύγεσαι(113) να μαγερέψης; ρώτησε ο Σιφογιάννης.

— Σύγλυνα (114). Αυτά που μούπεψε τσι προημερνές η συντέκνισα απού το Λασίθι.

— Σύγλυνα; ξεφώνησε με τρομάρα ο Σιφογιάννης.

— Γιάειντα; Φοβάσαι να μη μας έρθη κιανείς Τούρκος μουσαφίρης; Θε μου, βλέπε μας!

— Εγώ χοιρινό δεν μπορώ μπλειο να τρώω.

— Γιάειντα;

— Γιατί 'μαι Τούρκος.

Η γυναίκα τον παρατήρησε με απορία. Τρελλάθηκε ή χωράτευε;

— Τούρκος; Είντα λόγια 'ν' αυτά, νοικοκύρη μου;

Αποφάσισε και της διηγήθηκε πως στο δρόμο τον τούρκεψε ο Μόχογλους.

Η Σιφογιάννενα έμεινε.

— Κεδά; είπε με μισή φωνή.

— Είντα μπορούμε να κάμωμε; Τούρκο με θέλει τούρκος θα γενώ.

— Νουσουμπέτι(115) να τουρθή! καταράστηκε η Σιφογιάννενα, αλλά και φρόντισε να χαμηλώση τη φωνή της.

— Α δεν κάμω το θέλημά του, κατές είντα θα γενή.

Με βαθύ αναστεναγμό η γυναίκα είπε:

— Ω Χριστέ μου!

Έπειτα:

— Κείντα θα κάμης εδά;

— Πρώτα πρώτα θα πάψω να λέωμαι Γιάννης και θα λέωμαι Τζαφέρης. Θα φορώ σαρίκι και θα πω στο χωριό πως από σήμερο και πέρα είμαι τούρκος.

Μείνανε συλλογισμένοι κάμποσα λεπτά. Έπειτα η γυναίκα είπε:

— Δεν πας να το πης και του παπά;

— Κείντα μπορεί να μου κάμη κιο κακορρίζικος ο παπάς; Να βρη το μπελλά του κιαυτός;

— Μια βουλή θα σου δώση.

Ο Σιφογιάννης πήγε την ίδια βραδιά και ζήτησε γνώμη του παπά. Αλλ' ο παπάς, ένας καλός και με θάρρος χριστιανός, του υποσχέθηκε κάτι περισσότερο· τη μεσολάβησή του:

— Θα πάω 'γώ να τόνε δω· κιο Θεός να δώση να τόνε βρω στσι καλές του. Μάνεν τόνε βρω στα δαιμόνια του, και για σένα δε θα κάμω πράμμα κεμένα μπορεί να μου δώση κιαμιά μπιστολιά. Η γιαλήθεια είνε πως όντεν έρχεται στο χωριό δε μου αγριγιομιλεί. Να σου πω κιόλας πολλά κακός δεν είνε…(είπε σταυτί τον Σιφογιάννη) μάνε κουζουλός… θαρρώ πως πίνει κιόλας.

Όσο να περιμένη την απάντηση του παπά, ο Σιφογιάννης δε βγήκε από το σπίτι του. Αν έβγαινε, έπρεπε να βγάλη τη μαύρη πέτσα και ναρχίση να κάνη εξωτερικώς τον Τούρκο. Αφήκε μια μέρα και τη δεύτερη πήγε ο πάπας στο Μοχό νάβρη τον Αγά. Κιόταν το βράδυ γύρισε, είπε στη Σιφογιάννενα από την πόρτα:

— Ανεζινιό, είν' ακόμ' από κεινά τα Λασιθιώτικα σύγλυνα; Να τα τηγανήσης μαυγά να τα φάμε μαζή.

Κιαφού μπήκε κέσπρωξε την πόρτα, είπε:

 — Φέρε και κρασί. Ο αγάς μου παράγγειλε να πιούμε και στην υγειά
του.

 — Καλό μουζντέ(116) μάςε φέρνεις, ευλοημένε; είπε η γυναίκα. Δόξα
σοι ο Θεός!

 — Δοξασμένο νάνε τόνομά του! είπε κιο Σιφογιάννης κέκαμε το σταυρό
του.

— Ο Θεός αλήθεια έκαμε και τον εβρήκα στα καλά του, είπεν ο παπάς. Και κατές είντα μούπε; Σε 'δε, λέει, πως δεν είσαι καλός χριστιανός, γιατί πήαινες να δουλέψης μέρα σκόλη, και γιαυτό 'βαλε στο νου του να σε κάμη Τούρκο.

— Η αμαρτία, μουρμούρισε η Σιφογιάννενα.

— Δε σας είπα πως ο Μόχογλους δεν είνε κακός; Μαγάρι νάσαν κιάλλοι Τούρκοι σαν κιαυτόν. Μόνο να μην είνε στα μεράκια και τα μπουριά του. Ώστε να με δη, ένιωσε γιατί πήα κιάρχιξε να γελά. Στο ύστερο μου λέει: «Σαν τόνε θες, εσύ παπά, χριστιανό, χάρισμά σου. Ας μείνη στην πίστη σας. Και καλά 'καμες κήρθες γλίγωρα, γιατί, α μαθητευότανε πως ετούρκεψε, δε θα μπόριε μπλειο να ξετουρκέψη.

Τόσο βάρος έφυγε από το στήθος του Σιφογιάννη και τόση χάρη γνώριζε για το γλυτωμό του, που ευχήθηκε για τον τύρανο:

— Ο Θεός να του δώση τσοι χρόνους που μούκοψε!

Ο ΚΑΤΑΧΑΝΑΣ

Ο Δριμομιχελής έπινε χρόνια και μόνον όταν αρρώστησε έπαψε να πίνη. Τότε ησύχασε και το χωριό από τις βλαστήμιες και τις κακίες του. Το κρασί, που στους πολλούς φέρνει ευθυμία, χωρατά και τραγούδια, σαυτόν έφερνε νεύρα και θυμούς, βρισιές και βλαστήμιες. Κ' επειδή προ ετών είχε κάμει έξω, είχε πλουτίσει εκεί το υβρεολόγιό του· κήτο απ' αυτούς που τα τελευταία έτη έφεραν στην Κρήτη τις βλαστήμιες για το Χριστό, την Παναγία και το Σταυρό, πούσαν άγνωστες στην Κρήτη.

Για να πάψη να πίνη, έπρεπε νάχη αρρωστήσει βαρειά. Φαινότανε πουντιασμένος. Έβηχε κείχε πυρετό και δύσπνοια.

Στο χωριό του κάμανε τα συνειθισμένα για το κρυολόγημα, τριψίματα, ζεστά, βεντούζες και τα τέτοια· αλλ' η κατάστασή του χειροτέρευε. Τότε στο παραλήρημα του πυρετού άρχισε να ζητά κρασί· κεπειδή δεν τούδιδαν, βλαστημούσε όλη την ώρα κέλεγε πως, όταν θα σηκωνότανε, θάσφαζε τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

Στο μικρό του χωριό γιατρό δεν είχαν και τον πήγαν με μουλάρι στο κεφαλοχώρι πούταν η πρωτεύουσα της επαρχίας. Εκεί είχε συγγενικό σπίτι, όπου να μένη και να τον βλέπη γιατρός. Μπορούσαν να καλέσουν το γιατρό στο χωριό, αλλά έκριναν οικονομικώτερο να πάνε τον άρρωστο στο γιατρό. Η ιδέα ότι θα ξόδευαν λιγώτερα δεν τους αφήκε και να λογαριάσουν ότι ο δρόμος, όσο λίγος κιαν ήτο, θα χειροτέρευε τον άρρωστο.

Ο γιατρός που τον κάλεσαν να τον κυτάξη είπε πως είχε πνευμονία. Είδε συνάμα πως η μύτη του ήτον κόκκινη και ρώτησε αν έπινε.

— Ου! αποκρίθηκαν οι δικοί του, σταμνιά πίνει.

Ο γιατρός έκαμε μορφασμό που σήμαινε: «Διάολε! αυτό 'νε κακό».

Τον βαλαν εκδόρια, μα η πνευμονία είχε προχωρήσει κιο γιατρός δεν είχε πολλές ελπίδες. Ο άρρωστος στην αγωνιώδη κατάσταση πούτονε βρήκε τη δύναμη να πη του γιατρού:

— Εγώ, θαρρώ, γιατρέ, πως, α μου δώσουνε να πιώ τσικουδιά, θα με κάμη καλά.

— Ο Θεός φυλάξοι! είπεν ο γιατρός. Σταλιά. Μήτε ρακή, μήτε κρασί.

Ο Δριμομιχελής μουρμούρισε μια βλαστήμια.

Μετά τρεις μέρες ήτο τέτοια η κατάστασή του, που ο γιατρός είπε ότι δεν είχε πεια καμμιά ελπίδα. Μόνο για παρηγοριά αφήκε μερικές παραγγελίες κέφυγε γιατί τον ζητούσαν βιαστικά σένα μακρυνό χωριό.

Κοντά το μεσημέρι έπαθε ο άρρωστος ένα τέτοιο παροξυσμό της αρρώστειάς του, που σε λίγη ώρα τελείωσε. Πρόφτασε όμως την τελευταία τον στιγμή να πη μια βλαστήμια.

Αφού τελείωσε, τι να τον περιμένουν; Άρχισαν ετοιμασίες για την κηδεία. Πρόφτασαν και κάλεσαν από το χωριό και τους δικούς του, όσοι δεν ήσαν κοντά του. Και στις τρεις ήτο σαβανωμένος. Αλλά μες στα μοιρολόγια των γυναικών κενώ ετοιμάζοντο να τον σηκώσουν, ο πεθαμένος κινήθηκε κιάνοιξε τα μάτια του. Αυτοί πούσκυβαν να τον σηκώσουν σύρθηκαν πίσω κιο θρήνος έπαψε.

— Είντα νε, μωρέ, τούτονέ; είπε με τρομερή φωνή ο πεθαμένος. Ζωντανό, μωρέ κερατάδες, θέλετε να με θάψετε, και μου βάλετε τα λαζάρια;

Συνάμα σηκώθηκε, λευτέρωσε τα χέρια του από τα σάβανα, πετάχτηκε πάνω κέτρεξε σε μια ξιφολόγχη πούτον κρεμασμένη στον τοίχο.

Το δωμάτιο άδειασε. Όλοι έτρεξαν έξω και στον πανικό των ακούστηκε πως ο πεθαμένος εβρυκολάκιασε.

— Εκαταχάνεψε.

Μόλις πετάχτηκαν έξω οι τρομαγμένοι, φάνηκε κατόπιν κιο Δριμομιχάλης με τα σάβανα σκισμένα και με τη ξιφολόγχη στο χέρι.

— Σταθήτε, άτιμοι, φώναξε, να δήτε αν απόθανα γη ζω!

Έμοιαζε με μανιακό, πούχε φύγει από τα δεσμά του φρενοκομείου. Τα μάτια τον ήσαν τρομερά και τα κινήματά του φανέρωναν τη νευρική υπερένταση της μανίας. Προχωρούσε με το άσταθο βήμα λυσσάρικου σκυλιού· αλλά όλος ο κόσμος έφυγε μπροστά του και μόνον από παράθυρα τον είδαν μερικοί κιαυτοί μόλις πρόβαλαν λιγάκι τα κεφάλια των.

Μπροστά σένα μαγαζί, που τώχε κλείσει ο πανικός, στεκόταν ένα μουλάρι, στρωμένο με μια πατανία. Ο καταχανάς ανέβηκε σένα πεζούλι δίπλα και πήδηξε στο μουλάρι. Πήρε το χαλινάρι κέδωκε δρόμο του μουλαριού. Το μουλάρι θα τρόμαξε βέβαια από τον αλλόκοτο αναβάτη, αλλά και με τέτοια μανία το κτυπούσε ο καταχανάς με τη ξιφολόγχη, που το ζώον άρχισε να τρέχη σαν τρελλό. Ο καταχανάς όμως στεκότανε καλά στο σαμάρι.

Κατόπιν του έτρεξε κένα πλήθος, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι τον κεφαλοχωρίου. Άλλοι από συγγενικό ενδιαφέρο, άλλοι από περιέργεια κένας από συμφέρο. Ο χωρικός πούχε το μουλάρι. Αυτός πήγαινε πρώτος.

Ο καταχανάς τραβούσε προς το χωριό του· κιόταν έφτασε πέζεψε και μπήκε στο σπίτι του, όπου 'χε μείνει μόνο μια γριά μισόστραβη, συγγένισσά του. Ανέβηκε στο ανώγι· κιόταν μπήκαν στο χωριό κείνοι που τον ακολουθούσαν και φάνηκαν στις γωνιές των δρόμων, γιατί δεν είχαν το θάρρος να πλησιάσουν και να προβάλλουν φανερά, ο καταχανάς φάνηκε σένα παράθυρο. Κρατούσε δίκανο και φώναξε:

— Κιως επαέ, μωρέ γεβεντισμένοι, με ζυγώνετε για να με θάψετε ζωντανό;

Τους λόγους τον ακολούθησαν δύο πυροβολισμοί. Κανείς δεν έπαθε τίποτε· αλλά κιο καταχανάς αποσύρθηκε από το παράθυρο. Ποιος όμως να μπη μέσα να δη τι απόγινε;

Μόνο το βράδυ βράδυ πήρε αυτό το θάρρος ένας και βρήκε τον καταχανά πεθαμένο και δίπλα του μια κανάτα αδειασμένη και σπασμένη. Αυτή τη φορά ήτο σωστά πεθαμένος.

ΤΕΛΟΣ

1) Σαυτό το διήγημα προσπάθησα να εφαρμώσω τις ιδέες μου περί νεοελληνικής πεζογραφίας. Μεταχειρίζομαι τα κυριώτερα και θεμελιωδέστερα στοιχεία από την νέαν γλώσσαν, αλλά και στοιχεία της αρχαίας, τα οποία με την καθαρεύουσαν εισήλθαν και ανέζησαν εις τον προφορικόν λόγον και μάλιστα αντικαθιστούν ξένες λέξες, αλλά και δεν είνε αταίριαστα με το τυπικόν της νέας Ελληνικής. Ο διάλογος είνε στο ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης, όπου αναφέρεται η διήγηση.

2) Μπλειο, πεια, πλέον.

3) Εδά (ήδη) τώρα.

4) Μαντινάδα, δίστιχο.

5) Όι, όχι.

6) Ξανοίγω, τηρώ, παρατηρώ, κυτάζω.

7) Απηλογούμαι = αποκρίνομαι, απαντώ.

8) Μπαλωτιά, τουφεκιά.

9) Κα (καλέ).

10) Μακρύς, ψηλός. Μακραίνω, ψηλόνω.

11) Κάνει, πρέπει, αρμόζει.

12) Γιωργής, υποκοριστικό σοβαρώτερο από το Γιωργιό.

13) Στην ανατολική Κρήτη η αύξηση όπου τονίζεται, γίνεται χρονική και το ε γίνεται η· ήκανα, αλλά εκάμαμε.

14) Κοπέλι, παιδί.

15) Πρέπει, φαίνεται.

16) Αναζητώ = ποθώ, νοσταλγώ. Η α ν ά εις τα σύνθετα διατηρείται στη δυτική Κρήτη· αλλά στην ανατολική Κ. γίνεται α ν ε.

17) Ντελικανής (Τουρκ) νέος, λεβέντης.

18) Μτεγεντίζω (Τουρκ) προτιμώ, μου αρέσει ένας ή κάτι.

19) Λοιπόν.

20) Λίγο.

21) Ροδαρά, ανθοδέσμη.

22) Παράωρος και παράουρος σ'την Κρήτη σημαίνει τον εξαμβλωματικό, τον κακοπλασμένο.

23) Φορδακός κιαφορδακός, ο βάτραχος.

24) Κάρδαμα των ποταμών.

25) Ομήλικους.

26) Και γ ι ά δ ε = ιδού, ορίστε, κυτάχτε.

27) Κούκλες.

28) Μάνιτα, θυμός. Μανίζω = θυμόνω.

29) Βεγγέρες του χωριού.

30) Σαρνητικές φράσες, πράμμα σημαίνει τίποτε. Δεν έχω πράμμα.

31) Της έλεγα

32) Καϋμέχορος και Καψούρης ευφημιστικώτερα του Καϋμένου.

33) Ταχυνή, πρωί.

34) Χόρτο δεν κόβγω = δε χάνω στιγμή.

35) Μόνο = αλλά.

36) Σφίγγω = τρέχω.

37) Εκειά, 'κειά = εκεί.

38) Μος = μόλις.

39) Στη γειτονιά = επίσκεψη.

40) Καύκος = εραστής, κυρίως μοιχός.

41) Κ ι ρ α τ ζ ή ς (κιράς = μίσθωμα) αγωγιάτης. (Τουρκ)

42) Στερεύγω, φυλάω.

43) Δεν είν' ο στεμός μου = Δε θα μπορώ να μείνω.

44) Πήγαινε.

45) Κερατιά, η χαρουπιά. Την λέγουν και Ξυλοκερατιά.

46) Ρίχτρα, καταρράχτης.

47) Η φανιά τον δε θα βρεθή ή δε θακουστή = δε θα μείνη τίποτε.

48) Αρμηνεύγω και Ορμηνεύγω, συμβουλεύω.

49) Ωζά, ζώα, τα γιβοπρόβατα.

50) Τσιφτές (τουρκ.). δίκαννο.

51) Σβολώνω, σακατεύω.

52) Ότι, ότι.

53) Παίζω, πυροβολώ, σκοπεύω.

54) Μαδάρα ψηλή κορυφή, γυμνή.

55) Μιτάτο, στάνη. Και μάντρα.

56) Αρόλιθος, πέτρα με κοίλωμα, όπου διατηρείται το νερό της βροχής.

57) Ριζίτης, ορεινός. Κατωμερίτης και καμπίτης, ο πεδινός.

58) Τουλάχιστο ίσης ηλικίας.

59) Λέγεται γιοργάς.

60) Δικός και δικολογιά, συγγενής.

61) Πεφτω, προσπίπτω.

62) Πριχού, πριν.

63) Κάθ' αργά, κάθε βράδυ.

64) Αλάργο, μακριά.

65) Να σε φυλάττη.

66) Αφού.

67) Τίποτε.

68) Θα θεραπευθή.

69) Τη βρίζεις.

70) Εχθρεύεσαι.

71) Ραδιουργίες. Από το φτίλι = ψιτίλι.

72) Αξώνα και Αξιώνω = βασανίζω, προξενώ κακά.

73) Τούρκος ειρηνοδίκης ή αστυνόμος.

74) Περιουσία.

75) Γιαγέρνω και γαέρνω = επιστρέφω. (Μεσαιωνικό Διεγείρω).

76) Τουλάχιστον.

77) Βρύργια, βουργίδι και βουργιάλι, σακκίδιο, πήρα.

78) Σκιά.

79) Χαρακτηριστικά.

80) Αποτελέσματα, κατάντια.

81) Καίει, φλέγει.

82) Μάκι [δαμάκι), λιγάκι.

83) Κλητική στη λέξη μάνα.

84) Βράχος.

85) Ξανοίγω, παρατηρώ.

86) Νεύματα.

87) Διαντερίζω, διακρίνω.

88) Μικιός (και μιτσός) μικρός, μική, μικιό.

89) Ότι, ότι.

90) Αναθιβάλω, θυμούμαι, αναφέρω.

91) Εξ αιτίας.

92) Και απήτις = αφού.

93) Λέγεται για τον πυρετό. Με τινάσει = με πιάνει ρίγος.

93α) Αναμνήσεις

94) (Τουρκ.) Ο Θεός να τον συχωρέση.

95) Ασής (Τουρκ.) επαναστάτης.

96) Σιργούνι (Τουρκ.) εξορία.

97) Ας είνε. (Τουρκ.)

98) Μουλάς, τίτλος γραμματισμένου Τούρκου.

99) Μα το Θεό (Τουρκ.)

100) Επίτηδες.

101) Από ένα ιστορικό επεισόδιο.

102) Ό,τι θέλεις

103) Τράφος, ξερότοιχος, ξερολιθιά.

104) Αντιπρόσωπος ή επιστάτης του Αγά, τύραννος φοβερώτερος και του Αγά.

105) Στενή οθόνη, που τύλισε την κεφαλή.

106) Τουρκ. Δηλαδή.

107) Λοιπόν.

108) Αγναντίζω (Τουρκ.) καταλαβαίνω.

109) Περιτομή.

110) Πλύσιμο για την προσευχή.

111) Στο καλό. (Τουρκ.)

112) Ιμάμης, ιερεύς μωαμεθανός.

113) Χαζιρεύγομαι Τουρκ. ετοιμάζομαι.

114) Χοιρινά κρέατα διατηρημένα στο λίπος των.

115) Τουρκ. Αποπληξία, (Λεγότανε και Νταμουλάς, κιαυτό τουρκικά).

116) Μουζντές (Τουρκ.) χαμπάρι, άγγελμα.