The Project Gutenberg eBook of Θεαίτητος

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Θεαίτητος

Author: Plato

Translator: Kyriakos Zambas

Release date: January 20, 2011 [eBook #35020]
Most recently updated: January 7, 2021

Language: Greek

Credits: Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinides

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΘΕΑΊΤΗΤΟΣ ***

Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinides

& _ footnotes, παροράματα ·

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. Errors indicated in a Table of Errors have been corrected in the text. The spelling of the book has not been changed otherwise. Words with bold characters are enclosed in &. Words in italics are enclosed in _. Footnotes have been converted to endnotes. Pages 104, 105 and 109 are indicated within the text, so that one can understand the references to them in the prologue. The length of the first lines of pages 104 and 105 have been kept as in the text of the book, so that their numbers are as in the prologue.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Το κείμενο έχει λάβει υπόψη τον πίνακα παροραμάτων. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _. Οι υποσημειώσεις σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Οι σελίδες 104, 105 και 109 έχουν ένδειξη μέσα στο κείμενο, ώστε κανείς να μπορεί να καταλάβει τις αναφορές του προλόγου. Το μήκος των πρώτων στίχων των σελίδων 104 και 105 είναι το ίδιο με του βιβλίου, ώστε η αρίθμηση των γραμμών να είναι ως και στον πρόλογο.

ΠΛΑΤΩΝΟΣ

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣIΣ

ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

Π Λ Α Τ Ω Ν Ο Σ ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΦΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

1. Περιεχόμενον.

Ο Θεαίτητος ως προς το περιεχόμενον ηδύνατο κάλλιστα να ονομασθή θεωρία της γνώσεως ή περί γνώσεως. Και όμως αντί της τόσον γνωστής και κανονικής, και τότε καθώς και σήμερον, λέξεως γνώσις απροσδόκητον, προβάλλει, εις τον Θεαίτητον ο πρωτοφανής όρος διά την καθ' όλου Ελληνικήν γλώσσαν επιστήμη, και όχι μόνον διήκει εις ολόκληρον τον προκείμενον διάλογον, αλλά και εις τον Σοφιστήν και τον Πολιτικόν, οι οποίοι και αποτελούν συμπλήρωσιν του ιδίου θέματος. Το παράδοξον τούτο φαινόμενον ευρίσκει την λύσιν του μόνον εις τον Κρατύλον, ο οποίος, καθώς εθίξαμεν εκεί, αποτελεί την βάσιν της σειράς αυτής των ανωτέρων φιλοσοφικών έργων του Πλάτωνος. Εάν συγκρίνωμεν τα δύο χωρία του Κρατύλου, όπου γίνεται λόγος περί επιστήμης (σελ. 58 και 104), εξάγομεν ότι η φθογγική ή μουσική έκφρασις αυτής της λέξεως ήρεσε εξαιρετικώς εις τον Πλάτωνα, διά να εκφράζη την τελείαν εκείνην ενέργειαν της ψυχής, η οποία επέρχεται σαφώς εις την ωριμωτέραν ηλικίαν, και συνίσταται εις το να εξέρχεται ως προβολεύς η ψυχική μας αντίληψις επάνω εις τα πράγματα, και να τα περιλαμβάνει ρεαλιστικώς διά της διαισθητικής και τηλεπαθικής πλέον και σχεδόν προφητικής δυνάμεώς της. (Ίδε και συμφέρον Κρατ. σελ. 66 και ευφροσύνη σελ. 71.

2. Άλλοι όροι επιστημονικοί.

Και δεν είναι μόνον η λέξις επιστήμη η οποία ενισχύει την γνησιότητα των ετυμολογιών του Κρατύλου. Πολύ περισσότερον ενισχύει αυτήν η εν σελίδι 109 ετυμολογία του ομηρικού &κηρ& (καρδία) από το &κηρός&, από την οποίαν δεν έχει καμμίαν παραδοξοτέραν ετυμολογίαν ο Κρατύλος. Ώστε οι αθετούντες εκείνον ας προχωρήσουν και εις τον Θεαίτητον. Και αυτή μεν η πλάνη δεν έχει ανάγκην περισσοτέρας αναιρέσεως, αλλά ημείς ενταύθα τονίζομεν ότι, όστις εις εκάστην σελίδα του Θεαιτήτου δεν αναγνωρίζει μίαν τελειοτέραν ανάπτυξιν των θεωριών του Κρατύλου και ιδίως του τελευταίου μέρους, εκ του οποίου και παραδείγματα αυτολεξεί θα εύρη, αυτός δεν ενόησε ούτε τον Θεαίτητον ούτε την βαθμιαίαν εξέλιξιν των θεωριών του Πλάτωνος και ιδίως της τελειοτέρας αυτών διατυπώσεως, ως θα ίδωμεν και εις τους μετ' αυτόν διαλόγους. Εκ των άλλων όρων την δόξαν μετεφράσαμεν ως κρίσιν όχι διότι ακριβώς ισοδυναμεί η κρίσις προς την δόξαν, αλλά διότι εν μέρει πλησιάζει και τείνει να φθάση αυτήν. Η δόξα δηλαδή του Πλάτωνος δεν είναι άλλη από την συνήθως περιφρονουμένην (και μάλιστα εμπαιζομένην εν Μενεξένω) κοινήν ή λαϊκήν γνώμην, ως πάντοτε πλανωμένην. Οπωσδήποτε όμως αυτή η ιδία είναι ο υποτυπώδης τύπος της κατόπιν ακραιφνούς και επιστημονικής Αριστοτελικής κρίσεως. Ο δε &λόγος& είναι κυρίως η διά της γλώσσης διατύπωσις της κρίσεως και αποτελεί επίσης αρχικόν και υποτυπώδη τύπον του ορισμού, όστις τελειοποιείται και σαφηνίζεται εις τον Σοφιστήν και τον Πολιτικόν, οι οποίοι υπό αυτήν την έποψιν αποτελούν το συμπλήρωμα του Θεαιτήτου.

3. Αι ειρωνείαι.

Άλλο φαινόμενον άξιον προσοχής εις ολόκληρον τον Θεαίτητον είναι αι ειρωνείαι, όχι αι Σωκρατικαί και πικραί, αλλά αι πλατωνικώτεραι και αγαθαί και καλλιτεχνικαί, αι οποίαι καθιστούν ολόκληρον τον διάλογον τερπνόν, ως ένα χιουμοριστικώτατον σημερινόν ανάγνωσμα. Κατά δε την συνήθειαν των νεωτέρων φιλολογιών μετεχειρίσθημεν εις τα κυριώτερα μέρη αυτής το ειρωνικόν σημείον του εν παρενθέσει ερωτηματικού ή θαυμαστικού σημείου. Αι πολυπληθέστεραι ειρωνείαι, ευρίσκονται εις τον λόγον του Σωκράτους (σελ. 51 έ), όταν υπερασπίζεται δήθεν τον Πρωταγόραν, ενώ κατ' ουσίαν τον προπηλακίζει και τον εξευτελίζει. Και πρέπει αυτός ο λόγος ολόκληρος να αντιστραφή εις το αντίθετον, ως φοβερόν μεν κατηγορητήριον της βλακώδους αντιφάσεως του Πρωταγόρου, ως ύψιστον δε εγκώμιον της Πλατωνικής διανοίας.

Μία τοιαύτη ειρωνεία ωρισμένως η εξοχωτέρα λανθάνει εις το παρανοηθέν και διαστραφέν χωρίον 190 α «ως γε μη ειδώς σοι αποφαίνομαι» τα οποίον πρέπει να διορθωθή κάπως: «οίον έγωγε μη ειδώς τι σοι αποφαίνομαι» και κυριολεκτικώς μεν σημαίνει (καθώς το μετεφράσαμεν σελ. 109): «Καθώς εγώ, όταν δεν γνωρίζω τι να σου απαντήσω», κατ' ουσίαν όμως κρύπτει την αληθινήν σημασίαν: Καθώς το παθαίνεις συ, όταν συλλογίζεσαι και δεν γνωρίζεις τι να μου απαντήσης.

4. Πίναξ των συνδυασμών.

Και τόρα παραλείποντες μερικάς διορθώσεις του κειμένου και συμπληρώσεις, αι οποίαι δεν έχουσι μεγάλην σημασίαν διά την μετάφρασιν, ερχόμεθα εις την σελίδα 104 της οποίας τους 14 συνδυασμούς παρουσιάζομεν επί το μαθηματικώτερον εις τον εν τέλει του προλόγου προσηρτημένον πίνακα ούτως ώστε και αυτοί ευκολώτατα να εννοηθούν, αλλά προ πάντων να συντελέσουν εις την διασάφησιν των δυσκολιών της σελίδος 105 (στίχ. 5—8) ιδία διά τους ειδικώς εις την σπουδήν του Πλάτωνος ασχολουμένους.

Εκάστη περίπτωσις του πίνακος αναγινώσκεται, εάν θέσωμεν ως υποκείμενον ό,τι είναι γραμμένον άνωθεν της στήλης του αριθμού 1 και ως κατηγορούμενον ό,τι είναι άνωθεν του 2.

Αι περιπτώσεις αριθμούνται εις τον πίνακα με αύξοντα αραβικόν αριθμόν και είναι 14. Αντιστοιχούν δε εις εκάστην περίοδον της σελίδος 104 και μόνον η περίπτωσις 5 έχει διά την μετάβασιν 2 περιόδους και η 9, χάριν διασαφήσεως.

Εκ του πίνακος φαίνεται ότι του πρώτου συστήματος μόνον τέσσαρες περιπτώσεις είναι δυναταί (1—4), ομοίως δε και του δευτέρου (4—8). Εις το τρίτον όμως σύστημα πλην των περιπτώσεων 9, 10, 11, επιτρέπονται και αι περιπτώσεις α, β, γ, δ, ομοίως δε εις το τέταρτον σύστημα πλην των περιπτώσεων 12, 13, 14 επιτρέπονται και οι συνδυασμοί Α, Β, Γ, Δ. Περιπλέον δε ήτο δυνατόν να σχηματισθούν και ανάμικτοι συνδυασμοί εκ του τρίτου και τετάρτου συστήματος ομού.

Αυτοί λοιπόν οι συνδυασμοί οι σημειούμενοι με γράμματα υπονοούντα, εις το τέλος της σελίδος 104 ως υπολειπόμεναι περιπτώσεις, αι οποίοι αναλύονται εις την σελίδα 105 στίχ. 4—8.

Ότι πρόκειται ενταύθα περί συνθέτων συνδυασμών και δυσκολωτέρων φαίνεται από την κατόπιν απάντησιν του Θεαιτήτου, ο οποίος ομολογεί ότι τόρα δεν εννοεί πλέον τίποτε.

Αλλά καθώς είναι το κείμενον εις το πρώτον ήμισυ αρμόζει τελείως η συγχώνευσις των περιπτώσεων α και β. Ενώ όμως το δεύτερον ήμισυ έπρεπε να αποδίδη τον συνδυασμόν γ και δ, παρέχει ατοπώτατα μίαν βλακώδη επανάληψιν της περιπτώσεως 9 συντόμως διατυπουμένην. Ημείς μη δυνάμενοι να φαντασθώμεν τοιούτον μνημονικόν λάθος εις βάρος του Πλάτωνος συμπληρώνομεν το δεύτερον ήμισυ, επαναλαμβάνοντες το τέλος του πρώτου και τροποποιούντες τα υπόλοιπα πολύ ελαφρά ως εξής:

129 d) Και ά μη οίδεν αισθάνεται δε, ών οίδεν αύ και αισθάνεται, ή ων οίδεν αλλά μη αισθάνεται. = Και όσα δεν γνωρίζω αλλά βλέπω να τα νομίσω ως άλλα από όσα γνωρίζω και βλέπω, ή γνωρίζω αλλά δεν βλέπω (ούτω διορθωτέοι οι στίχοι 7—8 της σελίδος 105). Κ. ΖΑΜΠΑΣ

ΟΔΗΓΙΑΙ ΠΡΟΣ ΑΝΑΛΥΣΙΝ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΟΣ

1. Ανάλυσις των περιπτώσεων του πίνακος 5—8.

5 = Ό,τι βλέπω το νομίζω — ως άλλο το οποίον βλέπω. 6 = Ό,τι βλέπω το νομίζω — ως άλλο το οποίον δεν βλέπω. 7 = Ό,τι δεν βλέπω το νομίζω — ως άλλο το οποίον δεν βλέπω. 8 = Ό,τι δεν βλέπω το νομίζω — ως άλλο το οποίον βλέπω.

2.Ανεύρεσις αυτών υπό πλήρη μορφήν εις την σελ. 104.

    Περίπτωσις 5 = Σελίς 104 στίχ. 10 - 11
    Περίπτωσις 6 = Σελίς 104 στίχ. 12
    Περίπτωσις 7 = Σελίς 104 στίχ. 13
    Περίπτωσις 8 = Σελίς 104 στίχ. 14 - 15

ΠΙΝΑΞ

Ό,τι γνωρίζω| Ό,τι δεν γνωρίζω 1 1 2| 2 1 | 2 3 2| 1 2 4 2| 1

Ό,τι βλέπω | Ό,τι δεν βλέπω 5 1 2 | 6 1 | 2 7 | 1 2 8 2 | 1

    Ό,τι γνωρίζω| Ό,τι γνωρίζω |Ό,τι βλέπω
      και βλέπω | (δεν βλέπω) |(δεν γνωρ.)
    9 1 2 | |
    10 1 | 2 |
    11 1 | | 2
     α 2 | 1 |
     β | 1 | 2
     γ 2 | | 1
     δ | 2 | 1

    Ό,τι δεν γν.
    και δεν βλ. | Ό, τι δεν γν. | Ό,τι δεν βλ.
    12 1 2 | |
    13 1 | 2 |
    14 1 | | 2
     Α 2 | 1 |
     Β | 1 | 2
     Γ 2 | | 1
     Δ 2 | 1

ΠΛΑΤΩΝΟΣ

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ (ή περί επιστήμης)

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ - ΤΕΡΨΙΩΝ - ΣΩΚΡΑΤΗΣ - ΘΕΟΔΩΡΟΣ - ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

Ευκλείδης.
    Καλέ Τερψίων, τόρα γλήγορα ήλθες από τον αγρόν ή έχεις πολλήν ώραν;

Τερψίων.
    Είναι αρκετή ώρα. Και ακριβώς εσένα εζητούσα στην αγορά και απορούσα,
    διότι δεν κατώρθωσα να σε εύρω. (11)

Ευκλείδης.
    Βέβαια, διότι δεν ήμην μέσα εις την πόλιν.

Τερψίων.
    Πού ήσο λοιπόν;

Ευκλείδης.
    Ενώ κατέβαινα εις τον λιμένα απήντησα τον Θεαίτητον, ο οποίος
    μετεφέρετο από το στρατόπεδον της Κορίνθου εις τας Αθήνας.

Τερψίων.
    Ζωντανός ή αποθαμένος;

Ευκλείδης.
    Μόλις έζη ακόμη, διότι ευρίσκεται εις αθλίαν κατάστασιν και από
    μερικάς πληγάς, περισσότερον όμως τον θερίζει η επιδημία η οποία
    ενέσκηψε εις το στράτευμα.

Τερψίων.
    Μήπως είναι η δυσεντερία;

Ευκλείδης.
    Μάλιστα.

Τερψίων.
    Κρίμα στον άνθρωπον, ο οποίος διατρέχει κίνδυνον καθώς λέγεις.

Ευκλείδης.
    Είναι λαμπρός άνθρωπος, καλέ Τερψίων, αφού και αυτήν την φοράν ήκουσα
    να τον εγκωμιάζουν μερικοί διά την μάχην.

Τερψίων.
    Αυτό δεν είναι διόλου παράδοξον, αλλά θα ήτο πλέον παράδοξον, αν δεν
    ήτο τοιούτος. Πώς όμως δεν κατέλυσε εδώ εις τα Μέγαρα;

Ευκλείδης.
    Εβιάζετο διά την πατρίδα. Άλλως τε και εγώ πολύ τον παρεκάλεσα και
    τον συνεβούλευσα, αλλά αυτός δεν ήθελε. Και λοιπόν, αφού τον
    προέπεμψα και επέστρεψα, κατόπιν ενθυμήθην τον Σωκράτην και τον
    εθαύμασα πόσον προφητικώς ωμίλησε μεταξύ άλλων και περί τούτου. Διότι
    μου φαίνεται, ότι ολίγον πριν αποθάνη συνήντησεν αυτόν, ενώ ήτο ακόμη
    παλικαράκι, και αφού τον εσχετίσθη και ωμίλησε μαζί του, εξετίμησε
    μεγάλως τα φυσικά του προσόντα. Και όταν εγώ επήγα εις τας Αθήνας,
    μου διηγήθη τους λόγους που συνεζήτησε με αυτόν, οι οποίοι ήσαν πολύ
    αξιόλογοι, και μου είπε ότι χωρίς άλλο αυτός θα διακριθή όταν φθάση
    εις ηλικίαν.

Τερψίων.
    Καθώς φαίνεται, είπε την αλήθειαν. Όμως ποίοι ήσαν εκείνοι οι λόγοι;
    Σου είναι εύκολον να τους διηγηθής;

Ευκλείδης.
    Όχι μα τον Δία, τουλάχιστον όχι απ' έξω. Έγραψα όμως αναμνηστικά τότε
    αμέσως μόλις επέστρεψα εις την πατρίδα, κατόπιν δε οσάκις μου εδίδετο
    καιρός τους έγραφα, και οσάκις ηρχόμην εις τας Αθήνας, ερωτούσα εκ
    νέου τον Σωκράτη δι' όσα δεν ενθυμούμην, και επιστρέφων εδώ τους
    εδιόρθωνα. Ώστε σχεδόν ολόκληρον τον λόγον τον έχω γραμμένον.

Τερψίων.
    Το γνωρίζω, διότι και άλλοτε μου το είπες. Και σε βεβαιώ ενώ πάντοτε
    είχα σκοπόν να σε παρακαλέσω να μου τον παρουσίασης, το ανέβαλλες έως
    τόρα. Τι μας εμποδίζει όμως τόρα να τον διέλθωμεν; Εγώ τουλάχιστον
    έχω απόλυτον ανάγκην να αναπαυθώ, διότι έρχομαι από τον αγρόν.

Ευκλείδης.
    Αλλά και εγώ προέπεμψα τον Θεαίτητον έως εις τον Ερινεόν και επομένως
    έχω και εγώ ανάγκην αναπαύσεως. Λοιπόν ας υπάγωμεν, και ενώ θα
    ξεκουραζώμεθα θα μας τον αναγινώσκη το παιδί.

Τερψίων.
    Πολύ ορθά ομιλείς.

Ευκλείδης.
    Και λοιπόν το βιβλίον, καλέ Τερψίων, είναι τούτο εδώ. Το έγραψα δε
    κατ' αυτόν τον τρόπον, όχι δηλαδή να μου το διηγήται ο Σωκράτης,
    καθώς μου το διηγείτο, αλλά να συνομιλή με τα πρόσωπα, με τα οποία
    μου είπε ότι συνωμίλησε. Αυτοί δε είπε ότι είναι ο γεωμέτρης
    Θεόδωρος και ο Θεαίτητος. Και λοιπόν ενώ τον έγραφα, διά να μη με
    δυσκολεύουν αι παρεμβαλλόμεναι μεταξύ των διαφόρων λόγων διηγήσεις,
    είτε οσάκις λέγει περί του εαυτού του ο Σωκράτης παραδείγματος χάριν
    «και εγώ απήντησα» ή «και εγώ είπα», είτε περί του αποκρινομένου ότι
    παρεδέχθη ή «δεν παρεδέχθη», δι' όλα αυτά, τον έγραψα ως να συνομιλή
    ο ίδιος με αυτούς και αφήρεσα αυτάς τας παρεμβολάς.

Τερψίων.
    Διόλου δεν έκαμες άσχημα, Ευκλείδη μου.

Ευκλείδης.
    Εμπρός, παιδί, πάρε το βιβλίον στο χέρι και λέγε.

Σωκράτης.
    Εάν ενδιεφερόμην περισσότερον δι' όσα συμβαίνουν εις την Κυρήνην,
    καλέ Θεόδωρε, θα ερωτούσα διά τα εκεί και διά τους κατοίκους της, εάν
    υπάρχουν εκεί μερικοί νέοι καταγινόμενοι εις την γεωμετρίαν ή εις την
    άλλην φιλοσοφίαν. Τόρα όμως εγώ εκτιμώ ολιγώτερον εκείνους από τους
    εδώ, και περισσότερον επιθυμώ να μάθω, ποίοι από τους νέους εις τον
    τόπον μας δίδουν ελπίδας ότι θα αναδειχθούν. Αυτά λοιπόν και μόνος
    μου τα εξετάζω όσον μου είναι δυνατόν, και τους άλλους ερωτώ, όσους
    βλέπω ότι προτιμούν να τους σχετίζωνται οι νέοι. Εσέ δε ωρισμένως σε
    σχετίζονται όχι ολίγοι και δικαίως. Διότι είσαι άξιος, όχι μόνον διά
    τα άλλα, αλλά και διά την γεωμετρίαν. Εάν λοιπόν εσχετίσθης κανένα
    που να αξίζη τον κόπον, πολύ θα με ευχαριστήσης να μου το ειπής.

Θεόδωρος.
    Και πραγματικώς, Σωκράτη μου, αξίζει τον κόπον και εγώ να σου ειπώ
    και συ να το ακούσης, τι παλικαράκι εγνώρισα μεταξύ των συμπολιτών
    σας. Και αν ήτο πολύ ωραίος, θα εφοβούμην πολύ να κάμω λόγον, μήπως
    με νομίση κανείς ότι του ρίχτηκα. Τόρα όμως — και σε παρακαλώ να με
    συγχωρής — δεν είναι ωραίος, και σου ομοιάζει πολύ και ως προς την
    σιμότητα της μύτης και ως προς την προεξοχήν των οφθαλμών. Αυτά όμως
    τα έχει εις μικρότερον βαθμόν από σε. Επομένως ομιλώ χωρίς να
    φοβούμαι. Αλλά σε βεβαιώ από όσους εσχετίσθην έως τόρα — και είναι
    παρά πολλοί οι τοιούτοι — κανένα ακόμη δεν είδα να έχη τόσον πολλά
    φυσικά χαρίσματα, όσον αυτός. Διότι το να είναι επιδεκτικός μαθήσεως,
    όσον κανείς άλλος, και πάλιν γλυκύς καθ' υπερβολήν και χωριστά από
    αυτά ανδρείος περισσότερον από κάθε άλλον, εγώ αυτό ούτε το
    εφανταζόμην ότι είναι δυνατόν να γίνη, ούτε βλέπω να υπάρχουν πολλοί
    τοιούτοι. Αλλά όσοι είναι καθώς αυτός ζωηροί και ευφυείς και με καλόν
    μνημονικόν, συνήθως έχουν και εξάψεις ζωηράς, και σύρονται
    απερισκέπτως καθώς τα ανερμάτιστα πλοία, και γίνονται περισσότερον
    εξωφρενικοί παρά ανδρείοι. Όσοι δε πάλιν είναι εμβριθέστεροι, είναι
    κάπως βραδυκίνητοι εις την μάθησιν και ολονέν λησμονούν. Αυτός όμως
    τόσον κανονικά και απταίστως και αποτελεσματικώς παρακολουθεί τα
    μαθήματα και τας συζητήσεις με πολλήν γλυκύτητα εις τους τρόπους,
    ωσάν να χύνεται λάδι χωρίς κρότον, ώστε απορεί κανείς πώς αυτός,
    τόσον νέος, τόσον καλά τα καταφέρνει.

Σωκράτης.
    Καλά νέα μου φέρεις. Αλλά τίνος παιδί είναι αυτός;

Θεόδωρος.
    Μου είπαν το όνομά του, αλλά το ελησμόνησα. Αλλ' ιδού από αυτούς που
    μας πλησιάζουν είναι ο μεσαίος. Διότι προ ολίγου πήγαν έξω εις το
    στάδιον να αλειφθούν έλαιον αυτός και μερικοί φίλοι του, που βλέπεις
    μαζί του, και τόρα καθώς μου φαίνεται ηλείφθησαν και έρχονται εδώ.
    Λοιπόν πρόσεξε μήπως τον γνωρίζεις.

Σωκράτης.
    Τον γνωρίζω. Είναι ο υιός του Ευφρονίου από το Σούνιον. Και
    πραγματικώς, φίλε μου, ο πατήρ του ήτο καθώς συ μου παρέστησες
    τούτον, και κατά τα άλλα άνθρωπος καθώς πρέπει, και ο οποίος,
    σημείωσε, άφησε πολύ μεγάλην περιουσίαν. Όμως το όνομα του νέου αυτού
    δεν το γνωρίζω.

Θεόδωρος.
    Το όνομά του, Σωκράτη μου, είναι Θεαίτητος. Αλλά την περιουσίαν
    νομίζω ότι την κατέστρεψαν κάποιοι επίτροποι. Είναι όμως και εις την
    ελευθεριότητα διά το χρήμα αξιοθαύμαστος.

Σωκράτης.
    Μου παριστάνεις ευγενή αυτόν τον άνθρωπον, και σε παρακαλώ, ειπέ του
    να έλθη να καθίση πλησίον μας.

Θεόδωρος.
    Αυτό γίνεται. Θεαίτητε, έλα εδώ κοντά εις τον Σωκράτη.

Σωκράτης.
    Ναι βέβαια, καλέ Θεαίτητε, διά να μελετήσω και εγώ πάλιν τον εαυτόν
    μου, τι είδους πρόσωπον έχω. Διότι ο Θεόδωρος λέγει ότι έχω όμοιον με
    το ιδικόν σου. Αλλ' αν οι δύο μας είχαμεν ο καθείς μίαν λύραν, και
    μας έλεγε ότι είναι χορδισμέναι ομοίως, φρονείς ότι έπρεπε αμέσως να
    τον πιστεύσωμεν, ή να εξετάσωμεν αν είναι μουσικός και τα λέγη αυτά;

Θεαίτητος.
    Έπρεπε να εξετάσωμεν.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν δεν είναι αληθές, ότι, αν εβλέπαμεν ότι είναι μουσικός, θα
    τον επιστεύαμεν, αν όμως δεν είναι μουσικός, δεν θα επιστεύαμεν;

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Τόρα όμως νομίζω, εάν ενδιαφερώμεθα οπωσδήποτε διά την ομοιότητα του
    προσώπου μας, πρέπει να ερωτήσωμεν αν είναι ζωγραφικός και τα λέγει
    αυτά, ή μήπως δεν είναι.

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Λοιπόν σε ερωτώ, είναι ζωγραφικός ο Θεόδωρος;

Θεαίτητος.
    Όχι, εξ όσων εγώ τουλάχιστον γνωρίζω.

Σωκράτης.
    Άραγε δεν είναι ούτε γεωμετρικός;

Θεαίτητος.
    Αυτό μάλιστα, καλέ Σωκράτη.

Σωκράτης.
    Άραγε και αστρονομικός και λογιστής και μουσικός και ό,τι άλλο
    σχετίζεται με την μόρφωσιν;

Θεαίτητος.
    Αυτή είναι η γνώμη μου.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν. Εάν μεν λέγη ότι είμεθα όμοιοι ως προς ένα ή άλλο μέλος
    του σώματος και μας επαινή ή μας κατακρίνη κάπου, δεν αξίζει τον
    κόπον να δώσωμεν προσοχήν εις τους λόγους του.

Θεαίτητος.
    Ίσως όχι.

Σωκράτης.
    Εάν όμως του ενός από τους δύο μας εγκωμιάζη την ψυχήν ως προς την
    αρετήν και την σοφίαν, άραγε δεν είναι δίκαιον εκείνος μεν ο οποίος
    θα ακούση αυτά να είναι πρόθυμος να εξετάση τον εγκωμιασθέντα, αυτός
    δε πάλιν να παρουσιάση τον εαυτόν του με προθυμίαν;

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά, Σωκράτη μου.

Σωκράτης.
    Είναι καιρός λοιπόν, φίλε μου Θεαίτητε, συ μεν να παρουσιασθής, εγώ
    δε να σε εξετάσω. Διότι μάθε ότι ο Θεόδωρος έως τόρα και άλλους πάρα
    πολλούς εγκωμίασε εμπρός μου και ξένους και συμπολίταις, κανένα όμως
    δεν εγκωμίασε όσον εσέ.

Θεαίτητος.
    Πολύ καλά, Σωκράτη μου. Πρόσεξε όμως μήπως τα έλεγε αστεϊζόμενος.

Σωκράτης.
    Δεν είναι τοιούτος ο χαρακτήρ του Θεοδώρου. Λοιπόν μην αθετείς την
    συμφωνίαν μας με την πρόφασιν ότι τα λέγει αστεϊζόμενος, διά να μην
    αναγκασθή να το δηλώση. Ώστε με θάρρος μείνε πιστός εις την
    συμφωνίαν.

Θεαίτητος.
    Μάλιστα πρέπει να πράξω αυτό, αφού σου αρέσει.

Σωκράτης.
    Λοιπόν λέγε μου, μήπως μανθάνεις από τον Θεόδωρον κανέν μέρος της
    γεωμετρίας;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Και αστρονομίαν και αρμονίαν και λογιστικήν;

Θεαίτητος.
    Προσπαθώ οπωσδήποτε.

Σωκράτης.
    Και εγώ, παιδί μου, προσπαθώ να μάθω και από τούτον και από άλλους,
    οποιοιδήποτε μου φανούν ότι έχουν κάποιαν ειδικότητα εις αυτά. Και ως
    προς τα άλλα μεν πηγαίνω αρκετά καλά εις αυτά, έχω όμως μίαν μικράν
    απορίαν, την οποίαν πρέπει να εξετάσω μαζί με σε και με τους
    παρευρισκομένους. Λοιπόν λέγε μου σε παρακαλώ, άραγε μάθησις δεν
    είναι το να γίνη κανείς σοφώτερος εις ό,τι μανθάνει;

Θεαίτητος.
    Πώς όχι;

Σωκράτης.
    Με σοφίαν δε, νομίζω, είναι σοφοί οι σοφοί.

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Μήπως όμως αυτό το πράγμα διαφέρει διόλου από την επιστήμην;

Θεαίτητος.
    Ποίον;

Σωκράτης.
    Η σοφία. Ή μήπως εις ό,τι είναι επιστήμονες δεν είναι εις τα ίδια
    συγχρόνως και σοφοί;

Θεαίτητος.
    Τι άλλο;

Σωκράτης.
    Επομένως είναι το ίδιον πράγμα η επιστήμη και η σοφία;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Ακριβώς λοιπόν αυτή είναι η απορία μου, και αυτό δεν ημπορώ να
    χωνεύσω εις τον νουν μου καλά, τι είναι άραγε η επιστήμη. Λοιπόν
    μήπως είναι δυνατόν να το ειπή κανείς από ημάς; Τι λέγετε; Ποίος θα
    το ειπή πρώτος; Και όποιος σφάλη και σφάλη επανειλημμένως, θα τον
    ονομάσωμεν όνον, καθώς λέγουν τα παιδιά όταν παίζουν σφαίρας. Όποιος
    δε περάση τους άλλους χωρίς λάθος, θα γίνη βασιλεύς εις ημάς και θα
    διατάξη να του αποκριθούμεν ό,τι ζητήση. Διατί σιωπάτε; Μήπως, καλέ
    Θεόδωρε, από την λογομανίαν μου γίνομαι αγενής, επειδή έχω ζήλον να
    σας παρακινήσω να συζητήτε και να γίνετε μεταξύ σας φίλοι και να
    ομιλήσθε;

Θεόδωρος.
    Διόλου μάλιστα, Σωκράτη μου, δεν είναι αγένεια αυτό, αλλ' όμως
    παρακίνησε κανένα από τους νέους να σου απαντήση. Διότι εγώ μεν είμαι
    ασυνήθιστος εις αυτήν την διαλεκτικήν, και εξ άλλου δεν το επιτρέπει
    η ηλικία μου να συνηθίσω, ενώ εις τούτους είναι και πρέπον και είναι
    δυνατόν να προοδεύσουν πολύ. Διότι πραγματικώς η νεότης εις όλα
    προοδεύει, ώστε καθώς ήρχισες, μην αφίνης τον Θεαίτητον, άλλα ερώτα
    αυτόν.

Σωκράτης.
    Ακούεις λοιπόν, καλέ Θεαίτητε, τι λέγει ο Θεόδωρος; εις τον οποίον,
    νομίζω, ούτε συ θα θελήσης να μην υπακούσης, ούτε είναι ορθόν, συ
    νεώτερος να μην υπακούης εις άνδρα σοφόν εις τοιαύτα ζητήματα, ο
    οποίος σε διατάσσει. Ώστε ειπέ καλά και ευγενώς, τι νομίζεις ότι
    είναι η επιστήμη;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως, Σωκράτη μου, αφού συ το απαιτείς είναι ανάγκη να γίνη. Διότι
    είμαι βέβαιος ότι και αν κάμω κανέν λάθος θα μου το διορθώσετε.

Σωκράτης.
    Βεβαιότατα, αν είμεθα εις θέσιν.

Θεαίτητος.
    Λοιπόν εγώ νομίζω, ότι και όσα μανθάνει κανείς από τον Θεόδωρον είναι
    επιστήμαι, δηλαδή η γεωμετρία και αυτά τα οποία είπες συ προ ολίγου,
    και πάλιν η υποδηματοποιία και αι τέχναι των άλλων εργατών, και όλαι
    ομού και εκάστη χωριστά, δεν είναι άλλο τίποτε παρά επιστήμη.

Σωκράτης.
    Με ευγένειαν, φίλε μου, και με φιλοδωρίαν αν και σου εζητήσαμεν έν,
    συ μας έδωκες πολλά, και αντί ενός απλού πράγματος συ μας έδωκες
    ποικιλίαν.

Θεαίτητος.
    Πώς; Τι εννοείς με τούτο, καλέ Σωκράτη;

Σωκράτης.
    Ίσως δεν είναι τίποτε. Όμως θα σου ειπώ τι εννοώ. Όταν λέγης
    υποδηματοποιίαν, μήπως εννοείς άλλο τίποτε παρά επιστήμην της
    κατασκευής υποδημάτων;

Θεαίτητος.
    Τίποτε άλλο.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν; όταν λέγης ξυλουργικήν, μήπως εννοείς άλλο τίποτε παρά
    την επιστήμην κατασκευής ξυλίνων επίπλων!

Θεαίτητος.
    Ούτε τότε.

Σωκράτης.
    Λοιπόν και εις τα δύο αυτά άραγε δεν ορίζεις το πράγμα μόνον, του
    οποίου είναι επιστήμη κάθε μία;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Αλλά, καλέ Θεαίτητε, η ερώτησις δεν ήτο αυτή, δηλαδή τι παράγει η
    επιστήμη; ουδέ πόσαι είναι αι επιστήμαι, διότι δεν ερωτήσαμεν με
    σκοπόν να τας μετρήσωμεν, αλλά απλώς ηθελήσαμεν να μάθωμεν τι πράγμα
    είναι η ιδία η επιστήμη. Ή μήπως δεν εκφράζομαι καλώς;

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά μάλιστα.

Σωκράτης.
    Λοιπόν λάβε υπ' όψιν σου και το εξής· Εάν κανείς μας ερωτήση διά
    κανέν από τα μηδαμινά και πρόχειρα πράγματα, παραδείγματος χάριν διά
    την λάσπην, τι πράγμα είναι, και ημείς του απαντήσωμεν, ότι είναι η
    λάσπη των αγγειοπλαστών, η λάσπη των κοροπλαστών και η λάσπη των
    πλινθοποιών, δεν θα φανώμεν γελοίοι;

Θεαίτητος.
    Ίσως.

Σωκράτης.
    Πρώτον βεβαίως, διότι νομίζομεν, ότι μας ενόησεν αυτός ο οποίος
    ερώτησε από την απάντησίν μας, όταν του είπαμεν η λάσπη, και
    επροσθέσαμεν είτε η λάσπη των κοροπλαστών είτε η λάσπη άλλων
    οποιωνδήποτε εργατών. Ή μήπως φρονείς ότι εννοεί ο άλλος ένα όνομα,
    όταν δεν γνωρίζη την σημασίαν του;

Θεαίτητος.
    Διόλου μάλιστα.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν δεν εννοεί ούτε την επιστήμην των υποδημάτων, όστις δεν
    γνωρίζει τι είναι επιστήμη.

Θεαίτητος.
    Όχι βέβαια.

Σωκράτης.
    Επομένως δεν εννοεί την υποδηματοποιίαν ούτε καμμίαν άλλην τέχνην,
    όστις δεν γνωρίζει τι είναι επιστήμη.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Επομένως είναι γελοία η απάντησις από εκείνον όστις ερωτήθη τι είναι
    επιστήμη, εάν απαντήση ένα όνομα μιας τέχνης, διότι απαντά τι παράγει
    η επιστήμη, ενώ δεν το ερωτήσαμεν αυτό.

Θεαίτητος.
    Φαίνεται.

Σωκράτης.
    Και έπειτα βεβαίως ήτο δυνατόν να απαντήση με το τίποτε και συντόμως,
    και όμως εκείνος διέτρεξε ένα απέραντον δρόμον. Παραδείγματος χάριν
    ακόμη και εις την ερώτησιν της λάσπης ήτο δυνατόν να δώση μίαν
    πρόχειρον και απλήν απάντησιν, ότι το χώμα όταν αναμιχθη με το νερόν
    γίνεται λάσπη, και να αφήση κατά μέρος τι είδους λάσπη.

Θεαίτητος.
    Πραγματικώς, καλέ Σωκράτη, τόρα, καθώς το είπες, φαίνεται
    ευκολώτερον. Μου φαίνεται όμως ότι ερωτάς πράγμα, το οποίον και μόνοι
    μας ημείς το εσκέφθημεν προ ολίγου συνομιλούντες, εγώ και ο
    συνονόματός σου Σωκράτης απ' εδώ.

Σωκράτης.
    Τι πράγμα, καλέ Θεαίτητε;

Θεαίτητος.
    Ο Θεόδωρος απ' εδώ μας εσχεδίασε γεωμετρικά σχήματα διά τας ρίζας των
    αριθμών καθώς την ρίζαν του αριθμού 3 και την ρίζαν του 5, και
    απεδείκνυε ότι δεν είναι σύμμετροι με την ρίζαν του 1. Και επροχώρησε
    κατ' αυτόν τον τρόπον εις την ρίζαν εκάστου αριθμού έως εις τον 17.
    Εις αυτήν όμως κάπως εσταμάτησε. Τότε λοιπόν ημείς εσκέφθημεν ότι
    πρέπει, αφού αι ρίζαι εφαίνοντο άπειροι κατά τον αριθμόν, να
    δοκιμάσωμεν να τας συμπεριλάβωμεν εις έν όνομα, με το οποίον να
    ονομάζωμεν όλας αυτάς τας δυνάμεις.

Σωκράτης.
    Αι λοιπόν ευρήκατε κανέν όνομα;

Θεαίτητος.
    Νομίζω ότι ευρήκαμεν. Πρόσεξε όμως και συ.

Σωκράτης.
    Λέγε.

Θεαίτητος.
    Διαιρέσαμεν εις δύο πάντα αριθμόν και όστις μεν είναι δυνατόν να δώση
    ίσα επί ίσα τον παρωμοιάσαμεν κατά τα σχήμα προς τετράγωνον και τον
    ωνομάσαμεν τετράγωνον και ισόπλευρον.

Σωκράτης.
    Πολύ καλά εκάματε.

Θεαίτητος.
    Και λοιπόν τους διαμέσους αριθμούς καθώς είναι το 3 και το 5 και κάθε
    αριθμός, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να δώση ίσα επί ίσα, αλλά δίδει ή
    περισσότερα επί ολιγώτερα ή ολιγώτερα επί περισσότερα και τον
    περιλαμβάνει μία πλευρά μεγαλητέρα και μία μικροτέρα, αυτόν πάλιν τον
    παρωμοιάσαμεν κατά το σχήμα με προμήκη και τον ωνομάσαμεν προμήκη
    αριθμόν.

Σωκράτης.
    Πολύ καλά. Αλλά κατόπιν τι εκάματε;

Θεαίτητος.
    Όσαι μεν γραμμαί τετραγωνίζουν τον ισόπλευρον και ισόπεδον αριθμόν
    τας ωνομάσαμεν μήκος, όσαι δε τετραγωνίζουν τον προμήκη αριθμόν, τας
    ωνομάσαμεν ρίζας, επειδή κατά το μήκος δεν είναι σύμμετροι με εκείνας
    τας γραμμάς, αλλά μόνον με τα εμβαδά, τα οποία σχηματίζουν. Το ίδιον
    εκάμαμεν και διά τα στερεά.

Σωκράτης.
    Πολύ περίφημα εκάματε, παιδιά μου. Ώστε μου φαίνεται ότι ο Θεόδωρος
    δεν θα ενοχοποιηθή ως ψευδομάρτυς.

Θεαίτητος.
    Και όμως, καλέ Σωκράτη, εις αυτό το οποίον ερωτάς περί της επιστήμης
    δεν θα ημπορέσω να απαντήσω καθώς απήντησα περί μήκους και περί
    ρίζης. Μολονότι μου φαίνεται ότι ζητείς ένα παρόμοιον πράγμα. Ώστε
    τόρα πάλιν αποδεικνύεται ψεύτης ο Θεόδωρος.

Σωκράτης.
    Και πώς; εάν σε επαινούσε διά την ταχύτητά σου και έλεγε, ότι δεν
    είδε έως τόρα άλλον τόσον ταχύν μεταξύ των νέων, έπειτα όμως συ έτυχε
    να νικηθής εις τον δρόμον από ένα ακμαίον και τάχιστον, νομίζεις ότι
    ολιγώτερον είναι αληθείς οι έπαινοι τούτου;

Θεαίτητος.
    Όχι.

Σωκράτης.
    Μήπως όμως νομίζεις ότι είναι μικρόν πράγμα να εύρης τι είναι
    επιστήμη, καθώς προ ολίγου ελέγαμεν, και όχι έν από τα υψηλότερα;

Θεαίτητος.
    Μα τον Δία εγώ τουλάχιστον το νομίζω έν από τα υψηλότερα.

Σωκράτης.
    Λοιπόν μην αποθαρρύνεσαι και πίστευε ότι λέγεις κάτι τι σπουδαίον,
    προσπάθησε όμως με κάθε τρόπον να μας ειπής και περί των άλλων και
    περί της επιστήμης, τι πράγμα είναι.

Θεαίτητος.
    Όσον διά προθυμίαν, καλέ Σωκράτη, δεν θα μείνω οπίσω.

Σωκράτης.
    Εμπρός λοιπόν. Και σε βεβαιώ καλά είχες αρχίσει προ ολίγου. Δοκίμασε
    να μιμηθής την απάντησιν, την οποίαν έδωκες περί ριζών, καθώς αυτάς
    ενώ είναι πολλαί τας περιέλαβες ως μίαν κατηγορίαν, ομοίως προσπάθησε
    να χαρακτηρίσης με μίαν λέξιν τας πολλάς επιστήμας.

Θεαίτητος.
    Σε βεβαιώ, Σωκράτη μου, πολλάκις εδοκίμασα να το εξετάσω αυτό, οσάκις
    ήκουα να διαδίδουν τας ερωτήσεις, τας οποίας συνηθίζεις συ να
    προβάλλης. Αλλά ούτε μόνος μου ημπορώ να πείσω τον εαυτόν μου, ότι
    ευρήκα ικανοποιητικήν απάντησιν, ούτε ήκουσα κανένα άλλον να ομιλή
    καθώς προτρέπεις συ. Και μολαταύτα όμως δεν θα αποφύγω να προσπαθήσω,

Σωκράτης.
    Βέβαια, καλέ Θεαίτητε, διότι συ δεν είσαι κούφος, αλλά κάτι θα
    γεννήση το μυαλό σου.

Θεαίτητος.
    Δεν ηξεύρω τι να ειπώ, Σωκράτη μου. Σου λέγω όμως αυτό, το οποίον
    συμβαίνει.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν, κακομοίρη μου, δεν έμαθες ότι εγώ είμαι υιός μαίας πολύ
    ικανής και σοβαράς, δηλαδή της Φαιναρέτης;

Θεαίτητος.
    Αυτό μάλιστα το ήκουσα.

Σωκράτης.
    Άραγε και ότι εξασκώ το ίδιον επάγγελμα με εκείνην, το ήκουσες και
    αυτό;

Θεαίτητος.
    Διόλου δεν το ήκουσα.

Σωκράτης.
    Αι λοιπόν γνώριζέ το από εμέ. Αλλά μην τύχη και με καταδώσης εις
    άλλους. Διότι εγώ, καλέ φίλε, το έχω μυστικά αυτό το επάγγελμα. Αυτοί
    δε επειδή δεν το γνωρίζουν δεν διαδίδουν περί εμού αυτήν την είδησιν,
    αλλά λέγουν ότι είμαι πολύ ακατανόητος και κάμνω τους ανθρώπους να
    απορούν. Αί το ήκουσες και αυτό;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Θέλεις να σου ειπώ ποία είναι η αιτία;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Λοιπόν σκέψου όλην την υπόθεσιν μιας μαίας, και τότε ευκολώτερον θα
    εννοήσης τι θέλω να ειπώ. Θα γνωρίζεις δηλαδή ότι καμμία από αυτάς
    δεν ξεγεννά άλλας ενόσω η ιδία εγκυμονεί και γεννά, αλλά αφού πλέον
    δεν έχει ικανότητα να γεννήση.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Αιτία δε τούτου λέγουν ότι είναι η Άρτεμις, η οποία ενώ δεν γίνεται
    λεχόνα έλαβε υπό την προστασίαν της τας λεχόνας. Και λοιπόν εις μεν
    τας στείρας δεν επέτρεψε να εξασκούν την μαιευτικήν, διότι η
    ανθρωπίνη φύσις δεν έχει την δύναμιν να εξασκή την τέχνην εκείνων, τα
    οποία δεν εδοκίμασε. Και μόνον εις τας μη γεννώσας ένεκα της
    περασμένης ηλικίας επέβαλε το επάγγελμα τούτο διά να τας τιμήση ένεκα
    της ομοιότητος προς αυτήν.

Θεαίτητος.
    Βεβαίως.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν δεν σου φαίνεται ότι και τούτο είναι επόμενον και μάλιστα
    λογικόν, ότι δηλαδή όσαι κυοφορούν και όσαι δεν κυοφορούν ευκολώτερον
    γνωρίζονται από τας μαίας παρά από τας άλλας;

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Εκτός τούτου αι μαίαι δίδουν κάτι μικρά ιατρικά και κάμνουν και
    μερικά διαβάσματα, ώστε κατορθόνουν να προκαλέσουν τους πόνους και να
    τους καταστήσουν μαλακωτέρους αν θέλουν, και να γεννήσουν όσαι έχουν
    δυστοκίαν, και αν κριθή αναγκαίον να εκτρώσουν το έμβρυον, κάμνουν
    την έκτρωσιν.

Θεαίτητος.
    Αυτά είναι γνωστά.

Σωκράτης.
    Αλλ' όμως άραγε έμαθες και το εξής περί αυτών· ότι και προξενήτριαι
    είναι πολύ επιτήδειαι, διότι είναι εμπειρόταται εις το να διακρίνουν
    ποία πρέπει να συζήση με τον δείνα άνδρα διά να αποκτήση όσον είναι
    δυνατόν καλλίτερα παιδιά;

Θεαίτητος.
    Αυτό δεν το γνωρίζω τόσον καλά.

Σωκράτης.
    Και όμως μάθε ότι περισσότερον δι' αυτό υπερηφανεύονται παρά διά την
    ομφαλοτομίαν. Κάμε δε την εξής σκέψιν. Νομίζεις ότι είναι η ιδία
    τέχνη ή διαφορετική, το να τρυγήσωμεν τους καρπούς από την γην και
    πάλιν το να γνωρίζωμεν εις ποίον χώμα πρέπει να φυτεύσωμεν το δείνα
    φυτόν και τον δείνα σπόρον;

Θεαίτητος.
    Όχι, αλλά η ιδία τέχνη είναι.

Σωκράτης.
    Ως προς την γυναίκα όμως, φίλε μου, άλλη μεν νομίζεις ότι είναι η
    τέχνη αυτής της διαγνώσεως και άλλη του τρύγου.

Θεαίτητος.
    Δεν φαίνεται να είναι άλλη.

Σωκράτης.
    Βέβαια όχι. Αλλά επειδή απέτυχε πολλάκις η ένωσις ενός ανδρός με μίαν
    γυναίκα, εις το οποίον αποδίδεται το όνομα της μαστροπείας,
    αποφεύγουν αι μαίαι την προξενείαν, διότι είναι σεμναί και φοβούνται
    μήπως εξ αιτίας αυτής αποκτήσουν εκείνην την δυσφημίαν. Αλλέως όμως
    μόνον αι αληθιναί μαίαι είναι επόμενον και να προξενεύουν ορθώς.

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Λοιπόν το μεν έργον των μαιών αυτά τα κατορθώματα έχει, είναι όμως
    κατώτερον από το ιδικόν μου. Διότι εις τας γυναίκας, δεν προστίθεται
    και η δυσκολία, άλλοτε μεν να γεννούν φανταστικά και άλλοτε αληθινά,
    και τούτο να μη είναι εύκολον να το διακρίνη κανείς. Διότι, αν
    επροστίθετο και τούτο, τότε το ανώτερον και το καλλίτερον έργον διά
    τας μαίας θα ήτο να κρίνουν ποίον είναι αληθινόν και ποίον δεν είναι.
    Ή μήπως δεν το παραδέχεσαι;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης. Εις την ιδικήν μου όμως μαιευτικήν, όλα μεν τα άλλα υπάρχουν καθώς και εις εκείνας, η διαφορά όμως είναι ότι ξεγεννώ άνδρας και όχι γυναίκας και ότι επιβλέπω να γεννήσουν αι ψυχαί των και όχι τα σώματά των. Είναι δε πολύ σπουδαίον τούτο εις την τέχνην μας, δηλαδή η ικανότης εις το να εξακριβώσωμεν διά παντός μέσου, άραγε φάντασμα και ψευδές γεννά ο νους του νέου ή πραγματικόν και αληθές. Άλλως και εγώ έχω το ίδιον με τας μαίας, ότι δηλαδή είμαι άγονος, και αυτό το οποίον πολλοί με ωνείδισαν έως τόρα, ότι δηλαδή τους μεν άλλους ερωτώ, ο ίδιος όμως δεν δίδω καμμίαν απάντησιν, διότι δεν έχω να δώσω σοφήν απάντησιν, και τούτο ακόμη είναι αληθές. Αιτία δε αυτού του πράγματος είναι η εξής. Ο θεός μου επέβαλε μόνον να ξεγεννώ, όχι όμως και να γεννώ. Δι' αυτό λοιπόν ο ίδιος μεν δεν είμαι πολύ σοφός, ουδέ έχω να αναφέρω καμμίαν ανακάλυψιν, η οποία να είναι έργον της ιδικής μου ψυχής. Όσοι όμως με σχετίζονται εις την αρχήν φαίνονται αμαθείς, μερικοί μάλιστα φαίνονται πολύ αμαθείς, όλοι όμως, όσον προχωρεί η σχέσις μας και αν τους επιτρέψη ο θεός, προοδεύουν εις θαυμάσιον βαθμόν καθώς κρίνουν και οι ίδιοι και ο άλλος κόσμος. Αν και είναι ολοφάνερον ότι από εμέ ποτέ δεν εδιδάχθησαν τίποτε, αλλά οι ίδιοι από τον εαυτόν των ανεκάλυψαν και συγκρατούν πολλάς και καλάς ιδέας. Όσον όμως διά το ξεγέννημα πρωτουργός είναι ο θεός και εγώ. Τούτο αποδεικνύεται από το εξής. Πολλοί έως τόρα δεν το εγνώριζαν τούτο και απέδιδαν εις τον εαυτόν των την αιτίαν της προόδου των, δι' αυτό με επεριφρόνησαν εμέ, ή εξ ιδίων, ή αφού κατεπείσθησαν από άλλους, και με εχωρίσθησαν, πολύ πριν έλθη η κατάλληλος στιγμή, και τότε πλέον όλα τα άλλα πνευματικά των προϊόντα έγιναν εξαμβλώματα ένεκα των κακών των σχέσεων, και όσα είχα ξεγεννήσει εγώ τα ανέθρεψαν κακώς και κατεστράφησαν, εις το τέλος δε απεδείχθησαν αμαθείς και εις τον εαυτόν των και εις τους άλλους. Είς από αυτούς είναι και ο Αριστείδης Λυσιμάχου και πολλοί άλλοι. Από τούτους όμως, όταν έλθουν πάλιν εις εμέ και με παρακαλούν να γίνουν και αυτοί συνομιληταί μου μεταχειριζόμενοι υπερβολικήν επιμονήν, μερικούς μεν με εμποδίζει το δαιμόνιόν μου να τους σχετίζωμαι, μερικούς όμως μου το επιτρέπει και τότε πάλιν αυτοί κάμνουν προόδους. Και λοιπόν όσοι με σχετίζονται παθαίνουν και το εξής, καθώς αι γεννώσαι γυναίκες. Δηλαδή έχουν πόνους και στενοχωρίας ημέραν και νύκτα πολύ περισσότερον από εκείνας. Αυτούς όμως τους πόνους γνωρίζει να τους καταπαύη η ιδική μου τέχνη. Και όσον μεν δι' αυτούς, αυτό κάμνω. Ενίοτε όμως, φίλε Θεαίτητε, όσοι μου φανούν ότι δεν έχουν τίποτε να γεννήσουν, αφού αντιληφθώ ότι δεν έχουν διόλου την ανάγκην μου, εγώ πολύ προθύμως τους συνιστώ εις άλλους και, δόξα τω θεώ, αρκετά καλά μαντεύω ποίους πρέπει να σχετισθούν διά να ωφεληθούν. Από αυτούς πάρα πολλούς συνέστησα εις τον Πρόδικον, και αρκετούς εις άλλους σοφούς και θαυμασίους ανθρώπους. Αυτά λοιπόν, καλέ μου φίλε, τα εμάκρυνα ολίγον, διότι σε υποπτεύομαι καθώς και μόνος σου φρονείς, ότι έχεις πόνους και θα γεννήσης κάτι τι. Λοιπόν εμπιστεύσου εις εμέ ως υιόν της μαίας και έμπειρον της μαιευτικής, και προσπάθησε όσον σου είναι δυνατόν να απαντήσης εις όσα θα σ' ερωτήσω. Και αν εγώ, εννοείται, παρατηρών όσα λέγεις, εύρω κανέν ότι είναι φάντασμα και όχι αληθινόν, και επομένως το αποσπάσω και το αφήσω κατά μέρος, μη μου αγριεύεις καθώς κάμνουν διά τα παιδιά των αι πρωτότοκοι γυναίκες. Διότι έως τόρα, λαμπρέ μου άνθρωπε, μου έδειξαν τοιαύτας διαθέσεις, ώστε, σε βεβαιώ, ήσαν έτοιμοι να με δαγκάσουν, καθ' ην στιγμήν αποσπώ από την ψυχήν των καμμίαν φλυαρίαν, και νομίζουν ότι αυτό εγώ δεν το κάμνω διά το καλόν των. Διότι είναι πολύ μακράν διά να εννοήσουν ότι κανείς θεός δεν θέλει το κακόν των ανθρώπων, και ούτε και εγώ κάμνω με κακήν πρόθεσιν κανέν από αυτά, αλλά διότι δεν μου είναι συγχωρημένον να επιτρέψω να υπάρχη το ψεύδος και να εξαφανίσω την αλήθειαν, ώστε προσπάθησε πάλιν από την αρχήν, καλέ Θεαίτητε, να ειπής τι είναι επιστήμη. Και ποτέ να μην ειπής ότι δεν είσαι ικανός. Διότι, εάν θέλη ο θεός και αν συ δείξης ανδρισμόν, θα φανής ικανός.

Θεαίτητος.
    Και βέβαια, Σωκράτη μου, αφού συ τόσον πολύ με προτρέπεις, είναι
    εντροπή μου να μη προσπαθήσω με κάθε τρόπον να ειπώ ό,τι μου είναι
    δυνατόν. Λοιπόν μου φαίνεται ότι, όστις γνωρίζει επιστημονικώς κάτι
    τι, αισθάνεται αυτό το οποίον γνωρίζει, και καθώς τουλάχιστον μου
    φαίνεται αυτήν την στιγμήν, η επιστήμη δεν είναι τίποτε άλλο παρά
    αίσθησις.

Σωκράτης.
    Πολύ καλά και με γενναιότητα το είπες, παιδί μου. Και βέβαια έτσι
    πρέπει να εκφράζης την γνώμην σου. Τόρα όμως ας το εξετάσωμεν αυτό οι
    δύο μαζί, άραγε είναι γόνιμον ή ανύπαρκτον. Λέγεις ότι η αίσθησις
    είναι επιστήμη;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Πραγματικώς αυτός ο ορισμός της επιστήμης, τον οποίον είπες, σχεδόν
    δεν είναι περιφρονητέος, αλλά είναι ο ίδιος με εκείνον τον οποίον
    έλεγε ο Πρωταγόρας. Διότι αυτός λέγει ότι ο πήχυς που μετρά όλα τα
    πράγματα είναι ο άνθρωπος, διά να ευρίσκη ότι τα υπάρχοντα υπάρχουν,
    και τα μη υπάρχοντα δεν υπάρχουν. Μήπως το ανέγνωσες αυτό πουθενά;

Θεαίτητος.
    Το ανέγνωσα μάλιστα πολλές φορές.

Σωκράτης.
    Άραγε λοιπόν δεν εννοεί επάνω κάτω ότι, όπως φαίνεται εις εμέ το κάθε
    πράγμα, τοιούτον είναι δι' εμέ, και όπως εις εσέ τοιούτον διά σε
    πάλιν, είσαι δε άνθρωπος και συ καθώς και εγώ;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα αυτό φαίνεται ότι εννοεί.

Σωκράτης.
    Και είναι βεβαίως ορθόν να δεχθώμεν ότι, αφού είναι σοφός αυτός ο
    άνθρωπος, δεν λέγει φλυαρίας. Και λοιπόν ας τον παρακολουθήσωμεν.
    Άραγε ενίοτε, όταν φυσά άνεμος, δεν συμβαίνει την ιδίαν στιγμήν άλλος
    μεν να κρυόνη, άλλος όμως να μη κρυόνη; και πάλιν άλλος μεν να κρυόνη
    ολίγον, άλλος δε πάρα πολύ;

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Τι φρονείς λοιπόν, τον άνεμον εκείνον καθ' εαυτόν πρέπει να τον
    ονομάσωμεν ψυχρόν, ή όχι ψυχρόν; ή θα δεχθώμεν την γνώμην του
    Πρωταγόρα, ότι δι' εκείνον μεν ο οποίος κρυόνει είναι ψυχρός, δι'
    εκείνον όμως ο οποίος δεν κρυόνει δεν είναι ψυχρός;

Θεαίτητος.
    Αυτό φρονώ.

Σωκράτης.
    Δεν θα δεχθώμεν ακόμη ότι και φαίνεται κατ' αυτόν τον τρόπον εις
    έκαστον από αυτούς τους δύο;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Αυτό δε το φαίνεται δεν σημαίνει ότι τον αισθάνεται;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως αυτό σημαίνει.

Σωκράτης.
    Η φαινομενικότης λοιπόν και η αίσθησις είναι το ίδιον πράγμα και ως
    προς τα θερμά και ως προς όλα τα παρόμοια. Διότι, όπως τα αισθάνεται
    έκαστος, τοιαύτα είναι σχεδόν αυτά εις έκαστον.

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Η αίσθησις λοιπόν αναφέρεται πάντοτε εις το υπάρχον και δεν είναι
    ψευδής.

Θεαίτητος.
    Φαίνεται.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν μα τας Χάριτας θα ήτο σχεδόν πάνσοφος ο Πρωταγόρας και
    εις ημάς μεν τον κοινόν λαόν είπε αυτό αινιγματωδώς, εις τους μαθητάς
    του όμως έλεγε υπό εχεμύθειαν την αλήθειαν.

Θεαίτητος.
    Πώς το εννοείς αυτό, καλέ Σωκράτη;

Σωκράτης.
    Εγώ θα σου δώσω μίαν εξήγησιν, η οποία είναι σπουδαία. Ότι δηλαδή
    κανέν πράγμα δεν είναι έν και το αυτό, και ούτε είναι δυνατόν να
    δώσης ορθόν όνομα εις οποιονδήποτε πράγμα, αλλά αν μεν το ονομάσης
    μέγα, θα φανή συγχρόνως και μικρόν, και αν πάλιν το ονομάσης βαρύ, θα
    φανή και ελαφρόν, και όλα εν γένει ομοίως, διότι κανέν πράγμα δεν
    είναι έν, ούτε έχει μίαν ωρισμένην, ή άλλην οποιανδήποτε ποιότητα.
    Αλλά από την μεταφοράν και την κίνησιν και την ανάμιξιν του ενός προς
    το άλλο γίνονται όλα, όσα λέγομεν ότι δήθεν υπάρχουν. Και όμως δεν τα
    ονομάζομεν ορθώς, διότι κανέν δεν υπάρχει ποτέ, αλλά πάντοτε γίνεται.
    Και ως προς τούτο όλοι οι σοφοί κατά σειράν εκτός του Παρμενίδου
    συμφωνούν, καθώς είναι ο Πρωταγόρας και ο Ηράκλειτος και ο Εμπεδοκλής
    και από τους ποιητάς οι κορυφαίοι των δύο ειδών της ποιήσεως, ήτοι ο
    Επίχαρμος από το μέρος της κωμωδίας και ο Όμηρος από το μέρος της
    τραγωδίας, ο οποίος είπε:

&Ο Ωκεανός εγέννησε θεούς και η γραία Τηθύς.&

    Και τα πάντα εθεώρησε ως γεννηθέντα από την ροήν και κίνησιν. Ή
    νομίζεις ότι δεν είναι αυτό;

Θεαίτητος.
    Αυτό νομίζω.

Σωκράτης.
    Ποίος λοιπόν ημπορεί να εναντιωθή εις τόσον μέγα στρατόπεδον με
    αρχιστράτηγον τον Όμηρον χωρίς να γίνη γελοίος;

Θεαίτητος.
    Δεν είναι εύκολον αυτό, Σωκράτη μου.

Σωκράτης.
    Βέβαια δεν είναι, καλέ Θεαίτητε. Άλλως τε και τα εξής αποτελούν
    ισχυρούς λόγους, ότι δηλαδή εκείνο το οποίον είναι και γίνεται το
    δίδει η κίνησις, εκείνο δε το οποίον δεν είναι και χάνεται το δίδει η
    ηρεμία. Διότι και αυτό το ίδιον το θερμόν και το πυρ, το οποίον
    μάλιστα γεννά και επιτηρεί και τα άλλα, γεννάται από την κίνησιν και
    την τριβήν, αυτά δε τα δύο είναι κινήσεις. Ή μήπως από αυτά δεν
    παράγεται το πυρ;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως από αυτά.

Σωκράτης.
    Αλλά και το γένος των ζώων από αυτά τα ίδια παράγεται.

Θεαίτητος.
    Πώς όχι;

Σωκράτης.
    Και πάλιν τι φρονείς; η υγεία των σωμάτων δεν φθείρεται από την
    ακινησίαν και αργίαν, ενώ από την γυμναστικήν και την κίνησιν ως επί
    το πλείστον διατηρείται;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Αλλά τόρα άραγε η υγιής κατάστασις της ψυχής δεν είναι αληθές ότι από
    την μάθησιν και την σπουδήν, αι οποίαι είναι κινήσεις, λαμβάνει
    μαθήματα και διατηρείται και γίνεται καλλιτέρα, ενώ από την ησυχίαν,
    οποία είναι η έλλειψις σπουδής και αμάθεια, δεν μανθάνει τίποτε και
    περιπλέον λησμονεί όσα έμαθε;

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Η κίνησις λοιπόν δεν είναι το ωφέλιμον και ως προς την ψυχήν και ως
    προς το σώμα, το δε άλλο όλως το αντίθετον;

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Θέλεις να σου αναφέρω ακόμη και την νηνεμίαν και την γαλήνην, διά να
    ιδής ότι αι μεν ακινησίαι φέρουν σήψιν και καταστροφήν, ενώ τα
    αντίθετα είναι σωτήρια; Και τόρα θέτω την κορωνίδα εις τας αποδείξεις
    μου ότι ο Όμηρος (2), όταν λέγη χρυσήν σειράν, δεν εννοεί άλλο παρά
    τον ήλιον, και εξηγεί ότι, εφ' όσον υπάρχει αυτή η περιφορά του
    ηλίου, όλα τα πράγματα υπάρχουν και διατηρούνται μεταξύ των θεών και
    των ανθρώπων, εάν όμως αυτός σταματήση, ως να είναι δεμένος, όλα τα
    πράγματα θα καταστραφούν και θα γίνουν όλα, καθώς λέγομεν συνήθως,
    άνω κάτω.

Θεαίτητος.
    Το κατ' εμέ, καλέ Σωκράτη, νομίζω ότι αυτό εννοούν αυτά τα οποία
    λέγει.

Σωκράτης.
    Λοιπόν, καλέ μου φίλε, δέξου το εξής. Πρώτον ως προς τους οφθαλμούς,
    ότι αυτό το οποίον ονομάζεις χρώμα λευκόν δεν είναι κανέν πράγμα το
    οποίον υφίσταται έξω από τους οφθαλμούς σου, ούτε μέσα εις αυτούς,
    ούτε πρέπει να προσδιορίσης δι' αυτό ιδιαίτερον τόπον, διότι τότε
    πλέον θα είχε ωρισμένην θέσιν και θα έμενε σταθερόν, και δεν θα
    ευρίσκετο εις τον δρόμον της γεννήσεως.

Θεαίτητος.
    Πώς όμως;

Σωκράτης.
    Ας ακολουθήσωμεν την προηγουμένην αρχήν παραδεχόμενοι ότι δεν υπάρχει
    κανέν πράγμα μόνον του ως έν. Και τότε θα εννοήσωμεν ότι το μαύρον
    και το λευκόν και οποιονδήποτε άλλο χρώμα εσχηματίσθη από την
    προσβολήν των οφθαλμών εις την σχετικήν κίνησιν, και επομένως παν
    ό,τι ονομάζομεν ιδιαίτερον χρώμα δεν είναι ούτε αυτό το οποίον
    προσβάλλει, ούτε αυτό το οποίον προσβάλλεται, αλλά κάτι τι εις το
    μέσον και ιδιαίτερον δι' ένα έκαστον από ημάς. Ή μήπως συ θα
    διισχυρισθής ότι όπως φαίνεται εις σε έκαστον χρώμα, το ίδιον
    φαίνεται και εις τον σκύλλον και εις οποιονδήποτε άλλο ζώον;

Θεαίτητος.
    Όχι, μα τον Δία.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν; άραγε εις άλλον άνθρωπον φαίνεται έν οποιονδήποτε πράγμα
    όμοιον όπως εις σε; Επιμένεις πολύ εις αυτό; ή παραδέχεσαι μάλλον ότι
    ουδέ εις τον ίδιον εαυτόν σου δεν φαίνεται όμοιον, διότι ποτέ δεν
    είσαι όμοιος με τον εαυτόν σου;

Θεαίτητος.
    Μάλλον παραδέχομαι το δεύτερον παρά το πρώτον.

Σωκράτης.
    Διότι, εάν εκείνο το οποίον μετρούμεν, ή το οποίον απτόμεθα, ήτο
    μέγα, ή λευκόν, ή θερμόν, δεν ήτο δυνατόν να γίνη διαφορετικόν όταν
    συμπέση με άλλο, αφού αυτό το ίδιον δεν μεταβάλλεται. Εάν δε πάλιν το
    μετρούμενον αυτό ή το εφαπτόμενον είχε μίαν από αυτάς τας ιδιότητας,
    δεν ήτο δυνατόν να μεταβληθή αυτό το ίδιον, όταν το πλησιάση κανέν
    άλλο, ή πάθη τίποτε αυτό το οποίον το πλησιάζει, χωρίς να πάθη αυτό
    το ίδιον. Αλλέως, φίλε μου, είμεθα αναγκασμένοι να υποχωρούμεν
    ευκόλως και να παραδεχώμεθα παράδοξα και γελοία πράγματα, καθώς θα
    έλεγε ο Πρωταγόρας και πας όστις προσπαθεί να ειπή τα ίδια με
    εκείνον.

Θεαίτητος.
    Πώς δηλαδή και ποία είναι αυτά;

Σωκράτης.
    Λάβε ένα μικρόν παράδειγμα και αμέσως θα τα εννοήσης όλα. Έχομεν καθ'
    υπόθεσιν έξ αστραγάλους. Εάν θέσης απέναντι των τέσσαρας, λέγομεν ότι
    εκείνοι είναι περισσότεροι από τούτους τους τέσσαρας και μάλιστα
    μιάμιση φοράν, εάν όμως θέσης απέναντι των δώδεκα, λέγομεν ότι είναι
    ολιγώτεροι και μάλιστα οι μισοί. Και δεν δεχόμεθα εις αυτό καμμίαν
    αντίρρησιν. Ή μήπως συ δέχεσαι;

Θεαίτητος.
    Δεν δέχομαι.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν; Αν σε ερωτήση ο Πρωταγόρας ή άλλος κανείς, καλέ Θεαίτητε,
    είναι δυνατόν ένα πράγμα με άλλον τρόπον να γίνη μεγαλείτερον ή
    περισσότερον παρά διά της αυξήσεως; Τι θα απαντήσης;

Θεαίτητος.
    Σωκράτη μου, εάν μεν απαντήσω συμφώνως προς την τελευταίαν αυτήν
    ερώτησιν, θα ειπώ ότι δεν είναι δυνατόν. Εάν όμως απαντήσω συμφώνως
    προς την προηγουμένην, θα ειπώ ότι είναι δυνατόν, διότι θα προσέχω
    μήπως περιέλθω εις αντίφασιν.

Σωκράτης.
    Μα την Ήραν πολύ καλά θα απαντήσης και σαν θεός. Με την διαφοράν,
    καθώς φαίνεται, ότι αν απαντήσης ότι είναι δυνατόν, θα συμβή εκείνο
    το οποίον λέγει ο Ευριπίδης. Δηλαδή η μεν γλώσσα μας δεν θα αποδειχθή
    ψευδής, θα αποδειχθή όμως ψευδής ο νους μας.

Θεαίτητος.
    Αυτό είναι αληθές.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν, αν εγώ και συ ήμεθα δεινοί και σοφοί, από εκείνους οι
    οποίοι εξήτασαν όλα τα βάθη της σκέψεως, θα είχαμεν καιρόν τόρα πλέον
    να δοκιμάζωμεν ο είς τον άλλον, συναντώμενοι ως σοφισταί εις μίαν
    τοιαύτην μάχην, καθ' ην να προσβάλλωμεν ο είς τους λόγους του άλλου.
    Τόρα όμως, επειδή είμεθα αμαθείς, πρέπει βεβαίως πρώτον να τα
    εξετάσωμεν μόνα των αυτά τα οποία έχομεν εις τον νουν μας, αν είναι
    σύμφωνα μεταξύ των, ή μήπως δεν είναι διόλου σύμφωνα.

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα αυτό επιθυμώ και εγώ.

Σωκράτης.
    Και εγώ βεβαίως. Τότε λοιπόν, αφού είναι έτσι, δεν είναι καλόν με την
    ησυχίαν μας, αφού έχομεν πολύν καιρόν εις την διάθεσίν μας, να τα
    εξετάσωμεν και πάλιν από την αρχήν, χωρίς να θυμόνωμεν, αλλά
    πραγματικώς ερευνώντες τον εαυτόν μας, δηλαδή τι είναι άραγε αυτά τα
    φαντάσματα που έχομεν εις την ψυχήν μας; Και πρώτον, καθώς νομίζω θα
    δεχθώμεν, όταν τα εξετάζωμεν, ότι ποτέ κανέν πράγμα δεν γίνεται
    μεγαλείτερον ούτε μικρότερον ούτε κατά τον όγκον ούτε κατά τον
    αριθμόν, εν όσω μένει ίσον προς τον ίδιον εαυτόν του. Δεν είναι έτσι;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Δεύτερον θα δεχθώμεν βεβαίως, ότι εκείνο εις το οποίον δεν
    προστίθεται και δεν αφαιρείται τίποτε, ούτε αυξάνει ποτέ ούτε
    ελαττόνεται, αλλά είναι πάντοτε ίσον.

Θεαίτητος.
    Είμαι εντελώς σύμφωνος.

Σωκράτης.
    Άραγε δεν θα δεχθώμεν και τρίτον ότι εκείνο το οποίον δεν ήτο
    προηγουμένως, αλλά έγινε κατόπιν, είναι αδύνατον να υπάρξη χωρίς να
    γίνεται διαρκώς;

Θεαίτητος.
    Αυτό φρονώ.

Σωκράτης.
    Αί λοιπόν αυταί αι τρεις γνώμαι, καθώς νομίζω, συγκρούονται μεταξύ
    των εντός της ψυχής μας, όταν λέγωμεν εκείνα τα οποία είπαμεν διά
    τους αστραγάλους, ή όταν ειπούμεν ότι εγώ εις την ηλικίαν που
    ευρίσκομαι, χωρίς να μεγαλώσω ούτε να πάθω το αντίθετον εντός ενός
    έτους, τόρα μεν είμαι μεγαλείτερος από σε τον νέον, αργότερα όμως
    μικρότερος, ενώ εγώ δεν έχασα διόλου από τον όγκον μου, αλλά μόνον συ
    εμεγάλωσες. Διότι την δευτέραν φοράν είμαι ό,τι δεν ήμην εις την
    αρχήν, χωρίς να γίνω τοιούτος. Διότι χωρίς να μεταβληθώ δεν είναι
    δυνατόν να γίνω τίποτε, και χωρίς να χάσω τίποτε από τον όγκον μου
    δεν είναι δυνατόν να γίνω μικρότερος. Και άλλα βέβαια άπειρα
    συμβαίνουν κατ' αυτόν τον τρόπον, εάν παραδεχθώμεν αυτά. Με
    παρακολουθείς βέβαια, καλέ Θεαίτητε, τουλάχιστον δεν μου φαίνεσαι
    ασυνήθιστος εις τας τοιαύτας συζητήσεις.

Θεαίτητος.
    Μάλιστα, και σε βεβαιώ, Σωκράτη μου, ότι απορώ καθ' υπερβολήν πώς
    συμβαίνουν αυτά τα πράγματα και κάποτε τα συλλογίζομαι και ζαλίζομαι.

Σωκράτης.
    Και βέβαια, φίλε μου, ο Θεόδωρος φαίνεται ότι πολύ ορθά μαντεύει περί
    της φύσεως σου, διότι αυτό το πάθος του θαυμασμού είναι ασφαλές
    σημείον φιλοσοφικής διανοίας. Πραγματικώς δεν υπάρχει άλλη αρχή της
    φιλοσοφίας από αυτήν. Και φαίνεται ότι δεν κάμνει λανθασμένην
    γενεαλογίαν εκείνος, ο οποίος είπε ότι η Ίρις κατάγεται από τον
    Θαύμαν. Ειπέ μου όμως, εννοείς τόρα διατί τα πράγματα είναι καθώς τα
    είπαμεν συμφώνως με την αρχήν του Πρωταγόρα, ή όχι ακόμη;

Θεαίτητος.
    Όχι ακόμη, νομίζω.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν θα μου χρεωστής χάριν, εάν ερευνήσω μαζί σου ενός ανδρός
    ή μάλλον πολλών διασήμων ανδρών την αληθινήν γνώμην, την οποίαν
    απέκρυψαν.

Θεαίτητος.
    Πώς δεν θα σου χρεωστώ χάριν, και πολλήν μάλιστα;

Σωκράτης.
    Άκουε λοιπόν και πρόσεχε ολόγυρα μήπως μας ακούση κανείς από τους
    αμυήτους. Αυτοί δε είναι όσοι νομίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο
    παρά μόνον ό,τι είναι δυνατόν να συλλάβουν χειροπιαστά, τας πράξεις
    όμως και τας γενέσεις και παν ό,τι είναι αόρατον δεν παραδέχονται ότι
    έχουν ύπαρξιν.

Θεαίτητος.
    Πραγματικώς, καλέ Σωκράτη, αυτοί οι άνθρωποι είναι σκληροί και
    ανοικονόμητοι.

Σωκράτης.
    Ναι, παιδί μου, είναι παρά πολύ αμαθείς. Άλλοι όμως, των οποίων θα
    σου ειπώ τόρα τα μυστήρια, είναι νοστιμώτεροι. Η δε αρχή των, από την
    οποίαν εξαρτώνται και αυτά τα οποία ελέγαμεν προ ολίγου, είναι η
    εξής. Ότι το παν είναι κίνησις και τίποτε άλλο, της δε κινήσεως
    υπάρχουν δύο είδη και είναι ως προς το ποσόν έκαστον εκ των δύο
    άπειρον, δύναμιν δε έχει το μεν έν ενεργητικήν, το δε άλλο παθητικήν,
    Και από την συσχέτισιν και την τριβήν των δύο τούτων μεταξύ των
    παράγονται προϊόντα άπειρα κατά τον αριθμόν και δίδυμα, το έν
    αισθητόν και το άλλο αίσθησις, η οποία πάντοτε εξέρχεται και γεννάται
    μαζί με το αισθητόν. Και αι μεν αισθήσεις είναι όσαι έλαβαν από ημάς
    τα εξής ονόματα, οράσεις, ακοαί, οσφρήσεις, ψύξεις και καύσεις,
    έπειτα ηδοναί και λύπαι και επιθυμίαι και φόβοι, και άλλαι, χωρίς
    τέλος μεν, όσαι δεν έλαβαν όνομα, πολυπληθείς όμως και όσαι έλαβαν.
    Και πάλιν το είδος των αισθητών γεννάται μαζί με εκάστην από αυτάς,
    καθώς με τας όψεις τας ποικιλωτάτας γεννώνται χρώματα ποικιλώτατα, με
    τας ακοάς δε επίσης φωναί, και με τας άλλας αισθήσεις γεννώνται τα
    άλλα αισθητά. Λοιπόν τι σχέσιν έχει αυτός ο μύθος με τα προηγούμενα,
    Θεαίτητε; άραγε το ενόησες;

Θεαίτητος.
    Όχι τόσον καλά, Σωκράτη μου.

Σωκράτης. Τότε πρόσεξε μήπως φθάσωμεν εις το συμπέρασμα. Δηλαδή θέλει να είπη ότι όλα αυτά, καθώς τα είπαμεν, κινούνται, υπάρχει όμως εις την κίνησιν αυτών ταχύτης και βραδύτης. Επομένως το μέρος το οποίον είναι βραδύ συγκρατεί την κίνησιν εις τον ίδιον χώρον ως προς τα ερχόμενα πλησίον του και τα γονιμοποιεί, τα δε γεννώμενα κατ' αυτόν τον τρόπον γίνονται βραδύτερα. Και αντιθέτως το ταχύτερον μέρος εξασκεί την κίνησίν του και εις τα μακρινά και τα γονιμοποιεί, και το γεννώμενον κατ' αυτόν τον τρόπον έχει περισσοτέραν ταχύτητα. Διότι μεταφέρεται εις το διάστημα και η κίνησίς του συνίσταται εις αυτήν την μεταφοράν. Όταν λοιπόν ο οφθαλμός και κανέν από τα ανάλογα προς αυτόν πλησιάση και γεννήση την λευκότητα με την σύμφυτον προς αυτήν αίσθησιν, τα οποία ήτο αδύνατον να γεννηθούν, εάν έκαστον από εκείνα τα δύο εκινείτο προς άλλο πράγμα, τότε πλέον καθ' ην στιγμήν μετακινείται η μεν όρασις προς τους οφθαλμούς, η δε λευκότης προς εκείνο το οποίον γεννά από κοινού το χρώμα, ο μεν οφθαλμός βεβαίως παραγεμίζεται από όρασιν και βλέπει, και τούτο δεν είναι όρασις, αλλά οφθαλμός ο οποίος βλέπει. Και εκείνο το οποίον από κοινού εγέννησε το χρώμα παραγεμίζεται από λευκότητα, και πάλιν τούτο δεν είναι λευκότης, αλλά λευκόν. Αδιάφορον αν έτυχε να χρωματισθή με αυτό το χρώμα είτε ένα ξύλον είτε ένας λίθος είτε οποιονδήποτε άλλο πράγμα. Και τα άλλα βεβαίως κατά τον ίδιον τρόπον πρέπει να τα εννοήσωμεν, το σκληρόν και το θερμόν και όλα τα όμοια, ότι δηλαδή μόνον του το καθ' έν δεν είναι τίποτε, καθώς και τότε το ελέγαμεν, αλλά διά της συσχετίσεως μεταξύ των γίνονται τα πάντα και παντοειδή ένεκα της κινήσεως. Άλλως τε, λέγουν αυτοί, δεν είναι δυνατόν να εννοήσωμεν ακλονήτως ούτε το ενεργητικόν από αυτά ούτε το παθητικόν μόνον του, διότι ούτε το ενεργητικόν είναι τίποτε πριν συσχετισθή με το παθητικόν, ούτε το παθητικόν πριν συσχετισθή με το ενεργητικόν. Εκτός τούτου εκείνο το οποίον σχετιζόμενον με έν πράγμα είναι ενεργητικόν, όταν πλησιάση εις άλλο, πιθανόν να φανή παθητικόν. Έπεται λοιπόν από όλα αυτά, καθώς ελέγαμεν εις την αρχήν, ότι κανέν πράγμα δεν είναι έν λαμβανόμενον καθ' εαυτό, αλλά γίνεται εν σχέσει προς άλλο τι. Την δε ύπαρξιν πρέπει να την αφαιρέσωμεν από παντού, αφίνω ότι και ημείς οι ίδιοι πολλάκις ηναγκάσθημεν προηγουμένως να την μεταχειρισθώμεν ένεκα της συνηθείας και της ανεπιστημοσύνης μας. Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνεται, καθώς λέγει η γνώμη των σοφών, ούτε να επιτρέπωμεν εις κανένα άλλον ούτε εις εμέ, είτε αυτήν την λέξιν είτε καμμίαν άλλην η οποία εκφράζει στασιμότητα, αλλά να τα εκφράζωμεν κατά φύσιν ως γινόμενα και κατασκευαζόμενα και καταστρεφόμενα και μεταβαλλόμενα. Διότι, εάν κανείς παραστήση στάσιμον με τον λόγον του έν πράγμα, είναι εύκολον να εξελεγχθή. Πρέπει δε να εκφραζώμεθα κατ' αυτόν τον τρόπον και ως προς τα μέρη και ως προς το άθροισμα των πολλών μερών, από εκείνα τα οποία λέγονται άνθρωπος και λίθος και έν άτομον ή είδος ζώου. Αυτά λοιπόν, καλέ Θεαίτητε, άραγε σου αρέσουν και θέλεις να τα δοκιμάσης, αν σου αρέσουν;

Θεαίτητος.
    Δεν ξεύρω τι να σου ειπώ, Σωκράτη μου, διότι ακόμη και διά σε δεν
    ημπορώ να εννοήσω τι συμβαίνει· άραγε τα παραδέχεσαι και τα λέγεις, ή
    θέλεις να δοκιμάσης εμέ.

Σωκράτης.
    Ελησμόνησες, φίλε μου, ότι εγώ μεν ούτε γνωρίζω ούτε αναγνωρίζω
    τίποτε από αυτά ως ιδικόν μου γέννημα, αλλά είμαι στείρος εις τοιαύτα
    πράγματα. Προσπαθώ όμως να ξεγεννήσω σε και δι' αυτό σου λέγω
    διαβάσματα και σου δίδω να δοκιμάσης μέρη καθενός από τους σοφούς,
    έως ότου να φέρω εις φως την ιδικήν σου γνώμην. Όταν δε έβγη αυτή,
    τότε πλέον εγώ θα εξετάσω αν είναι κούφη ή γόνιμος. Ώστε με θάρρος
    και με καρτερίαν απάντησε καλώς και ανδρείως, ποία είνε η γνώμη σου
    εις όσα σε ερωτώ.

Θεαίτητος.
    Ερώτα λοιπόν.

Σωκράτης.
    Λέγε λοιπόν πάλιν, αν παραδέχεσαι το ότι δεν υπάρχει κανέν πράγμα,
    αλλά γίνεται πάντοτε και το αγαθόν και το καλόν και όλα όσα ελέγαμεν
    προ ολίγου.

Θεαίτητος.
    Πραγματικώς, όταν σε ακούω να ομιλής κατ' αυτόν τον τρόπον μου
    φαίνεται ότι είνε παρά πολύ ορθά και πρέπει να φρονούμεν καθώς είπες.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν ας μη παραλείψωμεν εκείνο το οποίον υπολείπεται ακόμη από
    αυτό. Και υπολείπεται να ομιλήσωμεν περί ονείρων και ασθενειών και
    μεταξύ άλλων περί μανίας, και περί όσων λέγονται παρακρούσεις και
    οφθαλμαπάται ή άλλαι παραισθήσεις. Διότι γνωρίζεις ότι εις όλα αυτά
    ομολογουμένως φαίνεται ότι ελέγχεται ως ψευδής ο λόγος τον οποίον
    ελέγαμεν προ ολίγου, ότι δηλαδή ασφαλέστατα, όταν ευρισκώμεθα εις
    αυτά τα κακά, έχομεν ψευδείς αισθήσεις, και πολύ απέχει από να είναι
    αληθινά όσα φαίνονται εις έκαστον, αλλά όλως το αντίθετον, τίποτε δεν
    είναι αληθινόν από όσα φαίνονται.

Θεαίτητος.
    Πολύ καλά ομιλείς, καλέ Σωκράτη.

Σωκράτης.
    Λοιπόν τι έχει πλέον, παιδί μου, να μου απαντήση εκείνος ο οποίος
    θεωρεί ως επιστήμην την αίσθησιν, και νομίζει ότι, καθώς φαίνονται τα
    πράγματα εις έκαστον, τοιαύτα είναι δι' εκείνον εις τον οποίον
    φαίνονται;

Θεαίτητος.
    Εγώ, καλέ Σωκράτη, φοβούμαι να ειπώ πάλιν ότι δεν ηξεύρω τι να ειπώ,
    διότι το είπα και προ ολίγου και συ με εμάλωσες. Διότι πραγματικώς
    δεν ημπορώ να διαμφισβητήσω ότι οι μανιακοί και οι ονειρευόμενοι δεν
    έχουν ψευδή γνώμην, αφού άλλοι μεν από αυτούς νομίζουν ότι είναι
    θεοί, άλλοι δε ότι είναι πτερωτοί και βλέπουν εις τον ύπνον των ότι
    πετούν.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν δεν συλλογίζεσαι ουδέ την άλλην σκεπτικότητά των ως προς
    αυτά, και μάλιστα ως προς το όνειρον με την πραγματικότητα;

Θεαίτητος.
    Ποία είναι αυτή;

Σωκράτης.
    Αυτό το οποίον νομίζω ότι ήκουσες πολλάκις αυτούς να το ερωτούν,
    δηλαδή και ποίαν τάχα απόδειξιν έχομεν να παρουσιάσωμεν, όταν θελήση
    κανείς να μας ερωτήση, μήπως αυτήν την στιγμήν κοιμώμεθα και όλαι μας
    αι σκέψεις είναι όνειρα, ή είμεθα έξυπνοι και ομιλούμεν μεταξύ μας
    αληθινά.

Θεαίτητος.
    Και πραγματικώς, καλέ Σωκράτη, είναι ακατανόητον με ποίαν απόδειξιν
    θα ημπορέσωμεν να το αποδείξωμεν, διότι όλα ανταποκρίνονται και εις
    τας δύο περιπτώσεις ως να αντιστρέφουν. Διότι και αυτά τα οποία
    λέγομεν τόρα, δεν είναι διόλου δύσκολον να ιδούμεν ότι τα λέγομεν και
    εις τον ύπνον μας. Και πάλιν, όταν εις το όνειρον βλέπομεν ότι
    διηγούμεθα, είναι πολύ δυσδιάκριτος η ομοιότης τούτων με εκείνα.

Σωκράτης.
    Βλέπεις λοιπόν ότι το να εναντιώνεται κανείς δεν είναι δύσκολον, αφού
    φιλονεικείται ακόμη αν υπάρχει διαφορά μεταξύ πραγματικότητος και
    ονείρου, αφού μάλιστα είναι ίσος ο χρόνος του ύπνου και της
    εγρηγόρσεως και η ψυχή μας συγκρούεται προς τον εαυτόν της κατά τα
    δύο αυτά χρονικά διαστήματα, και επιμένει ότι χωρίς άλλο η γνώμη
    εκείνης της στιγμής είναι αληθινή. Επομένως όσον χρόνον λέγομεν ότι
    είναι αληθινά αυτά εδώ, άλλον τόσον λέγομεν ότι είναι αληθινά εκείνα.
    Και με την ιδίαν επιμονήν διισχυριζόμεθα και το έν και το άλλο.

Θεαίτητος.
    Καμμία αμφιβολία δεν υπάρχει περί τούτου.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν το ίδιον δεν ισχύει και διά τας ασθενείας και τας μανίας
    με μόνην την διαφοράν του χρόνου, ο οποίος εις αυτάς δεν μοιράζεται
    εξ ίσου;

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν; Άραγε από το ποσόν του χρόνου θα κριθή η αλήθεια;

Θεαίτητος.
    Αυτό βέβαια θα ήτο διά πολλούς λόγους γελοίον.

Σωκράτης.
    Τότε έχεις συ να αποδείξης με κανένα άλλον τρόπον, ποία από αυτάς τας
    γνώμας είναι αληθινή;

Θεαίτητος.
    Όχι, νομίζω.

Σωκράτης.
    Άκουσε λοιπόν από εμέ, τι λέγουν δι' αυτά αυτοί οι οποίοι λέγουν ότι,
    όσα φαίνονται είναι αληθή και εις όποιον φαίνονται. Και νομίζω ότι
    ερωτούν ως εξής: Καλέ Θεαίτητε, εκείνο το οποίον είναι όλως διόλου
    διάφορον πράγμα, μήπως έχει καμμίαν δύναμιν κοινήν κάπως με το άλλο;
    Αλλά μη νομίσης ότι αυτό το οποίον ερωτώμεν είναι εν μέρει μεν το
    ίδιον, εν μέρει δε διάφορον, αλλά ότι είναι εντελώς διάφορον.

Θεαίτητος.
    Τότε λοιπόν είναι αδύνατον να έχη κάτι τι κοινόν ή ως προς την
    δύναμιν ή ως προς άλλην ιδιότητα, όταν είναι εντελώς άλλο πράγμα.

Σωκράτης.
    Αλλά τότε δεν έπεται κατ' ανάγκην, ότι πρέπει να παραδεχθώμεν ότι το
    τοιούτον είναι και ανόμοιον;

Θεαίτητος.
    Αυτή είναι η γνώμη μου.

Σωκράτης.
    Επομένως, όταν συμβή κανέν πράγμα να γίνεται όμοιον ή ανόμοιον προς
    άλλο είτε και προς τον εαυτόν του, εφ' όσον μεν γίνεται όμοιον δεν θα
    το χαρακτηρίσωμεν ως το ίδιον, εφ' όσον δε γίνεται ανόμοιον ως
    διάφορον;

Θεαίτητος.
    Είναι ανάγκη.

Σωκράτης.
    Αλλά προηγουμένως δεν ελέγαμεν ότι πολλά και άπειρα είναι τα
    ενεργητικά και πάλιν πολλά και άπειρα επίσης τα παθητικά;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Και ακόμη ότι, όταν έν πράγμα αναμιγνύεται με άλλο και κατόπιν πάλιν
    με άλλο, δεν θα γεννήση τα ίδια αλλά διάφορα;

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Δεν λέγομεν λοιπόν και δι' εμέ και δι' εσέ και διά τα άλλα πράγματα
    ομοίως, ότι παραδείγματος χάριν ο Σωκράτης υγιαίνει και πάλιν ο
    Σωκράτης ασθενεί; λοιπόν τι φρονείς, το δεύτερον είναι όμοιον με το
    πρώτον;

Θεαίτητος.
    Άραγε εννοείς τον ασθενή Σωκράτη να τον συγκρίνωμεν με τον υγιή,
    δηλαδή ολόκληρον το δεύτερον να το συγκρίνωμεν προς ολόκληρον το
    πρώτον;

Σωκράτης.
    Καλά με επρόλαβες, αυτό ακριβώς εννοώ.

Θεαίτητος.
    Τότε βεβαίως είναι ανόμοιον.

Σωκράτης.
    Επομένως δεν είναι και άλλο πράγμα, αφού είναι ανόμοιον;

Θεαίτητος.
    Είναι κατ' ανάγκην.

Σωκράτης.
    Και ότι κοιμάται και ότι κάμνει όλα όσα είπαμεν, θα το παραδεχθής και
    αυτό;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Δεν είναι αληθές, ότι έκαστον από όσα εκ φύσεως είναι ενεργητικά
    αλλέως θα με μεταχειρισθούν όταν συναντήσουν εμέ τον Σωκράτη υγιή,
    και αλλέως όταν με συναντήσουν ασθενή;

Θεαίτητος.
    Πώς είναι δυνατόν να γίνη διαφορετικά;

Σωκράτης.
    Επομένως δεν θα γεννήσωμεν διάφορα πράγματα εγώ ο οποίος πάσχω και
    εκείνο το οποίον ενεργεί;

Θεαίτητος.
    Πώς όχι;

Σωκράτης.
    Παραδείγματος χάριν, όταν πίνω οίνον, δεν μου φαίνεται νόστιμος και
    γλυκύς;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Διότι βεβαίως, συμφώνως προς όσα παρεδέχθημεν, το ενεργητικόν και το
    παθητικόν εγέννησαν μαζί γλυκύτητα και αίσθησιν, τα οποία και τα δύο
    κινούνται μαζί, και η μεν αίσθησις προερχομένη από το παθητικόν μέρος
    έκαμε την γλώσσαν να αισθάνεται, η δε γλυκύτης μεταβαίνουσα από τον
    οίνον προς αυτόν, κατέστησε τον οίνον γλυκύν διά την υγιή γλώσσαν,
    όχι μόνον να φαίνεται, αλλά και να είναι.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά, έτσι εμείναμεν σύμφωνοι εις αυτά προηγουμένως.

Σωκράτης.
    Όταν όμως με συναντήση ασθενή, δεν είναι αληθές πρώτον μεν ότι δεν με
    εύρε τον ίδιον, διότι με συνήντησε ανόμοιον;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Και τόρα πάλιν αρνείσαι, ότι εγέννησαν άλλα πράγματα ο ασθενής αυτός
    Σωκράτης και η γεύσις του οίνου, δηλαδή εις την γλώσσαν μίαν αίσθησιν
    της πικρότητος και εις τον οίνον μίαν γεννηθείσαν και κινουμένην
    πικρότητα, ο οίνος όμως δεν είναι πλέον πικρότης αλλά πικρός, καθώς
    και εγώ δεν είμαι πλέον αίσθησις αλλά αισθανόμενος;

Θεαίτητος.
    Το παραδέχομαι καθ' ολοκληρίαν.

Σωκράτης.
    Λοιπόν είναι αδύνατον και εις εμέ να γίνω άλλο τίποτε από το να έχω
    αυτήν την αίσθησιν, διότι το άλλο έχει άλλην αίσθησιν και κάμνει
    διαφορετικόν και άλλον τον αισθανόμενον. Αλλά και εκείνο το οποίον
    ενεργεί επάνω μου δεν είναι δυνατόν, αν συναντήση άλλο πράγμα, να
    γεννήση το ίδιον και να γίνη το ίδιον, διότι από άλλο πράγμα θα
    γεννήση άλλο και θα γίνη διαφορετικόν.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Και πάλιν εγώ δεν θα γίνω τοιούτος διά τον εαυτόν μου, ούτε εκείνο θα
    γίνη τοιούτον διά τον εαυτόν του.

Θεαίτητος.
    Όχι βεβαίως.

Σωκράτης.
    Αλλά κατ' ανάγκην και εγώ, όταν αισθάνωμαι, θα αισθάνωμαι κάτι τι,
    διότι είναι αδύνατον να αισθάνωμαι απλώς χωρίς κάτι τι. Και εκείνο
    πάλιν γίνεται διά κάποιον, όταν γίνεται γλυκύ ή πικρόν ή κάτι τι
    παρόμοιον, διότι το να γίνη γλυκύ, όχι όμως γλυκύ διά κάποιον, είναι
    αδύνατον πράγμα.

Θεαίτητος.
    Είμαι συμφωνότατος.

Σωκράτης.
    Τόρα λοιπόν, καθώς φρονώ, μεταξύ εμού και αυτού του πράγματος μένει
    να προστεθή το είναι, εάν είμεθα, ή το γίνεται, εάν γινώμεθα, αφού η
    ανάγκη συνδέει την ύπαρξίν μας μόνον μεταξύ μας χωρίς να την συνδέη
    με κανέν από τα άλλα, ούτε και με τον ίδιον τον εαυτόν μας. Μένει
    δηλαδή μόνον μεταξύ των να συνδεθούν, ώστε, είτε το ονομάσωμεν αυτό
    είναι, είτε το ονομάσωμεν γίνεται, πρέπει να λέγωμεν ότι είναι ή
    γίνεται διά κάτι τι, ή κάτι τι, ή ως προς κάτι τι. Το ίδιον όμως ότι
    είναι ή ότι γίνεται μόνον του, ούτε ημείς πρέπει να το ειπούμεν ούτε,
    αν το ειπή άλλος, να το δεχθώμεν, συμφώνως βέβαια με όσα είπαμεν έως
    τόρα.

Θεαίτητος.
    Είμαι συμφωνότατος, Σωκράτη μου.

Σωκράτης.
    Λοιπόν, αφού αυτό το οποίον ενεργεί εις εμέ, υπάρχει εις εμέ και όχι
    εις κανένα άλλον, δεν θα δεχθώμεν ότι εγώ πάλιν αισθάνομαι αυτό και
    όχι άλλος;

Θεαίτητος.
    Πώς όχι;

Σωκράτης.
    Επομένως πολύ ωραία το είπες, ότι η επιστήμη δεν είναι άλλο τίποτε
    παρά η αίσθησις, και κατ' αυτόν τον τρόπον όλαι αι γνώμαι
    ταυτίζονται, διότι κατά τον Όμηρον και τον Ηράκλειτον και ολόκληρον
    αυτήν την φυλήν όλα κινούνται ως ρεύματα, κατά δε τον Πρωταγόραν τον
    σοφώτατον ο άνθρωπος είναι ο πήχυς ο οποίος μετρά όλα τα πράγματα,
    κατά δε τον Θεαίτητον, συμφώνως με αυτά που είπαμεν, η αίσθησις είναι
    επιστήμη. Δεν είναι έτσι, καλέ Θεαίτητε; Δέχεσαι ότι τούτο είναι ένα
    είδος νεογέννητον ιδικόν σου παιδί, και ιδικόν μου ξεγέννημα; Ή πώς
    αλλέως;

Θεαίτητος.
    Κατ' ανάγκην είναι, Σωκράτη μου, καθώς το λέγεις.

Σωκράτης.
    Αυτό λοιπόν, καθώς φαίνεται, με πολλήν κόπον τέλος πάντων το
    εγεννήσαμεν, οτιδήποτε και αν είναι. Τόρα όμως μετά τον τοκετόν
    πρέπει να πανηγυρίσωμεν τα αμφιδρόμιά του (3) και να κάμωμεν κυκλικόν
    τρέξιμον με τον λόγον ωσάν αληθινό παιδί, και να προσέξωμεν μήπως δεν
    αξίζει τον κόπον να το αναθρέψωμεν, αλλά είναι κούφον και ανύπαρκτον.
    Άραγε μήπως συ εννοείς με κάθε τρόπον να αναθρέψης το ιδικόν σου
    γέννημα και όχι να το πετάξης, ή θα δεχθής να βλέπης να το
    εξελέγχωμεν και δεν θα θυμώσης πολύ, ωσάν πρωτότοκος γυνή, εάν σου το
    πάρη κανείς;

Θεόδωρος.
    Θα το δεχθή ο Θεαίτητος, καλέ Σωκράτη, διότι δεν είναι διόλου
    δύστροπος. Αλλά δι' όνομα θεού ειπέ μου, μήπως πάλιν δεν είναι αυτά
    ορθά.

Σωκράτης.
    Χωρίς να σε κολακεύω, καλέ Θεόδωρε, συ είσαι λογόφιλος και λαμπρός,
    διότι με νομίζεις ότι είμαι κανένα σακκί γεμάτο λόγους, και ημπορώ να
    βγάλω και να ειπώ τόρα πάλιν ότι δεν είναι ορθά αυτά. Και δεν
    αντελήφθης τι συμβαίνει, ότι δηλαδή κανείς από τους λόγους δεν
    βγαίνει από μέσα μου, αλλά πάντοτε από εκείνον ο οποίος συζητεί μαζί
    μου, εγώ όμως τίποτε περισσότερον δεν γνωρίζω, παρά μόνον να συλλάβω
    λόγον από άλλον σοφόν και να τον παραδεχθώ γνωρίζω αρκετά καλά. Και
    τόρα λοιπόν τούτο θα προσπαθήσω να κάμω από αυτόν εδώ, και όχι να το
    ειπώ ο ίδιος.

Θεόδωρος.
    Συ τα λέγεις πολύ καλά, Σωκράτη μου, και κάμε όπως θέλεις.

Σωκράτης.
    Άραγε, φίλε μου Θεόδωρε, γνωρίζεις τι πράγμα θαυμάζω εις τον φίλον
    σου Πρωταγόραν;

Θεόδωρος.
    Τι πράγμα;

Σωκράτης.
    Όλα τα άλλα όσα λέγει πολύ μου αρέσουν, ότι δηλαδή εκείνο το οποίον
    φαίνεται εις έκαστον αυτό είναι και πραγματικόν. Απορώ όμως διά την
    αρχήν του λόγου διότι δεν είπε εις την αρχήν της «Αληθείας» του ότι
    όλων των πραγμάτων ο πήχυς είναι ο χοίρος, ή ο πίθηκος, ή κανέν άλλο
    χειρότερον ακόμη από όλα όσα έχουν αίσθησιν, διά να κάμη την αρχήν
    του λόγου του μεγαλοπρεπή και περιφρονητικήν προς ημάς και να
    επιδεικνύη ότι ημείς μεν τον θαυμάζομεν διά την σοφίαν του ωσάν θεόν,
    αυτός όμως, ως φαίνεται, δεν ήτο ως προς την φρόνησιν καλλίτερος ουδέ
    από ένα μικρόν βάτραχον, και όχι πλέον από κανένα άλλον άνθρωπον. Ή
    πώς θέλεις να φρονούμεν, καλέ Θεόδωρε; Διότι, εάν πραγματικώς
    πρόκειται να είναι δι' έκαστον αληθής πάσα γνώμη την οποίαν
    σχηματίζει με τας αισθήσεις του, και όχι να κρίνη ο είς καλλίτερον το
    πάθημα του άλλου, ούτε να έχη περισσότερον κύρος εις το να κρίνη ο
    είς την γνώμην του άλλου, αν είναι ορθή η ψευδής, αλλά, καθώς
    επαναλάβαμεν πολλάκις, μόνος του ο καθείς θα έχη την ατομικήν του
    γνώμην, όλαι όμως αυταί αι γνώμαι θα είναι ορθαί και αληθιναί, τότε
    λοιπόν, καλέ μου φίλε, διά ποίον λόγον τάχα ο μεν Πρωταγόρας είναι
    σοφός, ώστε να κρίνεται άξιος να διδάσκη και άλλους με μεγάλους
    μισθούς, ημείς δε αμαθέστεροι και πρέπει να λαμβάνωμεν μαθήματα από
    εκείνον, αφού ο καθείς είναι ο ίδιος ο πήχυς της ιδικής του σοφίας;
    Πώς να μη υποθέσωμεν ότι τα λέγει αυτά ο Πρωταγόρας, διά να μας
    εμπαίζη; Αφίνω πλέον κατά μέρος το άτομόν μου και την ιδικήν μου
    τέχνην την μαιευτικήν, πόσον αποδεικνύεται γελοία, καθώς νομίζω, και
    όλη η ασχολία εις την συζήτησιν. Διότι το να εξετάζη και να εξελέγχη
    ο είς του άλλου την γνώμην και την φαντασίαν, αφού είναι ορθή η γνώμη
    του καθενός, δεν είναι άραγε μεγάλη και ελεεινή φλυαρία, εάν είναι
    αληθινή η «Αλήθεια» του Πρωταγόρου, και αν δεν αστειεύθη, όταν
    ωμίλησε από τα άδυτα του βιβλίου αυτού;

Θεόδωρος.
    Καλέ Σωκράτη, είναι ιδικός μας φίλος και αυτός καθώς το είπες και προ
    ολίγου. Δι' αυτό λοιπόν δεν ήθελα να εξελεγχθή ο Πρωταγόρας με την
    ιδικήν μου ομολογίαν, αλλά πάλιν ούτε και εις εσέ δεν θέλω να
    εναντιωθώ παρά την γνώμην μου. Ώστε πάρε πάλιν τον Θεαίτητον. Είμαι
    βέβαιος ότι και προ ολίγου πολύ αρμονικά εφαίνετο ότι δέχεται την
    γνώμην σου.

Σωκράτης.
    Άραγε, καλέ Θεόδωρε, και όταν υπάγης εις την Λακεδαίμονα και
    επισκεφθής τας παλαίστρας, θα έχης την αξίωσιν να βλέπης άλλους
    γυμνούς, μερικούς με ελεεινά σώματα, και συ δεν θα ξεγυμνωθής διά να
    δείξης το σώμα σου;

Θεόδωρος.
    Διατί όχι, εάν επρόκειτο να μου το επιτρέψουν και να πεισθούν εις
    τους λόγους μου; Ακριβώς καθώς τόρα νομίζω ότι θα σας πείσω, εμέ μεν
    να με αφήσετε θεατήν και να μη με σύρετε εις το γυμναστήριον, αφού
    πλέον είμαι χονδροκόκκαλος, και να παλαίβετε μόνον με αυτόν που είναι
    νεώτερος και ευκαμπτότερος.

Σωκράτης.
    Εάν αυτό, αγαπητέ μου Θεόδωρε, είναι αρεστόν εις εσέ, τότε και εις
    εμέ δεν είναι μισητόν, διά να το ειπούμεν ωσάν παροιμίαν. Ώστε πάλιν
    πρέπει να αποταθώ εις τον σοφόν Θεαίτητον. Λοιπόν λέγε μου, καλέ
    Θεαίτητε, πρώτον μεν εις όσα προ ολίγου είπαμεν, δεν απορείς και συ
    πώς τόσον έξαφνα αναδεικνύεσαι όχι κατώτερος εις την σοφίαν από
    οποιονδήποτε άνθρωπον ή θεόν ακόμη; Ή μήπως νομίζεις ότι ο πήχυς του
    Πρωταγόρου ολιγώτερον εφαρμόζεται εις τους θεούς παρά εις τους
    ανθρώπους;

Θεαίτητος.
    Μα τον Δία δεν το νομίζω αυτό, και ακριβώς πολύ απορώ, καθώς είπες,
    όταν με ερώτησες. Διότι την ώραν που εξετάζαμεν πώς εννοούν, ότι
    εκείνο το οποίον νομίζει έκαστος αυτό είναι και αληθινόν δι' αυτόν
    που το νομίζει, τότε μου εφαίνετο ότι ελέγετο πολύ ορθά. Τόρα όμως
    αμέσως μετεβλήθη εις το αντίθετον.

Σωκράτης.
    Αυτό συμβαίνει, διότι είσαι νέος, καλό παιδί, και διά τούτο ακούεις
    προθύμως τας διαλέξεις και πείθεσαι. Λοιπόν εις αυτά θα απαντήση ο
    Πρωταγόρας ή άλλος κανείς εις την θέσιν του: Φιλόμουσοι κύριοι,
    παίδες και γέροντες, σεις, ενώ συνεδριάζετε και συζητείτε,
    παρουσιάζετε εις το μέσον τους θεούς, τους οποίους εγώ τους επέταξα
    έξω και από το να συζητώμεν και από το να γράφωμεν περί αυτών, αν
    υπάρχουν ή δεν υπάρχουν. Και λέγετε πράγματα τα οποία μόνον ο λαός θα
    τα παρεδέχετο, αν τα ήκουε, ότι δηλαδή είναι τρομερόν πράγμα αν δεν
    θα είναι ανώτερος κατά την σοφίαν πας άνθρωπος από οποιονδήποτε
    κτήνος. Και δεν παρουσιάζετε καμμίαν απόδειξιν πειθαναγκαστικήν, αλλά
    μεταχειρίζεσθε την πιθανότητα. Και όμως, αν ο Θεόδωρος ή άλλος κανείς
    από τους γεωμέτρας μετεχειρίζετο αυτήν την πιθανότητα εις την
    γεωμετρίαν, δεν θα άξιζε να τον ακούη κανείς. Σκεφθήτε λοιπόν αν συ
    και ο Θεόδωρος θα δεχθήτε να ομιλούμεν περί αυτών των πραγμάτων με
    πιθανότητας και εικασίας.

Θεαίτητος.
    Βεβαίως, καλέ Σωκράτη, και συ και ημείς θα ελέγαμεν ότι αυτό δεν
    είναι ορθόν.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν πρέπει να εξετάσωμεν, καθώς φαίνεται, κατ' άλλον τρόπον,
    συμφώνως προς όσα λέγεις συ και ο Θεόδωρος.

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα κατ' άλλον τρόπον.

Σωκράτης.
    Λοιπόν ας εξετάσωμεν ως εξής: αν πραγματικώς είναι το ίδιον πράγμα η
    αίσθησις και η επιστήμη, ή είναι διαφορετικόν. Διότι εις αυτό
    καταλήγει όλη η συζήτησίς μας, και προς χάριν αυτού ανεστατώσαμεν όλα
    αυτά τα πολλά και τα παράξενα. Είσαι σύμφωνος;

Θεαίτητος.
    Συμφωνότατος.

Σωκράτης.
    Ε λοιπόν θα παραδεχθώμεν ότι όσα πράγματα αισθανόμεθα με την όρασιν
    και με την ακοήν, όλα αυτά συγχρόνως και τα γνωρίζομεν; Παραδείγματος
    χάριν, πριν να μάθωμεν την γλώσσαν των βαρβάρων, θα λέγωμεν ότι δεν
    τους ακούομεν όταν ομιλούν, ή ότι και τους ακούομεν και τους
    εννοούμεν; Επίσης και διά τα γράμματα, όταν δεν τα γνωρίζωμεν και τα
    βλέπωμεν τι θα ειπούμεν, ότι δεν τα βλέπομεν ή θα επιμένωμεν να
    λέγωμεν ότι τα γνωρίζομεν, αφού τα βλέπομεν;

Θεαίτητος.
    Καλέ Σωκράτη, τόσον μέρος μόνον θα ειπούμεν ότι γνωρίζομεν από αυτά,
    όσον βλέπομεν και ακούομεν. Δηλαδή από τα γράμματα μεν θα ειπούμεν
    ότι βλέπομεν και γνωρίζομεν το σχήμα και το χρώμα, από δε την γλώσσαν
    ότι ακούομεν και γνωρίζομεν μόνον τον υψίφωνον και βαρύφωνον
    τονισμόν. Όσα όμως εξηγούν οι γραμματοδιδάσκαλοι διά τα γράμματα και
    οι διερμηνείς διά την γλώσσαν, αυτά ούτε τα αισθανόμεθα με την όρασιν
    ή με την ακοήν, αλλ' ούτε και τα γνωρίζομεν.

Σωκράτης.
    Περίφημα τα λέγεις, καλέ Θεαίτητε, και δεν αρμόζει να εναντιωθώ εις
    αυτούς τους λόγους σου, διά να μεγαλώνης. Κύτταζε όμως ότι μας
    πλησιάζει και κάτι άλλο και σκέψου πώς θα το αποδιώξωμεν.

Θεαίτητος.
    Ποίον δηλαδή;

Σωκράτης.
    Το εξής: εάν μας ερωτήση κανείς άραγε είναι δυνατόν, όταν κανείς γίνη
    επιστήμων εις ένα πράγμα, εφ' όσον ακόμη το διατηρεί εις την μνήμην
    του, ακριβώς τότε που το ενθυμείται να μη το γνωρίζη επισταμένως αυτό
    το οποίον ενθυμείται. Και μου φαίνεται ότι είπα πολυλογίας, ενώ ήθελα
    να ερωτήσω, αν, όταν μάθη κανείς έν πράγμα και το ενθυμήται, δεν το
    γνωρίζει.

Θεαίτητος.
    Πώς γίνεται αυτό, καλέ Σωκράτη; Αυτό θα ήτο βεβαίως τερατώδες.

Σωκράτης.
    Μήπως λοιπόν εγώ φλυαρώ; Πρόσεξε δε: άραγε δεν παραδέχεσαι ότι η
    όρασις και η ακοή είναι αισθήσεις;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Λοιπόν όστις είδε κάτι τι, δεν έγινε επιστήμων αυτού, συμφώνως προς
    όσα είπαμεν προ ολίγου;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως.

Σωκράτης.
    Αλλά πώς; Δεν παραδέχεσαι αυτό το οποίον λέγομεν μνήμην;

Θεαίτητος.
    Το παραδέχομαι.

Σωκράτης.
    Πώς την εννοείς; ως μνήμην ενός πράγματος ή όχι;

Θεαίτητος.
    Ως μνήμην ενός πράγματος βεβαίως.

Σωκράτης.
    Αυτά τα πράγματα δεν είναι επάνω κάτω όσα έμαθε κανείς και ησθάνθη;

Θεαίτητος.
    Τι άλλο βεβαίως;

Σωκράτης.
    Δηλαδή ό,τι είδε κανείς, το ενθυμείται κάποτε;

Θεαίτητος.
    Το ενθυμείται.

Σωκράτης.
    Άραγε και όταν ακόμη κλείση τους Οφθαλμούς του, ή μήπως το λησμονεί
    τότε;

Θεαίτητος.
    Θα ήτο παράλογον, καλέ Σωκράτη, να το ειπή κανείς αυτό.

Σωκράτης.
    Και όμως είναι ανάγκη να το ειπούμεν, αν πρόκειται να διασώσωμεν τον
    προηγούμενον λόγον, άλλως τον εχάσαμεν.

Θεαίτητος.
    Και εγώ το υποπτεύομαι αυτό, μα τον Δία, αλλά δεν το εννοώ τελείως,
    ειπέ λοιπόν πώς.

Σωκράτης.
    Ιδού πώς: Είπαμεν βεβαίως ότι όστις βλέπει έγινε επιστήμων εκείνου
    του πράγματος το οποίον βλέπει. Διότι η όρασις και η αίσθησις και η
    επιστήμη παρεδέχθημεν ότι είναι το ίδιον.

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Αλλά όστις βλέπει και έγινε επιστήμων αυτού του πράγματος το οποίον
    έβλεπε, εάν τόρα κλείση τους οφθαλμούς του, το ενθυμείται και όμως
    δεν το βλέπει. Το παραδέχεσαι;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Αλλά δεν το βλέπει σημαίνει δεν το γνωρίζει, αφού το βλέπει θα
    ειπή το γνωρίζει.

Θεαίτητος.
    Έχεις δίκαιον.

Σωκράτης.
    Επομένως εκείνο εις το οποίον έγινε κανείς επιστήμων, ενώ ακόμη το
    ενθυμείται πρέπει να μην το γνωρίζη, επειδή δεν το βλέπει, αλλά τούτο
    εάν εγίνετο είπαμεν ότι θα ήτο τερατώδες.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Επομένως φαίνεται ότι φθάνομεν εις το άτοπον, εάν παραδεχθώμεν ότι η
    επιστήμη και η αίσθησις είναι το ίδιον πράγμα.

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Επομένως πρέπει να δεχθώμεν ότι άλλο είναι το έν και άλλο το άλλο.

Θεαίτητος.
    Σχεδόν.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν, καθώς φαίνεται, πρέπει να ερευνήσωμεν από την αρχήν τι
    είναι επιστήμη. Και όμως, καλέ Θεαίτητε, τι κάμνομεν;

Θεαίτητος.
    Ως προς τι;

Σωκράτης.
    Μου φαίνεται ότι ωσάν πετεινοί αναξιοπρεπείς πριν να νικήσωμεν,
    απεμακρύνθημεν από την συζήτησιν, διά να τραγωδήσωμεν.

Θεαίτητος.
    Πώς δηλαδή;

Σωκράτης.
    Μου φαίνεται ότι κατά την εριστικήν μέθοδον εμείναμεν σύμφωνοι εις
    λέξεις και αφού με αυτάς ενικήσαμεν, μένομεν ευχαριστημένοι. Και ενώ
    ημείς δεν καυχώμεθα ως εριστικοί αλλά ως φιλόσοφοι, χωρίς να το
    εννοήσωμεν κάμνομεν τα ίδια με εκείνους τους ακατονοήτους ανθρώπους.

Θεαίτητος.
    Ακόμη δεν εννοώ αυτό το οποίον λέγεις.

Σωκράτης.
    Εγώ όμως θα προσπαθήσω να σου αναπτύξω τι εννοώ. Ερωτήσαμεν δηλαδή,
    αν, όστις μάθη και ενθυμείται έν πράγμα, το γνωρίζει ή όχι, και αφού
    είπαμεν ότι όστις είδε κάτι τι και έκλεισε τους οφθαλμούς του, το
    ενθυμείται και όμως δεν το βλέπει, με αυτό απεδείξαμεν ότι δεν το
    γνωρίζει και συγχρόνως το ενθυμείται. Αυτό όμως είναι αδύνατον. Και
    κατ' αυτόν τον τρόπον πήγε χαμένος ο λόγος του Πρωταγόρου και ο
    ιδικός σου ότι η επιστήμη και η αίσθησις είναι το ίδιον πράγμα.

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Και όμως αυτό δεν θα εγίνετο, νομίζω, καλέ μου φίλε, εάν έζη ακόμη ο
    πατήρ του ενός από τους δύο αυτούς λόγους, αλλά θα τον υπερήσπιζε
    πολύ. Τόρα όμως ημείς τον ευρήκαμεν ορφανόν και τον εξευτελίζομεν.
    Διότι δεν τον υπερασπίζουν και οι κηδεμόνες ακόμη, τους οποίους άφησε
    ο Πρωταγόρας, εκ των οποίων ένας είναι και ο Θεόδωρος απ' εδώ. Αλλά
    τότε σχεδόν ημείς οι ίδιοι πρέπει να τον βοηθήσωμεν, χάριν της
    δικαιοσύνης.

Θεόδωρος.
    Σε βεβαιώ, καλέ Σωκράτη, δεν είμαι εγώ από τους κηδεμόνας, αλλά
    μάλλον ο Καλλίας Ιππονίκου. Ημείς όμως κυρίως συγκατανεύσαμεν από
    θεωρητικούς λόγους της γεωμετρίας. Θα σου γνωρίζωμεν όμως χάριν, εάν
    τον βοηθήσης.

Σωκράτης.
    Το παραδέχομαι, καλέ Θεόδωρε. Πρόσεξε λοιπόν να ιδής ποίου είδους
    είναι η βοήθειά μου. Διότι χειρότερα ακόμη από τα προηγούμενα είναι
    δυνατόν να παραδεχθή κανείς, εάν δεν προσέχη εις τας λέξεις με τας
    οποίας συνήθως λέγομεν, ότι μένομεν ή δεν μένομεν σύμφωνοι. Θέλεις
    εις εσέ να ειπώ το πώς, ή εις τον Θεαίτητον;

Θεόδωρος.
    Και εις τους δύο καλλίτερα, αλλά ας απαντά ο νεώτερος, διότι, εάν
    κάμη λάθος, θα είναι ολιγώτερον εντροπή του.

Σωκράτης.
    Τόρα λοιπόν ερωτώ την παραλογωτέραν ερώτησιν, η οποία, νομίζω, είναι
    η εξής: άραγε είναι δυνατόν ο ίδιος όστις γνωρίζει κάτι τι, αυτό το
    οποίον γνωρίζει να μην το γνωρίζη;

Θεόδωρος.
    Λοιπόν, φίλε Θεαίτητε, τι θέλεις να απαντήσωμεν;

Θεαίτητος.
    Εγώ νομίζω ότι είναι αδύνατον.

Σωκράτης.
    Δεν είναι αδύνατον, εάν δεχθής ότι η όρασις είναι επιστήμη.
    Πραγματικώς τι θα απαντήσης εις την αναπόφευκτον ερώτησιν, όταν καθώς
    λέγουν πέσης στον λάκκον, και αφού κάποιος σου κλείση με το χέρι τον
    ένα οφθαλμόν σου, σε ερωτήση αν βλέπεις το ένδυμά του με τον κλειστόν
    σου οφθαλμόν;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως δεν θα ειπώ ότι βλέπω με αυτόν, θα είπω όμως, καθώς μου
    φαίνεται, ότι βλέπω με τον άλλον.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν συγχρόνως βλέπεις και δεν βλέπεις το ίδιον πράγμα;

Θεαίτητος.
    Ένα τέτοιο πράγμα κάπως.

Σωκράτης.
    Δεν πρόκειται περί τούτου, θα ειπή εκείνος, ούτε σε ερώτησα εγώ το
    πώς, αλλά αν το ίδιον πράγμα το γνωρίζεις και δεν το γνωρίζεις. Τόρα
    δε αποδεικνύεσαι ότι το ίδιον πράγμα το βλέπεις και δεν το βλέπεις.
    Εξάλλου όμως παρεδέχθης ότι η όρασις ισοδυναμεί προς την επιστήμην,
    και η έλλειψις οράσεως προς την έλλειψιν επιστήμης. Από αυτά λοιπόν
    κάμε συλλογισμόν και εύρε το συμπέρασμα.

Θεαίτητος.
    Κάμνω τον συλλογισμόν και ευρίσκω ότι εξάγεται το αντίθετον από ό,τι
    παρεδέχθην εις την αρχήν.

Σωκράτης.
    Και ίσως, περισπούδαστε φίλε μου, επάθαινες περισσότερα ακόμη, εάν σε
    ερωτούσε κανείς, αν υπάρχει επιστήμη οξύνους και επιστήμη αμβλύνους,
    και αν εκ του πλησίον υπάρχει επιστήμη, από μακράν όμως όχι, και
    αναλόγως επί ταχύτητος και αργοπορίας και χίλια δύο άλλα, ημπορούσε
    να σε ερωτήση, όταν σε εύρη εις το καρτέρι ένας καλός στρατιώτης
    πληρωμένος, την ώραν που έλεγες ότι είναι το ίδιον πράγμα η επιστήμη
    και η αίσθησις, και αφού κάμη έφοδον εις την ακοήν και την όσφρησιν
    και τας άλλας αισθήσεις, αρχίση να σε εξελέγχη ορμών εναντίον σου και
    μη παραιτούμενος, πριν θαυμάσης την πολύκροτον σοφίαν του και
    συλληφθείς από αυτόν, ο όποιος, αφού σε υποτάξη και σε δέση
    χειροπόδαρα, τότε πλέον θα εζητούσε όσα λύτρα ήτο δυνατόν να δεχθής
    διά να σε ελευθερώση. Ίσως όμως θα ειπής, άραγε ποίον λόγον θα είχε
    να ειπή ο Πρωταγόρας προς βοήθειαν των συμμάχων του; Δεν είναι χρέος
    μας να προσπαθήσωμεν να το εύρωμεν;

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης. Πρώτον, νομίζω, θα ειπή όλα αυτά, όσα λέγομεν ημείς υπερασπιζόμενοι αυτόν, και έπειτα, νομίζω, θα κάμη έφοδον περιφρονών ημάς και λέγων: Να τέτοιος είναι ο Σωκράτης ο προκομμένος, επειδή ένα μικρό παιδί εφοβήθη, όταν το ερώτησε αν είναι δυνατόν ο ίδιος άνθρωπος το ίδιον πράγμα συγχρόνως να το ενθυμήται και να μη το γνωρίζη, και επειδή από τον φόβον του είπε όχι, διότι αυτό δεν ήτο εις θέσιν να προβλέψη το αποτέλεσμα, τάχα απέδειξε το άτομόν μου γελοίον εις τους λόγους. Και όμως, κοιμισμένε μου, Σωκράτη, το πράγμα έχει ως εξής. Όταν κανέν από όσα είπα εγώ το εξετάζης με την συζήτησιν, τότε, εάν μεν ο ερωτηθείς απήντησε καθώς θα απαντούσα εγώ και έχη λάθος, το λάθος είναι ιδικόν μου, αν όμως αυτός απαντήση διαφορετικά από εμέ, τότε πταίει ο ίδιος ο ερωτηθείς. Και τόρα παραδείγματος χάριν νομίζεις ότι παραδέχομαι εγώ, ότι ενθυμείται κανείς εκείνο το οποίον έπαθε, τόρα που δεν πάσχει πλέον, αφού η μνήμη είναι κάτι τι, το οποίον είχε όταν έπασχε; Πολύ απέχω από αυτό. Ή νομίζεις πάλιν ότι θα δυσκολευθώ να σου απαντήσω ότι είναι δυνατόν ο ίδιος άνθρωπος το ίδιον πράγμα και να το γνωρίζη και να μη το γνωρίζη; Ή αν κανείς δειλιάση να ειπή αυτό, θα σου χαρίση ποτέ το ότι εκείνος ο οποίος μετεβλήθη είναι ο ίδιος ό,τι ήτο πριν μεταβληθή; Ή μάλλον θα δεχθή ότι είναι ένας αυτός και όχι πολλοί, και αυτοί οι πολλοί ότι γίνονται άπειροι, αφού παραδεχόμεθα ότι συμβαίνει μεταβολή, εάν βεβαίως πρόκειται να προφυλαττώμεθα από το να καταστρατηγή ο ένας τους λόγους του άλλου; Ευλογημένε μου, θα ειπή πάλιν εκείνος, αν ημπορής πολέμησε με περισσοτέραν γενναιότητα αυτό το οποίον είπα, και απόδειξε ως ψευδές ότι δεν υπάρχουν ιδιαίτεραι αισθήσεις εις έκαστον από ημάς, ή, αφού υπάρχουν ιδιαίτεραι αισθήσεις, απόδειξε ότι δεν έπεται πάλιν εκ τούτου, ότι, εκείνο, που φαίνεται εις έκαστον, γίνεται τοιούτον ή είναι (διά να μεταχειρισθώ την λέξιν είναι) δι' αυτόν μόνον. Όταν όμως αναφέρης χοίρους και πιθήκους, όχι μόνον συ ο ίδιος φαίνεσαι χοίρος, αλλά πείθεις και εκείνους οι οποίοι σε ακούουν, να φαίνωνται χοίροι εις τα συγγράμματά μου, και δεν κάμνεις καλά (!). Διότι εγώ ναι μεν διισχυρίζομαι, ότι η αλήθεια είναι καθώς την έγραψα, δηλαδή όχι έκαστος από ημάς είναι ο πήχυς και διά τα υπάρχοντα και διά τα μη υπάρχοντα, απείρως όμως διαφέρει ο είς από τον άλλον ακριβώς εις αυτό το ίδιον, ότι δηλαδή άλλα υπάρχουν και φαίνονται εις τον ένα και άλλα εις τον άλλον. Επομένως πολύ απέχω από το να ειπώ ότι δεν υπάρχει σοφία και σοφός άνθρωπος, αλλά ακριβώς αυτόν τον ίδιον ονομάζω σοφόν, ο οποίος εις ένα οποιονδήποτε από ημάς, εις τον οποίον τα πράγματα φαίνονται και είναι κακά, θα τα μεταβάλη και θα τα κάμη να φαίνωνται και να είναι αγαθά. Έπειτα μη με πολεμής εις τας λέξεις, αλλά με τον εξής τρόπον εννόησε σαφέστερον τι θέλω να ειπώ. Ενθυμήσου δηλαδή τι ελέγαμεν προηγουμένως, ότι εις τον ασθενή φαίνονται και είναι πικρά τα φαγητά που τρώγει, εις δε τον υγιή το αντίθετον και είναι και φαίνονται. Και λοιπόν από αυτούς τους δύο δεν είναι ανάγκη να κάμωμεν σοφώτερον κανένα, διότι ούτε μας είναι δυνατόν. Ούτε και πρέπει να τους χαρακτηρίσωμεν και να ειπούμεν, ότι ο μεν ασθενής είναι αμαθής, διότι έχει αυτήν την γνώμην, ο δε υγιής είναι σοφός, διότι έχει διαφορετικήν γνώμην. Αλλά απλώς πρέπει το έν να το μεταβάλλωμεν εις το άλλο, διότι η δευτέρα κατάστασις είναι προτιμοτέρα. Το ίδιον δε και εις την εκπαίδευσιν, την άλλην κατάστασιν πρέπει να την μεταβάλλωμεν εις το καλλίτερον. Και ενώ ο ιατρός μεταχειρίζεται φάρμακα διά την μεταβολήν, ο σοφιστής μεταχειρίζεται λόγους. Δε θέλω όμως να ειπώ ότι, έναν άνθρωπον που έχει ψευδή γνώμην είναι δυνατόν να τον κάμης κατόπιν να έχη αληθινήν, διότι ούτε είναι δυνατόν να έχη κανείς γνώμην διά τα μη υπάρχοντα, ούτε να φρονή άλλα από όσα πάσχει, αυτά δε είναι εκάστοτε αληθινά (!). Νομίζω μόνον ότι εκείνον ο οποίος ένεκα της μοχθηράς ψυχικής του καταστάσεως φρονεί παρόμοια προς την κατάστασίν του, η αγαθή κατάστασις τον κάμνει να φρονή άλλα φρονήματα, τα οποία ακριβώς μερικοί από αμάθειαν τα ονομάζουν αληθινά, εγώ όμως παραδέχομαι μεν ότι είναι καλλίτερα τα δεύτερα από τα πρώτα, όχι όμως και αληθέστερα, Και τους σοφούς, αγαπητέ μου φίλε Σωκράτη, πολύ απέχω να τους ονομάζω βατράχους, αλλά ως προς τα σώματα τους ονομάζω ιατρούς, ως προς δε τα φυτά γεωργούς. Διότι λέγω ότι και αυτοί εις τα φυτά, όταν κανέν από αυτά ασθενή, του αφαιρούν τας κακάς αισθήσεις και του δίδουν καλάς και υγιεινάς αισθήσεις και αληθείας, οι δε σοφοί και καλοί ρήτορες κάμνουν τας πόλεις να νομίζουν, ότι είναι δίκαια τα καλά και όχι τα κακά (!). Διότι όσα εις εκάστην πόλιν φαίνονται δίκαια και καλά, αυτά είναι δίκαια και καλά δι' αυτήν εν όσω τα θεωρεί ως τοιαύτα. Ο σοφός όμως, από εκεί που είναι όλα εις αυτούς κακά, τα κάμνει να είναι και να φαίνωνται καλά. Το ίδιον και ο σοφιστής, εάν είναι ικανός να παιδαγωγή κατ' αυτόν τον τρόπον τους εκπαιδευομένους, είναι σοφός και άξιος να λαμβάνη πολλά χρήματα από τους εκπαιδευθέντας. Και κατ' αυτόν τον τρόπον άλλος είναι σοφώτερος από άλλον και κανείς δεν έχει ψευδή γνώμην, και εσέ, είτε θέλεις είτε δεν θέλεις, θα σε ανεχθώμεν να είσαι ο πήχυς (!). Διότι με αυτό ενισχύεται αυτός ο λόγος μου (!). Τον οποίον αν συ είσαι ικανός να τον πολεμήσης από την αρχήν, πολέμησέ τον με συνεχή λόγον, ή, αν προτιμάς με ερωτήσεις, έστω με ερωτήσεις. Διότι και τούτο δεν πρέπει να το αποφύγη, απ' εναντίας μάλιστα πρέπει να το επιδιώκη όστις έχει νουν. Κάμε όμως ως εξής· μην είσαι άδικος εις τας ερωτήσεις, διότι είναι πολύ παράλογον, αφού λέγεις ότι φροντίζεις διά την αρετήν (!), να μην κάμνης τίποτε ολιγώτερον από το να είσαι άδικος εις τους λόγους. Αδικία δε είναι εις αυτά τα πράγματα όταν κανείς δεν κάμνη διάκρισιν μεταξύ εριστικής ομιλίας και συζητήσεως, και εις μεν την πρώτην αστειεύεται και σφάλλει όσον ημπορεί, εις δε την συζήτησιν σοβαρεύεται και διορθώνει τον αντικρυνόν του, δεικνύων μόνον τα σφάλματα εις τα οποία υπέπεσε μόνος του ή εξ αιτίας των προηγουμένων διδασκάλων του!). Διότι, αν κάμης έτσι, τότε θα κατακρίνουν τον εαυτόν των διά την ταραχήν και την απορίαν όσοι συζητούν μαζί σου, και όχι εσέ, και σε μεν θα σε εκτιμήσουν και θα σε ζητήσουν πάλιν, τον εαυτόν των δε θα τον μισήσουν και θα τον απαρνηθούν, διά να εγκολπωθούν την φιλοσοφίαν, με σκοπόν να γίνουν διαφορετικοί και να ξεφορτωθούν την προηγουμένην των κατάστασιν. Εάν όμως κάμνης το αντίθετον από αυτά, καθώς κάμνουν οι περισσότεροι, το αντίθετον θα συμβή εις σε και εις τους ακροατάς σου, αντί να γίνουν φιλόσοφοι θα τους κάμης να μισούν αυτό το πράγμα, όταν μεγαλώσουν. Εάν λοιπόν θέλης να με ακούσης, καθώς σου είπα και προηγουμένως, όχι με έχθραν ούτε πολεμικώς, αλλά με επιείκειαν και αληθινήν συγκατάβασιν, θα σκεφθής, τι άραγε εννοούμεν, όταν λέγωμεν ότι τα πάντα κινούνται, και ότι εκείνο το οποίον φαίνεται εκείνο και υπάρχει εις έκαστον, και εις τα άτομα και εις ολόκληρον την πόλιν. Και από αυτά κατόπιν θα κρίνης αν είναι το ίδιον πράγμα ή διαφορετικόν η επιστήμη και η αίσθησις και αν δεν προέρχονται όλα, καθώς είπαμεν προ ολίγου, από την συνήθειαν των βημάτων και των ονομάτων, τα οποία οι περισσότεροι τα σύρουν όπως τύχη και προξενούν δυσκολίας όσας ημπορείς να φαντασθής ο είς εις τον άλλον. Αυτά, καλέ Θεόδωρε, είχα να είπω πρώτος εγώ κατά τας δυνάμεις μου προς βοήθειαν του φίλου σου, και είναι ολίγα από τα ολίγα που γνωρίζω. Αν όμως έζη ο ίδιος θα υπερασπίζετο τους λόγους του με περισσότερον μεγαλείον.

Θεόδωρος.
    Αστειεύεσαι, Σωκράτη μου, διότι με πολλήν ανδρείαν υπερήσπισες αυτόν
    τον άνθρωπον.

Σωκράτης.
    Σε ευχαριστώ διά τους λόγους σου, καλέ μου φίλε, και ειπέ μου σε
    παρακαλώ, ενόησες προ ολίγου ότι ο Πρωταγόρας κάπου μας προσέβαλε,
    λέγων ότι συζητούμεν με ένα μικρό παιδί και ότι εκμεταλλευόμεθα τον
    φόβον αυτού του παιδιού, ενώ συζητούμεν τα ιδικά του διδάγματα, διά
    τούτο τα θεωρεί αστεία και αποδίδων σπουδαιότητα εις τον πήχυν όλων
    των πραγμάτων μας προέτρεψε να καταγίνωμεν εις τα διδάγματά του;

Θεόδωρος.
    Πώς δεν το ενόησα, καλέ Σωκράτη;

Σωκράτης.
    Και λοιπόν; Προτείνεις να τον ακούσωμεν;

Θεόδωρος.
    Πολύ μάλιστα.

Σωκράτης.
    Βλέπεις λοιπόν ότι όλοι οι παρόντες εκτός σού είναι παιδιά. Εάν
    λοιπόν πρόκειται να τον ακούσωμεν αυτόν τον άνθρωπον, πρέπει εγώ και
    συ με ερωτήσεις και απαντήσεις να σπουδάσωμεν τον λόγον του, διά να
    μη έχη παράπονον ως προς τούτο τουλάχιστον, ότι δηλαδή, ενώ
    αστειευόμεθα εμπρός εις παλικαράκια, τάχα εξετάσαμεν αυτόν τον λόγον.

Θεόδωρος.
    Και πώς; Τάχα ο Θεαίτητος δεν ημπορεί καλλίτερα από πολλούς
    πωγωνοφόρους να παρακολουθήση την έρευναν του λόγου;

Σωκράτης.
    Όχι όμως και από εσέ καλλίτερα, καλέ Θεόδωρε. Ώστε μην νομίζης ότι
    εγώ μεν έχω χρέος να υπερασπισθώ με κάθε τρόπον τον φίλον σου ο
    οποίος απέθανε, συ όμως όχι, αλλ' εμπρός, αγαπητέ, ακολούθησέ με
    ολίγον έως ότου να εννοήσωμεν, αν πρέπει συ να θεωρηθής διά τα
    γεωμετρικά σχήματα ο πήχυς που τα μετρά, ή όλοι θα γίνωμεν καθώς συ
    αυτάρκεις και εις την αστρονομίαν και εις τα άλλα εις τα οποία
    υπάρχει λόγος να είσαι συ ανώτερος.

Θεόδωρος.
    Δεν είναι εύκολον, Σωκράτη μου, όταν κανείς κάθηται μαζί σου να μη
    λάβη μέρος εις την συζήτησιν. Εγώ όμως προ ολίγου ωμίλησα εις τον
    αέρα, όταν ενόμιζα ότι συ θα μου επιτρέψης να απέχω, και δεν θα με
    αναγκάσης καθώς κάμνουν οι Λακεδαιμόνιοι. Συ όμως μου φαίνεσαι ότι
    πλησιάζεις τον Σκείρωνα(4) περισσότερον. Διότι οι μεν Λακεδαιμόνιοι
    επιβάλλουν έν από τα δύο, ή να φύγης ή να γυμνωθής προς πάλην, συ
    όμως μου φαίνεται ότι το κάμνεις καθώς ο Ανταίος (5). Διότι όποιος
    σου πλησιάση, δεν τον αφίνεις να φύγη πριν τον αναγκάσης να ετοιμασθή
    και να παλαίση με τους λόγους.

Σωκράτης.
    Περίφημα εχαρακτήρισες την ασθένειάν μου, καλέ Θεόδωρε. Εγώ όμως
    είμαι δυνατώτερος από εκείνους. Διότι έως τόρα με ευρήκαν στον δρόμον
    χιλιάδες ωσάν τον Ηρακλέα και τον Θησέα ανδρειωμένοι εις τους λόγους
    και με εξεκούφαναν. Εγώ όμως πάλιν δεν παραιτούμαι. Τόσον πολύ με
    εκυρίευσε κάτι τι ωσάν ανίκητος έρως δι' αυτάς τας ασκήσεις. Δι' αυτό
    λοιπόν μην αποφεύγης και συ από φθόνον να συγκρουσθής μαζί μου και να
    ωφελήσης συγχρόνως και τον εαυτόν σου και εμέ.

Θεόδωρος.
    Εγώ πλέον δεν αντιλέγω τίποτε, ώστε φέρε με όπου θέλεις. Χωρίς άλλο
    πρέπει να δεχθώ με υπομονήν το γραφτό, το οποίον ως μοίρα θα μου
    διαγράψης συ, όταν θα με εξελέγχης. Σε ειδοποιώ όμως ότι δεν θα
    ημπορέσω να σε χρησιμεύσω περισσότερον από ό,τι με επρότεινες.

Σωκράτης.
    Αλλά και τόσον είναι αρκετόν. Και σε παρακαλώ πολύ πρόσεχε εις αυτό,
    μήπως λησμονήσωμεν και συζητήσωμεν παιδαριωδώς, και κατόπιν πάλιν μας
    το ονειδίση κανείς τούτο.

Θεόδωρος
    Και βέβαια θα προσπαθήσω όσον μου είναι δυνατόν.

Σωκράτης.
    Λοιπόν ας πάρωμεν πάλιν το προηγούμενον εκείνο και ας ιδούμεν, άραγε
    έχομεν δίκαιον ή όχι να οργιζώμεθα και να κατακρίνωμεν τον λόγον,
    διότι παρουσίαζε τον καθένα αυτάρκη διά την φρόνησιν. Και ο
    Πρωταγόρας συνεφώνησε μαζί μας ότι διακρίνονται μερικοί και ως προς
    το καλλίτερον και ως προς το χειρότερον, οι οποίοι ακριβώς είναι οι
    σοφοί. Δεν είναι έτσι;

Θεόδωρος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν, εάν μεν ήτο ο ίδιος παρών και συνεφώνει, χωρίς να τον
    υπερασπιζώμεθα ημείς μόνοι μας και να δίδωμεν συγκατάθεσιν, δεν θα
    ήτο ανάγκη να τα επαναλάβωμεν διά να βεβαιωθώμεν. Τόρα όμως ίσως
    κανείς θελήση να ακυρώση την συγκατάθεσίν μας χάριν εκείνου. Διά
    τούτο είναι ωραιότερον να εξηγηθούμεν μεταξύ μας καλλίτερα ως προς
    αυτό. Διότι δεν είναι μικρά η διαφορά, αν το παραδεχθώμεν κατά τούτον
    τον τρόπον, ή κατά τον αντίθετον.

Θεόδωρος.
    Λέγεις την αλήθειαν.

Σωκράτης.
    Λοιπόν ας μην ανοίξωμεν άλλας συζητήσεις, αλλά από τον λόγον του
    ιδίου ας λάβωμεν την συγκατάθεσιν όσον το δυνατόν συντομώτερα.

Θεόδωρος.
    Πώς;

Σωκράτης.
    Ιδού πώς: Λέγει, νομίζω, ότι, εκείνο το οποίον φαίνεται εις έκαστον,
    αυτό είναι και πραγματικόν εις εκείνον εις τον οποίον φαίνεται;

Θεόδωρος.
    Αυτό το λέγει πραγματικώς.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν, καλέ Πρωταγόρα, και ημείς εδώ προτείνομεν γνώμην
    ανθρώπου ή μάλλον όλων των ανθρώπων, και λέγομεν ότι κανείς δεν
    υπάρχει, ο οποίος εις άλλα μεν δεν νομίζει τον εαυτόν του σοφώτερον
    από τους άλλους, εις άλλα δε άλλους σοφωτέρους από τον εαυτόν του,
    και μάλιστα εις τους μεγαλιτέρους κινδύνους, καθώς όταν
    ταλαιπωρούνται εις τας εκστρατείας ή από τα νοσήματα ή από την
    τρικυμίαν, και αποβλέπη ο καθείς εις τον αρχηγόν του ωσάν θεόν και
    από αυτόν περιμένη την σωτηρίαν του, ο οποίος δεν έχει καμμίαν άλλην
    διαφοράν παρά τας γνώσεις. Και εις όλα τα άλλα πράγματα καθημερινώς
    οι άνθρωποι ζητούν διδασκάλους και άρχοντας διά τον εαυτόν των και τα
    άλλα ζώα και διά τας εργασίας, διότι επίσης νομίζουν ότι αυτοί είναι
    ικανοί να διδάσκουν και να είναι αρχηγοί. Και εις όλα αυτά τα
    πράγματα τι άλλο θα ειπούμεν, παρά ότι οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι
    παραδέχονται, ότι υπάρχει σοφία και αμάθεια εις τον εαυτόν των;

Θεόδωρος.
    Τίποτε άλλο.

Σωκράτης.
    Λοιπόν αυτοί δεν νομίζουν ότι η μεν σοφία είναι αληθινή νόησις, η δε
    αμάθεια ψευδής γνώμη;

Θεόδωρος.
    Τι άλλο βεβαίως; .

Σωκράτης.
    Λοιπόν, καλέ Πρωταγόρα, τι θα απαντήσωμεν εις αυτά; Άραγε θα δεχθώμεν
    ότι πάντοτε οι άνθρωποι έχουν αληθινήν γνώμην, ή άλλοτε μεν αληθινήν
    άλλοτε δε ψευδή; Διότι και από τα δύο αυτά εξάγεται ότι δεν έχουν
    πάντοτε αληθινήν γνώμην, αλλά άλλοτε αληθινήν και άλλοτε ψευδή. Και
    λάβε υπ' όψιν σου, καλέ Θεόδωρε, ότι πιθανόν να θελήση κανείς από
    τους οπαδούς του Πρωταγόρα ή συ ο ίδιος ακόμη να αντιλέξης, ότι
    διόλου δεν νομίζει ο ένας τον άλλον ότι είναι αμαθής και έχει ψευδή
    γνώμην.

Θεόδωρος.
    Ναι αλλά αυτό κανείς δεν θα το παραδεχθή, καλέ Σωκράτη.

Σωκράτης.
    Και όμως αυτό επιβάλλει κατ' ανάγκην ο λόγος ο οποίος λέγει, ότι όλων
    των πραγμάτων ο πήχυς που τα μετρά είναι ο άνθρωπος.

Θεόδωρος.
    Πώς δηλαδή;

Σωκράτης.
    Όταν συ κάμνης μόνος σου μίαν κρίσιν, και έρχεσαι εις εμέ και μου
    λέγης μίαν γνώμην περί ενός πράγματος, τότε εγώ σε αφίνω να θεωρής
    αληθινήν την γνώμην σου σύμφωνα με τον λόγον του Πρωταγόρα, αλλά τάχα
    εις ημάς τους άλλους δεν επιτρέπεται να γίνωμεν επικριταί της ιδικής
    σου κρίσεως, ή νομίζεις ότι θα παραδεχθώμεν ότι συ έχεις πάντοτε
    αληθινήν γνώμην; Ή μήπως σε αντικρούσουν εκάστοτε χιλιάδες από τους
    αντιφρονούντας, νομίζοντες ότι συ έχεις ψευδή κρίσιν και γνώμην;

Θεόδωρος.
    Μα τον Δία, χιλιάδες των χιλιάδων υπάρχουν, καθώς λέγει ο Όμηρος, οι
    οποίοι θα με φέρουν εις δύσκολον θέσιν.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν; θέλεις να παραδεχθώμεν ότι εκείνην την στιγμήν συ, διά
    μεν τον εαυτόν σου έχεις αληθινήν γνώμην, διά τας χιλιάδας όμως των
    ανθρώπων έχεις ψευδή;

Θεόδωρος.
    Αυτό νομίζω ότι είναι το αναγκαίον συμπέρασμα αυτού του λόγου.

Σωκράτης.
    Ο ίδιος όμως ο Πρωταγόρας τι νομίζει; Δεν θα αναγκασθή να παραδεχθή
    ότι, εάν ούτε αυτός ενόμιζε ότι ο πήχυς των πραγμάτων είναι ο
    άνθρωπος, ούτε ο πολύς κόσμος νομίζει, καθώς και πράγματι δεν
    νομίζει, τότε εις κανένα δεν υπάρχει αυτή η «αλήθεια» την οποίαν
    εκείνος συνέγραψε; Εάν δε πάλιν αυτός μεν ενόμιζε τούτο, ο πολύς όμως
    κόσμος δεν συμμερίζεται την γνώμην του, γνωρίζεις ότι πρώτον μεν όσον
    περισσότεροι είναι εκείνοι, οι οποίοι δεν δέχονται αυτήν την γνώμην,
    από εκείνους οι οποίοι την παραδέχονται, τόσον περισσότερον είναι
    ψευδής παρά αληθινή;

Θεόδωρος.
    Κατ' ανάγκην, αφού η αλήθεια και το ψεύδος κανονίζεται από τον
    αριθμόν των γνωμών (!).

Σωκράτης.
    Εκτός τούτου το νοστιμώτερον είναι το εξής: Αφού εκείνος λέγει ότι
    όλοι έχουν αληθινήν γνώμην, βεβαίως παραδέχεται ότι είναι αληθινή η
    γνώμη εκείνων οι οποίοι εναντιώνονται εις την γνώμην του, και
    νομίζουν ότι έχει ψευδή γνώμην.

Θεόδωρος.
    Βεβαίως.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν δεν θα παραδεχθή ότι η ιδική του γνώμη είναι ψευδής, αφού
    την γνώμην εκείνων οι οποίοι νομίζουν, ότι αυτός ψεύδεται την
    παραδέχεται ως αληθινήν;

Θεόδωρος.
    Κατ' ανάγκην.

Σωκράτης.
    Γνωρίζεις ακόμη ότι οι άλλοι δεν παραδέχονται διά τον εαυτό των, ότι
    έχουν ψευδή γνώμην

Θεόδωρος.
    Βεβαίως δεν παραδέχονται.

Σωκράτης.
    Αυτός όμως πάλιν παραδέχεται και αυτήν την γνώμην των ως αληθινήν,
    συμφώνως προς όσα έγραψε.

Θεόδωρος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Επομένως όλοι και πρώτος πρώτος ο Πρωταγόρας (!) θα διαφιλονική την
    ιδικήν του γνώμην ή μάλλον, αφού δέχεται ότι έχει αληθινήν γνώμην
    εκείνος ο οποίος εναντιώνεται εις αυτόν, τότε ο ίδιος ο Πρωταγόρας
    παραδέχεται ότι ούτε ο κύων ούτε ο τυχών άνθρωπος είναι πήχυς διά
    κανέν πράγμα το οποίον δεν έμαθε. Δεν είναι έτσι;

Θεόδωρος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Λοιπόν αφού διαφιλονικείτε από όλους, τότε δεν θα είναι αληθινή η
    γνώμη του Πρωταγόρα, ούτε δι' άλλον κανένα, ούτε διά τον ίδιον εαυτόν
    του.

Θεόδωρος.
    Καλέ Σωκράτη, πάρα πολύ κατατρέχομεν τον φίλον μου.

Σωκράτης.
    Όχι μόνον αυτό, φίλε μου, αλλά πολύ πιθανόν και να παρατρέχωμεν την
    αλήθειαν. Και βέβαια είναι λογικόν αφού εκείνος ήτο γέρων να ήτο
    σοφώτερος από ημάς. Και αν από κανένα μέρος έβγαζε την κεφαλήν έως
    τον λαιμόν και μας έβλεπε, χωρίς άλλο θα με κατέκρινε εμέ ως φλύαρον
    και εσέ διότι συγκατανεύεις, και αμέσως θα εχώνετο εις το χώμα διά να
    φύγη μακράν από ημάς. Ημείς όμως, καθώς νομίζω, έχομεν χρέος να
    δείξωμεν ποίαν γνώμην έχομεν, και την γνώμην μας αυτήν να την
    εκφράζωμεν πάντοτε ειλικρινώς. Λοιπόν και τόρα δεν θα δεχθώμεν, ότι,
    αφού πας τις παραδέχεται ότι υπάρχει και σοφώτερος άλλος από άλλον,
    υπάρχει και αμαθέστερος;

Θεόδωρος.
    Εγώ τουλάχιστον αυτό φρονώ.

Σωκράτης.
    Άραγε φρονείς ακόμη ότι μένει ακλόνητος και ως προς κείνο το οποίον
    οι ίδιοι επροσθέσαμεν διά να υπερασπισθώμεν τον Πρωταγόραν, ότι
    δηλαδή τα περισσότερα πράγματα, όπως φαίνονται, τοιαύτα και είναι εις
    έκαστον, ως τα θερμά, τα ξηρά, τα γλυκά και όλα όσα είναι αυτής της
    κατηγορίας; Και ότι εάν εις μερικά αναγνωρίζη ότι διαφέρει ο είς από
    τον άλλον, το πολύ εις τα υγιεινά και νοσώδη ημπορεί να δεχθή, ότι
    οιονδήποτε γύναιον, ή παιδίον, ή θηρίον δεν είναι εις θέσιν να
    θεραπευθή μόνον του, χωρίς να γνωρίζη το υγιεινόν, και ότι εις τούτο
    προ πάντων ο είς διαφέρει του άλλου;

Θεόδωρος.
    Αυτή είναι η γνώμη μου.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν και διά τα πολιτικά είναι πραγματικώς καλά και αισχρά και
    δίκαια και άδικα και όσια και ανόσια όσα παραδεχθή εκάστη πόλις και
    νομοθετήση διά τον εαυτόν της, και επομένως ως προς αυτά δεν είναι
    σοφώτερον ούτε ένα άτομον από άλλο άτομον, ούτε μία πόλις από άλλην
    πόλιν. Μόνον όμως εις το να νομοθετή όσα συμφέρουν προ πάντων ή δεν
    συμφέρουν εις την ιδίαν, θα αναγνωρίση πάλιν ότι έχει διαφοράν ο είς
    σύμβουλος από τον άλλον και η μία γνώμη της πόλεως από την άλλην ως
    προς την αλήθειαν, και δεν θα τολμήση να ειπή ότι όσα νομοθετήση μία
    πόλις, διότι ενόμισε ότι συμφέρουν εις αυτήν, ωρισμένως αυτά θα την
    ωφελήσουν περισσότερον από παν άλλο. Ενώ εκεί, που είπα προηγουμένως,
    δηλαδή εις τα δίκαια και άδικα και όσια και ανόσια, είναι πρόθυμοι να
    διισχυρίζωνται ότι κανέν από αυτά δεν έχει εκ φύσεως την ουσίαν του,
    αλλά παν ό,τι νομίση η κοινή γνώμη, τούτο γίνεται αληθές και μόνον
    όσον χρόνον το νομίζει. Επί τέλους δε και όσοι δεν έχουν εντελώς την
    γνώμην του Πρωταγόρα με αυτά σχεδόν κάμνουν τον φιλόσοφον. Ημείς
    όμως, καλέ Θεόδωρε, από τον ένα λόγον πηγαίνομεν εις τον άλλον και
    από τον μεγαλίτερον εις τον μικρότερον.

Θεόδωρος.
    Και μήπως δεν έχομεν καιρόν, καλέ Σωκράτη;

Σωκράτης.
    Φαίνεται. Και σε βεβαιώ, αξιοθαύμαστε φίλε, πολλάκις το παρετήρησα
    καθώς και τόρα, ότι ήτο επόμενον όσοι χάνουν πολύν καιρόν εις την
    φιλοσοφίαν, όταν παρουσιασθούν εις τα δικαστήρια να φαίνωνται γελοίοι
    ρήτορες.

Θεόδωρος.
    Πώς λοιπόν το εξηγείς;

Σωκράτης.
    Σχεδόν όσοι κυλίονται μέσα εις τα δικαστήρια και τα παρόμοια από
    μικροί, συγκρινόμενοι με όσους εμεγάλωσαν μέσα εις την φιλοσοφίαν και
    τας παρομοίας σπουδάς, είναι ωσάν δούλοι απέναντι ελευθέρων.

Θεόδωρος.
    Πώς δηλαδή;

Σωκράτης.
    Διότι οι μεν πρώτοι έχουν πάντοτε καιρόν, καθώς είπες, και συνομιλούν
    με ησυχίαν και χωρίς βίαν. Καθώς ημείς τόρα εδώ τρεις φοράς με αυτήν
    αλλάζομεν λόγον. Το ίδιον κάμνουν και εκείνοι, όταν τους αρέση εκείνο
    που τους κατεβαίνει περισσότερον από το προκείμενον, καθώς αρέσει εις
    ημάς. Και δεν τους μέλει αν ομιλούν πολλήν ώραν ή συντόμως, αρκεί να
    επιτύχουν την αλήθειαν, ενώ αυτοί οι άλλοι ομιλούν πάντοτε βιαστικά —
    διότι τους βιάζει το νερόν της κλεψύδρας (6) που τρέχει — και δεν
    επιτρέπει να ομιλήσουν δι' έν ζήτημα το οποίον επιθυμούν, διότι ο
    αντίδικος στέκει επάνω από το κεφάλι των και τους πιέζει και
    αναγινώσκει σχέδιον, έξω από το οποίον δεν επιτρέπεται κατά τον νόμον
    να ομιλούν, και το οποίον ακριβώς λέγεται αντωμοσία. Και οι λόγοι των
    πάλιν λέγονται πάντοτε δι' ένα δούλον, καθώς είναι αυτοί, καθήμενοι
    εμπρός εις ένα σατράπην, ο οποίος κρατεί εις το χέρι του την
    δικαιοσύνην, και αι δίκαι ποτέ δεν γίνονται διά το τίποτε, αλλά
    πάντοτε διά το ατομικόν των συμφέρον και πολλάκις αγωνίζονται διά να
    σώσουν το κεφάλι των. Επομένως από όλα αυτά γίνονται φωνασκοί και
    οξύθυμοι και γνωρίζουν να κολακεύουν τον σατράπην με τους λόγους των
    και να τον ευχαριστήσουν με κάτι τι πραγματικόν, και είναι
    μικροπρεπείς και στρεψόδικοι. Διότι την αύξησιν και την ευθύτητα και
    την ελευθερίαν της ψυχής των την αφήρεσε η μακροχρόνιος δουλεία, η
    οποία τους αναγκάζει να κάμνουν στραβά πράγματα, διότι εν όσω ακόμη
    αι ψυχαί των είναι τρυφεραί, επιβάλλει εις αυτούς μεγάλους κινδύνους
    και φόβους και επειδή δεν ημπορούν να τους υποφέρουν εντός του
    δικαίου και της αληθείας, αμέσως προσπαθούν να απατήσουν και να
    αδικήσουν ο είς τον άλλον και πέφτουν και τσακίζονται. Επομένως
    γίνονται εις το τέλος άνδρες από παιδιά χωρίς καμμίαν ψυχικήν υγείαν,
    και νομίζουν πλέον ότι έγιναν φοβεροί και σοφοί. Και αυτοί μεν,
    αγαπητέ Θεόδωρε, είναι τοιούτοι. Αυτούς όμως, όσοι ανήκουν εις τον
    ιδικόν μας χορόν θέλεις άραγε να τους χαρακτηρίσωμεν και αυτούς, ή να
    τους αφήσωμεν και να έλθωμεν πάλιν εις την συζήτησίν μας, ώστε, καθώς
    ελέγαμεν και προ ολίγου, να μην κάμνωμεν μεγάλην κατάχρησιν εις την
    ελευθερίαν και αλλαγήν των λεγομένων;

Θεόδωρος.
    Όχι, καλέ Σωκράτη, αλλά ας τους χαρακτηρίσωμεν. Διότι αυτό το είπες
    πολύ ωραία, ότι δηλαδή ημείς όσοι αποτελούμεν τούτον τον χορόν δεν
    είμεθα υπηρέται των λόγων, αλλά οι λόγοι είναι ως άλλοι δούλοι μας,
    και έκαστος από αυτούς περιμένει να συμπληρωθή, όταν μας έλθη η
    όρεξις. Διότι εις τον χορόν μας δεν επιβλέπει ούτε δικαστής ούτε
    θεατής, καθώς εις τους ποιητάς, διά να μας κατακρίνη και να μας
    επιβληθή.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν, αφού το θέλεις, νομίζω ότι πρέπει να ομιλήσωμεν περί των
    κορυφαίων. Διότι προς τι κανείς να αναφέρη τους αναξίους διά τας
    φιλοσοφικάς συζητήσεις; Και λοιπόν αυτοί από μικράν ηλικίαν πρώτον
    μεν διά να υπάγουν εις την αγοράν δεν γνωρίζουν τον δρόμον, ούτε
    γνωρίζουν πού είναι το δικαστήριον, ή το βουλευτήριον, ή κανέν άλλο
    κοινόν της πόλεως συνέδριον. Τους δε νόμους και τα ψηφίσματα τα
    προφορικά ή γραπτά, ούτε τα βλέπουν, ούτε τα ακούουν. Τρεχάματα δε
    διά συλλόγους διά να καταλάβουν την εξουσίαν και συνεδριάσεις και
    γεύματα και πατινάδες με οργανοπαικτρίας, ούτε εις το όνειρόν των δεν
    τους κατεβαίνει να τα βλέπουν. Εάν δε εις την πόλιν γεννηθή κανείς
    από μεγάλην ή μικράν οικογένειαν, ή αν εις κανένα συμβή δυστύχημα εξ
    αιτίας των προγόνων του, είτε άνδρες είναι είτε γυναίκες,
    περισσότερον το αγνοούν αυτό, παρά πόσας σταγόνας έχει η θάλασσα. Και
    ύστερα από όλα αυτά δεν γνωρίζουν ακόμη και ότι δεν τα γνωρίζουν.
    Διότι διά να έχουν υπόληψιν δεν τα αμελούν και αυτά, αλλά πραγματικώς
    το σώμα των μόνον ευρίσκεται μέσα εις την πόλιν, ενώ η ψυχή των όλα
    αυτά τα θεωρεί μικρά και μηδαμινά και τα περιφρονεί και περιφέρεται,
    καθώς λέγει ο Πίνδαρος, καταμετρούσα και τα κάτωθεν της γης και την
    επιφάνειαν αυτής και σπουδάζουσα αστρονομικώς τον ουρανόν και εις όλα
    τα μέρη ερευνώσα την φύσιν έκαστου πράγματος του σύμπαντος, χωρίς να
    περιορίζη τον εαυτόν της εις τα πλησίον.

Θεόδωρος.
    Πώς το εννοείς αυτό, καλέ Σωκράτη;

Σωκράτης.
    Καθώς ο Θαλής, καλέ Θεόδωρε, ενώ εξήταζε τα άστρα και έβλεπε υψηλά,
    έπεσε εις ένα πηγάδι και μία Θράκισσα ωραία και νόστιμη υπηρέτρια
    λέγουν ότι τον επερίπαιξε, διότι όσα μεν είναι εις τον ουρανόν έχει
    πόθον να τα γνωρίση, ενώ όσα είναι εμπρός εις τα πόδια του δεν τα
    γνωρίζει. Και ο ίδιος εμπαιγμός εφαρμόζεται εις όλους, όσοι
    καταγίνονται εις την φιλοσοφίαν. Διότι πραγματικώς ο τοιούτος διά μεν
    τον πλησίον του και τον γείτονά του δεν έχει είδησιν, όχι μόνον τι
    κάμνει, αλλά σχεδόν ακόμη και αν είναι άνθρωπος ή κανέν κτήνος. Το τι
    όμως είναι ο άνθρωπος και τι αρμόζει εις την ανθρωπίνην φύσιν να
    κάμνη ή να πάσχη, διαφορετικόν από τα άλλα ζώα, κάθεται και το
    εξετάζει με πολύν κόπον. Με εννοείς, φίλε Θεόδωρε, ή όχι;

Θεόδωρος.
    Σε εννοώ και λέγεις την αλήθειαν.

Σωκράτης.
    Δι' αυτό λοιπόν, φίλε μου, ο τοιούτος και εις τας ιδιωτικάς του
    συναναστροφάς και εις τας κοινωνικάς του σχέσεις, καθώς έλεγα εις την
    αρχήν, όταν εντός δικαστηρίου ή εις κανέν άλλο μέρος αναγκασθή να
    συζητήση διά πράγματα που είναι εμπρός εις τα πόδια του και εις την
    μύτην του, γίνεται γελοίος όχι μόνον ενώπιον των Θρακισσών αλλά και
    όλου του λαού, διότι πίπτει εις πηγάδια και εις διαφόρους δυσκολίας
    ένεκα της αμαθείας του, και τότε η εντροπή του είναι τρομερά, διότι
    προξενεί εντύπωσιν αβελτηρίας. Διότι και εις τας ύβρεις δεν έχει
    συνήθειαν ποτέ να υβρίζη κανένα, αφού δεν γνωρίζει κανέν σφάλμα
    κανενός, επειδή δεν τους εσπούδασε. Επειδή λοιπόν δεν έχει να ειπή
    τίποτε, γίνεται γελοίος. Και πάλιν εις τους επαίνους και τα καυχήματα
    των άλλων φανερώνεται ότι γελά όχι προσποιητώς αλλά πραγματικώς και
    φαίνεται ότι είναι ακριτολόγος. Διότι και όταν ακούη να εγκωμιάζεται
    ηγεμών ή βασιλεύς νομίζει ότι ακούει να καλοτυχίζουν κανένα
    χοιροβοσκόν ή ποιμένα, διότι αρμέγει πολύ γάλα. Νομίζει μάλιστα ότι
    αυτοί οι βασιλείς βόσκουν ένα ζώον δυστροπώτερον και επιφοβώτερον από
    εκείνα και επειδή δεν έχουν καιρόν να παιδευθούν, γίνονται κατ'
    ανάγκην όχι ολιγώτερον αγροίκοι και απαίδευτοι από τους βοσκούς. Όταν
    πάλιν ακούση περί κτημάτων ότι κάποιος θαυμάζεται, διότι έχει
    περισσότερα από δέκα χιλιάδες στρέμματα, αυτός νομίζει ότι είναι πολύ
    ολίγα διότι συνηθίζει να τα συγκρίνη προς όλην την γην. Προ πάντων δε
    όταν επαινούν την καταγωγήν και λέγουν ότι είναι ευγενής όστις
    αποδείξη ότι έχει επτά πάππους πλουσίους, αυτός νομίζει ότι δεν
    βλέπουν διόλου μακράν, όταν επαινούν, και ότι ένεκα της αμαθείας των
    δεν είναι εις θέσιν να ρίπτουν εκάστοτε βλέμμα εις το όλον, ούτε να
    υπολογίσουν, ότι πάππους και προγόνους έχει ο καθείς πολλάς χιλιάδας
    και εις το διάστημα αυτό αναρίθμητοι υπήρξαν πλούσιοι και πτωχοί
    βασιλείς και δούλοι βάρβαροι και Έλληνες πολλάκις διά τον καθένα.
    Όσοι όμως υπερηφανεύονται, διότι έχουν κατάλογον είκοσι πέντε
    προγόνων και αναβιβάζουν την καταγωγήν των εις τον Ηρακλέα του
    Αμφιτρύωνος, φαίνονται εις αυτό παράξενοι διά την μικρολογίαν των,
    Ότι όμως από τον υιόν του Αμφιτρύωνος και άνω υπήρχε άλλος εικοστός
    πέμπτος πρόγονος και από εκείνον άλλος πεντηκοστός και ήτο καθώς τον
    έκαμε η τύχη του, γελά διότι δεν ημπορούν να το υπολογίσουν και να
    αποδιώξουν την χαυνότητα από την ανόητον ψυχήν των. Εις όλα αυτά
    λοιπόν ο τοιούτος περιπαίζεται από τον λαόν, διότι εις το ένα ζήτημα
    ημπορεί να υπερηφανεύεται, καθώς φαίνεται, ενώ όσα είναι εμπρός εις
    τους πόδας του, τα αγνοεί και έχει απορίας εις έκαστον από αυτά.

Θεόδωρος.
    Λέγεις εντελώς πράγματα, που συμβαίνουν, καλέ Σωκράτη.

Σωκράτης.
    Όταν όμως, φίλε μου, σύρη ο ίδιος κανένα εις το δικαστήριον και του
    επιτρέψη κανείς να αφήση κατά μέρος την μικροσυζήτησιν: Όχι, εγώ
    αδικώ εσέ, όχι, συ αδικείς εμέ, και να υψωθή εις την εξέτασιν της
    καθ' αυτό δικαιοσύνης και αδικίας διά να εύρη τι διαφέρουν αυτά το έν
    από το άλλο και από όλα τα άλλα πράγματα, ή από την μικροσυζήτησιν,
    αν ο βασιλεύς είναι ευτυχής, διότι έχει πολύ χρήμα, να υψωθή εις την
    εξέτασιν της βασιλείας και εν γένει της ανθρωπίνης ευτυχίας, ή
    αθλιότητος, διά να εύρη τι είναι το καθέν από αυτά και με ποίον
    τρόπον αρμόζει εις την φύσιν του ανθρώπου το μεν έν από αυτά να το
    αποκτήση, το δε άλλο να το αποφύγη, θριαμβεύει. Όταν πάλιν περί όλων
    αυτών γίνη ανάγκη να ομιλήση ο μικρόψυχος εκείνος και οξύθυμος και
    δικανικός, αυτός πάλιν κάμνει τα αντίστροφα. Διότι ζαλίζεται ωσάν
    κρεμασμένος υψηλά και βλέπει με βλέμμα μετεωρισμένον και επειδή είναι
    ασυνήθιστος και αδημονεί και απορεί και τραυλίζει, δεν λέγω ότι
    γίνεται γελοίος εις τας Θρακίσσας ούτε και εις κανένα άλλον
    απαίδευτον, διότι αυτό δεν το εννοούν, γίνεται όμως γελοίος εις τους
    λαβόντας αντίθετον ανατροφήν από την ανδραποδώδη. Ιδού λοιπόν ο
    χαρακτήρ ενός εκάστου από αυτούς τους δύο, καλέ Θεόδωρε, ο μεν ένας
    ανετράφη πραγματικώς με ελευθερίαν και με άνεσιν, τον οποίον ακριβώς
    ονομάζεις φιλόσοφον, και δεν θεωρεί προσβολήν να τον νομίζουν
    μωρόπιστον και ότι δεν αξίζει τίποτε, όταν περιεπλεχθή εις υπηρεσίας
    δουλικάς, λόγου χάριν να μη γνωρίζη να δέση ένα στρωματόδεμα, ή να
    κατασκευάζη ένα νόστιμον φαγητόν, ή να ειπή δύο έξυπνα λόγια. Ο άλλος
    πάλιν όλα αυτά ημπορεί να τα εκτελέση επιτηδείως και ταχέως, δεν
    ημπορεί όμως να ενδυθή με επιτηδειότητα ελευθέρου ανθρώπου, ουδέ
    εγνώρισε την αρμονίαν των λόγων, διά να εξυμνήση την αληθινήν ζωήν
    των θεών και των ανθρώπων που ευτυχούν.

Θεόδωρος.
    Εάν, καλέ Σωκράτη, οι λόγοι σου έπειθαν όλους καθώς εμέ, θα
    επληθύνετο η ειρήνη εις τον κόσμον και θα ήτο μικροτέρα η δυστυχία.

Σωκράτης.
    Και όμως ούτε να εξαλειφθή το κακόν είναι δυνατόν, καλέ Θεόδωρε,
    διότι είναι ανάγκη να υπάρχει πάντοτε μία αντίθεσις προς το αγαθόν
    ούτε πάλιν ημπορεί να έχη θέσιν μεταξύ των θεών, αλλά μόνον εις την
    θνητήν φύσιν και εις τούτον τον τόπον περιφέρεται εξ ανάγκης. Διά
    τούτο πρέπει να προσπαθήσωμεν να φύγωμεν το γρηγορώτερον από τον
    κόσμον τούτον εις εκείνον. Φυγή δε είναι το να γίνωμεν όσον το
    δυνατόν όμοιοι με τον θεόν, η δε ομοίωσις συνίσταται εις το να
    γίνωμεν δίκαιοι και ευσεβείς μαζί με την φρόνησιν. Αλλά βεβαίως, φίλε
    μου, δεν είναι τόσον εύκολον να πείση κανείς άλλον, ότι όχι διά τους
    λόγους διά τους οποίους λέγει ο λαός πρέπει να αποφεύγη το πονηρόν
    και να ζητή την αρετήν, δηλαδή διά να φαίνεται ότι δεν είναι κακός,
    αλλά αγαθός. Διότι αυτά μου φαίνονται ότι είναι φλυαρία γραϊδίων, η
    δε αλήθεια είναι η εξής: ο θεός δεν είναι άδικος με κανένα τρόπον εις
    καμμίαν περίστασιν, αλλ' όσον το δυνατόν είναι δίκαιος εις την
    εντέλειαν, και κανέν άλλο πράγμα δεν είναι ομοιότερον με αυτόν, παρά
    εκείνος από ημάς ο οποίος θα γίνη δίκαιος εις την εντέλειαν. Αυτό
    είναι εκείνο το οποίον κάμνει ένα άνθρωπον πραγματικώς θαυμάσιον, και
    πάλιν ουτιδανόν και άνανδρον. Διότι η μεν γνώσις αυτού είναι αληθινή
    σοφία και αρετή, η δε άγνοια είναι φανερά αμάθεια και κακία. Αι άλλαι
    όμως φαινομενικαί ικανότητες και σοφίαι εις μεν την διαχείρισιν των
    πολιτικών είναι βάρος εις τους άλλους, εις δε τας τέχνας είναι
    χονδροειδία. Και λοιπόν εις εκείνον ο οποίος αδικεί και ομιλεί η
    κάμνει ασεβή πράγματα, το καλλίτερον είναι να μη τον θεωρήσωμεν
    τρομερόν εις την πανουργίαν. Διότι αυτοί ευχαριστούνται να ακούουν
    τοιαύτην κατηγορίαν και νομίζουν ότι δεν είναι φλύαροι, αφού άλλως
    είναι βάρος της γης, αλλά ότι είναι άνθρωποι καθώς πρέπει να είναι
    εις μίαν πόλιν όσοι θέλουν να σωθούν. Πρέπει λοιπόν να ειπούμεν την
    αλήθειαν, ότι δηλαδή τόσον περισσότερον είναι ό,τι δεν υποθέτουν,
    όσον περισσότερον δεν το γνωρίζουν. Διότι αγνοούν την ζημίαν της
    αδικίας, την οποίαν διόλου δεν πρέπει να αγνοή κανείς. Διότι αδικία
    δεν είναι αυτό που νομίζεται συνήθως, δηλαδή οι δαρμοί και οι
    θάνατοι, τα οποία πολλάκις τα παθαίνουν όσοι δεν είναι άδικοι, αλλά
    εκείνη την οποίαν είναι αδύνατον να την αποφύγουν.

Θεόδωρος.
    Ποίαν λοιπόν εννοείς;

Σωκράτης.
    Υπάρχουν, φίλε μου, δύο πρότυπα δείγματα εις την φύσιν, το θείον το
    οποίον είναι ευτυχέστατον και ο αντίθεος ο οποίος είναι ο αθλιώτατος
    και όμως δεν τα βλέπουν και από την ηλιθιότητά των και την
    υπερβολικήν ανοησίαν των χωρίς να το αισθάνωνται γίνονται όμοιοι με
    τον δεύτερον από τα άδικα έργα των και ανόμοιοι με το πρώτον. Δι'
    αυτό λοιπόν πληρώνουν τα αντίποινα εν όσω ζουν ζωήν ανάλογον με αυτόν
    που ομοιάζουν. Και αν ελέγαμεν εις αυτούς ότι, αν δεν αποκηρύξουν την
    επιτηδειότηταν, όταν θα αποθάνουν, δεν θα τους δεχθή εκείνος ο
    καθαρός από το κακόν τόπος και ότι εις την παρούσαν ζωήν πάντοτε θα
    απολαμβάνουν τα ανάλογα προς την διαγωγήν των, κακοί αυτοί με άλλους
    κακούς συντρόφους, τότε προ πάντων θα φανούν τρομεροί και πανούργοι
    ως να τους τα λέγη αυτά κανείς ανόητος.

Θεόδωρος.
    Πολύ ορθά, Σωκράτη μου.

Σωκράτης.
    Το γνωρίζω αγαπητέ μου φίλε. Ένα πράγμα όμως συμβαίνει εις αυτούς,
    δηλαδή αν γίνη ανάγκη ατομικώς να δώσουν και να λάβουν τον λόγον δι'
    εκείνους τους οποίους κατακρίνουν και δεχθούν αξιοπρεπώς να
    υπομείνουν πολύν χρόνον και να μη φύγουν ανάνδρως, τότε παραδόξως,
    φίλε μου, εις το τέλος δεν αρέσουν οι ίδιοι τον εαυτόν των, δι' όσα
    λέγουν, και όλη των εκείνη η ρητορική μαραίνεται, ώστε να μην έχουν
    καμμίαν διαφοράν από μικρά παιδιά. Και αυτά μεν, επειδή είναι έξω της
    υποθέσεως, ας τα αφήσωμεν. Άλλως θα συσσωρευθούν πολλά διαρκώς και θα
    κατακαλύψουν τον λόγον, τον οποίον αρχίσαμεν. Ώστε ας έλθωμεν εις τα
    προηγούμενα, αν είσαι σύμφωνος και συ.

Θεόδωρος.
    Καλέ Σωκράτη, εγώ ευχαριστούμαι πολύ να ακούω τοιαύτα ζητήματα, διότι
    είναι ευκολώτερον εις την γεροντικήν μου ηλικίαν να παρακολουθώ, εάν
    όμως συ θέλης, ας επανέλθωμεν εις τα πρώτα πάλιν.

Σωκράτης.
    Δεν εφθάσαμεν λοιπόν εις το μέρος εκείνο του λόγου, εις το οποίον
    ελέγαμεν ότι όσοι παραδέχονται ότι τα όντα μετακινούνται και ότι
    εκείνο το οποίον νομίζει έκαστος, αυτό και υπάρχει δι' εκείνον ο
    οποίος το νομίζει, εις όλα μεν τα άλλα και προ πάντων εις τα δίκαια
    είναι πρόθυμοι να διισχυρίζωνται ότι ωρισμένως όσα νομοθετήση μία
    πόλις, αφού τα εγκρίνη, αυτά είναι και δίκαια δι' αυτήν που τα
    ενομοθέτησε, εφ' όσον μένουν; Ως προς το αγαθόν όμως ουδείς είναι
    τόσον ανδρείος ώστε να τολμά να διισχυρίζεται ότι και όσα νομίση
    ωφέλιμα η πόλις και τα νομοθετήση, είναι ωφέλιμα όσον χρόνον μένουν.
    Εκτός εάν απλώς λέγωμεν το όνομα. Αλλά τούτο πάλιν θα ήτο εμπαιγμός
    δι' όσα λέγομεν. Δεν είναι έτσι;

Θεόδωρος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Όστε ας μην ομιλούμεν διά το όνομα αλλά διά το πράγμα, το οποίον
    εκφράζει το όνομα.

Θεόδωρος.
    Μάλιστα, ας μην ομιλούμεν.

Σωκράτης.
    Αλλά το πράγμα το οποίον εκφράζει το όνομα, έχει υπ' όψει της η πόλις
    όταν νομοθετή, και όσον της είναι δυνατόν κάμνει όλους τους νόμους
    ωφελιμωτάτους διά τον εαυτόν της. Ή νομίζεις ότι βλέπει εις άλλο
    τίποτε όταν νομοθετή;

Θεόδωρος.
    Διόλου μάλιστα.

Σωκράτης.
    Αί λοιπόν, άραγε επιτυγχάνει πάντοτε ή σφάλλει εις πολλά πράγματα
    εκάστη πόλις;

Θεόδωρος.
    Εγώ νομίζω ότι εις πολλά σφάλλει.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν τα ίδια θα τα παραδεχθή έκαστος πολύ ευκολώτερον, εάν
    κανείς ερωτήση περί ολοκλήρου του είδους εις το οποίον ανήκει και το
    ωφέλιμον, νομίζω δε ότι εις τούτο ανήκει και ο μέλλων χρόνος. Διότι
    όταν νομοθετούμεν θέτομεν τους νόμους διά να είναι ωφέλιμοι εις τον
    κατόπιν χρόνον, αυτό δε πολύ καλά ημπορούμεν να το ονομάσωμεν μέλλον.

Θεόδωρος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Εμπρός λοιπόν ας ερωτήσωμεν τον Πρωταγόραν ή κανένα από τους οπαδούς
    του. Δεν λέγετε σεις, κύριε Πρωταγόρα, ότι όλων των πραγμάτων ο πήχυς
    που τα μετρά είναι ο άνθρωπος, δηλαδή των λευκών, των βαρέων, των
    ελαφρών και όλων ανεξαιρέτως των τοιούτων, διότι έχει εντός του το
    κριτήριον δι' όλα αυτά και όπως τα αισθάνεται, τοιαύτα τα νομίζει,
    και τα νομίζει πραγματικά διά τον εαυτόν του. Δεν είναι έτσι;

Θεόδωρος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Αλλ' άραγε, κύριε Πρωταγόρα, και διά τα μέλλοντα έχει εντός του το
    κριτήριον, και όπως νομίζει ότι θα συμβούν, τοιαύτα πραγματικώς θα
    συμβούν εις αυτόν που τα ενόμισε; Λόγου χάριν ως προς τα θερμά, εάν
    κανείς αμαθής νομίση ότι θα τον πιάση θέρμη, θα έχη πραγματικώς αυτήν
    την θερμότητα και αν άλλος, ιατρός όμως αυτός, ειπή το εναντίον, τότε
    κατά την γνώμην ποίου από αυτούς τους δύο θα δεχθούμεν ότι θα συμβή
    το μέλλον; Ή μήπως θα γίνη συμφώνως με την γνώμην και του ενός και
    του άλλου και διά μεν τον ιατρόν δεν θα είναι θερμός, ουδέ
    θερμασμένος, διά δε τον εαυτόν του θα είναι και τα δύο μαζί;

Θεόδωρος.
    Αυτό πραγματικώς θα ήτο κωμικόν.

Σωκράτης.
    Ακόμη δε νομίζω ότι και ως προς την γλυκύτητα ή στυφάδα την οποίαν
    μέλλει να αποκτήση ο οίνος έχει κύρος η γνώμη του αμπελουργού και όχι
    του κιθαριστού.

Θεόδωρος.
    Τι άλλο βεβαίως;

Σωκράτης.
    Ούτε πάλιν διά την αρμονίαν ή δυσαρμονίαν, η οποία θα συμβή εις το
    μέλλον, ημπορεί να έχη καλλιτέραν γνώμην ο γυμναστής από τον
    μουσικόν, πράγμα το οποίον κατόπιν και ο γυμναστικός θα το παραδεχθή
    ότι είναι αρμονικόν.

Θεόδωρος.
    Όχι βεβαίως.

Σωκράτης.
    Επίσης και όστις μέλλει να κάμη το γεύμα του χωρίς να γνωρίζη
    μαγειρικήν, όταν ετοιμάζεται τα φαγητόν, δεν έχει ολιγώτερον κύρος η
    γνώμη του από τον μάγειρον διά την ευχαρίστησιν την οποίαν τούτο θα
    προξενήση; Διότι όσον διά την ευχαρίστησιν η οποία υπάρχει ή υπήρξε,
    τόρα πλέον ας παύσωμεν να φιλονεικούμεν, περί εκείνης όμως η οποία
    μέλλει να νομισθή και να υπάρξη εις έκαστον τι φρονείς; άραγε είναι ο
    καλλίτερος κριτής αυτός ο ίδιος διά τον εαυτόν του; Η μήπως συ, κύριε
    Πρωταγόρα, δεν θα διδάξης καλλίτερα από οποιονδήποτε αναρμόδιον τι
    είναι πιθανόν να συμβή εις έκαστον από ημάς εις το δικαστήριον, όσον
    εξαρτάται από τους λόγους;

Θεόδωρος.
    Πραγματικώς, φίλε μου Σωκράτη, πάρα πολύ εκείνος εβεβαίωνε ότι ο
    ίδιος είναι εις αυτό ανώτερος από όλους.

Σωκράτης.
    Και έκαμνε καλά μα τον Δία, αγαπητέ μου φίλε. Άλλως βεβαίως κανείς
    δεν θα εκάθητο να συζητή μαζί του και να πληρώνη τόσον πολύ χρήμα,
    εάν δεν κατέπειθε τους συνομιλητάς του, ότι και εκείνο το οποίον εις
    το μέλλον θα υπάρξη και θα νομισθή ούτε μάντις ούτε άλλος κανείς
    ημπορεί να το κρίνη καλύτερον από τον εαυτόν του.

Θεόδωρος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Αί λοιπόν και αι νομοθεσίαι και το ωφέλιμον δεν ανήκουν εις το
    μέλλον, και δεν ομολογεί πας τις ότι κατ' ανάγκην πολλάκις μία πόλις,
    η οποία θέτει νόμους, δεν επιτυγχάνει το ωφελιμώτερον από όλα;

Θεόδωρος.
    Πολύ μάλιστα.

Σωκράτης.
    Επομένως δικαίως ημπορούμεν να ειπούμεν εις τον διδάσκαλόν σου, ότι
    είναι ηναγκασμένος να παραδεχθή ότι υπάρχει σοφώτερος ένας άλλος από
    κάθε άλλον, και ο σοφώτερος αυτός βεβαίως είναι ο πήχυς που μετρά τα
    πράγματα. Εγώ όμως ο αμαθής δεν υπάρχει η παραμικρά ανάγκη να γίνω
    πήχυς καθώς με ηνάγκαζε να γίνω με το καλό και με την βίαν ο λόγος
    τον οποίον είπα με το μέρος εκείνου.

Θεόδωρος.
    Μου φαίνεται, καλέ Σωκράτη, ότι με αυτά περισσότερον εξελέγχεται
    ψευδής ο λόγος του, ο οποίος όμως εξελέγχεται και με το ότι
    παραδέχεται ως εγκύρους τας γνώμας των άλλων, διότι αύται
    απεδείχθησαν ότι δεν παραδέχονται κατ' ουδένα τρόπον αληθείς τους
    λόγους εκείνου.

Σωκράτης.
    Και με άλλους πολλούς τρόπους, καλέ Θεόδωρε, είναι εύκολον να
    εξελεχθή το ότι δεν είναι αληθινή η γνώμη του καθενός. Αλλά ως προς
    τα πάθη τα οποία συμβαίνουν εις έκαστον, από τα οποία προέρχονται αι
    αισθήσεις και αι γνώμαι αι οποίαι τας συνοδεύουν, είναι δυσκολώτερον
    να αποδείξωμεν ότι δεν είναι αληθή. Πιθανόν όμως να απατώμαι, διότι
    ίσως είναι αψευδείς, και ίσως να λέγουν την αλήθειαν όσοι
    διισχυρίζονται ότι είναι σαφείς και επιστημονικαί. Ώστε πιθανόν και ο
    Θεαίτητος απ' εδώ να μη απέτυχε, όταν είπε ότι είναι το ίδιον πράγμα
    η αίσθησις και η επιστήμη. Δι' αυτό λοιπόν πρέπει να πλησιάσωμεν
    περισσότερον εις το ζήτημα, καθώς το επέβαλλε ο λόγος τον οποίον είπα
    υπερασπιζόμενος τον Πρωταγόραν, και να ερευνήσωμεν αυτήν την
    κινουμένην ουσίαν, αν λέγει τίποτε το ορθόν ή είναι σαθρά.
    Τουλάχιστον περί αυτής έως τόρα δεν έγινε μικρός πόλεμος ούτε μεταξύ
    ολίγων ανθρώπων.

Θεόδωρος.
    Πολύ απέχει του να είναι μικρά, εις την Ιωνίαν μάλιστα, διαρκώς
    μεγαλόνει. Διότι οι φίλοι του Ηρακλείτου με μεγάλην ανδρείαν δίδουν
    τα έξοδα προς χάριν αυτού του λόγου.

Σωκράτης.
    Δι' αυτό, φίλε Θεόδωρε, ακόμη περισσότερον είναι ανάγκη να εξετάσωμεν
    και μάλιστα από την αρχήν, πώς την υποστηρίζουν οι ίδιοι.

Θεόδωρος.
    Βεβαιότατα. Διότι, φίλε μου Σωκράτη, δι' αυτούς τους λόγους του
    Ηρακλείτου, ή καθώς συ λέγεις του Ομήρου και των άλλων ακόμη
    αρχαιοτέρων, όσοι ευρίσκονται εις τα μέρη της Εφέσου και καυχώνται
    ότι είναι έμπειροι οι ίδιοι μεν δεν είναι ικανοί να συζητήσουν
    καλλίτερον από τους εξωφρενικούς. Διότι πραγματικώς μετακινούνται και
    αυτοί καθώς λέγουν τα συγγράμματα. Το να μείνουν όμως σταθεροί εις
    ένα λόγον και εις μίαν ερώτησιν και με ησυχίαν να απαντήσουν εις την
    σειράν των και να ερωτήσουν και αυτοί, τούτο ολιγώτερον υπάρχει εις
    αυτούς από το μηδενικόν. Ή μάλλον πολύ κάτω από το μηδέν. Διότι οι
    άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ουδέ την παραμικράν ησυχίαν. Αλλ' αν
    ερωτήσης κανένα παίρνουν στο στόμα κάτι λεξείδια αινιγματώδη, ωσάν
    τόξα μέσα από την φαρέτραν, και σου τα πετούν, και αν θελήσης να του
    ζητήσης κανενός εξήγησιν τι είπε, θα την έχεις πάθη με άλλο λεξείδιον
    με πρωτοφανή σημασίαν, και ποτέ δεν θα τελείωσης καμμίαν υπόθεσιν με
    κανένα από αυτούς. Αλλ' ούτε και οι ίδιοι μεταξύ των τελειώνουν, αλλά
    προσέχουν παρά πολύ να μην αφήσουν τίποτε να μείνη στερεόν, ούτε εις
    τον λόγον ούτε εις τας ψυχάς των, επειδή νομίζουν, καθώς μου
    φαίνεται, ότι αυτό είναι στασιμότης. Αυτοί όμως την στασιμότητα την
    πολεμούν υπερβολικά, και όσον ημπορούν την εκδιώκουν από παντού.

Σωκράτης.
    Ίσως, φίλε μου Θεόδωρε, αυτούς τους ανθρώπους τους είδες μόνον την
    ώραν που πολεμούν, και δεν τους επέτυχες όταν έχουν ειρήνην, διότι
    δεν είναι φίλοι σου. Εγώ όμως νομίζω ότι αυτά τα λέγουν εις τους
    μαθητάς των, την ώραν του σχολείου, τους οποίους θέλουν να τους
    κάμουν ομοίους με τον εαυτόν των.

Θεόδωρος.
    Πού τους ευρήκαν τους μαθητάς, ευλογημένε μου; Διότι από αυτούς ουδέ
    μαθητής γίνεται ο είς του άλλου, αλλά φυτρώνουν μόνοι των,
    κυριευόμενοι από ενθουσιασμόν με ό,τι τύχη, και ο είς τον άλλον δεν
    τον θεωρεί τίποτε. Από αυτούς λοιπόν, καθώς ήθελα να ειπώ, δεν θα
    λάβης ποτέ λόγον ούτε με το καλό ούτε με την βίαν. Δι' αυτό πρέπει να
    λάβωμεν εμπρός μας αυτούς τους ιδίους ωσάν ένα πρόβλημα και να τους
    εξετάσωμεν.

Σωκράτης.
    Πολύ καλά το λέγεις. Λοιπόν αυτό το πρόβλημα δεν είναι αυτά τα οποία
    εμάθαμεν από τους αρχαίους, οι οποίοι τα κρύπτουν από τον λαόν με
    τους στίχους των, ότι δηλαδή η πηγή όλων των πραγμάτων, η οποία είναι
    ο Ωκεανός και η Τηθύς, δεν είναι άλλο παρά ρεύματα και διαρκώς
    κινούνται; Πράγματα τα οποία μόνον οι νεώτεροι τα λέγουν φανερά διά
    να φανούν σοφώτεροι, διά να μάθουν και οι υποδηματοποιοί την σοφίαν
    των και να μη νομίζουν πλέον βλακωδώς ότι άλλα μεν από τα όντα
    κινούνται, άλλα δε στέκονται, αλλά να μάθουν ότι όλα κινούνται και να
    τιμούν αυτούς. Παρ' ολίγον όμως να λησμονήσω, φίλε μου Θεόδωρε, ότι
    άλλοι πάλιν είπαν το αντίθετον από αυτούς, παραδείγματος χάριν ότι
    μένει ακίνητον εκείνο το οποίον ονομάζεται ον, και τα άλλα όσα
    διισχυρίζονται οι Μέλισσοι και οι Παρμενίδαι αντιθέτως προς όλους
    αυτούς, ότι δηλαδή έν είναι τα πάντα και μένει ακίνητον εις την θέσιν
    του, διότι δεν υπάρχει χώρος εις τον οποίον να μετακινηθή. Λοιπόν,
    φίλε μου, τι θα κάμωμεν με όλους αυτούς; Διότι ολίγον κατ' ολίγον
    επροχωρήσαμεν και χωρίς να το εννοήσωμεν επέσαμεν εις το μέσον αυτών
    των δύο μερών. Και αν δεν λάβωμεν τα μέτρα μας να φύγωμεν, θα
    τιμωρηθουμεν καθώς εκείνοι οι οποίοι μέσα εις τας παλαίστρας παίζουν
    επάνω εις την γραμμήν, και τότε τους σύρουν και από τα δύο μέρη
    αντιθέτως. Δι' αυτό μου φαίνεται ότι πρέπει πρώτον να εξετάσωμεν το
    έν μέρος από το οποίον αρχίσαμεν, δηλαδή αυτούς που κινούνται (!).
    Και αν μεν ιδούμεν ότι λέγουν κάτι τι, τότε θα σύρωμεν τον εαυτόν μας
    προς αυτούς και θα προσπαθήσωμεν να ξεφύγωμεν από τους άλλους. Εάν
    όμως ιδούμεν ότι το αντίθετον κόμμα των ενιζόντων, λέγει αληθέστερα,
    τότε θα τρέξωμεν πάλιν με το μέρος αυτών, φεύγοντες από εκείνους οι
    οποίοι κινούν τα ακίνητα. Αν δε πάλιν και οι δύο φανούν ότι δεν
    λέγουν τίποτε ορθόν, τότε θα είμεθα γελοίοι (!), αφού ημείς που
    είμεθα μηδαμινοί νομίζομεν ότι κάτι λέγομεν, αυτούς δε που είναι
    παμπάλαιοι και πάνσοφοι άνθρωποι τους αποδοκιμάζομεν. Πρόσεξε λοιπόν,
    φίλε Θεόδωρε, αν συμφέρει να προχωρήσωμεν εις τόσον μεγάλον κίνδυνον.

Θεόδωρος.
    Βεβαίως δεν είναι διόλου υποφερτόν, Σωκράτη μου, να μη συσκεφθώμεν τι
    λέγουν τα κόμματα αυτών των ανθρώπων.

Σωκράτης.
    Τότε βέβαια πρέπει να σκεφθώμεν, αφού συ είσαι πρόθυμος. Εγώ λοιπόν
    νομίζω ότι ως προς την κίνησιν η αρχή της σκέψεως είναι να εύρωμεν,
    τι εννοούν όταν λέγουν ότι τα πάντα κινούνται. Θέλω δε να ειπώ το
    εξής: Άραγε ένα είδος κινήσεως παραδέχονται, ή δύο, καθώς νομίζω εγώ,
    αλλά ας μη το νομίζω μόνον εγώ αλλά και συ λάβε μέρος, διά να
    υποφέρωμεν το βάρος μαζί, αν γίνη ανάγκη. Λοιπόν λέγε: άραγε δεν
    ονομάζεις κίνησιν όταν ένα πράγμα αλλάζη τόπον ή και στρέφεται εις
    τον ίδιον τόπον;

Θεόδωρος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Τούτο λοιπόν ας το θεωρήσωμεν έν είδος κινήσεως. Όταν όμως μένη μεν
    εις τον ίδιον τόπον, αλλά γηράσκη, ή γίνεται μαύρον από λευκόν, ή
    σκληρόν από μαλακόν, ή παθαίνη καμμίαν άλλην μεταβολήν, άραγε δεν
    αξίζει να το ονομάσωμεν αυτό δεύτερον είδος κινήσεως;

Θεόδωρος.
    Εγώ τουλάχιστον αυτό φρονώ.

Σωκράτης.
    Και βέβαια είναι λογικόν. Λοιπόν αυτά τα δύο είδη της κινήσεως
    παραδέχομαι, την μεταβολήν και την μεταφοράν.

Θεόδωρος.
    Πολύ ορθά λέγεις.

Σωκράτης.
    Αφού λοιπόν διαιρέσαμεν την κίνησιν εις δύο, τόρα ας συζητήσωμεν με
    αυτούς που λέγουν ότι τα πάντα κινούνται και ας τους ερωτήσωμεν:
    Άραγε παραδέχεσθε ότι όλα κινούνται με τας δύο κινήσεις, δηλαδή ότι
    συγχρόνως μεταφέρονται και μεταβάλλονται, ή άλλο μεν με τας δύο
    κινήσεις, άλλο όμως με μίαν;

Θεόδωρος.
    Μα τον Δία εγώ δεν ημπορώ να απαντήσω. Νομίζω όμως ότι θα παραδεχθούν
    ότι όλα κινούνται και με τας δύο κινήσεις.

Σωκράτης.
    Αλλέως, φίλε μου, θα παραδεχθούν ότι κινούνται και στέκονται
    συγχρόνως, και τότε τόσον είναι ορθόν να ειπούν ότι όλα κινούνται,
    όσον και ότι όλα στέκονται.

Θεόδωρος.
    Πολύ ορθά ομιλείς.

Σωκράτης.
    Αφού λοιπόν πρέπει όλα να κινούνται, η δε ακινησία να μην υπάρχη εις
    κανέν, τότε βεβαίως όλα κινούνται με όλην την κίνησιν διαρκώς.

Θεόδωρος.
    Είναι ανάγκη.

Σωκράτης.
    Πρόσεξε λοιπόν, σε παρακαλώ, εις το εξής: Δεν ελέγαμεν ότι την
    γέννησιν της θερμότητος και της λευκότητος και οποιουδήποτε άλλου από
    τα όμοια, αυτοί την εξηγούν ούτω πως, ότι δηλαδή έκαστον από αυτά
    μεταφέρεται μαζί με την αίσθησιν μεταξύ του ενεργητικού και του
    παθητικού, και το μεν παθητικόν γίνεται αισθητόν και όχι πλέον
    αίσθησις, το δε ενεργητικόν γίνεται έν ωρισμένον είδος και όχι
    γενικώς ποιότης; Ίσως όμως η ποιότης σου φαίνεται παράδοξον όνομα και
    συγχρόνως δεν εννοείς το πράγμα με αυτήν την γενικήν έκφρασιν. Ώστε
    άκουσε χωριστά τα μέρη του. Δηλαδή το ενεργητικόν δεν γίνεται ούτε
    θερμότης ούτε λευκότης, αλλά θερμόν και λευκόν και τα άλλα ομοίως.
    Διότι ενθυμείσαι βεβαίως ότι αυτό ελέγαμεν και προηγουμένως, ότι
    δηλαδή κανέν δεν είναι έν μόνον του, ούτε πάλιν το ενεργητικόν ή
    παθητικόν, αλλά από αυτά τα δύο, αφού πλησιάσουν μεταξύ των,
    γεννώνται αι αισθήσεις και τα αισθητά και άλλα μεν αποκτούν μίαν
    ωρισμένην ποιότητα, άλλα δε την αίσθησιν αυτής.

Θεόδωρος.
    Πώς δεν το ενθυμούμαι;

Σωκράτης.
    Και λοιπόν τα άλλα μεν, ας τα αφήσωμεν κατά μέρος, χωρίς να
    σκοτιζώμεθα αν τα λέγουν κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπον. Εκείνο όμως
    χάριν του οποίου τα λέγομεν, ας προσέχωμεν όταν τους ερωτούμεν:
    Κινούνται και ρέουν, λέγετε, τα πάντα; Δεν είναι έτσι;

Θεόδωρος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Άραγε όχι με τας δύο κινήσεις, τας οποίας διεκρίναμεν, δηλαδή με την
    μεταφοράν και με την μεταβολήν;

Θεόδωρος.
    Πώς όχι; αφού πρόκειται να είναι τελεία η κίνησίς των;

Σωκράτης.
    Λοιπόν εάν μόνον μετεφέροντο χωρίς να μεταβάλλωνται, θα ημπορούσαμεν
    ίσως να ειπούμεν ποίου είδους είναι αυτά τα οποία ρέουν, όταν
    μεταφέρονται. Ή όχι;

Θεόδωρος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Αφού όμως δεν παραδεχόμεθα ούτε αυτό ως μόνιμον, ότι δηλαδή
    μεταφέρεται ως λευκόν αυτό που ρέει, αλλά ότι μεταβάλλεται, ώστε να
    υπάρχη ροή και αυτού του ιδίου, δηλαδή της λευκότητος, και μεταβολή
    αυτού εις άλλο χρώμα, άραγε διά να μη αποδειχθή ότι μένει με αυτό το
    χρώμα, είναι ποτέ δυνατόν να του αποδώσωμεν ένα οιονδήποτε χρώμα,
    ώστε να είναι ορθός ο χαρακτηρισμός του;

Θεόδωρος.
    Πού να ευρεθή τοιούτον μηχάνημα, καλέ Σωκράτη, δι' αυτό το χρώμα ή
    διά κανέν άλλο από αυτά, αφού διαρκώς την ώραν που το λέγομεν
    ξεφεύγει, διότι είπαμεν ότι ρέει διαρκώς;

Σωκράτης.
    Και τι θα απαντήσωμεν δι' οποιανδήποτε αίσθησιν, λόγου χάριν την
    όρασιν ή την ακοήν; μένει ποτέ εντός αυτής το να βλέπη ή να ακούη;

Θεόδωρος.
    Βεβαίως δεν μένει, αφού τα πάντα κινούνται.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν δεν έχομεν δικαίωμα να την χαρακτηρίσωμεν ούτε ως όρασιν
    περισσότερον παρά έλλειψιν οράσεως, ούτε ως άλλην καμμίαν αίσθησιν
    περισσότερον παρά έλλειψιν αυτής, αφού όλα κινούνται απολύτως.

Θεόδωρος.
    Όχι βέβαια.

Σωκράτης.
    Και όμως η αίσθησις είναι επιστήμη, καθώς είπαμεν εγώ και
    ο Θεαίτητος.

Θεόδωρος.
    Το είπατε αυτό.

Σωκράτης.
    Επομένως δεν απαντήσαμεν περισσότερον διά την επιστήμην παρά διά την
    έλλειψιν επιστήμης, όταν μας ερώτησαν τι είναι επιστήμη.

Θεόδωρος.
    Αυτό εκάματε, καθώς φαίνεται.

Σωκράτης.
    Ωραία διόρθωσις της απαντήσεώς μας είναι αυτή, που εφάνημεν πρόθυμοι
    να αποδείξωμεν ότι τα πάντα κινούνται, διά να φανή πλέον ορθή εκείνη
    η απάντησις(!). Και όμως καθώς φαίνεται, εάν όλα κινούνται, πάσα
    απάντησις, δι' οτιδήποτε απαντά κανείς, αποδεικνύεται ορθή, είτε
    ειπής ότι είναι ούτω πως είτε ότι δεν είναι, και μάλιστα αν θέλης
    ειπέ το καλλίτερον ότι γίνεται, διά να μη παραστήσωμεν τον εαυτόν μας
    ως ακίνητον με τον λόγον μας.

Θεόδωρος.
    Πολύ ορθά ομιλείς.

Σωκράτης.
    Με την εξαίρεσιν βέβαια, καλέ Θεόδωρε, ότι εγώ δεν είπα και ούτω πως
    και όχι ούτω πως. Και πραγματικώς και αυτό το ούτω πως δεν πρέπει να
    το λέγωμεν, διότι τότε δεν είναι δυνατόν να κινήται αυτό το ούτω πως
    (!). Ούτε πάλιν πρέπει να λέγωμεν: όχι ούτω πως, διότι και αυτό δεν
    θα εκινείτο. Αλλά άλλην καμμίαν λέξιν πρέπει να νομοθετήσουν αυτοί οι
    οποίοι λέγουν αυτήν την θεωρίαν, διότι τόρα δεν υπάρχει κατάλληλος
    λέξις διά την υπόθεσίν των εκτός ίσως το: με κανένα τρόπον (!). Προ
    πάντων όμως ίσως τούτο αρμόζει εις αυτούς, διότι είναι απεριόριστον
    (!)(7).

Θεόδωρος.
    Πραγματικώς αυτή η γλώσσα είναι η αρμοδιωτέρα δι' αυτούς.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν; φίλε Θεόδωρε, και από τον επιστήθιον σου φίλον είμεθα
    απηλλαγμένοι, και πλέον δεν δεχόμεθα τον λόγον του, ότι δηλαδή πας
    άνθρωπος είναι πήχυς όλων των πραγμάτων, εκτός εάν είναι κανείς
    φρόνιμος. Και την επιστήμην δεν την παραδεχόμεθα ως αίσθησιν διά της
    μεθόδου της κινήσεως των πάντων, εκτός εάν μας ειπή άλλο τίποτε ο
    Θεαίτητος απ' εδώ.

Θεόδωρος.
    Έξοχα το είπες, Σωκράτη μου. Διότι τόρα, που έλαβαν τέλος αυτά,
    πρέπει και εγώ κατά την συμφωνίαν μας να απαλλαχθώ από το να απαντώ
    εις εσέ, αφού πλέον έλαβε τέλος η συζήτησίς μας διά τον λόγον του
    Πρωταγόρου.

Θεαίτητος.
    Μη, σας παρακαλώ, καλέ Θεόδωρε, πριν τόρα πάλιν ο Σωκράτης και συ
    ερωτήσετε εκείνους, οι οποίοι λέγουν ότι το παν μένει ακίνητον, καθώς
    προ ολίγου είχατε σκοπόν.

Θεόδωρος.
    Συ που είσαι νέος, καλέ Θεαίτητε, διδάσκεις ημάς τους γεροντοτέρους
    να κάμνωμεν αδικίαν και να παραβαίνωμεν τας συμφωνίας; Τότε λοιπόν
    ετοιμάσου, διά να δώσης λόγον διά τα επίλοιπα εις τον Σωκράτη.

Θεαίτητος.
    Εάν θέλη, διατί όχι. Εγώ, σε βεβαιώ, ευχαριστούμαι να τον ακούω, όταν
    ομιλή δι' όσα λέγω εγώ.

Θεόδωρος.
    Ιππικόν άνδρα προκαλείς εις την πεδιάδα, όταν προκαλής τον Σωκράτην
    εις την συζήτησιν. Ερώτα τον λοιπόν και θα ακούσης.

Σωκράτης.
    Ναι, αλλά εγώ, φίλε Θεόδωρε, δεν έχω σκοπόν να ακούσω τον Θεαίτητον
    εις ό,τι αυτός επιβάλλει.

Θεόδωρος.
    Διατί άραγε δεν θα τον ακούσης;

Σωκράτης.
    Διότι τον Μέλισσον και τους άλλους οι οποίοι λέγουν ότι το παν είναι
    έν ακίνητον, και αυτούς μεν τους εντρέπομαι μήπως τους εξετάσωμεν με
    βαναυσότητα, αλλά πάλιν δεν τους εντρέπομαι περισσότερον από τον
    Παρμενίδην ο οποίος είναι μόνος. Ο Παρμενίδης όμως μου φαίνεται,
    καθώς λέγει ο Όμηρος (8), ότι είναι συγχρόνως σεβαστός και τρομερός.
    Διότι εγώ εσχετίσθην αυτόν τον άνθρωπον, όταν ήμην πολύ νέος, ενώ
    αυτός ήτο γέρων, και μου εφάνη ότι έχει βαθύτητα όλως διόλου ασυνήθη.
    Δι' αυτό φοβούμαι μήπως ημείς και τους λόγους του δεν εννοούμεν και
    πολύ περισσότερον απέχομεν να εννοήσωμεν τι είχε εις τον νουν του,
    όταν έλεγε αυτούς. Και το κυριώτερον, εκείνο διά το οποίον ακριβώς
    αρχίσαμεν την συζήτησιν μας, δηλαδή τι πράγμα είναι άραγε η επιστήμη,
    φοβούμαι μήπως αυτό μείνη ανεξέταστον, διότι διαρκώς μας έρχονται
    πατινάδες από λόγους, εάν έχη κανείς καιρόν να τους ακούη. Άλλως τε
    και αυτός ακόμη τον οποίον εστήσαμεν έχει τόσον ατελείωτον έκτασιν,
    ώστε αν μεν το εξετάσωμεν παρέργως, θα αναξιοπαθήση, εάν δε όσον
    χρειάζεται, θα παραταθή και χάνεται πλέον το ζήτημα της επιστήμης.
    Από αυτά όμως δεν πρέπει να γίνη ούτε το έν ούτε το άλλο, αλλά πρέπει
    ημείς να προσπαθήσωμεν να ελευθερώσωμεν τον Θεαίτητον από όσα
    εγκυμονεί διά την επιστήμην.

Θεόδωρος.
    Βέβαια, αφού το θέλεις, αυτό πρέπει να γίνη.

Σωκράτης.
    Λοιπόν, φίλε Θεαίτητε, τόσον μόνον πρόσεξε ως προς εκείνα τα οποία
    είπαμεν. Δηλαδή απήντησες ότι η αίσθησις είναι επιστήμη. Δεν είναι
    έτσι;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Εάν λοιπόν σε ερωτήση κανείς: Με τι βλέπει τα λευκά ο άνθρωπος και με
    τι ακούει τους οξείς και βαρείς ήχους; Νομίζω ότι θα έλεγες με τα
    μάτια του και με τα αυτιά του.

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Συνήθως η πρόχειρος χρήσις των ονομάτων και των βημάτων άνευ της
    ακριβούς εξετάσεως δεν είναι αγένεια, αλλά μάλλον το αντίθετον από
    αυτό είναι δουλοπρεπές. Κάποτε όμως είναι και αναγκαίον, καθώς λόγου
    χάριν τόρα είναι ανάγκη να προσέξωμεν εις την απάντησιν που έδωκες,
    κατά τι δεν είναι ορθή. Πρόσεξε να ιδής, ποία είναι ορθοτέρα
    απάντησις; Εκείνο με το οποίον βλέπομεν είναι οφθαλμός, ή εκείνο διά
    μέσου του οποίου βλέπομεν; Και πάλιν εκείνο με το οποίον ακούομεν
    είναι αυτί, ή εκείνο διά μέσου του οποίου ακούομεν;

Θεαίτητος.
    Εκείνα διά μέσου των οποίων αισθανόμεθα ένα πράγμα, μου φαίνεται
    περισσότερον, καλέ Σωκράτη, παρά με τα οποία αισθανόμεθα.

Σωκράτης.
    Διότι βεβαίως, παιδί μου, θα ήτο φρίκη εάν είχαμεν εντός μας
    εγκαθέτους πολλάς αισθήσεις, ως να είμεθα δούρειοι ίπποι, και δεν
    συγκεντρούνται όλα αυτά εις μίαν γνώσιν, είτε θέλεις να την ονομάσης
    αυτήν ψυχήν, είτε οτιδήποτε άλλο, με την οποίαν αισθανόμεθα ημείς διά
    μέσου αυτών ως άλλων οργάνων, όσα είναι αισθητά.

Θεαίτητος.
    Πραγματικώς τούτο μου φαίνεται ορθότερον παρά εκείνο.

Σωκράτης.
    Αλλ' άραγε διά ποίον λόγον σου λέγω αυτάς τας λεπτολογίας; Διά να
    ιδούμεν αν υπάρχει έν και το αυτό πράγμα, με το οποίον ημείς διά
    μέσου μεν των οφθαλμών μας φθάνομεν έως εις τα λευκά και τα μαύρα,
    διά μέσου δε των άλλων αισθήσεων εις άλλα παρόμοια, και αν ημπορείς
    όλα αυτά να τα αποδώσης εις το σώμα, όταν ερωτηθής. Ίσως όμως είναι
    καλλίτερον συ να απαντάς και να τα λέγης αυτά, παρά εγώ να
    παραβαρύνωμαι διά σε. Και λοιπόν λέγε μου. Εκείνα διά μέσου των
    οποίων αισθάνεσαι τα θερμά και τα σκληρά και τα ελαφρά και τα γλυκά,
    δεν τα θεωρείς όλα μέρη του σώματος; ή μήπως κανενός άλλου;

Θεαίτητος.
    Όχι κανενός άλλου.

Σωκράτης.
    Άραγε θα παραδεχθής ακόμη ότι, όσα αισθάνεσαι διά μέσου μιας
    δυνάμεως, είναι αδύνατον να τα αισθανθής διά μέσου άλλης, ως λόγου
    χάριν, όσα αισθάνεσαι διά μέσου της ακοής, να τα αισθανθής διά μέσου
    της οράσεως, και αντιστρόφως, όσα αισθάνεσαι διά μέσου της οράσεως,
    να τα αισθανθής διά μέσου της ακοής;

Θεαίτητος.
    Και πώς δεν θα το παραδεχθώ;

Σωκράτης.
    Επομένως, εάν έχης εις τον νουν σου κάτι κοινόν δι' αυτά τα δύο, αυτό
    το κοινόν διά τα δύο δεν είναι δυνατόν να το αισθανθής ούτε διά μέσου
    του ενός μόνου από αυτά, ούτε διά μέσου του άλλου.

Θεαίτητος.
    Όχι βέβαια.

Σωκράτης.
    Διά την φωνήν όμως και τα χρώματα μαζί, δεν έχεις άραγε εις τον νουν
    σου αυτό το ίδιον, δηλαδή τι είναι και τα δύο;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Και ακόμη ότι το καθέν από τα δύο είναι διάφορον μεν από το άλλο,
    όμοιον όμως με τον εαυτόν του;

Θεαίτητος.
    Πώς αλλέως;

Σωκράτης.
    Και ότι τα δύο μαζί είναι δύο, χωριστά όμως το καθέν είναι έν;

Θεαίτητος.
    Και αυτό.

Σωκράτης.
    Αί λοιπόν και αν είναι όμοια το έν με το άλλο ή ανόμοια, δεν είσαι
    άραγε ικανός να το σκεφθής;

Θεαίτητος.
    Πιθανόν.

Σωκράτης.
    Αυτά λοιπόν όλα διά μέσου ποίου οργάνου τα σκέπτεσαι δι' αυτά τα δύο;
    Διότι βεβαίως ούτε διά μέσου της ακοής, ούτε διά μέσου της οράσεως
    είναι δυνατόν να συλλάβης το κοινόν δι' αυτά. Ακόμη δε και το εξής
    είναι απόδειξις δι' όσα λέγομεν. Ότι δηλαδή αν ήτο δυνατόν να
    σκεφθώμεν διά τα δύο μαζί, άραγε είναι αλμυρά ή όχι, θα γνωρίζης να
    μου ειπής διά μέσου ποίου οργάνου θα το σκεφθής, και αυτό δεν είναι
    ούτε η όρασις ούτε η ακοή, αλλά κάτι άλλο.

Θεαίτητος.
    Πώς δεν θα είναι άλλο, αφού είναι η διά μέσου της γλώσσης ενεργούσα
    δύναμις;

Σωκράτης.
    Πολύ καλά το είπες. Τόρα όμως η διά μέσου ποίου οργάνου ενεργούσα
    δύναμις θα φανερώση εις σε το κοινόν εις όλα αυτά, διά μέσου της
    οποίας εκφράζεις το ότι υπάρχουν ή δεν υπάρχουν, και όλα τα άλλα, όσα
    προ ολίγου ερωτούσαμεν δι' όλα αυτά; εις όλα αυτά ποία όργανα θα
    παραδεχθής διά μέσου των οποίων αισθάνεται έκαστον από αυτά η εντός
    ημών αισθανομένη δύναμις;

Θεαίτητος.
    Χωρίς άλλο εννοείς την ύπαρξιν και ανυπαρξίαν, και την ομοιότητα και
    την ανομοιότητα, και την ταυτότητα και την διάκρισιν, και ακόμη το έν
    και τους άλλους αριθμούς. Είναι δε φανερόν ότι ερωτάς: διά μέσου
    ποίου οργάνου του σώματός μας άραγε αισθανόμεθα με την ψυχήν μας και
    τον άρτιον και περιττόν αριθμόν και όλα τα άλλα όσα είναι συνέπεια
    τούτων.

Σωκράτης.
    Έξοχα παρακολουθείς, καλέ Θεαίτητε, και αυτά ακριβώς σε ερώτησα.

Θεαίτητος.
    Ναι, αλλά μα τον Δία, Σωκράτη μου, εγώ τουλάχιστον δεν έχω να
    απαντήσω τίποτε άλλο, εκτός ότι κατ' αρχήν ουδέ υπάρχει καν δι' αυτά
    ιδιαίτερον όργανον, καθώς δι' εκείνα, αλλά μόνη της η ψυχή διά μέσου
    της δυνάμεώς της φαίνεται ότι επιθεωρεί τα κοινά εις όλα αυτά.

Σωκράτης.
    Εύγε, καλέ Θεαίτητε, συ είσαι ωραίος και όχι άσχημος, καθώς έλεγε ο
    Θεόδωρος. Διότι όστις ομιλεί καλά είναι ωραίος και αγαθός. Εκτός δε
    του ωραίου μου έκαμες ευεργεσίαν, διότι με απήλλαξες από μίαν μεγάλην
    πολυλογίαν, αφού νομίζεις ότι άλλα μεν η ψυχή επιθεωρεί διά μέσου της
    ιδικής της δυνάμεως, άλλα δε διά μέσου των δυνάμεων του σώματος.
    Διότι αυτό ακριβώς ενόμιζα και εγώ, ήθελα όμως να το παραδεχθής και
    συ.

Θεαίτητος.
    Αι λοιπόν το παραδέχομαι.

Σωκράτης.
    Εις ποία λοιπόν από τα δύο κατατάσσεις την ύπαρξιν; Διότι αυτό προ
    πάντων συμβαδίζει με όλα τα πράγματα.

Θεαίτητος.
    Εγώ μεν την κατατάσσω μεταξύ εκείνων τα οποία συλλαμβάνει μόνη της η
    ψυχή.

Σωκράτης.
    Άραγε και την ομοιότητα και ανομοιότητα και την ταυτότητα και
    διάκρισιν;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Αλλά το ωραίον και το άσχημον και το αγαθόν και το κακόν;

Θεαίτητος.
    Νομίζω ότι μεταξύ των πρώτων η ψυχή και αυτών των πραγμάτων επιθεωρεί
    την ουσίαν, συλλογιζομένη μόνη της τα παρελθόντα και τα παρόντα εν
    συγκρίσει προς τα μέλλοντα.

Σωκράτης.
    Στάσου λοιπόν. Δεν παραδέχεσαι ότι αυτή του μεν σκληρού την
    σκληρότητα θα την αισθανθή διά της επαφής, ομοίως δε και του μαλακού
    την μαλακότητα;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Την ουσίαν (ύπαρξίν) των όμως και το τι είναι και την αντίθεσιν του
    ενός προς το άλλο, και πάλιν την ύπαρξιν αυτής της αντιθέσεως μόνη
    της η ψυχή προσπαθεί να τα κρίνη επιστρέφουσα πολλάκις εις αυτά και
    συγκρίνουσα το έν με το άλλο.

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν μόλις γεννηθούν και οι άνθρωποι και τα ζώα αμέσως δεν
    έχουσι την αίσθησιν των πραγμάτων, όσα προχωρούν διά μέσου του
    σώματος προς την ψυχήν; Ενώ οι συλλογισμοί δι' αυτά και ως προς την
    ύπαρξιν και ως προς την ωφέλειαν έρχονται με πολύν κόπον και με τον
    καιρόν διά μέσου πολλών δυσκολιών και διά της εκπαιδεύσεως, και πάλιν
    εις όσους έρχονται;

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά!

Σωκράτης.
    Είναι λοιπόν δυνατόν να επιτύχη την αλήθειαν δι' εκείνο, διά το
    οποίον δεν επιτυγχάνει ουδέ την ύπαρξιν;

Θεαίτητος.
    Αδύνατον.

Σωκράτης.
    Και εις ό,τι πράγμα δεν επιτύχη κανείς την αλήθειαν, είναι δυνατόν να
    γίνη επιστήμων αυτού;

Θεαίτητος.
    Πώς είναι δυνατόν, καλέ Σωκράτη;

Σωκράτης.
    Επομένως εις τα παθήματα δεν υπάρχει επιστήμη, αλλά μόνον εις τον
    συλλογισμόν αυτών. Διότι καθώς φαίνεται, εδώ μεν είναι δυνατόν να
    συλλάβωμεν την ύπαρξιν και την αλήθειαν, εκεί όμως είναι αδύνατον.

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Αί λοιπόν το ίδιον θεωρείς εκείνο και τούτο, αφού έχουν τόσον μεγάλην
    διαφοράν;

Θεαίτητος.
    Όχι, διότι δεν είναι δίκαιον.

Σωκράτης.
    Τι όνομα λοιπόν αποδίδεις εις εκείνο, δηλαδή το να βλέπης, να ακούης,
    να οσφραίνεσαι, να κρυώνης, να θερμαίνεσαι;

Θεαίτητος.
    Αίσθησιν το ονομάζω εγώ· τι άλλο βέβαια;

Σωκράτης.
    Άραγε ολόκληρον αυτό το ονομάζεις αίσθησιν;

Θεαίτητος.
    Κατ' ανάγκην.

Σωκράτης.
    Δηλαδή αυτό, το οποίον δεν έχει την ικανότητα να συλλάβη την
    αλήθειαν, διότι δεν συλλαμβάνει ουδέ την ύπαρξιν.

Θεαίτητος.
    Όχι βέβαια.

Σωκράτης.
    Επομένως ούτε την επιστήμην.

Θεαίτητος.
    Ούτε.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν, φίλε Θεαίτητε, δεν είναι δυνατόν να είναι το ίδιον
    πράγμα η αίσθησις και η επιστήμη.

Θεαίτητος.
    Όχι, καθώς φαίνεται, καλέ Σωκράτη. Τόρα μάλιστα έγινε εντελώς φανερόν
    ότι η επιστήμη είναι διάφορος από την αίσθησιν.

Σωκράτης.
    Αλλά ημείς δεν αρχίσαμεν την συζήτησιν μας δι' αυτό και μόνον, δηλαδή
    διά να εύρωμεν τι δεν είναι η επιστήμη, αλλά τι είναι. Τόρα όμως
    τόσον μόνον επροχωρήσαμεν, ώστε διόλου να μην την ζητούμεν μέσα εις
    την αίσθησιν, αλλά εις εκείνο το όνομα, οποιονδήποτε είναι αυτό το
    οποίον έχει η ψυχή, όταν μόνη της ασχολήται εις τα υπάρχοντα.

Θεαίτητος.
    Αυτό βεβαίως, καλέ Σωκράτη, καθώς εγώ νομίζω, ονομάζεται κρίσις.

Σωκράτης.
    Πολύ καλά το νομίζεις, φίλε μου. Και τόρα πάλιν πρόσεξε από την αρχήν
    αφού σβύσης όλα τα προηγούμενα, μήπως εννοείς τίποτε περισσότερον,
    αφού επροχώρησες εις αυτό το σημείον. Και τόρα πάλιν λέγε τι είναι
    επιστήμη.

Θεαίτητος.
    Να την ονομάσωμεν ολόκληρον την επιστήμην κρίσιν, Σωκράτη μου, δεν
    είναι δυνατόν, διότι υπάρχει και ψευδής κρίσις. Σχεδόν όμως η αληθής
    κρίσις είναι επιστήμη και αυτό θεώρησε ως απάντησίν μου. Διότι, ενώ
    προχωρούμεν, αν δεν το εγκρίνωμεν καθώς και το προηγούμενον, τότε θα
    προσπαθήσωμεν να ειπούμεν άλλο.

Σωκράτης.
    Και βέβαια έτσι πρέπει, καλέ Θεαίτητε, να ομιλής με περισσοτέραν
    προθυμίαν, παρά καθώς προηγουμένως εβαρύνεσο να απαντήσης. Διότι, εάν
    κάμωμεν έτσι, τότε έν από τα δύο, ή θα εύρωμεν αυτό το οποίον
    ζητούμεν, ή τουλάχιστον δεν θα νομίζωμεν ότι γνωρίζομεν εκείνο, το
    οποίον δεν γνωρίζομεν με κανένα τρόπον. Και βεβαίως αυτή η αμοιβή δεν
    είναι αξιόμεμπτος. Και τόρα λοιπόν τι λέγεις; Από τα δύο είδη της
    κρίσεως, δηλαδή την αληθινήν και την ψευδή, παραδέχεσαι ότι η αληθινή
    κρίσις είναι επιστήμη;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα το παραδέχομαι, διότι αυτό μου φαίνεται ορθόν τόρα πάλιν (!).

Σωκράτης.
    Αλλ' άραγε δεν αξίζει τον κόπον να αρχίσωμεν πάλιν περί κρίσεως;

Θεαίτητος.
    Τι πράγμα να αρχίσωμεν;

Σωκράτης.
    Αυτό το πράγμα πολλές φορές έως τόρα με ετάραξε, ώστε ευρέθην εις
    δυσκολίαν και απέναντι του εαυτού μου και απέναντι του άλλου, διότι
    δεν γνωρίζω να ειπώ τι είναι αυτό το πάθημα, το οποίον μας συμβαίνει,
    και με ποίον τρόπον συμβαίνει.

Θεαίτητος.
    Ποίον δηλαδή;

Σωκράτης.
    Το να κάμνωμεν ψευδή κρίσιν. Δι' αυτό λοιπόν και τόρα με δισταγμόν
    παρατηρώ, αν πρέπει να το αφήσωμεν κατά μέρος, ή να το εξετάσωμεν με
    τρόπον διάφορον από τον προηγούμενον.

Θεαίτητος.
    Διατί όχι, καλέ Σωκράτη, αφού παρεδέχθημεν, ότι πρέπει να το
    εξετάσωμεν και με οποιονδήποτε τρόπον; Διότι προ ολίγου πολύ καλά συ
    και ο Θεόδωρος ελέγατε ως προς την ευκαιρίαν, ότι τίποτε δεν μας
    βιάζει εις αυτά τα ζητήματα.

Σωκράτης.
    Καλά που μου το ενθύμισες. Διότι ίσως δεν είναι παράκαιρον να το
    ακολουθήσωμεν πάλιν ωσάν ίχνος. Διότι είναι καλλίτερον να τελειώσωμεν
    ολίγον μέρος καλά, παρά περισσότερον χωρίς να ικανοποιηθώμεν.

Θεαίτητος.
    Τι άλλο βεβαίως;

Σωκράτης.
    Πώς λοιπόν; Τι είπαμεν τόρα; Δεν είπαμεν ότι υπάρχει πολλάκις ψευδής
    κρίσις, και ότι άλλος μεν έχει ψευδή κρίσιν, άλλος δε πάλιν αληθινήν,
    διότι εκ φύσεως επλάσθησαν κατ' αυτόν τον τρόπον;

Θεαίτητος.
    Αυτό είπαμεν βεβαίως.

Σωκράτης.
    Λοιπόν δι' όλα τα πράγματα ομού και δι' έκαστον χωριστά δεν μας εδόθη
    το εξής, δηλαδή να τα γνωρίζωμεν ή να μη τα γνωρίζωμεν; Διότι προς το
    παρόν αφήνω κατά μέρος την μάθησιν και την επιλησμοσύνην, τα οποία
    κείνται εις το μέσον αυτών, διότι δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με το
    παρόν ζήτημα.

Θεαίτητος.
    Πραγματικώς, Σωκράτη μου, τίποτε άλλο δεν μας μένει δι' έκαστον
    πράγμα, παρά να το γνωρίζωμεν ή να μη το γνωρίζωμεν.

Σωκράτης.
    Τόρα λοιπόν δεν είναι λογικόν όστις κρίνει, ή να κρίνη κανέν πράγμα
    από όσα γνωρίζει, ή από όσα δεν γνωρίζει;

Θεαίτητος.
    Αυτό είναι λογικόν.

Σωκράτης.
    Και βεβαίως είναι αδύνατον, αν το γνωρίζη, να μην το γνωρίζη το ίδιον
    πράγμα, ή, αν δεν το γνωρίζη, να το γνωρίζη.

Θεαίτητος.
    Πώς όχι;

Σωκράτης.
    Αλλ' όμως όστις έχει ψευδή κρίσιν, άραγε όσα γνωρίζει, τα νομίζει ότι
    δεν είναι αυτά, αλλά κάποια άλλα από όσα γνωρίζει επίσης, και ενώ
    γνωρίζει και τα δύο, νομίζει ότι και τα δύο δεν τα γνωρίζει;

Θεαίτητος.
    Αυτό είναι αδύνατον, καλέ Σωκράτη.

Σωκράτης.
    Αλλά τότε μήπως αντιθέτως, όσα δεν γνωρίζει, τα νομίζει ότι είναι
    κάποια άλλα από όσα επίσης δεν γνωρίζει; Και τούτο ισοδυναμεί ως να
    μη γνωρίζη ούτε εσέ τον Θεαίτητον ούτε εμέ τον Σωκράτη και να βάλη
    εις τον νουν του ότι ο Σωκράτης είναι Θεαίτητος, ή ο Θεαίτητος
    Σωκράτης;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως πώς αλλέως;

Σωκράτης.
    Ποτέ όμως, όσα γνωρίζει κανείς, δεν νομίζει ότι είναι εκείνα τα οποία
    δεν γνωρίζει, ούτε πάλιν όσα δεν γνωρίζει ότι είναι εκείνα τα οποία
    γνωρίζει.

Θεαίτητος.
    Όχι βεβαίως, διότι αυτό θα ήτο τερατώδες.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν πώς είναι δυνατόν να έχωμεν ψευδή κρίσιν; Διότι έξω από
    αυτούς τους τρόπους είναι αδύνατον να έχωμεν κρίσιν, διότι όλα ή τα
    γνωρίζομεν ή δεν τα γνωρίζομεν, εις αυτά τα δύο όμως δεν υπάρχει
    τρόπος να έχωμεν ψευδή κρίσιν.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν μήπως πρέπει άραγε να σκεπτώμεθα όχι κατ' αυτόν τον
    τρόπον δι' αυτό το οποίον εξετάζομεν, δηλαδή με την μέθοδον της
    γνώσεως και της αγνοίας, αλλά με την μέθοδον της υπάρξεως και
    ανυπαρξίας;

Θεαίτητος.
    Πώς το εννοείς;

Σωκράτης.
    Μήπως είναι αυταπόδεικτον, ότι όστις δι' οποιονδήποτε πράγμα κρίνει
    τα μη υπάρχοντα είναι αδύνατον να μη έχη ψευδή κρίσιν, οποιανδήποτε
    άλλην σκέψιν και αν έχη εις τον νουν του.

Θεαίτητος.
    Αυτό πάλιν είναι βεβαίως λογικόν, Σωκράτη μου.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν τι θα ειπούμεν, φίλε Θεαίτητε, εάν κανείς μας ερωτήση:
    άραγε αυτό το οποίον λέγετε, είναι δυνατόν να συμβή εις τον καθένα
    και υπάρχει άνθρωπος ο οποίος να κρίνη το ανύπαρκτον, είτε ως προς
    κανέν από τα όντα είτε καθ' εαυτό; Και ημείς λοιπόν, καθώς φαίνεται,
    θα απαντήσωμεν εις αυτόν ότι υπάρχει, όταν δεν κρίνη την αλήθειαν. Τι
    άλλο ημπορούμεν να απαντήσωμεν;

Θεαίτητος.
    Τίποτε άλλο.

Σωκράτης.
    Αλλ' όμως άραγε συμβαίνει αυτό και εις κανέν άλλον μέρος;

Θεαίτητος.
    Τι πράγμα;

Σωκράτης.
    Το να βλέπη κάτι τι, να μη βλέπη όμως τίποτε;

Θεαίτητος.
    Πώς είναι δυνατόν;

Σωκράτης.
    Και όμως όταν βλέπη έν οποιονδήποτε πράγμα βλέπει κάποιο από τα
    υπάρχοντα. Ή μήπως νομίζεις, ότι αυτό το έν ανήκει εις τα μη
    υπάρχοντα;

Θεαίτητος.
    Όχι βεβαίως.

Σωκράτης.
    Επομένως όστις βλέπει έν οποιονδήποτε, βλέπει πράγμα που υπάρχει.

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Και όστις ακούει οποιονδήποτε πράγμα, και έν ακούει και πράγμα που
    υπάρχει ακούει.

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Επομένως και όστις άπτεται κάτι τι, άπτεται έν οποιονδήποτε πράγμα,
    και πράγμα που υπάρχει, αφού είναι έν;

Θεαίτητος.
    Επίσης.

Σωκράτης.
    Τόρα λοιπόν όστις κρίνει, δεν κρίνει έν οποιονδήποτε πράγμα;

Θεαίτητος.
    Αυτό είναι λογικόν,

Σωκράτης.
    Και όστις κρίνει έν, δεν κρίνει πράγμα που υπάρχει;

Θεαίτητος.
    Συμφωνώ μαζί σου.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν όστις δεν κρίνει πράγμα το οποίον υπάρχει, τίποτε δεν
    κρίνει.

Θεαίτητος.
    Φαίνεται ότι δεν κρίνει.

Σωκράτης.
    Αλλά όστις δεν κρίνει τίποτε, δεν κάμνει όλως διόλου κρίσιν.

Θεαίτητος.
    Αυτό είναι επόμενον, καθώς φαίνεται.

Σωκράτης.
    Επομένως δεν είναι δυνατόν να κρίνωμεν πράγμα, που δεν υπάρχει, ούτε
    ως προς τα όντα ούτε καθ' εαυτό.

Θεαίτητος.
    Όχι, καθώς φαίνεται.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν κάτι άλλο είναι η ψευδής κρίσις, παρά το να κρίνωμεν
    πράγματα, τα οποία δεν υπάρχουν.

Θεαίτητος.
    Άλλο, καθώς φαίνεται.

Σωκράτης.
    Διότι ούτε κατ' αυτόν τον τρόπον, ούτε καθώς εσκεπτόμεθα
    προηγουμένως, υπάρχει εντός μας ψευδής κρίσις.

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα όχι.

Σωκράτης.
    Αλλ' άραγε μήπως πρέπει να ειπούμεν ότι αυτό γίνεται ως εξής;

Θεαίτητος.
    Πώς;

Σωκράτης.
    Μήπως είναι ένα είδος λάθος αυτό το οποίον λέγομεν ψευδή κρίσιν, όταν
    δηλαδή κανείς εκλάβη έν πράγμα με τον νουν του ως άλλο, και ειπή ότι
    αυτό είναι. Διότι τότε, πάλιν μεν κρίνει πράγμα που υπάρχει, άλλο
    όμως αντ' άλλου, και επειδή αποτυγχάνει εκείνο το οποίον είχε κατά
    νουν, είναι δίκαιον να θεωρηθή ότι κάμνει ψευδή κρίσιν.

Θεαίτητος.
    Μου φαίνεται, ότι το είπες πολύ ορθά. Διότι όταν κανείς κρίνη αντί
    ωραίου άσχημον, ή αντί ασχήμου ωραίον, τότε πραγματικώς κάμνει ψευδή
    κρίσιν.

Σωκράτης.
    Σε εννόησα, φίλε Θεαίτητε, ότι μου πήρες τον αέρα και δεν με τρέμεις.

Θεαίτητος.
    Από πού κυρίως;

Σωκράτης.
    Ίσως σου φαίνομαι ότι δεν αντελήφθην το πραγματικώς ψευδές, και δεν
    σε ερώτησα αν είναι δυνατόν ένα ταχύ πράγμα να γίνη αργόν, ή ένα
    ελαφρόν πράγμα να γίνη με τρόπον βαρύν ή κανέν άλλο να γίνη όχι
    συμφώνως με το φυσικόν του, αλλά συμφώνως με το φυσικόν του
    αντιθέτου, αντιθέτως προς τον εαυτόν του. Αυτό λοιπόν θα το
    παραλείψω, διά να μη χαθή εις μάτην το θάρρος σου. Παραδέχεσαι
    λοιπόν, καθώς είπες, ότι η ψευδής κρίσις είναι ένα είδος λάθος;

Θεαίτητος.
    Παραδέχομαι.

Σωκράτης.
    Επομένως κατά την ιδικήν σου κρίσιν είναι δυνατόν να δεχθώμεν με τον
    νουν ένα πράγμα ως άλλο και όχι ως εκείνο το ίδιον.

Θεαίτητος.
    Βέβαια είναι δυνατόν.

Σωκράτης.
    Όταν λοιπόν κάμνη τούτο ο νους ενός ανθρώπου, δεν είναι συγχρόνως
    ανάγκη να συλλογίζεται ή και τα δύο ή το έν από τα δύο;

Θεαίτητος.
    Βέβαια είναι ανάγκη να τα συλλογίζεται ή συγχρόνως ή εν μέρει.

Σωκράτης.
    Έξοχα. Αλλ' άραγε το να συλλογίζεται το εννοείς όπως εγώ;

Θεαίτητος.
    Συ πώς το εννοείς;

Σωκράτης.
    Ως λόγον τον οποίον διηγείται μόνη της η ψυχή εις τον εαυτόν της δι'
    όσα πράγματα εξετάζει. Καθώς λόγου χάριν την ώραν, που εγώ δεν
    γνωρίζω τι να σου απαντήσω (!), Διότι μου φαίνεται ότι, όταν
    συλλογίζεται, δεν κάμνει άλλο τίποτε παρά συνομιλεί η ιδία με τον
    εαυτόν της, ερωτώσα και απαντώσα και παραδεχομένη και μη
    παραδεχομένη. Όταν όμως πλέον αποφασίση, είτε με ένα αργότερον είτε
    με ένα ταχύτερον πήδημα, και πλέον παραδέχεται το ίδιον πράγμα και
    δεν διστάζει, αυτό το ονομάζομεν κρίσιν αυτής. Επομένως εγώ την
    κρίσιν την θεωρώ λόγον ο οποίος ελέχθη, όχι όμως προς άλλο πρόσωπον,
    ούτε με την φωνήν, αλλά σιωπηρώς προς τον εαυτόν μας. Συ όμως τι την
    θεωρείς;

Θεαίτητος.
    Και εγώ το ίδιον.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν όταν κανείς κρίνη έν πράγμα ως άλλο πράγμα, τότε, καθώς
    φαίνεται, λέγει και προς τον εαυτόν του, ότι ένα πράγμα είναι άλλο
    πράγμα.

Θεαίτητος.
    Τι άλλο βεβαίως;

Σωκράτης.
    Ενθυμήσου λοιπόν εάν έτυχε καμμιάν φοράν να ειπής εις τον εαυτόν σου:
    ιδού ασφαλώς ότι το ωραίον είναι άσχημον, ή το άδικον δίκαιον. Ή εν
    γένει πρόσεξε, εάν εδοκίμασες ποτέ σου να πείσης τον εαυτόν σου, ότι
    ένα πράγμα είναι άλλο πράγμα, ή μήπως όλως το αντίθετον ούτε εις τον
    ύπνον σου ποτέ δεν ετόλμησες να ειπής εις τον εαυτόν σου, ότι τάχα
    ασφαλώς τα περιττά είναι άρτια ή κανέν άλλο παρόμοιον.

Θεαίτητος.
    Λέγεις την αλήθειαν.

Σωκράτης.
    Και νομίζεις, ότι άλλος κανείς υγιής ή μανιακός θα τολμήση σοβαρώς να
    ειπή εις τον εαυτόν του, προσπαθών να τον μεταπείση, ότι είναι ανάγκη
    ο βους να είναι ίππος, ή το δύο να είναι έν;

Θεαίτητος.
    Όχι μα τον Δία.

Σωκράτης.
    Λοιπόν, αφού η κρίσις είναι ομιλία με τον εαυτόν μας, δεν υπάρχει
    κανείς ο οποίος με τον λόγον και με την κρίσιν από κοινού, εγγίζων με
    την ψυχήν του και τα δύο αυτά θα έλεγε και θα έκρινε ότι ένα πράγμα
    είναι άλλο πράγμα. Πρέπει όμως και συ να παραλείψης το ρήμα εις τα εν
    μέρει, διότι το ένα και τα άλλο γίνονται όμοια ως προς το ρήμα.
    Δηλαδή εγώ το εννοώ αυτό ως εξής· ότι κανείς δεν κρίνει το ωραίον ως
    άσχημον ή κανέν άλλο από τα παρόμοια.

Θεαίτητος.
    Τότε λοιπόν, καλέ Σωκράτη, το παραλείπω, και παραδέχομαι την γνώμην
    σου.

Σωκράτης.
    Επομένως όταν κανείς κρίνη και τα δύο είναι αδύνατον να κρίνη το έν
    ως το άλλο.

Θεαίτητος.
    Φαίνεται.

Σωκράτης.
    Εξ άλλου όμως όταν μόνον το έν κρίνη, το δε άλλο δεν το κρίνη διόλου,
    ποτέ του δεν θα κρίνη το έν ως το άλλο.

Θεαίτητος.
    Λέγεις την αλήθειαν, διότι θα ηναγκάζετο να εγγίση και εκείνο το
    οποίον δεν κρίνει.

Σωκράτης.
    Επομένως ούτε όταν κρίνη και τα δύο, ούτε όταν κρίνη το έν, είναι
    δυνατόν να κάμη λάθος. Ώστε αν κανείς ορίση ότι η ψευδής κρίσις είναι
    λάθος, δεν λέγει τίποτε. Διότι ούτε κατ' αυτόν τον τρόπον, ούτε με
    όσα παρεδέχθημεν προηγουμένως, αποδεικνύεται ότι υπάρχει εντός μας
    ψευδής κρίσις.

Θεαίτητος.
    Δεν υπάρχει, καθώς φαίνεται.

Σωκράτης.
    Και όμως, φίλε Θεαίτητε, αν αυτό δεν το παραδεχθώμεν ως αληθές, θα
    αναγκασθώμεν να παραδεχθώμεν πολλά άλλα και παράλογα.

Θεαίτητος.
    Ποία δηλαδή;

Σωκράτης.
    Δεν θα σου το ειπώ πριν δοκιμάσω να το εξετάσω καθ' όλους τους
    τρόπους. Διότι εγώ εντρέπομαι διά λογαριασμόν μας, όταν εις την
    απορίαν μας αναγκαζώμεθα να παραδεχώμεθα παράλογα πράγματα, καθώς σου
    είπα. Εάν όμως το εύρωμεν ημείς και κερδίσωμεν την ελευθερίαν μας,
    τότε πλέον θα ομιλούμεν διά τους άλλους οι οποίοι θα παθαίνουν την
    προσβολήν, ενώ ημείς θα στεκώμεθα έξω από την γελοιοποίησιν. Εάν όμως
    ευρεθώμεν εντελώς εις απορίαν, θα ταπεινωθούμεν, καθώς νομίζω, από
    τον λόγον και θα του δώσωμεν καιρόν, ωσάν εκείνοι οι οποίοι πάσχουν
    ναυτίαν, να μας καταπατήση και να μας κάμη ό,τι θέλει. Πρόσεξε λοιπόν
    να ακούσης κατά ποίον τρόπον ευρίσκω ακόμη διέξοδον από αυτό το
    ζήτημα.

Θεαίτητος.
    Λέγε και μη σε μέλει.

Σωκράτης.
    θα ειπώ ότι ημείς ουχί ορθώς παρεδέχθημεν εκείνην την φοράν ότι, όσα
    δεν γνωρίζει κανείς, είναι αδύνατον να κρίνη ότι αυτά είναι εκείνα τα
    οποία δεν γνωρίζει, και επομένως να απατηθή. Δεν είναι αδύνατον, αλλά
    είναι κάπως δυνατόν.

Θεαίτητος.
    Μήπως θέλεις να ειπής αυτό το οποίον και εγώ υπωπτεύθην την ώραν που
    το ελέγαμεν ότι είναι τοιούτον; Ότι δηλαδή εγώ ενώ γνωρίζω τον
    Σωκράτη, αν ιδώ από μακράν κανένα τον οποίον δεν γνωρίζω, τυχαίνει
    κάποτε να τον νομίσω ότι είναι ο Σωκράτης, αυτόν τον οποίον δεν
    γνωρίζω; Διότι πραγματικώς εις αυτήν την περίπτωσιν συμβαίνει αυτό το
    οποίον λέγεις.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν δεν το αποκηρύττομεν αυτό, το οποίον απεδείκνυε ότι δεν
    γνωρίζομεν όσα γνωρίζομεν, ενώ τα γνωρίζομεν;

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Δηλαδή ας μη το δεχθώμεν κατ' αυτόν τον τρόπον, αλλά κατά τον εξής,
    και ίσως να το επιτύχωμεν κάπως, ίσως όμως να μας εναντιωθή. Αλλά τι
    να γίνη, ευρισκόμεθα εις τοιαύτην θέσιν, ώστε είναι ανάγκη να
    στρέφωμεν από όλα τα μέρη και να βασανίζωμεν πάντα λόγον. Πρόσεξε
    λοιπόν, αν αυτό το οποίον λέγω έχει σημασίαν. Άραγε είναι δυνατόν
    όστις δεν γνωρίζει κάτι να το μάθη ύστερον;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως είναι δυνατόν.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν και κατόπιν πάλιν άλλο και έπειτα άλλο;

Θεαίτητος.
    Και πώς όχι;

Σωκράτης.
    Υπόθεσε λοιπόν λόγου χάριν, ότι μέσα εις τας ψυχάς μας υπάρχει
    κήρινον εκμαγείον, εις τον ένα μεγαλείτερον και εις τον άλλον
    μικρότερον, και εις τον ένα μεν από καθαρώτερον κηρίον, εις δε τον
    άλλον από ακάθαρτον και σκληρότερον, εις μερικούς δε πάλιν
    ελαστικώτερον, και εις άλλους μέτριον.

Θεαίτητος.
    Το υποθέτω.

Σωκράτης.
    Αυτό λοιπόν ας το είπωμεν δώρον της θεάς Μνημοσύνης και ας δεχθώμεν
    ότι, όταν θέλωμεν να απομνημονεύσωμεν κάτι τι από όσα ιδούμεν ή
    ακούσωμεν ή μόνοι μας εννοήσωμεν, πλησιάζομεν αυτό εις τας αισθήσεις
    και τας αντιλήψεις μας και αποτυπόνεται καθώς όταν αποτυπόνωμεν
    εικόνας εις τα δακτυλίδια. Και εκείνο μεν το οποίον θα αποτυπωθή, το
    ενθυμούμεθα και το γνωρίζομεν, εν όσω υπάρχει εντός μας η εικών του.
    Εκείνο όμως το οποίον θα εξαλειφθή ή δεν θα κατορθωθή να αποτυπωθή,
    το λησμονούμεν και δεν το γνωρίζομεν.

Θεαίτητος.
    Ας είναι και έτσι.

Σωκράτης.
    Όστις λοιπόν γνωρίζει αυτά, και εξετάζει κανέν από όσα βλέπει ή
    ακούει, πρόσεξε να ιδής αν είναι δυνατόν να κάμη ψευδή κρίσιν κατά
    τον εξής τρόπον.

Θεαίτητος.
    Ποίον τρόπον δηλαδή;

Σωκράτης.
    Να νομίση, ότι όσα γνωρίζει, άλλοτε μεν είναι εκείνα που γνωρίζει,
    άλλοτε δε εκείνα που δεν γνωρίζει. Διότι αυτά δεν τα είπαμεν καλά εις
    τα προηγούμενα, όταν παρεδέχθημεν ότι είναι αδύνατον να γίνουν.

Θεαίτητος.
    Και τόρα πώς τα εννοείς;

Σωκράτης.
    Το εξής πρέπει να λέγωμεν δι' αυτά χωρίζοντες το ζήτημα από την
    αρχήν, ότι δηλαδή εκείνο μεν το οποίον γνωρίζω διότι

(σελίς 104)

έχω ενθύμιον εις την ψυχήν μου, δεν το βλέπω πλέον όμως με τα αισθητήριά μου, είναι αδύνατον να το νομίσω ως κανέν άλλο πράγμα από εκείνα που γνωρίζω, όταν έχω και εκείνου την εντύπωσιν, δεν το βλέπω όμως. Ούτε αντιστρόφως εκείνο το οποίον γνωρίζω, είναι δυνατόν να το νομίσω ότι είναι εκείνο το οποίον δεν γνωρίζω και του οποίου δεν έχω την σφραγίδα. Ούτε αρνητικώς εκείνο το οποίον δεν γνωρίζω, να το νομίσω ως άλλο το οποίον δεν γνωρίζω. Ούτε πάλιν αντιστρόφως εκείνο το οποίον δεν γνωρίζω να το νομίσω ως άλλο το οποίον γνωρίζω. Το ίδιον και διά την αίσθησιν. Δεν είναι δυνατόν εκείνο το οποίον βλέπω να το νομίσω ως κανέν άλλο από όσα επίσης βλέπω. Ούτε αντιστρόφως εκείνο το οποίον βλέπω ότι είναι κανέν από εκείνα τα οποία δεν βλέπω. Ούτε πάλιν ό,τι δεν βλέπω να νομίσω ότι είναι κανέν από όσα δεν βλέπω. Ούτε πάλιν αντιστρόφως ό,τι δεν βλέπω να το νομίσω ως κανέν από όσα βλέπω, Και τόρα πάλιν με συνδυασμόν, κανέν από όσα γνωρίζω και βλέπω και έχω το αποτύπωμα από την αίσθησιν, δεν είναι δυνατόν να νομίσω ως κανέν άλλο, από εκείνα τα οποία επίσης γνωρίζω και βλέπω και έχω και αυτών την αποτύπωσιν και την αίσθησιν. Τούτο μάλιστα είναι πολύ περισσότερον αδύνατον από εκείνας τας δύο μονομερείς περιπτώσεις, και αν ακόμη εις εκείνας ήτο δυνατόν. Επίσης εκείνο το οποίον γνωρίζω και το βλέπω, και κρατώ το ενθύμιον ακριβώς, είναι αδύνατον να το νομίσω ως άλλο πράγμα το οποίον γνωρίζω. Και πάλιν ό,τι γνωρίζω και βλέπω και το κατέχω αναλόγως, αδύνατον να το νομίσω ως άλλο το οποίον βλέπω. Ούτε αντιθέτως ό,τι δεν γνωρίζω και δεν βλέπω να το νομίσω ως άλλο, το οποίον δεν γνωρίζω και δεν βλέπω. Ούτε ό,τι δεν γνωρίζω και δεν βλέπω να το νομίσω ως κανέν άλλο το οποίον δεν γνωρίζω. Ούτε τέλος ό,τι δεν γνωρίζω και δεν βλέπω να το νομίσω ως κανέν άλλο το οποίον δεν βλέπω. Όλαι αυταί αι τελευταίαι έξ περιπτώσεις είναι κάτι περισσότερον από αδύνατον διά να κρίνη κανείς ψευδώς με αυτάς. Τόρα λοιπόν το πολύ πολύ υπολείπεται να είναι δυνατόν το τοιούτον εις τας εξής περιπτώσεις ακόμη.

σελίς 105

Θεαίτητος.
    Εις ποίας δηλαδή; Μη τυχόν ημπορέσω από αυτάς να
    εννοήσω καλλίτερα. Διότι τόρα δεν σε παρακολουθώ.

Σωκράτης.
    Όσα γνωρίζω, να τα νομίσω ως άλλα από όσα γνωρίζω
    συγχρόνως και βλέπω, ή από όσα δεν γνωρίζω αλλά βλέπω.
    Και όσα γνωρίζω και βλέπω, να τα νομίσω ως άλλα από όσα
    γνωρίζω αλλά δεν βλέπω, ή δεν γνωρίζω αλλά βλέπω.

Θεαίτητος.
    Τόρα πλέον έμεινα πολύ περισσότερον πίσο παρά
    προηγουμένως (!).

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν άκουσε να σου τα ειπώ αλλέως. Εγώ ο οποίος γνωρίζω τον
    Θεόδωρον και ενθυμούμαι εις τον νουν μου ποία είναι η μορφή του,
    ομοίως δε και τον Θεαίτητον, δεν είναι αληθές ότι άλλοτε μεν τους
    βλέπω, άλλοτε όμως όχι, και πολλάκις τους δοκιμάζω με την αφήν μου
    και άλλοτε πάλιν όχι, και τους ακούω ή με άλλην καμμίαν αίσθησιν τους
    αισθάνομαι; Πολλάκις όμως ναι μεν δεν σας αισθάνομαι με κανέν από τα
    αισθητήρια, σας ενθυμούμαι όμως όχι ολιγώτερον, και σας γνωρίζω μέσα
    εις την ψυχήν μου;

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Πρώτον λοιπόν αυτό να εντυπώσης από όσα σου λέγω, ότι δηλαδή είναι
    δυνατόν όσα γνωρίζω να μη τα βλέπω και τα αισθάνωμαι με τα αισθητήριά
    μου, είναι όμως δυνατόν και να τα βλέπω.

τέλος σελίδος 105

Θεαίτητος.
    Αυτό είναι αληθές.

Σωκράτης.
    Το ίδιον λοιπόν και όσα δεν γνωρίζω, πολλάκις μεν είναι δυνατόν και
    να μη τα βλέπω, πολλάκις όμως μόνον να τα βλέπω.

Θεαίτητος.
    Και αυτό είναι αληθές.

Σωκράτης.
    Τόρα λοιπόν πρόσεξε μήπως σου είναι ευκολώτερον να με παρακολουθήσης.
    Εάν ο Σωκράτης γνωρίζη τον Θεόδωρον και τον Θεαίτητον, και όμως δεν
    βλέπη κανένα από αυτούς τους δύο, ούτε με καμμίαν άλλην αίσθησιν τους
    αισθάνεται, ποτέ δεν είναι δυνατόν να κρίνη εντός του ότι ο Θεαίτητος
    είναι Θεόδωρος. Λέγω, ή δεν λέγω τίποτε;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Αυτό λοιπόν που λέγω τόρα ήτο η πρώτη περίπτωσις από όσα σου έλεγα
    τότε.

Θεαίτητος.
    Μάλιστα, ήτο.

Σωκράτης.
    Το δεύτερον ήτο ότι, όταν τον ένα από σας τον γνωρίζω, τον δε άλλον
    δεν τον γνωρίζω, και δεν βλέπω με τας αισθήσεις μου κανένα από τους
    δύο σας, δεν είναι δυνατόν πάλιν να νομίσω ότι αυτός που γνωρίζω
    είναι εκείνος που δεν γνωρίζω.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Το τρίτον ήτο ότι: όταν δεν γνωρίζω κανένα από τους δύο σας ούτε τους
    βλέπω με καμμίαν αίσθησιν, δεν είναι δυνατόν να τον νομίσω, αυτόν που
    δεν τον γνωρίζω, ότι είναι κάποιος άλλος από εκείνους που δεν
    γνωρίζω. Και όλα τα προηγούμενα υπόθεσε ότι σου τα λέγω τόρα πάλιν
    κατά σειράν, εις τα οποία εγώ ποτέ δεν θα κρίνω ψευδώς διά σε και τον
    Θεόδωρον, ούτε όταν σας γνωρίζω και τους δύο, ούτε όταν δεν σας
    γνωρίζω, και ούτε πάλιν αν τον ένα γνωρίζω και τον άλλον δεν τον
    γνωρίζω. Το ίδιον συμβαίνει και διά τας αισθήσεις, αν βεβαίως
    παρακολουθής.

Θεαίτητος.
    Μάλιστα, παρακολουθώ.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν η ψευδής κρίσις μένει εις την εξής περίπτωσιν, όταν εγώ
    γνωρίζω και σε και τον Θεόδωρον και έχω αποτυπωμένα εις εκείνο το
    κήρινον όργανον τα χαρακτηριστικά των δύο σας, ως να είσθε
    δακτυλίδια, σας βλέπω όμως και τους δύο ύστερα από πολύν καιρόν και
    όχι τόσον καθαρά, και προσπαθών να αποδώσω τα χαρακτηριστικά του
    καθενός σας εις την ιδικήν του μορφήν, τα εμβάζω και τα προσαρμόζω
    εις τα ίχνη τα οποία άφησαν εντός μου, διά να γίνη η αναγνώρισις. Και
    ύστερα από όλα αυτά αποτυγχάνω, και καθώς εκείνοι που φορούν τα
    υποδήματά των ανάποδα ανταλλάσσω την μορφήν του καθενός από σας και
    την πλησιάζω προς τα ξένα χαρακτηριστικά, ή καθώς γίνεται εις το
    βλέμμα μας εμπρός εις ένα κάτοπτρον, όπου τα δεξιά μετατίθενται εις
    τα αριστερά, κατά τον ίδιον τρόπον συμβαίνει να απατηθώ. Τότε λοιπόν
    συμβαίνει το λάθος και η ψευδής κρίσις.

Θεαίτητος.
    Έτσι θα είναι, καλέ Σωκράτη. Περίφημα εξηγείς αυτό το πάθημα της
    κρίσεως.

Σωκράτης.
    Και πάλιν όταν γνωρίζω και τους δύο και τον μεν ένα εκτός του ότι τον
    γνωρίζω συγχρόνως τον βλέπω, τον άλλον όμως όχι, και την γνώσιν του
    άλλου δεν έχω από τας αισθήσεις, πράγμα το οποίον σου έλεγα
    προηγουμένως και συ τότε δεν το ενοούσες.

Θεαίτητος.
    Ναι, δεν σε ενοούσα.

Σωκράτης.
    Αυτό λοιπόν έλεγα, ότι δηλαδή όστις γνωρίζει τον ένα από τους δύο και
    τον βλέπει και έχει γνώσιν αυτού από την αίσθησιν, ποτέ δεν θα νομίση
    ότι αυτός είναι κάποιος άλλος τον οποίον γνωρίζει και βλέπει και
    επίσης έχει γνώσιν αυτού από την αίσθησιν. Δεν ήτο αυτό;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Τότε όμως βεβαίως παρελείπαμεν αυτό που λέγομεν τόρα, ότι ψευδής
    κρίσις γίνεται όταν κανείς γνωρίζη και τους δύο και έχη και τους δύο
    με την όρασιν ή με καμμίαν άλλην αίσθησιν, δεν διατηρεί όμως τα
    χαρακτηριστικά εκάστου σύμφωνα με την αίσθησιν, αλλά ωσάν
    ανεπιτήδειος τοξότης, όταν ρίπτη, αλλάζει το σημάδι του και
    αποτυγχάνει, το οποίον θα ονομάσωμεν ψεύδος.

Θεαίτητος.
    Πολύ λογικά βεβαίως.

Σωκράτης.
    Και όταν λοιπόν διά τον ένα μεν υφίσταται ακόμη η αίσθησις των
    γνωρισμάτων, διά τον άλλον όμως όχι, και ημείς το γνώρισμα της
    υφισταμένης αισθήσεως το προσαρμόζομεν εις την μη υφισταμένην, και
    τότε σφάλλει η διάνοιά μας απολύτως. Και με μίαν λέξιν, δι' όσα μεν
    κανείς ούτε εγνώρισε ούτε είδε ποτέ, δεν είναι δυνατόν, καθώς
    φαίνεται, ούτε να κρίνη ψευδώς ούτε να γίνη ψευδής κρίσις, εάν τόρα
    ημείς λέγωμεν κάτι τι βέβαιον. Αλλά και μόνον εις όσα γνωρίζομεν και
    συγχρόνως τα αισθανόμεθα, εις αυτά μόνον περιστρέφεται η ψευδής
    κρίσις, η οποία γίνεται και αληθής, και όταν μεν φέρη αντικριστά και
    κατ' ευθείαν τα ορθά αποτυπώματα, είναι αληθής, όταν όμως τα φέρη
    πλαγίως και λοξώς, είναι ψευδής.

Θεαίτητος.
    Πολύ καλά τα λέγεις, καλέ Σωκράτη.

Σωκράτης.
    Και όμως περισσότερον θα βεβαιώσης αυτό, αφού ακούσης και τα εξής.

σελίς 109
    Δηλαδή η ορθή κρίσις είναι αξιέπαινον πράγμα, ενώ η ψευδής κρίσις
    είναι εντροπή.

Θεαίτητος.
    Και πώς δεν είναι βεβαίως;

Σωκράτης.
    Αυτά λοιπόν λέγουν ότι προέρχονται από το εξής· όταν δηλαδή το κηρίον
    μέσα εις την ψυχήν είναι βαθύ και πολύ και λείον και καλώς
    ετοιμασμένον, τότε όσα διέρχονται από τας αισθήσεις μας τα
    αποτυπόνομεν εις αυτό το &κηρ& της ψυχής μας, καθώς το ωνόμασε ο
    Όμηρος, διά να κάμη υπαινιγμόν με την ομοιότητα αυτού προς το κηρίον.
    Και τότε εις αυτά αποτυπόνονται καθαρά τα γνωρίσματα και με αρκετόν
    βάθος και γίνονται μακροχρόνια, και όσοι είναι τοιούτοι πρώτον μεν
    μανθάνουν ευκόλως, έπειτα έχουν καλόν μνημονικόν, και τέλος δεν
    συγχέουν τα γνωρίσματα, αλλά κρίνουν ορθώς. Διότι είναι καθαρά και
    εις ευρύχωρον μέρος και τα αποδίδουν αμέσως εις τα αποτυπώματά των,
    τα οποία ως γνωστόν ονομάζονται όντα, και αυτοί ωρισμένως ονομάζονται
    σοφοί. Τι δεν το παραδέχεσαι;

Θεαίτητος.
    Το παραδέχομαι πάρα πολύ.

Σωκράτης.
    Συμβαίνει όμως να έχη κανείς το &κηρ& δασύτριχον, το οποίον ωρισμένως
    εγκωμίασε πολύ ο πάνσοφος ποιητής, ή να το έχη βρωμισμένον και με
    ακάθαρτον κηρίον, ή πολύ μαλακόν ή πολύ σκληρόν. Τότε εις όσους μεν
    είναι μαλακόν, αυτοί μανθάνουν ευκόλως, αλλά και λησμονούν ευκόλως,
    εις όσους δε είναι σκληρόν, συμβαίνουν τα αντίθετα, όσοι δε το έχουν
    δασύτριχον και ανώμαλον, διότι ανεμίχθη κανέν μέρος από λίθους ή από
    χώμα ή από κόπρον, αυτοί σχηματίζουν ασαφή εκμαγεία. Επίσης δε ασαφή
    σχηματίζουν και όσοι το έχουν σκληρόν, διότι δεν έχουν βάθος. Επίσης
    δε ασαφή εκμαγεία σχηματίζουν και όσοι το έχουν μαλακόν, διότι από
    την σύγχυσιν γίνονται αμέσως αμυδρά. Εάν δε ύστερα από όλα αυτά
    συμπέση και το έν επάνω εις το άλλο ένεκα του στενού χώρου, εάν τύχη
    κανείς να έχη μικρή ψυχούλα, τότε γίνονται τα εκμαγεία πολύ
    περισσότερον ασαφή. Όλοι αυτοί λοιπόν είναι εύκολον να κάμουν ψευδή
    κρίσιν. Διότι όταν βλέπουν τίποτε ή ακούουν ή φαντάζωνται δεν είναι
    ικανοί αμέσως να αποδώσουν όλα τα γνωρίσματα και δι' αυτό είναι
    βραδείς και συγχέουν και παραβλέπουν και παρακούουν και παρανοούν
    πάρα πολλά, και αυτοί βεβαίως είναι οι απατώμενοι περί των πραγμάτων
    και οι αμαθείς.

Θεαίτητος.
    Το λέγεις τόσον ορθά, Σωκράτη μου, όσον δεν ημπορούσα να φαντασθώ
    ποτέ μου.

Σωκράτης.
    Να παραδεχθώμεν λοιπόν ότι υπάρχουν εντός μας ψευδείς κρίσεις;

Θεαίτητος.
    Πολύ μάλιστα.

Σωκράτης.
    Και κρίσεις αληθείς;

Θεαίτητος.
    Και αληθείς.

Σωκράτης.
    Τόρα πλέον λοιπόν δεν θεωρούμεν ότι απεδείχθη πειστικώς, ότι υπάρχουν
    χωρίς άλλο και τα δύο αυτά είδη της κρίσεως;

Θεαίτητος.
    Όσον φαντάζεσαι.

Σωκράτης.
    Πλην, φίλε Θεαίτητε, πραγματικώς ο αθυρόστομος άνθρωπος πλησιάζει να
    είναι ανυπόφορον πράγμα και αηδές.

Θεαίτητος.
    Πώς έτσι; προς τι το είπες αυτό;

Σωκράτης.
    Δεν χωνεύω την ιδικήν μου ελαττωματικήν μάθησιν και αληθινήν
    μωρολογίαν. Διότι πώς αλλέως να το ονομάσης αυτό, όταν κανείς σύρη
    τους λόγους δεξιά και αριστερά από την βλακείαν του και δεν ημπορή να
    πεισθή και δυσκόλως ξεκάμνη έκαστον ζήτημα (!);

Θεαίτητος.
    Συ όμως διατί θυμόνεις;

Σωκράτης.
    Δεν θυμόνω μόνον, αλλά και φοβούμαι τι θα απαντήσω, αν με ερωτήση
    κανείς: Κύριε Σωκράτη, τάχα ανεκάλυψες ότι η ψευδής κρίσις δεν
    έγκειται ούτε εις τας αισθήσεις μεταξύ της μιας και της άλλης, ούτε
    εις τα νοήματα, αλλά εις την σύνδεσιν των αισθήσεων με τα νοήματα;
    Και εγώ θα το παραδεχθώ, ίσως διότι τάχα ανεκαλύψαμεν κανέν σπουδαίον
    πράγμα.

Θεαίτητος.
    Εγώ τουλάχιστον, Σωκράτη μου, νομίζω ότι δεν είναι άσχημον αυτό το
    οποίον απεδείχθη.

Σωκράτης.
    Λοιπόν, θα απαντήση εκείνος πάλιν: νομίζεις ότι τον άνθρωπον τον
    οποίον ενθυμούμεθα μόνον χωρίς να τον βλέπωμεν, δεν είναι ποτέ
    δυνατόν να τον νομίσωμεν ίππον, τον οποίον πάλιν ούτε βλέπομεν ούτε
    απτόμεθα, αλλά απλώς τον ενθυμούμεθα και καμμίαν αίσθησιν δεν έχομεν
    περί αυτού; Μάλιστα αυτά λέγω, θα του είπω ίσως.

Θεαίτητος.
    Και πολύ καλά βεβαίως.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν, θα μου ειπή εκείνος, τα ένδεκα τα οποία κανείς δεν τα
    αισθάνεται παρά μόνον τα έχει εις τον νουν του, σύμφωνα με αυτόν τον
    λόγον δεν είναι αληθές ότι ποτέ δεν είναι δυνατόν να τα νομίση
    δώδεκα, τα οποία επίσης μόνον εις τον νουν του τα έχει; Έλα λοιπόν
    τόρα απάντησε συ.

Θεαίτητος.
    Βεβαίως θα απαντήσω, ότι όταν μεν βλέπη ή άπτεται κανείς τα ένδεκα,
    είναι δυνατόν να τα νομίση δώδεκα, εκείνα όμως τα ένδεκα, τα οποία
    έχει εις τον νουν του, δεν είναι δυνατόν να τα νομίση τόσα.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν; Νομίζεις ότι κανείς ποτε ηθέλησε να βάλη εις τον νουν του
    πέντε και επτά, δεν εννοώ όμως πέντε ή επτά ανθρώπους ή άλλο κανέν
    παρόμοιον, αλλά τους αφηρημένους αριθμούς πέντε και επτά, τους
    οποίους λέγομεν ότι μένουν εκεί εις το εκμαγείον ως ενθύμια και είναι
    αδύνατον με αυτούς να κρίνωμεν ψευδώς. Αυτούς εννοώ αν κανείς έως
    τόρα τους εσυλλογίσθη και ερώτησε τον εαυτόν του πόσα κάμνουν, και αν
    άλλος μεν ενόμισε ότι κάμνουν ένδεκα, άλλος δε δώδεκα, ή όλοι λέγουν
    και νομίζουν αυτούς ότι κάμνουν δώδεκα;

Θεαίτητος.
    Όχι μα τον Δία, αλλά παρά πολλοί τους νομίζουν ότι κάμνουν και
    ένδεκα. Εάν μάλιστα δοκιμάση κανείς με μεγαλειτέρους αριθμούς θα κάμη
    μεγαλείτερον λάθος. Διότι νομίζω ότι συ εδώ ομιλείς γενικώς περί
    οποιουδήποτε αριθμού.

Σωκράτης.
    Καλά το νομίζεις αυτό. Και πρόσεξε μήπως τότε συμβαίνει τίποτε άλλο
    παρά ότι νομίζει τον αριθμόν δώδεκα του εκμαγείου ότι είναι ένδεκα.

Θεαίτητος.
    Αυτό φαίνεται ότι συμβαίνει.

Σωκράτης.
    Λοιπόν αυτό δεν ανήκει πάλιν εις τους προηγουμένους λόγους; Διότι
    όστις παθαίνει αυτό, ένα πράγμα που το γνωρίζει, νομίζει ότι είναι
    άλλο πράγμα το οποίον γνωρίζει επίσης. Τούτο όμως το είπαμεν αδύνατον
    και με αυτό το ίδιον παραδεχόμεθα λογικώς ότι δεν υπάρχει ψευδής
    κρίσις, διά να μη δεχθώμεν ότι τα ίδια πράγματα ο ίδιος τα γνωρίζει
    και δεν τα γνωρίζει.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά!

Σωκράτης.
    Λοιπόν δεν έπεται ότι πρέπει να θεωρήσωμεν ότι η ψευδής κρίσις κάθε
    άλλο είναι παρά σύγχυσις μεταξύ σκέψεως και αισθήσεως. Διότι, αν αυτό
    ήτο αληθές, δεν ήτο δυνατόν να απατώμεθα με τας σκέψεις. Τόρα όμως ή
    δεν υπάρχει ψευδής κρίσις, ή όσα κανείς δεν γνωρίζει είναι δυνατόν να
    τα γνωρίζη. Και λοιπόν ποίον προτιμάς από αυτά τα δύο;

Θεαίτητος.
    Μου προτείνεις μίαν δύσκολον εκλογήν, καλέ Σωκράτη.

Σωκράτης.
    Και όμως είναι φόβος να μην επιτρέψη ο λόγος ούτε το έν ούτε το άλλο.
    Αλλά τι να γίνη, βεβαίως κανείς πρέπει να το πάρη απόφασιν, και τι
    πειράζει αν αποφασίσωμεν να γίνωμεν ξετσίπωτοι;

Θεαίτητος.
    Πώς;

Σωκράτης.
    Εάν θελήσω μεν να ειπούμεν ποίου είδους είναι η επιστήμη.

Θεαίτητος.
    Και διατί αυτό να είναι ξετσίπωμα;

Σωκράτης.
    Φαίνεται ότι δεν εννοείς ότι ολόκληρος η ομιλία μας από την αρχήν ήτο
    έρευνα της επιστήμης, διότι δεν γνωρίζομεν τι είναι επιστήμη.

Θεαίτητος.
    Απ' εναντίας, το εννοώ.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν δεν σου φαίνεται αναίδεια, αφού δεν γνωρίζομεν τι είναι
    επιστήμη, να κρίνωμεν τι είδους είναι η επιστήμη; Και όμως πάλιν,
    φίλε μου Θεαίτητε, πολλήν ώραν η ομιλία μας εξακολουθεί να μη είναι
    ξεκαθαρισμένη. Διότι έως τόρα χίλιες φορές ανεφέραμεν το γνωρίζω και
    δεν γνωρίζω και την επιστήμην και την ανεπιστημοσύνην, ωσάν τάχα να
    ενοούμεν ο είς τον άλλον, αφού ακόμη δεν γνωρίζομεν τι είναι
    επιστήμη. Και αν αγαπάς μάλιστα, και αυτήν την στιγμήν εκάμαμεν
    χρήσιν του δεν γνωρίζω και του εννοώ, ενώ δεν έπρεπε, αφού δεν
    κατέχομεν την επιστήμην.

Θεαίτητος.
    Ναι, αλλά τότε με ποίον τρόπον θα συνομιλήσης, καλέ Σωκράτη, όταν
    αποφεύγης αυτάς τας λέξεις;

Σωκράτης.
    Με κανένα τρόπον, αφού είμαι ό,τι είμαι. Εάν όμως ήμην εριστικός,
    τότε μάλιστα. Διότι και τόρα, αν παρουσιάζετο ένας τοιούτος κύριος,
    και αυτά θα εζήτει να τα αποφεύγωμεν και πολύ θα μας επέπληττε δι'
    αυτά τα οποία είπα. Αφού λοιπόν είμεθα πρόστυχοι, θέλεις να κάμω
    πραξικόπημα και να ειπώ τι είναι η επιστήμη; Διότι νομίζω ότι θα μας
    εχρησίμευε κάπως.

Θεαίτητος.
    Τότε λοιπόν κάμε αυτό το πραξικόπημα μα τον Δία. Και αν δεν αποφύγης
    αυτά, πάλιν θα είσαι εντελώς συγχωρημένος,

Σωκράτης.
    Δεν έμαθες πώς την ορίζουν τόρα την γνώσιν;

Θεαίτητος.
    Ίσως να ήκουσα, αλλά αυτήν την στιγμήν δεν το ενθυμούμαι.

Σωκράτης.
    Κατοχήν της επιστήμης ονομάζουν αυτήν.

Θεαίτητος.
    Έχεις δίκαιον.

Σωκράτης.
    Ημείς λοιπόν ας το αλλάξωμεν ολίγον και ας την ονομάσωμεν απόκτησιν
    της επιστήμης.

Θεαίτητος.
    Και ποίαν διαφοράν ευρίσκεις εις αυτά τα δύο ονόματα;

Σωκράτης.
    Ίσως δεν υπάρχει καμμία. Άκουσε όμως αυτήν την οποίαν ευρίσκω εγώ και
    ειπέ την γνώμην σου και συ.

Θεαίτητος.
    Εάν ημπορέσω, ευχαρίστως.

Σωκράτης.
    Λοιπόν δεν μου φαίνεται ότι είναι το ίδιον πράγμα η απόκτησις με την
    κατοχήν. Καθώς παραδείγματος χάριν αν κανείς αγοράση φόρεμα και το
    έχη εις την κατοχήν του χωρίς να το φορή, δεν ημπορούμεν να ειπούμεν
    ότι το έχει τόρα μαζί του, αλλά ότι είναι κτήμα του.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά!

Σωκράτης.
    Πρόσεξε λοιπόν αν είναι δυνατόν και την επιστήμην όταν είναι κτήμα
    σου να μην την έχης πρόχειρον, αλλά να την έχης καθώς έχει κανείς τα
    άγρια πουλιά, δηλαδή τας περιστεράς και οτιδήποτε άλλο, αφού τα
    συλλάβη και κάμη εις την οικίαν του ένα περιστερεώνα και τα τρέφη.
    Βεβαίως θα ειπούμεν κάπως ότι αυτός τα έχει διαρκώς, και ακριβώς ότι
    είναι κτήμα του.

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Υπό άλλην όμως έποψιν βεβαίως δεν κρατεί καμμίαν, αλλά έχει μεν την
    δύναμιν ως προς αυτάς, αφού τας έκαμε κτήμα του μέσα εις το
    περίφραγμά του, να τας συλλάβη και να τας κρατή ό,τι ώρα θέλει και
    πάλιν να τας απολύση. Και τούτο ημπορεί να το κάμνη όσας φοράς έχει
    διάθεσιν.

Θεαίτητος.
    Πραγματικώς.

Σωκράτης.
    Λοιπόν καθώς προηγουμένως παρεδέχθημεν κατασκευασμένον μέσα εις τας
    ψυχάς ένα είδος κήρινον πλάσμα, ας κατασκευάσωμεν μέσα εις εκάστην
    ψυχήν αυτήν την φοράν πάλιν ένα περιστερεώνα από διάφορα πουλιά, άλλα
    μεν εις ολόκληρα σμήνη χωριστά, άλλα δε από ολίγα μαζευμένα, και άλλα
    μόνα των μεταξύ όλων, να πετούν όπου τύχη.

Θεαίτητος.
    Καλά παραδέχομαι ότι τον κατεσκευάσαμεν. Αλλά ποίον θα είναι το
    αποτέλεσμα;

Σωκράτης.
    Όταν έχωμεν εμπρός μας μικρά παιδία, πρέπει να ειπούμεν ότι αυτό το
    δοχείον είναι κενόν, εις την θέσιν δε των πουλιών να φαντασθώμεν τας
    επιστήμας. Και οποιανδήποτε επιστήμην αποκτήση κανείς και την κλείση
    μέσα εις το περίφραγμά του, πρέπει να λέγη ότι έμαθε ή ευρήκε το
    πράγμα εκείνο εις το οποίον ασχολείται εκείνη η επιστήμη, και αυτό
    είναι επιστήμη.

Θεαίτητος.
    Παραδέχομαι.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν το να καταδιώκη οποιανδήποτε επιστήμην θέλει, και αφού την
    συλλάβη να την κρατή, και ύστερον να την απολύση πάλιν, πρόσεξε να
    ιδής ποία ονόματα χρειάζεται, άραγε τα ίδια με εκείνο το οποίον
    εχρειάζετο εις την αρχήν, όταν την έκαμνε κτήμα του, ή διαφορετικά,
    θα εννοήσης δε καλλίτερα αυτό το οποίον λέγω από το εξής. Παραδέχεσαι
    την αριθμητικήν;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Αυτήν λοιπόν θεώρησε την κυνήγιον της επιστήμης όλων των αρτίων και
    των περιττών αριθμών.

Θεαίτητος.
    Την θεωρώ.

Σωκράτης.
    Με αυτήν λοιπόν την τέχνην και ο ίδιος κρατεί εις την διάθεσίν του
    την επιστήμην των αριθμών και εις άλλον την παραδίδει, όστις την
    παραδίδει.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Και όστις μεν την παραδίδει, λέγομεν ότι την διδάσκει, όστις δε την
    παραλαμβάνει, λέγομεν ότι την μανθάνει, όταν δε την κατέχη μέσα εις
    εκείνον τον περιστερεώνα, λέγομεν ότι την γνωρίζει επιστημονικώς.

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Τόρα λοιπόν πρόσεξε εις τα συμπεράσματα. Δηλαδή, αφού είναι τέλειος
    αριθμητικός, δεν θα γνωρίζη όλους τους αριθμούς; Διότι υπάρχει μέσα
    εις την ψυχήν του η επιστήμη όλων των αριθμών.

Θεαίτητος.
    Τι άλλο βεβαίως;

Σωκράτης.
    Λοιπόν ο τοιούτος δεν συμβαίνει κάποτε να μετρά μόνος του αυτούς τους
    αριθμούς, ή κανέν άλλο πράγμα εξωτερικόν, από εκείνα τα οποία
    μετρούνται;

Θεαίτητος.
    Πώς όχι;

Σωκράτης.
    Το μέτρημα όμως άλλο τίποτε θα ειπούμεν, παρά εξέτασιν διά να εύρωμεν
    πόσος αριθμός υπάρχει;

Θεαίτητος.
    Αυτό βεβαίως.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν εκείνο το οποίον γνωρίζει, τόρα αποδεικνύεται ότι τα
    εξετάζει, ως να μην το γνωρίζη, αυτός ο οποίος, καθώς παρεδέχθημεν,
    γνωρίζει όλους τους αριθμούς. Έχεις ακούσει δηλαδή ότι πολλοί τα
    διαφιλονικούν αυτά εις τας συζητήσεις των;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Λοιπόν ημείς παρομοιάζοντες αυτά προς το κυνήγιον και την σύλληψιν
    των περιστερών, θα ειπούμεν ότι το κυνήγιον είναι δύο ειδών. Το έν
    ήτο πριν να τας συλλάβωμεν, διά να τας έχωμεν κτήμα μας, το δε άλλο
    διά να τας συλλάβωμεν και να κρατούμεν εις το χέρι εκείνο, το οποίον
    προ πολλού είχαμεν κτήμα μας. Κατ' αυτόν δε τον τρόπον είναι δυνατόν
    και όσα κανείς προ πολλού είχε μάθει και τα εγνώριζε, να τα μάθη και
    πάλιν αυτά τα ίδια, αποκτών πάλιν την επιστήμην εκάστου και κρατών
    πρόχειρον εις τον νουν του τόρα, αυτήν την οποίαν εγνώρισε προ
    πολλού.

Θεαίτητος.
    Πραγματικώς.

Σωκράτης.
    Ακριβώς λοιπόν αυτό σε ερωτούσα προ ολίγου, τι ονόματα πρέπει κανείς
    να δώση εις αυτά, όταν λόγου χάριν ο αριθμητικός πρόκειται να μετρήση
    κανέν πράγμα, ή ο γραμματοδιδάσκαλος να αναγνώση, άραγε θα ειπούμεν
    ότι το γνωρίζει και έρχεται τόρα πάλιν να μάθη από τον εαυτόν του,
    αυτό το οποίον γνωρίζει;

Θεαίτητος.
    Αυτό είναι παράλογον, καλέ Σωκράτη.

Σωκράτης.
    Αλλά τότε λοιπόν θα ειπούμεν ότι θα αναγνώση και θα αριθμήση όσα δεν
    γνωρίζει, ενώ παρεδέχθημεν ότι γνωρίζει όλα τα γράμματα και όλους
    τους αριθμούς;

Θεαίτητος.
    Και αυτό βεβαίως είναι παράλογον.

Σωκράτης.
    Λοιπόν θέλεις να ειπούμεν ότι όσον διά τα ονόματα ημάς δεν μας μέλει
    διόλου, εάν επεκτείνη κανείς όπως θέλει την σημασίαν του γνωρίζω και
    μανθάνω. Αφού όμως ωρίσαμεν ότι άλλο πράγμα είναι η απόκτησις της
    επιστήμης και άλλο η πρόχειρος κατοχή αυτής, δεχόμεθα ότι είναι
    αδύνατον να μην έχη κτήμα του κανείς εκείνο το οποίον απέκτησε, ώστε
    ποτέ δεν συμβαίνει να μη γνωρίζη εκείνο το οποίον γνωρίζει, είναι
    όμως δυνατόν να κάμη ψευδή κρίσιν περί αυτού. Διότι είναι δυνατόν να
    μην έχη την επιστήμην τούτου, αλλά άλλην εις την θέσιν εκείνης, όταν
    κυνηγά την ώραν που ξεπετούν και συλλάβη κατά λάθος άλλην αντί άλλης,
    και τότε βεβαίως συμβαίνει να εκλάβη τα ένδεκα ως δώδεκα, διότι
    συνέλαβε μέσα του την επιστήμην των ένδεκα αντί των δώδεκα, ωσάν
    κανέν αγριοπερίστερο αντί περιστεράς.

Θεαίτητος.
    Αυτό φαίνεται λογικόν.

Σωκράτης.
    Όταν όμως συλλάβη εκείνην την οποίαν προσπαθεί να συλλάβη, τότε δεν
    κάμνει λάθος και κρίνει το πράγμα καθώς είναι. Κατ' αυτόν λοιπόν τον
    τρόπον υπάρχει και αληθής και ψευδής κρίσις, και όσα προηγουμένως μας
    εστενοχώρησαν, κανέν δεν είναι εμπόδιον. Ίσως λοιπόν θα μείνης
    σύμφωνος μαζί μου, ει δε μη τι σκοπόν έχεις;

Θεαίτητος.
    Το παραδέχομαι καθώς το λέγεις.

Σωκράτης.
    Και βεβαίως, διότι τόρα πλέον είμεθα απηλλαγμένοι από το να γνωρίζη
    κανείς όσα δεν γνωρίζει, διότι όσα έχομεν κτήμα μας δεν συμβαίνει
    πουθενά, να μην τα έχωμεν ιδικά μας ούτε κατά λάθος ούτε χωρίς λάθος.
    Τόρα όμως εγώ νομίζω ότι παρουσιάζεται ένα άλλο πάθημα πολύ
    φοβερώτερον.

Θεαίτητος.
    Ποίον είναι αυτό;

Σωκράτης.
    Εάν ημπορή να θεωρηθή ψευδής κρίσις η αλλαγή της μιας επιστήμης με
    την άλλην.

Θεαίτητος.
    Πώς δηλαδή;

Σωκράτης.
    Πρώτον μεν, ενώ κατέχει κανείς ενός πράγματος την επιστήμην, να μη
    γνωρίζη αυτό το ίδιον, όχι πλέον με αμάθειαν αλλά με την επιστήμην
    του. Έπειτα πάλιν ένα άλλο πράγμα να το θεωρήση ως τούτο εδώ, και
    τούτο εδώ ως άλλο. Πώς δεν είναι μέγας παραλογισμός, αφού υπάρχει η
    επιστήμη, να μη γνωρίζη τίποτε η ψυχή, αλλά να αγνοή όλα τα πράγματα;
    Διότι συμφώνως με τον λόγον αυτόν δεν είναι δύσκολον και η αμάθεια
    (!), όταν υπάρχη, να μας κάμη να γνωρίζωμεν ένα πράγμα, και η
    τύφλωσις (!) να μας κάμνη να βλέπωμεν, αφού και η επιστήμη ημπορεί να
    κάμη ποτέ κανένα να μη γνωρίζη (!)

Θεαίτητος.
    Πραγματικώς, Σωκράτη μου, ίσως ουχί ορθώς παρεδέχθημεν τα πουλιά
    μόνον ως επιστήμας, ενώ έπρεπε να δεχθώμεν και ως ανεπιστημοσύνας και
    να πετούν εναλλάξ μέσα εις την ψυχήν μας. Και όστις κυνηγά, ότι
    άλλοτε συλλαμβάνει επιστήμην και άλλοτε ανεπιστημοσύνην διά το ίδιον
    πράγμα, και διά τούτο κάμνει ψευδή κρίσιν με την ανεπιστημοσύνην, και
    αληθινήν με την επιστήμην.

Σωκράτης.
    Είναι βεβαίως δύσκολον, καλέ Θεαίτητε, να μη σε επαινέση κανείς. Αυτό
    όμως το οποίον είπες εξέτασέ το και πάλιν. Οπωσδήποτε ας το δεχθώμεν
    (!) καθώς το λέγεις. Αλλά τότε, όστις συλλάβη την ανεπιστημοσύνην,
    λέγεις ότι θα κάμη ψευδή κρίσιν. Δεν είναι έτσι;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Όχι όμως και ότι θα φρονή συγχρόνως ότι κάμνει ψευδή κρίσιν.

Θεαίτητος.
    Αλλά πώς;

Σωκράτης.
    Αλλά αληθινήν, και θα φαίνεται ως να γνωρίζη αυτά εις τα οποία
    απατάται.

Θεαίτητος.
    Πώς αλλέως βέβαια;

Σωκράτης.
    Επομένως θα φρονή ότι συνέλαβε εις το κυνήγι και κατέχει επιστήμην
    και όχι ανεπιστημοσύνην.

Θεαίτητος.
    Αυτό είναι φανερόν.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν εκάμαμεν ένα μεγάλον γύρον και πάλιν εφθάσαμεν εις την ιδίαν
    απορίαν (!). Διότι εκείνος ο εριστικός θα γελάση και θα μας ειπή. Πώς
    το εννοείτε, ευλογημένοι άνθρωποι; Και τας δύο γνωρίζει κανείς,
    δηλαδή και την επιστήμην και την ανεπιστημοσύνην και αυτήν που
    γνωρίζει νομίζει ότι είναι κάποια άλλη, από εκείνας που γνωρίζει; Ή
    δεν γνωρίζει καμμίαν από τας δύο, και τότε εκείνην που δεν την
    γνωρίζει, την νομίζει ως κάποιαν άλλην από εκείνας που δεν γνωρίζει;
    Ή την μίαν γνωρίζει και την άλλην δεν την γνωρίζει, και αυτήν που
    γνωρίζει την νομίζει ως εκείνην που δεν γνωρίζει; Ή αυτήν που
    γνωρίζει την νομίζει ως εκείνην που γνωρίζει; Ή θα μου ειπήτε τόρα
    πάλιν, ότι υπάρχουν και επιστήμαι των επιστημών και ανεπιστημοσυνών,
    τας οποίας όστις τας έχει κτήμα του, τας κλείει μέσα εις άλλους
    γελοίους περιστερεώνας ή κήρινα πλάσματα, και ενόσω τας έχει κτήμα
    του τας γνωρίζει, και όταν ακόμη δεν τας έχη προχείρους εις τον νουν
    του; Και κατ' αυτόν τον τρόπον πλέον θα αναγκασθήτε εις το ίδιον
    μέρος να στριφογυρίζετε χίλιες φορές, χωρίς να φέρετε κανέν
    αποτέλεσμα; Τι θα απαντήσωμεν εις αυτά, καλέ Θεαίτητε;

Θεαίτητος.
    Εγώ μα τον Δία, Σωκράτη μου, δεν γνωρίζω τι πρέπει να απαντήσωμεν.

Σωκράτης.
    Λοιπόν, παιδί μου, άραγε έχει δίκαιον αυτός ο λόγος που μας
    επιπλήττει και μας αποδεικνύει, ότι δεν είναι ορθόν να ζητούμεν
    προηγουμένως από την επιστήμην, τι είναι η ψευδής κρίσις, αφίνοντες
    εκείνην κατά μέρος; Και όμως είναι απολύτως αδύνατος πάσα γνώσις, εάν
    προηγουμένως δεν κατέχωμεν καλώς τι είναι επιστήμη.

Θεαίτητος.
    Προς το παρόν, Σωκράτη μου, είναι ανάγκη να παραδεχθώμεν αυτό το
    οποίον λέγεις.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν πώς θα ορίσωμεν τόρα πάλιν την επιστήμην από την αρχήν;
    διότι δεν πιστεύω από τόρα να είμεθα κουρασμένοι.

Θεαίτητος.
    Διόλου μάλιστα, αρκεί συ να μην αποκάμης.

Σωκράτης.
    Λέγε λοιπόν, πώς πρέπει να την ονομάσωμεν, ώστε να μην αντιφάσκωμεν
    προς τον εαυτόν μας.

Θεαίτητος.
    Εκείνο, καλέ Σωκράτη, το οποίον εδοκιμάσαμεν προηγουμένως, διότι εγώ
    δεν γνωρίζω κανέν άλλο όνομα.

Σωκράτης.
    Ποίον δηλαδή;

Θεαίτητος.
    Ότι η αληθής κρίσις είναι επιστήμη. Διότι βεβαίως η αληθής κρίσις
    είναι αλάνθαστος, και όσα πηγάζουν από αυτήν όλα γίνονται καλά και
    αγαθά.

Σωκράτης.
    Όστις οδηγεί εις την διάβασιν του ποταμού, φίλε Θεαίτητε, ορθώς λέγει
    ότι μόνος του θα δείξη τι πρέπει να γίνη. Ομοίως και εις τούτο το
    ζήτημα, όσον προχωρούμεν ίσως παρουσιασθή κανέν εμπόδιον, και μόνον
    του μας φανερώση αυτό το οποίον ερευνώμεν, ενώ όταν μένωμεν ακίνητοι
    δεν θα ιδούμεν τίποτε.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά ομιλείς, ώστε ας προχωρήσωμεν εις την εξέτασιν.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν τούτο δεν θέλει πολλήν σκέψιν. Διότι μία ολόκληρος τέχνη
    σου λέγει ότι δεν είναι επιστήμη.

Θεαίτητος.
    Πώς δηλαδή; Και ποία είναι αυτή;

Σωκράτης.
    Η τέχνη εκείνων οι οποίοι είναι οι ανώτεροι εις την πολυμάθειαν, τους
    οποίους ακριβώς ονομάζουν ρήτορας και δικηγόρους. Διότι αυτοί
    καταπείθουν με την τέχνην των όχι διότι διαφωτίζουν (!) τους άλλους,
    αλλά διότι τους κάμνουν να φρονούν όσα θέλουν αυτοί. Ή μήπως συ
    νομίζεις ότι υπάρχουν διδάσκαλοι τόσον ικανοί, ώστε εις ανθρώπους οι
    οποίοι δεν παρευρέθησαν εις καμμίαν λωποδυσίαν ή κανένα άλλον
    εκβιασμόν, να ημπορούν να εξηγήσουν πειστικώς την αλήθειαν των
    γεγονότων, την ώραν που τρέχει το ολίγον νερόν της κλεψύδρας;

Θεαίτητος.
    Εγώ διόλου δεν νομίζω αυτό, αλλά πιστεύω ότι πείθουν.

Σωκράτης.
    Το να πείθουν όμως άλλο τι σημαίνει, παρά να τους καταφέρουν να
    νομίζουν;

Θεαίτητος.
    Τι άλλο βεβαίως;

Σωκράτης.
    Λοιπόν όταν οι δικασταί πεισθούν δικαίως (!), δι' όσα μόνον όταν τα
    ιδή κανείς είναι εις θέσιν να γνωρίζη, όχι όμως κατ' άλλον τρόπον,
    δεν έπεται ότι η δικαία (!) των κρίσις, εάν βεβαίως εδίκασαν ορθώς
    (!), στηρίζεται εις τας εξ ακοής πληροφορίας, από τας οποίας
    εσχημάτισαν αληθή κρίσιν (!), χωρίς να τας γνωρίζουν;

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Αί λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε, εάν ήτο το ίδιον πράγμα η αληθής και
    δικαστική (!) κρίσις με την επιστήμην, δεν ήτο δυνατόν ποτέ ο
    καλλίτερος δικαστής να κάμη ορθήν κρίσιν άνευ της επιστήμης. Τόρα
    όμως φαίνεται ότι είναι διαφορετικά αυτά το έν από το άλλο.

Θεαίτητος.
    Τόρα εννοώ, καλέ Σωκράτη, εκείνο που είπε κάποιος και το είχα
    λησμονήσει. Αυτός δε είπε ότι επιστήμη είναι η αληθής κρίσις, όταν
    συνοδεύεται και με τον λόγον, ενώ άνευ λόγου είναι έξω από την
    επιστήμην. Και εις όσα πράγματα δεν υπάρχει ο λόγος, δεν μανθάνονται
    επιστημονικώς, — με αυτάς τας λέξεις τα έλεγε μάλιστα — , εις όσα
    όμως υπάρχει λόγος, μανθάνονται.

Σωκράτης.
    Πολύ ορθά. Τόρα όμως όσα μανθάνονται και όσα δεν μανθάνονται, ειπέ
    μου πώς τα διέκρινε, διότι θέλω να ιδώ αν τα ήκουσες και συ καθώς
    εγώ.

Θεαίτητος.
    Δεν ηξεύρω αν θα το ενθυμηθώ. Νομίζω όμως ότι θα ημπορούσα να
    παρακολουθήσω, αν το έλεγε άλλος κανείς.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν άκουσε ένα όνειρον εις την θέσιν άλλου ονείρου. Διότι και
    εγώ πάλιν νομίζω ότι ήκουσα από κάποιον, ότι τα πρώτα στοιχεία από τα
    οποία αποτελούμεθα και ημείς και τα άλλα πράγματα, δεν έχουν λόγον.
    Διότι δι' έκαστον από αυτά μόνον το όνομά του είναι δυνατόν να
    ειπούμεν και τίποτε άλλο ούτε δηλαδή ότι υπάρχει, ούτε ότι δεν
    υπάρχει. Διότι τότε πλέον προσθέτομεν εις αυτό και την ύπαρξιν, ενώ
    δεν πρέπει να προσθέσωμεν τίποτε, αφού πρέπει να το ονομάσωμεν μόνον
    του. Αφού μάλιστα δεν πρέπει να προσθέσωμεν ούτε την λέξιν αυτό, ούτε
    εκείνο, ούτε έκαστον, ούτε μόνον, ούτε τούτο εδώ, ούτε κανέν άλλο,
    από τα παρόμοια προσδιοριστικά επίθετα. Διότι αυτά τριγυρίζουν όλα τα
    άλλα και προσκολλώνται εις αυτά, ενώ είναι διαφορετικά από εκείνα εις
    τα οποία προστίθενται. Έπρεπε όμως αυτό το στοιχείον, εάν ήτο δυνατόν
    να λέγεται, και αν είχε ιδιαίτερον ορισμόν, να λέγεται χωριστά από
    όλα τα άλλα. Τόρα όμως είναι αδύνατον, έν οποιονδήποτε από τα πρώτα
    στοιχεία να εκφρασθή διά λόγου. Διότι τίποτε άλλο δεν είναι δυνατόν
    να γίνη δι' αυτό, παρά μόνον να το ονομάσωμεν. Διότι μόνον όνομα
    έχει. Όσα όμως αποτελούνται από αυτά τα στοιχεία, καθώς συμπλέκονται
    τα ίδια, ομοίως συμπλέκονται και τα ονόματά των και σχηματίζεται
    λόγος. Διότι η συμπλοκή των λέξεων είναι η ουσία του λόγου. Λοιπόν
    κατ' αυτόν τον τρόπον τα μεν στοιχεία είναι απροσδιόριστα με τον
    λόγον και άγνωστα, και απλώς αισθητά. Αι συλλαβαί όμως είναι γνωσταί
    και εκφράζονται διά λόγου και κρίνονται με αληθή κρίσιν. Όταν λοιπόν
    χωρίς λόγον συλλάβη κανείς την αληθινήν κρίσιν ενός πράγματος,
    κατέχει μεν η ψυχή του την αλήθειαν ως προς αυτό, αλλ' όμως δεν το
    γνωρίζει. Διότι όστις δεν ημπορεί να δώση και να δεχθή λόγον δεν έχει
    επιστημονικήν γνώσιν αυτού του πράγματος. Όταν όμως αποκτήση και τον
    λόγον, τότε γίνεται ικανός εις όλα αυτά, και είναι τέλειος διά την
    επιστήμην. Έτσι το ήκουσες και συ το όνειρον αυτό ή αλλέως;

Θεαίτητος.
    Ακριβώς το ίδιον, σε βεβαιώ.

Σωκράτης.
    Σου αρέσει λοιπόν και είσαι σύμφορος με αυτό, ότι η αληθής κρίσις
    όταν συνοδεύεται με τον λόγον είναι επιστήμη:

Θεαίτητος.
    Είμαι εντελώς σύμφωνος.

Σωκράτης.
    Καλέ Θεαίτητε, είναι δυνατόν άραγε τόσον εύκολα σήμερον να επετύχαμεν
    εκείνο, το οποίον δεν ημπόρεσαν να εύρουν σοφοί άνθρωποι ερευνώντες
    αυτό μέχρι του γήρατός των;

Θεαίτητος.
    Εγώ τουλάχιστον, Σωκράτη μου, φρονώ ότι είναι ορθόν αυτό, το οποίον
    είπαμεν προ ολίγου.

Σωκράτης.
    Και είναι λογικόν να είναι ορθόν βεβαίως, διότι αλλέως, ποία επιστήμη
    ήτο δυνατόν να υπάρξη, χωρίς να συνοδεύεται από τον λόγον και την
    ορθήν κρίσιν; Ένα όμως ελαφρόν (!) πράγμα δεν μου αρέσει από τα
    προηγούμενα.

Θεαίτητος.
    Ποίον δηλαδή;

Σωκράτης.
    Ακριβώς αυτό το οποίον εφάνη ότι ήτο το ευφυέστερον, ότι δηλαδή τα
    μεν στοιχεία είναι άγνωστα, ενώ όλαι αι συλλαβαί είναι γνωσταί.

Θεαίτητος.
    Και μήπως δεν εφάνη ορθώς;

Σωκράτης.
    Αυτό λοιπόν ας το εύρωμεν. Διότι έχομεν ως άλλους ομήρους τα
    παραδείγματα του λόγου, τα οποία μετεχειρίσθη, όταν διισχυρίζετο όλα
    αυτά.

Θεαίτητος.
    Ποία είναι λοιπόν;

Σωκράτης.
    Τα στοιχεία των γραμμάτων και αι συλλαβαί. Ή νομίζεις ότι εις άλλα
    απέβλεπε, όταν είπε αυτά που είπαμεν, όστις τα είπε;

Θεαίτητος.
    Όχι, αλλά εις αυτά.

Σωκράτης.
    Λοιπόν ας τα βασανίσωμεν αυτά από την αρχήν, ή μάλλον τον ίδιον
    εαυτόν μας, άραγε κατ' αυτόν τον τρόπον εμάθαμεν τα γράμματα ή όχι.
    Και πρώτον: Άραγε μόνον αι συλλαβαί έχουν λόγον, και τα στοιχεία δεν
    έχουν;

Θεαίτητος.
    Πιθανόν.

Σωκράτης.
    Βεβαίως και εις εμέ φαίνεται πιθανόν (!). Και λοιπόν, αν κανείς
    ερωτήση ποία είναι η πρώτη συλλαβή του Σωκράτους, ως λόγου χάριν:
    Ειπέ μου, φίλε Θεαίτητε, τι είναι Σω; Τι θα απαντήσης;

Θεαίτητος.
    Ότι είναι σίγμα και ω μέγα.

Σωκράτης.
    Λοιπόν δεν είναι αυτό ο λόγος της συλλαβής αυτής;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως.

Σωκράτης.
    Έλα λοιπόν τόρα ειπέ μας και τον λόγον του σίγμα.

Θεαίτητος.
    Και πώς είνε δυνατόν να έχωμεν στοιχεία των στοιχείων; Διότι, καλέ
    Σωκράτη, το σίγμα είναι ένα από τα άφωνα, δηλαδή ένας απλούς ήχος,
    ωσάν να σφυρίζη η γλώσσα. Και το βήτα πάλιν δεν έχει ούτε ήχον ούτε
    κρότον, ούτε τα περισσότερα στοιχεία. Ώστε πολύ ορθόν είναι να
    λέγωνται αυτά ότι δεν έχουν λόγον, αφού από όλα αυτά, τα ζωηρότερα
    επτά, μόνον φωνήν έχουν, λόγον όμως δεν έχουν ουδέ τον παραμικρόν.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν, καλέ φίλε, καλά τα καταφέραμεν διά την επιστήμην (!);

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Τι λοιπόν; Ορθώς απεδείξαμεν άραγε ότι το στοιχείον δεν είναι δυνατόν
    να γνωρισθή αλλά μόνον η συλλαβή;

Θεαίτητος.
    Ορθώς βεβαίως.

Σωκράτης.
    Ειπέ μου λοιπόν, τι ονομάζομεν συλλαβήν, δηλαδή και τα δύο στοιχεία
    και μάλιστα, αν είναι περισσότερα από δύο, όλα μαζί, ή ένα σύνολον
    μορφής, το οποίον απετελέσθη από την σύνθεσιν αυτών;

Θεαίτητος.
    Νομίζω το όλον μαζί.

Σωκράτης.
    Πρόσεξε λοιπόν εις τα δύο, δηλαδή εις το σίγμα και το ω μέγα, τα
    οποία είναι και τα δύο μαζί η πρώτη συλλαβή του ονόματός μου. Δεν
    είναι αληθές ότι, όστις γνωρίζει αυτήν, γνωρίζει και τα δύο αυτά;

Θεαίτητος.
    Τι άλλο βεβαίως;

Σωκράτης.
    Επομένως γνωρίζει το σίγμα και το ω μέγα.

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Και πώς αυτό (!); Είπες ότι το καθέν χωριστά δεν το γνωρίζει, και
    αφού δεν γνωρίζει κανέν από αυτά, τόρα γνωρίζει και τα δύο;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως, καλέ Σωκράτη, αυτό είναι τρομερός παραλογισμός.

Σωκράτης.
    Τόρα όμως, αφού κατ' ανάγκην γνωρίζει το καθέν όστις γνωρίζει και τα
    δύο, έπεται λογικώτατα, ότι γνωρίζει προηγουμένως τα στοιχεία
    εκείνος, ο οποίος πρόκειται να μάθη την συλλαβήν, και τότε πλέον μας
    φεύγει εκείνος ο καλός (!) λόγος και τον χάνομεν.

Θεαίτητος.
    Και πολύ μάλιστα εξαφνικά.

Σωκράτης.
    Διότι δεν τον φυλάττομεν καλά. Διότι ίσως έπρεπε να μη θεωρήσωμεν ως
    συλλαβήν τα στοιχεία, αλλά ως ένα τύπον, ο οποίος παρήχθη από εκείνα,
    ως μίαν ιδιαιτέραν μορφήν διάφορον από τα στοιχεία.

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα. Και διόλου παράδοξον να είναι καθώς το λέγεις τόρα, παρά
    τότε.

Σωκράτης.
    Πρέπει να εξετάσωμεν και όχι να εγκαταλείψωμεν ανάνδρως τόσον
    σεβάσμιον λόγον.

Θεαίτητος.
    Όχι βέβαια.

Σωκράτης.
    Ας είναι λοιπόν, καθώς είπαμεν προηγουμένως, η συλλαβή είναι μία
    ιδιαιτέρα μορφή σχηματιζομένη από όλα τα προσαρμοζόμενα στοιχεία, όχι
    μόνον ως προς τα γράμματα, αλλά και ως προς όλα τα άλλα.

Θεαίτητος.
    Πολύ καλά.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν δεν πρέπει να υπάρχουν μέρη αυτής.

Θεαίτητος.
    Διατί άραγε;

Σωκράτης.
    Διότι παν ότι έχει μέρη, κατ' ανάγκην το όλον του είναι όλα τα μέρη.
    Ή μήπως εννοείς ότι και το όλον πάλιν αποτελεί ιδιαιτέραν μορφήν,
    διάφορον από όλα τα μέρη;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν το όλον και το ολόκληρον άραγε τα θεωρείς το ίδιον ή
    διαφορετικόν το καθέν;

Θεαίτητος.
    Δεν έχω σαφή ιδέαν αυτών, επειδή όμως με προτρέπεις να είμαι πρόθυμος
    εις τας απαντήσεις, ριψοκινδυνεύων σου λέγω ότι είναι διαφορετικόν.

Σωκράτης.
    Η προθυμία σου, φίλε Θεαίτητε, είναι ορθή, αν όμως είναι ορθή και
    απάντησις, αυτό πρέπει να το εξετάσωμεν.

Θεαίτητος.
    Βεβαίως πρέπει.

Σωκράτης.
    Λοιπόν δεν είπες ότι διαφέρει το ολόκληρον από το όλον;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Τι φρονείς όμως; το ενικόν όλον έχει καμμίαν διαφοράν από το
    πληθυντικόν όλα; Λόγου χάριν, όταν αριθμούμεν ένα, δύο, τρία,
    τέσσαρα, πέντε, έξ, εάν ειπούμεν δύο φοράς τρία ή τρεις φοράς δύο, ή
    τέσσαρα συν δύο, ή τρία συν δύο συν έν, άραγε εις όλας αυτάς τας
    περιπτώσεις το ίδιον λέγομεν ή διάφορον:

Θεαίτητος.
    Το ίδιον.

Σωκράτης.
    Άραγε άλλο τίποτε παρά έξ;

Θεαίτητος.
    Όχι άλλο.

Σωκράτης.
    Επομένως εις όλας τας περιπτώσεις δεν είπαμεν όλα τα έξ.

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Εξ άλλου όμως αφού τα λέγομεν όλα δεν λέγομεν και ένα.

Θεαίτητος.
    Είναι ανάγκη.

Σωκράτης.
    Διάφορον άραγε από τα έξ;

Θεαίτητος.
    Διόλου μάλιστα.

Σωκράτης.
    Επομένως εις όσα συνίστανται από αριθμόν δεν θεωρούμεν ως το ίδιον το
    ολόκληρον και όλον;

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Λοιπόν ας το εκφράζωμεν αυτό κατά τον εξής τρόπον: Ο αριθμός ενός
    στρέμματος και το στρέμμα είναι το ίδιον. Δεν είναι έτσι;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Και του ενός σταδίου λοιπόν επίσης.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Αλλά μήπως και ο αριθμός ενός στρατοπέδου δεν είναι το ίδιον με το
    στρατόπεδον, και όλα τα παρόμοια ομοίως; Διότι ολόκληρος ο αριθμός
    αποτελεί όλην την ουσίαν εκάστου από αυτά.

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Ο δε αριθμός εκάστου από αυτά, άραγε άλλο τίποτε είναι, παρά τα μέρη
    του;

Θεαίτητος.
    Δεν είναι άλλο.

Σωκράτης.
    Όσα λοιπόν έχουν μέρη δεν αποτελούνται από τα μέρη των;

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Ναι, αλλά όλα τα μέρη είπαμεν ότι είναι το ολόκληρον, αφού και ο
    ολικός αριθμός είναι το ολόκληρον.

Θεαίτητος.
    Βεβαίως.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν το ολόκληρον δεν αποτελείται από μέρη, διότι αν ήτο
    άθροισμα των μερών θα ήτο όλον.

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Αφού δε είναι μέρος, άραγε κανενός άλλου πράγματος είναι μέρος παρά
    του ολοκλήρου;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως του ολοκλήρου.

Σωκράτης.
    Παλικαρίστικα πολεμείς, φίλε Θεαίτητε. Το όλον όμως δεν είναι
    κυριολεκτικώς όλον, όταν δεν του λείπη τίποτε;

Θεαίτητος.
    Κατ' ανάγκην.

Σωκράτης.
    Αλλά και το ολόκληρον δεν είναι άραγε ακριβώς τοιούτον όταν πουθενά
    δεν του λείπη τίποτε; Ενώ όταν λείπη κάτι τι, δεν είναι ούτε
    ολόκληρον ούτε όλον, και αυτά τα δύο γίνονται με το ίδιον πάθος το
    ίδιον πράγμα;

Θεαίτητος.
    Τόρα μου φαίνεται ότι δεν έχει καμμίαν διαφοράν το όλον και το
    ολόκληρον.

Σωκράτης.
    Δεν ελέγαμεν λοιπόν ότι εις παν ότι έχει μέρη, το όλον του ή το
    ολόκληρόν του είναι όλα τα μέρη του;

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Τόρα λοιπόν πάλιν, καθώς προ ολίγου εδοκίμασα να ειπώ, εάν η συλλαβή
    δεν είναι τα στοιχεία, δεν έπεται ότι δεν τα έχει τα στοιχεία ως μέρη
    ιδικά της; Άλλως, αν αυτή είναι το ίδιον με αυτά, οφείλει να είναι εξ
    ίσου με εκείνα γνωστή;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Λοιπόν, διά να μη γίνη αυτό, δεν παρεδέχθημεν ότι αυτή είναι διάφορος
    από αυτά;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως;

Σωκράτης.
    Τόρα όμως; Αφού τα στοιχεία δεν είναι μέρη της συλλαβής, ημπορείς να
    αναφέρης άλλα, τα οποία είναι μέρη της συλλαβής χωρίς να είναι
    στοιχεία αυτής (!);

Θεαίτητος.
    Διόλου μάλιστα. Διότι, καλέ Σωκράτη, εάν παρεδεχόμην μέρη αυτής, θα
    ήτο κωμικόν να αφήσω τα στοιχεία και να ζητώ άλλα.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν, φίλε Θεαίτητε, σύμφωνα με αυτόν τον διισχυρισμόν,
    ωρισμένως η συλλαβή είναι μία αδιαίρετος έννοια.

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Ενθυμείσαι λοιπόν, φίλε μου, ότι προ ολίγου προηγουμένως παρεδέχθημεν
    ως ορθόν, ότι δεν υπάρχει λόγος των στοιχείων από τα οποία σύγκεινται
    τα άλλα πράγματα, διότι έκαστον από αυτά τα στοιχεία καθ' εαυτό είναι
    ασύνθετον, και ούτε την ύπαρξιν είναι ορθόν να προσθέσωμεν εις αυτό,
    ούτε το δεικτικόν τούτο, διότι αυτά είναι διαφορετικά και άσχετα, και
    αυτή είναι η αιτία η οποία τα καθιστά ανεπίδεκτα ορισμού και άγνωστα.

Θεαίτητος.
    Το ενθυμούμαι.

Σωκράτης.
    Άραγε λοιπόν άλλη καμμία είναι η αιτία παρά ότι το αυτό είναι
    απλόμορφον και αδιαίρετον;

Θεαίτητος.
    Δεν φαίνεται πραγματικώς να είναι άλλη.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν και η συλλαβή δεν καταντά εις την ιδίαν μορφήν με εκείνο,
    αφού δεν έχει μέρη και είναι μία έννοια;

Θεαίτητος.
    Πολύ μάλιστα.

Σωκράτης.
    Εάν λοιπόν η συλλαβή αποτελήται από πολλά στοιχεία, ως ένα ολόκληρον
    πράγμα από τα μέρη του, τότε και αι συλλαβαί και τα στοιχεία είναι εξ
    ίσου γνωστά και επιδέχονται ορισμόν, αφού απεδείχθη ότι όλα τα μέρη
    είναι ίσα με ολόκληρον το πράγμα.

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Ενώ όταν η συλλαβή είναι έν και αδιαίρετον, τότε είναι και αυτά καθώς
    και το στοιχείον ανεπίδεκτον ορισμού και άγνωστον. Διότι, η ιδία
    αιτία θα τα κάμη τοιαύτα.

Θεαίτητος.
    Δεν ημπορώ να ειπώ διαφορετικήν γνώμην.

Σωκράτης.
    Λοιπόν ας μη παραδεχθώμεν, όταν μας ειπή κανείς ότι η συλλαβή είναι
    γνωστή και επιδέχεται ορισμόν, ενώ το στοιχείον αντιθέτως είναι
    άγνωστον και ανεπίδεκτον ορισμού.

Θεαίτητος.
    Βεβαίως ας μη το παραδεχθώμεν, εάν πρόκειται να υποταχθώμεν εις τον
    λόγον που είπαμεν.

Σωκράτης.
    Τόρα όμως; Αν αυτός μας ειπή το αντίθετον, συ άραγε δεν θα το
    παραδεχθής, από όσα γνωρίζεις ότι σου συνέβησαν, όταν εμάνθανες τα
    γράμματα;

Θεαίτητος.
    Ποίον είναι αυτό;

Σωκράτης.
    Ότι όλον τον καιρόν σου, που εσπούδαζες, δεν εμάνθανες άλλο τίποτε
    παρά τα στοιχεία, δοκιμάζων να διακρίνης το καθέν χωριστά, όχι μόνον
    με το βλέμμα αλλά και με την ακοήν, διά να μη συγχύζη η αλλαγή της
    θέσεως των, όταν προφέρωνται και όταν γράφωνται.

Θεαίτητος.
    Πολύ αληθινά το λέγεις.

Σωκράτης.
    Αλλά άραγε εις το μάθημα του κιθαριστού, διά να γίνης τέλειος, άλλο
    τίποτε εχρειάζετο, παρά να ημπορής να αποδίδης έκαστον τόνον, και να
    γνωρίζης το όνομά του, από την χορδήν η οποία τον παράγει; Πράγματα
    τα οποία έκαστος θα ομολογήση ότι είναι τα στοιχεία της μουσικής.

Θεαίτητος.
    Όχι άλλο τίποτε.

Σωκράτης.
    Εξ όσων λοιπόν όλοι εκ πείρας γνωρίζομεν περί των στοιχείων και των
    συλλαβών, εάν πρόκειται από αυτά να συμπεράνωμεν και διά τα άλλα, θα
    δεχθώμεν ότι η τάξις των στοιχείων μανθάνεται πολύ σαφέστερον και
    αποτελεσματικώτερον παρά η συλλαβή, και αν κανείς διισχυρισθή ότι η
    συλλαβή είναι γνωστή, το στοιχείον όμως ότι είναι εκ φύσεως άγνωστον,
    θα είπωμεν ότι αυτός αστειεύεται είτε εν γνώσει του είτε
    ανεπιγνώστως.

Θεαίτητος.
    Είμαι συμφωνότατος.

Σωκράτης.
    Αλλά όσον δι' αυτό, είναι δυνατόν να ευρεθούν και άλλαι αποδείξεις,
    καθώς μου φαίνεται. Ας μη λησμονήσωμεν όμως δι' αυτά να προσέξωμεν
    εις το προκείμενον. Δηλαδή τι εννοούν λέγοντες ότι η τελειοτάτη
    επιστήμη είναι η αληθής κρίσις, όταν συνοδεύεται και από τον λόγον.

Θεαίτητος.
    Βεβαίως πρέπει να το προσέξωμεν αυτό.

Σωκράτης.
    Εμπρός λοιπόν, τι άραγε εννοεί ότι είναι αυτός ο λόγος; Διότι εγώ
    νομίζω ότι είναι έν από τα εξής τρία.

Θεαίτητος.
    Ποία δηλαδή;

Σωκράτης.
    Το πρώτον μου φαίνεται ότι είναι το να εκφράζη την σκέψιν του διά της
    φωνής του με ρήματα και ονόματα, αποτυπόνων την κρίσιν του εις το
    ρεύμα που διέρχεται από το στόμα του ως να είναι κάτοπτρον ή νερά. Ή
    μήπως συ δεν φρονείς ότι ένα τοιούτον πράγμα είναι ο λόγος;

Θεαίτητος.
    Αυτό φρονώ. Τουλάχιστον όστις κάμνει ένα τοιούτον πράγμα λέγομεν ότι
    λέγει λόγον.

Σωκράτης.
    Αυτό όμως ο καθείς είναι ικανός να το κάμη, άλλος ταχύτερα και άλλος
    με αργοπορίαν, δηλαδή να δηλώση ποίαν γνώμην έχει να ειπή δι' έκαστον
    πράγμα, αρκεί να μην είναι κωφάλαλος. Κατ' αυτόν τον τρόπον όσοι
    έχουν μίαν ορθήν κρίσιν όλοι την συνοδεύουν με λόγον, και τότε πλέον
    εις κανέν μέρος δεν θα υπάρχη ορθή κρίσις άνευ λόγου.

Θεαίτητος.
    Αυτό είναι αληθές.

Σωκράτης.
    Και όμως ας μη κατακρίνωμεν τόσον ευκόλως εκείνον, ο οποίος είπε αυτό
    που εξετάζομεν τόρα. Διότι ίσως αυτός δεν εννοούσε τούτο, αλλά το να
    είναι κανείς ικανός, όταν τον ερωτήσουν τι είναι έκαστον πράγμα, να
    δώση την απάντησιν με τα στοιχεία.

Θεαίτητος.
    Ειπέ μου ένα παράδειγμα, καλέ Σωκράτη.

Σωκράτης.
    Καθώς λόγου χάριν ο Ησίοδος (Έργ, 454) λέγει περί της αμάξης, ότι
    έχει εκατόν ξύλα. Αυτά εγώ δεν θα ημπορούσα να τα μετρήσω, καθώς
    νομίζω, ούτε συ. Και απλώς, όταν μας ερωτήσουν τι είναι άμαξα, θα
    είμεθα ευχαριστημένοι αν ημπορέσωμεν να απαντήσωμεν ότι είναι τροχοί,
    άξων, πάτωμα, κανάτια, ζυγός.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Εκείνος όμως ίσως μας νομίζει γελοίους, όταν μας ερωτήσουν διά το
    όνομά σου και απαντήσωμεν με συλλαβισμόν αυτού, διότι ναι μεν
    κρίνομεν και λέγομεν ορθώς όσα λέγομεν, νομίζομεν όμως ότι τάχα
    είμεθα γραμματικοί και κατέχομεν και λέγομεν γραμματικώς τον ορισμόν
    του ονόματος του Θεαιτήτου. Αλλά τούτο δεν είναι επιστημονικός
    ορισμός, πριν να εξακριβώσωμεν έκαστον πράγμα εις τα στοιχεία του με
    αληθή κρίσιν, το οποίον το είπαμεν και προηγουμένως.

Θεαίτητος.
    Το είπαμεν βεβαίως.

Σωκράτης.
    Το ίδιον λοιπόν και διά την άμαξαν, ναι μεν έχομεν ημείς ορθήν
    κρίσιν, εκείνος όμως όστις ημπορεί να εξακριβώση την ουσίαν αυτής διά
    μέσου των εκατόν εκείνων μερών, όταν το προσθέση και τούτο, προσθέτει
    και τον λόγον εις την αληθινήν κρίσιν, και από απλήν κρίσιν τον
    κάμνει ορισμόν τεχνικόν και επιστημονικόν περί της ουσίας της αμάξης,
    λεπτολογών το σύνολον με τα στοιχεία.

Θεαίτητος.
    Λοιπόν σου φαίνεται ορθόν αυτό, καλέ Σωκράτη;

Σωκράτης.
    Εάν, φίλε μου, συ εγκρίνης και παραδέχεσαι, ότι η εξακρίβωσις με τα
    στοιχεία είναι δι' έκαστον πράγμα ο ορισμός, ενώ με τας συλλαβάς και
    με άλλα μεγαλήτερα τμήματα είναι αοριστία, να μου το ειπής διά να το
    εξετάσωμεν.

Θεαίτητος.
    Εγώ το παραδέχομαι ευχαρίστως.

Σωκράτης.
    Άραγε νομίζεις ότι επιστήμων είναι οποιοςδήποτε εις οποιονδήποτε
    πράγμα, όταν νομίζη ότι έν και το αυτό μέρος άλλοτε μεν είναι μέρος
    του ιδίου πράγματος, άλλοτε δε άλλου, ή και όταν διά τα ίδιον πράγμα
    άλλοτε κάμνει άλλην κρίσιν και άλλοτε άλλην;

Θεαίτητος.
    Όχι μα τον Δία.

Σωκράτης.
    Και λησμονείς λοιπόν όταν εμάνθανες τα γράμματα, πόσον τα επάθαινες
    αυτά εις τας αρχάς και συ και οι άλλοι;

Θεαίτητος.
    Μήπως εννοείς ότι εις την ιδίαν συλλαβήν άλλοτε ενόμιζα άλλο γράμμα
    της και άλλοτε άλλο, και το ίδιον γράμμα, άλλοτε το εθέταμεν εις την
    ιδικήν του συλλαβήν, άλλοτε όμως εις ξένην;

Σωκράτης.
    Αυτό εννοώ.

Θεαίτητος.
    Τότε λοιπόν μα τον Δία δεν λησμονώ, ούτε θεωρώ ακόμη επιστήμονας
    αυτούς που παθαίνουν αυτά.

Σωκράτης.
    Και λοιπόν; Εάν κανείς εις εκείνην την εποχήν γράφη το όνομα
    Θεαίτητος και νομίζη ότι πρέπει να γράψη θήτα και έψιλον, και πάλιν
    εάν αρχίση να γράψη το όνομα του Θεοδώρου και γράψη ταυ και έψιλον,
    διότι αυτό ενόμισε ότι πρέπει να γράψη, άραγε θα ειπούμεν ότι αυτός
    γνωρίζει την πρώτην συλλαβήν των ονομάτων των δύο σας.

Θεαίτητος.
    Προ ολίγου παρεδέχθημεν ότι όστις παθαίνει αυτά δεν τα γνωρίζει
    ακόμη.

Σωκράτης.
    Υπάρχει λοιπόν κανέν εμπόδιον να μην κάμη αυτός τα ίδια και διά την
    δευτέραν συλλαβήν και την τρίτην και την τετάρτην;

Θεαίτητος.
    Δεν υπάρχει.

Σωκράτης.
    Επομένως, όταν γράψη κατά σειράν ορθώς το όνομα Θεαίτητος, δεν
    κατέχει την ακριβή χρήσιν των στοιχείων με ορθήν κρίσιν;

Θεαίτητος.
    Είναι φανερόν.

Σωκράτης.
    Δεν είναι όμως ακόμη ανεπιστήμων, αν και έχει ορθήν κρίσιν, καθώς
    είπαμεν;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Διότι δίδει λόγον με ορθήν κρίσιν. Διότι ηκολούθησε τον δρόμον
    εκάστου στοιχείου, όταν έγραφε, και τούτο το παρεδέχθημεν ότι είναι
    λόγος.

Θεαίτητος.
    Έχεις δίκαιον.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν, φίλε μου, υπάρχει και ορθή κρίσις συνοδευομένη από λόγον
    χωρίς ακόμη να ημπορή να ονομασθή επιστήμη.

Θεαίτητος.
    Σχεδόν.

Σωκράτης.
    Καθώς φαίνεται λοιπόν, με όνειρα εγίναμεν πλούσιοι, όταν ενομίσαμεν
    ότι κατέχομεν τον αληθέστερον ορισμόν της επιστήμης. Ή θέλεις να μη
    τον κατακρίνωμεν ακόμη; Διότι ίσως κανείς ειπή ότι δεν είναι αυτός ο
    ορισμός αυτού, αλλά έν άλλο από τα τρία είδη, από τα οποία, καθώς
    είπαμεν, έν ήτο να ορίσωμεν την επιστήμην ως ορθήν κρίσιν μετά λόγου.

Θεαίτητος.
    Καλά μου το ενθύμισες. Διότι μας μένει ακόμη έν. Διότι το πρώτον ήτο
    ωσάν εικών της σκέψεως διά της φωνής, το δε άλλο που είπαμεν προ
    ολίγου ήτο η μέθοδος της αναλύσεως από τα στοιχεία εις το όλον. Το
    τρίτον όμως πώς το λέγεις;

Σωκράτης.
    Αυτό το οποίον ο καθείς θα το έλεγε, δηλαδή το να ημπορέσης να εύρης
    ένα ιδιαίτερον γνώρισμα, με το οποίον διακρίνεται από όλα τα άλλα,
    εκείνο το οποίον σε ερώτησαν.

Θεαίτητος.
    Ημπορείς να μου ειπής ως παράδειγμα ένα ορισμόν ενός πράγματος;

Σωκράτης.
    Καθώς λόγου χάριν περί του ηλίου θα σου ήτο αρκετόν να παραδεχθής ότι
    είναι το λαμπρότερον των ουρανίων σωμάτων όσα κινούνται πέριξ της
    γης.

Θεαίτητος.
    Πολύ μάλιστα.

Σωκράτης.
    Πρόσεξε όμως διά ποίον σκοπόν το είπα. Και είναι αυτό που ελέγαμεν
    προ ολίγου, ότι δηλαδή εάν ευρίσκης την διαφοράν εκάστου πράγματος
    από όλα τα άλλα, τότε θα έχης εκείνο το οποίον πολλοί ονομάζουν
    ορισμόν, εν όσω όμως συλλαμβάνεις κανέν κοινόν γνώρισμα, ο ορισμός θα
    ανήκη εις όλα εκείνα, όσα έχουν κοινόν το γνώρισμα.

Θεαίτητος.
    Σε ενόησα. Και φρονώ ότι είναι ορθόν να λέγεται ορισμός ο τοιούτος
    λόγος.

Σωκράτης.
    Και όστις κατορθώση να εύρη δι' οποιονδήποτε πράγμα με ορθήν κρίσιν
    την διαφοράν του από όλα τα άλλα, θα είναι επιστήμων αυτού του
    πράγματος, ενώ προηγουμένως ήτο κριτής.

Θεαίτητος.
    Βεβαίως το παρεδέχθημεν αυτό.

Σωκράτης.
    Τόρα όμως, καλέ Θεαίτητε, που επλησιάσαμεν πολύ εις το ζήτημά μας,
    καθώς όταν πλησιάζωμεν πολύ εις μίαν εικόνα, εγώ πλέον δεν εννοώ
    τίποτε απολύτως. Ενώ, ενόσω ήτο μακράν, ενόμιζα ότι ήτο ορθόν.

Θεαίτητος.
    Πώς; τι εννοείς με αυτό:

Σωκράτης.
    Θα σου το εξηγήσω, εάν ημπορέσω. Εγώ ο οποίος έχω ορθήν κρίσιν διά
    σε, εάν μεν προσθέσω και τον ορισμόν σου τότε είπαμεν ότι σε γνωρίζω,
    ει δε μη, μόνον σε κρίνω.

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Ορισμός δε είπαμεν ότι είναι η διατύπωσις της διακρινούσης σε
    διαφοράς.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Επομένως, όταν είχα μόνον κρίσιν διά σε, δεν είναι αληθές ότι κανέν
    πράγμα, από όσα σε διακρίνουν από όλους τους άλλους, δεν είχα συλλάβη
    εγώ με την σκέψιν μου;

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν κάτι τι από τα κοινά γνωρίσματα εσκεπτόμην, το οποίον συ
    δεν το έχεις περισσότερον από οποιονδήποτε άλλον.

Θεαίτητος.
    Είναι επόμενον.

Σωκράτης.
    Εμπρός λοιπόν μα τον Δία. Πώς άραγε με αυτήν την σκέψιν περισσότερον
    έκρινα σε παρά οποιονδήποτε άλλον; Υπόθεσε δηλαδή ότι εγώ σκέπτομαι,
    ότι εκείνος είναι ο Θεαίτητος, ο οποίος έχει μύτην και μάτια και
    στόμα και ούτω καθεξής όλα τα άλλα μέλη. Αυτή λοιπόν η σκέψις υπάρχει
    λόγος να με κάμη να σκέπτομαι περισσότερον τον Θεαίτητον, παρά τον
    Θεόδωρον, ή τον τελευταίον των Μυσών, καθώς λέγει η παροιμία;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως όχι.

Σωκράτης.
    Τόρα όμως, εάν δεν σκεφθώ μόνον εκείνον, ο οποίος έχει μύτην και
    μάτια αλλά και τον σιμόν και τον εξόφθαλμον, τάχα τόρα πάλιν
    περισσότερον θα κρίνω σε παρά τον εαυτόν μου ή κανένα άλλον από όσους
    είναι παρόμοιοι;

Θεαίτητος.
    Διόλου.

Σωκράτης.
    Επομένως, νομίζω, δεν θα κάμω κρίσιν διά τον Θεαίτητον προηγουμένως,
    πριν αυτή εδώ η σιμότης αφήση εις την ψυχήν μου κανέν ενθύμιον
    διάφορον από όλας τας σιμότητας όσας εγώ είδα έως τόρα. και το ίδιον
    δι' όλα τα άλλα μέλη από τα οποία αποτελείσαι συ. Η οποία και αν σε
    ανταμώσω αύριον θα μου υπενθυμίση την εικόνα σου, και θα με κάμη να
    έχω ορθήν κρίσιν διά σε.

Θεαίτητος.
    Πολύ ορθά.

Σωκράτης.
    Τότε λοιπόν εις την διακρίνουσαν διαφοράν φαίνεται ότι συνίσταται και
    η ορθή κρίσις περί εκάστου.

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Αλλά τότε ποίαν σημασίαν έχει το να προστεθή ορισμός εις την ορθήν
    κρίσιν; Διότι, εάν σημαίνη ότι πρέπει να κρίνωμεν περιπλέον, κατά τι
    διαφέρει ένα πράγμα από τα άλλα, τότε είναι πολύ γελοία η συμβουλή.

Θεαίτητος.
    Πώς;

Σωκράτης.
    Δι' όσα έχομεν ορθήν κρίσιν, κατά τι αυτά διαφέρουν από όλα τα άλλα,
    μας λέγει και πάλιν να προσθέσωμεν ορθήν κρίσιν, κατά τι διαφέρουν
    από τα άλλα. Και κατ' αυτόν τον τρόπον τύφλα νάχη το αναποδογύρισμα
    της σκυτάλης ή του γουδοχεριού απέναντι αυτής της συμβουλής, και πολύ
    δικαιότερον θα ήτο να ονομασθή οδηγία τυφλού. Διότι το να μας λέγη
    ότι πρέπει να προσλάβωμεν εκείνα τα οποία κρατούμεν, διά να μάθωμεν
    καλώς όσα κρίνομεν, μου φαίνεται ότι είναι συμβουλαί ανθρώπου πολύ
    γενναία (!) σκοτισμένου.

Θεαίτητος.
    Ποία όμως είναι η δευτέρα υπόθεσις που έχεις να προτείνης, καθώς
    φαίνεται από τα προηγούμενα;

Σωκράτης.
    Αλλά παιδί μου, εάν με την προσθήκην του ορισμού παραδέχεται ότι
    γνωρίζομεν και όχι απλώς κρίνομεν την διαφοράν, τότε θα ήτο πολύ
    νόστιμος αυτός ο ωραιότερος ορισμός της επιστήμης. Διότι η γνώσις
    είναι βεβαίως απόκτησις επιστήμης. Δεν είναι έτσι;

Θεαίτητος.
    Μάλιστα.

Σωκράτης.
    Λοιπόν όταν ερωτηθή τι είναι επιστήμη, αυτός θα απαντήση, καθώς
    φαίνεται, ότι είναι η ορθή κρίσις με την επιστήμην της διαφοράς.
    Διότι τούτο θα ήτο κατά την γνώμην του η προσθήκη του λόγου.

Θεαίτητος.
    Έτσι φαίνεται.

Σωκράτης.
    Και όμως είναι μεγάλη βλακεία, ενώ ερευνώμεν τι είναι επιστήμη, να
    είπωμεν ότι είναι η ορθή κρίσις μαζί με την επιστήμην είτε της
    διαφοράς είτε οποιασδήποτε άλλης ιδιότητος. Επομένως, φίλε Θεαίτητε,
    ούτε αίσθησις ημπορεί να είναι επιστήμη, ούτε η αληθής κρίσις, ούτε ο
    λόγος ο συνοδεύων την αληθή κρίσιν.

Θεαίτητος.
    Όχι, καθώς φαίνεται.

Σωκράτης.
    Αί λοιπόν, κυοφορούμεν και έχομεν να γεννήσωμεν τίποτε άλλο ακόμη
    περί επιστήμης, καλέ φίλε, ή όλα τα εξεγεννήσαμεν;

Θεαίτητος.
    Βεβαίως, μα τον Δία, εγώ προς χάριν σου είπα περισσότερα από όσα είχα
    μέσα μου.

Σωκράτης.
    Λοιπόν όλα αυτά η μαιευτική τέχνη δεν μας τα απέδειξε εξαμβλωματικά
    και ανάξια ανατροφής;

Θεαίτητος.
    Βεβαιότατα.

Σωκράτης.
    Εάν λοιπόν άλλην φοράν δοκιμάσης να εγκυμονήσης άλλα πράγματα και το
    κατορθώσης, γνώριζε ότι θα έχης μέσα καλλίτερα πράγματα εξ αιτίας
    αυτής της συζητήσεως που εκάμαμεν. Και αν πάλιν είσαι κενός, θα δώσης
    ολιγώτερον βάρος εις τους συνομιλητάς σου και θα είσαι ευγενέστερος,
    διότι με την ταπεινοφροσύνην σου δεν θα νομίζης ότι γνωρίζεις όσα δεν
    γνωρίζεις. Διότι αυτό μόνον κοτορθώνει η ιδική μου τέχνη, και τίποτε
    περισσότερον. Ούτε και γνωρίζω εγώ τίποτε από όσα γνωρίζουν όσοι
    είναι και απεδείχθησαν μεγάλοι και αξιοθαύμαστοι. Το δε ξεγέννημα
    αυτό εγώ και η μήτηρ μου το επήραμεν από θείαν δύναμιν, εκείνη μεν
    διά τας γυναίκας, εγώ δε διά τους νέους και ευγενείς και καλούς. Τόρα
    λοιπόν εγώ πρέπει να παρευρεθώ εις την βασιλικήν στοάν διά την
    καταγγελίαν, την οποίαν έδωκε γραπτώς εναντίον μου ο Μέλητος. Αύριον
    όμως το πρωί, φίλε Θεόδωρε, ανταμόνομεν πάλιν εδώ.

***

1) Πρόκειται περί της αγοράς των Μεγάρων, όπου διαλέγονται προς στιγμήν ο Ευκλείδης και ο Τερψίων. Κατόπιν θα εισέλθουν εις την οικίαν του Ευκλείδου.

2) Ιλιάδος Θ 17.

3) Πέντε ημέρας μετά τον τοκετόν υπήρχε συνήθεια εις τους αρχαίους να πλύνη τας χείρας της η μαία, να κρατή το παιδίον και τρέχη ολόγυρα εις την εστίαν δίδουσα εις αυτό το όνομά του.

4) Ο Σκείρων ηνάγκαζε τους διαβάτας να παλαίουν μαζί του και τους έρριπτε εις την θάλασσαν. Τον ενίκησε ο Θησεύς.

5) Παλαιστής, τον οποίον ενίκησε ο Ηρακλής.

6) Εις τα αρχαία δικαστήρια η διάρκεια ενός ρητορικού λόγου εκανονίζετο με το ποσόν του ύδατος της κλεψύδρας, το οποίον έτρεχε διαρκώς και μόνον επί αναγνώσεως εγγράφων διεκόπτετο η ροή του.

7) Ειρωνείαι αναιρούσαι αδρώς τας τοιαύτας κουφολογίας.

8) Ιλιάδος Γ. 172.