The Project Gutenberg eBook of Ηρωδιάς

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Ηρωδιάς

Author: Gustave Flaubert

Translator: S. Simiriotis

Release date: October 21, 2011 [eBook #37816]
Most recently updated: January 25, 2021

Language: Greek

Credits: Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
his major work in proofreading.

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΗΡΩΔΙΆΣ ***

The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise.// Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.


Πρώτη σελίδα

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ «ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ» ΑΡ. 3

ΓΟΥΣΤΑΥΟΥ ΦΛΩΜΠΕΡ

Η  Η Ρ Ω Δ Ι Α Σ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ

Σ. Θ. ΣΗΜΗΡΙΩΤΟΥ

ΕΝ ΣΜΥΡΝΗ
ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ «ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ»
1908.

ΗΡΩΔΙΑΣ


Η ακρόπολις Μαχαιρουσία υψούτο προς ανατολάς της Νεκράς θαλάσσης επί κωνοειδούς βράχου μελανού και αποκρήμνου. Τέσσαρες βαθείαι κοιλάδες την περιέκλειον, δύο προς τα πλάγια, μία απέναντι και η τετάρτη πέραν. Αι οικίαι υπερκείμεναι αλλήλων περί την βάσιν ενός τοίχου, εξείχον σύμφωνα με τας ανωμαλίας του εδάφους. Ένας δρόμος με πολλούς ελιγμούς διατέμνων τον βράχον, συνέδεε την πόλιν με το φρούριον, του οποίου τα τείχη ήσαν υψηλά και πολύγωνα, με επάλξεις επί των άκρων, και πύργους σχηματίζοντας άνθινα πέτρινα στέμματα κρεμάμενα επάνω εις τας αβύσσους.

Υπήρχεν εντός του φρουρίου ανάκτορον κοσμούμενον διά στοάς, την οποίαν έφρατε έν κιγκλίδωμα εκ ξύλου συκομωρέας. Εκεί είχον στήσει ιστούς, επί των οποίων εστηρίζετο μία σκηνή Ρωμαϊκού αμφιθεάτρου.

Ένα πρωί, πριν να εξημέρωση, ο Τετράρχης Ηρώδης Αντίπας ήλθε και εστήριξε τον αγκώνα του εκεί, και παρετήρει.

Τα βουνά γύρω ήρχιζαν να υποφώσκουν ώστε να διακρίνωνται αι κορυφαί των, ενώ ο όγκοι των μέχρι του βάθους των αβύσσων ήσαν ακόμη εις το σκότος. Η κυμαινομένη τότε ομίχλη εσχίσθη εις δύο και τα πέριξ της Νεκράς θαλάσσης επεφάνησαν. Η αυγή υψουμένη όπισθεν της Μαχαιρουσίας εφώτισε μετ' ολίγον την αμμώδη όχθην της λίμνης, τους λόφους, την έρημον, και απωτέρω όλα τα βουνά της Ιουδαίας με τας τραχείας και τεφράς επιφανείας των. Το Ενγάδ εις το μέσον διέγραφε μαύρην γραμμήν, το Χεβρών εις το βάθος ελάμβανε σχήμα απειρομεγέθους θόλου στρογγυλού, το Εσκώλ είχε ροιάς, και το Σωρέκ αμπελώνας. Παρέκει εξηπλούτο το Καρμήλιον με τους καταπρασίνους του εκ συσσάμου αγρούς, ο δε πύργος «Αντωνία» ως κύβος πελώριος εδέσποζε της Ιερουσαλήμ. Ο Τετράρχης έστρεψε τα βλέμματά του δεξιά, θεώμενος τους φοίνικας της Ιεριχούς. Και ανελογίσθη τας άλλας πόλεις της Γαλλιλαίας του, την Καπερναούμ, την Ναζαρέτ, το Αντώρ και την Τιβεριάδα, την οποίαν ίσως δεν θα επανέβλεπε πλέον ποτέ. Εν τούτοις ο Ιορδάνης εκυλίετο επί της αιχμηράς ερήμου, κατάλευκος, θαμβόνων την όρασιν ως χιωνώδης σινδόνη. Τόρα η λίμνη ομοίαζε με κυανόλιθον και προς δυσμάς από το μέρος της Υεμένης ο Αντίπας διέκρινεν εκείνο το οποίον εφοβείτο ότι θα ίδη. Σκηναί υπομέλαναι ήσαν εγκατεσπαρμέναι εις τας όχθας. Άνδρες με λόγχας περιεφέροντο μεταξύ των ίππων, τα δε σβενύμενα πυρά έλαμπον σπινθηρίζοντα επί του ομαλού εδάφους.

Τα στρατεύματα εκείνα, ήσαν του βασιλέως της Αιθιοπίας του οποίου την θυγατέρα ο Ηρώδης είχε διαζευχθεί, διά να νυμφευθεί την Ηρωδιάδα υπανδρευμένην με ένα εκ των αδελφών του ο οποίος έζη εις την Ιταλίαν, χωρίς να έχη αξιώσεις επί της αρχής.

Ο Αντίπας ανέμενε παρά των Ρωμαίων επικουρίας επειδή δε ο Bιτέλιος ο κυβερνήνης της Συρίας ήργει να φθάση, κατετρώγετο από ανησυχίαν.

Ο Αγρίππας χωρίς άλλο θα τον είχε διαβάλλει εις τον Αυτοκράτορα. Ο Φίλιππος ο τρίτος αδελφός του, μονάρχης της Βοτανίας εξωπλίζετο κρυφίως. Οι Ιουδαίοι όλοι όσοι ήσαν εις την κατοχήν του απέκρουον τας ειδωλολατρικάς του αρχάς τόσον, ώστε εδίσταζε μεταξύ δύο σχεδίων, να καταπραΰνη τους Άραβας ή να κλείση συμμαχίαν με τους Πάρθους. Και με την πρόφασιν της γενεθλίου εορτής του είχε προσκαλέσει την ιδίαν εκείνην ημέραν εις μέγα δείπνον τον αρχηγόν των στρατευμάτων, τους τελώνας των κτημάτων του, και τους προύχοντας της Γαλλιλαίας.

Με βλέμμα εταστικόν ο Τετράρχης ηρεύνησεν όλους τους δρόμους. Όλοι ήσαν έρημοι. Οι αετοί επέτων υπεράνω της κεφαλής του, οι στρατιώται εκοιμώντο υπό τους τοίχους των προμαχώνων. Τίποτε δεν εκινείτο εντός του ανακτόρου. Αίφνης μία φωνή μακρυνή ως να εξήρχετο από τα σπλάγχνα της γης έκαμε τον Τετράρχην να ωχριάση. Έκυψε διά να ακροασθεί, αλλ' η φωνή εσβέσθη και πάλιν επανελήφθη· τότε κροτών τας παλάμας του εκραύγασεν: — «Μαναή, Μαναή.» Είς άνθρωπος γυμνός μέχρις οσφύος, ως οι υπηρετούντες εις τα βαλανεία, παρουσιάσθη ενώπιόν του. Ήτο πολύ υψηλός, λιπόσαρκος γέρων, και εις την ζώνην του έφερε μάχαιραν εντός θήκης ορειχαλκίνης.

Η κόμη του, ανορθουμένη από έν κτένιον, έκαμε το μέτωπόν του πολύ μακρόν. Οι οφθαλμοί του είχον χάσει το χρώμα των εκ του νυσταγμού. Οι οδόντες του έλαμπον, και οι δάκτυλοι των ποδών του πατώντες ελαφρά επί των μαύρων πλακών, υπεβάσταζον το σώμα του, το οποίον είχεν ευκαμψίαν πιθήκου, η δε μορφή του απάθειαν μομίας.

 — «Πού είνε;» ηρώτησεν ο Τετράρχης.

Ο Μαναή απήντησεν, δεικνύων διά του αντίχειρος έν αντικείμενον όπισθέν των.

 — Πάντα, εκεί!

 — Θαρρώ πως τον άκουσα!

Και ο Αντίπας αναπνεύσας βαθέως, εζήτησε πληροφορίας περί του Ιωχανάν, τον οποίον επικαλούμεν Άγιον Ιωάννην τον Βαπτιστήν.

 — Εφάνησαν έκτοτε οι δύο εκείνοι άνθρωποι, εις τους οποίους προ μηνών είχα επιτρέψη εξ επιεικίας την είσοδον εις την ειρκτήν του, και έμαθες τι ήλθαν να κάμουν;

Ο Μαναή απήντησε.

 — «Αντήλλαξαν μαζύ του, κάτι λόγια μυστηριώδη, όπως οι κλέπται το βράδυ στα τρίστρατα. Έπειτα έφυγαν διά την Άνω Γαλλιλαίαν, αναγγέλλοντες ότι έφερον σπουδαίας ειδήσεις». Ο Αντίπας έκυψε την κεφαλήν, και έπειτα με φοβισμένον ύφος:

 — Φύλαγέ τον! φύλαγέ τον καλά! Μην αφίνης κανένα να τον βλέπη! Κλείε καλά την θύραν! Σκέπασε τον λάκκον! Δεν πρέπει ούτε καν να υποψιασθούν πως είνε στη ζωή!

Πριν ακόμη να λάβη τας διαταγάς εκείνας ο Μαναή τας εξετέλει: Διότι ο Ιωχανάν ήτο Ιουδαίος, και ο Μαναή απεστρέφετο τους Ιουδαίους όπως και όλους τους Σαμαρίτας.

Ο επί του Γαριζίμ ναός των, ο ενδεδειγμένος υπό του Μωυσέως διά να γίνη ο ομφαλός του Ισραήλ δεν υπήρχε πλέον, από την εποχήν του βασιλέως Ιρκανού: εις δε την Ιερουσαλήμ η βεβήλωσις του ναού του Σολομώντος τους έκαμε μανιώδεις δια την προδοσίαν και την διαρκή αδικίαν του. Ο Μαναή είχεν εισδύσει εντός αυτών διά να βεβήλωση τα ιερά των και τα οστά των νεκρών. Οι σύντροφοί του ολίγον βραδυκίνητοι είχον αποκεφαλισθή. Ο Μαναή έβλεπε τον ναόν εις το χώρισμα δύο λόφων. Οι λευκοί μαρμάρινοι τοίχοι του και αι χρυσαί λόγχαι της στέγης του, έλαμπον και απήστραπτον εις τας ακτίνας του ηλίου. Ενόμιζες ότι ήτο βουνόν φωτεινόν, κάτι υπεράνθρωπον, συντρίβοv όλα με τον πλούτον και το μεγαλείον του.

Τότε έτεινε τους βραχίονας προς την Σιών. Και με το ανάστημα ευθυτενές, με το πρόσωπον προς τα οπίσω, με τους γρόνθους σφιγμένους πιστεύων ότι οι λόγοι είχον αποτελεσματικήν δύναμιν τον ανεθεμάτισε.

Ο Αντίπας τον ήκουσε, χωρίς να φανή ότι εσκανδαλίσθη.

Και ο Σαμαρίτης είπε πάλιν.

 — Έρχεται στιγμή που σαλεύει, που θέλει να φύγη. Ελπίζει πως θα σωθή. Πότε φαίνεται ήσυχος σαν άρρωστο ζώον, και πότε τον βλέπω να περιπατή εις τα σκότη, ψιθυρίζων. Τι με μέλλει; Διά να δοξασθή εκείνος πρέπει εγώ να ταπεινωθώ!

Ο Αντίπας και ο Μαναή εβλέποντο! Τον Τετράρχην όμως τον είχον κουράσει αι σκέψεις. Όλα τα βουνά εκείνα γύρω του, ως στοιβάδες πελωρίων απολιθωμένων κυμάτων, οι μαύροι κρημνοί εις τα πλάγια των βράχων, των κυανών ουρανών τα βάθη, η τραχεία λάμψις του φωτός, το απύθμενον των αβύσσων βάθος, τον ετάραττον. Μία απελπισία τον εκυρίευσε επί τη θέα της ερήμου η οποία διέγραφεν εις τα ανώμαλα εδάφη της αμφιθέατρα και παλάτια κρημνισμένα. Ο θερμός άνεμος μαζύ με την οσμήν του θείου έφερε την αναπνοήν των κατηραμένων πόλεων, αι οποίαι ήσαν θαμέναι χαμηλώτερα από τας όχθας της υπό τα βαρέα και υφάλμυρα νερά. Τα σύμβολα εκείνα της αθανάτου οργής, επροξένουν φρίκην εις τας σκέψεις του; και έμενε με τους δύο αγκώνας επί των κιγκλίδων με το βλέμμα ατενές και με τας χείρας εις τους κροτάφους.

Κάποιος τον είχεν εγγίσει. Εστράφη. Η Ηρωδιάς ήτο ενώπιόν του, με αλουργίδα εξ ελαφράς πορφύρας φθάνουσαν μέχρι των σανδαλίων.

Εξελθούσα αποτόμως από τον κοιτώνα της, δεν εφόρει ούτε περιδέραιον, ούτε ενώτια. Είς πλόκαμος της μαύρης της κόμης έπιπτεν επάνω εις τον ένα της βραχίονα ενώ το άκρον του εβυθίζετο εις το διάστοιχον του στήθους της. Οι ρώθωνές της πολύ ανορθωμένοι επάλλοντο, την δε μορφήν της εφώτιζε θριάμβου χαρά. Και με φωνήν δυνατήν σπρώχνουσα τον Τετράρχην:

 — Ο Καίσαρ μας αγαπά. Ο Αγρίππας είνε στη φυλακή!

 — Ποιος σου του είπε;

 — Το ξεύρω!

Και προσέθηκε.

 — Φαίνεται πως ήθελε ν' ανεβάση στον θρόνο τον Γάιον.

Αν και ο Αγρίππας έζη εκ της ελεημοσύνης των, εζήτει με ραδιουργίας να θηρεύση τον τίτλον του βασιλέως τον οποίον αυτοί εφιλοδόξουν όπως και εκείνος. Αλλ' εις το εξής κανείς πλέον φόβος. Αι φυλακαί του Τιβέρεως εύκολα δεν ανοίγουν, και αυτή δε η ζωή δεν είνε εκεί πολλάκις ασφαλής. Ο Αντίππας την ηννόησε, και αν και ήτο αδελφή του Αγρίππα, το απάνθρωπον σχέδιόν της του εφάνη δικαιολογημένον. Οι φόνοι εκείνοι ήσαν συνέπειαι των πραγμάτων, το πεπρωμένον των βασιλικών οίκων. Εις δε του Ηρώδου πλέον ήσαν αναρίθμητοι. Κατόπιν η Ηρωδιάς εξέθεσε το σχέδιόν της. Τους πολίτας τους είχεν εξαγοράσει, τα γράμματα τα είχεν ανακαλύψη, εις όλας τας θύρας εφρούρουν κατάσκοποι, και επειδή είχε κατορθώση να αποπλάνήση με τα θέλγητρά της τον «Ευτυχή» τον προδότην — αυτό δεν μου εστοίχισε τίποτε! Διά σε, δεν έκαμα περισσότερα; . . . Εξ αιτίας σου μήπως δεν ηρνήθην την κόρην μου την Σαλώμην;

Μετά την διάζευξιν της είχεν αφίση εις την Ρώμην την παιδίσκην εκείνην, ελπίζουσα ότι θα απέκτα άλλην με τον Τετράρχην. Ποτέ εκείνη δεν ανέφερε τίποτε περί αυτής και ως εκ τούτου ο Τετράρχης ηπόρει διά την τόσον αιφνίδιον μητρικήν στοργήν της. Είχον εκτυλίξει το λινόν επιστέγασμα και έφερον πλησίον τα παχέα και μαλακά προσκεφάλαια. Η Ηρωδιάς εξηπλώθη επ' αυτών και έκλαιεν έχουσα εστραμμένα τα νώτα.

Έπειτα έφερε την χείρα της επί των βλεφάρων, είπεν ότι δεν ήθελε πλέον να σκέπτεται το παρελθόν, και ότι ήτο ευτυχισμένη. Του ενθύμησεν όλας τας συνομιλίας των, εκεί κάτω εις τα βαλανεία, τους μακρυνούς περιπάτους των εις την Ιεράν Οδόν, και την εσπέραν εις τας μεγάλας επαύλεις με τον ψίθυρον των πιδάκων, υπό τας ανθίνους αψίδας ότε είχον ενώπιον των τας ωραίας της Ρώμης εξοχάς. Τον εκύταζεν όπως άλλοτε προστριβομένη επ' αυτού με θωπευτικάς κινήσεις. Αλλ' ο Αντίππας την απώθησεν. Ο έρως τον οποίον προσεπάθει πάλιν ν' αναπτύξει εντός του, ήτο τόρα τόσον μακράν! Όλαι του αι δυστυχίαι απέρρεον εκ του έρωτος αυτού. Ο επί δώδεκα όλα έτη διαρκής πόλεμος είχε γηράσει τον Τετράρχην. Οι ώμοι του εκυρτούντο εντός της βαθυχρώμου τηβέννου του με τας κυανάς παρυφάς. Η λευκή κόμη του είχεν ενωθεί με την γενειάδα του, και ο ήλιος ο οποίος διεπέρα τα παραπετάσματα, έλουε το λυπημένον του μέτωπον με άφθονον φως. Και της Ηρωδιάδος το μέτωπον είχε ρυτίδας. Ιστάμενοι δε απέναντι ο είς του άλλου, εβλέποντο με ύφος αγριωπόν.

Τώρα οι δρόμοι των βουνών ήρχισαν να βρίθουν κόσμου. Βοσκοί εκέντριζον βους, παιδία έσυρον όνους, ιπποκόμοι ωδήγουν ίππους. Όσοι κατέβαινον από τα πέραν της Μαχαιρουσίας υψώματα εξηφανίζοντο όπισθεν του ανακτόρου. Άλλοι ανέβαινον την απέναντι κοίτην του χειμάρρου, και φθάνοντες εις την πόλιν εξεφόρτωνον τας αποσκευάς των εις τας αυλάς.

Αυτοί ήσαν φροντισταί του Τετράρχου και ικέται οι οποίοι προέπεμπον τους προσκεκλημένους του.

Εν τούτοις εις το βάθος του δώματος, αριστερά επεφάνη είς άνθρωπος με χιτώνα λευκόν, γυμνόπους και με στωικόν ύφος.

Ο Μαναή, από τα δεξιά, ώρμησε υψών την μάχαιράν του.

Η Ηρωδιάς φωνάζει τον Μαναή — «Φόνευσέ τον».

 — «Στάσου!» του λέγει ο Τετράρχης.

 — Ο Μαναή έμεινεν ακίνητος, ως και ο άλλος.

Έπειτα απεσύρθησαν έκαστος από μίαν διαφορετικήν κλίμακα υποχωρούντες χωρίς να παύση ο είς να βλέπη τον άλλον.

 — «Τον γνωρίζω!» είπεν η Ηρωδιάς, «ονομάζεται Φανουήλ, και ζητεί να πάρη τον Ιωχανάν, αφ' ου έχεις την τυφλότητα να τον διατηρής!»

Ο Αντίππας αντέτεινεν ότι ηδύνατο μίαν ημέραν να χρησιμεύση. Αι κατά της Ιερουσαλήμ προσβολαί του, έφερον με το μέρος των τους λοιπούς Ιουδαίους.

 — «Όχι!» υπέλαβεν εκείνη «δέχονται όλους τους κυριάρχους και δεν είνε ικανοί να κάμουν πατρίδα». Όσον δε αυτόν ο οποίος υποκινεί τον λαόν με ελπίδας τας οποίας τρέφει από της εποχής του Νεεμία, η καλλητέρα πολιτική απαιτεί να τον εξολοθρεύσωμεν.

Τίποτε δεν επήγεν, κατά τον Τετράρχην. Ο Ιωχανάν επικίνδυνος! Νά η ώρα! του ήρχετο να γελάση.

 — «Σιώπα». Και ήρχισε πάλιν εκείνη να λέγη πόσον την είχεν εξευτελίση, όταν υπήγε μίαν ημέραν εις το Γαλαάδ, διά να συνάξη βάλσαμον.

«Εις τας όχθας του ποταμού, πολλαί έπλυνον τα φορέματά των. Εκεί πλησίον, εις ένα μικρόν βουνόν, είς άνθρωπος ελάλει. Γύρω εις την μέσην του εφόρει δέρμα καμήλου, η δε κεφαλή του ωμοίαζε με κεφαλήν λέοντος. Αφ' ης στιγμής με παρετήρησε, ήμεσε επ' εμέ όλας τας αράς των προφητών. Αι κόραι των οφθαλμών του εξέπεμπον φλόγας, η φωνή του εβρυχάτο και εσήκωνε τους βραχίονας ως να ήθελε να αποσπάση την βροντήν. Να φύγω αδύνατον! Οι τροχοί του άρματός μου είχον βυθισθή εις την άμμον έως τους άξονας, και απεμακρυνόμην αργά, προφυλαγμένη κάτω από τον μανδύαν μου, παγωμένη από τας ύβρεις του αι οποίαι έπιπτον ως θυέλλης βροχή».

Ο Ιωχανάν ήτο εμπόδιον εις την ζωήν της. Όταν τον συνέλαβον και τον έδεσαν με σχοινία, οι στρατιώται είχον εντολήν, να τον τελειώσουν με τα ξίφη αν ανθίστατο. Αλλ' εκείνος εφέρθη ήσυχα. Έβαλαν εις την φυλακήν του όφεις, και τους εύρον νεκρούς. Αι ανωφελείς εκείναι επιβουλαί εξηγρίωνον την Ηρωδιάδα. Εξ άλλου διατί ο εναντίον της πόλεμος;

Οι λόγοι του τους οποίους διελάλει εις τον όχλον εκυκλοφόρουν, διεδίδοντο τους ήκουε παντού, εγέμιζον τον αέρα. Εναντίον των λεγεώνων θα ήτο τολμηροτέρα. Αλλ' η δύναμις εκείνη η ολεθριωτέρα και της ρομφαίας, και την οποίαν δεν ηδύνατο να δαμάση την εθάμβωνεν.

Η Ηρωδιάς επηγαινοήρχετο επί του δώματος, πελιδνή από την οργήν, μη ευρίσκουσα λέξεις διά να εκφράση, εκείνο το οποίον την έπνιγεν.

Εσκέπτετο προς τούτοις ότι ο Τετράρχης, ενδίδων εις την κοινήν γνώμην, θα εύρισκεν αφορμήν να την διαζευχθή. Τότε όλα θα επήγαιναν χαμένα! Από της παιδικής ηλικίας της εξετρέφετο με το όνειρον μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Διά να φθάση όμως εκεί, έπρεπε να αφίση τον πρώτον της σύζυγον, και να ενώση την τύχην της με την τύχην εκείνου ο οποίος την είχεν εξαπατήσει. Αυτό εσκέπτετο!

 — Τι ωραίαν υποστήριξιν που έλαβα αφ' ότου εισήλθον εις την οικογένειάν σου!...

 — «Η οικογένειά μου είναι αντάξια της ιδικής σου», είπεν αφελώς ο Τετράρχης.

Η Ηρωδιάς την στιγμήν εκείνην ησθάνθη κοχλάζον εις τας φλέβας της, το αίμα των προγόνων της, των βασιλέων και ιερέων.

 — Μα ο πάππος σου, εσάρωνε τον ναόν της Ασκάλωνος! Οι άλλοι πρόγονοί σου, ήσαν λησταί, ποιμένες, οδηγοί των καραβανίων, μια ορδή τέλος εκ της φυλής του Ιούδα από την γεννεάν του Δαυίδ! Όλοι οι πρόγονοί μου επολέμησαν τους ιδικούς σου! Ο πρώτος των Μακαβαίων, σας απεδίωξεν από το Χεβρών, ο δε Ιρκανός ηναγκάσθη να σας πολιορκήση!

Και εξεμούσα την περιφρόνησιν της πατρικίας προς τον πλυβείον, το μίσος του Ιακώβ κατά του Εδώμ, τον ήλεγχε διά την προς τους προδότας αδιαφορίαν του, την αδράνειάν του προς τους Φαρισαίους, οι οποίοι τον διέβαλον, την ανανδρείαν του διά τον λαόν, ο οποίος τον εβδελύσσετο. «Είσαι και συ, όπως εκείνος! ομολόγησέ το! Και λυπείσαι την μελαψήν η οποία χορεύει γύρω εις τους βράχους. Πάρε την πάλιν. Πήγαινε να ζήσης μαζύ της μέσ' το πανένιο σπήτι της! Πήγαινε να φας την πήτα που ψήνει κάτω από τη στάχτη, και να πίης το ξυνισμένο γάλα των προβάτων της! Φίλησε τα μελανά μάγουλά της, και ξέχασέ με!»

Ο Τετράρχης δεν ήκουε πλέον. Παρετήρει το κατώφλιον μιας οικίας όπου ίστατο μία νεάνις και μία γραία κρατούσα έν σκιάδιον με λαβήν καλάμου μακρόν ως κάλαμον αλιέως. Εις το μέσον ηπλωμένου τάπητος έμενεν ανοικτόν μέγα ταξειδιωτικόν καλάθιον. Ζώναι, πέπλοι, πολύτιμοι λίθοι, δακτύλιοι, ενώτια ειργασμένα με χρυσόν, εξεχύνοντο εξ αυτού φύρδην μίγδην. Η νεάνις εκ διαλειμμάτων έκυπτε προς τα πράγματα εκείνα και τα ετίνασσεν εις τον αέρα. Εφόρει ως αι Ρωμαίαι χιτώνα από λεπτόν σγουρόν ύφασμα και πέπλον με σμαραγδίνους κροσσούς. Ταινίαι κυαναί έσφιγγον την πλουσίαν κόμην της, την τόσον βαρείαν ώστε κάποτε την υπεβάσταζε με τας χείρας της. Η σκιά του μικρού σκιαδίου της περιεπάτει υπεράνω της και την έκρυπτε κατά το ήμισυ. Ο Αντίπας παρετήρησε δυο τρεις φοράς τον λεπτοφυή τραχηλόν της, το άκρον του οφθαλμού της, την γωνίαν του μικρού στόματός της. Έβλεπεν από τον λαιμόν και την οσφύν, όλον το λυγηρόν της ανάστημα, το οποίον έκυπτε και ανεγείρετο με τόσην ελαστικότητα. Παρεμόνευε τους ελιγμούς των κινήσεών της, και η αναπνοή του ολονέν εδυνάμωνεν. Οι οφθαλμοί του εξέπεμπον φλόγας. Η Ηρωδιάς τον παρετήρει.

Ο Τετράρχης ηρώτησε.

 — Ποία είνε αυτή;

Εκείνη απήντησεν ότι δεν την εγνώριζεν διόλου, και κατευνασθείσα αιφνιδίως έφυγεν.

Υπό τα περιστύλια, ανέμενον τον Τετράρχην οι Γαλλιλαίοι, ο ερμηνευτής των Γραφών, ο ποιμενάρχης, ο διοικητής των αλυκών και είς Ιουδαίος εκ Βαβυλώνος ο οδηγών τους ίππους του. Όλοι τον εχαιρέτησαν ανευφημούντες. Μετά ταύτα εξηφανίσθη εις τα ιδιαίτερά του δωμάτια.

Ο Φανουήλ προέκυψεν εις την γωνίαν ενός διαδρόμου.

 — Α! πάλιν συ; Θα έρχεσαι ίσως διά τον Ιωχανάν.

 — «Και διά σε. Έχω να σου ανακοινώσω έν σπουδαίον συμβάν». Και χωρίς να αφήση τον Αντίπαν εισέδυσεν όπισθέν του εις έν σκοτεινόν διαμέρισμα. Το φως διεπέρα από έν κιγκλίδωμα και ηπλούτο επί μιας κορωνίδας. Οι τοίχοι ήσαν βαμμένοι με βαθύ ερυθρόν χρώμα, τόσον βαθύ ώστε εφαίνοντο σχεδόν μαύροι. Εις το βάθος, υπήρχε μια κλίνη εξ εβένου με περιζώματα εκ δοράς προβάτου, και υπεράνω μια ασπίς εκ χρυσού καθαρού έλαμπεν ως ο ήλιος.

Ο Αντίπας επροχώρησεν εντός της αιθούσης και εξηπλώθη επί της κλίνης. Ο Φανουήλ ήτο όρθιος. Ύψωσε τον βραχίονά του, και με στάσιν προφητικήν του λέγει.

 — Ο Ύψιστος αποστέλλει κάποτε εις την γην ένα εκ των υιών του. Ο Ιωχανάν είνε είς εξ αυτών. Αν εξακολουθείς να τον βασανίζης θα τιμωρηθής.

 — «Αυτός με καταδιώκει!» ανέκραξεν ο Αντίπας «Ζητεί παρ' εμού πράγματα αδύνατα. Από την εποχήν εκείνην με καταλαλεί, με σπαράζει. Κατ' αρχάς δεν ήμην σκληρός. Απέπεμψα μάλιστα από την Μαχαιρουσίαν τους ανθρώπους οι οποίοι έβαλον σκάνδαλα εις τας επαρχίας μου. Αλλοίμονόν του! με προσβάλλει και υπερασπίζομαι εμαυτόν!»

 — «Είνε πολύ απότομος όταν θυμώση», υπέλαβεν ο Φανουήλ, «αλλ' αδιάφορον! Πρέπει να τον απελευθερώσης.»

 — «Δεν απολύουν τα οργισμένα θηρία!» απήντησεν ο Τετράρχης.

Ο Φανουήλ του είπεν.

 — Μην ανησυχείς πλέον. Θα υπάγη εις τους Άραβας, τους Γαλάτας, τους Σκύθας. Το έργον του πρέπει να εξαπλωθή εις τα πέρατα της γης!

Ο Αντίπας εφαίνετο ως να εβυθίζετο εις έν μακρυνόν όραμα.

 — Η δύναμίς του είνε απροσμάχητος . . . χωρίς να το θέλω τον αγαπώ!

 — Τότε λύτρωσέ τον.

Ο Τετράρχης έσεισε την κεφαλήν. Εφοβείτο την Ηρωδιάδα, τον Μαναή και τον άγνωστον. Ο Φανουήλ προσεπάθησε να τον πείση προτείνων ως αντιστάθμισμα την υποταγήν των Εσσηνίων εις τους βασιλείς οι οποίοι εσέβοντο τους πτωχούς τούτους ανθρώπους, τους αδαμάστους εις τας βασάνους, οι οποίοι εφόρουν λευκά και ανεγίγνωσκον το μέλλον εις τα άστρα.

Ο Αντίπας ανεμνήσθη την λέξιν την οποίαν προ ολίγου του είπε.

 — Τι πράγμα ήτο αυτό το οποίον μου ανήγγειλες ως σπουδαίον;

Την στιγμήν εκείνην είς μαύρος παρουσιασθείς τους διέκοψεν. Το σώμα του ήτο λευκόν από την σκόνην. Ήσθμαινε τόσον ώστε δεν ηδυνήθη να προσθέση άλλην λέξιν από αυτήν.

 — Ο Βιτέλλιος!

 — Πώς, έρχεται;

 — Τον είδα, εντός τριών ωρών θα είνε εδώ.

Αι πύλαι των διαδρόμων εσείσθησαν ως υπό άνεμου. Μία βοή επλήρωσε το ανάκτορον, αλαλαγμός ανθρώπων τρεχόντων, θόρυβος συρομένων επίπλων και αργυρών σκευών. Και από τα ύψη των πύργων οι σαλπιγκταί εσάλπιζον όπως ειδοποιήσωσι τους διεσκορπισμένους δούλους.

II

Αι επάλξεις έβριθον κόσμου όταν ο Βιτέλλιος εισήλθεν εις την αυλήν. Εστηρίζετο εις τον βραχίονα του διερμηνέως και κατόπιν του ήρχετο έν μέγα φορείον ερυθρόν, στολισμένον με κροσσοτά ποικίλματα και καθρέπτας. Εντός του φορείου ήσαν η τήβεννος, η βουλευτική ρωμαϊκή εσθής, ενώ πέριξ του οι ραβδούχοι εσχημάτιζον ημικύκλιον. Οι ραβδούχοι εβύθισαν τους δώδεκα καταπέλτας των εις την απέναντι θύραν, με άλλας λεπτάς ράβδους δεμένας, και έν δερμάτινον λωρίον με πέλεκυν εις το μέσον. Τότε όλοι εφρικίασαν ενώπιον του μεγαλείου του ρωμαϊκού λαού. Το φορείον το οποίον έφερον οκτώ άνδρες εσταμάτησεν. Εξήλθεν εξ αυτού είς έφηβος προγάστωρ με πρόσωπον γεμάτον εξανθήματα, και με μαργαρίτας εις όλους του τους δακτύλους. Του προσέφερον έν κύπελλον οίνου αρωματισμένου. Το έπιε και εζήτησε δεύτερον.

Ο Τετράρχης εγονυπέτησε προ του Ανθυπάτου, εκφράζων την λύπην του, διότι δεν εγνώρισεν ενωρίτερον ότι θα τον ηυνόει διά της επισκέψεώς του, άλλως θα έδιδε διαταγάς όπως τον περιποιηθώσι καθ' οδόν ως ήρμοζεν εις την υψηλότητά του.

Οι Βιτέλλιοι κατήγοντο από την θεάν Βιτελλίαν. Μία οδός άγουσα από ένα λόφον της Ρώμης προς την θάλασσαν έφερεν ακόμη το όνομά των. Ως έφοροι, ως ταμίαι και ως ύπατοι, πολλοί εχρημάτισαν από την οικογένειάν των.

Όσον διά τον Λύκιον όφειλον τώρα να τον ευχαριστήσωσιν ως νικητήν των Κλιτών και πατέρα του νέου εκείνου Αΰλου ο οποίος εφαίνετο ως να επέστρεφεν εις τας ιδιοκτησίας του, αφ' ου η Ανατολή ήτο «η πατρίς των θεών».

Αι υπερβολικαί εκείναι κολακείαι απηγγέλθησαν υπό του Τετράρχου λατινιστί. Ο Βιτέλλιος τας εδέχθη με απάθειαν.

Του απήντησεν ότι, ο μέγας Ηρώδης μόνος ήρκει διά την δόξαν ενός έθνους. Οι Αθηναίοι του είχον αναθέσει την γενικήν εποπτείαν των ολυμπιακών αγώνων. Είχε κτίσει ναούς προς τιμήν του Αυγούστου, ήτο καρτερικός, ευφυής, τρομερός και πάντοτε πιστός εις τους Καίσαρας.

Εν μέσω των στηλών με τα χάλκινα κιονόκρανα επεφάνη η Ηρωδιάς, η όποια προυχώρει με ύφος αυτοκρατείρας, περιστοιχιζομένη υπό γυναικών και ευνούχων, κρατούντων εντός επιχρύσων δίσκων καπνίζοντα θυμιάματα.

Ο Ανθύπατος έκαμε τρία βήματα προς αυτήν, και την εχαιρέτησε με μίαν υπόκλισιν της κεφαλής.

 — «Τι ευτυχία» ανέκραξεν εκείνη «αφού εις το εξής ο Αγρίππας ο εχθρός του Τιβερίου, θα είνε εντελώς ανίκανος να μας βλάψη!»

Ο Βιτέλλιος ηγνόει τα συμβαίνοντα, η δε Ηρωδιάς του εφάνη επικίνδυνος, και ενώ ο Αντίπας ωρκίζετο ότι θα πράξη το παν υπέρ του Αυτοκράτορος, ο Βιτέλλιος προσέθηκε.

 — Ακόμη και αν επρόκειτο να βλάψης άλλους;

Είχε παραλάβει τους ομήρους του βασιλέως των Πάρθων περί των οποίων ο Αυτοκράτωρ δεν εφρόντιζε πλέον διότι ο Αντίπας, παρών εις την σύσκεψιν, διά να δείξη ικανότητα, απέστειλεν αμέσως αγγελιοφόρους διά να φέρωσι την είδησιν. Αυτό ήτο το αίτιον του ασπόνδου μίσους των και διά τον αυτόν επίσης λόγον εβράδυνε να του στείλη επικουρίας. Ο Τετράρχης ετραύλιζε δικαιολογούμενος. Αλλ' ο Αΰλος είπε γελών.

 — Μείνε ήσυχος, σε προστατεύω εγώ!

Ο Ανθύπατος προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε.

Η ευτυχία του πατρός εξηρτάτο από την ατίμωση του υιού. Και το άνθος αυτό των βορβόρων της Καπραίας, αν και το υπώπτευε διότι ήτο φαρμακερόν, του απέφερε κέρδη τόσον σπουδαία ώστε εκών άκων το περιέβαλλε με περιποιήσεις.

Βοή μεγάλη ηκούσθη υπό την θύραν. Σειρά λευκών ημιόνων επί των οποίων επέβαινον ιερείς με τα άμφιά των εισήλθεν εντός του φρουρίου. Ήσαν δε ούτοι Σαδουχαίοι και Φαρισαίοι, οι οποίοι ήρχοντο εις την Μαχαιρουσίαν ωθούμενοι υπό της ιδίας φιλοδοξίας. Οι πρώτοι ήθελον να επιτύχουν το υπούργημα των θυσιαστών, οι δε άλλοι να το διατηρήσουν. Τα πρόσωπά των ήσαν σκιθρωπά, προ πάντων των Φαρισαίων εχθρών της Ρώμης και του Τετράρχου. Τα κράσπεδα των χιτώνων των τους εστενοχώρουν εις τον συρφετόν του όχλου, αι δε τιάραι των εταλαντεύοντο υπεράνω των περγαμηνών επί των οποίων υπήρχον ρητά της Γραφής.

Σχεδόν συγχρόνως έφθασαν οι στρατιώται της προφυλακής. Τας ασπίδας των τας είχον βάλει εντός σάκκων διά να τας προφυλάξωσιν από την σκόνην. Όπισθεν αυτών ήρχετο ο Μάρκελλος ο υπολοχαγός του Ανθυπάτου, μαζύ με τελώνας σφίγγοντας υπό μάλης ξυλίνας πλάκας.

Ο Αντίπας προσεφώνησε ονομαστί τους κυριωτέρους εκ των περί αυτόν. Τον Τολμαή, τον Καντέραν, τον Σιών, τον Αμώνιον τον Αλεξανδρινόν ο οποίος του ηγόραζεν άσφαλτον, τον Νααμάν αρχηγόν του ελαφρού πεζικού, και Ιωακείμ τον Βαβυλώνιον.

Ο Βιτέλιος εστράφη και είδε τον Μαναή.

 — Και αυτός ποίος είνε;

Ο Τετράρχης με έν νεύμα του έδωσε να εννοήση ότι ήτο ο δήμιος. Έπειτα παρουσίασε τους Σαδουχαίους. Ο Ιωνάθαν, μικρόσωμος, ευγενής τους τρόπους και ομιλών την Ελληνικήν ικέτευσε τον άρχοντα να τους τιμήση με μίαν επίσκεψίν του εις Ιερουσαλήμ, όπου πιθανόν να επήγαινε.

Ο Ελεάζαρ με την γρυπήν ρίνα και με το μακρόν γένειον, εζήτει υπέρ των Φαρισαίων τον μανδύαν του μεγάλου ιερέως, τον φυλασσόμενον εις τον Πύργον «Αντωνία» υπό των αρχών της πόλεως.

Κατόπιν οι Γαλλιλαίοι κατήγγειλον τον Πόντιον Πιλάτον εξ αιτίας ενός τρελλού, ο οποίος εζήτει τούς χρυσούς αμφορείς του Δαβίδ εντός ενός σπηλαίου πλησίον της Σαμαρείας, να φονεύση τόσους ανθρώπους. Και όλοι ωμίλουν συγχρόνως, δυνατώτερα όμως όλων των άλλων εφώναζεν ο Μαναή. Ο Βιτέλιος τους διεβεβαίωσεν ότι οι κακούργοι θα τιμωρηθούν.

Κραυγαί και βλασφημίαι αντήχησαν απέναντι του πυλώνος, όπου οι στρατιώται είχον κρεμάσει τας ασπίδας των. Επειδή δε είχον καταστραφεί τα περικαλύμματά των, εφαίνετο επάνω, από το πρόσθιον μέρος αυτών η μορφή του Καίσαρος. Τούτο διά τους Ιουδαίους ήτο ειδωλολατρεία. Ο Αντίπας τους προσεφώνησεν ενώ ο Βιτέλλιος από του περιστυλίου, επί υψηλής εξέδρας έμενεν εκστατικός διά την τόσην μανίαν των. Ο Τιβέριος είχε δίκαιον να εξορίση τετρακοσίους εις Σαρδηνίαν. Αλλ' εις την πατρίδα των ήσαν ισχυροί και διέταξε να τους αφοπλίσωσιν. Τότε περιεστοίχισαν τον Ανθύπατον επικαλούμενοι παρ' αυτού την επανόρθωσιν της αδικίας, έλεος και προνόμια. Έσχιζον τα ιμάτιά των ως δαιμονισμένοι. Και διά να κάμουν θέσιν οι δούλοι με ράβδους εκτύπων δεξιά και αριστερά. Όσοι ήσαν πλησίον της θύρας κατέβαινον, εν ώ άλλοι ανέβαινον ως η παλίρροια. Δυο ρεύματα διεσταυρούντο εις την ανθρωπίνην εκείνην μάζαν η οποία εκυμάτιζε πιεζομένη από το περίφραγμα των τοίχων.

Ο Βιτέλλιος ηρώτησε τι εζήτει όλον αυτό το πλήθος. Ο Αντίπας του εξήγησε τον λόγον. Ήτο το δείπνον της επετείου εορτής του. Και του έδειξε πολλούς των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι έκυπτον από τα κιονόκρανα και με σχοινία έσυρον πελώρια κάνιστρα, γεμάτα κρέατα, οπωρικά, λαχανικά, αντιλόπας και πελαργούς πλατείς αργυρόχρους ιχθύς, σταφυλάς, υδροπέπονας και ριπίδια στημένα εις πυραμίδας. Ο Αΰλος δεν εκρατήθη, ώρμησεν εις το μαγειρείον, παρασυρόμενος από την βουλιμίαν εκείνην η οποία κατέπληττε τον κόσμον. Διαβαίνων πλησίον μιας υπογείου στοάς παρετήρησε λέβητας ομοίους με θώρακας. Ο Βιτέλλιος προχωρών τους περιειργάζετο, διέταξε δε να του ανοίξουν τα υπόγεια δωμάτια του φρουρίου.

Τα δωμάτια εκείνα ήσαν λαξευμένα εντός του βράχου, με υψηλούς θόλους τους οποίους υπεβάσταζον στήλαι εις μικρά διαστήματα.

Το πρώτον περιείχε παλαιάς πανοπλίας, το δε δεύτερον ήτο γεμάτον από λόγχας. Εις το τρίτον τα βέλη ήσαν τόσον πυκνά και λεπτά ώστε ενόμιζες ότι ήτο επιστρωμένον με καλαμίνους ψιάθους. Λεπίδες μαχαιρών και σπάθαι εκάλυπτον τας εσωτερικάς πλευράς του τετάρτου. Εις το μέσον του πέμπτου θαλάμου σειραί από κράνη, εσχημάτιζον με τα λοφία των τάγμα ερυθρών όφεων. Εις το έκτον δεν υπήρχεν άλλο από φαρέτρας. Εις το έβδομον κνημίδες. Εις το όγδοον βραχιονιστήρες, αρπάγαι, δίκρανα, κλίμακες, σχοινία, ως και κοντοί διά καταπέλτας, και κωδωνίσκοι διά τα φάλαρα των δρομάδων.

Το βουνόν όσον προυχώρει προς την βάσιν του εγίνετο πλατύτερον και ήτο σκαμένον εις το βάθος ως κυψέλη μελισσών, κάτω δε από τα υπόγεια εκείνα, υπήρχον άλλα δωμάτια πολυαριθμότερα και βαθύτερα.

Ο Βιτέλλιος, ο Φεναιός ο διερμηνεύς του, και ο Σιζένας ο αρχιτελώνης τα επεθεώρουν με το φως των λαμπάδων τας οποίας εκράτουν τρεις ευνούχοι. Και διεκρίνοντο εις το σκότος πράγματα ειδεχθή επινοηθέντα υπό των βαρβάρων: Ρόπαλα με καρφία γύρω, ακόντια και βέλη δηλητηριάζοντα τας πληγάς, λαβίδες παρόμοιαι με σιαγόνας κροκοδείλου. Τέλος ο Τετράρχης είχεν εφοδιάσει την Μαχαιρουσίαν με πολεμοφόδια διά τεσσαράκοντα χιλιάδας άνδρας.

Τα είχε συναθροίσει προβλέπων ότι οι εχθροί του θα συνεμάχουν. Αλλ' ο Ανθύπατος ηδύνατο να είπη ή να υποθέση ότι τα ητοίμαζε διά να πολεμήση κατά των Ρωμαίων και εζήτησεν εξηγήσεις.

Τα όπλα εκείνα δεν ήσαν ιδικά του. Πολλά εχρησίμευον προς υπεράσπισιν κατά των ληστών. Εκτός τούτου τα εχρειάζοντο διά τους Άραβας ή μάλλον ανήκον όλα εις τον πατέρα του. Και αντί τόρα να ακολουθή όπισθεν του Ανθυπάτου επροπορεύετο με βήμα γοργόν.

Κατόπιν παρεμέρησε προς τον τοίχον τον οποίον εκάλυπτε με την τήβεννόν του και με τους δύο τους αγκώνας χωριστά ενώ η κεφαλή του εξείχεν υπεράνω μιας θύρας. Ο Βιτέλλιος παρετήρησε την θύραν και ηρώτησε να μάθη τι περιέκλειε. Μόνον ο Ιωακείμ ο Βαβυλώνιος ημπορεί να την ανοίξη.

 — Φωνάξετε τον Βαβυλώνιον.

Τον επερίμενεν.

Ο πατήρ του είχεν έλθη από τας όχθας του Ευφράτου να προσφέρη τον εαυτόν του εις τον μέγαν Ηρώδην με πεντακοσίους ιππείς προς υπεράσπισιν των ανατολικών συνόρων. Μετά τον διαμελισμόν του κράτους ο Ιωακείμ έμεινεν με τον Φίλιππον και τώρα ευρίσκετο εις την υπηρεσίαν του Αντίπα. Παρουσιάσθη με έν τόξον επ' ώμου και με μίαν μάστιγα εις την χείρα. Σειρίτια πολύχρωμα περιέσφιγγον τας στρεβλωμένας κνήμας του. Οι χονδροί του βραχίονες εξείχον από τον χιτώνα του είς δε σκούφος εκ μηλωτής εσκίαζε το πρόσωπόν του, του οποίου το γένειον εστρέφετο εις κρίκους. Κατ' αρχάς προσεποιείτο ότι δεν ηννόει τον διερμηνέα. Αλλ' ο Βιτέλλιος έρριψεν έν βλέμμα εις τον Αντίπαν, ο οποίος επανέλαβε παρευθύς το πρόσταγμά του. Τότε ο Ιωακείμ εστήριξε τας δυο του χείρας επί της θύρας η οποία υπεχώρησεν εντός των τοίχων. Πνοή ανέμου θερμού εφύσησεν από τα σκότη. Στενός διάδρομος σχηματίζων καμπύλην έφερε προς τα κάτω. Επροχώρησαν και έφθασαν εις το κατώφλιον ενός σπηλαίου πολύ ευρυχωροτέρου από τα άλλα υπόγεια. Μία αψίς ήνοιγεν εις το βάθος βαράθρου το οποίον από το μέρος εκείνο υπερήσπιζε την Ακρόπολιν. Έν αιγόκλημα προσείρπεν επί του θόλου της, ενώ τα άνθη του εξήρχοντο εις το φως.

Εις την ρίζαν ενός βράχου μικρά βρύσις ανέβλυζε ψιθυρίζουσα. Πεντήκοντα ίπποι περίπου υπήρχον εκεί, και έτρωγον την φορβήν των επί υψηλής σανίδος η οποία έφθανεν έως εις το στόμα των. Όλων η χαίτη ήτο βαμένη γαλανή, αι οπλαί των ήσαν τυλιγμέναι εις ψιάθινα υποδήματα, το δε τρίχωμά των μεταξύ των ώτων, εσχημάτιζε θυσάνους δίκην φενάκης. Με τας πολύ μακράς ουράς των εκτύπων ελαφρά τα οπίσθια σκέλη των. Ο Ανθύπατος έμεινεν άναυδος από τον θαυμασμόν του. Τα ζώα εκείνα ήσαν θαυμάσια, εύκαμπτα ως ερπετά και ελαφρά ως πτηνά. Έφευγον μαζύ με τα βέλη των ιππέων, ανέτρεπον τους αναβάτας δάκνοντα αυτούς εις την κοιλίαν, επήδων υπεράνω των αβύσσων, και ολόκληρους ημέρας εξηκολούθουν εις την πεδιάδα τους εξωφρενιτικούς των καλπασμούς. Με μίαν λέξιν τα εσταμάτων. Μόλις εισήλθεν ο Ιωακείμ τον επλησίασαν όπως τα πρόβατα όταν ιδούν τον βοσκόν των. Και προβάλοντα τον τράχηλόν των, τον παρετήρουν ανήσυχα με τους παιδικούς των οφθαλμούς. Ο Ιωακείμ εσυνείθιζε και έβαλεν από το βάθος του λαιμού του μίαν βραχνήν κραυγήν, η οποία τα καθίστα τόσον εύθυμα, ώστε ωρθούντο ακράτητα επί των οπισθίων ποδών των, και στενοχωρούμενα εις το περιωρισμένον εκείνο μέρος εζήτουν να τρέξωσι.

Ο Αντίπας φοβούμενος μήπως του τα σφετερισθή ο Βιτέλλιος, τα είχε κλείσει εις το μέρος εκείνο, το οποίον ήτο επίτηδες διά τα ζώα εν καιρώ πολιορκίας.

 — «Αυτός ο σταύλος είνε άθλιος» είπεν ο Ανθύπατος «και κινδυνεύεις να τα χάσης! Μέτρησέ τα Σιζέννα»: Ο τελώνης απέσυρε μίαν πλάκα από την ζώνην του, εμέτρησε τους ίππους και τους κατέγραψε.

Οι εισπράκτορες των ταμιακών εταιριών διέφθειρον τους κυβερνήτας διά να λυμαίνονται τας επαρχίας. Ο Βιτέλλιος έχωνε την ρίνα του παντού και τα ωσφραίνετο όλα. Τέλος ανέβησαν πάλιν εις την αυλήν.

Εις το μέσον του δαπέδου, σκεπάσματα ορειχάλκινα, εκάλυπτον εδώ και εκεί δεξαμενάς. Ο Βιτέλλιος παρετήρησε μίαν μεγαλειτέραν των άλλων και η οποία δεν αντήχει υπό τας πτέρνας του. Τας εκτύπησε όλας, την μίαν μετά την άλλην έπειτα εβρυχήθη κροτών τους πόδας του.

 — Τον έχω! τον εύρον! Εδώ είνε ο θησαυρός του Ηρώδου.

Οι Ρωμαίοι είχον την τρέλλαν να νομίζουν ότι ο Ηρώδης είχε θησαυρόν.

 — «Δεν υπάρχει τίποτε», ωρκίζετο ο Τετράρχης.

 — Οπωσδήποτε κάτι θα υπάρχη εδώ κάτω.

 — Τίποτα! Ένας άνθρωπος, ένας φυλακισμένος.

 — «Δείξατέ μου τον», είπεν ο Βιτέλλιος.

Ο Τετράρχης δεν υπήκουσε.

Οι Ιουδαίοι θα εμάνθανον το μυστικόν του. Η επιμονή του να μην θέλη ν' ανοίξη το σκέπασμα έκαμε τον Βιτέλλιον ν' ανυπομονή.

 — «Σπάσετέ την»! ανέκραξεν εις τους ραβδούχους.

Ο Μαναή είχεν μαντεύσει την σκέψιν των. Όταν είδε τον πέλεκυν επίστευσε ότι επήγαινον να αποκεφαλίσουν τον Ιωάννην και με έν κτύπημα εσταμάτησε τον ραβδούχον επί της πλακός, παρέθεσε μεταξύ εκείνης και του λιθοστρώτου μικράν αρπάγην και έπειτα τεντώσας τους μακρούς, και ισχνούς του βραχίονας, ανεσήκωσε την πλάκα ευκολώτατα. Όλοι τότε εθαύμασαν την ρώμην του γέροντος εκείνου.

 — Υπό την καταπακτήν η οποία έσωθεν ήτο ξύλινος ηπλούτο μια ισομεγέθης κλαβανή. Με μίαν πυγμήν ήνοιξεν εις δύο και τότε εφάνη μία οπή, είς λάκκος πελώριος, προς τον οποίον κατέβαινε μία κλίμαξ άνευ κιγκλίδων. Όσοι δε έκυψαν επί του χείλους του λάκκου, παρετήρησαν εις το βάθος κάτι απαίσιον και φρικτόν.

Έν ον ανθρώπινον, έκειτο κατά γης η δε μακρά και πυκνή κόμη του συνεχέετο με τας τρίχας της αγρίας δοράς η οποία εστόλιζε τους ώμους του. Ηγέρθη. Το μέτωπόν του ήγγισεν έν οριζόντιον κιγκλίδωμα σιδηρόφρακτον και από καιρού εις καιρόν εξηφανίζετο εις τα βάθη του άντρου του.

Aι κορυφαί των τιαρών και αι λαβαί των ξιφών, απήστραπτον εις τον ήλιον, ο οποίος εθέρμαινεν αφορήτως τας πλάκας, αι δε περιστεραί επτερύγιζον υπεράνω της αυλής, διότι ήτο η ώρα κατά την οποίαν ο Μαναή εσυνήθιζε να τους ρίπτει σίτον.

Εκάθητο οκλαδόν ενώπιον του Τετράρχου, ο οποίος ίστατο όρθιος πλησίον του Βιτελλίου. Οι Γαλιλαίοι, οι ιερείς, οι στρατιώται, εσχημάτιζον κύκλον όπισθέν των. Όλοι εσιώπον εκ της αγωνίας δι' εκείνο το οποίον έμελλε να συμβή. Κατ' αρχάς, ηκούσθη βαθύς στεναγμός τον οποίον έβαλεν μία υποχθόνιος φωνή. Η Ηρωδιάς την ήκουσεν από την άλλην άκραν του παλατίου. Ηττημένη από έν θέλγητρον ακαταμάχητον, διέσχισε τα πλήθη και στηρίζουσα την μίαν της χείρα επί του ώμου του Μαναή και κλίνουσα προς τα εμπρός το σώμα ηκρωάτο.

Η φωνή έλεγεν.

 — Ουαί υμίν Φαρισαίοι και Σαδουχαίοι, όφεις γεννήματα εχιδνών, ασκοί πλήρεις αέρος, κύμβαλα αλαλλάζοντα!

Από την φωνήν είχεν αναγνωρίσει τον Ιωχανάν. Το όνομά του εκυκλοφόρει, ήρχισαν να τρέχουν και άλλοι.

 — Ουαί εις σε λαέ! ουαί υμίν προδόται του Ιούδα και μέθυσοι του Εφραίμ. Σεις οι οποίοι κατοικείτε την εύφορον κοιλάδα και παραπαίετε από τους ατμούς του οίνου, θα διαλυθήτε ως το ρέον ύδωρ, ως ο λοίμαξ ο οποίος τήκεται βαδίζων, ως το έκτρωμα γυναικός το οποίον δεν είδε το φως. Θα καταφύγετε εντός των κυπαρίσσων ως τα στρουθία, εις τους αγρούς ως αρουραίοι. Αι πύλαι του τείχους θα συντριβώσι ταχύτερον από καρύου κέλυφος. Οι τοίχοι θα κρημνισθώσι, αι πόλεις σας θα πυρποληθούν αλλ' η οργή του Κυρίου δεν θα σταματήση. Τα μέλη σας θα χωθούν εις το αίμα ως το μαλλίον εις τον κάδον του βαφέως. Η οργή του θα σας κατασυντρίψει ως καινουργής λίσγος. Θα σπείρη επί των βουνών όλα τα τεμάχια της σαρκός σας! Πλησίον εις τα πτώματα των μητέρων των, τα βρέφη θα σύρωνται εις την τέφραν, θα ζητούν νύκτα τον άρτον των αναμέσον των ερειπίων εις την τύχην της ρομφαίας. Οι θώες θα σύρουν τα οστά εις τας πλατείας εκεί όπου το εσπέρας ωμίλουν οι γέροντες. Αι παρθένοι σας καταπίνουσαι τα πικρά δάκρυα των θα κυθαρίζουν εις τα συμπόσια των ξένων. Οι δε γενναιότεροι των υιών σας θα κλίνουν τον αυχένα πληγωμένον από φόρτον βαρύτατον.

Εις τους λόγους εκείνους ο λαός επανέβλεπε τας ημέρας της εξορίας, όλας τας καταστροφάς της ιστορίας του. Ούτοι ήσαν λόγοι των αρχαίων προφητών. Ο Ιωάννης τους εσφενδόνιζεν ως μεγάλας βολάς, την μίαν κατόπιν της άλλης.

Αλλ' η φωνή ήρχισε τόρα να γίνεται γλυκεία μελωδική, γεμάτη αρμονίαν. Ανήγγειλε την απολύτρωσιν, την δόξαν του ουρανού, τον Νεογέννητον με τον ένα βραχίονα εις το σπήλαιον του δράκοντος, χρυσόν αντί αργίλου και την έρημον ανθούσαν ως ρόδον.

 — «Ό,τι σήμερον αξίζει εξήντα δηνάρια δεν θα αξίζει ούτε οβολόν. Πηγαί γάλακτος θ' αναβλύζουν από τους βράχους. Οι άνθρωποι θ' αποκοιμηθούν παρά τα πιεστήρια των σταφυλών με πλήρη την γαστέρα. Πότε θα έλθης συ προς ον ηυδόκησε; Όλα τα έθνη θα πέσουν να σε προσκυνήσουν, και το κράτος σου θα είνε αιώνιον Υιέ του Δαυίδ». Ο Τετράρχης ερρίφθη προς τα οπίσω διότι η ύπαρξις του υιού του Δαυίδ ως φόβητρον τον ηπείλει.

Ο Ιωάννης τον εχλεύαζε διά το βασιλικόν του αξίωμα.

 — «Δεν υπάρχει Θεός άλλος από τον αιώνιον». Τον εχλεύαζε διά τους κήπους του, διά τα αγάλματα, και τα εξ ελεφαντοστού έπιπλά του ως τον ασεβή Αχαάβ.

Ο Αντίπας έκοψε την λεπτήν άλυσσον της σγραγίδος του η οποία εκρέματο επί του στήθους του, και την επέταξεν εντός του λάκκου, διατάσσων αυτόν να σιωπήση. Αλλ' η φωνή επέμενεν.

 — «Θα φωνάζω ως άρκτος, ως όναγρος, ως τίκτουσα γυνή. Η τιμωρία διά την αιμομιξίαν σου ήρχισεν. Ο Θεός σε παιδεύει τώρα, με την στείρωσιν ημιόνου.» Γέλωτες ως πλατάγισμα υδάτων ηκούσθησαν. Ο Βιτέλλιος εξηκολούθει επιμόνως να μένη. Ο διερμηνεύς με ύφος απαθές μετέφραζεν εις την Ρωμαϊκήν γλώσσαν, όλας τας ύβρεις τας οποίας ο Ιωάννης εβρυχάτο εις την ιδικήν του. Ο Τετράρχης και η Ηρωδιάς ηνείχοντο ήδη τας ύβρεις εκείνας διά δευτέραν φοράν. Εκείνος ήσθμαινεν, ενώ εκείνη παρετήρει χάσκουσα το βάθος του σκοτεινού λάκκου. Ο τρομερός άνθρωπος έστρεψε προς τα επάνω την κεφαλήν, και σφίγγων τας σιδηράς κιγκλίδας εκόλλησεν επ' αυτών το πρόσωπόν του το οποίον ομοίαζε με βάτον, εντός της οποίας έλαμπον δύο ανημμένοι άνθρακες.

 — «Α! είσαι συ Ιεζάβελ; επήρες την καρδίαν του με τον τρυγμόν του υποδήματός σου χρεματίζουσα φορβάς. Διά να εκτελέσης τας θυσίας σου ανέβασες την στρωμνήν σου, εις τα όρη! Ο Κύριος θα σου αφαιρέση τα ενώτια, την πορφύραν, τας λινάς καλύπτρας, τα βραχιόνια των χειρών σου, τους δακτυλίους των ποδών σου και τας μικράς χρυσάς ημισελήνους αι οποίαι υποτρέμουν επί του μετώπου σου, τα αργυρά σου κάτοπτρα, τα εκ στρουθοκαμήλου ριπίδιά σου, τα μαργαρώδη σου πέδιλα τα οποία υψηλώνουν το ανάστημά σου, τους αλαζονικούς σου αδάμαντας, τα μύρα της κόμης σου, τους ζωγραφισμένους σου όνυχας, όλα τα τεχνάσματα της ραστώνης σου, και ο λαός δεν θα εύρη αρκετούς χάλικας διά να λιθοβολήση την μοιχαλίδα.» Η Ιεζάβελ διά του βλέμματός της εζήτει γύρω της καμμίαν προστασίαν. Οι Φαρισαίοι έκυπτον υποκριτικώς τους οφθαλμούς των. Οι Σαδουχαίοι απέστρεφον την κεφαλήν, φοβούμενοι μη προσβάλωσι τον Ανθύπατον. Ο Αντίπας εφαίνετο ως νεκρός.

Η φωνή εδυνάμωνεν, εξελίσσετο, εκυλίετο με σπαραγμούς κερανού, η δε ηχώ επαναλαμβάνουσα αυτήν κατεκεραύνωνε την Μαχαιρουσίαν, με κρότους αλεπαλλήλους.

 — Εξαπλώσου εις το χώμα, κόρη της Βαβυλώνος! άλεσε μόνη το άλευρόν σου! απόβαλε την ζώνην σου και τα σανδάλιά σου, σήκωσε υψηλά τα φορέματά σου, και πέρασε τους ποταμούς! Θα ανακαλύψουν το αίσχος, η ατιμία σου θα φανή. Οι κλαυθμοί σου θα σπάσουν τους οδόντας σου! Ο Παντοδύναμος βδελύσσεται την δυσωδίαν των εγκλημάτων σου! Σκάσε ως σκύλα, κατηραμένη, κατηραμένη!

Η καταπακτή έκλεισεν, ο Μαναή ήθελε να πνίξη τον Ιωάννην.

Την στιγμήν εκείνην, η Ηρωδιάς έγεινεν άφαντος. Οι Φαρισαίοι είχον σκανδαλισθή ο δε Αντίπας εν μέσω αυτών εδικαιολογείτο.

 — «Αναμφιβόλως» ισχυρίζετο ο Ελεάζαρ, «ημπορεί κανείς να λάβη σύζυγον την γυναίκα του αδελφού του». Αλλ' η Ηρωδιάς δεν ήτο χήρα, εξ άλλου δε, είχε και τέκνον το οποίον επεσφράγιζε την βδελυγμίαν.

 — «Πλάνη, πλάνη», αντείπεν ο Σαδουχαίος Ιωνάθαν, «ενώπιον του νόμου οι γάμοι ούτοι θεωρούνται κολάσιμοι. Αδιάφορον αν δεν κατηργήθησαν καθ' ολοκληρίαν».

 — «Αδιάφορον! φέρονται πολύ αδίκως προς εμέ», έλεγεν ο Αντίπας, «διότι επί τέλους, ο Αβεσαλώμ είχε συνεύνους τας γυναίκας του πατρός του, ο Ιούδας την νύμφην του».

Ο Αΰλος, ο οποίος προ ολίγου είχεν αποκοιμηθή ήλθεν πάλιν εις την ομήγυριν. Όταν έμαθεν περί τίνος επρόκειτο επεδοκίμασε τον Τετράρχην. Δεν έπρεπεν έλεγε να ενοχληθούν διόλου διά τοιαύτας ανοησίας, και εξεκαρδίζετο να γελά δια τας μομφάς των ιερέων και την οργήν του Ιωχανάν.

Η Ηρωδιάς επί του κατωφλίου εστράφη προς αυτόν.

 — Έχεις λάθος, αυθέντα μου. Παροτρύνει τον λαόν, να μη πληρώση τους φόρους.

 — «Αληθινά!» ηρώτησε παρευθύς ο Τελώνης.

Όλοι απήντησαν καταφατικώς.

Ο Τετράρχης ενίσχυε τας απαντήσεις των.

Ο Βιτέλλιος εσκέφθη ότι ο φυλακισμένος ηδύνατο να διαφύγη, και επειδή η διαγωγή του Αντίπα του εφαίνετο ύποπτος, έθεσε φρουρούς εις τας θύρας εις την σειράν των τοίχων και εις την αυλήν. Κατόπιν απεσύρθη εις τα ιδιαίτερά του δωμάτια. Η επιτροπή των ιερέων τον ακολούθησε. Χωρίς δε να θίξουν το ζήτημα του υπουργήματος του Ιεραθύτου, εξέθετον τα παράπονά των και όλοι τον εξελιπάρουν. Αλλ' εκείνος τους απέπεμψε.

Ενώ ο Ιωνάθαν έφευγε, διέκρινε εντός μιας επάλξεως, τον Αντύπαν συνομιλούντα με ένα άνθρωπον, με κόμην μακράν και λευκόν χιτώνα, ένα Εσσήνιον και μετενόησε διότι τον είχε υποστηρίξει. Μία σκέψις επαρηγόρησε τον Τετράρχην. Ο Ιωχανάν δεν εξηρτάτο πλέον απ' αυτόν. Οι Ρωμαίοι ήσαν υπεύθυνοι. Οποία ανακούφισις! Προσκαλέσας δε τον Φανουήλ και δεικνύων εις αυτόν τους στρατιώτας.

 — Αυτοί είνε ισχυρότεροι! δεν ημπορώ να τον σώσω! πταίω εγώ;

Η αυλή ήτο κενή, οι δούλοι ανεπαύοντο. Εις το ερυθρόν χρώμα του ουρανού, το οποίον επυρπόλει τον ορίζοντα, και τα ελάχιστα αντικείμενα εφαίνοντο μελανά. Ο Αντίπας διέκρινε τας αλυκάς εις το απέναντι άκρον της Νεκράς θαλάσσης, αλλά δεν έβλεπε πλέον τας σκηνάς των Αράβων. Ωρισμένως θα είχον φύγει. Η σελήνη ανέτελλε και μία ανακούφισις εισέδυεν εις την καρδίαν του. Ο Φανουήλ εξηντλημένος έμενε με την σιαγόνα επί του στήθους. Τέλος ανεκοίνωσε τας σκέψεις του.

Από την αρχήν του μηνός εμελέτα τον ουρανόν πριν να εξημερώση καθ' ην στιγμήν ο αστερισμός του Περσέως ευρίσκετο εις το ζενίθ. Το Αγαλά, μόλις διεκρίνετο, το Αλαγώλ έλαμπεν ολιγώτερον, το Μηρασέτ είχεν εξαφανισθή· εξ όλων τούτων, προοιωνίζετο τον θάνατον ανδρός εξόχως σπουδαίου την ιδίαν εκείνην νύκτα εις την Μαχαιρουσίαν.

Ποίον άραγε; τον Βιτέλλιον; αλλ' εκείνος ήτο καλά προφυλαγμένος. Ούτε τον Ιωχανάν δεν θα απεκεφάλιζον. Ώστε είνε η σειρά μου εσκέφθη ο Τετράρχης.

Μήπως οι Άραβες εσκόπευον να επανέλθουν;

Ο Ανθύπατος θα απεκάλυπτε τας μετά των Πάρθων σχέσεις του. Οι έμμισθοι δολοφόνοι της Ιερουσαλήμ συνώδευον τους ιερείς. Υπό τα φορέματά των έκρυπτον εγχειρίδια, ο δε Τετράρχης ουδόλως αμφέβαλλεν διά την επιτηδειότητα του Φανουήλ.

Του ήλθεν η ιδέα να προστρέξη εις την Ηρωδιάδα. Και όμως την εμίσει. Εκείνη θα του έδιδε θάρρος. Δεν είχον δε ακόμη κοπεί όλοι οι δεσμοί των οποίων άλλοτε η γοητεία τον είχεν υποδουλώση.

Ότε εισήλθεν εις τον κοιτώνα της, κινάμωμον ελιβάνιζεν εντός πορφυρού δοχείου.

Πούδραι, αλοιφαί, αραχνοειδείς οθόναι, κεντήματα ελαφρότερα πτερών, ήσαν εσκορπισμένα εδώ και εκεί. Ο Τετράρχης δεν ανέφερε την πρόρρησιν του Φανουήλ, ούτε τους φόβους του διά τους Ιουδαίους και τους Άραβας. Θα τον ήλεγχεν ως δειλόν. Της ωμίλησε λοιπόν μόνον διά τους Ρωμαίους. Ο Βιτέλλιος δεν του ενεπιστεύθη κανέν από τα στρατηγικά του σχέδια. Τον ενόμιζε φίλον του Γαΐου διότι εσύχναζε εις τον οίκον του Αγρίππα. Ή θα τον έστελλον εις εξορίαν ή ίσως θα τον εκαρατόμουν.

Η Ηρωδιάς με περιφρονητικήν ανεκτικότητα προσεπάθησε να τον καθησυχάση.

Από έν μικρόν κιβώτιον απέσυρε έπειτα έν μετάλλιον άτεχνον φέρον την μορφήν του Τιβερίου. Τούτο ήρκει να ωχριάση τους ραβδούχους και να εξαλείψη τας κατηγορίας. Ο Αντίπας συγκινηθείς από ευγνωμοσύνην την ηρώτησε πόθεν το είχεν.

 — «Μου το έδωσαν», απήντησεν. Κάτω από μίαν θυρίδα απέναντι είς γύμνος βραχίων, νέος μαγικός επροχώρησεν, ως να ήτο τορνευμένος από ελεφαντόδοντα. Με τρόπον ολίγον αδέξιον αλλά χαριτωμένον εκωπηλάτει εις τον αέρα, διά να φθάση έν υποκάμισσον λησμονημένον επί ενός σκαμνίου πλησίον του τοίχου.

Μία γραία της το έδωσε παραμερίζουσα ελαφρά τα παραπετάσματα. Ο Τετράρχης ενεθυμήθη κάτι το οποίον δεν ηδύνατο να καθαρίση ακριβώς.

 — Αυτή η δούλη, είνε ιδική σου;.

 — «Τι σε μέλλει;» απήντησεν η Ηρωδιάς.

Οι συμπόται επλήρουν την αίθουσαν του συμποσίου, η οποία είχε τρεις νάρθηκας ως εκκλησία, και την οποίαν εχώριζον στήλαι εκ ξύλου κέδρου με ορειχάλκινα λαξευτά κιονόκρανα. Δύο στοαί κιγκλιδωταί εστηρίζοντο υπεράνω, μία δε τρίτη με χρυσά τρίχαπτα εκυρτούτο εις το βάθος απέναντι πελωρίας αψίδος, η οποία έφθανεν από του ενός εις το άλλο άκρον της αιθούσης. Λυχνίαι πολύφωτοι λάμπουσαι επί των εις γραμμήν τοποθετημένων τραπεζών, καθ' όλον το εσωτερικόν της οικοδομής, εσχημάτιζον θάμνους πυρός μεταξύ των πηλίνων ζωγραφιστών κυπέλλων και των χαλκίνων πινακίων, εντός των οποίων σωροί σταφυλών και τεμάχια χιόνος εσχημάτιζον κύβους. Αλλ' αι ερυθραί εκείναι λάμψεις εχάνοντο διαρκώς ως εκ του ύψους της οροφής επί της οποίας καρφία χρυσά έλαμπον ως τα άστρα την νύκτα ανά μέσον των κλώνων. Από το άνοιγμα ενός μεγάλου παραθύρου διεκρίνοντο λαμπάδες επί των δωμάτων των οικιών διότι ο Αντίπας συνεώρταζε με τους φίλους του, με τον λαόν του και με όλους τους προύχοντας.

Θεράποντες, ζωηροί ως κύνες με μαλακά εις τους πόδας σανδάλια, έτρεχον γύρω εις τας τραπέζας φορτωμένοι με δίσκους. Η τράπεζα του Ανθυπάτου κατείχεν ολόκληρον την υψηλήν χρυσωμένην εξέδραν με ανάβαθρα εκ σανίδων συκομωρέας. Τάπητες της Βαβυλώνος εν είδει περιπτέρου την περιέκλειον. Τρεις κλίναι εξ ελεφαντοστού μία απέναντι και δύο εις τα πλάγια έφερον τον Βιτέλλιον, τον υιόν του και τον Αντίπαν. Ο Ανθύπατος εκάθητο προς τα αριστερά, ο Αΰλος εις τα δεξιά και ο Τετράρχης εις το μέσον. Ο Ηρώδης εφόρει μέλαινα βαρύν μανδύαν αι παρυφαί του οποίου εχάνοντο υπό τα χρωματιστά κεντήματα. Εις τα μήλα των παρειών του είχε ψιμμύθιον, το γένειον του είχε το σχήμα ριπιδίου εις δε την κόμην του την οποίαν έσφιγγε διάδημα αδαμαντοκόλλητον είχε ρίψη κυανήν κόνιν.

Ο Βιτέλλιος εκράτει το χρυσοκέντητον λωρίον του ξίφους του το οποίον κατέβαινεν εις διαγώνιον γραμμήν επί της μαλλίνης τηβέννου του. Ο Αΰλος είχε δεμένας εις τους ώμους του τας περιχειρίδας του εκ μεταξωτού κυανού με αργυράς σειράς. Οι πλόκαμοι της κόμης του εσχημάτιζαν κύματα, έν περιδέραιον εκ σαπφείρου έλαμπεν επάνω εις το στήθος του, το παχύ και λευκόν ως γυναικός. Πλησίον του επί μιας ψιάθου, με τας κνήμας οκλαδόν εκάθητο έν παιδίον το οποίον εμειδία διαρκώς. Επειδή δε εδυσκολεύετο να ενθυμηθή τον χαλδαϊκόν του όνομα το ονόμαζεν απλώς ο Ασιανός. Από καιρού εις καιρόν εξηπλούτο επάνω εις το τρικλίνιον, και οι γυμνοί του πόδες εδέσποζον της ομηγύρεως.

Από το μέρος εκείνο, εκάθηντο οι ιερείς και οι αξιωματικοί του Ηρώδου, οι πρόκριτοι της Ιερουσαλήμ και οι προύχοντες των ελληνικών πόλεων των κυβερνωμένων υπό του Ανθυπάτου· ο Μάρκελος με τους τελώνας, στενός φίλος του Τετράρχου, το προσωπικόν του Κανά, της Πτολεμαΐδος και της Ιεριχούς. Έπειτα αναμίξ ήσαν οι Ορεσίβιοι του Λιβάνου και οι γέροντες στρατιώται του Αντίπα, δώδεκα Θράκες, είς Γαλάτης, δύο Γερμανοί κυνηγοί των δορκάδων, οι ποιμένες της Ιουδαίας, ο Άρχων της Παλμύρας και οι ναύται της Εζιονγαβέρ. Καθείς είχεν έμπροσθέν του ανά έν πλακούντιον από ζύμην μαλακήν, διά να σπογγίζη τα δάκτυλά του. Οι βραχίονές των εκτεινόμενοι ως λαιμοί γυπών έσπερνον ελαίας, φιστίκια και αμύγδαλα. Όλων τα πρόσωπα ήσαν εύθυμα υπό τους ανθίνους στεφάνους. Οι Φαρισαίοι μόνοι τους απέκρουσαν· έφριξαν όταν τους εράντισαν με μύρα κατασκευασμένα προς χρήσιν των ναών. Ο Αΰλος έτριβε δι' αυτών την μασχάλην του, ο δε Αντίπας του υπεσχέθη φορτίον ολόκληρον και τρεις φιάλας εκ του αληθινού εκείνου μύρου, το οποίον έκαμε την Κλεοπάτραν να επιθυμή την Παλαιστίνην.

Είς αρχηγός της φρουράς της Τιβεριάδος ελθών κατά την στιγμήν εκείνην είχε σταθεί όπισθέν του, διά να του ομιλήση περί εκτάκτων συμβάντων. Αλλ' η προσοχή του ήτο διηρημένη μεταξύ του Ανθυπάτου και της ομιλίας η οποία εγένετο εις την πλησίον τράπεζαν. Ωμίλουν περί του Ιωχανάν και των ομοίων του. Ο Σίμων του Γιτπή εξέπλυνε τας ανομίας του εις το πυρ. Κάποιος Ιησούς . . . . «ο χειρότερος όλων» ανέκραξεν ο Ελεάζαρ, τι αγύρτης.

Όπισθεν του Τετράρχου είς άνθρωπος, ηγέρθη ωχρός ως το κράσπεδον της χλαμύδος του. Κατέβη το ανάβαθρον της εξέδρας, και καλών τους Φαρισαίους.

 — Ψεύδεσθε, ο Ιησούς κάμνει θαύματα.

Ο Αντίπας επεθύμει να τον ίδη.

 — Έπρεπε να τον φέρης εδώ! Τι πληροφορίας έχεις περί αυτού;

Τότε διηγήθη ότι αυτός, ο Ιακώβ, έχων μίαν κόρην ασθενή, είχεν υπάγη εις Καπερναούμ διά να παρακαλέση τον Διδάσκαλον να την θεραπεύση. Ο Διδάσκαλος απήντησεν.

«Επίστρεψον εις τον οίκον σου, η κόρη σου εθεραπεύθη». Και πράγματι επιστρέψας εύρεν αυτήν σηκωμένην από την κλίνην της, καθ' ην στιγμήν το ηλιακόν ωρολόγιον του παλατίου εσήμανε την τρίτην ώραν ήτοι την στιγμήν εκείνην ακριβώς κατά την οποίαν εκείνος επλησίασε τον Ιησούν.

Και μήπως τάχα, αντέτειναν οι Φαρισαίοι, δεν υπάρχουν εμπειρικοί και θαυματουργά βότανα; Ως και εδώ ακόμη εις την Μαχαιρουσίαν ευρίσκονται κάποτε βότανα τα οποία κάμνουν τον άνθρωπον άτρωτον. Αλλά να θεραπεύσης χωρίς να ιδής ούτε να εγγίσης, είνε πράγμα αδύνατον εκτός μόνον αν ο Ιησούς έχει συνεργόν τον Βιελζεβούλ.

Οι φίλοι του Αντίπα, οι προύχοντες της Γαλλιλαίας, επανέλαβον κινούντες την κεφαλήν.

 — Χωρίς άλλο είνε συνεργία του διαβόλου.

Ο Ιακώβ όρθιος μεταξύ των τραπεζών του Αντίπα και των ιερέων εσιώπα με ύφος αγέρωχον και γλυκύ.

Οι άλλοι τον εβίαζον να ομιλήση.

 — Δικαιολόγησε την δύναμίν του.

Έκυψε τους ώμους και χαμηλή τη φωνή, αργά ως φοβούμενος τον εαυτόν του.

 — Δεν το ειξεύρετε λοιπόν, ότι αυτός είνε ο Μεσσίας;

Όλοι οι ιερείς παρετήρουν αλλήλους. Ο δε Βιτέλλιος ηρώτα να μάθη την σημασίαν της λέξεως. Ο διερμηνεύς εσταμάτησε προς στιγμήν, πριν να ομιλήση. Ούτως εκαλείτο ο Λυτρωτής ο οποίος θα τους έφερε όλα τα αγαθά και την κυριαρχίαν όλων των λαών. Μερικοί μάλιστα νέοι υπεστήριζον ότι έπρεπε να ελπίζουν εις δύο. Ο πρώτος θα ενικάτο από τον Γκωζ και Μαγμώζ τους δαίμονας τον βορρά, αλλ' ο άλλος θα εξωλόθρευε τον άρχοντα του κακού τον οποίον προ αιώνων ανέμενον από στιγμής εις στιγμήν.

Άμα οι ιερείς έμειναν σύμφωνοι ο Ελεάζαρ έλαβε τον λόγον.

 — Εν πρώτοις ο Μεσσίας ώφειλε να είνε τέκνον του Δαυίδ και ουχί ενός τέκτονος ίνα πληρωθή η Γραφή. Αυτός ο Ναζωραίος τον προσέβαλε, και λόγος ισχυρότερος ότι έπρεπε να προηγηθή της ελεύσεως του Ηλία. Ο Ιακώβ αντέτεινεν.

 — Αλλ' ο Ηλίας ήλθε.

 — «Ο Ηλίας, ο Ηλίας!» απήντησαν τα πλήθη από άκρου εις άκρον της αιθούσης.

Όλοι με την φαντασίαν παρετήρουν ένα γέροντα εις την πτήσιν ενός κόρακος, τον κεραυνόν πυρπολούντα ένα ναόν, τους ειδωλολάτρας ποντίφηκας πίπτοντας εις τους χειμάρρους. Και αι γυναίκες από του ρητορικού βήματος εμνήσθησαν την γυναίκα του Σαρεπτά. Ο Ιακώβ απέκαμε να επαναλέγη ότι τον εγνώριζε. Τον είχεν ιδεί, και ο λαός τον είδε!

 — Το όνομά του:

Τότε με όλην του την δύναμιν εφώναξε.

 — Ιωχανάν!

Ο Αντίπας ανετράπη ως να τον εκτύπησαν κατάστηθα. Οι Σαδουχαίοι επήδησαν ως θηρία επί του Ιακώβ. Ο Ελεάζαρ εδημηγόρει διά να γίνη ακουστός. Όταν η σιωπή απεκατεστάθη, διηυθέτησε τας πτυχάς του μανδύου του και ως κριτής έκαμεν ερωτήσεις.

 — «Αφού ο προφήτης απέθανεν.....» ψιθυρισμοί τον διέκοψαν. Ενόμιζον ότι ο Ηλίας μόνον εξηφανίσθη. Ωργισμένος κατά του όχλου εξηκολούθει την κρίσιν του.

 — Φαντάζεσαι ότι ανεστήθη;

 — «Διατί όχι;» είπεν ο Ιακώβ.

Οι Σαδουχαίοι ύψωσαν τους ώμους.

Ο Iωνάθαν ανοίγουν υπερμέτρως τους μικρούς του οφθαλμούς, προσεπάθει ως γελωτοποιός να γελάση. Ουδέν ανοητότερον από την αξίωσιν ότι το σώμα ανήκει εις την αιώνιον ζωήν.

Αλλ' ο Αΰλος είχε κύψει εις το άκρον του τρικλινίου, με το μέτωπον κάθιδρον, το πρόσωπον πράσινον και τας παλάμας επί του στομάχου.

Οι Σαδουχαίοι προσεποιούντο ότι είχον συγκινηθεί πολύ. Την επαύριον τους απέδωκε το δικαίωμα του ιερωθύτου· ο Αντίπας εδείκνυε απελπισίαν, ο Βιτέλλιος έμεινεν απαθής. Αι θλίψεις του εν τούτοις ήσαν μεγάλαι· εξ αιτίας του υιού του εκινδύνευε να χάση την περιουσίαν του.

Μόλις ο Αΰλος έπαυσε να κάμη εμετόν και ηθέλησε να φάγη πάλιν.

 — Να μου δώσουν μαρμαρόκονιν σχιστόλιθον της Νάξου, νερό της θαλάσσης ότι κι' αν είνε, να πάρω έν λουτρόν;

Ετραγάνισεν έν τεμάχιον χιόνος, έπειτα, διστάζων μεταξύ ενός τριβλίου κρέατος και ροδίνων κοσσύφων επροτίμησε το γλύκισμα με κολοκύνθην. Ο Ασιανός τον εθαύμαζεν. Η ευκολία εκείνη με την οποίαν κατεβρόχθιζε τα διάφορα εδέσματα εσήμαινεν ον εξαίσιον και από υψηλόν αίμα.

Έφερον νεφρά ταύρου, μυοξούς, αηδόνας, περικόμματα κρέατος εντός φύλλων αμπέλου. Οι ιερείς εφιλονείκουν περί της Αναστάσεως. Ο Αμμώνιος, ο μαθητής του Φίλωνος του Πλατωνικού την έκρινε βλακώδη, και το έλεγεν εις τους Έλληνας οι οποίοι περιέπαιζον τους χρησμούς. Ο Μάρκελλος και ο Ιακώβ είχον λάβη μέρος εις την ομιλίαν. Ο πρώτος διηγείτο εις τον δεύτερον την χαράν την οποίαν είχεν αισθανθή κατά το βάπτισμα του Μιθρά, και ο Ιακώβ τον προέτρεπε ν' ακολουθήση τον Ιησούν. Ο οίνος του φοίνικος και της ταμαρίνης έρρεεν από τους αμφορείς εις τα κύπελλα, και από τα κύπελλα εις τους λάρυγγας. Τα στόματα εφλυάρουν, αι καρδίαι ηυθύμουν. Ο Ιωακείμ αν και Ιουδαίος, δεν έκρυπτε πλέον την προς τα άστρα λατρείαν του. Είς έμπορος εξ Αφακά έκαμε τους νομάδας να χάσκουν, διηγούμενος λεπτομερώς τα θαυμάσια του ναού της Ιεραπόλεως. Και ηρώτων πόσα θα εστοίχιζεν η αποδημία εκείνη. Άλλοι έμενον πιστοί εις την γεννέθλιον θρησκείαν. Είς Γερμανός σχεδόν τυφλός, έψαλεν ένα ύμνον, εξυμνών τα ακρωτήρια εκείνα της Σκανδιναβίας, όπου αι μορφαί των Θεών εμφανίζονται εις ακτινοβόλον φωτοστέφανον. Και οι άνδρες της Σιχέμ δεν έφαγον τας τρυγόνας, προτιμώντες τας περιστεράς μετ' αζύμων.

Πολλοί συνωμίλουν όρθιοι εν μέσω της αιθούσης· ο αχνός των αναπνοών με τον καπνόν των πολυελαίων εσχημάτιζεν ομίχλην εις τον αέρα. Ο Φανουήλ διέβη από το έν εις το άλλο παράθυρον. Επήγαινε πάλιν να μελετήση τα άστρα, αλλά δεν επλησίαζε τον Τετράρχην φοβούμενος μήπως κηλιδωθεί δι' ελαίου, διότι τούτο διά τους Εσσηνίους εθεωρείτο ως μέγας μολυσμός.

Κτύποι ηκούσθησαν εις την πύλην του φρουρίου. Εγνώριζον ότι ο Ιωχανάν εκρατείτο εκεί δέσμιος. Άνδρες φέροντες πυρσούς ανημμένους ανερριχώντο επί της ατραπού. Η χαράδρα ήτο γεμάτη από ένα μελανόν όγκον και οι άνδρες εβρυχώντο εκ διαλειμμάτων.

Ιωχανάν, Ιωχανάν.

 — Κάμνει άνω κάτω τον κόσμον, είπεν ο Ιωνάθαν.

 — Αν εξακολουθήση αυτή η κατάστασις δεν θα έχομεν πλέον χρήματα, εβόουν οι Φαρισαίοι.

Κατακραυγαί ηκούοντο.

 — Υπερασπίσου μας!

 — Δόσ' ένα τέλος εις αυτό το ζήτημα!

 — Αφίνεις απροστάτευτον την θρησκείαν.

 — Άνομε, ως όλοι οι Ηρώδαι!

 — «Ολιγώτερον υμών», απεκρίθη ο Αντίπας. «Ο πατήρ μου έκτισε τον ναόν σας!»

Τότε οι Φαρισαίοι, οι υιοί των προγεγραμμένων και οι οπαδοί του Ματαθία, κατηγόρουν τον Τετράρχην διά τα εγκλήματα της οικογενείας του.

Είχον κρανία ωοειδή, γένειον ανορθωμένον, χείρας ισχνάς και ασχήμους, μέτωπον πλατύ, οφθαλμούς χονδρούς και στρογγυλούς με όψιν μολοσσών.

Δώδεκα γραμματείς και υπηρέται των ιερέων, τρεφόμενοι από τα λείψανα των θυσιών, ώρμησαν κατά της εξέδρας και με μαχαίρας ηπείλουν τον Ηρώδην, ο οποίος εδημηγόρει προς αυτούς εν ώ οι Σαδουχαίοι τον υπερησπίζοντο νωθρώς. Ο Αντίππας παρετήρησε τον Μαναή και του έκαμε νεύμα να φύγη, εν ώ ο Βιτέλλιος με την στάσιν του εδείκνυεν ότι αυτά τα πράγματα δεν τον ενδιέφερον.

Οι Φαρισαίοι καθήμενοι επί των τρικλινίων των εμαίνοντο ως δαιμονισμένοι. Συνέτριβον τα πινάκια τα οποία είχον έμπροσθέν των. Τους είχον δώσει να φάγουν τα ονομαστά ορεκτικά του Μαικήνα, από άγριον όνον, έν κρέας ακάθαρτον.

Ο Αΰλος τους εχλεύαζε διά την κεφαλήν του ονάγρου την οποίαν έλεγεν ότι εσέβοντο, αρχίσας και άλλους σαρκασμούς διά την προς τους χοίρους αποστροφήν των, διότι ως φαίνεται τα χονδροειδή ταύτα ζώα είχον φονεύσει τον Βάκχον των, ηγάπων δε και τον οίνον, αφ' ότου είχον ανακαλύψει εντός του ναού έν χρυσούν κλίμα αμπέλου.

Οι ιερείς δεν ηννόουν τους λόγους εκείνους, ο δε Φοινίας, Γαλιλαίος την καταγωγήν, ηρνείτο να τους μεταφράση. Ο Αΰλος έγινεν έξω φρενών, μάλιστα όταν έμαθεν ότι ο Ασιανός καταληφθείς υπό φόβου, είχε γίνη άφαντος. Τα φαγητά δεν του ήρεσκον, τα εύρισκεν αηδή και απεριποίητα. Ησύχασε δε μόνον όταν είδε τας ουράς των Συριακών προβάτων, αι οποίαι ήσαν παχύταται.

Ο χαρακτήρ των Ιουδαίων εφαίνετο ειδεχθής εις τον Βιτέλλιον. Ο Θεός των πολύ πιθανόν να ήτο ο Μολώχ του οποίου ναούς είχε συναντήσει καθ' οδόν.

Και του επανήλθον εις την μνήμην αι θυσίαι των παιδίων, με την ιστορίαν του ανθρώπου τον οποίον επάχυνον μυστικά.

Η λατινική καρδία του ανεστατούτο από αηδίαν διά την μισαλλοδοξίαν των, την λύσσαν των διά τας αγίας εικόνας, τα τερατώδη των σκάνδαλα.

Ο Ανθύπατος ήθελε να φύγη. Ο Αΰλος ηναντιώθη. Με τον μανδύαν ερριμμένον επί των γόμφων, εκυλίετο όπισθεν ενός σωρού τροφίμων τα οποία, αν και είχε χορτάσει υπερμέτρως, δεν ήθελε ν' αποχωρισθή.

H έξαψις του λαού ηύξανεν. Ενεθυμούντο την δόξαν του Ισραήλ την αρχαίαν, και ηύχοντο την απελευθέρωσίν των. Όλοι οι μέχρι τούδε κατακτηταί των ετιμωρήθησαν. Και ο Αντίγονος, και ο Κράσσος και ο Βάρος.

 — «Άθλιε!» λέγει ο Ανθύπατος, διότι ήκουε τον Σύριον και τον ηννόησε, ενώ ο διερμηνεύς του εχρησίμευε μόνον διά να του δώση καιρόν ν' απαντήση,

Ο Αντίππας με πολλήν σπουδήν έσυρε το μετάλλιον του Αυτοκράτορος, και παρατηρών αυτό μετά τρόμου, το παρουσίασεν από το μέρος της εικόνος. Τα παραπετάσματα της χρυσής εξέδρας ηνοίχθησαν πάραυτα, και εις το φως των λαμπάδων μεταξύ των θεραπαινίδων και ανθίνων εξ ανεμώνης στεφάνων η Ηρωδιάς επεφάνη, φέρουσα εις την κεφαλήν το στέμμα της Ασσυρίας, το οποίον έν λωρίον ως υποπωγωνίς εστήριζεν επί του μετώπου της.

Η βοστρυχομένη κόμη της εξεχύνετο επί του ερυθρού πέπλου ο οποίος έπιπτεν επί των μακρών περιχειρίδων της. Δύο πέτρινα είδωλα όμοια με τους θησαυρούς των Ατρειδών όρθια απέναντι της θύρας, ωμοίαζον προς την Κυβέλην παρά το πλευρόν των λεόντων της. Και εκ του ύψους του κιγκλιδώματος όπου εκάθητο ο Αντίπας, κρατών το σκήπτρον του εις την χείρα εφώναξε:

 — Ζήτω ο Καίσαρ!

Η ανευφημία αύτη επανελήφθη από τον Βιτέλλιον, τον Αντίπαν και τους ιερείς.

Αλλ' εκ του βάθους της αιθούσης έφθανεν είς βόμβος εκπλήξεως και θαυμασμού. Την στιγμήν εκείνην, μία νεάνις είχεν εισέλθη. Κάτω από τον ιόχρουν πέπλον ο οποίος έκρυπτε το στήθος και την κεφαλήν της, διεκρίνοντο τα τόξα των οφθαλμών της, τα ψέλλια των ώτων της, και η λευκότης του δέρματός της.

Έν τετράγωνον μεταξωτόν πολύχρωμον καλύπτων τους ώμους της, εκρατείτο εις την οσφύν από χρυσοκέντητον ζώνην. Αι μαύραι περικνημίδες της ήσαν ποικιλμέναι με φύλλα μανδραγόρα, και με ράθυμον βήμα εκροτάλλιζε τα μικρά της σανδάλια, τα στολισμένα με πτερά κολιβρίου.

Εις το ύψος της εξέδρας αφήρεσε τον πέπλον της. Ήτο όπως άλλοτε η Ηρωδιάς εις την νεότητά της. Έπειτα ήρχισε να χορεύη. Η νεάνις εκείνη ήτο η Σαλώμη. Οι πόδες της έβαινον ο είς προ του άλλου με τον ρυθμόν του αυλού και ζεύγους κροτάλων. Οι τορνευτοί βραχίονές της εκάλουν κάποιον, ο οποίος έφευγε πάντοτε, και τον οποίον εκείνη ηκολούθει ελαφροτέρα χρυσαλλίδος ως ψυχή περίεργος και πλανωμένη ετοίμη προς πτήσιν. Τους πενθίμους ήχους του αυλού αντικαθίστων τα κρόταλα. Την πλήξιν διεδέχετο η ελπίς. Αι στάσεις της εξέφραζον στεναγμούς, και το όλον της τόσην ερωταλγίαν, ώστε δεν εγνώριζον αν έκλαιεν ένα θεόν, ή αν απέθνησκεν με την θωπείαν του. Με τα βλέφαρα ημίκλειστα έστρεφε την οσφύν της, εταλάντευε την κοιλίαν και τα στήθη της με κυματισμούς εγκλείοντας τρικυμίαν. Το πρόσωπόν της έμενεν ακίνητον, οι δε πόδες της δεν εσταμάτων.

Ο Βιτίλλιος την παρομοίασε με τον Μνηστήρα τον μίμον. Ο Αΰλος ήμει ακόμη. Ο Τετράρχης εχάνετο εις έν όνειρον και δεν εσκέπτετο πλέον την Ηρωδιάδα. Ενόμιζεν ότι την έβλεπε πλησίον των Σαδουχαίων. Η οπτασία απεμακρύνθη. Και εν τούτοις δεν ήτο όραμα. Η Ηρωδιάς είχε διδάξη μακράν της Μαχαιρουσίας την κόρην της Σαλώμην να κάμη τον Τετράρχην να την αγαπήση. Η ιδέα ήτο καλή και τόρα ήτο πλέον βεβαία ότι επέτυχε.

Εξ άλλου ο παράφορος έρως του έπρεπε να κορεσθή. Εχόρευσεν ως αι Ιέρειαι των Ινδιών, ως αι κόραι των καταρρακτών της Νουβίας, ως οι Βαχάνται της Λυδίας. Ανεστρέφετο από όλα τα μέρη, ομοία με άνθος το οποίον κλονίζει η καταιγίς. Οι αδάμαντες των ενωτίων της απήστραπτον, και επήδων, το μεταξωτον ύφασμα ηκτινοβόλει εις τους ώμους της εις μυρίας αποχρώσεις. Από τους βραχίονάς της, τους πόδας, τα ενδύματά της ανέθρωσκον σπινθήρες αόρατοι οι οποίοι επυρπόλουν τους άνδρας. Μία άρπα αντήχει.

Το πλήθος την ανευφήμει. Χωρίς να κάμψει τα γόνατά της χωρίζουσα τας κνήμας της, έκυψε με τόσην τέχνην ώστε η σιαγών της έψευσε το δάπεδον. Και οι συνηθισμένοι εις την εγκράτειαν αρχιποιμένες, και οι έκδοτοι εις τας ακολασίας Ρωμαίοι στρατιώται, και οι φιλάργυροι τελώναι, και οι γέροντες ιερείς οι φιλονικούντες θυμωμένοι, όλοι διαστέλλοντες τους ρώθωνάς των ήσθμαινον εκ της ηδονής. Κατόπιν ήρχισε να στρέφεται πέριξ της τραπέζης του Αντίπα φρενήρης ως ο ρόμβος των μαγισσών. Και με φωνήν την οποίαν εδόνουν οι λυγμοί της ηδυπαθείας ο Ηρώδης της έλεγεν.

 — Έλα, έλα!

Εκείνη εστρέφετο πάντοτε.

Τα τύμπανα εκρότουν μέχρι διαρρήξεως, ο όχλος ωλόλυζεν. Αλλ' ο Τετράρχης εφώναζε δυνατώτερα.

 — «Έλα, έλα! Θα σου χαρίσω την Καπερναούμ, την πεδιάδα της Τιβεριάδος, τα φρούριά μου, το ήμισυ του βασιλείου μου». Εκείνη ερρίφθη επί των χειρών της με τα πέλματα εις τον αέρα διέτρεξεν ούτω την εξέδραν δίκην πελωρίου κανθάρου, και εσταμάτησεν αποτόμως. Ο τράχηλος και οι σπόνδυλοι της εσχημάτιζον ορθογώνιον. Αι χρωματισταί περικνημίδες αι οποίαι περιέβαλλον τας κνήμας της διαπερώσαι υπεράνω των ώμων της, ως ουράνια τόξα συνώδευον το πρόσωπόν της εις πηχιαίαν από του εδάφους απόστασιν. Τα χείλη της ήσαν ζωγραφισμένα, αι οφρείς καταμέλαναι, οι οφθαλμοί της σχεδόν τρομεροί, αι δε σταγόνες του ιδρώτος επί του Μετώπου της ωμοίαζον προς ατμόν επί λευκού μαρμάρου.

Η Σαλώμη δεν ωμίλει. Μόνον εβλέποντο. Κροτάλισμα δακτύλων ηκούσθη εις την εξέδραν. Ανέβη επ' αυτής εφάνη πάλιν και τραυλίζουσα επρόφερε τας εξής λέξεις με ύφος παιδίου.

 — «Θέλω να μου δώσης επί πίνακος, την κεφαλήν» . . . είχε λησμονήσει το όνομα, αλλ' ευθύς πάλιν επανέλαβε μειδιώσα «. . . την κεφαλήν του Ιωχανάν»!

Ο Τετράρχης παρέλυσεν ως κεραυνόπληκτος· είχε δώσει τον λόγον του και ο λαός ανέμενε.

Ο θάνατος τον οποίον του είχεν προείπη αν εφηρμόζετο είς τινα άλλον, θα εματαίωνεν αρά γε τον ιδικόν του; Αν ο Ιωάννης ήτο πράγματι ο Ηλίας, θα ηδύνατο να διαφύγη· αν δεν εγένετο φόνος δεν είχεν το πράγμα και πολλήν σημασίαν.

Ο Μαναή ήτο εις το πλευρόν του και εμάντευσε τας σκέψεις του. Ο Βιτέλλιος τον εκάλεσε διά να του εμπιστευθή μερικάς διαταγάς προς την φρουράν, η οποία εφύλασσε την τάφρον. Τούτο τον ανεκούφισεν ολίγον, εντός λεπτού όλα θα ετελείωνον.

Εν τούτοις ο Μαναή δεν ήτο έτοιμος διά το έργον.

Μετ' ολίγον εισήλθε τεταραγμένος.

Επί τεσσαράκοντα ήδη έτη μετήρχετο το επάγγελμα του δημίου.

Αυτός είχε πνίξει τον Αριστόβουλον, αυτός είχε στραγγαλίσει τον Αλέξανδρον, αυτός είχε καύσει ζώντα τον Ματαθίαν αυτός είχεν αποκεφαλίσει τον Ζωσιμάν, τον Πάπον, τον Ιωσήφ και τον Αντίπατρον, και όμως δεν ετόλμα να φονεύση τον Ιωχανάν. Οι οδόντες του έτριζον, όλον του το σώμα ήσπαιρεν. Είχε διακρίνει προ του λάκκου, τον αρχάγγελον των Σαμαριτών, πανόπτην και κραδαίνοντα πελωρίαν ρομφαίαν ερυθράν και δαντελλωτήν ως φλόγα. Δύο στρατιώται παρευρεθέντες ως μάρτυρες ηδύναντο να το ομολογήσουν. Ο ίδιος όμως δεν είδε τίποτε, εκτός ενός Ιουδαίου χιλιάρχου, ο οποίος είχεν ορμήσει επ' αυτών και ο οποίος δεν υπήρχε πλέον.

Η οργή της Ηρωδιάδος εξέσπασεν εις καταρράκτην ύβρεων χυδαίων και αιμοσταγών. Έσπασε τους όνυχάς της εις τα κικγλιδώματα της εξέδρας, και οι δύο λαξευτοί λέοντες, εφαίνοντο ως να έδακνον τους ώμους της, και να εβρυχώντο όπως εκείνη.

Ο Αντίπας την εμιμήθη, οι ιερείς, οι στρατιώται, οι Φαρισαίοι, όλοι εζήτουν εκδίκησιν, ενώ οι άλλοι ανυπομόνουν, διότι εβράδυνον να εκπληρώσουν την επιθυμίαν των.

Ο Μαναή εξήλθε, κρύπτων το πρόσωπον.

Οι συνδαιτημόνες ανυπομόνουν ακόμη περισσότερον και εβαρύνοντο. Αίφνης, κρότος βημάτων αντήχησε εις τον πρόδρομον: η δυσφορία καθίστατο αφόρητος. Η κεφαλή εισήλθε — και ο Μαναή την εκράτει από την κόμην βρενθυόμενος διά τα χειροκροτήματα.

Την έθεσεν εντός πίνακος και την προσέφερεν εις την Σαλώμην.

Εκείνη ελαφρά ως δορκάς ανέβη επί της εξέδρας. Μετ' ολίγα λεπτά η κεφαλή μετεκομίσθη υπό μιας γραίας, την οποίαν ο Τετράρχης είχε διακρίνει την πρωίαν επί του αναχώματος μιας οικίας, και την οποίαν προ ολίγου είχε συναντήση εις τα δωμάτια της Ηρωδιάδος. Οπισθοχώρησε διά να μην την ίδη.

Ο Ετέλλιος έρριψεν επ' αυτής βλέμμα αδιάφορον. Ο Μαναή κατέβη από την εξέδραν και εξέθεσε την κεφαλήν εις τον Ρωμαίον στρατηγόν και ακολούθως εις όλους όσοι ευωχούντο πλησίον του και οι οποίοι την εξήταζον.

Η οξεία λεπίς του οργάνου διολισθήσασα εκ των άνω προς τα κάτω είχεν αποκόψει την σιαγόνα.

Το έν άκρον του στόματος είχε διασταλή από τους σπασμούς. Το αίμα πηγμένον πλέον, ήτο εσπαρμένον επί του πώγωνος. Τα κλειστά βλέφαρά του, ήσαν πελιδνά ως κογχύλια και οι πολυέλαιοι γύρω ηκτινοβόλουν. Η κεφαλή έφθασεν εις την τράπεζαν των ιερέων. Είς Φαρισαίος την ανέστρεψε περιέργως. Αλλ' ο Μοναή την έβαλε πάλιν εις την θέσιν της και την έστησεν ενώπιον του Αΰλου, ο οποίος είχεν εξυπνήση. Από το άνοιγμα των βλεφάρων και τας νεκράς και σβυσμένας κόρας, εφαίνετο ως να ήθελε να είπη κάτι.

Κατόπιν ο Μαναή την παρουσίασεν εις τον Αντίπαν. Δυο δάκρυα εκυλίσθησαν επί των παρειών του Τετράρχου.

Αι λαμπάδες εσβέσθησαν. Οι συμπόται απήλθον, μόνος ο Αντίπας εντός της κενής αιθούσης με τας χείρας εις τους κροτάφους εξηκολούθει να ατενίζη την αιμόφυρτον κεφαλήν, ενώ ο Φανουήλ όρθιος εις το μέσον της μεγάλης αψίδος με τους βραχίονας υψωμένους προσηύχετο.

Άμα ανέτειλεν ο ήλιος δύο άνθρωποι, εκείνους τους οποίους είχε στείλει ο Ιωχανάν ως απεσταλμένους επανέκαμψαν κομίζοντες την απάντησιν την οποίαν επί τόσον καιρόν ανέμενε.

Την ενεπιστεύθησαν εις τον Φανουήλ ο οποίος έγινεν έξαλλος από χαράν. Ο Φανουήλ τότε τοις έδειξεν το απαίσιον αντικείμενον επί του πίνακος εν μέσω των λειψάνων του συμποσίου. Ο είς εξ αυτών του είπεν:

 — Θάρρος! μην λυπείσαι διόλου! Ο Ιωάννης κατέβη εις τον Άδην διά να ευαγγελήση εις τους νεκρούς τον Χριστόν!

Ο Φανουήλ ηννόει τόρα τους λόγους εκείνους: «Διά να δοξασθή εκείνος, έπρεπε εγώ να ταπεινωθώ!»

Και οι τρεις ομού παραλαβόντες την κεφαλήν του Ιωχανάν ανεχώρησαν προς την Γαλιλαίαν.

Επειδή δε ήτο πολύ βαρεία την εσήκωνον εναλλάξ.

ΤΕΛΟΣ