Title: Λουκιανός - Άπαντα, Τόμος Έκτος
Author: of Samosata Lucian
Translator: Ioannes Kondylakes
Release date: April 25, 2009 [eBook #28606]
Most recently updated: January 25, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
Release Date: April 25, 2009 [EBook #28606] Last Updated: November 21, 2009
Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
Note: Numbers in curly brackets relate to the footnotes that have been transferred at the end of the book.
In three instances, missing words have been denoted by []. For one of them, I have supplied what I think it is. I have added a note included in //
The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
Σημείωση: Οι αριθμοί σε αγκύλες {} αφορούν στις υποσημειώσεις των σελίδων που έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
Σε τρεις περιπτώσεις που λείπουν λέξεις έχω χρησιμοποιήσει []. Σε μια από αυτές έχω γράψει την λέξη που νομίζω ότι είναι. Μια σημείωσή μου περιβάλλεται από //.
Το τονικό σύστημα έχει αλλαχτεί από πολυτονικό σε μονοτονικό.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: Εικόνες. — Υπέρ των εικόνων. — Εταιρικοί διάλογοι. — Όνειρον ή Αλεκτρυών. — Συμπόσιον ή Λαπίθαι. — Ζευς τραγωδός. — Συστημάτων Δημοπρασία. — Αλιεύς ή αναζήσαντες. — Ηρόδοτος ή Αετίων.
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
ΑΠΑΝΤΑ
ΛΥΚΙΝΟΣ. Αναμφιβόλως εκείνο το οποίον έπαθα προ ολίγου, όταν είδα
μίαν ωραιοτάτην γυναίκα, είνε ό,τι επάθαιναν όσοι αντίκρυζαν την
Γοργόνα· διότι ακριβώς παρ' ολίγον να μεταβληθώ εξ ανθρώπου εις
πέτραν από την κατάπληξιν.
ΠΟΛΥΣΤΡΑΤΟΣ. Βέβαια θα ήτο εξαιρετικόν και λίαν καταπληκτικόν το θέαμα, αφού και τον Λυκίνον ηδυνήθη να εκπλήξη, και μάλιστα όταν το αντικείμενον ήτο γυναίκα. Αν ήτο κανείς έφηβος δεν θ' απορούσα, διότι συχνότατα σου συμβαίνει να μένης εκστατικός ενώπιον των ωραίων νέων και είνε ευκολώτερον να μετακινήση κανείς ολόκληρον το Σίπυλον (2) παρά να σε αποσπάση από τους ωραίους, όταν στέκεσαι ενώπιόν των με το στόμα ανοικτόν και τα μάτια βουρκωμένα πολλάκις, όπως η κόρη του Ταντάλου. Αλλά δεν μου λες, ποία ήτο αυτή η απολιθώνουσα Μέδουσα και από πού ήτο διά να μάθω και εγώ; διότι δεν πιστεύω να θέλης μόνον διά τον εαυτόν σου το θέαμα και να ζηλοτυπήσης εάν και εγώ θελήσω να απολιθωθώ μαζή σου.
ΛΥΚ. Πρέπει να ξέρης ότι και μακρόθεν αν την ατενίσης, θα σε καταστήση πλέον ακίνητον και άλαλον από τα αγάλματα. Αλλ' ίσως αυτό είνε το ολιγώτερον επικίνδυνον εάν όμως σε ατενίση και εκείνη, δεν θα υπάρχη πλέον τρόπος να απομακρυνθής, αλλά θα σε σύρη ως δεσμευμένον όπου θέλει, όπως η πέτρα του Ηρακλέους σύρει τον σίδηρον. ΠΟΛ. Παύσε, Λυκίνε, να μου εκφράζης με υπερβολάς τον θαυμασμόν σου και λέγε μου ποία ήτο αυτή η γυναίκα.
ΛΥΚ. Ενώ συ νομίζεις ότι λέγω υπερβολάς, εγώ φοβούμαι ότι αν την ίδης θα σου φανούν κατώτεροι αυτής οι έπαινοί μου· τόσον ωραιοτέρα θα σου φανή. Αλλά ποία είνε δεν γνωρίζω· το μόνον το οποίον δύναμαι να σου είπω είνε ότι είχε μεγάλην ακολουθίαν δούλων, ευνούχων και θεραπαινίδων και εν γένει εφαίνετο ότι ανήκεν εις τάξιν ανωτέραν.
ΠΟΛ. Ουδέ τ' όνομά της γνωρίζεις; Δεν ηρώτησες πώς ονομάζεται;
ΛΥΚ. Όχι· το μόνον που γνωρίζω είνε ότι πατρίδα έχει την Ιωνίαν· διότι είς εκ των θεατών, ο οποίος ευρέθη πλησίον μου, είπεν, αφού εκείνη επέρασε· Τοιαύτα είνε τα Σμυρναϊκά κάλλη. Αλλά δεν είνε παράδοξον ότι η ωραιοτέρα των Ιωνικών πόλεων παρήγαγε την ωραιοτέραν των γυναικών. Εμάντευσα δε ότι και αυτός ο οποίος είπεν αυτά ήτο Σμυρναίος και υπερηφανεύετο διά το κάλλος της γυναικός εκείνης.
ΠΟΛ. Αληθώς εφέρθης ως πέτρα, αφού ούτε την παρηκολούθησες, ούτε τον Σμυρναίον εκείνον ηρώτησες ποία ήτο [;;;;] προσπάθησε τουλάχιστον να μου την παραστήσης με λόγους ποία ήτο και ίσως θα την αναγνωρίσω.
ΛΥΚ. Η απαίτησίς σου είνε μεγάλη. Δεν αρκεί η δύναμις των λόγων και μάλιστα η ιδική μου ευφράδεια να εξεικονίση κάλλος τόσον θαυμάσιον, διά το οποίον μόλις θα ήσαν ικανοί ο Απελλής ή ο Ζεύξις ή ο Παρράσιος, ο Φειδίας ή ο Αλκαμένης. Εγώ με την ασθενή μου τέχνην θα ζημιώσω το πρωτότυπον.
ΠΟΛ. Ειπέ μου τέλος πάντων πώς ήτο η μορφή της. Δεν δύνασαι να κατηγορηθής ως παράτολμος, διότι θα επιχειρήσης να δώσης μίαν ιδέαν εις φίλον σου.
ΛΥΚ. Μου φαίνεται ότι ασφαλέστερα θα το κατορθώσω αν καλέσω εις βοήθειάν μου μερικούς εκ των αρχαίων τεχνιτών, διά να μου αναπαραστήσουν την γυναίκα εκείνην.
ΠΟΛ. Τι εννοείς; Πώς θα έλθουν εις βοήθειάν σου άνθρωποι οι οποίοι προ τόσου καιρού έχουν αποθάνη;
ΛΥΚ. Ευκόλως· αρκεί να μου απαντήσης εις μερικάς ερωτήσεις.
ΠΟΛ. Καλά, ερώτα.
ΛΥΚ. Εταξείδευσές ποτε, Πολύστρατε, εις την Κνίδον;
ΠΟΛ. Βέβαια.
ΛΥΚ. Επομένως θα είδες βέβαια και την εκεί Αφροδίτην. ΠΟΛ. Μάλιστα· είνε το ωραιότερον δημιούργημα του Πραξιτέλους.
ΛΥΚ. θα ήκουσες και τον μύθον τον οποίον διηγούνται οι εντόπιοι περί αυτής, ότι δηλαδή κάποιος ερωτεύθη το άγαλμα και διαφυγών την προσοχήν έμεινε μίαν νύκτα εντός του ναού και ικανοποίησε το πάθος του, όσον τούτο είνε δυνατόν με άγαλμα. Αλλά περί τούτου δεν πρόκειται τώρα. Αφού δε, ως λέγεις, είδες το άγαλμα εκείνο, τώρα να μου απάντησης και εις μίαν άλλην ερώτησιν, αν είδες και την Αφροδίτην, η οποία ευρίσκεται εις τας Αθήνας, την εν κήποις Αφροδίτην του Αλκαμένους.
ΠΟΛ. θα ήμουν ο οκνηρότερος των Αθηναίων, Λυκίνε, εάν δεν είχα ιδή μέχρι τούδε το ωραιότερον από τα έργα του Αλκαμένους.
ΛΥΚ. Θεωρώ περιττόν να σε ερωτήσω, Πολύστρατε, εάν ανέβης πολλάκις εις την ακρόπολιν και παρετήρησες την Σωσάνδραν του Καλάμιδος.
ΠΟΛ. Και αυτήν την είδα, πολλάκις.
ΛΥΚ. Καλά. Από δε τα έργα του Φειδίου ποίον σου ήρεσε περισσότερον;
ΠΟΛ. Ποίον άλλο παρά η Λημνία (3) την οποίαν τόσον εξετίμα ο Φειδίας, ώστε και εχάραξεν επί του αγάλματος το όνομά του; Αλλά και η Αμαζών, η οποία στηρίζεται επί της λόγχης, δεν μου αρέσει ολιγώτερον.
ΛΥΚ. Αυτά τωόντι είνε τα καλλίτερα και δεν έχομεν ανάγκην άλλων τεχνιτών. Τώρα λοιπόν θα προσπαθήσω να πάρω εξ εκάστου των αγαλμάτων τούτων ό,τι εξαίρετον έχει να το συναρμόσω εις μίαν εικόνα.
ΠΟΛ. Και πώς θα το κατορθώσης αυτό;
ΛΥΚ. Δεν είνε δύσκολον, Πολύστρατε, εάν παραδόσωμεν τα αγάλματα εις τον λόγον και επιτρέψωμεν εις αυτόν να μεταφέρη και συνθέση και συναρμόση όσον το δυνατόν ευρυθμότατα τας καλλονάς αυτών εις μίαν.
ΠΟΛ. Καλά· ας τα παραλάβη λοιπόν και ας τα συνθέση, διότι είμαι περίεργος να ίδω πώς θα τα μεταχειρισθή και πώς εκ τόσων εικόνων θα συνθέση μίαν χωρίς δυσαρμονίας.
ΛΥΚ. Λοιπόν τώρα θα ίδης πώς θα συναρμόση ο λόγος το καλλιτέχνημά του. Από την Αφροδίτην της Κνίδου θα λάβη μόνον της κεφαλήν· δεν θα χρειασθή τίποτε από το άλλο σώμα, το οποίον είνε γυμνόν. Την κόμην, το μέτωπον και τας ωραίας γραμμάς των φρυδιών θ' αφήση όπως τα έκαμεν ο Πραξιτέλης, θα διατηρήση επίσης την υγρότητα των οφθαλμών ομού με την φαιδρότητα και την χάριν, όπως τα θέλει ο Πραξιτέλης. Τα δε μήλα και όλα τα άλλα εξέχοντα μέρη του προσώπου θα λάβη από τον Αλκαμένην και την εν κήποις, προσέτι δε τα άκρα των χειρών και των καρπών την ευρυθμίαν και τους στρογγυλούς δακτύλους τους λεπτυνομένους κατά τα άκρα. Το όλον δε περίγραμμα του προσώπου, την αβρότητα των παρειών και την σύμμετρον μύτην θα δώσουν η Λημνία και ο Φειδίας. Ο ίδιος θα μας δώση και του στόματος την αρμονικήν σχισμήν και τον αυχένα της Αμαζόνος του· η δε Σωσάνδρα και ο Κάλαμις θα την στολίσουν με την αιδημοσύνην και θα της δώσουν το σεμνόν και μόλις φαινόμενον μειδίαμα εκείνης. Και το ευσταλές και την σεμνότητα του ιματισμού παρά της Σωσάνδρας επίσης θα λάβη, με την διαφοράν μόνον ότι η δική μας θα έχη την κεφαλήν άσκεπη. Ανάστημα θα έχη ίσον με την Κνιδίαν Αφροδίτην και ο Πραξιτέλης θα μας δώση και τας αναλογίας ταύτας. Τώρα πώς σου φαίνεται, Πολύστρατε; θα γίνη ωραίον το άγαλμά μας;
ΠΟΛ. Βέβαια εάν εκτελεσθή, με τελείαν ακρίβειαν· διότι ελησμόνησες κάτι τι, θαυμάσιε αγαλματοποιέ, πολύ σπουδαίον, ενώ συνεσώρευες τόσα και τόσα εις το έργον σου.
ΛΥΚ. Τι ελησμόνησα;
ΠΟΛ. Κάτι τι, φίλε μου, από τα σπουδαιότερα, εκτός εάν νομίζης ότι ολίγον συντελεί προς το κάλλος το χρώμα και μάλιστα το αρμόζον εις έκαστον μέρος του κάλλους, ούτως ώστε να είνε μαύρα εντελώς όσα πρέπει να είνε μαύρα, λευκά όσα πρέπει να είνε λευκά και το ερύθημα να επανθή και τα τοιαύτα. Άνευ αυτών το έργον μας κινδυνεύει να έχη την μεγαλειτέραν έλλειψιν.
ΛΥΚ. Πόθεν λοιπόν θα λάβωμεν και αυτά· ή πρέπει να καλέσωμεν εις βοήθειαν ημών τους ζωγράφους και μάλιστα εκείνους οίτινες ανεδείχθησαν άριστοι μεταξύ αυτών, διά ν' αναμίξουν τα χρώματα και χρωμαΤιςουν την εικόνα καταλλήλως; Λοιπόν ας καλέσωμεν τον Πολύγνωτον και τον Ευφράνορα, τον Απελλήν και τον Αετίωνα· ας διαιρέσουν δε ούτοι το έργον μεταξύ των και ο μεν Ευφράνωρ ας χρωμαΤιςη την κόμην όπως εζωγράφισε την κόμην της Ήρας, ο δε Πολύγνωτος την ωραίαν γραμμήν των φρυδιών και το ερύθημα των παρειών, όπως εζωγράφισε την Κασάνδραν εις την λέσχην των Δελφών· ο ίδιος ας ζωγραφίση το φόρεμα, λεπτότατα εξειργασμένον, ούτως ώστε μέρος μεν αυτού να είνε συνεσφιγμένον, το δε άλλον να κυματίζη και να κολπούται υπό του άνεμου. Το άλλο σώμα ας ζωγραφίση ο Απελλής, κυρίως κατά το υπόδειγμα της Πακάτης (4) όχι καθ' υπερβολήν λευκόν, αλλ' απλώς ζωογονούμενον υπό του αίματος· τα δε χείλη να γίνουν όπως ο Αετίων εζωγράφισε της Ροξάνης τα χείλη. Αλλά μάλλον τον άριστον των ζωγράφων Όμηρον πρέπει να καλέσωμεν μετά του Απελλού και του Ευφράνορος. Το όλον χρώμα του σώματος πρέπει να είνε όμοιον προς εκείνο το οποίον ο ποιητής της Ιλιάδος απέδωκεν εις τον Μενέλαον, παρομοιάσας τους μηρούς αυτού με ελεφαντοκόκαλον ελαφρώς πορφυρωμένον. Ο ίδιος ας ζωγραφίση και τους οφθαλμούς και ας την κάμη βοώπιν. Θα τον βοηθήση δε εις το έργον και ο Θηβαίος ποιητής, διά να την κάμη ιοβλέφαρον. Και φιλομειδή να την καταστήση ο Όμηρος και λευκώλενον και ροδοδάκτυλον και εν γένει να την εξομοιώση προς την χρυσήν Αφροδίτην πλέον ή την Βρυσηίδα. Αυτά θα κάμουν οι ζωγράφοι και οι γλύπται. Αλλ' εκείνο το οποίον επανθεί εις όλα ταύτα, η χάρις ή μάλλον όλαι αι χάριτες ομού και όλοι οι έρωτες, ποίος θα δυνηθή να το μιμηθή;
ΠΟΛ. Αυτή, Λυκίνε, θα είνε θαύμα ωραιότητος, όπως την περιγράφεις, και κάτι τι θείον το οποίον έπεσεν εξ ουρανού. Τι δε έκαμνεν όταν την είδες;
ΛΥΚ. Εκράτει βιβλίον κατά το ήμισυ τυλιγμένον και εφαίνετο ότι μέρος αυτού είχεν αναγνώση και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν του επίλοιπου. Ενώ δε εβάδιζε, κάτι έλεγε και προς έν των προσώπων της ακολουθίας της, αλλά δεν γνωρίζω τι έλεγε, διότι δεν ωμίλει μεγαλοφώνως. Όταν δε εμειδίασε, Πολύστρατε, έδειξε κάτι δόντια, που δεν δύναμαι να σου παραστήσω την λευκότητα, των, την συμμετρίαν και την συναρμογήν. Αν έτυχε να ίδης περιδέραιον από λαμπροτάτους και ισομεγέθεις μαργαρίτας, θα δυνηθής να φαντασθής την λαμπρότητα και την κανονικότητά των. Το ερύθημα των χειλέων ανεδείκνυεν έτι μάλλον την λευκότητά των. Θα ηδύνατό τις να τους συγκρίνη προς το στιλβωμένον ελεφαντοκόκαλον περί του οποίου ομιλεί ο Όμηρος, και δεν ήσαν οι μεν πλατύτεροι των δε ή προέχοντες ή αραιοί, όπως συμβαίνει εις τας περισσοτέρας γυναίκας, αλλ' η ισότης των ήτο τελεία και είχον το αυτό χρώμα και το αυτό μέγεθος και ομοίως όλοι ήσαν συνηρμοσμένοι. Εν γένει το θέαμα ήτο θαυμάσιον και πάσαν ανθρωπίνην καλλονήν υπερέβαινε.
ΠΟΛ. Στάσου. Μαντεύω τώρα πολύ καλά απ' αυτά που λέγεις και την πατρίδα της, ποίαν γυναίκα εννοείς. Είπες ότι την ηκολούθουν και ευνούχοι.
ΛΥΚ. Μάλιστα και μερικοί στρατιώται ακόμη.
ΠΟΛ. Είνε η περίφημος ερωμένη του βασιλέως (5) αυτή που ηυτύχησες να ίδης.
ΛΥΚ. Και πώς ονομάζεται;
ΠΟΛ. Και το όνομά της είνε επίσης πολύ μουσικόν και χαριτωμένον, Λυκίνε· είνε ομώνυμος με την αξιέραστον σύζυγον του Αβραδάτα (6) , την οποίαν θα γνωρίζης βέβαια εκ του Ξενοφώντος, όστις την εγκωμιάζει διά την σωφροσύνην και το κάλλος της.
ΛΥΚ. Βεβαίως και η ιστορία της μου κάνει τόσην εντύπωσιν, ώστε οσάκις την αναγινώσκω, νομίζω ότι βλέπω την γυναίκα εκείνην και την ακούω να λέγη όσα της αποδίδει ο Ξενοφών, όταν έδιδε τα όπλα εις τον άνδρα της και τον προέπεμπεν αναχωρούντα εις τον πόλεμον.
ΠΟΛ. Αλλά συ, φίλε μου, την είδες μίαν φοράν ως αστραπήν και ενεθουσιάσθης διά το κάλλος της μορφής και του σώματός της· δεν γνωρίζεις δε της ψυχής της τα κάλλη τα οποία είνε πολύ μεγαλείτερα και θειότερα. Εγώ όμως την γνωρίζω καθ' ολοκληρίαν διότι και σχετικός της είμαι και συμπατριώτης. Ως δε γνωρίζεις, αποδίδω μεγαλειτέραν σημασίαν εις την γλυκύτητα του χαρακτήρος, την φιλανθρωπίαν, την μεγαλοφροσύνην, την φρόνησιν, την μόρφωσιν του πνεύματος παρά εις το κάλλος. Και αυτά τωόντι έχουν μεγαλειτέραν αξίαν από τα σωματικά προτερήματα· διότι θα ήτο παράλογον και γελοίον εάν εξετίμα κανείς περισσότερον το φόρεμα παρά το σώμα. Το τέλειον δε κάλλος κατά την γνώμην μου είνε εκείνο εις το οποίον συντρέχει η αρετή της ψυχής και του σώματος η καλλονή, θα ηδυνάμην να σου δείξω πολλάς γυναίκας αι οποίαι έχουν ωραίαν και ευχάριστον την μορφήν, αλλά κατά τα αλλά καταισχύνουν το κάλλος, ούτως ώστε και μόνον αν ανοίξουν το στόμα διά να ομιλήσουν το κάλλος των μαραίνεται και εξαφανίζεται, διότι αποδεικνύεται ότι υπηρετεί ψυχήν δυσειδή και κακήν. Αι τοιαύται γυναίκες μου φαίνονται όμοιαι προς τους Αιγυπτιακούς ναούς, οι οποίοι είνε ωραίοι και μεγαλοπρεπείς, στολισμένοι με πολύτιμα μάρμαρα, με χρυσόν και ζωγραφιαίς· αλλ' αν εισέλθης και αναζητήσης τον θεόν εις τον οποίον είνε αφιερωμένοι, θα συναντήσης πίθηκον ή ίβιν ή τράγον ή γάτον. Τοιαύτας γυναίκας συναντά κανείς πολλάς. Δεν αρκεί λοιπόν το κάλλος, εάν δεν έχη και τα πρέποντα κοσμήματα, εννοώ δε όχι πολυτελή ενδύματα και αλλά εξωτερικά στολίσματα, αλλ' εκείνα τα οποία ανέφερα, την αρετήν, την φρόνησιν, την γλυκύτητα του χαρακτήρος, την φιλανθρωπίαν και όλα τα άλλα τα οποία αποτελούν τον ηθικόν χαρακτήρα της γυναικός εκείνης.
ΛΥΚ. Λοιπόν η σειρά σου τώρα, Πολύστρατε, να με πληρώσης διά του αυτού νομίσματος και μάλιστα με το παραπάνω, και να μου δώσης την ψυχικήν της εικόνα, αφού δύνασαι, διά να μη την θαυμάζω μόνον κατά το ήμισυ.
ΠΟΛ. Αυτό το οποίον μου ζητείς, φίλε μου, δεν είνε μικρόν και εύκολον διότι δεν είνε ομοίως εύκολον να παραστήση κανείς διά του λόγου πράγματα τα οποία εις όλους είνε ορατά, και πράγματα τα οποία δεν φαίνονται. Διά να ζωγραφίσω και εγώ την εικόνα, την οποίαν μου ζητείς, θα χρειασθώ συνεργάτας, όχι πλέον γλύπτας μόνον και ζωγράφους, αλλά και φιλοσόφους, ώστε να κατασκευάσω το άγαλμα σύμφωνον προς τους κανόνας εκείνων και κατά τα υποδείγματα της αρχαίας πλαστικής. Αλλά θα επιχειρήσω. Και εν πρώτοις να την φαντασθής με φωνήν γλυκείαν και αρμονικήν. Εις αυτήν θα ήρμοζε μάλλον παρά εις τον γέροντα της Πύλου εκείνο το οποίον είπεν ο Όμηρος. Η φωνή της είνε γλυκυτέρα του μέλιτος. Εν γένει δε ο τόνος της λαλιάς της είνε απαλώτατος, ούτε βαρύς, ώστε να φαίνεται ανδρικός, ούτε παραπολύ λεπτός, ώστε να φαίνεται καθ' υπερβολήν θηλυπρεπής και ασθενής, αλλ' όπως είνε η φωνή του παιδίου, το οποίον δεν έφθασεν εις την ήβην, γλυκεία και ευχάριστος και τόσον μαλακά εισδύουσα εις την ακοήν, ώστε και όταν παύη, να παραμένη απήχημα αυτής και ως ηχώ παρατείνουσα τα λεγόμενα και εις την ψυχήν αφήνουσα ίχνη των λόγων ευχάριστα και πλήρη πειθούς. Όταν συμβαίνη και να τραγουδή και μάλιστα συνοδευομένη υπό κιθάρας, ο θαυμασμός υπερβαίνει κάθε όριον και πρέπει να σιωπούν αμέσως αλκυόνες και τέττιγες και κύκνοι, διότι όλα φαίνονται συγκρινόμενα προς αυτήν χωρίς χάριν. Και αυτή η κόρη του Πανδίονος (7) θα φανή άτεχνος και χωρίς μουσικά χαρίσματα, παρ' όλην την ποικιλίαν των μελωδιών της.
Ο δε Ορφεύς και ο Αμφίων, οίτινες υπήρξαν οι γοητευτικότεροι των μουσικών και διά της μουσικής των συνεκίνουν και αυτά τα άψυχα, αν ήκουον το άσμα της γυναικός εκείνης, θ' άφιναν τας κιθάρας και θα εστέκοντο να την ακούουν. Διότι πώς ηδύναντο να κρατούν τόσην αρμονίαν και τόσην ακρίβειαν ρυθμού και το πλήκτρον της κιθάρας να κτυπά συγχρόνως με την γλώσσαν και πώς ηδύναντο να έχουν την λεπτότητα εκείνην και την ευκινησίαν των δακτύλων ο Θραξ εκείνος και ο άλλος ο οποίος επηγγέλλετο τον βουκόλον επί του Κιθαιρώνος και συγχρόνως κατεγίνετο εις την κιθάραν; Ώστε αν τύχη ποτέ, Λυκίνε, και την ακούσης να τραγουδή, δεν θα πάθης μόνον ό,τι οι βλέποντες τας Γοργόνας αλλά θα εννοήσης και τι επάθαιναν οι ακούοντες το άσμα των Σειρήνων. Είμαι βέβαιος ότι θα γοητευθής εις τοιούτον βαθμόν, ώστε θα λησμονήσης και πατρίδα και συγγενείς· και αν ακόμη φράξης με κηρόν τα ώτα, και διά του κηρού θα εισδύση εις την ακοήν σου η μελωδία. Τοιούτον είνε το άσμα αυτής και τόσα πολλά θέλγητρα έχει, ώστε σου εμπνέει την ιδέαν ότι την εδίδαξαν αι Μούσαι. Εν γένει δε πρέπει να φαντασθής το άσμα της οποίον έπρεπε να είνε το εξερχόμενον εκ τοιούτων χειλέων και διά τοιούτων οδόντων. Αφού δε την είδες, δύνασαι να φαντασθής ότι την ακούεις. Ότι η γλώσσα της είνε καθαρώς Ιωνική και ακριβής και ότι ομιλεί με ευφράδειαν και με πολλήν Αττικήν χάριν δεν είνε παράδοξον διότι το χάρισμα τούτο έχει από την πατρίδα της· ούτε ήτο δυνατόν να συμβαίνη άλλως, προκειμένου περί προσώπου συγγενεύοντος προς τους Αθηναίους λόγω της αποικίας. Δεν είνε επίσης παράδοξον ότι της αρέσει η ποίησις και πολύ καταγίνεται εις αυτήν, αφού είνε συμπολίτις του Ομήρου. Ιδού, αγαπητέ Λυκίνε, μία εικών, η εικών της καλλιφωνίας αυτής και του άσματος, η οποία παριστά το αντικείμενον ασθενέστατα. Μετ' αυτήν θα συνθέσω και άλλας, διότι δεν έχω σκοπόν να σε μιμηθώ και να συνθέσω μίαν εκ πολλών· τούτο δεν θα είνε αρκετόν, διότι με όσην τελειότητα και αν εκτελεσθή, δεν θα είνε αρκετή μία εικών να παραστήση τόσα διάφορα κάλλη, τα οποία αμιλλώνται κατά την τελειότητα· αλλά δι' εκάστην αρετήν της ψυχής πρέπει να γραφή μία εικών σύμφωνος προς το αρχέτυπον.
ΛΥΚ. Μου προαναγγγέλλεις μίαν απόλαυσιν, Πολύστρατε, εκ των πλέον εξαιρέτων και φαίνεται ότι θα μου αποδώσης με το παραπάνω ό,τι σου έδωκα. Εκτέλεσε λοιπόν την υπόσχεσίν σου και να είσαι βέβαιος ότι η ευχαρίστησις την οποίαν θα μου προξενήσης θα είνε ασύγκριτος.
ΠΟΛ. Λοιπόν, επειδή εξ όλων των ωραίων πραγμάτων το ωραιότερον είνε η παιδεία, ας συνθέσωμεν και την εικόνα αυτής, η οποία θα είνε ποικίλη και πολύμορφος, ώστε ουδέ κατά τούτο να υστερήσω της πλαστικής σου τέχνης. Λοιπόν ας την παραστήσωμεν προικισμένην με όλα και αθρόα τα χαρίσματα του Ελικώνος, ούτως ώστε να μη γνωρίζη μόνον όσα η Κλειώ, η Πολυμνία, η Καλλιόπη και αι άλλαι Μούσαι γνωρίζουν ιδιαιτέρως εκάστη, αλλ' όσα γνωρίζουν όλαι ομού και επί πλέον την σοφίαν του Ερμού και του Απόλλωνος. Πρέπει να την στολίσωμεν με όλα όσα οι ποιηταί εμμέτρως ή οι ρήτορες ευφραδώς εξέφρασαν και οι συγγραφείς ιστόρησαν και οι φιλόσοφοι συνεβούλευσαν· αυτά όμως δεν πρέπει να περιορισθούν μόνον εις τον επιπόλαιον χρωματισμόν, αλλά πρέπει να εισχωρήσουν και εις το βάθος της εικόνος δι' ανεξιτίλων και αφθόνων χρωμάτων. Πρέπει δε να συγχωρηθώ εάν δεν δύναμαι να επιδείξω κανέν αρχαίον πρότυπον της εικόνος ταύτης, διότι ουδέν τοιούτον μνημονεύεται μεταξύ των διαπρεψάντων κατά την αρχαιότητα εις την παιδείαν. Αλλά τέλος πάντων ας θεωρηθή τελειωμένη και αυτή η εικών και ας αναρτηθή, διότι και όπως έχει δεν μου φαίνεται να είνε κακή.
ΛΥΚ. Εξ εναντίας είνε πολύ ωραία, Παλύστρατε, και εις όλας της τας γραμμάς ακριβής.
ΠΟΛ. Κατόπιν αυτής πρέπει να ζωγραφίσω την εικόνα της σοφίας και της φρονήσεως. Θα χρειασθώμεν δε δι' αυτήν πολλά παραδείγματα, τα πλείστα αρχαία, και προ πάντων ένα το οποίον είνε επίσης Ιωνικόν. Ζωγράφοι δε και δημιουργοί του προτύπου τούτου είνε ο Αισχίνης ο φίλος του Σωκράτους και αυτός ο Σωκράτης, αμφότεροι ακριβέστατοι μεταξύ όλων των ζωγράφων εις την απόδοσιν της ομοιότητος, τοσούτω μάλλον καθ' όσον την καλλιτεχνίαν αυτών ενέπνεε και ο έρως. Η εκ Μιλήτου περίφημος Ασπασία, την οποίαν και αυτός ο θαυμασιώτατος και Ολύμπιος Περικλής ηγάπα, δεν είνε ακατάλληλον παράδειγμα συνέσεως, εμπειρίας και οξύτητος και αγχινοίας εις τα πολιτικά διά να το αντιγράψωμεν εις την ημετέραν εικόνα ακριβές και απαράλλακτον, υπό τον όρον να το μεγεθύνωμεν εις το κολοσσιαίον.
ΛΥΚ. Διατί, παρακαλώ;
ΠΟΛ. Διότι, Λυκίνε, καίτοι αι εικόνες ομοιάζουν, τα αντικείμενα δεν είνε ισομεγέθη· η δημοκρατία των τότε Αθηναίων πολύ υπολείπεται της σημερινής δυνάμεως των Ρωμαίων. Ώστε και αν κατά τα άλλα ομοιάζουν αι δύο εικόνες, το πλάτος του πίνακος πρέπει να είνε διαφορετικόν και πλατύτατον διά την ημετέραν εικόνα.
Δεύτερον και τρίτον παράδειγμα ας λάβωμεν την Θεανώ (8) και την Λεσβίαν ποιήτριαν, μετ' αυτάς δε την Διοτίμαν (9) , εκ των οποίων η μεν Θεανώ θα συνεισφέρη εις την εικόνα μας την μεγαλόνοιαν, η δε Σαπφώ την χάριν του πνεύματος· προς δε την Διοτίμαν θα ομοιάζη η ημετέρα εικών όχι μόνον εις όσα ο Σωκράτης την επήνεσεν, αλλά και κατά την σύνεσιν και κατά το εύστοχον των συμβουλών της. Ούτω συμπληρούται και είνε έτοιμη διά ν' αναρτηθή και της συνέσεως η εικών.
ΛΥΚ. Και μα τον Δία είνε θαυμασία, Πολύστρατε. Αλλ' εξακολούθησε.
ΠΟΛ. Ας προσπαθήσωμεν τώρα να εξεικονίσωμεν την χρηστότητα και την φιλανθρωπίαν αυτής και να παραστήσωμεν την ημερότητα του χαρακτήρος της και την καταδεκτικότητα προς εκείνους οίτινες ζητούν την προστασίαν της. Ως πρότυπον δε θα μας χρησιμεύσουν η άλλη Θεανώ η σύζυγος του Ανχίνορος, η Αρήτη και η κόρη αυτής Ναυσικάα και οιαδήποτε άλλη η οποία έφθασεν εις την μεγαλειτέραν εύνοιαν της τύχης, χωρίς να χάση της μετριοφροσύνην και την σύνεσιν.
Έπειτα πρέπει να εξεικονίσω την αρετήν αυτής και την αφοσίωσιν προς εκείνον του οποίου την κλίνην συμμερίζεται. Τοιαύτη ήτο η κόρη του Ικαρίου, την οποίαν ο Όμηρος απεκάλεσε σαόφρονα και περίφρονα — διότι τοιαύτα κοσμητικά επίθετα αποδίδει εις την Πηνελόπην ο ποιητής εκείνος — ή και η ομώνυμος αυτής σύζυγος του Αβραδάτα, περί της οποίας προ μικρού ωμιλήσαμεν.
ΛΥΚ. Ωραιοτάτην έκαμες και αυτήν την εικόνα, Πολύστρατε· υποθέτω δε ότι πλησιάζουν να συμπληρωθούν αι εικόνες, διότι όλους τους χαρακτήρας της ψυχής εξεικόνισες ιδιαιτέρως έκαστον.
ΠΟΛ. Όχι όλους· υπολείπονται αι μεγαλείτεραι αρεταί της γυναικός εκείνης. Θέλω να είπω ότι, ενώ έφθασεν εις τόσα μεγαλεία, ούτε υπό επάρσεως διά την ευτυχίαν της κατελήφθη, ούτε εις την τύχην επίστευσεν, ώστε να νομίση ότι εξήρθη εις εξαιρετικήν κατάστασιν, αλλά διατηρείται μετριόφρων και απλή τους τρόπους, χωρίς καμμίαν επίδειξιν αποκρουστικήν και δυσάρεστον. Προς πάντας όσοι την πλησιάζουν φαίνεται πολύ προσηνής· τους μεταχειρίζεται ως ίση και απευθύνει προς αυτούς φιλοφρονήματα, τα οποία είνε τοσούτω μάλλον ευχάριστα εις αυτούς καθόσον, ενώ προέρχονται παρά γυναικός ανωτέρας, ουδέν έχουν το υπεροπτικόν. Διότι όσοι την δύναμίν των μετεχειρίσθησαν όχι προς υπεροψίαν αλλά προς ευεργεσίαν, ούτοι προ πάντων ανεδείχησαν άξιοι των αγαθών τα οποία παρά της τύχης έλαβον και μόνον ούτοι ίσως διαφεύγουν τον φθόνον διότι ουδείς δύναται να φθονήση τον υπερέχοντα, όταν τον βλέπη να μετριοφρονή διά την ευτυχίαν του και όχι, όπως η ομηρική εκείνη Άτη, να πατή επί ανθρωπίνων κρεάτων (10) και εν γένει τους υποδεεστέρους να καταφρονή. Τούτο είνε σύνηθες εις τους ταπεινούς τον χαρακτήρα, ένεκα της ψυχικής των χυδαιότητος· και όταν δηλαδή η τύχη χωρίς να το ελπίζουν τους αναβιβάση αίφνης εις πτερωτόν και μετάρσιον όχημα, δεν αρκούνται εις την ευτυχίαν την οποίαν απέκτησαν, ούτε προσέχουν και εις τα κάτω, αλλά διηνεκώς προσπαθούν να ανέλθουν υψηλότερα. Λοιπόν παθαίνουν ό,τι ο Ίκαρος. Ο κηρός τήκεται και τα πτερά των πίπτουν και αυτοί κατακρημνίζονται εις πελάγη και τρικυμίας και γίνονται καταγέλαστοι. Όσοι δε εις την χρήσιν των πτερών εμιμήθησαν τον Δαίδαλον και δεν ανυψώθησαν υπερβολικά, μη λησμονούντες ότι το πτέρωμά των ήτο κολλημένον με κηρόν, και εκανόνισαν την πτήσιν αυτών κατά τας ανθρωπίνους δυνάμεις και περιωρίσθησαν να υψωθούν ολίγον υπέρ τα κύματα, ώστε να διατηρούνται πάντοτε υγρά τα πτερά των και να μη αποξηρανθούν και τακούν υπό του ήλιου, ούτοι ασφαλώς και σωφρόνως επέταξαν. Τον έπαινον δε τούτον μάλιστα δύναται τις ν' απευθύνη και προς την γυναίκα περί της οποίας ομιλούμεν. Και όλοι της εύχονται να διατηρήση τα πτερά και επί μακράν να ευτυχή.
ΛΥΚ. Και είθε ούτω να γείνη, Πολύστρατε· είνε αξία διότι δεν είνε μόνον κατά το σώμα ωραία, όπως η Ελένη, αλλά και ψυχήν ωραιοτέραν και πλέον αξιαγάπητον κλείει εντός του ωραίου σώματος. Έπρεπε δε και επί των ημερών ενός ηγεμόνος τόσον μεγάλου και συγχρόνως τόσον αγαθού και χρηστού να γεννηθή εις το κράτος του μία τοιαύτη σπανία γυνή και να προστεθή εις την άλλην ευτυχίαν του ο έρως αυτής· διότι δεν είνε μικρόν ευτύχημα η γυνή εις την οποίαν θα εταίριαζεν εκείνο το οποίον είπεν ο Όμηρος, ότι δύναται ν' αμιλλάται προς την Αφροδίτην κατά το κάλλος και την Αθηνάν κατά τα έργα. Διότι εξ όλων των γυναικών ουδεμία δύναται να παραβληθή προς αυτήν, «ού δέμας ουδέ φυήν, ούτ' αρ φρένας ούτε τι έργα».
ΠΟΛ. Αληθή αυτά, Λυκίνε· ώστε αν θέλης ας αναμίξωμεν τώρα τας εικόνας, την εικόνα του σώματος την οποίαν συ έπλασες και τας ψυχικάς τας οποίας εγώ εζωγράφισα και εξ όλων τούτων ας συνθέσωμεν μίαν εις βιβλίον, ώστε να δύνανται να την βάζουν όλοι, και οι σύγχρονοι και οι μεταγενέστεροι· διότι ούτω θα είνε διαρκεστέρα από τα έργα του Απελλού του Παρισίου και του Πολυγνώτου και πολύ ανωτέρα, καθότι δεν θα κατασκευασθή από ξύλον, κηρόν και χρώματα, αλλ' εκ των εμπνεύσεων των Μουσών και θα είνε κατ' εξοχήν και εξαιρετικώς ακριβής, καθ' όσον θα παριστά συγχρόνως και του σώματος και της ψυχής το κάλλος.
ΠΟΛΥΣΤΡΑΤΟΣ. Εις το σύγγραμμά σου, Λυκίνε, είπεν η γυνή εκείνη,
διέκρινα πολλήν συμπάθειαν και σεβασμόν προς εμέ· διότι οι έπαινοι
δεν θα είχον τόσον ενθουσιασμόν εάν δε συνέγραφε και με αγάπην. Αλλ'
αν θέλης να μάθης τον χαρακτήρα μου, ιδού ποίος είνε. Δεν μου αρέσουν
οι κολακευτικοί τους τρόπους, αλλά μου κάμνουν την εντύπωσιν
απατεώνων και ήκιστα ελευθέρων κατά τον χαρακτήρα. Προκειμένου δε
περί επαίνων, όταν ακούω να μ' επαινούν με υπερβολάς υπερμέτρους
κοκκινίζω και μου έρχεται να φράξω τ' αυτιά μου. Εν γένει δε το
πράγμα μου φαίνεται μάλλον εμπαιγμός παρά έπαινος. Οι έπαινοι είνε
ανεκτοί μόνον εφ' όσον ο επαινούμενος αναγνωρίζει ότι τα λεγόμενά του
ταιριάζουν· τα δε, υπερβαίνοντα το μέτρον τούτο είνε δι' αυτόν ψεύδη
και καθαρά κολακεία. Εγνώρισα εν τοσούτω, είπε, πολλούς, οι οποίοι
ευχαριστούνται όταν οι επαινούντες αποδίδουν εις αυτούς χαρίσματα τα
οποία δεν έχουν· λ. χ. εάν είνε γέροντες και τους επαινούν διά την
ακμήν των, ή άσχημοι και τους συγκρίνουν κατά το κάλλος προς τον
Νιρέα ή τον Φάωνα· φαίνονται ως να πιστεύουν ότι οι έπαινοι θ'
αλλάξουν την μορφήν των και ότι θα ανανεωθούν, όπως ο Πελλίας
ενόμιζεν. Αλλ' αυτό δεν είνε σωστόν· ο έπαινος είνε πολύτιμος, εάν
δύναται να προέλθη και τίποτε καλόν εκ των υπερβολών του, άλλως οι
ούτω επαινούμενοι και πιστεύοντες εις τους επαίνους παθαίνουν ό,τι οι
άσχημοι οι φορούντες ωραίαν προσωπίδα και υπερηφανευόμενοι διά κάλλος
των, το οποίον είνε πρόσθετον και πας τις δύναται, να το καταστρέψη,
ότε ο υπερηφανευόμενος θα γίνη γελοιωδέστερος, διότι θα φανή οποίος
είνε και ότι υπό τοιούτον προσωπείον τοιαύτην ασχημίαν έκρυπτεν.
Ομοίως αν κανείς μικρόσωμος φορέση κοθόρνους και ερίζη περί μεγέθους
προς ανθρώπους οίτινες τον υπερβαίνουν πήχυν ολόκληρον.
Ανέφερε δε και το εξής· Υπήρξε γυνή ανωτέρας τάξεως, η οποία κατά μεν τα άλλα ήτο νόστιμη και σεμνή, αλλά κοντή και κατωτέρα του μετρίου· εις εγκώμιον δε το οποίον της έπλεξε κάποιος ποιητής έλεγε μεταξύ των άλλων ότι ήτο μεγαλοπρεπής και την παρωμοίαζε κατά το ευθυτενές και το ύψος του αναστήματος προς αίγειρον. Και αυτή μεν ετέρπετο υπό του επαίνου και επεδοκίμαζεν, ως εάν το ποίημά της εμεγέθυνε πραγματικώς το ανάστημα, ο δε ποιητής βλέπων ότι την ηυχαρίστει επανελάμβανε πολλάκις το άσμα, έως ου κάποιος εκ των παρόντων έκυψε και του είπεν εις το αυτί· «Παύσε γιατί θ' αναγκάσης την γυναίκα να σηκωθή». Κάτι παρόμοιον, αλλά πολύ γελοιωδέστερον έπραξεν η Στρατονίκη, η σύζυγος του Σελεύκου. Εκάλεσε τους ποιητάς εις συναγωνισμόν διά να εγκωμιάσουν με αμοιβήν ενός ταλάντου την κόμην της, καίτοι ήτο φαλακρά και ουδ' έλαχίστας ιδικάς της τρίχας διετήρει. Ενώ όμως εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η κεφαλή της και όλοι εγνώριζον ότι εκ μακρού νοσήματος είχε χάση την κόμην, οι αναιδέστατοι ποιηταί απεκάλουν υακινθίνας τας τρίχας της κόμης της και έπλεκον περί την κεφαλήν της σγουρούς πλοκάμους και παρωμοίαζον την ανύπαρκτον κόμην προς τα σέλινα. Όλους λοιπόν τούτους τους παραδιδομένους εις τους κόλακας κατέσκωπτεν η ερωμένη του βασιλέως και έλεγεν ότι όχι μόνον εις τα εγκώμια, αλλά και εις τας εικόνας πολλοί κολακεύονται ομοίως και θέλουν να εξαπατώνται. Προτιμούν δηλαδή εκείνους εκ των ζωγράφων οίτινες τους παριστούν ωραιοτέρους· τινές μάλιστα και παραγγέλλουν εις τους τεχνίτας ν' αφαιρέσουν κάποιαν ανωμαλίαν της [;;;της] ή να κάμουν πλέον μαύρα τα μάτια ή να προσθέσουν εις την μορφήν ό,τι άλλο επιθυμούν και έπειτα φυλάττουν ως ιδίας τας ξένας εκείνας εικόνας, αίτινες ουδόλως ομοιάζουν προς αυτούς. Ταύτα και τοιαύτα έλεγε· και κατά μεν τα άλλα επεδοκίμαζε το σύγγραμμα, έν δε μόνον δεν υπέφερεν, ότι την παρωμοίασες προς τας θεάς Ήραν και Αφροδίτην. Αυτά, είπεν, είνε ανώτερα από εμέ, μάλλον δε υπέρ την ανθρωπίνην φύσιν. Εγώ όχι μόνον με τας μεγαλειτέρας θεάς δεν θα ήθελα να συγκρίνωμαι αλλ' ουδέ με τας ηρωίδας, όπως η Πηνελόπη, η Αρήτη και η Θεανώ. Είπε δε και το εξής· Φοβούμαι πολύ τους θεούς και δεν θέλω αποδεχομένη τοιούτους επαίνους να φανώ ομοία προς την Κασσιόπην, ήτις μ' όλα ταύτα μόνον προς τας Νηρηίδας ετόλμα να συγκρίνεται, την Ήραν δε και την Αφροδίτην εσέβετο.
Ώστε, Λυκίνε, η επιθυμία της είνε να μεταβάλλης εκείνα τα οποία έγραψες, άλλως αυτή μεν θα επικαλεσθή την μαρτυρίαν των θεών ότι έγραψες παρά την θέλησίν της, συ δε πρέπει να γνωρίζης ότι θα την λυπήση το βιβλίον αν κυκλοφορήση, όπως τώρα είνε γραμμένον, χωρίς σεβασμόν προς τους θεούς. Εθεώρει δε ότι θα ήτο ασέβεια εκ μέρους της και αμάρτημα αν εδέχετο να λέγεται ομοία προς την Κνιδίαν Αφροδίτην και την εν κήποις. Ενώ δε εις το τέλος του βιβλίου — ως μου παρήγγειλε να σου είπω — την παριστάς μετριόφρονα και χωρίς αλαζονείαν και λέγεις ότι δεν επαίρεται υπέρ την ανθρωπίνην κατάστασιν, αλλά πετά πλησίον εις την γην, εις την αρχήν συ ο ίδιος την ανυψώνεις υπέρ τον ουρανόν, ώστε και προς θεάς την εξομοιώνεις. Έχει την αξίωσιν να μη την θεωρήσης ολιγώτερον του Αλεξάνδρου συνετήν, όστις δεν εδέχθη την πρότασιν την οποίαν του έκαμε κάποιος αρχιτέκτων να μεταβάλλη ολόκληρον το όρος Άθω εις ανδριάντα του και να τον παραστήση κρατούντα δύο πόλεις εις τας χείρας του· θεωρήσας το πράγμα ανώτερόν του διέταξε τον άνθρωπον εκείνον να μη κατασκευάση κολοσσόν τόσον απίθανον και ν' αφήση ήσυχον τον Άθω, ούτε να σμικρύνη όρος τόσον μέγα, εξομοιώνων αυτό προς μικρόν ανθρώπινον σώμα. Επαινούσα δε τον Αλέξανδρον διά την μεγαλοψυχίαν του έλεγεν ότι έπρεπε να του στήσουν ανδριάντα μεγαλείτερον του Άθω, διά να παραμείνη αθάνατος η μνήμη του γεγονότος εκείνου· διότι δεν ήτο μικρού χαρακτήρος ένδειξις ότι κατεφρόνησε τόσην μεγάλην τιμήν.
Επαινεί δε και το έργον σου και την επίνοιαν των εικόνων, αλλά δεν αναγνωρίζει την ομοιότητα αυτών, διότι δεν αναγνωρίζει εις εαυτήν τοιαύτα προτερήματα, αλλ' ούτε και υπάρχει κατά την γνώμην της γυνή πλησιάζουσα εις τοιαύτην τελειότητα· ώστε παραιτείται από την τιμήν την οποίαν της απονέμεις και αρκείται να λατρεύη τα πρότυπα των εικόνων σου. Να την επαινής ως άνθρωπον και το υπόδημα να μην είνε του ποδός πλατύτερον διά να μη πέση, λέγει, όταν επιχειρήση να περιπατήση. Μου παρήγγειλε δε να σου είπω και το εξής· Ακούω να λέγουν πολλοί — σεις δε οι άνδρες είσθε εις θέσιν να γνωρίζετε εάν τούτο αληθεύη (11) — ότι ουδ' εις την Ολυμπίαν επιτρέπεται να εγείρουν εις τους νικητάς ανδριάντας μεγαλειτέρους του αναστήματος αυτών, αλλ' οι Ελλανοδίκαι φροντίζουν να μη υπερβαίνη κανείς το φυσικόν ανάστημα, η δε εξέτασις αύτη γίνεται πολύ ακριβεστέρα από την έγκρισιν των αγωνιστών. Ώστε πρόσεξε, είπε, μήπως μας ανακαλύψουν υπερβαίνοντας το μέτρον και οι Ελλανοδίκαι μας ανατρέψουν την εικόνα. Αυτά έλεγεν εκείνη, συ δε σκέψου, Λυκίνε, να τροποποιήσης το βιβλίον και ν' αφαιρέσης τα τοιαύτα, ιδίως δε όσα θίγουν τους θεούς· διότι αυτά κυρίως την επείραξαν και, ενώ τα ανεγίνωσκε, κατελήφθη υπό φρίκης και παρεκάλει τους θεούς να την συγχωρήσουν. Πρέπει δε να της συγχωρήσωμεν αυτόν τον φόβον, όστις είνε φυσικός εις τας γυναίκας. Αλλά, διά να είπω την αλήθειαν, και η εντύπωσις η δική μου δεν ήτο διαφορετική. Κατ' αρχάς, είνε αληθές, δεν εύρισκα τίποτε το άτοπον εις όσα έγραψες, αλλ' αφού εκείνη εξεδήλωσε το αίσθημά της, ήρχισα και εγώ να αισθάνωμαι το αυτό και μου συνέβη ό,τι παθαίνουν οι βλέποντες τα αντικείμενα εκ πολύ μικράς αποστάσεως· διότι όταν από πολύ πλησίον βλέπομεν κάτι τι, δεν το βλέπομεν ακριβώς· εάν όμως απομακρυνθώμεν εις την πρέπουσαν απόστασιν, διακρίνομεν ακριβώς τα ελαττώματα και τα καλά του.
Αφού είνε άνθρωπος και την παραβάλλεις προς την Αφροδίτην και την Ήραν, τι άλλο κάνεις παρά εξευτελίζεις τας θεάς; Εις τας τοιαύτας συγκρίσεις εκείνο το οποίον σμικρύνεται περισσότερον δεν είνε μικρότερον, αλλά το μεγαλείτερον, το οποίον αναγκάζομεν να εξισωθή προς το μικρότερον· εάν βαδίζουν ομού δύο άνθρωποι, εκ των οποίων ο μεν έχει πολύ υψηλόν το ανάστημα, ο δε είνε πολύ μικρόσωμος, και θελήσωμεν να τους εξισώσωμεν, ώστε να μη φαίνεται ο είς υψηλότερος του άλλου, τούτο δεν θα κατορθωθή διά της προσπαθείας του μικροτέρου, και εάν ούτος αρχίση να βαδίζη ακροποδητί· διά να φανούν ίσοι πρέπει να σκύψη πολύ ο υψηλότερος και να συμμαζευθή καθ' υπερβολήν. Λοιπόν εις αυτάς τας εικόνας όταν εξομοιούται ο άνθρωπος προς θεόν δεν μεγαλοποιείται τόσον ο άνθρωπος, όσον ο θεός σμικρύνεται και συστέλλεται διά να περιορισθή εις το ανθρώπινον ύψος. Και τέλος πάντων, αν κανείς δεν ευρίσκη παραδείγματα επί της γης και αναγκάζεται να στρέφεται προς τα ουράνια, ολιγώτερον δύναται να κατηγορηθή δι' ασέβειαν· αλλά ενώ ηδύνασο να εύρης επί της γης τόσα γυναικεία κάλλη, χωρίς ανάγκην ετόλμησες να την παραβάλης προς την Αφροδίτην και την Ήραν.
Ώστε, Λυκίνε, αφαίρεσε το υπερβολικόν τούτο και ασεβές, το οποίον άλλως ταιριάζει προς τον χαρακτήρα σου, διότι έως τώρα δεν ήσουν εύκολος και πρόθυμος εις τους επαίνους. Τώρα γνωρίζω πώς τόσον αποτόμως μετεβλήθης και τόσον αθρόους επαίνους έγραψες διά μιας και από φιλαργύρου ανεδείχθης άσωτος εις αυτό το είδος.
Δεν πρέπει δε και να φοβηθής να μεταρρυθμίσης το έργον σου διά τον λόγον ότι ήδη εκυκλοφόρησε. Και περί του Φειδίου λέγουν ότι ούτω έπραξεν, όταν κατά παραγγελίαν των Ηλείων κατεσκεύασε το άγαλμα του Διός. Εστάθη όπισθεν των θυρών του εργαστηρίου του, όταν πρώτην φοράν τας ήνοιξε και επέδειξε το έργον, και ήκουε τας κρίσεις των θεατών, κατηγορούντων ή επαινούντων το άγαλμα· έλεγε δε ο μεν ότι η μύτη ήτο παχυτέρα του πρέποντος, ο δε ότι το πρόσωπον ήτο πάρα πολύ επίμηκες και άλλος άλλο. Έπειτα αφού έφυγαν οι θεαταί, ο Φειδίας εκλείσθη εις το εργαστήριόν του εκ νέου και διώρθωσε το άγαλμα κατά τας υποδείξεις των περισσοτέρων· διότι δεν εθεώρει αναξίαν προσοχής την γνώμην τόσου λαού, αλλ' επίστευεν ότι πάντως οι πολλοί βλέπουν καλλίτερα από τον ένα και εάν ο είς ούτος είνε Φειδίας. Αυτά μου παρήγγειλεν εκείνη να σου είπω, σε συμβουλεύω δε και εγώ ως φίλος να τ' ακολουθήσης.
ΛΥΚ. Βλέπω, Πολύστρατε, ότι είσαι ρήτωρ και δεν το εγνώριζα· απήγγειλες κατά του έργου μου λόγον και κατηγορητήριον τόσον μακρόν και τόσον δεινόν, ώστε ούτε να απολογηθώ δύναμαι. Επράξατε όμως κάτι τι το οποίον δεν συμβιβάζεται προς τα δικαστικά έθιμα, μάλιστα συ ο οποίος ερήμην κατεδίκασες το βιβλίον μου, χωρίς να παρίσταται κανείς συνήγορος αυτού. Αλλ' είνε εύκολον να νικήση τις εις αγώνα δρόμου, όταν κατά την παροιμίαν τρέχει μόνος του. Ώστε καθόλου παράδοξον ότι και εγώ ενικήθην, αφού ούτε ο λόγος μου εδόθη, ούτε απελογήθην. Αλλά το πλέον άτοπον είνε ότι σεις ήσθε και κατήγοροι και δικασταί. Τι θέλεις λοιπόν να προτιμήσω; Να δεχθώ την απόφασίν σας και να σιωπήσω ή κατά μίμησιν του Ιμεραίου ποιητού να γράψω νέον έργον αναιρούν το πρώτον; ή θα μου επιτρέψετε να εφεσιβάλω την απόφασιν;
ΠΟΛ. Διατί όχι, αν έχης να φέρης δικαίας παρατηρήσεις; Διότι δεν έχεις να κάμης με αντιδίκους, ως λέγεις, αλλά με φίλους. Εγώ δε είμαι πρόθυμος και ως μάρτυς να σου χρησιμεύσω.
ΛΥΚ. Εκείνο το οποίον με στενοχωρεί, Πολύστρατε, είνε ότι θ' απολογηθώ χωρίς να είνε εκείνη παρούσα, διότι τούτο θα ήτο δι' εμέ πολύ καλλίτερον. Τώρα είνε ανάγκη να απολογηθώ διά τρίτου. Αλλ' εάν μου υποσχεθής ότι θα μου χρησιμεύσης όπως εχρησίμευσες προς εκείνην και διεβίβασες ακριβώς όσα σου είπε, θα επιχειρήσω το τόλμημα.
ΠΟΛ. Περί τούτου να είσαι βέβαιος, Λυκίνε. Θα μεταδώσω ακριβώς την απολογίαν σου, αρκεί να είσαι σύντομος εις όσα θα είπης, διά να δυνηθώ να τ' απομνημονεύσω καλλίτερα.
ΛΥΚ. Θα ήτο ανάγκη να ομιλήσω διά μακρών εναντίον κατηγορίας τόσον σφοδράς. Προς χάριν σου όμως θα συντομεύσω την απολογίαν. Λοιπόν και εκ μέρους μου να της είπης τα εξής.
ΠΟΛ. Όχι, Λυκίνε, αλλά να ομιλήσης ως εάν εκείνη ήτο παρούσα, και εγώ έπειτα θα προσπαθήσω να επαναλάβω προς αυτήν όσα θα είπης.
ΛΥΚ. Λοιπόν αφού το θέλεις, Πολύστρατε, ας την φαντασθώμεν ότι παρίσταται και ότι είπε προηγουμένως εκείνα τα οποία εκ μέρους της μου ανέφερες. Και τώρα εγώ αρχίζω την απολογίαν μου. Αλλά θα σου ομολογήσω ότι δεν γνωρίζω πώς ούτω το πράγμα μου έγεινε δυσκολώτερον και περισσότερον φοβούμαι ν' απολογηθώ κατ' αυτόν τον τρόπον. Ως βλέπεις από τούδε ήρχισα να ιδρώνω, φοβούμαι και σχεδόν νομίζω, ότι την βλέπω ενώπιόν μου και μεγάλη ταραχή με κατέχει. Θ' αρχίσω όμως, διότι αφού είνε παρούσα, δεν υπάρχει τρόπος ν' αποφύγω.
ΠΟΛ. Αλλά το πρόσωπόν της εκφράζει πολλήν ευμένειαν, διότι ως βλέπεις είνε φαιδρά και προσηνής· ώστε λέγε με θάρρος.
ΛΥΚ. Εγώ ο οποίος σου έπλεξα εγκώμιον υπερβολικόν και υπέρ το μέτρον σε επήνεσα, ως λέγεις, τελειοτάτη των γυναικών, δεν βλέπω να έφθασα εις το ύψος των επαίνων τους οποίους η ιδία εξήνεγκες περί του εαυτού σου διά του μεγάλου σεβασμού τον οποίον προς τους θεούς έδειξες. Τούτο υπερβαίνει παν ό,τι είπα περί σου και σε παρακαλώ να με συγχωρήσης εάν από την εικόνα σου παρέλειψα εξ αγνοίας και απροσεξίας το χαρακτηριστικόν τούτο· διότι προ αυτής δεν έχω ζωγραφίση άλλην εικόνα. Ώστε τούτο αντί να καθιστά υπερβολικούς τους επαίνους μου, εξ εναντίας μου φαίνεται ότι τους κάμνει πολύ υποδεεστέρους της αξίας σου. Σκέψου πόσον σπουδαία είνε η παράλειψις αύτη και πόσον αναγκαιότατον ήτο το χαρακτηριστικόν τούτο διά να δείξη την χρηστότητα και την ευθύτητα του χαρακτήρος σου· διότι όσοι δεν παραμελούν τα προς το θείον καθήκοντά των ούτοι και προς τους ανθρώπους είνε άριστοι. Ώστε εάν πάντως είνε ανάγκη να τροποποιήσω το έργον μου και να διορθώσω το άγαλμα, δεν θα τολμήσω να αφαιρέσω τίποτε, αλλ' εξ εναντίας θα προσθέσω και τούτο ως κεφαλήν και κορωνίδα του όλου έργου. Σ' ευγνωμονώ δε μεγάλως διά τούτο. Επειδή εγώ επήνεσα την μετριοφροσύνην του χαρακτήρος σου και ότι η μεγάλη εύνοια της τύχης δεν σου ενέπνευσε καμμίαν έπαρσιν και αλαζονείαν, συ διά των αντιρρήσεων σου επεβεβαίωσες την αλήθειαν του επαίνου. Διότι όταν τις θεωρή αταίριαστα εις τον εαυτόν του τα τοιαύτα εγκώμια και εντρέπεται δι' αυτά και λέγει ότι είνε υπερβολικά, τούτο αποτελεί απόδειξιν μετριοφροσύνης και απλότητος. Αλλ' όσον περισσότερον αποκρούεις τους επαίνους, τόσον περισσότερον αναδεικνύεσαι αξία των μεγαλειτέρων εγκωμίων. Εις την περίπτωσίν σου εφαρμόζεται σχεδόν το αναφερόμενον εις τον Διογένην, ο οποίος ερωτηθείς πώς δύναται κανείς να γείνη ένδοξος, Εάν, είπε, καταφρονή την δόξαν. Δύναμαι δε και εγώ να είπω, εάν κανείς μ' ερωτήση ποίοι προ πάντων είνε άξιοι επαίνων, όσοι δεν θέλουν να επαινώνται.
Αλλ' αυτά ίσως θα φανούν άσχετα προς το θέμα και ξένα προς το ζήτημα. Εκείνο δε διά το οποίον πρέπει ν' απολογηθώ είνε ότι, προσπαθών να σε εξεικονίσω, σε συνέκρινα προς την Κνιδίαν Αφροδίτην και την εν κήποις, προς την Ήραν και την Αθηνάν, και αυτά σου εφάνησαν υπερβολικά και ανάρμοστα. Περί τούτων θα ομιλήσω. Μολονότι προ πολλού ελέχθη ότι οι ποιηταί και οι ζωγράφοι είνε ανεύθυνοι, κατά μείζονα λόγον είνε ανεύθυνοι όσοι, όπως εγώ, επαινούν και δεν ιππεύουν επί μέτρων, αλλά βαδίζουν πεζοί και χαμηλά.
Ο έπαινος είνε κάτι τι ελεύθερον και δεν υπάρχει νομοθετημένον μέτρον, το οποίον να κανονίζη το μέγεθος ή την έκτασίν του, αλλ' ο σκοπός του είνε κυρίως να θαυμάση όσον το δυνατόν περισσότερον και να καταστήση ζηλευτόν τον επαινούμενον. Την δικαιολογίαν ταύτην ηδυνάμην να προβάλω, αλλά δεν θα το πράξω εκ φόβου μήπως αποδοθή τούτο εις αμηχανίαν. Θα σου υπενθυμίσω δε ότι τα μέσα τα οποία μεταχειριζόμεθα εις τους εγκωμιαστικούς λόγους είνε τοιαύτα, ώστε ο επαινών να μεταχειρίζεται και εικόνας και παρομοιώσεις και σχεδόν εις τούτο συνίσταται η μεγαλειτέρα των επαίνων αξία. Διά να είνε δε επιτυχής η παρομοίωσις δεν πρέπει ο επαινών να παραβάλλη το αντικείμενόν του προς τα ακριβώς όμοια ή προς τα κατώτερα, αλλά να προσπαθή όσον το δυνατόν να εξαίρη προς τα υπερέχοντα το επαινούμενον αντικείμενον. Εάν εγκωμιάζη λ. χ. σκύλλον και είπη ότι είνε μεγαλείτερος αλώπεκος ή γάτου, νομίζεις ότι ο τοιούτος επαινεί όπως πρέπει; Βεβαίως όχι· αλλ' ούτε εάν τον παρομοιάση προς λύκον θα είνε ο έπαινος αρκετός και πρέπων. Πώς λοιπόν πρέπει να επαινεθή; Εάν λεχθή ότι ομοιάζει προς λέοντα και κατά το μέγεθος και κατά την δύναμιν.
Διά τούτο ο ποιητής, διά να επαινέση τον κύνα του Ωρίωνος, τον απεκάλεσε λεοντοδάμαν (12) · διότι αυτός είνε ο τέλειος έπαινος του κυνός. Επίσης εάν τις θέλη να επαινέση τον Μίλωνα τον Κροτωνιάτην ή τον Γλαύκον τον Καρύστιον, τον Πολυδάμαντα ή άλλον περίφημον αθλητήν και λέγει ότι ο επαινούμενος είνε ανώτερος γυναικός, δεν νομίζεις ότι ο έπαινος θα κινήση τον γέλωτα διά την ανοησίαν του; Αλλά και ενός ανδρός αν είπη ότι είνε ανώτερος ο αθλητής, δεν θα είνε αρκετόν διά ν' αποτελέση έπαινον, Διά να επαινέση τον Γλαύκον ποιητής εκ των καλών είπεν ότι ούτε ο Πολυδεύκης, ούτε ο σιδηρούς υιός της Αλκμήνης θα ηδύνατο να του εναντιωθή. Βλέπεις προς ποίους θεούς τον εξίσωσεν ή μάλλον ανώτερον τον παρέστησεν; Και ούτε ο Γλαύκος εθύμωσε διότι παρεβάλλετο προς τους προστάτας των αγώνων θεούς, ούτε οι θεοί ούτοι ετιμώρησαν τον Γλαύκον ή τον ποιητήν ως ασεβούντας, αλλά και οι δύο έζησαν ευτυχούντες και τιμώμενοι υπό των Ελλήνων, ο μεν Γλαύκος διά την δύναμίν του, ο δε ποιητής και διά τα άλλα του έργα, προ πάντων δε διά το άσμα τούτο (13) . Μη παρεξενεύεσαι λοιπόν εάν και εγώ, μεταχειρισθείς μίαν παρομοίωσιν αναγκαίαν εις τον έπαινον, μετεχειρίσθην παράδειγμα υψηλότερον του αντικειμένου.
Επειδή δε ωμίλησες και περί κολακείας και είπες ότι μισείς τους κόλακας, σε επαινώ και διά τούτο, δεν ηδυνάμην όμως να πράξω άλλως. Πρέπει δε να διακρίνωμεν και να καθορίσωμεν το έργον του επαινούντος και την υπερβολήν του κόλακος. Ο κόλαξ διά να καρπωθή ωφέλειαν ατομικήν και ολίγον φροντίζων περί της αληθείας, νομίζει ότι πρέπει τα πάντα να υπερεπαινή και ψεύδεται και προσθέτει εξ ιδίων τα περισσότερα προτερήματα τα οποία αποδίδει εις τον επαινούμενον, ούτως ώστε να μη διστάζη και τον Θερσίτην να παραστήση ωραιότερον του Αχιλλέως και περί του Νέστορος να είπη ότι ήτο ο νεώτερος των εκστρατευσάντων κατά της Τρωάδος. Είνε δε έτοιμος να ορκισθή ότι και του Κροίσου ο υιός έχει την ακοήν οξυτέραν από τον Μελάμποδα και ότι ο Φινεύς βλέπει καλλίτερα από τον Λυγγέα· αρκεί μόνον να ελπίζη ότι κάτι θα κερδίση από το ψεύδος. Εκείνος όμως ο οποίος απλώς επαινεί, δεν ψεύδεται, ούτε προσθέτει τίποτε το οποίον δεν υπάρχει, αλλά μεγαλοποιεί τα υπάρχοντα προτερήματα και τα αναδεικνύει ζωηρότερα. Προκειμένου λ. χ. περί ίππου, περί του οποίου γνωρίζομεν ότι είνε φύσει ευκίνητον και ταχύ ζώον, θα τολμήση να είπη ότι
Άκρον επ' ανθερίκων καρπόν θέεν ουδέ κατέκλα (14) ,
Ή «αελλοπόδων δρόμον ίππων» (15) .
Και αν επαινή οικίαν ωραίαν και τελείως σχεδιασμένην θα είπη·
Ζηνός που τοιήδε γ' Ολυμπίου ένδοθεν αυλή (16) .
Ο δε κόλαξ δύναται να είπη τον έπαινον τούτον και περί της καλύβης ενός χειροβοσκού και μόνον αν ελπίζη να λάβη τίποτε παρ' αυτού. Ούτω ο Κύναιθος ο κόλαξ Δημητρίου του Πολιορκητού, αφού εξήντλησεν όλας τας άλλας κολακείας, επήνει τον Δημήτριον ενοχλούμενον υπό βηχός ότι μελωδικώς έβηχεν.
Η διαφορά δε μεταξύ επαινούντων και κολακευόντων δεν είνε μόνον αυτή, ότι οι κόλακες δεν διστάζουν και να ψεύδωνται διά να γίνουν ευάρεστοι εις τους επαινουμένους, οι δε επαινούντες απλώς προσπαθούν να εξαίρουν τα πραγματικά προτερήματα, αλλ' έχουν και άλλην διαφοράν όχι μικράν· ότι οι κόλακες μεταχειρίζονται τας υπερβολάς αδιακρίτως και αμέτρως, ενώ οι επαινούντες αποφεύγουν τας μεγάλας υπερβολάς και δεν εξέρχονται των ορίων. Εκ των πολλών διακριτικών μεταξύ κολακείας και επαίνου σου ανέφερα μόνον τα ανωτέρω, διά να μη υποπτεύης όλους τους επαινούντας ως κόλακας, αλλά να διακρίνης και εκτιμάς δικαίως και τους μεν και τους δε.
Και τώρα, εάν θέλης, εφάρμοσε εις τους ιδικούς μου επαίνους τους ανωτέρω κανόνας διά να ίδης εάν πρέπη να καταταχθούν εις την μίαν ή την άλλην κατηγορίαν. Εάν προκειμένου περί ασχήμου έλεγα ότι είνε ομοία προς το άγαλμα της Κνίδου, δικαίως έπρεπε να θεωρηθώ αγύρτης και περισσότερον από τον Κύναιθον κόλαξ· αλλ' αφού είσαι τοιαύτη όπως όλοι σε γνωρίζουν, το τόλμημά μου δεν δύναται να θεωρηθή υπερβολικόν.
Ίσως θα είπης, μάλλον δε το είπες ήδη· σου επιτρέπω να επαινής το κάλλος μου, χωρίς όμως ο έπαινος να δύναται να θεωρηθή ασεβής, και να μη μ' εξομοιώνης προς θεάς, ενώ είμαι άνθρωπος. Αλλ' εγώ — αναγκάζομαι να είπω την αλήθειαν — δεν σε παρωμοίασα, φιλτάτη, προς θεάς, αλλά προς δημιουργήματα μεγάλων καλλιτεχνών, κατεσκευασμένα εκ μαρμάρου, χαλκού ή ελέφαντος. Νομίζω δε ότι δεν είνε ασεβές να συγκρίνη τις ανθρώπους προς ανθρώπινα έργα, εκτός εάν συ νομίζεις ότι είνε η πραγματική Αθηνά το υπό του Φειδίου κατασκευασθέν άγαλμα ή ότι εκείνο το οποίον κατεσκεύασεν εις την Κνίδον ο Πραξιτέλης όχι προ πολλών ετών είνε η ουρανία Αφροδίτη. Πρόσεξε μήπως η πραγματική ασέβεια είνε να έχη κανείς τοιαύτην ιδέαν περί των θεών, των οποίων την εξεικόνισιν θεωρώ εγώ τουλάχιστον αδύνατον εις τους ανθρώπους. Και αν όμως σε παρωμοίασα προς τας πραγματικάς θεάς, δεν έπραξα τούτο πρώτος εγώ, αλλά πολλοί και καλοί ποιηταί προ εμού και μάλιστα ο συμπολίτης σου Όμηρος, τον οποίον και θα καλέσω ως συνήγορον. Διά να καταδικασθώ εγώ πρέπει εξ άπαντος και αυτός να καταδικασθή μετ' εμού. Θα τον ερωτήσω δε ή μάλλον θα ερωτήσω σε αντ' αυτού — διότι καλώς πράττουσα μελετάς και απομνημονεύεις τας ωραιοτέρας των Ραψωδιών του — τι φρονείς περί αυτού όταν λέγη περί της αιχμαλώτου Βρισηίδος ότι ήτο ομοία με την χρυσήν Αφροδίτην ενώ έκλαιε τον Πάτροκλον; Και έπειτα, ως εάν δεν ήτο αρκετόν να την παρομοιάζη προς την Αφροδίτην, λέγει·
Είπε δ' άρα κλαίουσα γυνή εικυία θεήσιν (17)
Αφού λοιπόν τοιαύτα λέγει ο Όμηρος, τον μισείς και απορρίπτεις το βιβλίον του ή του επιτρέπεις να ελευθεριάζη εις τους επαίνους;
Αλλά και αν συ δεν του το επιτρέπης, τόσοι αιώνες του το επέτρεψαν και κανείς δεν τον κατηγόρησε διά τούτο, ούτε εκείνος όστις ετόλμησε να μαστιγώση την εικόνα του (18) , αλλ' ούτε εκείνος ο οποίος εσημείωσε τους μη γνησίους Ομηρικούς στίχους διά των οβελών, κατέταξε μεταξύ αυτών τους ανωτέρω (19) . Λοιπόν εις εκείνον επιτρέπεται να παρομοιάζη προς την Αφροδίτην βάρβαρον γυναίκα και μάλιστα κλαίουσαν, και εγώ (δεν αναφέρω το κάλλος σου, διότι δεν μου το επιτρέπεις) δεν θα παραβάλω προς θεών αγάλματα γυναίκα φαιδράν και μειδιώσαν, το οποίον έχουν κοινόν οι άνθρωποι με τους θεούς;
Αλλά και προκειμένου περί του Αγαμέμνονος, ιδέ πόσον εφείσθη των θεών ο Όμηρος και πόσον περιώρισεν εις το ανθρώπινον μέτρον τας παρομοιώσεις· κατά τους οφθαλμούς και την κεφαλήν λέγει ότι ήτο όμοιος προς τον Δία, κατά το μέσον του σώματος προς τον Άρην και κατά το στήθος προς τον Ποσειδώνα. Δηλαδή δεν του ήρκεσεν είς μόνος θεός διά να παραστήση ένα άνθρωπον. Εις άλλο μέρος πάλιν παρομοιάζει προς τον ανθρωποκτόνον Άρην οτέ μεν τούτον, οτέ δε άλλον και λέγει θεοειδή τον Φρύγα υιόν του Πριάμου, θεοείκελον δε πολλάκις τον υιόν του Πηλέως.
Αλλ' επανέρχομαι εις τα παραδείγματα τα αφορώντα γυναίκας· άκουσε δε τι λέγει κάπου·
Αρτέμιδι ικέλη ηέ χρυσέη Αφροδίτη (20) ·
και αλλαχού·
Οίη δ' Άρτεμις είσι κατ' ούρεος (21) .
Όχι δε μόνον τους ανθρώπους παρομοιάζει προς θεούς, αλλά και την κόμην του Ευφόρβου παρωμοίασε προς τας Χάριτας, καίτοι ήτο καταιματωμένη. Και τόσα είνε τα τοιαύτα παραδείγματα, ώστε δεν υπάρχει μέρος της Ομηρικής ποιήσεως το οποίον να μη στολίζεται υπό θείων εικόνων. Επομένως ή και εκείνα πρέπει να εξαλειφθούν ή και εις εμέ πρέπει να αφεθή η αυτή ελευθερία.
Τόσον δε ανεύθυνος είνε η χρήσις των εικόνων και των παρομοιώσεων, ώστε ο Όμηρος δεν εδίστασε και αυτάς τας θεάς να επαινέση με παρομοιώσεις προς αντικείμενα κατώτερα· τους οφθαλμούς της Ήρας παρωμοίασε προς τους των βοών· κάποιος δε άλλος απεκάλεσεν ιοβλέφαρον την Αφροδίτην. Και ποίος αγνοεί την ροδοδάκτυλον και αν ελάχιστα γνωρίζη τα Ομηρικά ποιήματα; Και αι παρομοιώσεις της μορφής είνε ίσως αι ολιγώτερον τολμηραί· αλλά πόσοι δεν εμιμήθησαν και αυτά τα ονόματα των θεών, ονομαζόμενοι Διονύσιοι και Ηφαιστίωνες, Ζήνωνες και Ποσειδώνιοι και Ερμείαι; Υπήρξε δε και μία Λητώ, σύζυγος Ευαγόρου του βασιλέως των Κυπρίων, και όμως η θεά δεν ηγανάκτησε και δεν την απελίθωσεν όπως την Νιόβην. Αφήνω τους Αιγυπτίους, οι οποίοι, αν και είνε οι πλέον εξ όλων δεισιδαίμονες, μεταχειρίζονται κατά κόρον τα θεία ονόματα και τα πλείστα ονόματά των προέρχονται εξ ουρανού.
Ώστε δεν υπάρχει λόγος να φοβήσαι τον έπαινον· διότι και αν εις το σύγγραμά μου υπάρχη τι το βλάσφημον κατά του θείου, συ είσαι δι' αυτό ανεύθυνος, εκτός εάν νομίζης ότι και η ανάγνωσις συνεπάγεται ευθύνην. Οι θεοί εμέ θα τιμωρήσουν, αφού προ εμού τιμωρήσουν τον Όμηρον και τους άλλους ποιητάς. Αμφιβάλλω όμως περί τούτου, αφού ουδέ τον άριστον των φιλοσόφων ετιμώρησαν, όστις είπεν ότι ο άνθρωπος είνε εικών θεού.
Είχα και πολλά άλλα να σου είπω, αλλά περιορίζομαι εις τ' ανωτέρω μόνον χάριν του Πολυστράτου, διά να δυνηθή να τ' απομνημονεύση.
ΠΟΛ. Και τώρα όμως αμφιβάλλω αν θα το καταφέρω, Λυκίνε· διότι πολλά είπες και υπερέβης της κλεψύδρας το όριον. Ως τόσον θα προσπαθήσω να τ' απομνημονεύσω· και τώρα πηγαίνω αμέσως προς αυτήν· θα φράξω δε και τ' αυτιά μου, διά να μη παρεμπέση τίποτε άλλο και μου τ' ανακατώση, ότε θα σφυριχθώ ως γελοίος ηθοποιός υπό των θεατών.
ΛΥΚ. Φρόντισε να παίξης καλά, Πολύστρατε. Εγώ δε, αφού σου παρέδωκα το δράμα, φεύγω και σε αφήνω· όταν δε θα έλθη η στιγμή της ψηφοφορίας των κριτών, θα εμφανισθώ και εγώ διά να ίδω αν επετύχαμεν.
ΓΛΥΚΕΡΑ. Θυμάσαι, Θαΐ, τον στρατιώτην τον Ακαρνάνα, εκείνον τον λεβέντην με την χλαμύδα, που άλλοτε είχε ερωμένην το Αβρότονον, έπειτα δε ερωτεύθη εμένα; ή τον ελησμόνησες;
ΘΑΪΣ. Πώς δεν τον θυμάμαι; Δεν είνε αυτός που διεσκέδασε μαζή μας πέρυσι στην εορτήν των αλωνιών; Τι θέλεις να μου πης; διότι κάτι φαίνεται ότι σου συμβαίνει.
ΓΛΥΚ. Η Γοργόνα η παμπόνηρη, που μούκανε τη φίλη, μου τον πήρε.
ΘΑΪΣ. Και τώρα σ' αρνήθηκε κ' έπιασε ερωμένην την Γοργόνα;
ΓΛΥΚ. Ναι, Θαΐ, και δεν ξέρεις τι κακό μου έκαμε αυτό το πράμμα.
ΘΑΪΣ. Κακό είνε, αλλά δεν πρέπει να σου φαίνεται παράδοξον. Γίνεται πολύ συχνά μεταξύ μας των εταιρών. Λοιπόν δεν πρέπει ούτε υπερβολικά να λυπάσαι, ούτε να κατηγορής την Γοργόναν. Και το Αβρότονον δεν σε κατηγόρησε προτήτερα εσένα που της έκανες την ίδια απιστία, αν και ήσασθε φιλενάδες. Απορώ μόνον τι της εζήλεψεν ο στρατιώτης αυτός, εκτός αν είνε θεόστραβος και δεν είδε ότι τα μαλλιά της έχουν μισομαδήση κι' έχει αρχίση να κάνη φαλάκρα πάνω από το μέτωπον· τα χείλη της είνε ωχρά και νεκρικά, ο λαιμός της αδύνατος και φαίνονται η φλέβες και η μύτη της είνε μεγάλη. Το μόνο καλό που έχει είνε το ανάστημα· είνε ψηλή και ίσια σαν κυπαρίσσι και το χαμόγελό της έχει πολύ γλυκάδα.
ΓΛΥΚ. Νομίζεις, Θαΐ, ότι την επροτίμησε για την ωμορφιά της; Δεν ξέρεις ότι το Χρυσάριον, η μάννα της, είνε μάγισσα και ξέρει ξόρκια της Θεσσαλίας και κατεβάζει το φεγγάρι; Λέγουν δε ότι και πετά τη νύκτα, σαν νυκτερίδα. Αυτή με τα μαγικά που τον πότισε τον άνθρωπο τον ετρέλλανε και τώρα τον τρυγούν.
ΘΑΪΣ. Παρηγορήσου, Γλυκέριον· άλλον θαύρης και συ να τρυγήσης κι' αυτόν μούντζωσ' τον.
ΜΥΡΤΙΟΝ. Τ' είν' αυτά που μούπανε για σένα, Πάμφιλε, ότι παίρνεις την κόρην του Φείδωνος του ναυκλήρου, ότι, λέει, γενήκανε κι' όλας οι γάμοι σας; Και οι τόσοι όρκοι που μούκανες και τα δάκρυα εσβύστηκαν διά μιας και απαρνείσαι το Μύρτιον, τώρα μάλιστα που είμαι έγκυος οκτώ μηνών; Αυτό λοιπόν μόνον εκέρδισα από τον έρωτά σου, ότι μ' έφερες σ' αυτή την κατάστασι και μετ' ολίγον θα έχω εις βάρος μου και ένα παιδί, πράμμα πολύ βαρύ για μιαν εταίραν; Διότι δε θα το ρίξω το παιδί και μάλιστα αν γείνη αρσενικό, αλλά θα το ονομάσω Πάμφιλον και θα το έχω παρηγοριά για την απιστία σου· κι' όταν θα μεγαλώση, θα έλθη καμμιά φορά να σε μαλώση διά την διαγωγήν που έδειξες εις τη δυστυχισμένη του μητέρα. Αλλά να τη χαίρεσαι αυτήν που παίρνεις· είνε ένα σκιάχτρο. Την είδα εις τα τελευταία θεσμοφόρια με τη μητέρα της· και πού να ξέρω τότε η κακομοίρα ότι εξ αιτίας της θα έχανα τον Πάμφιλον; Δεν θέλω να σ' την κατηγορήσω και να σε λυπήσω, αλλά φαίνεται ότι δεν την επρόσεξες, αλλοιώτικα θα έβλεπες ότι τα μάτια της είνε πάρα πολύ γαλανά και αλλοίθωρα. Το ένα κυττάζει το άλλο· αλλ' οποίος έχει δη τον Φείδωνα τον πατέρα της και ξέρει τα μούτρα του, ξέρει και την κόρη του.
ΠΑΜΦΙΛΟΣ. Πόσην ώραν θα σε ακούω, Μύρτιον, να φλυαρής και να μου μιλάς για κορίτσια και γάμους με κόρες ναυκλήρων; Εγώ απ' αυτά δεν έχω είδησιν, ούτε ξέρω αν ο Φείδων από τον δήμον Αλωπεκής — διότι, υποθέτω, αυτόν εννοείς — έχει θυγατέρα εις ηλικίαν γάμου. Ξέρω μόνον ότι ούτε φίλος του πατέρα μου είνε, διότι ενθυμούμαι ότι προ καιρού ήσαν στα δικαστήρια δι' ένα χρέος ναυτικόν. Ο Φείδων εχρεώστει εις τον πατέρα μου ένα τάλαντον, νομίζω, και δεν ήθελε να πληρώση· και ο πατέρας του έκαμε αγωγήν εις το ναυτοδικείον, αλλά και πάλιν δεν τον επλήρωσε εντελώς, όπως απαιτούσε ο πατέρας. Αλλ' αν ήθελα να παντρευτώ, θ' άφηνα την θυγατέρα του Δημέου που εχρημάτισε πέρυσι στρατηγός και είνε και συγγενής μου από την μητέρα μου, να πάρω την κόρην του Φείδωνος; Αλλ' από πού τα έμαθες αυτά; Υποθέτω όμως ότι τα έφτιασες με τη φαντασία σου, διά να έχης να τρώγεσαι με νέας ζηλοτυπίας.
ΜΥΡΤ. Λοιπόν δεν παντρεύεσαι, Πάμφιλε;
ΠΑΜΦ. Είσαι τρελλή ή μεθυσμένη ακόμη, Μύρτιον, μολονότι χθες δεν ήπιαμε πολύ.
ΜΥΡΤ. Αυτή η Δωρίς μου το είπε και με κατελύπησε. Την έστειλα να μου αγοράση προβατόμαλλα για την κοιλιά μου και να ευχηθή για μένα εις την Λοχείαν Αρτέμιδα και στο δρόμο συνήντησεν, ως λέγει, την Λεσβίαν. . . . . αλλά πες του τα εσύ, Δωρί, η ίδια, εκτός αν τα είπες ψέματα.
ΔΩΡΙΣ. Να μου βγουν τα μάτια, κυρά, αν σούπα τίποτε ψέμα. Όταν περνούσα κοντά από το Πρυτανείον, είδα νάρχεται από πέρα και να χαμογελά η Λεσβία, κι' όταν εζύγωσε μούπε· Δεν τα ξέρεις; Ο αγαπητικός σας ο Πάμφιλος παντρεύεται τη θυγατέρα του Φείδωνα· κι' αν θες να βεβαιωθής πήγαινε και κύτταξε στο στενό και θα δης στέφανα στις πόρτες και θ' ακούσης αυλητρίδες και θόρυβο και τραγουδιστάδες που λεν το τραγούδι του γάμου.
ΠΑΜΦ. Λοιπόν επήγες κ' εκύτταξες, Δωρί;
ΔΩΡΙΣ. Ναι, και είδα όλα όσα μου είπε.
ΠΑΜΦ. Τώρα εννοώ τι συνέβη. Ούτε όλα όσα σου είπεν η Λεσβία, Δωρί, ήσαν ψέματα και συ εις το Μύρτιον είπες την αλήθειαν. Αλλ' άδικα εταραχθήκατε· διότι οι γάμοι δεν εγίνοντο εις το σπίτι μας. Τώρα θυμούμαι τι μου έλεγεν η μητέρα μου χθες όταν εγύρισα στο σπίτι· Πάμφιλε, μου έλεγε, ο συνομήλικός σου ο Χαρμίδης, ο γυιός του γείτονα του Αρισταινέτου, εφρονίμεψε και παντρεύεται· και συ έως πότε θα ζης με μια εταίρα; Την ήκουα με μισό αυτί να μουρμουρίζη αυτά και άλλα και αποκοιμήθηκα. Το πρωί δε εσηκώθηκε πολύ ενωρίς και όταν επερνούσα δεν είδα τίποτε απ' αυτά που είδε αργότερα η Δωρίς. Και αν δεν πιστεύης, πήγαινε πάλι, Δωρί, και κύτταξε καλά και θα δης ότι οι στέφανοι δεν είνε στη δική μας την πόρτα, αλλά στην πόρτα των γειτόνων.
ΜΥΡΤ. Μου χάρισες τη ζωή, Πάμφιλε· διότι θ' αυτοκτονούσα, αν αυτό ήτο αληθινό.
ΠΑΜΦ. Μα δεν είνε αληθινό, και πρέπει να είμαι τρελλός διά ν' απαρνηθώ το Μύρτιον, μάλιστα τώρα που μου ετοιμάζει και παιδί.
ΜΗΤΗΡ. Ετρελλάθηκες, παιδί μου Φίλιννα, ή τι έπαθες εις την χθεσινήν διασκέδασιν; Ο Δίφιλος ήρθε και μ' ευρήκε πρωί πρωί και με δάκρυα μου διηγήθη όσα του έκαμες. Μου είπεν ότι εμέθυσες κι' εσηκώθηκες κι' εχόρευσες εις το μέσον, ενώ αυτός σε ημπόδιζε και έπειτα εφίλησες τον φίλον του τον Λαμπρίαν και επειδή ο Δίφιλος εθύμωσε, τον αφήκες κ' επήγες και εκάθησες δίπλα στον Λαμπρίαν και τον αγκάλιασες και ο δικός σου πήγε να σκάση από το κακό του να βλέπη αυτά. Νομίζω δε ότι ούτε την νύκτα εκοιμήθηκες μαζί του, αλλά τον αφήκες να κλαίη κι' εξαπλώθηκες σε μια θρονίδα κοντά στο κρεββάτι κι' ετραγουδούσες για να τον σκάζης.
ΦΙΛΙΝΝΑ. Δεν σου είπε όμως τα δικά του, μητέρα, διότι δεν θάπερνες το μέρος του αν ήξερες τι προσβολές μου έκανε. Πριν νάρθη ο Λαμπρίας, με αφήκε κι' επήγε κι' εκρυφομιλούσε με τη Θαΐδα την αγαπητικιά του φίλου του· όταν δε είδε ότι εγώ εθύμωνα και του έγνεψα να τα θυμάται αυτά πούκανε, έπιασε από την άκρη τ' αυτιού την Θαΐδα, της γύρισε προς τα πίσω το κεφάλι και την εφίλησε τόσον δυνατά, ώστε παρ' ολίγον να της αποσπάση τα χείλια. Έπειτα εγώ έκλαια, αυτός δε εγέλα και εξακολουθούσε να μιλά εις τ' αυτί της Θαΐδος, εναντίον μου βέβαια, και η Θαΐς εχαμογέλα και μ' εκύτταζε. Όταν δε ήκουσαν ότι ήρχετο ο Λαμπρίας και εχόρτασαν από φιλιά, εχωρίσθηκαν· εγώ δε, αν και λυπημένη, εκάθησα δίπλα του διά να μη έχη προφάσεις να με κατηγορή έπειτα. Τότε εσηκώθηκε η Θαΐς και πρώτη εχόρευσε κι' εσήκωνε το φόρεμά της πολύ ψηλά κι' έδειχνε τα πόδια της, ωσάν τάχα μόνον αυτή τα είχε ώμορφα. Όταν δε έπαυσε, ο Λαμπρίας ο δικός της εσιώπα και δεν είπε τίποτε· ο Δίφιλος όμως είπε πολλούς επαίνους, εις την Θαΐδα, ότι εχόρευε με ρυθμόν και χάριν και ότι το βήμα της ηκολούθει με ακρίβειαν την κιθάραν, ότι το πόδι της ήτο κομψόν και άλλα πολλά τέτοια. Ενόμιζε κανείς ότι επαινούσε την Σωσσάνδραν του Καλάμιδος (22) και όχι την Θαΐδα, που την ξέρεις τι είνε, διότι την είδες πολλές φορές στο λουτρό. Και που να σου λέγω τι πειράγματα μου έκαμεν, η Θαΐς. Αν καμμιά άλλη, είπε, δεν ντρέπεται να φανή ότι έχει τις κνήμες σαν καλάμια, ας σηκωθή και ας χορεύση. Τι ήθελες τότε να κάμω, μητέρα; Εσηκώθηκα και εχόρεψα. Έπρεπε να μη σηκωθώ και να βεβαιώσω αυτό που έλεγε και ν' αφήσω την Θαΐδα να βασιλεύη εις το συμπόσιον;
ΜΗΤ. Δεν έπρεπε να πειραχθής, κόρη μου, και να δώσης τόσην σημασίαν· αλλά λέγε τι έγινε κατόπιν.
ΦΙΛ. Όλοι οι άλλοι μ' επαινούσαν και μόνον ο Δίφιλος δεν έλεγε τίποτε, αλλ' έγυρεν ανάσκελα κι' εκύτταζε προς το ταβάνι έως ότου εκουράσθηκα κ' έπαυσα να χορεύω.
ΜΗΤ. Και δεν είνε αλήθεια ότι εφίλησες τον Λαμπρίαν και τον αγκάλιασες καθισμένη δίπλα του; Γιατί δεν μιλάς; Αν τώκαμες αυτό είσαι ασυγχώρητη.
ΦΙΛ. Ήθελα να εκδικηθώ και να τον πικράνω όπως μ' επίκρανε.
ΜΗΤ. Έπειτα ούτε εκοιμήθης μαζή του, αλλά ετραγουδούσες, ενώ αυτός έκλαιε. Δεν σκέπτεσαι, κόρη μου, ότι είμεθα φτωχοί άνθρωποι, ούτε θυμάσαι πόσα μας έχει δώσει αυτό το παιδί και πώς θα περνούσαμε τον περασμένο χειμώνα αν η Αφροδίτη δεν μας τον έστελνε;
ΦΙΛ. Μπα, και γι' αυτό θ' ανέχωμαι να με προσβάλλη;
ΜΗΤ. Καλά να θυμώσης για τις προσβολές, αλλά να μη τον προσβάλλης και συ. Δεν ξέρεις ότι η βρυσιές ψυχραίνουν την αγάπη και πεισμώνουν τους ερωτευμένους; Εσύ πάντα τον κακομεταχειρίζεσαι, αλλά πρόσεξε να μη γίνη αυτό που λέει η παροιμία· να μη κόψουμε το σχοινί με το παρατράβηγμα.
ΜΕΛΙΣΣΑ. Αν γνωρίζης, Βακχί, καμμιά γριά που να ξέρη, ξόρκια, σαν τις Θεσσαλές, και να μπορή με τα μάγια να κάνη τον άνδρα ν' αγαπήση την γυναίκα που εμίσησε, θα μου κάνης μεγάλη χάρι να μου την φέρης. Και θα της δώσω ό,τι θέλει και αν ακόμη μου ζητήση τα ρούχα που φορώ και τα χρυσαφικά· αρκεί να κάμη τον Χαρίνον να γυρίση στην αγάπη μου και να μισήση την Σιμμίχην όπως μισεί τώρα εμένα.
ΒΑΚΧΙΣ. Τι λες; δεν ζη πια μαζή σου, αλλ' έμπλεξε πάλι μ' εκείνην που έγεινε αφορμή νάρθη στα μαχαίρια με τους γονείς του; Γι' αυτήν δεν ηθέλησε να πάρη εκείνην την πλουσίαν που είχε, ως έλεγαν, προίκα πέντε τάλαντα. Θυμάμαι που μου τάλεγες.
ΜΕΛ. Τώρα μ' αφήκε εντελώς, Βακχί, και είνε πέντε μέρες σήμερα που δεν τον είδα καθόλου, αλλά μένει στου φίλου του του Παμμένου και διασκεδάζουν με την Σιμμίχην.
ΒΑΚΧ. Έχεις δίκιο, καϋμένη Μέλισσα, να είσαι στενοχωρημένη. Μα δεν μου λες, πώς εμαλώσετε; υποθέτω ότι θα υπάρχη καμμία σπουδαία αφορμή.
ΜΕΛ. Εκείνο που ξέρω είνε ότι προ ημερών είχε πάει στον Πειραιά, όπου τον έστειλε ο πατέρας του να ζητήση, νομίζω, χρήματα που του χρωστούν· και όταν εγύρισε και ήλθε εδώ είχε τα μούτρα κατεβασμένα· όταν δε έτρεξα να τον αγκαλιάσω και να τον φιλήσω, όπως συνειθίζω, μ' έσπρωξε και μου είπε· Πήγαινε να φιλάς τον Ερμότιμον τον ναύκληρον και να διαβάσης τι έχουν γράψη εις τους τοίχους του Κεραμεικού όπου τα ονόματά σας είνε ζευγαρωμένα (23) . Ποιόν Ερμότιμον λες και τι σημαίνουν αυτά; του είπα. Αυτός όμως δεν μου έδωκε καμμίαν απάντησιν, ούτε εδείπνησε, αλλ' έπεσε στο κρεββάτι και μου γύρισε τις πλάτες. Και τι δεν έκαμα διά να τον ξεθυμώσω, τι χάδια, τι φιλιά στο σβέρκο, όπως ήταν γυρισμένος προς το άλλο μέρος. Αυτός όμως όχι μόνον δεν εμαλάκωσε, αλλά και περισσότερον εθύμωσε και μου είπε· Αν εξακολουθής να μ' ενοχλής θα φύγω και ας είνε μεσάνυκτα.
ΒΑΚΧ. Κάτι όμως θα τρέχη μ' αυτόν τον Ερμότιμον.
ΜΕΛ. Να με δης και να με λυπηθής, Βακχί, να με δης πιο δυστυχισμένη παρ' ό,τι είμαι σήμερον, αν εγώ γνωρίζω κανένα Ερμότιμον ναύκληρον. Τέλος πάντων ο Χαρίνος εσηκώθη κι' έφυγε αξημέρωτα με το πρώτο λάλημα του πετεινού. Εγώ θυμήθηκα πως είπε ότι το όνομά μου ήτο γραμμένον εις ένα τοίχον του Κεραμεικού και έπεμψα την υπηρέτριαν μου την Ακίδα να ιδή αν αυτό είνε αλήθεια· το μόνον δε που είδε είνε ότι δεξιά όπως μπαίνομεν εις το Δίπυλον ήτο γραμμένο στον τοίχο «Η Μέλισσα αγαπά τον Ερμότιμον» και από κάτω «Ο ναύκληρος Ερμότιμος αγαπά την Μέλισσαν».
ΒΑΚΧ. Τι κάνουν αυτοί οι νέοι! Καταλαβαίνω ότι κάποιος που ήξευρε ότι ο Χαρίνος είνε ζηλιάρης ηθέλησε μ' αυτόν τον τρόπον να του ανάψη τη ζήλια· και αυτός αμέσως εθύμωσε. Αλλ' έννοια σου και αν τον συναντήσω πουθενά θα του μιλήσω. Δεν ξέρει, βλέπεις, τον κόσμο, είνε παιδί ακόμη.
ΜΕΛ. Πού να τον δης, πούνε κλεισμένος με την Σιμμίχην: Και όμως οι γονείς του έρχονται και μου τον ζητούν εμένα. Αλλά μόνον αν εύρω μια μάγισσα, όπως σου είπα, θα τον σώσω.
ΒΑΚΧ. Γνωρίζω μίαν μάγισσαν πολύ καλή, φιλτάτη μου, αν και δεν είνε πολύ γριά και τσακισμένη. Είνε από την Συρίαν και μια φορά που ο Φανίας μούκανε κι' εμένα απιστίες όπως τώρα σου κάνει σένα ο Χαρίνος, και μου είχε θυμώση, μου τον ξανάφερε στα νερά μου ύστερα από τέσσερους σωστούς μήνες που είχα πλέον απελπισθή· αλλά τα ξόρκια εθαυματούργησαν και τον έφεραν πάλι στην αγκαλιά μου.
ΜΕΛ. Και δεν μου λες τι έκαμε η μάγισσα, αν τα θυμάσαι ακόμη;
ΒΑΚΧ. Δεν ζητά και πολλά πράμματα· μίαν δραχμήν και ψωμί· χρειάζεται δε και ολίγο αλάτι, επτά οβολούς, θειάφι και δαδί. Αυτά τα παίρνει η γριά. Αλλά χρειάζεται κρασί από το οποίον μόνον αυτή πίνει. Πρέπει δε να έχη και κάτι από τον άνδρα που θέλεις να σου μαγεύση, φόρεμα, υπόδημα, ολίγες τρίχες ή τίποτε άλλο τέτοιο.
ΜΕΛ. Έχω κάτι παπούτσια του Χαρίνου.
ΒΑΚΧ. Αυτά κρεμά σ' ένα πάτερο και τα θυμιάζει με το θειάφι και ρίχτει το αλάτι στη φωτιά. Την ώρα εκείνη λέγει και τα δύο ονόματα, το δικό του και το δικό σου. Έπειτα βγάζει από τον κόρφο της μία σβούρα και τη γυρίζει και συγχρόνως μουρμουρίζει βιαστικά κάτι λόγια βαρβαρικά που τ' ακούς και σηκώνεται η τρίχα σου. Με αυτά ο Φανίας εγύρισε πάλιν σ' εμένα. Η αλήθεια είνε ότι και οι φίλοι του τού έκαμαν παρατηρήσεις και η Φοιβίς του ζητούσε πολλά, αλλ' εγώ πιστεύω ότι μάλλον τα μάγια μου τον έφεραν. Αλλ' η μάγισσα μου έμαθε και κάτι άλλο διά να κάνω τον Φανίαν να μισή και να σιχαίνεται την Φοιβίδα. Μου είπε να εύρω τα ίχνη των ποδιών της, να πατήσω εις το αριστερό με το δεξί μου πόδι και εις το δεξιόν με το αριστερό και αφού τα χαλάσω να λέγω: Πατώ επάνω σου και από κάτω μου σ' έχω. Και το έκαμα όπως μου παράγγειλε.
ΜΕΛ. Λοιπόν, Βακχί, μην παραμελήσης, μην παραμελήσης σε παρακαλώ, αλλά φέρε μου αυτή τη γυναίκα. Συ δε, Ακίδα, θα έχης έτοιμα το ψωμί και το θειάφι και όλα τα άλλα που χρειάζονται για το ξόρκισμα.
ΚΛΩΝΑΡΙΟΝ. Τι είνε αυτά τα παράξενα που ήκουσα για σένα, Λέαινα; Λέγουν ότι η Μέγιλλα από τη Λέσβο η πλουσία σ' ερωτεύεται ως άνδρας και κοιμάσθε μαζί και δεν ξέρω τι κάνετε μεταξύ σας. Α!εκοκκίνησες; Αλήθεια λοιπόν είνε;
ΛΕΑΙΝΑ. Αλήθεια, Κλωνάριον ντρέπομαι να σου τ' ομολογήσω είνε κάτι τι αλλόκοτον.
ΚΛΩΝ. Τι λες δι' όνομα της Δήμητρας; Τι θέλει από σένα αυτή η γυναίκα και τι κάνετε όταν είσθε μαζή; Δεν θέλεις να μου πης; Δεν μ' αγαπάς λοιπόν· αν μ' αγαπούσες δεν θα μου τα έκρυβες.
ΛΕΑΙ. Σ' αγαπώ περισσότερο από κάθε άλλη· αλλά τι θέλεις να σου πω. Αυτή η γυναίκα έχει πολύ ανδρικάς ορέξεις.
ΚΛΩΝ. Δεν εννοώ τι θέλεις να πης, εκτός αν είνε καμμιά τριβάς· διότι λέγουν ότι εις την Λέσβον είνε πολλές τέτοιες ανδρογυναίκες που δεν θέλουν να το κάνουν με τους άνδρες, αλλά πλησιάζουν γυναίκες, ως να είνε άνδρες.
ΛΕΑΙ. Κάτι τέτοιο είνε και αυτή.
ΚΛΩΝ. Λοιπόν, Λέαινα, αυτό να μου διηγηθής, πώς σου ρίχθηκε στην αρχή, πώς σε κατάφερε και τι έγινε κατόπιν.
ΛΕΑΙ. Είχαν τραπέζι αυτή και η Δημώνασσα η Κορινθία, άλλη πλουσία, η οποία κάνει την ίδια τέχνη με την Μέγιλλαν. Μ' εκάλεσαν λοιπόν να παίξω κιθάρα· αφού δε έπαιξα· και ήτο περασμένη η ώρα και αυτές είχαν μεθύση, η Μέγιλλα μου είπε: Είνε ώρα για ύπνο, Λέαινα, και επειδή είνε αργά μείνε να κοιμηθής μαζή μας· θα σε βάλλωμε στη μέση.
ΚΛΩΝ. Έμεινες; Και έπειτα τι έγεινε;
ΛΕΑΙ. Στην αρχή μ' εφιλούσαν σαν άνδρες και δεν περιωρίζοντο μόνον στα χείλη, αλλά και μέσ' στο στόμα και με αγκάλιαζαν και μούτριβαν τα βυζιά· η δε Δημώνασσα μούδιδε και δαγκωματιές αναμεταξύ στα φιλιά. Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω πού θα έφθανε αυτό το πράγμα. Έπειτα από κάμποση ώρα η Μέγιλλα, που είχε αρχίση να λυσσομανά, έβγαλε μια φενάκη πούχε στο κεφάλι της, τόσο καλά προσαρμοσμένην ώστε δεν διεκρίνετο, και παρουσιάσθη κουρεμένη σύρριζα σαν αθλητής από τους πλέον δυνατούς. Εγώ ετρόμαξα όταν την είδα. Αλλ' αυτή μου είπε· Έχεις ξαναϊδή, Λέαινα, ένα τόσο ώμορφο παλληκάρι; Αλλά δεν βλέπω, Μέγιλλα, της είπα, κανένα νέον εδώ. Μη μου δίδης θηλυκό όνομα, είπε· εγώ είμαι Μέγιλλος και έχω προ πολλού παντρευτή αυτήν την Δημώνασσαν· είνε η γυναίκα μου. Δεν μπόρεσα να μη γελάσω, Κλωνάριον, και είπα· Λοιπόν, Μέγιλλα, είσαι άνδρας και μας τώκρυβες, όπως λέγουν για τον Αχιλλέα ότι εκρυβότανε αναμεταξύ στα κορίτσια με γυναικεία ενδύματα; Αλλά έχεις και εκείνο που έχουν οι άνδρες και κάνεις της Δημώνασσας ό,τι κάνουν οι άνδρες; Εκείνο, είπε, Λέαινα, δεν το έχω· αλλά δεν το πολυχρειάζομαι· κάνω την δουλειά, ως θα ιδής, με τρόπον πολύ περισσότερον ευχάριστον. Μήπως είσαι, Ερμαφρόδιτος, της είπα, όπως λέγεται ότι υπάρχουν πολλοί που τάχουν και τα δυό; διότι ακόμη, Κλωνάριον, δεν μπορούσα να εννοήσω το πράγμα. Όχι, είπε, είμαι σωστός άνδρας. Ήκουσα, είπα τότε εγώ, την αυλητρίδα Ισμηνοδώραν από την Βοιωτίαν να διηγήται για την πατρίδα της και να λέγη ότι κάποιος εις τας Θήβας έγεινε από γυναίκα άνδρας. Τον έλεγαν, νομίζω, Τειρεσίαν και ήτο μεγάλος μάντις. Μήπως και σε σένα συνέβη κάτι τέτοιο; Όχι, Λέαινα, είπε· εγεννήθηκα ομοία με σας τις άλλες· αλλ' ο χαρακτήρ μου και η επιθυμία μου και όλα μου τα άλλα είνε ανδρικά, Και σου αρκεί η επιθυμία; της είπα. Αν δεν πιστεύης Λέαινα, μου είπε, έλα εδώ και θα βεβαιωθής ότι δεν είμαι εις τίποτε κατωτέρα από τους άνδρες. Διότι έχω και κάτι αντί εκείνου που έχουν οι άνδρες. Αλλά έλα κοντά και θα δης. Την αφήκα, Κλωνάριον, να κάμη ό,τι ήθελε, αφού τόσον μ' επαρακαλούσε, μου έδωκε δε και ένα περιδέραιον μεγάλης αξίας και μου εχάρισε διάφορα υφάσματα από τα λεπτοΰφαντα. Έπειτα εγώ την αγκάλιασα ως άνδρα και αυτή μ' εφιλούσε και έκανε και ελαχάνιαζε και ελιγώνετο από ηδονήν.
ΚΛΩΝ. Μα τέλος πάντων τι έκανε; Με ποίον τρόπον; Αυτό προ πάντων θέλω να μου πης.
ΛΕΑΙ. Μη ζητάς να μάθης περισσότερα· είνε τόσον αισχρά, ώστε, μα την Αφροδίτην, δεν θα σου πω τίποτε άλλο.
ΚΡΩΒΥΛΗ. Βλέπεις, Κόριννα, ότι δεν είνε τόσον φοβερόν όσον ενόμιζες να γείνη ένα κορίτσι γυναίκα. Αυτό το έμαθες τώρα, αφού εκοιμήθης μ' ένα ωραίον νέον κι' επήρες μίαν μναν, το πρώτον σου κέρδος, με το οποίον θα σου αγοράσω ένα ωραίον κόσμημα.
ΚΟΡΙΝΝΑ. Ναι, μητερούλα μου. Θέλω να μου πάρης ένα περιδέραιον που νάχη χάντρες κόκκινες της φωτιάς, όπως είνε της Φιλαινίδος.
ΚΡΩΒ. Ναι, τέτοιο θα σου πάρω. Αλλ' άκουσε να σου δώσω και μερικές συμβουλές τι πρέπει να κάνης και πώς να φέρεσαι στους άνδρες. Ξέρεις, κόρη μου, ότι άλλο μέσον για να ζήσωμε δεν έχομεν. Είνε δύο χρόνια που πέθανε ο μακαρίτης ο πατέρας σου και ξέρεις πώς επεράσαμε αυτό το διάστημα. Όταν εκείνος εζούσε, τα είχαμεν όλα, διότι ήτο σιδηρουργός και πρώτος τεχνίτης στο Πειραιά. Και τώρα ακούς όλους να λέγουν ότι, αφότου πέθανε ο Φιλίνος, δεν ξανάγεινε άλλος τέτοιος τεχνίτης. Στην αρχή επούλησα τις τσιμπίδες, το αμώνι και το σφυρί κι' επήρα δύο μναις και μ' αυτές εζήσαμε κάμποσον καιρόν. Έπειτα άλλοτε ύφαινα και άλλοτε έγνεθα και με δυσκολία έβγαζα το ψωμί μας. Αλλά είχα εσένα και επερίμενα ότι μίαν ημέραν θα μου φέρης την ευτυχία.
ΚΟΡ. Εννοείς την μναν;
ΚΡΩΒ. Όχι, αλλ' ήλπιζα ότι άμα μεγαλώσης και εγώ θα ζήσω κοντά σου και συ θ' αποκτήσης πλούτη και στολίδια και υπηρέτριες.
ΚΟΡ. Πώς θα γείνη αυτό, μαμά; Τι θέλεις να πης;
ΚΡΩΒ. Αρκεί να συναναστρέφεσαι τους νέους, να διασκεδάζης και να κοιμάσαι μαζή τους.
ΚΟΡ. Όπως η θυγατέρα της Δαφνίδος η Λύρα;
ΚΡΩΒ. Ναι.
ΚΟΡ. Αλλ' αυτή είνε εταίρα.
ΚΡΩΒ. Αι! και τι; Αυτό δεν είνε κακό. Και συ θα πλουτήσης σαν κι' αυτήν και θα έχης πολλούς εραστάς. Γιατί κλαις, παιδί μου; δεν βλέπεις πόσες είνε αυτού του είδους η γυναίκες, πώς τις αγαπούν οι άνδρες και τι χρήματα κερδίζουν; Θυμούμαι εγώ την Δαφνίδα τι κουρέλια φορούσε, πριν να μεγαλώση η κόρη της. Τώρα όμως βλέπεις με τι πολυτέλεια ζη, τι χρυσαφικά φορεί και τι ωραία φορέματα κ' έχει και τέσσαρες δούλες.
ΚΟΡ. Και πώς τ' απέκτησεν αυτά η Λύρα;
ΚΡΩΒ. Πρώτα πρώτα εφρόντισε να στολίζεται καλά, να έχη τρόπους και να φαίνεται ευχάριστη και γελαστή προς όλους, όχι όμως σαν και σένα που με το παραμικρόν χαχανίζεις, αλλά είχε ένα χαμόγελο με γλύκα και χάρι, είχε τρόπους ευγενείς και δεν εκορόιδευε κανένα από κείνους που την επλησίαζαν, ούτε τους εκυνήγα αυτή, αλλ' ούτε και ερωτεύετο πραγματικώς κανένα. Και αν καμμιά φορά την καλέσουν με πληρωμήν εις κανένα γεύμα, ούτε μεθά, διότι αυτό είνε άσχημον και οι άνδρες σιχαίνονται τις γυναίκες που έχουν αυτό το ελάττωμα, ούτε τρώγει λαίμαργα, όπως οι κακοσυνειθισμένοι άνθρωποι, αλλά πιάνει τα φαγητά με τα άκρα των δακτύλων και με σιωπήν τρώγει χωρίς να παραγεμίζη το στόμα και από τα δύο μέρη, και πίνει σιγά σιγά και δεν αδειάζει το ποτήρι διά μιας, αλλ' ολίγον κατ' ολίγον.
ΚΟΡ. Και αν τύχη να διψά, μαμά;
ΚΡΩΒ. Και τότε ακόμα. Έχει δε και τα λόγια της μετρημένα και δεν κοροϊδεύει κανένα από κείνους που συντρώγουν, αλλά προσέχει εις εκείνον που πληρώνει· κι' έτσι την αγαπούν όλοι. Εις δε το κρεββάτι ούτε λυσσασμένη φαίνεται, ούτε και κρύα, αλλά με κάθε τρόπον και μόνον ένα πράγμα επιδιώκει πώς να μαγεύη τον άνδρα και να τον κάμη να την αγαπήση. Μια τέτοια γυναίκα αρέσει σ' όλους τους άνδρες, αν γίνης δε και συ τέτοια, θα ευτυχήσωμεν κι' εμείς. Δόξα νάχουν οι θεοί, στην ωμορφιά είσαι πολύ καλλίτερη από τη Λύραν.... αλλά να δώσουν οι θεοί να ζήσης μόνον.
ΚΟΡ. Δε μου λες, μητέρα, όλοι αυτοί που παίρνουν τις γυναίκες με πληρωμή είνε σαν τον Εύκριτον που κοιμήθηκα χθες μαζή του;
ΚΡΩΒ. Όχι όλοι· μερικοί είνε καλλίτεροι, άλλοι μεγαλείτεροι στην ηλικίαν και άλλοι ασχημότεροι.
ΚΟΡ. Πρέπει να κοιμούμαι και με αυτούς;
ΚΡΩΒ. Ναι, κόρη μου, διότι οι άσχημοι δίδουν και τα περισσότερα, οι δε ώμορφοι νομίζουν ότι σου κάνουν και χάρι με την ωμορφιά των. Αλλά συ να προτιμάς πάντα εκείνους που δίδουν τα περισσότερα, αν θέλης γρήγορα να σε δείχνουν και να λένε· Βλέπεις την Κόρινναν την θυγατέρα της Κρωβύλης τι πλούτη έχει και πόσο ευτυχισμένη έκαμε την μητέρα της; Τι λες; θα τα κάμης αυτά; Ξέρω εγώ ότι θ' ακολουθήσης τις συμβουλές μου και εντός ολίγου θα γίνης η καλλίτερη απ' όλες. Αλλά τώρα πήγαινε να λουσθής, μήπως έλθη και σήμερα εκείνος ο νέος, ο Εύκριτος, γιατί μούπε ότι θάρθη.
ΜΗΤΗΡ. Αν πετύχωμεν κι' ένα άλλο τέτοιον εραστήν, Μουσάριον, κόρη μου, σαν το Χαιρέα, πρέπει να θυσιάσωμεν εις την πάνδημον Αφροδίτην (24) μίαν άσπρην αίγα, εις δε την εν κήποις ένα δαμάλι και να στεφανώσωμεν την πλουτοδότειραν θεάν, διότι η ευτυχία μας θα είνε πολύ μεγάλη. Βλέπεις τι απολαβάς έχομεν τώρα απ' αυτόν τον νέον, που ούτε οβολόν σου έδωκέ ποτε, ούτε φόρεμα σου αγόρασε, ούτε υποδήματα, ούτε καμμιά μυρουδιά, αλλά πάντα σε πληρώνει με προφάσεις, με υποσχέσεις και ελπίδες για τον κόκκινο Μάη· και όλω επαναλαμβάνει ότι αν ο πατέρας ... και αν πάρω την πατρική μου περιουσία, όλα θα είνε δικά σου. Σου ωρκίσθη δε και, όπως λες, ότι θα σε κάνη νόμιμη σύζυγον.
ΜΟΥΣΑΡΙΟΝ. Μου ωρκίσθη, μητέρα, εις τας δύο θεάς (25) και εις την Πολιούχον.
ΜΗΤ. Και συ, κουτή, τον πιστεύεις και διά τούτο όταν προ καιρού δεν είχε να πληρώση τον έρανόν του εις ένα φιλικόν γεύμα του έδωκες κρυφά από μένα το δακτυλίδι σου και αυτός το πούλησε και τώφαγε; Έτσι σου πήρε και τα δύο περιδέραια τα Ιωνικά, τα οποία σου έφερεν από την Έφεσον ο Χιώτης Πραξίας ο πλοίαρχος. Αφήνω τα φορέματα και τα πουκαμισάκια που σου έχει πάρη· και τέλος πάντων αυτός ο νέος είνε για μας κελεπούρι και θησαυρός.
ΜΟΥΣ. Είνε όμως ώμορφος και νεώτατος και μου λέγει με δάκρυα πως μ' αγαπά και είνε γυιός της Δεινομάχης και του Λάχητος του Αρεοπαγίτου και υπόσχεται ότι θα με πάρη γυναίκα του και έχομεν μεγάλας ελπίδας μόλις ο γέρος κλείση τα μάτια του.
ΜΗΤ. Λοιπόν, Μουσάριον, εάν έχωμεν ανάγκην από υποδήματα και ο υποδηματοποιός ζητά το δίδραχμον, θα του πούμε· Χρήματα δεν έχομεν, αλλ' αντί για χρήματα λάβε μερικές από τις ελπίδες μας· το ίδιο πρέπει να πούμε και στον αλευράν· και αν μας ζητούν το νοίκι, περίμενε, να πούμε στο νοικοκύρη, έως ότου να πεθάνη ο Λάχης ο Κολλυτεύς και άμα γίνη ο γάμος σε πληρώνομεν· δεν ντρέπεσαι να 'σαι η μόνη εταίρα που δεν έχεις σκουλαρίκια, ούτε περιδέραιον, ούτε φόρεμα από ύφασμα της Τάραντος;
ΜΟΥΣ. Και μήπως γι' αυτό, μητέρα, είνε πιο ευτυχείς και καλλίτερες, από μένα η άλλες;
ΜΗΤ. Όχι, αλλά είνε φρονιμώτερες και ξέρουν να κάνουν τη δουλειά τους· και δεν πιστεύουν τα αισθηματικά λόγια των νέων, που έχουν τους όρκους τόσον εύκολους· συ δε είσαι τόσον πιστή και τόσο τον αγαπάς, που δεν εννοείς να πλησιάσης άλλον παρά μόνο το Χαιρέα. Προ ολίγου καιρού, όταν ήρθ' εκείνος ο χωρικός από τας Αχαρνάς κ' έφερε δύο μνας, αμούστακος και αυτός — είχε πάρει την πούλησι απ' τα κρασιά του πατέρα του — τον έδιωξες με περιφρόνησι, γιατί θέλεις να κοιμάσαι μόνο με το μορφονιό το Χαιρέα.
ΜΟΥΣ. Τι; έπρεπε ν' αφήσω το Χαιρέα και να πάρω εκείνον τον βρωμιάρην τον χωριάτη; Για μένα το νοστιμώτερο γουρουνόπολο των Αχαρνών είνε ο καλός μου Χαιρέας (26)
ΜΗΤ. Ας είνε· εκείνος ήταν χωριάτης και βρωμερός. Αλλά τον Αντιφώντα του Μενεκράτους, ο οποίος σου επρόσφερε μίαν μναν διατί δεν τον εδέχθης; Δεν ήτο ωραίος και κομψός και της ίδιας ηλικίας με το Χαιρέα;
ΜΟΥΣ. Ναι, αλλ' ο Χαιρέας εφοβέρισε ότι θα μας έσφαζε και τους δύο αν με συνελάμβανε με τον Αντιφώντα.
ΜΗΤ. Όλοι οι άνδρες έτσι φοβερίζουν. Αλλ' αυτό δεν είνε λόγος να μην απολαύσης εσύ τα νειάτα σου και να ζήσης φρόνιμη, όχι ως εταίρα, αλλ' ως να ήσουν ιέρεια της Θεσμοφόρου. Αφήνω τα άλλα· σήμερον είνε η εορτή των αλωνιών· τι δώρον σου έκαμε διά την εορτήν;
ΜΟΥΣ. Μα δεν έχει, μητερούλα μου, το καϋμένο το παιδί.
ΜΗΤ. Μόνον αυτός δεν ευρήκε τρόπον να παίρνη από τον πατέρα του; Δεν μπορούσε να μεταχειρισθή ένα δόλον για ν' απατήση το γέρο και δεν φοβερίζει τη μάνα του ότι αν δεν του δώση θα πάη ναύτης και θα φύγη, αλλά κάθεται εδώ και μας βασανίζει και ούτε αυτός δίδει τίποτε, ούτε από κείνους που μας δίδουν μας αφήνει να παίρνωμεν; Αλλά νομίζεις, κόρη μου, ότι θα είσαι πάντα δεκαοκτώ ετών ή υποθέτεις ότι ο Χαιρέας θα έχη τα ίδια αισθήματα όταν θα γείνη πλούσιος και η μητέρα του θα τούβρη καμμιά νύφη με προίκα μεγάλη; Νομίζεις ότι θα θυμάται ακόμη τα δάκρυα ή τα φιλιά και τους όρκους, όταν θα έχη απέναντι του μιαν προίκα από πέντε τάλαντα;
ΜΟΥΣ. Θα θυμάται· απόδειξις ότι και τώρα δεν παντρεύτηκε, αλλ' αν και τον πιέζουν και τον αναγκάζουν, αρνείται.
ΜΗΤ. Να δώση ο Θεός να μη σε γελάση και τότε θα θυμηθής τα λόγια μου.
ΑΜΠΕΛΙΣ. Μπορεί ν' αγαπά ένας άνδρας που μήτε ζηλεύει, μήτε θυμώνει, μήτε σ' εκτύπησε ποτέ, ούτε σούκουψε τις πλεξούδες, ούτε σούσχισε τα φορέματα;
ΧΡΥΣΙΣ. Λοιπόν αυτά μόνον είνε του έρωτος αποδείξεις, Αμπελίτσα;
ΑΜΠ. Ναι· τέτοιος είνε ο θερμός άνδρας· τα άλλα, τα φιλήματα και τα δάκρυα και οι όρκοι και αι συχναί επισκέψεις είνε σημεία του έρωτος που αρχίζει· η φωτιά του όλη φαίνεται στη ζηλοτυπία, ώστε, αν, ως λέγεις, ο Γοργίας σε κτυπά και σε ζηλεύη, να είσαι ευχαριστημένη, να πιστεύης ότι σ' αγαπά και να εύχεσαι να είνε πάντα έτσι.
ΧΡΥΣ. Πάντα έτσι; Τι λες; Να με δέρνη πάντα;
ΑΜΠ. Όχι· αλλά να στενοχωρήται αν κυττάξης κανένα άλλον. Διότι αν δεν σ' αγαπά, γιατί να θυμώνη αν έχης και άλλον εραστήν;
ΧΡΥΣ. Αλλά δεν έχω κανένα, και αυτός ενόμισε άδικα ότι με αγαπά εκείνος ο πλούσιος, διότι κάποτε ανάφερα το όνομά του.
ΑΜΠ. Και αυτό είνε καλό, να νομίζη ότι σε κυνηγούν πλούσιοι· έτσι θ' ανησυχή περισσότερον και θα φιλοτιμήται να μη φανή κατώτερος εις τα δώρα του από τους αντεραστάς.
ΧΡΥΣ. Αλλ' αυτός μόνον θυμώνει και δέρνει, δεν δίδει δε τίποτε.
ΑΜΠ. Θα δώση· οι ζηλιάρηδες, όταν τους παρασφίξη η ζήλεια, γίνονται ανοικτοχέρηδες.
ΧΡΥΣ. Δεν εννοώ γιατί θέλεις και καλά να δέχωμαι μπάτσους, Αμπελίτσα.
ΑΜΠ. Όχι, αλλ' όπως σου είπα, ο έρωτας δυναμώνει όταν δη ότι δεν τον προσέχουν· εξ εναντίας δε, άμα ο εραστής βεβαιωθή ότι δεν έχει να φοβηθή αντίζηλον, η επιθυμία του ψυχραίνεται. Αυτά σου τα λέγω εγώ που έχω δουλέψη είκοσι χρόνια σ' αυτό το στάδιο, ενώ συ είσαι δεκαοκτώ ετών, ίσως δε και μικρότερη. Αν θέλης, θα σου διηγηθώ και κάτι που μου συνέβη όχι προ πολλών ετών· με είχε τότε ο Δημόφαντος ο τοκιστής που κατοικεί πίσω από την Ποικίλην. Αυτός ο τσιγγούνης δεν μούδωκε ποτέ περισσότερον από πέντε δραχμές και είχε την αξίωσιν να τώχη μονοπώλιον. Αλλά και ο ερωτάς του ήτο πολύ επιπόλαιος. Ποτέ δεν τον ήκουσα ν' αναστενάξη, ούτε τον είδα να δακρύση, ούτε ήρθε να μου κτυπήση ποτέ την πόρτα εις ώραν περασμένην της νύκτας, αλλά μόνον που εκοιμάτο καμμιά φορά μαζή μου και αυτό σπανίως. Αλλ' όταν μια φορά ήλθε και δεν τον εδέχθηκα — διότι ήτο μέσα ο Καλλίδης ο ζωγράφος που μούχε στείλη δέκα δραχμές — μ' έβρισε κι' έφυγε. Όταν δε είδε ότι επέρασαν πολλές ημέρες και εγώ δεν έστειλα να τον ζητήσω και ο Καλλίδης ήτον πάλι μέσα, ο Δημόφαντος ήρχισε ν' ανάβη και μια ημέρα που βρήκε ανοικτή την πόρτα εμπήκε και ήτο έξω φρενών· έκλαιε, μ' εκτύπα, εφοβέριζε να σκοτώση, μου έσχισε το φόρεμα και εις το τέλος μου έδωκε ένα τάλαντον και με είχε οκτώ ολόκληρους μήνες μοναχική. Και η γυναίκα του έλεγε σ' όλους ότι της τον ετρέλλανα με μάγια· αλλά τα μάγια ήτον η ζήλεια. Ώστε και συ, Χρυσίδα, να μεταχειρισθής για τον Γοργίαν τα ίδια μάγια· θα γείνη δε πλούσιος αυτός ο νέος άμα ο πατέρας του αποθάνη.
ΔΟΡΚΑΣ. Τι πάθαμε, κυρά, τι πάθαμε! Ο Πολέμων εγύρισε από τον πόλεμον πλούσιος, ως λένε· τον είδα δε κι' εγώ με μανδύα κατακόκκινον και με πολλούς ακολούθους. Και οι φίλοι του ως τον είδαν έτρεχαν να τον χαιρετούν. Έτσι ευρήκα καιρόν να πλησιάσω τον υπηρέτην που είχε πάη μαζή του έξω και τον αρώτησα· δεν μου λες, Παρμένων, του είπα, αφού τον εχαιρέτησα, πώς τα περάσατε και τι καλά εφέρατε από τον πόλεμον;
ΠΑΝΝΥΧΙΣ. Δεν έπρεπε να του πης αυτά αμέσως, αλλά : «Δοξάζω τους θεούς που σωθήκατε, μάλιστα τον φιλόξενον Δία και την πολεμικήν Αθηνάν· η κυρά μου δεν έπαυε να ρωτά και να πληροφορήται πού είσθε και τι κάνετε»· αν έλεγες δε και ότι έκλαια και πάντοτε θυμώμουνα τον Πολέμωνα, θα ήτο ακόμη καλλίτερα.
ΔΟΡΚ. Τα είπα όλα στην αρχή, αλλά εβιαζόμουνα να σου πω τι ήκουσα. Έτσι άρχισα την κουβέντα μου με τον Παρμένοντα· «Βέβαια, Παρμένων, θα βούιζαν τ' αυτιά σας εκεί που ήσαστε, διότι πάντοτε σας εμελέτα κι' έκλαιε η κυρά μου, μάλιστα αν ήρχετο κανείς από τον πόλεμον και όταν εμαθαίναμε ότι εσκοτώθηκαν πολλοί, ετράβα τα μαλλιά της, εκτύπα τα στήθια της και ήτον απαρηγόρητη».
ΠΑΝ. Εύγε, Δορκάς, ωραία τα είπες.
ΔΟΡΚ. Κατόπιν από αυτά τον αρώτησα αυτά που σου είπα· και αυτός μου είπε· δόξα νάχουν οι θεοί, λαμπρά εγυρίσαμεν.
ΠΑΝ. Έτσι απήντησε και αυτός, χωρίς να σου πη ότι μ' εθυμότανε ο Πολέμων, ότι μ' επιθυμούσε και ευχότανε να με ξαναδή;
ΔΟΡΚ. Έλεγε πολλά τέτοια. Αλλά κείνο που μας ενδιαφέρει είνε ότι έφεραν πολλά πλούτη, χρυσάφι, φορέματα, δούλους και ελεφαντοκόκαλο. Τόσα χρήματα έφερε ο Πολέμων, που τα μετρά με τον μέδιμνον, πολλούς μεδίμνους. Είχε δε και ο Παρμένων εις τον μικρόν του δάκτυλον ένα δακτυλίδι πολύ μεγάλο και πολύγωνον με μία πέτραν τρίχρωμη και κόκκινη εις το επάνω μέρος. Ήθελε να μου διηγηθή πώς επέρασαν τον ποταμόν Άλυν, πώς εσκότωσαν κάποιον Τιριδάταν, και πώς ανδραγάθησε ο Πολέμων στη μάχη που έκαμαν με τους Πισίδας· αλλ' εγώ τον αφήκα και έτρεξα να σε ειδοποιήσω διά να σκεφθής τι πρέπει να κάμης. Διότι αν έλθη ο Πολέμων — και εξάπαντος θάρθη άμα γλυτώση από τους γνωρίμους του — και εύρη εδώ στο σπίτι μας τον Φιλόστρατον, τι νομίζεις ότι θα κάμη;
ΠΑΝ. Πρέπει να σκεφθούμε, Δορκάς, τι πρέπει να γείνη, διότι ούτε τον Φιλόστρατον είνε φρόνιμον να διώξωμεν, που μας έδωκε προ ολίγων ημερών ένα τάλαντον, είνε δε και έμπορος και υπόσχεται να δώση πολλά, αλλ' ούτε και τον Πολέμωνα είνε καλόν να μη δεχθούμε, αφού εγύρισε με τόσα πλούτη, είνε δε και ζηλιάρης· και αφού όταν ήτο φτωχός ήτο ανυπόφορος, φαντάζεσαι τι είνε ικανός να κάνη τώρα.
ΔΟΡΚ. Α, νάτος, έρχεται.
ΠΑΝ. Θα λιποθυμήσω, Δορκάς, διότι δεν ξέρω τι να κάμω.
ΔΟΡΚ. Ω τρομάρα μου! έρχεται και ο Φιλόστρατος.
ΠΑΝ. Τι να γείνω; Γιατί δεν ανοίγει η γη να με καταπιή;
ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ. Πάμε να πιούμε, Παννυχίδα.
ΠΑΝ. Με κατέστρεψες. Καλώς ώρισες, Πολέμων πολύ άργησες να μας έρθης.
ΠΟΛΕΜΩΝ. Ποιός είνε αυτός που σου μιλά; Σιωπάς; Ωραία! Εγώ ήρθα τρεχάτος από τας Θερμοπύλας σε πέντε μέρες από την επιθυμίαν να ιδώ αυτήν την γυναίκα και ορίστε την βρίσκω με άλλον. Αλλά καλά την παθαίνω και σ' ευχαριστώ, διότι έτσι δεν θα με τσακώσης πειά στα βρόχια σου.
ΦΙΛ. Και ποίος είσαι του λόγου σου;
ΠΟΛ. Δεν έχεις ακούση τον Πολέμωνα τον Στειριέα από την Πανδυονίδα φυλήν, άλλοτε χιλίαρχον, τώρα δε διοικητήν πεντακισχιλίων ανδρών, εραστήν της Παννυχίδος, όταν ακόμη την ενόμιζα ότι ήτον άνθρωπος;
ΦΙΛ. Τώρα όμως, αρχηγέ των μισθοφόρων, η Παννυχίς είνε δική μου· έλαβε ένα τάλαντον, θα λάβη δε και άλλον άμα διαθέσω το φορτίον που μούρθε αυτές τις μέρες. Και τώρα πάμε Παννυχίδα· άφησε δε αυτόν να κάνη τον χιλίαρχον εις την χώραν των Οδρυσσών (27) .
ΔΟΡΚ. Είνε ελευθέρα και μπορεί να σε ακολουθήση αν θέλη.
ΠΑΝ. Τι να κάμω, Δορκάς;
ΔΟΡΚ. Το καλλίτερο είνε να πας σπίτι. Έτσι που είνε θυμωμένος ο Πολέμων δεν είνε φρόνιμον να μείνης μαζή του· και η ζηλοτυπία θα τον ανάψη περισσότερον.
ΠΑΝ. Αν θέλης, πάμε μέσα.
ΠΟΛ. Σας προλέγω ότι σήμερον θα πιήτε μαζή διά τελευταίαν φοράν. Δεν έχω χύση τόσο αίμα εγώ στον πόλεμο για ν' αφήνω να μου μπαίνουν στο ρουθούνι. Κάλεσε τους Θράκας, Παρμένων, να έλθουν ωπλισμένοι και να πιάσουν την είσοδον του στενού. Εις το μέτωπον να παραταχθούν οι οπλίται και από τα δύο μέρη οι σφενδονίται και οι τοξόται, οι δε άλλοι κατόπιν.
ΦΙΛ. Για παιδαρέλια μας πήρες, βρε μισθοφόρε, και πολεμάς να μας εκφοβίσης μ' αυτά; Έσφαξες ποτέ σου κανένα κόκορα; Εγώ αμφιβάλλω αν έχης δη πόλεμον. Το πολύ που δύναμαι να σου αναγνωρίσω είνε ότι εχρημάτισες φρουρός σε κανένα μικρό οχύρωμα ως διμοιρίτης.
ΠΟΛ. Σε λιγάκι που θα μας δης να ερχώμεθα εις επίθεσιν και θ' αστράφτουν τα όπλα, θα μάθης τι είμαι και ποιός είμαι.
ΦΙΛ. Καλά να παρασκευασθήτε και νάρθετε. Εγώ δε και αυτός εδώ ο Τίβιος — διότι μόνον αυτός με ακολουθεί — θα σας πάρωμεν με τις πέτρες και θα σας κάμωμεν να μη ξέρετε από πού να φύγετε.
ΧΕΛΙΔΟΝΙΟΝ. Δεν σούρχεται πειά, Δροσί, ο νέος ο Κλεινίας; Έχω πολύν καιρόν να τον δω στο σπίτι σας.
ΔΡΟΣΙΣ. Δεν έρχεται· του απηγόρευσε ο δάσκαλός του να με πλησιάζη.
ΧΕΛ. Και ποιός είνε ο δάσκαλος του; Μήπως ο παιδαγωγός Διότιμος; Αυτός είνε φίλος μου.
ΔΡΟΣ. Όχι, αλλ' ο Αρισταίνετος που κακό χρόνο νάχη.
ΧΕΛ. Εκείνος ο κατσουφιασμένος με τα πολλά μαλλιά και τα μεγάλα γένεια, που συνειθίζει να περιπατή εις την Ποικίλην Στοάν με τους νέους;
ΔΡΟΣ. Εκείνος ο απατεώνας που να τον δω να τον τραβά στην κρεμάλα ο δήμιος από τα γένεια.
ΧΕΛ. Και γιατί τώρα αυτός έκαμε τον Κλεινίαν να τραβηχτή από σένα;
ΔΡΟΣ. Δεν ξέρω, Χελιδόνιον· αλλ' ενώ το παιδί δεν εκοιμήθη ποτέ με άλλην, αφ' ότου εγνώρισε γυναίκα — και η πρώτη γυναίκα που πλησίασε ήμουν εγώ — έχει τρεις ημέρες τώρα να φανή εδώ. Και επειδή ήρχισα να στενοχωρούμαι — δεν ξέρω δε τι μου συμβαίνει μ' αυτό το παιδί — έστειλα την Νεβρίδα να τον ζητήση εις τα μέρη όπου συχνάζει, εις την Αγοράν ή εις την Ποικίλην. Αυτή δε μου είπε ότι τον είδε να περιπατή με τον Αρισταίνετον και του έκαμε νεύμα από μακράν. Αυτός εκοκκίνισε κεχαμήλωσε τα μάτια του και δεν εγύρισε πειά να την κυτάξη. Ήρχοντο προς την πόλιν και η Νευρίς τους ηκολούθησε έως στο Δίπυλον· αλλ' επειδή ο Κλεινίας δεν εγύρισε να την κυτάξη, επέστρεψε χωρίς να έχη τίποτε θετικόν να μου πη. Δεν μπορείς να φαντασθής τι έχω υποφέρη από τότε να σκέπτωμαι τι έχει μαζή μου το αγόρι μου, μήπως το δυσαρέστησα εις τίποτε ή μήπως αγάπησε άλλην και μ' εμίσησε, ή μήπως ο πατέρας του τον εμπόδιζε να έλθη. Πολλές τέτοιες σκέψεις έκανα και βράδυ βράδυ βλέπω και έρχεται ο Δρόμων και μου φέρνει αυτό το γράμμα απ' αυτόν. Πάρ' το και διάβασ' το, Χελιδόνιον νομίζω ότι ξέρεις γράμματα.
ΧΕΛ. Ας δούμε τι λέει. Το γράψιμο δεν είνε πολύ καθαρόν και φανερώνει ότι αυτός που έγραψε το γράμμα ήτο βιαστικός. Αλλ' ας διαβάσωμεν· «Ότι σε αγαπούσα, Δροσί, έχω μάρτυρας τους θεούς».
ΔΡΟΣ. Το κακόμοιρο, από την βιάσι και την ταραχή του αλησμόνησε να γράψη το χαιρετισμό (28) .
ΧΕΛ. «Και τώρα όχι από μίσος, αλλ' εξ ανάγκης σε αποφεύγω· διότι ο πατέρας με παρέδωκεν εις τον Αρισταίνετον να με διδάξη φιλοσοφίαν και εκείνος έμαθε τας σχέσεις μας και μου έκαμε αυστηράς επιπλήξεις και μου είπεν ότι είνε απρεπές ο υιός του Αρχιτέλους και της Ερασικλείας να συζή με μίαν εταίραν και ότι είνε πολύ καλλίτερον να προτιμώ την αρετήν από την ηδονήν».
ΔΡΟΣ. Να μη ξημερωθή ο ξεκουτιάρης που διδάσκει τέτοια πράμματα το παιδί.
ΧΕΛ. «Και είμαι αναγκασμένος να κάνω ό,τι μου λέει, διότι με παρακολουθεί και με παραφυλάττει αυστηρώς και δεν μου επιτρέπει να στρέψω τα μάτια μου σε άλλον παρά μόνον εις αυτόν και αν είμαι φρόνιμος και κάνω παν ό,τι μου λέγει, μου υπόσχεται να γείνω καθ' όλα ευτυχής και ενάρετος, αφού γυμνασθώ εις τους κόπους και την σκληραγωγίαν. Αυτά σου έγραψα μίαν στιγμήν που κατώρθωσα να διαφύγω την επίβλεψίν του. Ευτύχει και ενθυμού τον Κλεινίαν».
ΔΡΟΣ. Πώς σου φαίνεται το γράμμα, Χελιδόνιον :
ΧΕΛ. Βέβαια δεν είνε καθόλου ευχάριστον, αλλά το «ενθυμού τον Κλεινίαν» αφήνει κάποιαν ελπίδα.
ΔΡΟΣ. Έτσι κι' εμένα μου 'φάνηκε. Αλλά πεθαίνω από έρωτα και τι να κάμω δεν ξέρω. Ο Δρόμων έλεγεν ότι ο Αρισταίνετος είνε παιδεραστής και με την πρόφασιν των μαθημάτων έχει τα ωραιότερα παιδιά· και με τον Κλεινίαν κρυφομιλεί και του υπόσχεται ότι θα τον κάμη μεγάλον και ένδοξον. Εκτός τούτου τον παίρνει και διαβάζουν μαζή κάτι ερωτικούς λόγους των παλαιών φιλοσόφων προς τους μαθητάς των και όλο με τον Κλεινίαν καταγίνεται. Εφοβέριζε δε ο Δρόμων ότι θα τα πη αυτά και στον πατέρα του παιδιού.
ΧΕΛ. Έπρεπε, Δροσί, να τον μπουκώσης τον Δρόμωνα.
ΔΡΟΣ. Τον εφιλοδώρησα, αλλά και χωρίς αυτό είνε με το μέρος μου· διότι και αυτόν τον πονεί το δόντι για την Νεβρίδα.
ΧΕΛ. Όλα θα παν καλά και να μη ανησυχής. Εγώ δε σκέπτομαι και να γράψω στον τοίχον εις τον Κεραμεικόν, όπου ο Αρχιτέλης συνειθίζει να περιπατή, ότι ο Αρισταίνετος διαφθείρει τον Κλεινίαν κι' έτσι θα βοηθήσω τον Δρόμωνα εις την ενέργειάν του.
ΔΡΟΣ. Και πώς μπορείς να το γράψης χωρίς να σε δουν;
ΧΕΛ. Θα πάω νύκτα και θα το γράψω με κάρβουνο.
ΔΡΟΣ. Ευχαριστώ, Χελιδόνιον, διά την συμμαχίαν σου εναντίον του αγύρτου Αρισταινέτου.
ΤΡΥΦΑΙΝΑ. Ξανακούστηκε να δώσης πέντε δραχμές σε μιαν εταίραν για να κοιμηθής μαζή της κι' έπειτα στο κρεββάτι να γυρίζης απ' τάλλο μέρος, ν' αναστενάζης και να κλαις; Αλλ' ούτε ήπιες με όρεξιν, ούτε έφαγες· διότι και στο τραπέζι σ' έβλεπα που εδάκρυζες και όλη την ώρα δεν έπαυσες να κλαις σαν παιδάκι. Δεν μου λες λοιπόν, Χαρμίδη, γιατί κάνεις έτσι; Πες μου· τι σου συμβαίνει διά να έχω τουλάχιστον αυτό το κέρδος που αγρύπνησα μαζή σου όλη τη νύκτα.
ΧΑΡΜΙΔΗΣ. Είμαι τρελλός από έρωτα, Τρύφαινα, και δεν υποφέρω πειά.
ΤΡΥΦ. Ότι δεν είσαι ερωτευμένος μαζή μου είνε φανερόν, διότι, δεν θα με παρημέλεις, αφού μ' έχεις εις την διάθεσί σου και δεν θα μ' έσπρωχνες όσες φορές έκαμα να σ' αγκαλιάσω και εις το τέλος έβαλες μεταξύ μας το φόρεμά σου ως τείχος διά να μη μπορώ να σου 'γγίξω. Ποια είνε λοιπόν αυτή που αγαπάς; Πες μου, και ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω εις τον έρωτά σου, διότι ξέρω από τέτοια.
ΧΑΡΜ. Την ξέρεις πολύ καλά και σε ξέρει· διότι δεν είνε από τας αγνώστους εταίρας.
ΤΡΥΦ. Πες μου τ' όνομά της, Χαρμίδη.
ΧΑΡΜ. Το Φιλημάτιον.
ΤΡΥΦ. Είνε δύο μ' αυτό το όνομα· ποιά από τις δυο; Η Πειραιώτισσα που διεκορεύθη προ ολίγου καιρού και την έχει ερωμένην ο Δάμυλλος ο υιός του στρατηγού, ή η άλλη, που την λένε Παγίδα;
ΧΑΡΜ. Αυτή είνε, και πραγματικώς ο δυστυχής έχω πέση εις την παγίδα και να γλυτώσω δεν μπορώ.
ΤΡΥΦ. Και γι' αυτήν έκλαιγες;
ΧΑΡΜ. Ναι.
ΤΡΥΦ. Και την αγαπάς πολύν καιρό ή νεοσύλλεκτος είσαι;
ΧΑΡΜ. Όχι, είνε εφτά μήνες σχεδόν από την εορτήν των Διονυσίων, που την είδα πρώτη φορά.
ΤΡΥΦ. Και την είδες ολόκληρη ή μόνον το πρόσωπο και όσα μέρη από το σώμα της αφήνει να φαίνωνται μία γυναίκα που έχει πατήση τα σαράντα πέντε;
ΧΑΡΜ. Και όμως ορκίζεται ότι κατά τον επόμενον Ελαφηβολιώνα (29) θα κλείση τα είκοσι δύο.
ΤΡΥΦ. Και συ καλλίτερα πιστεύεις τους όρκους της παρά τα μάτια σου; Να την παρατηρήσης με προσοχή και να δης στους κροτάφους της, όπου μόνον έχει δικά της μαλλιά· τα άλλα είνε ψεύτικα και ξένα. Αλλ' εις τους κροτάφους, όταν εξασθενήση η μπογιά που τα βάφει, αρχίζουν και ξασπρίζουν. Και αν αυτό δεν σε αρκή, προσπάθησε να τη δης και γυμνήν.
ΧΑΡΜ. Ποτέ δεν συγκατετέθη εις αυτό.
ΤΡΥΦ. Εννοείται, διότι ήξερε ότι θα την σιχαθής, άμα δης της άσπρες κηλίδες που έχει, διότι από το λαιμό έως τα γόνατα ομοιάζει με πάρδαλιν. Και έκλαιες διότι δεν απήλαυσες μια τέτοια γυναίκα; Βέβαια θα σου κάνη δυσκολίας και περιφρονήσεις.
ΧΑΡΜ. Ναι, Τρύφαινα, αν και έχει λάβει τόσα και τόσα από μένα. Και τώρα επειδή δεν είχα να της δώσω της χίλιες δραχμές που μου ζητούσε, διότι ο πατέρας είνε σφικτός και δεν μου δίδει, εδέχθη τον Μοσχίωνα και σ' εμένα έκλεισε την πόρτα· εγώ δε για να την πεισμώσω και να της αποδώσω τη λύπη που μου προξένησε, επήρα σένα.
ΤΡΥΦ. Μα την Αφροδίτην δεν θαρχόμουνα, αν ήξερα ότι μ' επήρες μ' αυτόν τον σκοπόν, διά να πεισμώσης άλλην και μάλιστα ένα σαράβαλο σαν το Φιλημάτιον. Αλλά φεύγω, γιατί ξημερόνει· έχει λαλήση τρεις φορές ο πετεινός.
ΧΑΡΜ. Μη φεύγης τόσο γρήγορα, Τρύφαινα· διότι αν είνε αληθινά αυτά που λες για το Φιλημάτιον, η περρούκα, το βάψιμον και το παρδαλό της δέρμα, ούτε θα γυρίσω πειά να την κυτάξω.
ΤΡΥΦ. Ρώτησε τη μητέρα σου, αν έτυχέ ποτε να τη δη στο λουτρό. Όσω για τα χρόνια της, να ρωτήσης τον πάππο σου, αν ζη ακόμη.
ΧΑΡΜ. Λοιπόν αφού είνε τέτοια, ας ρίξωμε κάτω το τείχος που μας χωρίζει, και έλα ν' αγκαλιασθούμε και ν' απολαύσωμεν ο είς τον άλλον. Με το Φιλημάτιον κάθε σχέσις ετελείωσε.
ΙΟΕΣΣΑ. Με περιφρονείς, Λυσία; Έχεις δίκιο γιατί ούτε χρήματα σου εζήτησα ποτέ, ούτε την πόρτα σούκλεισα να σου πω ότι έχω άλλον μέσα, ούτε σε ηνάγκασα ν' απατήσης τον πατέρα σου, ή να κλέψης τίποτε από την μητέρα σου και να μου το φέρης ως κάνουν η άλλες, αλλ' από την πρώτη στιγμή σ' εδέχθηκα χωρίς πληρωμή και χωρίς δώρα. Ξέρεις πόσους εραστάς έδιωξα, τον Ηθοκλέα που είνε τώρα πρύτανις, τον Πασσίωνα τον πλοίαρχον και τον ομήλικόν σου τον Μέλισσον, αν και προ ολίγου καιρού απέθανεν ο πατέρας του κ' επήρε στα χέρια του την περιουσία. Εγώ δε είχα μόνον εσένα, όπως η Σαπφώ τον Φάωνα, και δεν είχα μάτια για άλλον, ούτε άνοιγα την πόρτα μου εις άλλον παρά σε σένα· διότι ενόμιζα η ανόητη ότι οι όρκοι σου ήσαν αληθινοί και για σένα ήμουν φρόνιμη, ως η Πηνελόπη, και δεν έδιδα προσοχή εις την μητέρα που θύμωνε και με κατηγορούσε στις φιλενάδες μου. Αλλά συ άμα ενόησες ότι ήμουν αφωσιωμένη και πέθαινα για σένα, πότε με την Λύκαινα έπαιζες μπροστά μου, για να με σκάζης, πότε, ενώ ήσουν πλαγιασμένος μαζή μου, επαινούσες την αρπίστριον Μαγίδιον. Εγώ δε έκλαια, γιατί ενοούσα ότι τα έκανες αυτά για να με βρίζης. Και προ καιρού, όταν διεσκεδάζατε μαζή, ο Θράσων, συ και ο Δίφιλος, είχατε εκεί την αυλητρίδα Κυμβάλιον και την Πυραλλίδα, που είνε εχθρά μου και συ το ήξερες. Όταν δε εφίλησες το Κυμβάλιον πέντε φορές ολίγον μ' επείραξε· διότι τον εαυτόν σου ύβριζες που φιλούσες μια τέτοια γυναίκα· αλλά πώς μπορούσα να σε βλέπω να κάνης νεύματα στην Πυραλλίδα και κάθε φορά που έπινες να της προσφέρης το ποτήρι και να λες του υπηρέτου στ' αυτί, αν δεν ζητήση η Πυραλλίς να μη δώση σε κανένα άλλον να πιή; Εις το τέλος εδάγκασες ένα μήλο, μια στιγμή που είδες τον Δίφιλον να μην προσέχη — διότι μιλούσε με τον Θράσωνα — και με τρόπο έσκυψες και το πέταξες στον κόρφο της και αυτή το φύλαξε ανάμεσα στα βυζιά της και τόκρυψε στο στηθόδεσμό της. Δεν εφρόντισες καν να μη σε δω. Αλλά γιατί μου τα κάνεις αυτά; Τι κακό μεγάλο ή μικρό σου έκαμα και εις τι σ' επίκρανα; Ποιόν άλλον εκύταξα; Δεν ζω μόνο για σένα; Δεν είνε μεγάλη αμαρτία αυτή, Λυσία, να πικραίνης μια δυστυχισμένη γυναικούλα, που τρελλαίνεται για σένα; Αλλ' υπάρχει θεός, η Αδράστεια, που τα βλέπει αυτά, Ίσως θα με λυπηθής μόνον όταν ακούσης είτε ότι έβαλα θηλειά στο λαιμό μου κ' επνίγηκα, είτε ότι έπεσα στο πηγάδι, ή ευρήκα άλλον τρόπον θανάτου για να μη σου γίνωμαι εμπόδιο και ενόχλησις. Τότε θα καμαρώσης για το ωραίο σου κατόρθωμα. Τι με αγριοκυτάζεις και τρίζεις τα δόντια; Αν έχης τίποτε να με κατηγορήσης, να το πης, και αυτή η Πυθιάς ας μας κρίνη. Πώς χωρίς να μου δώσης καμμίαν απάντησιν φεύγεις και μ' αφήνεις; Βλέπεις, Πυθιάς, τι τραβώ απ' αυτόν τον Λυσίαν;
ΠΥΘΙΑΣ. Τι σκληρή καρδιά, να μη τον συγκινούν τα δάκρυα της. Είνε πέτρα και όχι άνθρωπος. Αλλ' αν θέλης την αλήθεια, Ιόεσσα, εσύ τον έκαμες έτσι, που τον αγαπούσες υπερβολικά και του το φανέρωνες. Δεν έπρεπε να του δείχνης τόση αγάπη, διότι οι άνδρες όταν το καταλάβουν το παίρνουν απάνω τους. Παύσε να κλαις και αν θέλης να μ' ακούσης, κλείσε του μια ή δυο φορές την πόρτα όταν έλθη· και θα δης ότι η αγάπη του θ' ανάψη πάλιν και θα σ' αγαπήση όπως τον αγαπάς.
ΙΟΕΣ. Τι λες; Να κλείσω την πόρτα του Λυσία; Λυτό δεν γίνεται. Και τι άλλο θέλω παρά να έρχεται;
ΠΥΘ. Μη σε μέλη και θα ξανάρθη.
ΙΟΕΣ. Με κατέστρεψες, Πυθιάς· σε ήκουσε όταν έλεγες «Κλείσε του την πόρτα».
ΛΥΣΙΑΣ. Δεν εγύρισα δι' αυτήν, Πυθιάς, διά την οποίαν μόνον περιφρόνησιν αισθάνομαι, αλλά για σένα, διότι δεν θέλω να με κατηγορής και να λες «Είνε σκληρόκαρδος ο Λυσίας».
ΠΥΘ. Αλήθεια, αυτό είπα, Λυσία.
ΛΥΣ. Πώς θέλεις να την υποφέρω, Πυθιάς, αυτήν την Ιόεσσαν που τώρα κλαίει, αφού την έπιασα να κοιμάται με ένα νέον και να μου κάνη απιστίες;
ΠΓΘ. Μα τέλος πάντων, Λυσία, μη λησμονής ότι είνε εταίρα. Αλλά πότε την έπιασες να κοιμάται με άλλον;
ΛΥΣ. θα είνε έξ μέρες τώρα· έξ βέβαια, αφού ήτο δευτέρα του μηνός και σήμερα έχομε εφτά. Ο πατέρας μου, επειδή εγνώριζε ότι αγαπούσα αυτή τη γυναίκα, μ' έκλεισε μέσα και διέταξε τον θυρωρόν να μη μου ανοίξη την πόρτα. Εγώ όμως, επειδή δεν υπέφερα να περάσω την νύκτα χωρίς αυτήν, διέταξα τον δούλον μας Δρόμωνα, να μου κάμη πλάτες για ν' ανέβω στον τοίχο της αυλής εις το μέρος που είνε χαμηλώτερος. Να μη σου τα πολυλογώ, ανέβηκα έτσι, επήδησα έξω και ήλθα· ευρήκα δε την πόρτα της αυλής καλά κλεισμένη. Ήσαν μεσάνυκτα. Λοιπόν δεν εκτύπησα, αλλ' ανεσήκωσα σιγά σιγά την πόρτα κ' εγύρισα τον στρόφιγγα, όπως είχα κάμη και άλλοτε, κι' εμπήκα χωρίς να κάνω θόρυβο. Μέσα εκοιμούντο όλοι κι' εγώ επροχώρησα τοίχο-τοίχο κ' έφθασα στο κρεββάτι.
ΙΟΕΣ. Ω Δήμητρα, τι θα πη; Με πνίγει η αγωνία.
ΛΥΣ. Επειδή ήκουσα δύο αναπνοές, στην αρχή ενόμισα ότι εκοιμάτο μαζή της η Λυδή· είχα όμως λάθος, διότι όταν έψαξα ευρήκα το πρόσωπον ενός νέου χωρίς γένεια, πολύ τρυφερού, ο οποίος είχε σύρριζα κομμένα τα μαλλιά, εμύριζε δε και αυτός από αρώματα. Αν είχα μαζή μου την στιγμή εκείνη σπαθί, σας ορκίζομαι ότι... Τι γελάτε, Πυθιάς; Σου φαίνονται ότι είνε για γέλοια αυτά που λέγω;
ΙΟΕΣ. Αυτό λοιπόν, Λυσία, ήτον η αφορμή του θυμού σου; Ο νέος που εκοιμάτο μαζή μου ήτο αυτή, η Πυθιάς.
ΠΥΘ. Μην του το λες, Ιόεσσα.
ΙΟΕΣ. Γιατί να μην του το πω; Ήτον η Πυθιάς, καλέ μου· την είχα καλέση να κοιμηθούμε μαζή, διότι δεν είχες έρθη και ήμουν στενοχωρημένη.
ΛΥΣ. Η Πυθίας είχε τα μαλλιά της κομμένα σύρριζα και εντός έξ ημερών εμεγάλωσαν και έγιναν πάλι τόσα;
ΙΟΕΣ. Από την αρρώστεια που είχε πάθη είχαν αρχίση να πέφτουν τα μαλλιά της και τα ξύρρισε και τώρα φορεί φενάκην. Δείξε του, Πυθιάς, δείξε του για να πιστέψη. Ορίστε ο νέος ο αντεραστής που εζήλεψες.
ΛΥΣ. Τι ήθελες να κάμω, Ιόεσσα, ερωτευμένος όπως ήμουν και αφού τον έψαξα με τα χέρια μου;
ΙΟΕΣ. Τώρα όμως επείσθης. θέλεις τώρα να σου θυμώσω κι' εγώ; Και θα έχω περισσότερο δίκιο.
ΛΥΣ. Όχι, αλλά έλα τώρα να πιούμε· ας πιή και η Πυθιάς μαζή μας, διότι είνε δίκαιον να λάβη και αυτή μέρος εις τας σπονδάς.
ΙΟΕΣ. Ας μείνη. Αλλά τι έπαθα εξ αιτίας σου, λεβέντη Πυθία.
ΠΥΘ. Εγώ όμως πάλιν σας εσυμφιλίωσα, ώστε μη θυμώνης μαζή μου. Πρόσεξε όμως, Λυσία, μην πης σε κανένα για τα μαλλιά μου.
ΛΕΟΝΤΙΧΟΣ. Για πες, Χηνίδα, στη μάχη με τους Γαλάτας πώς ώρμησα μπροστά από τους άλλους ιππείς με το λευκό μου το άλογο, και πώς οι Γαλάται, αν και είνε πολληκάρια, ετσάκισαν ευθύς ως με είδαν και κανείς δεν είχε το κουράγιο να σταθή και αντιμετρηθή μαζή μου. Εγώ τότε επέταξα την λόγχην κι' επέρασα πέρα και πέρα τον αρχηγό των μαζή με το άλογο του. Αλλά μερικοί απ' αυτούς, αφού ετσάκισαν, κατώρθωσαν να μαζευτούν και να σχημαΤιςουν τετράγωνον· ετράβηξα λοιπόν το σπαθί και ώρμησα κατ' επάνω των σαν θηρίο· ανέτρεψα τους πρώτους επτά και τους κατεπάτησε το άλογο μου και με το σπαθί έσχισα εις δύο την κεφαλήν ενός των λοχαγών μαζή με την περικεφαλαίαν. Μετ' ολίγον εφθάσατε σεις οι άλλοι, Χηνίδα, όταν πλέον είχα τρέψη εις φυγήν τους εχθρούς.
ΧΗΝΙΔΑΣ. Μήπως έδειξες ολιγωτέραν ανδρείαν, Λεόντιχε, εις την Παφλαγονίαν, όταν εμονομάχησες με τον σατράπην :
ΛΕΟΝΤ. Καλά που μου το θύμησες, διότι δεν ήτο μικρόν κι' εκείνο το ανδραγάθημα. Ο σατράπης ήτο πελώριος κι' εθεωρείτο πολύ δυνατός εις τα όπλα. Αυτός λοιπόν διά να δείξη περιφρόνησιν προς τους Έλληνας, εβγήκε από την παράταξιν, επήδησε εις το μέσον και επροκάλει οποίον ήθελε να μονομαχήση μαζή του. Οι άλλοι, οι λοχαγοί και οι ταξίαρχοι και αυτός ο διοικητής μας, αν και δεν ήτο δειλός άνθρωπος — είχαμεν αρχηγόν τον Αρίσταιχμον τον Αιτωλόν, άριστον ακοντιστήν, εγώ δε ήμουν ακόμη χιλίαρχος — επτοήθησαν. Εγώ όμως είχα το θάρρος να δεχθώ την πρόκλησιν και εξέφυγα από τα χέρια των φίλων μου που ήθελαν να μ' εμποδίσουν, διότι εφοβούντο διά την ζωήν μου, βλέποντες τον βάρβαρον να λάμπη με τα επίχρυσά του όπλα, να επισείη την λόγχην και το μέγα και φοβερόν λοφείον της περικεφαλαίας του....
ΧΗΝ. Κι' εγώ εφοβήθηκα τότε, Λεόντιχε, και θυμάσαι πώς σ' εκράτησα και σ' επαρακαλούσα να μη κινδυνεύσης· διότι αν συ εφονεύεσο, εγώ δεν θα μπορούσα πειά να ζήσω.
ΛΕΟΝΤ. Εγώ όμως με θάρρος επροχώρησα εις το μέσον, ωπλισμένος όχι χειρότερα από τον Παφλαγόνα, αλλά κατάχρυσος και εγώ, ώστε ήλθε βοή θαυμασμού και από το μέρος των δικών μου και από το μέρος των βαρβάρων· διότι και εκείνοι άμα με είδαν με εγνώρισαν, προ πάντων από την ασπίδα, από τα φάλαρα και το λοφείον. Για πες, Χηνίδα, με ποίον τότε με παρωμοίασαν όλοι;
ΧΗΝ. Με ποίον άλλον παρά με τον Αχιλλέα τον υιόν της Θέτιδος και του Πηλέως; Τόσον ωραία σου επήγαινε η περικεφαλαία και η φοινικίς (30) και τόσον η ασπίς άστραπτε.
ΛΕΟΝΤ. Όταν συνεπλάκημεν, ο βάρβαρος με επλήγωσε πρώτος ελαφρά· μόλις με άγγισε το κοντάρι του λίγο παραπάνω από το γόνατον· εγώ δε αφού με τη λόγχη διεπέρασα την ασπίδα του, τον εκτύπησα εις το στήθος και η λόγχη τον επέρασε πέρα και πέρα. Έπειτα ώρμησα και του έκοψα την κεφαλήν με την σπάθην, επήρα τα όπλα του και επέστρεψα εις το στρατόπεδον. Είχα δε την κεφαλή του καρφωμένη επάνω στη λόγχη μου και ήμουν λουσμένος από το αίμα.
ΥΜΝΙΣ. Φρίκη! Μ' αυτά τα φοβερά και αηδή πράμματα που διηγείσαι περί του εαυτού σου, Λεόντιχε, και με την ευχαρίστησι που φαίνεται ότι σου προξενεί το αίμα, ούτε να σε κυτάξη κανείς μπορεί, όχι να πιή και να κοιμηθή μαζή σου. Λοιπόν εγώ φεύγω.
ΛΕΟΝΤ. θα σου δώσω διπλή πληρωμή.
ΥΜΝ. Δε μπορώ να κοιμηθώ μ' ένα φονηά.
ΛΕΟΝΤ. Μη φοβάσαι, Υμνίς· αυτά που σου διηγήθηκα έγιναν στην Παφλαγονία· εδώ έχομεν ειρήνην.
ΥΜΝ. Α όχι, είσαι μαγαρισμένος άνθρωπος· το αίμα έσταζεν επάνω σου από την κεφαλήν του βαρβάρου, που είχες καρφωμένη τη λόγχη σου. Και νομίζεις ότι εγώ μπορώ ν' αγκαλιάσω και να φιλήσω ένα τέτοιον άνδρα; θεός φυλάξοι! Κατά τι διαφέρει ένας τέτοιος από τον δήμιον;
ΛΕΟΝΤ. Και όμως αν μ' έβλεπες με τα όπλα μου δεν έχω αμφιβολίαν ότι θα μ' ερωτεύεσο.
ΥΜΝ. Και μόνον που σε ακούω, Λεόντιχε, μου έρχεται αναγούλα και μου φαίνεται ότι βλέπω τους σκοτωμένους και μάλιστα τον κακομοίρη το λοχαγό με τη κεφαλή σχισμένην εις δύο. Τι νομίζεις; Αν σ' έβλεπα την ώρα εκείνη και να δω τους σκοτωμένους πεσμένους κάτω, έχω την ιδέαν ότι θα πέθαινα, εγώ που ούτε πετεινόν δεν είδα ποτέ μου να τον σφάζουν.
ΛΕΟΝΤ. Τόσον δειλή και μικρόψυχη είσαι, Υμνίς; Εγώ ενόμιζα ότι θα ηυχαριστείσο ν' ακούσης αυτάς τας διηγήσεις.
ΥΜΝ. Αυτά να πας να τα λες σε τίποτε ανδρογυναίκες από τη Λήμνο ή Δαναΐδες, αν εύρης· εγώ φεύγω να πάω στη μητέρα μου τώρα που είνε ακόμη μέρα. Έλα και συ μαζή μου, Γραμίτσα· συ δε χαίρε, λαμπρέ χιλίαρχε και φονηά όσων θέλεις.
ΛΕΟΝΤ. Μείνε, σε παρακαλώ, Υμνίς, μείνε....Έφυγε.
ΧΗΝ. Εσύ φταις, Λεόντιχε, που τρόμαξες το άμαθο κορίτσι με τα φοβερά λοφεία και με τας διηγήσεις απιστεύτων ανδραγαθημάτων. Εγώ την είδα αμέσως πώς εκιτρίνησε, όταν διηγείσο περί του λοχαγού, πώς ετρόμαξε και έφριξε όταν είπες ότι του έκοψες την κεφαλήν.
ΛΕΟΝΤ. Ενόμιζα ότι έτσι θα της αρέσω καλλίτερα. Αλλά και συ με αποτελείωσες, Χηνίδα, που μ' έκαμες να διηγηθώ την μονομαχίαν.
ΧΗΝ. Τι ήθελες να κάμω; Αφού έβλεπα ότι ήθελες να κόβης κούρες, σ' εβοήθησα. Αλλά συ το παράκαμες. Καλά, έκοψες την κεφαλήν εκείνου του κακομοίρη του Παφλαγόνος· τι ήθελες να την καρφώσης κι' επάνω στη λόγχη και να στάζη πάνω σου το αίμα;
ΛΕΟΝΤ. Αυτό αλήθεια είνε βρώμικο, Χηνίδα, και έπρεπε να περιορισθώ εις τα άλλα, τα οποία ήσαν καλά φτιασμένα. Πήγαινε λοιπόν και προσπάθησε να την καταφέρης νάρθη να κοιμηθή μαζή μου.
ΧΗΝ. θέλεις να της πω ότι όλα, αυτά που της διηγήθης ήσαν ψέμματα για να της δείξης ανδρείαν;
ΛΕΟΝΤ. Όχι, δεν κάνει, Χηνίδα· είνε 'ντροπή.
ΧΗΝ. Αλλοιώτικα δεν θα έλθη. Διάλεξε λοιπόν το έν από τα δύο, ή να σε πιστεύουν ως ήρωα και να σε μισούν, ή να κοιμηθής με την Υμνίδα και να ομολογήσης ότι είπες ψέμματα.
ΛΕΟΝΤ. Και τα δύο είνε δύσκολα, αλλά προτιμώ την Υμνίδα. Πήγαινε λοιπόν να της πης ότι ήσαν ψέμματα, αλλ' όχι όλα.
ΔΩΡΙΩΝ. Τώρα με διώχνεις, Μυρτάλη, που έγεινα φτωχός εξ αιτίας σου. Όταν σου κουβαλούσα τόσα και τόσα, ήμουν αγαπητικός, ήμουν σύζυγος και κύριος, ήμουν άνδρας και αφέντης, ήμουν τα πάντα. Αλλά τώρα που έγεινα πανί με πανί, επήρες αγαπητικό τον Βιθυνόν έμπορον κι' εμένα με αφήνεις έξω να κλαίω 'μπρός στην πόρτα σου την ώρα που εκείνον τον έχεις στην αγκαλιά σου και τον φιλείς και περνάτε την νύκτα μαζή και λες μάλιστα ότι είσαι και γκαστρωμένη απ' αυτόν.
ΜΥΡΤΑΛΗ. Μούρχεται να σκάσω, Δωρίων, όταν σ' ακούω να λες ότι μου έστελνες πολλά και ότι εφτώχυνες εξ αιτίας μου. Έλα να λογαριάσωμε από την αρχή τι και τι μου έφερες.
ΔΩΡ. Καλά λες, Μυρτάλη, ας τα λογαριάσωμε. Στην αρχή σου έφερα υποδήματα από την Σικυώνα δύο δραχμών· έχομε λοιπόν δύο δραχμές.
ΜΥΡΤ. Ναι, μα κοιμήθηκες δύο νύκτες.
ΔΩΡ. Και όταν ήρθα από την Συρίαν σου έφερα ένα βάζο με άρωμα της Φοινίκης, δύο δραχμών και αυτό, μα τον Ποσειδώνα.
ΜΥΡΤ. Και εγώ όταν έφευγες σου εχάρισα εκείνο το ποκαμισάκι που σου έφθανε μέχρι των μηρών, για να το φορής όταν κωπηλατούσες. Το είχε λησμονήση στο σπίτι μας ο Επίουρος ο πρωρεύς όταν εκοιμάτο μαζή μου.
ΔΩΡ. Το γνώρισε προ καιρού στη Σάμο ο Επίουρος και μου το πήρε με φιλονεικία μεγάλη. Όταν ήλθαμεν από τον Βόσπορον, σου έφερα κρομμύδια της Κύπρου και παστόψαρα, πέντε σαπέρδες και τέσσερης πέρκες. Δε θυμάσαι; Σου έφερα ακόμη οκτώ παξιμάδια ναυτικά κι' ένα καλάθι και σύκα από την Καρύαν και αργότερα σανδάλια επίχρυσα από τα Πάταρα, αχάριστη, θυμούμαι ότι σου έφερα μια φορά κι' ένα μεγάλο τυρί από το Γύθειο.
ΜΥΡΤ. Πέντε δραχμές ίσως αξίζουν όλα αυτά.
ΔΩΡ. Όσα μπορεί να δώση ένας φτωχός ναύτης, άνθρωπος μισθωτός. Τώρα όμως που επροβιβάστηκα κι' έγεινα τοίχαρχος του δεξιού, δεν κάνεις καλά να με περιφρονής. Αλλά και προ καιρού στην εορτή της Αφροδίτης, δεν έρριξα εις τα πόδια της θεάς μία δραχμή ασημένια για σένα; Έπειτα πάλιν επλήρωσα δυό δραχμές για υποδήματα της μητέρας σου και πολλές φορές έχω βάλη στο χέρι αυτής της Λυδής πότε δύο και πότε τέσσερους οβολούς. Όλα αυτά αν τα μαζέψης κάνουν περιουσίαν για ένα ναύτην.
ΜΥΡΤ. Τα κρομμύδια και τα παστόψαρα, Δωρίων;
ΔΩΡ. Ναι· αυτά είχα, αυτά σου έφερνα. Αν ήμουν πλούσιος, δεν θα τραβούσα κουπί. Στη μητέρα μου δεν έφερα ποτέ ούτε ένα κεφάλι σκόρδο. Ήθελα νακούσω τώρα και τα δώρα που έλαβες από τον Βιθυνόν.
ΜΥΡΤ. Πρώτα πρώτα αυτό το πουκαμισάκι· το βλέπεις; αυτός μου το αγόρασε, όπως και το περιδέραιον το πιο χονδρό από τα δύο που φορώ.
ΔΩΡ. Αυτό θυμάμαι ότι το είχες και προτήτερα.
ΜΥΡΤ. Εκείνο που ήξερες ήτο πολύ λεπτότερον και δεν είχε σμαράγδους. Αυτός μούφερε και αυτά τα σκουλαρίκια και ένα τάπητα, μου έδωκε δε και δύο μνας προ καιρού και μας επλήρωσε το νοίκι, όχι σάνδαλα από τα Πάταρα και τυρί από το Γύθιο και πράσιν' άλογα.
ΔΩΡ. Αλλά δεν σκέπτεσαι και τι σίχαμα είνε αυτός που κοιμάσαι μαζή του; Εξ άπαντος τα πενήντα τα έχει περάση, είνε καραφλός και το πρόσωπο του έχει το χρώμα του κάβουρα. Αλλά δεν βλέπεις τουλάχιστον τα δόντια του; Χαριτωμένος άνθρωπος μα τους Διοσκούρους, μάλιστα όταν τραγουδή και θέλη να κάμη τον τρυφερόν· γαϊδούρι σωστό που γκαρίζει. Αλλά τέτοιος αγαπητικός σου ταιριάζει, εύχομαι δε και ν' αποκτήσης μαζή του παιδί που να μοιάζη του πατέρα του. Εγώ δεν θα χαθώ· θα βρω καμμιά Δελφίδα ή κανένα Κυμβάλιον ή τη γειτόνισσά σας την αυλητρίδα, τέλος πάντων μια γυναίκα που να ταιριάζωμεν. Τάπητας δε και περιδέραια και δύο μνας δεν έχομεν όλοι να δίδωμεν.
ΜΥΡΤ. Τι ευτυχισμένη θα είνε 'κείνη που θ' αποκτήση αγαπητικό σαν και σένα, Δωρίων. Θα της φέρνης κρομμύδια της Κύπρου και τυρί του Γυθίου, όταν θα επιστρέφης από τα ταξείδια σου.
ΚΟΧΛΙΣ. Γιατί κλαις, Παρθενί, και από πού έρχεσαι με τους αυλούς σπασμένους;
ΠΑΡΘΕΝΙΣ. Ο στρατιώτης ο Αιτωλός εκείνος ο αψηλός, ο αγαπητικός της Κροκάλης, μ' εκτύπησε, γιατί μ' ευρήκε στης αγαπητικιάς του, όπου με είχε πάει με πληρωμή να παίξω ο Γόργος ο αντεραστής του. Αυτός μούσπασε τους αυλούς. Ενώ διεσκέδαζαν και εγώ έπαιζα, ώρμησε μέσα ο Αιτωλός, μου άρπαξε τους αυλούς και τους τσάκισε, αναποδογύρισε το τραπέζι και έχυσε το κρασί. Έπειτα άρπαξε τον χωριάτην τον Γόργον και τον έσυρε από τα μαλλιά και άρχισε να τον κτυπά αυτός — νομίζω ότι ονομάζεται Δεινόμαχος αυτός ο στρατιώτης — και ο συστρατιώτης του με τόση λύσσα που δεν γνωρίζω αν θα ζήση ο άνθρωπος· διότι έτρεξε αίμα πολύ από τη μύτη του και το πρόσωπο του επρίσθη όλο κι' εμαύρισε.
ΚΟΧΛ. Ετρελλάθη ο στρατιώτης εκείνος ή μεθυσμένος ήτο;
ΠΑΡΘ. Από ζηλοτυπία και υπερβολικόν έρωτα. Η Κροκάλη νομίζω ότι του είχε ζητήση δύο τάλαντα, αν ήθελε να την έχη μόνον αυτός· επειδή δε ο Δεινόμαχος δεν τα έδωκε, του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα, καθώς ήκουσα, και εκάλεσε τον Γόργον από την Οινόην, γεωργόν πλούσιον και καλόν άνθρωπον ο οποίος προ πολλού την αγαπούσε. Μ' εκάλεσε κι' εμένα για να παίξω και διεσκέδαζαν. Είχε δε προχωρήση το γλέντι κι' εγώ έπαιζα κάποιον λυρικόν σκοπόν, ο χωρικός εσηκώθη να χορέψη, η Κροκάλη εχειροκρότει και η διασκέδασις επήγαινε λαμπρά· αλλά τότε ακούσαμε φωνές· εκτυπούσαν στην πόρτα της αυλής και μετ' ολίγον ώρμησαν μέσα έως οκτώ νέοι πολύ δυνατοί, ήτο δε μαζή των και ο Μεγαρεύς. Αμέσως μας έκαμαν άνω κάτω και έρριψαν χάμω τον Γόργον, όπως είπα, και τον εποδοπατούσαν. Η Κροκάλη δεν ξέρω πώς κατώρθωσε και τώστριψε και κρύφθηκε στο σπίτι της Θεσπιάδος της γειτόνισσας. Εμένα μ' εκτύπησε ο Δεινόμαχος και μου είπε «Γκρεμίσου απ'εδώ» και αφού μούσπασε τους αυλούς μου τους πέταξε. Τώρα πηγαίνω να τα πω στον αφέντη μου· επήγε δε και ο χωρικός νάβρη μερικούς φίλους που έχει εδώ στην πόλι διά να ενεργήσουν να συλληφθή ο Μεγαρεύς και να παραδοθή εις τους πρυτάνεις.
ΚΟΧΛ. Αυτά κερδίζει κανείς από τους έρωτας των στρατιωτικών, ξύλο και έπειτα δικαστήρια. Σου λέγουν ότι είνε αρχηγοί και χιλίαρχοι και όταν πρόκειται να πληρώσουν, περίμενε να γείνη μισθός και άμα πάρω χρήματα σου κάνω ότι θέλεις. Α να χαθούν οι ψεύτες! Καλά κάνω εγώ που δεν θέλω να τους ξέρω. Προτιμώ ένα ψαρά, ένα ναύτην ή γεωργόν που δεν μεγαλοπιάνεται, αλλά λέει λίγα και δίνει πολλά· αυτοί όμως που φορούν τα λοφεία και διηγούνται πολέμους και ανδραγαθήματα, μόνον αέρας φρέσκος είνε, Παρθενί.
ΜΙΚΥΛΛΟΣ. Κακό χρόνο νάχης, αναθεματισμένε πετεινέ, φωνακλά και
φθονερέ. Τη στιγμή που ήμουν πλούσιος κι' έβλεπα, ένα πολύ ευχάριστον
όνειρον και ήμουν σε μεγάλη ευτυχία, μ' εξύπνησες με μια τρομερά
φωνή. Ούτε την νύκτα λοιπόν δε μπορώ να γλυτώσω εξ αιτίας σου από την
αναθεματισμένη τη φτώχεια; Αν κρίνω από τη μεγάλη ησυχία που είνε έξω
και από το κρύο που δεν άρχισε ακόμη, όπως συμβαίνει κατά τις πρωινές
ώρες, να με παγόνη — αυτό σαν τον καλλίτερο ωροδείκτη με ειδοποιεί
ότι πλησιάζει να ξημερώση — δεν είνε ακόμη μεσάνυχτα, και όμως αυτός
ο ξενύχτης, ως να τον έχουν βάλη να φυλάττη το χρυσούν δέρας, ήρχισε
από νωρίς να κράζη. Αλλά θα μου το πληρώσης. Ας ξημερώση μόνον και θα
δης τι ξύλο έχεις να φας, διότι τώρα θα πηδάς και θα μου ξεφεύγης στο
σκοτάδι.
ΠΕΤΕΙΝΟΣ. Γιατί θυμώνεις, αφέντη Μίκυλλε; Εγώ νομίζω ότι σου κάνω χάρι αν σου συντομεύσω όσο μπορώ την νύχτα, για να πιάσης δουλειά από την αυγήν και προφθάσης τις πολλές εργασίες που έχεις. Αν πριν βγη ο ήλιος τελειώσης ένα παπούτσι, θα βγάλης το ψωμί σου. Αλλ' αν προτιμάς να κοιμάσαι, εγώ θα ησυχάσω και θα γείνω πιο άφωνος από τα ψάρια· όμως πρόσεξε μήπως εις τα όνειρα σου είσαι πλούσιος και όταν ξυπνήσης πεθάνης της πείνας.
ΜΙΚ. Ω Ζευ θαυμαστέ και Ηρακλή αλεξίκακε, τι είνε αυτό που συμβαίνει; Σαν άνθρωπος ελάλησε ο πετεινός;
ΠΕΤ. Παράδοξο σου φαίνεται ότι μιλώ σαν άνθρωπος;
ΜΙΚ. Παράδοξο λέει; Κάποιο κακό θα μου συμβή και οι θεοί ας με σώσουν.
ΠΕΤ. Μου φαίνεται, Μίκυλλε, ότι είσαι πολύ αμαθής και δεν εδιάβασες εις τα ποιήματα του Ομήρου ότι και του Αχιλλέως το άλογο Ξάνθος αφήκε το χρεμέτισμα και ήρχισε μέσα εις την μάχην ν' απαγγέλλη στίχους και όχι, όπως εγώ τώρα, λόγους πεζούς. Αλλά και μάντις ήτο εκείνος ο ίππος και επροφήτευε τα μέλλοντα και τούτο δεν εφαίνετο εις κανένα παράδοξον, ούτε κανείς από κείνους που τον ήκουαν επεκαλέσθη τον αλεξίκακον διά να τον σώση από το απαίσιον άκουσμα. Τι θα έκανες αν σου μιλούσε η καρίννα της Αργούς ή αν ήκουες αυτόφωνον χρησμόν (31) της Δωδώνης, ή έβλεπες πετσιά να έρπουν και κρέατα βοδεινά να μουγκρίζουν, μισοψημένα και περασμένα εις τα σουβλιά; (32) Εγώ δε που μένω πλησίον του Ερμού του πολυλογωτέρου και ρητορικωτέρου των θεών και ζω μαζή με σας τους ανθρώπους είνε πολύ φυσικόν να μάθω εύκολα την ανθρωπίνην γλώσσαν. Αλλ' αν μου υποσχεθής να κρατήσης μυστικόν ό,τι θα σου πω, θα σου φανερώσω την αληθινήν αιτίαν που ομιλώ ως άνθρωπος και πώς μου συνέβη αυτό.
ΜΙΚ. Μωρέ, μήπως εξακολουθώ να ονειρεύωμαι και σ' ακούω στον ύπνο μου να μου μιλάς έτσι; Αλλά τέλος πάντων πες μου, σε παρακαλώ, καλέ μου κόκορα, πώς απέκτησες την ανθρωπίνην φωνήν. Δεν πρέπει δε να φοβάσαι μήπως φανερώσω το μυστικόν, διότι ποίος θα με πιστεύση αν πω ότι το ήκουσα από ένα πετεινόν;
ΠΕΤ. Άκουσε λοιπόν· αυτό το οποίον θα σου πω είνε πολύ παράδοξον· η αλήθεια όμως είνε ότι αυτός που τον βλέπεις σήμερον πετεινόν ήτο μια φορά, όχι προ πολλού καιρού, άνθρωπος.
ΜΙΚ. Ήκουσα και άλλοτε κάτι τέτοιο· ένας νέος που ελέγετο Αλεκτρυών έγεινε φίλος του Άρεως και διεσκέδαζε μαζή του και τον είχε σύντροφον εις τους έρωτάς του. Όταν ο Άρης επήγαινε να κοιμηθή με την Αφροδίτην, έπαιρνε και τον Αλεκτρυόνα και επειδή υπώπτευε και εφοβείτο τον Ήλιον, μήπως τον ίδη και τον μαρτυρήση εις τον Ήφαιστον, άφηνε τον νέον ως σκοπόν έξω από την πόρτα διά να τον ειδοποιή άμα ανέτελλεν ο Ήλιος. Αλλά κάποτε απεκοιμήθη ο Αλεκτρυών και χωρίς να το θέλη αφήκεν αφρούρητον τον φίλον του· ο Ήλιος χωρίς να εννοηθή επλησίασε και είδε την Αφροδίτην και τον Άρην, ο οποίος εκοιμάτο αμέριμνα, διότι επίστευεν ότι ο Αλεκτρυών θα τους ειδοποιεί, αν ήρχετο κανείς· και ούτω ο Ήφαιστος ειδοποιήθη από τον Ήλιον και τους συνέλαβε, και τους έδεσε με τα δεσμά που είχε κατασκευάση προ πολλού γι' αυτόν το σκοπό. Ο Άρης εθύμωσε για την αμέλεια του Αλεκτρυόνος και τον έκαμε πουλί, όπως σήμερον, αλλά τον αφήκε να διατηρήση την πανοπλίαν που φορούσε, και έτσι διατηρεί ακόμη την περικεφαλαίαν στο κεφάλι. Σεις δε κατόπιν για να δικαιολογηθήτε εις τον Άρην εξακολουθείτε από τότε να κράζετε, χωρίς ανάγκην, άμα νοιώσετε ότι ο Ήλιος πλησιάζει να φανή, και να ειδοποιήτε.
ΠΕΤ. Αυτά λέγονται, Μίκυλλε, αλλ' η δική μου η ιστορία συνέβη διαφορετικά και πολύ αργότερα εγώ μετεμορφώθηκα εις αλεκτρυόνα.
ΜΙΚ. Πώς; Είμαι περίεργος να το μάθω.
ΠΕΤ. Έχεις ακούση για κάποιον Πυθαγόραν Μνησαρχίδην από την Σάμον;
ΜΙΚ. Εννοείς τον σοφιστήν εκείνον τον αγύρτην που ενομοθέτει ούτε κρέατα να τρώγωμεν οι άνθρωποι, ούτε κουκιά, τα οποία εις εμένα αρέσουν υπερβολικά, και παρήγγελλε στους ανθρώπους που ακολουθούν τας ιδέας του να μη μιλήσουν εις το διάστημα πέντε ετών;
ΠΕΤ. Μάθε λοιπόν και ότι πριν να γίνη Πυθαγόρας υπήρξεν Εύφορβος.
ΜΙΚ. Λέγουν ότι ήτο μεγάλος κατεργάρης και απατεών, κυρ κόκορα.
ΠΕΤ. Είμαι εγώ αυτός, ώστε παύσε, φίλε μου, να με υβρίζης, αφού δεν γνωρίζεις ακριβώς τι άνθρωπος ήμουν.
ΜΙΚ. Αυτό που μου λες είνε ακόμη παραδοξώτερο. Πετεινός φιλόσοφος! Ειπέ μου όμως, υιέ του Μνησάρχου, πώς μας έγινες από άνθρωπος πουλί και πώς από Σάμιος έγινες Ταναγρικός (33) διότι αυτά μου φαίνονται σαν παραμύθια και δεν είνε εύκολο να τα πιστεύση κανείς, αφού μάλιστα έχω παρατηρήση σ' εσένα και δύο πράγματα που δεν ταιριάζουν με την διδασκαλίαν του Πυθαγόρα.
ΠΕΤ. Ποία;
ΜΙΚ. Το ένα είνε ότι είσαι φλύαρος και φωνακλάς, ενώ εκείνος εδίδασκε να μένουν άφωνοι πέντε ολόκληρα χρόνια· το δε άλλο είνε εντελώς παράνομον. Χθες επειδή δεν είχα τίποτε άλλο να σου δώσω να φας, σου έρριξα κάτι κουκιά που είχα όταν ήρθα και συ τα πήρες και τάφαγες χωρίς να διστάσης· ώστε ή ψέμματα λες ή είσαι ο Πυθαγόρας και έκαμες την παρανομίαν να φας κουκιά, πράγμα το οποίον, σύμφωνα με όσα εδίδασκες, είνε ως να έφαες το κεφάλι του πατέρα σου.
ΠΕΤ. Δεν εννοείς, Μίκυλλε, γιατί το έκαμα αυτό, γιατί δεν γνωρίζεις ότι κάθε ζωή έχει και δική της δίαιτα. Εγώ όταν ήμουν άνθρωπος δεν έτρωγα κουκιά, διότι εφιλοσόφουν· τώρα όμως δεν μ' εμποδίζει τίποτε να τρώγω, διότι αυτή η τροφή είνε των πουλιών και δεν μας απαγορεύεται. Αλλ' αν έχης όρεξι, θα σου διηγηθώ πώς από τον Πυθαγόραν έγινα όπως είμαι τώρα και από ποίας προηγουμένας μετεμψυχώσεις επέρασα και πώς έζησα εις εκάστην από αυτάς.
ΜΙΚ. Λέγε. θα μου είνε τόσον ευχάριστον αυτό, ώστε αν μου έλεγε κανείς τι προτιμώ, να ακούσω αυτήν του την διήγησιν ή να ξαναδώ το γλυκύτατον τούτο όνειρον που έβλεπα προ ολίγου, δεν ξέρω τι θα προτιμήσω· τόσον εξ ίσου ευχάριστα μου φαίνονται και τα δύο και σου κάνω την τιμήν να σε εκτιμώ όσον και το πολυτιμότατον εκείνο όνειρον.
ΠΕΤ. Ακόμη το θυμάσαι εκείνο το όνειρον και διατηρείς εις την μνήμην σου μάταια πράγματα και, ως ο ποιητής λέγει, καταδιώκεις με την φαντασίαν σου μίαν ευτυχίαν που ήτο καπνός και διελύθη;
ΜΙΚ. Ούτε θα λησμονήσω ποτέ, κυρ κόκορα, τα πράγματα που είδα· τόση πολλή γλύκα μου αφήκε εις τα μάτια το όνειρο, ώστε μόλις δύναμαι ν' ανοίγω τα βλέφαρα μου που κολλούν από το μέλι. Τα πράγματα που είδα με γαργαλίζουν όπως το φτερό που στριφογυρίζομε στ' αυτί μας.
ΠΕΤ. Πολύ θαυμαστόν ήτο αυτό το όνειρον. Λέγουν ότι τα όνειρα πετούν, αλλ' η πτήσις των περιορίζεται εις τον ύπνον· βλέπω όμως ότι το δικό σου υπερβαίνει τα όρια και εξακολουθείς να το βλέπης με ανοικτούς οφθαλμούς. Τόσο καθαρόν ήτο και τόσο σ' εγοήτευσε. θέλω λοιπόν ν' ακούσω τι ήτο αυτό το όνειρον, το οποίον σ' έκαμε τόσον ευτυχή.
ΜΙΚ. Σου λέγω ευχαρίστως, διότι μου είνε ευχάριστον να το ενθυμούμαι και να μιλώ γι' αυτό. Αλλά συ, Πυθαγόρα, πότε θα μου διηγηθής τας μετεμψυχώσεις σου;
ΠΕΤ. Όταν παύσης να ονειρεύεσαι και σπογγίσης από τα μάτια σου το μέλι. Λοιπόν άρχισε πρώτος και πες μου από πού σου ήλθε το όνειρον, από τας Ελεφαντίνας ή από τας Κερατίνας πύλας (34) ;
ΜΙΚ. Από καμμιά τέτοια, Πυθαγόρα.
ΠΕΤ. Και όμως ο Όμηρος λέγει ότι υπάρχουν μόνον αυταί αι δύο πύλαι από τας οποίας έρχονται τα όνειρα.
ΜΙΚ. Άφησε τον αυτόν τον ξεκουτιάρη που δεν ξέρει τίποτε για όνειρα. Ίσως τα φτωχικά όνειρα που έβλεπε εκείνος — και δεν θα τάβλεπε και καλά γιατ' ήτο στραβός — να βγαίνουν από αυτές τις πόρτες· το δικό μου όμως το γλυκύτατον όνειρον βγήκε από χρυσή πόρτα και ήτο χρυσόν και αυτό, ήτο κατάχρυσα στολισμένον και είχε μαζή του του κόσμου το χρυσάφι.
ΠΕΤ. Παύσε, Μίδα νεώτερε, να χρυσολογής· διότι το όνειρόν σου πολύ ομοιάζει με τους πόθους εκείνου και μου φαίνεται ότι από τον ύπνον σου επέρασαν ολόκληρα μεταλλεία χρυσού.
ΜΙΚ. Είδα πολύ χρυσάφι, Πυθαγόρα, πολύ, και δεν φαντάζεσαι πόσον ήτο ωραίον και πόσον έλαμπε. Τι λέγει ο Πίνδαρος εκεί που επαινεί το χρυσάφι; Αν ξέρης τους στίχους, όπου λέγει για το νερό ότι είνε άριστον και έπειτα θαυμάζει τον χρυσόν, σε παρακαλώ να μου τους θυμίσης. Θυμάσαι, είνε στην αρχή του βιβλίου και εις το καλλίτερο του ποίημα.
ΠΕΤ. Εννοείς εκείνο που λέγει,
Άριστον μεν ύδωρ, ο δε χρυσός αιθόμενον
πυρ
άτε διαπρέπει νυκτί μεγάνορος έξοχα
πλούτου;
ΜΙΚ. Αυτό ακριβώς· σαν να είδε το ίδιο όνειρο ο Πίνδαρος, επαινεί το χρυσάφι. Και τώρα για να σου το διηγηθώ, Πετεινέ, πρέπει να σου πω ότι χθες, όπως ξέρεις, δεν έφαγα εδώ. Διότι ο Ευκράτης ο πλούσιος με συνήντησεν εις την αγοράν και μου είπε να λουσθώ και να πάω να δειπνήσω μαζή του.
ΠΕΤ. Αυτό το ξέρω καλά, διότι έμεινα νηστικός όλην την ημέραν έως αργά την νύκτα που ήλθες πιομένος και μου έφερες εκείνα τα πέντε κουκιά, τα οποία δεν είνε πολύ πλούσιον δείπνον δι' ένα πετεινόν ο οποίος υπήρξεν αθλητής και ηγωνίσθη όχι αδόξως εις τους Ολυμπιακούς αγώνας.
ΜΙΚ. Μετά το δείπνον ήλθα και αμέσως έπεσα να κοιμηθώ, αφού σου έρριψα τα κουκιά, και σε λιγάκι με επεσκέφθη θείον όνειρον, ως λέγει ο Όμηρος....
ΠΕΤ. Πρώτα να μου διηγηθής, Μίκυλλε, τι συνέβη εις του Ευκράτους, πώς επεράσατε εις το δείπνον και όλα τα καθέκαστα του συμποσίου· έτσι θα δειπνήσης δύο φορές, μίαν πραγματικώς και μίαν διά της φαντασίας, σαν να ονειρεύεσαι και ν' αναμασάς εις την μνήμην σου εκείνα που έφαγες.
ΜΙΚ. Εφοβούμην μήπως σε ζαλίσω με αυτάς τας διηγήσεις· αλλ' αφού το θέλεις, θα σου διηγηθώ. Δεν είχα ποτέ εις την ζωήν μου, Πυθαγόρα, καθίση σε τραπέζι πλουσίου και είχα την καλήν τύχην χθες να συναντήσω τον Ευκράτην. Τον εχαιρέτησα όπως συνειθίζω και τον είπα αφέντην και αμέσως ετράβηξα για να μη περπατώ μαζή του, όπως ήμουν κακοντυμένος, και τον ντροπιάζω· αυτός όμως μου φώναξε και μούπε· Μίκυλλε, σήμερον έχω τραπέζι, γιατί εορτάζω τα γενέθλια της κόρης μου, κι' εκάλεσα πολλούς από τους φίλους μου. Επειδή δε ένας από αυτούς είνε άρρωστος και δεν μπορεί νάρθη να φάγη μαζή μας, να λουσθής εσύ και να ελθής, εκτός αν ο προσκεκλημένος ειδοποιήση ότι θα έλθη, διότι τώρα είνε αμφίβολον αν θα έλθη. Εγώ εχαιρέτησα και έφυγα, ευχόμενος σ' όλους τους θεούς να στείλουν κανένα πυρετόν, καμμιά πλευρίτιδα ή ποδάγραν εις εκείνον τον αδιάθετον του οποίου ήμουν εγώ αναπληρωτής και αντίδειπνος και διάδοχος. Από της στιγμής εκείνης μέχρι του λουτρού μου εφάνη ότι επέρασε ένας αιώνας και διαρκώς παρετήρουν την ώραν εις το ηλιακόν ωρολόγι και ανυπομονούσα να φθάση η ώρα του λουτρού. Όταν δε τέλος πάντων ήλθε η ώρα επλύθηκα βιαστικά κ' εφόρεσα τα καλά μου, δηλαδή εγύρισα το φορεμά μου, ώστε να φαίνεται η καθαρή του μεριά. Αλλ' όταν έφθασα εις του Ευκράτους είδα εις την είσοδον πολλούς άλλους και εκείνον τον άρρωστον που μ' εκάλεσαν ν' αντικαταστήσω. Τον έφερναν τέσσεροι δούλοι πάνω σε φορείο. Εφαίνετο δε ότι πραγματικώς δεν ήτο καλά, διότι και ανεστέναζε κ' εσιγόβηχε κι' αγωνιζότανε τα βγάλη από τα πλεμόνια του φλέγμα που δεν έβγαινε· ήτο δε και κατακίτρινος και πρισμένος και περίπου εξηντάρης. Ήκουσα ότι ήτο φιλόσοφος από κείνους που κάθονται και φλυαρούν με τα παιδαρέλια. Εννοείς ότι η γενειάδα του ήτο μεγαλοπρεπής και είχε χρόνια να ψαλιδισθή. Όταν δε ο ιατρός Αρχίβιος του έκαμε την παρατήρησιν ότι έκαμε άσχημα νάρθη εις την κατάστασι που ήτο, είπε· Δεν πρέπει κανείς να παραμελή τα καθήκοντά του, μάλιστα όταν είνε φιλόσοφος, και αν ακόμη όλα του κόσμου τα νοσήματα τον εμποδίζουν. Αν δεν ερχόμουν, θα το εθεώρει ο Ευκράτης περιφρόνησιν. Εξ εναντίας, είπα εγώ, θα σου εγνώριζε χάρι αν έμενες ναποθάνης στο σπίτι σου, αντί να βγάλης τη ψυχή σου μαζή με το φλέγμα εις το γεύμα του. Αλλ' εκείνος από περιφάνεια έκαμε ότι δεν άκουσε. Σε λιγάκι παρουσιάσθη ο Ευκράτης ερχόμενος από το λουτρόν· και όταν είδε τον Θεσμόπολιν — διότι αυτό είνε το όνομα του φιλοσόφου — Διδάσκαλε, του είπε, σ' ευχαριστώ που ήλθες στο σπίτι μας· αλλά και αν δεν ήρχεσο, θα σου 'στέλναμε από όλα σπίτι σου και δεν θα εκοπίαζες. Κ' ενώ έλεγε αυτά, επήρε από το χέρι τον Θεσμόπολιν και τον εβοήθησε νάμπη· τον υπεστήριζαν δε και οι υπηρέται. Εγώ ετοιμαζόμουν να φύγω· ο δε Ευκράτης εστράφη και εφαίνετο ότι δεν ήξευρε τι να κάμη· αλλ' επειδή με είδε πολύ σκυθρωπόν, μου είπε· Έλα μέσα και συ, Μίκυλλε, να φας μαζή μας. Θα πω στο γυιό μου να πάη να φάη με τη μητέρα του στο γυναικωνίτη, για να γίνη θέσις για σένα. Εμπήκα λοιπόν σα λύκος που κινδύνευσε να μείνη με το στόμα ανοικτό· αλλ' ήμουν ντροπιασμένος, γιατί έγινα αφορμή να διωχθή από το τραπέζι το παιδί του Ευκράτους. Όταν δε ήτο καιρός ν' αρχίση το δείπνον, πρώτα εσήκωσαν τον Θεσμόπολιν πέντε υπηρέται δυνατοί και αυτοί όχι χωρίς δυσκολίαν και τον ετοποθέτησαν εις ένα από τα ανάκλιντρα και τούβαλαν δεξιά και αριστερά μαξιλάρια διά να τον στηρίζουν στην ίδια θέσι. Και επειδή κανείς δεν ήθελε να κατακλιθή κοντά του, έβαλαν εμένα εις εκείνην την θέσιν κι' έτσι ήμεθα γειτόνοι εις το τραπέζι. Το δείπνον ήτο πλούσιον, η ποικιλία των φαγητών μεγάλη και όλα τα σκεύη ήσαν χρυσά και αργυρά· ποτήρια χρυσά, υπηρέται ωραίοι και ενώ ετρώγαμε έπαιζαν μουσικοί και γελωτοποιοί και εν γένει επεράσαμε λαμπρά. Εμένα όμως δεν μ' αφήκεν ο Θεσμόπολις ν' απολαύσω το γεύμα, διότι συχνά με ενοχλούσε με ομιλίες περί αρετής και μ' εδίδασκεν ότι αι δύο αποφάσεις κάνουν μίαν κατάφασιν και ότι αν είνε ημέρα δεν είνε νύκτα ή μου έλεγε ότι έχω κέρατα (35) και αλλά πολλά τοιαύτα μου έψαλλε, χωρίς να τον παρακαλέσω και χωρίς να έχω ανάγκην και έτσι μου κατέστρεψε την διασκέδασιν και δεν μ'άφηνε ν' ακούσω την μουσικήν και τα τραγούδια. Έτσι επέρασα εις το γεύμα, κυρ κόκορα.
ΠΕΤ. Δεν εκαλοπέρασες, ταλαίπωρε Μίκυλλε, αφού η τύχη σου σ' έρριξε κοντά εις εκείνον τον φλύαρον γέροντα.
ΜΙΚ. Άκουσε τώρα και το όνειρον. Έβλεπα ότι ο Ευκράτης ήτο άτεκνος και απέθανε. Εις την διαθήκην του με αφήκε κληρονόμον όλης της περιουσίας του· άμα δε απέθανε έγινα κύριος της περιουσίας και ήρχισα να ξοδεύω το χρήμα και με τα δυο μου χέρια, χωρίς να υπάρχη φόβος να το εξαντλήσω. Όλα δε τα άλλα, φορέματα και έπιπλα και σκεύη και υπηρέται, έγιναν, ως ήτο επόμενον, δικά μου. Όταν έβγαινα έξω, εκαθόμουν σε αμάξι με λευκά άλογα, μισοξαπλωμένος και όλοι μ' εκύταζαν και μ' εζήλευαν. Εφορούσα τα φορέματα του Ευκράτους και δακτυλίδια μεγάλα πάνω από δεκαπέντε και διέταξα να ετοιμασθή λαμπρό γεύμα για να υποδεχθώ τους φίλους μου. Αυτοί, όπως γίνεται στα όνειρα, ήλθαν, το γεύμα ήρχισε και το ποτήρι εδούλευε. Αλλά την στιγμήν που έκανα προπόσεις με χρυσά ποτήρια για καθένα από τους παρόντας και οι υπηρέται έφερναν το γλύκυσμα, έκραξες και μας έκανες άνω κάτω το συμπόσιον, αναποδογύρισες τα τραπέζια και όλα εκείνα τα πλούτη διελύθησαν ως όνειρον. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν εθύμωσα εναντίον σου άδικα. Και τρεις νύκτες αν διαρκούσε αυτό το όνειρο, θα το έβλεπα ευχαρίστως.
ΠΕΤ. Τόσον φιλοχρήματος και φιλόπλουτος είσαι, Μίκυλλε, και ως ευτυχίαν νομίζεις μόνον και θαυμάζεις το να έχη κανείς πολύ χρυσάφι;
ΜΙΚ. Δεν το νομίζω αυτό μόνον εγώ, Πυθαγόρα, αλλά και συ ο ίδιος όταν ήσουν Εύφορβος εστόλιζες τα μαλλιά σου με χρυσόν και άργυρον για να πηγαίνης να πολεμάς εναντίον των Αχαιών και πού; εις τον πόλεμον όπου είναι προτιμότερον να σιδηροφορή κανείς παρά να χρυσοφορή· όμως συ και τότε ενοούσες να έχης δεμένα με χρυσόν τα μαλλιά σου και να πηγαίνης εις τας μάχας. Και μου φαίνεται ότι ο Όμηρος λέγει για τα μαλλιά σου ότι ήσαν όπως των Χαρίτων διότι «χρυσώ τε και αργύρω εσφήκωντο». Πολύ καλλίτερα και ωραιότερα εφαίνοντο όπως συνεπλέκοντο με το χρυσάφι και έπαιρναν την λάμψιν του. Αλλά τέλος πάντων αν συ, Χρυσοκόμη, ο οποίος ήσο υιός του Πάνθου, τόσον εξετίμας τον χρυσόν, δεν είνε και τόσον παράδοξον αλλά και ο πατέρας όλων των ανθρώπων και των θεών, ο υιός του Κρόνου και της Ρέας, όταν αγάπησε την κόρην εκείνην από το Άργος, δεν ευρήκε άλλο πράγμα ωραιότερον από αυτό εις το οποίον να μεταμορφωθή και να διαφύγη την φύλαξίν του Ακρισίου — διότι θα έχης βέβαια ακούση ότι μετεμορφώθη εις χρυσόν και εχύθη από την στέγην και έτσι συνευρέθη με την κόρην που αγαπούσε. Είνε δε περιττόν να σου αναφέρω πόσας ανάγκας των ανθρώπων υπηρετεί ο χρυσός και πως όλους που τον έχουν τους αναδεικνύει ωραίους και σοφούς και δυνατούς και πως τους δίδει τιμήν και δόξαν και πολλάκις από αφανείς και αδόξους τους κάνει εντός ολίγου περιβλέπτους και ξακουστούς. Γνωρίζεις βέβαια τον γείτονά μου και ομότεχνον, τον Σίμωνα, ο οποίος όχι προ πολλού καιρού εδείπνησε στο σπίτι μου, όταν κατά την εορτήν των Κρονίων είχα μαγειρεύση φάβα και είχα ρίξει μέσα δύο κομμάτια λουκάνικο.
ΠΕΤ. Τον ξέρω εκείνον τον κοντόν τον πατσομύτην, που άμα έφαγε έκλεψε το μόνο πιάτο που είχαμε το χωματένιο, τώκρυψε κάτω από τη μασχάλη του και έφυγε. Τον είδα με τα μάτια μου εγώ, Μίκυλλε.
ΜΙΚ. Αυτός το έκλεψε και έπειτα έκανε όρκους σ' όλους τους θεούς ότι δεν ήξευρε τίποτε; Αλλά γιατί δεν εφώναζες τότε, κυρ Πετεινέ, και δεν με ειδοποιούσες όταν έβλεπες ότι μας ελήστευαν;
ΠΕΤ. Δεν μπορούσα τότε να μιλήσω, αλλ' έκραξα. Τέλος πάντων τι ήθελες να πης για τον Σίμωνα;
ΜΙΚ. Είχε ένα ανεψιόν υπερβολικά πλούσιον που λεγότανε Δριμύλλος. Αυτός εν όσω ζούσε δεν έδωκε ποτέ ούτε οβολόν εις τον Σίμωνα. Αλλά πώς να του δώση αφού ούτε αυτός άγγιζε τα χρήματά του; Προ ολίγου καιρού όμως απέθανε και όλα εκείνα τα πλούτη τα εκληρονόμησεν ο Σίμων και τώρα εκείνος ο κουρελής που έγλυφε τα πιάτα σαν σκυλί, φορεί ωραία και μεγαλοπρεπή φορέματα, έχει αμάξια και χρυσά ποτήρια και τραπέζια με πόδια από ελεφαντοκόκκαλο και όλοι τον χαιρετούν, εμάς δε ούτε στρέφεται να μας δη. Προ ολίγων ημερών τον συνήντησα και του είπα, χαίρε Σίμων αυτός δε με θυμόν είπε εις τους ακολούθους του· Πέστε σ' αυτόν τον φτωχόν να μη μικραίνη το όνομά μου, διότι δεν ονομάζομαι Σίμων, αλλά Σιμωνίδης. Τώρα δε τον ερωτεύονται και η γυναίκες και αυτός κάνει τον δύσκολον και τας περιφρονεί και αν πλησιάζη μερικές, φαίνεται ως να το κάνη από συγκατάβασιν και οίκτον και αυτές φοβερίζουν ότι αν τας αρνηθή θ' αυτοκτονήσουν. Βλέπεις πόσα ευτυχήματα δίδει ο χρυσός, αφού και τους άσχημους μεταβάλλει εις αξιεράστους, όπως η περίφημος ζώνη της Αφροδίτης. Ξέρεις δε και αυτά που έχουν πη οι ποιηταί·
Ω χρυσέ δεξίωμα κάλλιστον (36)
και
Χρυσός γαρ έστιν ο βρωτών έχει κράτη (37) ;
Αλλά γιατί εγέλασες, κυρ Πετεινέ;
ΠΕΤ. Διότι ομοίως με τους άλλους και συ, Μίκυλλε, έχεις ψευδή ιδέαν περί των πλουσίων, ενώ έπρεπε να ξέρης, ότι η ζωή των είνε πολύ δυστυχεστέρα από τη δική μας. Σου τα λέγω αυτά εγώ που έγινα πολλάκις και φτωχός και πλούσιος και εγνώρισα όλων των ειδών τη ζωή· μετ' ολίγον καιρόν δε και συ θα γνωρίσης όλα αυτά.
ΜΙΚ. Τώρα είνε η σειρά σου να μου διηγηθής και συ πώς μετεμορφώθης και πώς επέρασες την κάθε σου ζωήν.
ΠΕΤ. Θα σου πω με λίγα λόγια ότι δεν είδα άλλον να ζη πιο ευτυχισμένος από σένα.
ΜΙΚ. Από μένα; Την ευτυχία μου να κάμης! Με αναγκάζεις να σε βρίζω. Αλλ' άρχισε από τον Εύφορβον και πε μου πώς έγινες Πυθαγόρας και έπειτα τα άλλα μέχρι του Πετεινού· διότι θα έχης ιδή και πάθη πολλά εις τις τόσες διαφορετικές ζωές που πέρασες.
ΠΕΤ. Θα εχρειάζετο πολλή ώρα να σου διηγηθώ πώς εις την αρχήν η ψυχή μου εστάλη από τον Απόλλωνα και εισήλθεν εις σώμα ανθρώπου διά να τιμωρηθή. Αυτά ούτε εις εμέ επιτρέπεται να σου είπω, ούτε εις εσέ να τ' ακούσης. Έπειτα έγινα Εύφορβος...
ΜΙΚ. Να μου πης προηγουμένως εάν κι'εγώ μετεμορφώθην άλλοτέ ποτε, όπως εσύ.
ΠΕΤ. Βέβαια.
ΜΙΚ. Και τι ήμουν; Αν μπορής να μου το πης, επιθυμώ πολύ να το μάθω.
ΠΕΤ. Εσύ; Ήσουν μυρμήγκι των Ινδιών από κείνα που βγάζουν το χρυσάφι από την γην.
ΜΙΚ. Και δεν κρατούσα ο κακομοίρης ολίγα κομμάτια από κείνο το χρυσάφι για να τάχω σ' αυτή τη ζωή να μπορέσω να ζήσω; Έπειτα απ' αυτή τη ζωή τι θα γίνω; Θα το ξέρης βέβαια και αυτό, διότι αν μου μέλλεται τίποτε καλλό, θα σηκωθώ τώρα αμέσως να κρεμασθώ από το πάτερο που στέκεσαι.
ΠΕΤ. Δεν υπάρχει τρόπος να το μάθης αυτό. Αφού έγινα Εύφορβος — επανέρχομαι εις την διήγησίν μου — επολέμησα εις την Τρωάδα και αφού μ' εφόνευσε ο Μενέλαος ύστερα από χρόνια έγινα Πυθαγόρας. Έως τότε έμενα άστεγος και επερίμενα να μου φτιάση νέαν κατοικίαν ο Μνήσαρχος.
ΜΙΚ. Κι' εζούσες χωρίς να τρως και να πίνης;
ΠΕΤ. Βέβαια, διότι η τροφή και το ποτόν μόνον στο σώμα χρειάζονται.
ΜΙΚ. Λοιπόν να μου διηγηθής πρώτα τα συμβάντα της Τρωάδος. Όπως τα λέγει ο Όμηρος έγιναν;
ΠΕΤ. Πώς μπορούσε να τα ξέρη αυτός, Μίκυλλε, που όταν εγίνοντο ήτο Καμήλα εις τα Βάκτρα; Εγώ σου λέγω ότι τίποτε δεν υπήρξε τόσον υπερφυσικόν όσον ο Όμηρος τα περιγράφει· ούτε ο Αίας ήτο τόσο μεγαλόσωμος, ούτε και αυτή η Ελένη ήτο τόσον ωραία. Την είδα· ήτον άσπρη με μακρό λαιμό, όπως δύναται κανείς και να συμπεράνη αφού ήτο κόρη κύκνου· κατά τα άλλα ήτο πολύ ηλικιωμένη και σχεδόν ομήλικος με την Εκάβην, αφού ο Θησεύς την έκλεψε πρώτος και την είχεν εις τας Αθήνας κατά την εποχήν του Ηρακλέους, ο δε Ηρακλής είχε κυριεύση προ των Αχαιών την Τροίαν. Αυτά μου τα διηγείτο ο πατέρας μου Πάνθος, ο οποίος εις πολύ νεαράν ήλικίαν είδε, ως έλεγε, τον Ηρακλέα.
ΜΙΚ. Και ο Αχιλλεύς ήτο τόσο τέλειος, ή μύθος είνε και όσα αναφέρουν γι' αυτόν οι ποιηταί;
ΠΕΤ. Με αυτόν δεν συνηντήθην ποτέ εις τας μάχας, Μίκυλλε, ούτε γνωρίζω ακριβώς όσα συνέβαινον μεταξύ των Ελλήνων. Πώς να τα ξέρω που ήμουν εχθρός των; Τον φίλον όμως του Αχιλλέως τον Πάτροκλον δεν εδυσκολεύθηκα να φονεύσω με μια κονταριά.
ΜΙΚ. Έπειτα εσένα σ' εφόνευσε ο Μενέλαος πολύ ευκολώτερα. Αλλά γι' αυτά είπαμε αρκετά, τώρα δε να μου πης για τον Πυθαγόρα.
ΠΕΤ. Διά να είμαι ειλικρινής, πρέπει να σου ομολογήσω ότι ήμουν μάλλον σοφιστής παρά φιλόσοφος· δεν ήμουν όμως απαίδευτος, αλλά εγνώριζα από όλα, εταξείδευσα δε και εις την Αίγυπτον διά να γνωρίσω τους σοφούς και τους προφήτας της χώρας εκείνης κι' εκατέβηκα εις τα άδυτα των ναών, όπου ανέγνωσα και εσπούδασα τας βίβλους του Ώρου και της Ίσιδος· έπειτα επήγα εις την Ιταλίαν, όπου τόσην εντύπωσιν έκαμα εις τους εκεί Έλληνας, ώστε μ' εθεώρησαν ως θεόν.
ΜΙΚ. Τα έχω ακούση αυτά και ότι εθεωρείσο ότι απέθανες και ξανάζησες και ότι μίαν φοράν τους έδειξες ότι είχες μηρόν χρυσόν. Αλλά δεν μου λες πώς σου επήλθεν η ιδέα ν' απαγορεύσης να τρώγουν κρέας και κουκιά οι οπαδοί σου;
ΠΕΤ. Μη εξετάζης αυτά τα πράγματα, Μίκυλλε.
ΜΙΚ. Διατί, κυρ Πετεινέ;
ΠΕΤ. Διότι ντρέπομαι να σου πω την αλήθεια γι' αυτό το πράγμα.
ΜΙΚ. Και όμως δεν έπρεπε να κρύπτης τίποτε από άνθρωπον φίλον και συγκάτοικον· δεν λέγω αφέντην.
ΠΕΤ. Δεν είχε κανένα λόγον σπουδαίον αυτή η απαγόρευσις, αλλ' έβλεπα ότι αν έλεγα τα συνειθισμένα και όμοια με τα λεγόμενα υπό των πολλών, δύσκολα θα προσείλκυα τους ανθρώπους και δύσκολα θα τους έκανα να με θαυμάζουν, ενώ όσον πλέον παράξενα έλεγα και έκανα, τόσον σοβαρώτερος και σοφώτερος θα εθεωρούμην. Διά τούτο επροτίμησα να καινοτομήσω και να λέγω μυστηριώδη πράγματα, ούτως ώστε να τα εξηγούν ο μεν ούτω ο δε άλλως και να θαυμάζουν, όπως συμβαίνει με τους σκοτεινούς χρησμούς. Αλλά δεν σου τώλεγα; Τώρα με περιφρονείς και συ.
ΜΙΚ. Όχι τόσον όσον τους Κροτωνιάτας, τους Μεταποντίνους και Ταραντίνους και τους άλλους που σε ακολουθούσαν άφωνοι από θαυμασμόν κι' επροσκυνούσαν τα ίχνη των ποδιών σου. Αφού δε 'γδύθηκες τον Πυθαγόραν ποίους ενδύθηκες κατόπιν;
ΠΕΤ. Την Ασπασίαν την Μιλησίαν εταίραν.
ΜΙΚ. Τι λες! Ώστε και γυναίκα εκτός των άλλων έγινε ο Πυθαγόρας; Και υπήρξε εποχή που έκανες αυγά συ ο σημερινός πετεινός και συνέζης με τον Περικλήν ως Ασπασία και του εγέννας παιδιά και έξενες μαλλιά και έγνεθες και εφιλαρεσκεύεσο ως εταίρα;
ΠΕΤ. Αυτά δεν συνέβησαν μόνον σ' εμένα, αλλά και εις τον Τειρεσίαν προηγουμένως και εις τον Καινέα τον υιόν του Ελάτου· ώστε αν εμπαίξης εμέ και εκείνους εμπαίζεις.
ΜΙΚ. Και δε μου λες, σου ήτο πλέον ευχάριστον όταν ήσουν άνδρας ή όταν ο Περικλής σε οικονομούσε;
ΠΕΤ. Είνε τώρα ερωτήσεις αυταί; Εις αυτά ούτε ο Τειρεσίας ενόμισε πρέπον ν' απαντήση.
ΜΙΚ. Κι' αν δε μου το πης εσύ, ο Ευριπίδης το εξήγησεν αρκετά, όταν είπεν ότι θα επροτιμούσε να λάβη μέρος εις τρεις μάχας παρά να γεννήση μίαν φοράν.
ΠΕΤ. Και όμως θα έλθη ημέρα, Μίκυλλε, και δεν θα βραδύνη, που θα δοκιμάσης και συ τους πόνους του τοκετού· διότι θα γίνης και συ γυναίκα και μάλιστα πολλές φορές εις το μέλλον.
ΜΙΚ. Μίλα καλά, μωρέ πετεινέ, που νομίζεις ότι όλοι είνε Μιλήσιοι και Σάμιοι. Για σένα λένε ότι όταν ήσουν Πυθαγόρας και ωραίος έφηβος εχρησίμευσες πολλάκις ως Ασπασία εις τον τύραννον της πατρίδος σου. Και μετά την Ασπασίαν άνδρας ή γυναίκα έγινες;
ΠΕΤ. Ο κυνικός Κράτης.
ΜΙΚ. Πολύ απότομος η μεταβολή από εταίρα να γίνης φιλόσοφος.
ΠΕΤ. Έπειτα βασιλεύς, κατόπιν πτωχός, μετ' ολίγον σατράπης, έπειτα άλογο και καλλιακούδα και βάτραχος και χίλια δυο άλλα, τα οποία βαρύνομαι να σου αναφέρω. Επί τέλους έγινα πολλάκις πετεινός, διότι μου αρέσει αυτή η ζωή, και αφού υπηρέτησα πολλούς βασιλείς και πτωχούς και πλουσίους, συζώ τώρα και μ' εσένα και γελώ μαζή σου· διότι σε ακούω καθ' εκάστην να παραπονήσαι και να κλαίγεσαι διά την πενίαν σου και να θαυμάζης τους πλουσίους, διότι δεν γνωρίζεις τι υποφέρουν και αυτοί. Αν ήξευρες τι φροντίδες έχουν, θα γελούσες και μόνος σου με τον εαυτό σου που ενόμισες ότι ο πλούτος δίδει την ευτυχίαν.
ΜΙΚ. Λοιπόν, Πυθαγόρα, ή όπως άλλως θέλεις να σε λέγω — και σε παρακαλώ να μου πης το όνομα που προτιμάς διά να μη σου λέγω διάφορα και γίνεται σύγχυσις.
ΠΕΤ. Το ίδιο κάνει είτε Εύφορβον, είτε Πυθαγόραν ή Ασπασίαν με λες, είτε Κράτητα· διότι όλα αυτά εγώ είμαι. Αλλά το καλλίτερον επί του παρόντος είνε να με λες πετεινόν, αφού πετεινός φαίνομαι, διά να μη υποτεθή ότι περιφρονείς το πουλί ως ασήμαντον, ενώ έχει μέσα του τόσας ψυχάς.
ΜΙΚ. Λοιπόν, πετεινέ, αφού εδοκίμασες όλων σχεδόν των ειδών τις ζωές και εγνώρισες τα πάντα, να μου πης τώρα καθαρά πώς ζουν οι πλούσιοι και έπειτα πώς ζουν οι φτωχοί, διά να ίδω αν λες αλήθεια που θέλεις να με πείσης ότι είμαι πλέον ευτυχής από τους πλουσίους.
ΠΕΤ. Θα σου πω και θα συμφωνήσης μαζή μου. Εσύ, και αν γίνη πόλεμος και οι εχθροί εισβάλλουν, δεν πολυσκοτίζεσαι, ούτε φοβείσαι ότι θα σου θερίσουν τα χωράφια σου και θα σου καταστρέφουν τον κήπον σου και θα σου ερημώσουν τ' αμπέλια σου. Άμα ακουσθή σάλπισμα, δεν έχεις παρά να εξετάσης και να δης πού θα τραβήξης για να σωθής. Οι πλούσιοι όμως και για την ζωήν των φοβούνται και λυπούνται όταν βλέπουν από τα τείχη να διαρπάζωνται τα πλούτη που έχουν εις τους αγρούς. Και αν πρόκειται να γείνη εισφορά, μόνον αυτοί καλούνται να συνεισφέρουν· αν πρόκειται να γίνη εκστρατεία, εκτίθενται πρώτοι εις τον κίνδυνον ως στρατηγοί και αρχηγοί του ιππικού. Συ θα έχης ασπίδα ελαφράν πλεγμένην από λιγαριάν και, αν μεν νικηθήτε, θα είσαι ευκίνητος και ελαφρός διά να σωθής, εάν δε νικήσετε, θα φθάσης να καθήσης πρώτος εις το επινίκειον γεύμα, το οποίον θα παραθέση μετά την θυσίαν ο στρατηγός. Εν καιρώ ειρήνης πάλιν συ θ'ανήκης εις το λαϊκόν κόμμα και εις την συνέλευσιν του λαού θα είσαι τύραννος των πλουσίων, οι οποίοι θα σε φοβούνται και θα σε τρέμουν και με διαφόρους παροχάς θα προσπαθούν να σ' εξευμενίσουν. Εκείνοι φροντίζουν διά να έχης πάντοτε λουτρά και αγώνας και θεάματα και παν ό,τι σ' ευχαριστεί, συ δε είσαι ελεγκτής και επικριτής αυστηρός ως αυθέντης και ούτε γνώμην επιτρέπεις εις αυτούς να έχουν, και, αν σου καπνίση, θα τους λιθοβολήσης ή θα δημεύσης τας περιουσίας των. Ούτε συκοφάντην φοβείσαι συ, ούτε ληστήν μήπως ανέβη τον αυλόγυρον ή τρυπήση τον τοίχον του σπιτιού σου, ούτε κοπιάζεις και σκοτίζεσαι να λογαριάζης ή να ζητής τα οφειλόμενα, ούτε με τους διαχειριστάς και καταχραστάς οικονόμους τσακώνεσαι. Αλλ' άμα ράψης ένα παπούτσι και πάρης επτά οβολούς, σηκώνεσαι το βράδυ και λούεσαι αν θέλης και αγοράζεις μία ρέγκα ή μερικές μαρίδες και ολίγα κρεμμύδια και τρως με όρεξι, πολλάκις δε και με τραγούδια, και φιλοσοφείς με την αγαπητήν πενίαν. Και ακριβώς με αυτήν την ζωήν είσαι υγιής και δυνατός και το σώμα σου αντέχει εις το κρύο· διότι η κακοπάθειες σε τονώνουν και σε κάνουν να υποφέρης εύκολα όσα οι άλλοι θεωρούν ανυπόφορα. Εν γένει δεν σε πιάνει κανέν από τα σοβαρά νοσήματα, αλλά, και αν σούρθη καμμιά φορά κανένας ελαφρός πυρετός δεν τον αφήνεις να σε κυριεύση, αλλ' αφού τον υποφέρεις ολίγον, σηκώνεσαι και τον τινάζεις πέρα, αυτός δε φεύγει τρομασμένος που σε βλέπει να πίνης κρύο νερό και ν' αδιαφορής τελείως δι' όσα λέγουν οι γιατροί. Οι πλούσιοι όμως τι δεν παθαίνουν από την πολυφαγίαν των, τι ποδάγρες, τι φθίσεις, τι περιπνευμονίας και υδροπικίας; Διότι αυτά είνε αποτελέσματα των πολυτελών γευμάτων. Οι περισσότεροι από αυτούς υψώνονται όπως ο Ίκαρος και πλησιάζουν εις τον ήλιον, χωρίς να σκέπτωνται ότι τα πτερά των είνε κολλημένα με κερί και ούτω πολλάκις πίπτουν με πολύν πάταγον και κατακέφαλα στη θάλασσα. Όσοι όμως, μιμούμενοι τον Δαίδαλον, δεν ψηλοπετούν, αλλά πηγαίνουν χαμηλά, ώστε να διατηρήται υγρό το κερί, ως επί το πολύ πετούν ασφαλώς.
ΜΙΚ. Εννοείς τους μετριόφρονας και τους φρονίμους.
ΠΕΤ. Των άλλων όμως τα ναυάγια, Μίκυλλε, είνε πολύ αξιοθρήνητα και πολύ γελοία. Ούτω ο Κροίσος εκίνησε τον γέλωτα των Περσών, όταν ηττημένος και χωρίς πτερά πλέον ανέβη εις την πυράν, και ο Διονύσιος ο τύραννος, όταν κατελύθη η τυραννίς εις την Κόρινθον και ηναγκάσθη να γίνη δάσκαλος, και να διδάσκη τα παιδιά να συλλαβίζουν.
ΜΙΚ. Πες μου τώρα, κυρ πετεινέ, όταν ήσουν βασιλιάς — διότι ως είπες και εβασίλευσες κάποτε — πώς σου εφάνη αυτή η ζωή; Βέβαια θα ήσουν πολύ ευτυχής, αφού αυτή είνε η μεγαλειτέρα ευτυχία.
ΠΕΤ. Μη μου τα ενθυμίζης, Μίκυλλε, διότι ήμουν πολύ δυστυχής τότε· οι άλλοι με ενόμιζαν, όπως είπες, πολύ ευτυχή, εγώ δε είχα του κόσμου τας στενοχωρίας.
ΜΙΚ. Τι είδους στενοχωρίας; Αυτά μου φαίνονται παράξενα και απίστευτα.
ΠΕΤ. Εβασίλευα εις χώραν εκτεταμένην και πλουσίαν, η οποία διεκρίνετο και διά τον πληθυσμόν της και διά τας ωραίας της πόλεις, είχε δε και ποταμούς πλωτούς και θάλασσαν με καλούς λιμένας. Είχα και στρατόν πολύν και ιππικόν συντεταγμένον και σωματοφύλακας όχι ολίγους και πολεμικόν ναυτικόν και χρήματα αναρίθμητα και πολυπληθή χρυσά σκεύη και πολύν μεγαλοπρέπειαν και πολυτέλειαν. Όταν εξηρχόμουν, ο λαός μ' επροσκύνα και μ' εθεώρει ως θεόν και έτρεχαν πατείς με πατώ σε διά να με δουν, άλλοι δε ανέβαιναν εις τις στέγες και εθεώρουν ως σπουδαίον κατόρθωμα να ίδουν από κοντά το αμάξι μου, τον μανδύαν μου τον βασιλικόν, το διάδημα και τους προπορευόμενους και ακολουθούντας δορυφόρους. Εγώ δε, που εγνώριζα πόσας θλίψεις και στενοχωρίας είχα, εσυγχωρούσα εκείνους διά την άγνοιάν των, αλλ' ελεεινολογούσα τον εαυτόν μου και τον παρωμοίαζα με τα κολοσσιαία αγάλματα που έκαμαν ο Φειδίας, ο Μύρων και ο Πραξιτέλης· και από αυτά έκαστον απ' έξω μεν είνε Ποσειδών ή Ζευς από χρυσόν και ελέφαντα κατεσκευασμένος, ο οποίος κρατεί κεραυνόν ή αστραπήν ή τρίαιναν· αλλ' αν εξετάσης το εσωτερικόν του, θα ίδης μοχλούς και γόμφους και καρφιά, οι οποίοι τον διατρυπούν, και ξύλα και σφήνας και πίσσαν και πηλόν και πολλήν άλλην ασχημίαν κρυπτομένην εντός αυτού. Παραλείπω το πλήθος των ποντικών και των μυγαλών που κατοικεί εντός αυτών ενίοτε. Κάτι παρόμοιον είνε και η βασιλεία.
ΜΙΚ. Δεν μου είπες όμως ποιά είνε όσα αποτελούν τον πηλόν και τους μοχλούς και τους γόμφους της εξουσίας, ουδέ τι είνε η πολλή εκείνη ασχημία. Το να σε θαυμάζουν όταν εξέρχεσαι, να βασιλεύης επί τόσων ανθρώπων και να σε προσκυνούν, τελείως ταιριάζει εις το κολοσσιαίον παράδειγμα που είπες. Αλλά λέγε τώρα και τα εσωτερικά του κολοσσού.
ΠΕΤ. Τι να σου πω πρώτον και τι δεύτερον, Μίκυλλε; Τους φόβους και τας ανησυχίας, τας υποψίας, το μίσος και τας επιβουλάς εκείνων που σε πλησιάζουν και σε περιστοιχούν; Εξ αιτίας τούτων κοιμάσαι ολίγον και διακεκομμένον ύπνον και βλέπεις όνειρα ταραχώδη, αι σκέψεις σου είνε τεταραγμέναι πάντοτε, γεμάται από φόβους και ανησυχίας. Έπειτα έχεις τόσους περισπασμούς και φροντίδας διά την απονομήν της δικαιοσύνης και διαπραγματεύσεις και εκστρατείας και διαταγάς και συνθήκας και συμβούλια, τα οποία δεν σ' αφήνουν ούτε εις τα όνειρά σου ν' απολαύσης καμμίαν ευχαρίστησιν, αλλ' είνε ανάγκη μόνος σου να εξετάζης τα πάντα και να έχης του κόσμου τις σκοτούρες.
Ουδέ γαρ Ατρείδην Αγαμέμνονα
ύπνος έχε γλυκερός πολλά φρεσιν ορμαίνοντα,
(38)
ενώ όλοι οι άλλοι Αχαιοί ερροχάλιζαν. Και ο μεν βασιλεύς των Λυδών λυπείται διότι ο υιός του είνε κωφάλαλος, τον δε βασιλέα των Περσών ανησυχεί ο Κλέαρχος συναθροίζων μισθοφόρους υπέρ του Κύρου. Άλλος ηγεμών ταράσσεται επειδή βλέπει τον Δίωνα να κρυφομιλή με μερικούς από τους Συρακουσίους και άλλος δεν υποφέρει ακούων να επαινήται ο Παρμενίων και ο Πτολεμαίος διά τον Περδίκκαν και ο Σέλευκος διά τον Πτολεμαίον. Εκτός τούτου σε λυπεί η ιδέα ότι το πρόσωπον το οποίον αγαπάς, εξ ανάγκης και όχι από αγάπης δέχεται τον έρωτά σου και ότι η παλλακίς σου αγαπά άλλον· ή μανθάνεις ότι σου ετοιμάζουν στάσιν ή τινές εκ των δορυφόρων σου εθεάθησαν να κρυφομιλούν. Και το σπουδαιότερον είνε ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να υποπτεύης και τους φιλτάτους σου και να φοβήσαι πάντοτε ότι κάποιος μέγας κίνδυνος θα σου έλθη εξ αυτών, διότι γνωρίζεις βασιλείς τους οποίους εδηλητηρίασαν τα παιδιά των ή το πρόσωπον το οποίον ερωτεύοντο και φοβείσαι μήπως αποθάνης κατά τον αυτόν τρόπον.
ΜΙΚ. Αλήθεια είνε φοβερά αυτά που λες, κυρ πετεινέ. Και τώρα εννοώ ότι είμαι πολύ ασφαλέστερος να κόφτω και να ράβω παπούτσια παρά να πίνω από χρυσήν φιάλην κρασί εις το οποίον έχει αναμιχθή κώνειον ή άλλο δηλητήριον. Ο μόνος κίνδυνος που διατρέχω εγώ είνε να ξεφύγη το σουβλί να μου τρυπήση το δάκτυλον και να βγάλω ολίγον αίμα· αυτοί όμως, ως λες, συντρώγουν με τον Θάνατον και η ζωή των είνε γεμάτη από δυστυχίαν. Και όταν ξεπέφτουν, ομοιάζουν με τους τραγικούς ηθοποιούς, τους όποιους βλέπομεν άλλοτε μεν ως Κέκροπας, Σισσύφους ή Τηλέφους στολισμένους με διαδήματα και ξίφη ελεφαντοκόσμητα και μανδύαν χρυσοκέντητον και μαλλιά μακρυά που κυματίζουν· αν δε συμβή — και συμβαίνει πολλάκις — να σκοντάψη κανείς από αυτούς και να πέση εις το μέσον της σκηνής, αρχίζουν και γελούν οι θεαταί, διότι το προσωπείον του μαζή με το διάδημα σπάζει και η αληθινή κεφαλή του ηθοποιού ματώνει, συγχρόνως δε τα σκέλη του παρουσιάζονται γυμνά και φαίνονται μέσα από το βασιλικόν ενδύμα τα πραγματικά του φορέματα, τα οποία είνε κουρέλια ελεεινά, φαίνονται δε και τα θεατρικά υποδήματα, τα οποία είνε τόσον άσχημα και τόσον δυσανάλογα προς το πόδι. Βλέπεις, αγαπητέ πετεινέ, ότι μ' εδίδαξες και κάνω και εγώ τώρα καλάς παρομοιώσεις; Τέλος πάντων τοιαύτη είνε η βασιλεία· αλλά δεν μου λες τώρα, όταν ήσουν άλογο ή σκύλλος, ψάρι ή βάτραχος, πώς σου εφαίνετο εκείνη η ζωή;
ΠΕΤ. Μου κάνεις ερώτησιν η οποία απαιτεί μακράν απάντησιν και δεν έχομεν καιρόν. Αλλ' αν θέλης να σου ειπώ με λίγα λόγια, δεν υπάρχει ζωή που να μη είνε ευτυχεστέρα από την ζωήν του ανθρώπου και περισσότερον σύμφωνος με την φύσιν και περιωρισμένη εις τα φυσικά όρια· ίππον τοκογλύφον ή συκοφάντην βάτραχον ή καρακάξαν σοφιστήν ή μάγειρον κώνωπα ή πετεινόν κίναιδον δεν θα εύρης, ούτε τίποτε άλλο από τα γελοία τα οποία βλέπομεν μεταξύ των ανθρώπων.
ΜΙΚ. Αυτά ίσως είνε αληθινά, κυρ πετεινέ. Αλλ' εγώ δεν 'ντρέπομαι να σου ομολογήσω τι μου συμβαίνει· μου είνε αδύνατον να ξεμάθω την επιθυμίαν που είχα από τα παιδικά μου χρόνια να γείνω πλούσιος· και το όνειρον μου μένει ακόμη μπροστά στα μάτια μου με όλο εκείνο το χρυσάφι. Σκάζω δε από ζήλεια, όταν συλλογίζωμαι ότι απολαμβάνει τόσα πλούτη ο παλιάνθρωπος ο Σίμων.
ΠΕΤ. Εγώ θα σε θεραπεύσω από αυτήν την αρρώστεια, Μίκυλλε· και αφού είνε νύκτα ακόμη, σήκω και ακολούθησε με· θα σε πάω εις το σπίτι αυτού του Σίμωνος και εις τα σπίτια άλλων πλουσίων, για να 'δης ποία είνε η κατάστασίς των.
ΜΙΚ. Πώς θα 'δω αφού είνε κλειστά τα σπίτια; μήπως θα με βάλης να τρυπήσω τοίχους;
ΠΕΤ. Όχι, αλλ' ο Ερμής, εις τον οποίον είμαι αφιερωμένος, μου έχει δώση ένα χάρισμα· εάν κανείς αφαιρέση το μακρότερον πτερόν της ουράς μου, το οποίον είνε τόσο μαλακόν, ώστε είνε λυγισμένον. . . .
ΜΙΚ. Μα έχεις δύο τέτοια.
ΠΕΤ. Εννοώ το δεξιόν. Εις όποιον επιτρέψω να το αποσπάση και να το κρατή, θα έχη την δύναμιν ν' ανοίγη κάθε θύραν που θέλει και να βλέπη τα πάντα χωρίς να τον βλέπουν.
ΜΙΚ. Δεν τώξερα ότ' είσαι και μάγος. Αλλ' αν μου δώσης τέτοια δύναμιν, θα 'δης εντός ολίγου όλα τα αγαθά του Σίμωνος να έλθουν εδώ· θα τα μετακομίσω· αυτός δε πάλιν θ' αρχίση να δαγκώνη τα πετσιά για να τα τεντώνη.
ΠΕΤ. Αυτό δεν επιτρέπεται να γίνη· διότι ο Ερμής μου παρήγγειλε, αν κάμη τίποτε τοιούτον αυτός που έχει το πτερόν, να κράξω και να τον προδώσω.
ΜΙΚ. Δυσκολεύομαι να το πιστεύσω αυτό· αφού ο Ερμής είνε κλέπτης, πώς δεν θέλει να κλέπτουν οι άλλοι; Ας πάμε όμως και θα προσπαθήσω να μη 'γγίξω στο χρυσάφι.
ΠΕΤ. Τράβηξε πρώτα το πτερόν. . . . Τι έκαμες; Και τα δυο τα έβγαλες;
ΜΙΚ. Έτσι είμαι πιο σίγουρος και για σένα θα είνε μικρότερα η ασχημία, γιατί δεν θα γέρνης και δεν θα κουτσαίνης από το ένα μέρος της ουράς.
ΠΕΤ. Ας είνε. Εις του Σίμωνος θα πάμε πρώτα ή εις άλλον πλούσιον;
ΜΙΚ. Όχι στου Σίμωνος, που, αφού επλούτισε, του φαίνεται μικρόν το δισύλλαβον όνομά του και τώκαμε τετρασύλλαβον. Αλλ' εφθάσαμεν εις την πόρτα του. Τι πρέπει να κάμω τώρα;
ΠΕΤ. Βάλε το πτερόν στην κλειδαρότρυπα.
ΜΙΚ. Ορίστε. Ω Θεέ μου, άνοιξε η πόρτα σαν να ήτο το φτερό κλειδί.
ΠΕΤ. Πήγαινε 'μπρός. Τον βλέπεις πώς αγρυπνεί και λογαριάζει;
ΜΙΚ, Τον βλέπω· δίπλα σ' ένα λυχνάρι διψασμένο που μόλις φέγγει. Είνε κατακίτρινος, αδύνατος και λυωμένος, από τις φροντίδες βέβαια· δεν ήκουσα να είνε άρρωστος.
ΠΕΤ. Άκουσε τι λέγει και θα εννοήσης πως είν' έτσι.
ΣΙΜΩΝ. Τα εβδομήντα τάλαντα είνε καλά κρυμμένα και θαμμένα κάτω από το κρεββάτι και κανείς δεν ξέρει τίποτε· τα δεκάξη όμως μου φαίνεται ότι τα είδε ο Σωσύλος όταν τάκρυβα κάτω από την φάτνην και γι' αυτό όλο στο σταύλο βρίσκεται, ενώ άλλοτε ήτο τεμπέλης και πολύ ολίγον εφρόντιζε για τη δουλειά του. Φαίνεται δε ότι μου έχουν κλέψη πολλά, αλλοιώτικα που βρήκε τα χρήματα ο Τίβιος και αγόρασε χθες, ως ήκουσα, τόσο μεγάλα παστόψαρα κ' επήρε της γυναίκας του σκουλαρίκια πέντε δραχμών; ω δυστυχία μου, με ληστεύουν. Αλλά και τα σκεύη μου τα πολύτιμα δεν είνε ασφαλισμένα εκεί που τα έχω και είνε τόσα πολλά. Φοβούμαι μήπως κανείς τρυπήση τον τοίχον και τα κλέψη. Πολλοί με φθονούν και με κατατρέχουν και περισσότερον από όλους ο Μίκυλλος ο γείτονας.
ΜΙΚ. Σου μοιάζω· σαν κι' εσένα κλέβω κι' εγώ τα πιάτα.
ΠΕΤ. Σώπα, Μίκυλλε, να μη μας ακούση.
ΣΙΜ. Το καλλίτερο είνε να μη κοιμούμαι και να κάθωμαι να τα φυλάττω όλα. Και τώρα ας σηκωθώ να κάμω ένα γύρο στο σπίτι. Ποιος είνε εκεί; Σε βλέπω κλέφτη... αλλ' όχι είνε στύλος. Καλά. Πρέπει να ξεθάψω και να μετρήσω πάλιν τα χρήματα για να δω μήπως έχω κάμη κανένα λάθος. Αλλ' ακούω πάλιν θόρυβον· τι συμβαίνει; με πολιορκούν και με κατατρέχουν όλοι. Πού είνε το μαχαίρι μου; Αν πιάσω κανένα... Ας θάψω πάλιν τα χρήματα.
ΠΕΤ. Είδες, Μίκυλλε, την κατάστασιν του Σίμωνος. Ας πάμε τώρα και εις άλλον, ενόσω είνε ακόμη ολίγη νύκτα.
ΜΙΚ. Τι ζωή περνά ο κακομοίρης! Μόνο οι εχθροί μου θα ήθελα να έχουν τέτοια ευτυχία. Αλλά πριν φύγω θέλω να του δώσω ένα σκαμπίλι.
ΣΙΜ. Ποιός μ' εκτύπησε; Με ληστεύουν τον δυστυχή.
ΜΙΚ. Σκούζε και ξενύχτα, λυώνε κοντά στο χρυσάφι και παίρνε το χρώμα του. Εμείς δε ας πάμε, αν θέλης, εις του Γνίφωνος του τοκιστού. Δεν είνε μακράν απ' εδώ το σπίτι του.-Μας άνοιξε και αυτή η θύρα.
ΠΕΤ. Τον βλέπεις και αυτόν πώς αγρυπνά από τας φροντίδας. Κάθεται, και λογαριάζει τους τόκους και βλέπει τα δάκτυλα του πώς έχουν μείνη πετσί και κόκκαλο. Και μετ' ολίγον καιρόν θα ταφήση όλα αυτά για να γίνη βρωμούσα ή σκνίπα ή σκυλόμυγα.
ΜΙΚ. Τον βλέπω τον κακομοίρη και ανόητον άνθρωπον, που και τώρα δεν ζη καλλίτερα από την βρωμούσαν ή την σκνίπαν. Πάμε τώρα εις άλλον.
ΠΕΤ. Πάμε, αν θέλης, εις τον δικόν σου τον Ευκράτην.-Ιδού ήνοιξε και αυτή η θύρα· ώστε πάμε μέσα.
ΜΙΚ. Όλα αυτά προ ολίγου ήσαν δικά μου.
ΠΕΤ. Ακόμη ονειρεύεσαι τα πλούτη; Λοιπόν κύτταξε τον Ευκράτην τι παθαίνει από τον δούλον του, γέρων άνθρωπος.
ΜΙΚ. Τι αίσχος και ατιμία τερατώδης! Και από το άλλο μέρος η γυναίκα του τον κερατόνει με τον μάγειρον.
ΠΕΤ. Λοιπόν θέλεις να τα κληρονομήσης και αυτά και να γίνης καθ' όλα όμοιος με τον Ευκράτην;
ΜΙΚ. Όχι, αδερφέ, όχι· καλλίτερα να πάω από πανούκλα· αν πρόκειται να καταντήσω έτσι. Στον άνεμο το χρυσάφι και τα πλούσια γεύματα. Προτιμώ να έχω μόνο δυο οβολούς, παρά να με κλέφτουν οι υπηρέται.
ΠΕΤ. Επειδή αρχίζει να ξημερώνη, ας πάμε πίσω στο σπίτι μας· κι' άλλη φορά βλέπεις και άλλων πλουσίων την κακομοιριά.
Φίλων και Λυκίνος.
ΦΙΛΩΝ. Ήκουσα, Λυκίνε, ότι διεσκεδάσατε χθες πολύ εις το γεύμα του Αρισταινέτου, ότι έγιναν συζητήσεις φιλοσοφικαί και επηκολούθησε φινονεικία πολύ ζωηρά και, αν έλεγε την αλήθειαν ο Χαρίνος ο οποίος τα διηγείτο, η φιλονεικία έφθασε μέχρι ξύλου και τέλος διελύθη με αιματοχυσίαν η συναναστροφή.
ΛΥΚΙΝΟΣ. Και από πού τα έμαθε αυτά ο Χαρίνος, Φίλων· Διότι δεν ήτο μαζή μας εις τον δείπνον.
ΦΙΛ. Τα ήκουσεν από τον Διόνικον τον ιατρόν, ως έλεγε. Ο Διόνικος μου φαίνεται ότι ήτον εις το δείπνον.
ΛΥΚ. Βέβαια· και αυτός όμως δεν ήτο από την αρχήν, αλλ' έφθασεν εις το μέσον περίπου της μάχης, ολίγον προ των τραυματισμών, ώστε αμφιβάλλω αν ηδύνατο να διηγηθή ακριβώς πώς έγιναν τα πράγματα, αφού δεν τα παρηκολούθησεν αφ' ης στιγμής ήρχισεν η φιλονεικία έως ότου ετελείωσεν εις το αίμα.
ΦΙΛ. Και ο Χαρίνος, Λυκίνε, μας είπεν ότι αν θέλωμεν να μάθωμεν όλην την αλήθειαν και πώς έγιναν τα καθέκαστα, νάρθωμε να σ' ερωτήσωμεν. Επίσης ο Διόνικος έλεγεν ότι αυτός δεν παρευρέθη εις όλα και ότι συ γνωρίζεις όσα έγιναν και θυμάσαι τα λόγια που είπαν, διότι τα τοιαύτα τ' ακούς με ενδιαφέρον και προσοχήν. Ώστε πολύ θα μας ευχαριστήσης αν μας προσφέρης ένα τοιούτον γεύμα, το οποίον θα είνε από τα πλέον ευχάριστα δι' εμέ, τοσούτω μάλλον καθ' όσον θα γευμαΤιςωμεν με ησυχίαν και ασφάλειαν και έξω βολής, και να μας διηγηθής τα πάντα, είτε γέροντες παρεξετράπησαν κατά το δείπνον, είτε νέοι είπαν και έπραξαν απρεπή πράγματα παρασυρθέντες υπό της οινοποσίας.
ΛΥΚ. Άτοπα πράγματα ζητείς, Φίλων, όταν με παρακαλής να καταστήσω γνωστά εις τους πολλούς και να διηγηθώ πράγματα τα οποία έγιναν εν καιρώ μέθης, ενώ πρέπει να τα θάψωμεν εις την λήθην και να τα θεωρήσωμεν ως έργα του θεού Διονύσου, ο οποίος, ως γνωρίζεις, και εις τους φρονιμωτέρους επιβάλλει τα όργιά του. Σκέψου λοιπόν μήπως είνε άτοπον και ασεβές να πολυεξετάζη κανείς τα τοιαύτα, τα οποία καλόν είνε ν' αφήνωμεν εις το συμπόσιον, όταν αναχωρούμεν. «Μισώ λέγει και ο ποιητής, μνάμωνα συμπόταν» (39) . Δεν έκαμε δε καλά και ο Διόνικος να διηγηθή όσα συνέβησαν εις τον Χαρίνον και να εκθέση κατά τοιούτον τρόπον ανθρώπους φιλοσόφους. Εγώ τουλάχιστον ποτέ δεν θα πω τέτοια πράγματα.
ΦΙΛ. Αλλού αυτά, Λυκίνε. Να μη τα λες σ' εμένα που σε ξέρω ότι επιθυμείς να τα πης πολύ περισσότερον παρ' όσον εγώ επιθυμώ να τα ακούσω. Έχω την ιδέαν ότι εάν δεν έχης ακροατάς, θα πας να τα διηγηθής σε κανένα στύλον ή σε κανένα ανδριάντα διά να ξεθυμάνης. Και αν εγώ τώρα επιχειρήσω να φύγω, θα με κρατήσης· και αν φύγω θα με παρακολουθήσης και θα με παρακαλής να σε ακούσω· τότε δε και εγώ θα κάνω ότι δεν θέλω. Λοιπόν πηγαίνω να τα μάθω από άλλον και συ κράτα τα μυστικά.
ΛΥΚ. Μη θυμώνης, βρε αδελφέ, και θα σου τα διηγηθώ, αφού τόσον επιμένεις. Θα σε παρακαλέσω μόνον να μη τα πης σε πολλούς.
ΦΙΛ. Σε ξέρω πολύ καλά, Λυκίνε, και θα θεωρήσω περιττόν να τα πω εις άλλους, διότι συ θα τα διηγηθής προ εμού εις όλους και θα τα διηγηθής και καλλίτερα. Αλλά λέγε μου εν πρώτοις γιατί έγινε το γεύμα; Ο Αρισταίνετος επάντρευε το γυιό του Ζήνωνα;
ΛΥΚ. Όχι, την θυγατέρα του την Κλεανθίδα με τον γυιό του Ευκρίτου του τοκιστού που κάνει και τον φιλόσοφον.
ΦΙΛ. Πολύ ωραίο παιδί, αλλά πολύ μικρό ακόμη για γάμο.
ΛΥΚ. Ο Αρισταίνετος τον εθεώρησε ως τον καταλληλότερον, διότι και φρόνιμος είνε και εις την φιλοσοφίαν έχει επιδοθή, είνε δε και μοναχογυιός και έχει πλούσιον πατέρα. Δι' αυτά ο Αρισταίνετος τον επροτίμησεν από όλους ως γαμβρόν.
ΦΙΛ. Και μόνον ότι ο πατέρας του ο Εύκριτος είνε πλούσιος είνε σπουδαίον προσόν για ένα γαμβρό. Και οι προσκεκλημένοι ποίοι ήσαν;
ΛΥΚ. Περιττόν να σου αναφέρω τους άλλους· θα περιορισθώ μόνον εις τους φιλοσόφους και τους ρήτορας, διότι ξέρω ότι και συ αυτούς θέλεις να μάθης. Ήτο λοιπόν ο Ζηνόθεμις ο γέρων Στωικός και μαζή μ' αυτόν ο Δίφιλος ο επονομαζόμενος Λαβύρινθος, ο οποίος είνε διδάσκαλος του Ζήνωνος του υιού του Αρισταινέτου. Από τους Περιπατητικούς ήτο ο Κλεόδημος· τον ξέρεις τον λογάν εκείνον, τον φιλόνεικον, τον οποίον οι μαθηταί του ονομάζουν ξίφος και κοπίδα. Αλλά και ο Επικούρειος Έρμων ήτο εκεί και όταν ήλθε ήρχισαν να τον στραβοκυττάζουν οι Στωικοί και ν' αποστρέφουν το πρόσωπον και εφαίνοντο ότι τον εμίσουν ως να ήτο πατροκτόνος και ιερόσυλος. Αυτοί ήσαν προσωπικοί φίλοι και σχετικοί του Αρισταινέτου και είχαν προσκληθή εις το γεύμα, μαζή δε με αυτούς ο γραμματικός Ιστιαίος και ο ρήτωρ Διονυσόδωρος. Είχε προσκληθή και ο Ίων ο Πλατωνικός διδάσκαλος του Χαιρέα του γαμβρού, πολύ σοβαρός άνθρωπος και σεβάσμιος, του οποίου η φυσιογνωμία παρουσιάζει μεγάλην σεμνότητα. Τον ονομάζουν Κανόνα διά την ορθότητα της κρίσεώς του. Όταν εισήλθε, επροσηκώθηκαν όλοι και τον εχαιρετούσαν ως εξαιρετικόν πρόσωπον και εθεωρήθη ως μεγάλη τιμή και ως θεού εμφάνισις η παρουσία του θαυμαστού Ίωνος.
Όταν έφθασεν η ώρα να κατακλιθώμεν γύρω εις τα τραπέζια, αι γυναίκες κατέλαβαν όλον τον κλιντήρα ο οποίος είνε δεξιά μετά την είσοδον, ήσαν δε κάμποσες, και μεταξύ αυτών η νύμφη η οποία ήτο εντελώς σκεπασμένη με πέπλον. Οι άλλοι ετοποθετήθησαν απέναντι της θύρας, έκαστος κατά την αξίαν του. Απέναντι των γυναικών ετοποθετήθη πρώτος ο Εύκριτος και κατόπιν ο Αρισταίνετος. Έπειτα έγινε ζήτημα ποίος έπρεπε να τοποθετηθή πρώτος, ο Ζηνόθεμις ο Στωικός, ως γέρων, ή ο Έρμων ο Επικούρειος, ο οποίος ήτο ιερεύς των Διοσκούρων και ανήκεν εις μίαν από τας πρώτας οικογενείας της πόλεως. Αλλ' ο Ζηνόθεμις έλυσε το ζήτημα. Εάν, είπε, μου δώσης θέσιν μετά αυτόν τον άνθρωπον, Αρισταίνετε, τον Επικούρειον, διά να μη είπω τίποτε άλλο κακόν περί αυτού, φεύγω και εγκαταλείπω το συμπόσιόν σου. Και συγχρόνως εκάλεσε τον υπηρέτην του και εφαίνετο έτοιμος να εξέλθη. Τότε ο Έρμων είπε· Σου αφήνω την πρώτην θέσιν, Ζηνόθεμι, μολονότι, αν όχι δι' άλλο, διότι είμαι ιερεύς έπρεπε να με σεβασθής, όσον και αν καταφρονής τον Επίκουρον. «Επικούρειος ιερεύς! ας γελάσω, είπεν ο Ζηνόθεμις!» και ενώ έλεγεν αυτά κατεκλίνετο και κατόπιν αυτού ο Έρμων, έπειτα o Κλεόδημος ο Περιπατητικός, έπειτα ο Ίων και μετ' αυτόν ο γαμβρός, έπειτα εγώ και πλησίον μου ο Δίφιλος και κατόπιν αυτού ο Ζήνων ο μαθητής του και μετ' αυτούς ο ρήτωρ Διονυσόδωρος και ο γραμματικός Ιστιαίος.
ΦΙΛ. Αυτό, βλέπω, το συμπόσιον, Λυκίνε, ήτο μουσείον σοφών και είνε άξιος επαίνου ο Αρισταίνετος ότι εις μίαν τοιαύτην οικογενειακήν εορτήν εκάλεσε προ πάντων σοφούς, εκλέξας το άνθος από εκάστην σχολήν, χωρίς να προτιμήση τους μεν και να παραλείψη άλλους εκ των διακρινομένων.
ΛΥΚ. Διότι ο Αρισταίνετος δεν είνε όπως οι περισσότεροι από τους πλουσίους, αλλ' ενδιαφέρεται και διά τα γράμματα και τας επιστήμας και κατά το πλείστον σοφούς συναναστρέφεται. Κατ' αρχάς λοιπόν ετρώγαμεν με ησυχίαν και τα φαγητά ήσαν πολύ ποικίλα. Περιττόν να σου αναφέρω τους διαφόρους ζωμούς, τα γλυκύσματα και τα καρυκεύματα· αρκεί να σου είπω ότι όλα ήσαν άφθονα. Μετ' ολίγον ο Κλεόδημος έσκυψε προς τον Ίωνα και του είπε· Βλέπεις τον γέροντα — ενόει τον Ζηνόθεμιν, διότι ήκουα τα λεγόμενα — με τι λαιμαργίαν τρώγει κι' εκαταλέρωσε το φόρεμά του με ζουμιά. Δεν αρκείται δε μόνον να τρώγη, αλλά δίδει και εις τον υπηρέτην του που στέκει πίσω και νομίζει ότι δεν τον βλέπουν· λησμονεί ότι είνε και άλλοι δίπλα του. Δείξε τον και εις τον Λυκίνον διά να είνε μάρτυς. Εγώ όμως δεν είχα ανάγκην να μου δείξη ο Ίων, διότι πολύ προηγουμένως είχα 'δη τα συμβαίνοντα.
Μόλις είπεν αυτά ο Κλεόδημος, εισώρμησεν ο Κυνικός Αλκιδάμας
απρόσκλητος και διά να τρέψη το πράγμα εις το αστείον είπε το
Ομηρικόν, ότι «ο Μενέλαος έρχεται απρόσκλητος». Εις τους άλλους όμως
η διαγωγή του έκαμεν εντύπωσιν αναισχυντίας και εψιθύριζον ό,τι
έκαστος είχεν εις την μνήμην πρόχειρον, ο μεν «Αφραίνεις
(40)
Μενέλαε», ο δε,
Αλλ' ουκ Ατρείδη Αγαμέμνονι ήνδανε θυμώ
(41)
.
Και άλλα τοιαύτα κατάλληλα εις την περίστασιν και αστεία εκρυφομιλούσαν· φανερά όμως δεν ετόλμα κανείς να είπη τίποτε· διότι εφοβούντο τον Αλκιδάμαντα ως κακήν γλώσσαν και υλακτικώτερον όλων των σκύλων· διά τούτο θεωρείται και ο καλλίτερος των Κυνικών φιλοσόφων και τον τρέμουν όλοι. Ο Αρισταίνετος του είπεν ότι καλά έκαμε, και τον εκάλεσε να πάρη μίαν καθέκλαν και να καθήση πλησίον του Ιστιαίου και του Διονυσοδώρου. Αλλ' αυτός απήντησεν ότι είνε γυναικώδες και μαλθακόν να κάθεται κανείς εις καθέκλαν ή σκαμνί, «όπως σεις που είσθε σχεδόν ανάσκελα ξαπλωμένοι πάνω σ' αυτά τα μαλακά κρεββάτια και εις πορφύραν και τρώγετε· εγώ και όρθιος μπορώ να δειπνήσω και να περπατώ συγχρόνως· και αν κουρασθώ θα στρώσω χάμω τον μανδύαν μου και θα ξαπλωθώ, ακουμβώντας εις τον αγκώνα μου, όπως ζωγραφίζουν τον Ηρακλή». «Κάμε όπως σου είνε πλέον ευχάριστον» είπεν ο Αρισταίνετος. Από της στιγμής εκείνης ο Αλκιδάμας περιεφέρετο και εδείπνα, όπως οι Σκύθαι, μετατοπιζόμενος προς τα αφθονώτερα τρόφιμα και ακολουθών τους περιφέροντας τα φαγητά. Αλλά και ενώ έτρωγε δεν έπαυε να ομιλή περί αρετής και κακίας και να κατακρίνη τον χρυσόν και τον άργυρον. Και ηρώτα τον Αρτσταίνετον τι τα ήθελε τα τόσα πολύτιμα ποτήρια, ενώ τα χωματένια θα έκαναν την ίδια δουλειά. Αλλ' ο Αρισταίνετος διά να παύση την φλυαρίαν του ένευσεν εις ένα υπηρέτην να του γεμίση με άκρατον και του προσφέρη ένα μεγάλο ποτήρι· εφάνη δε προς στιγμήν ότι η ιδέα του ήτο καλή και ότι θα έφερεν αποτέλεσμα, αλλά δεν εφαντάζετο πόσων κακών θα εγίνετο αρχή το ποτήρι εκείνο. Όταν έλαβε το ποτήρι ο Αλκιδάμας εσιώπησεν επί πολύ· έπειτα επλάγιασε κατά γης και στηριζόμενος εις τον αγκώνα του έμεινεν εις την θέσιν εκείνην, ημίγυμνος και κρατών το ποτήρι όπως οι ζωγράφοι παριστούν τον Ηρακλήν φιλοξενούμενον υπό του Φόλου (42) .
Τώρα δε το ποτήρι είχεν αρχίση να κυκλοφορή και μεταξύ των άλλων συμποτών και προπόσεις εγίνοντο, αι ομιλίαι εζωήρευσαν και φώτα έφεραν οι υπηρέται, διότι είχεν αρχίση να νυκτώνη. Εν τω μεταξύ εγώ παρετήρησα ότι ο νεαρός οινοχόος, ο οποίος εστέκετο πλησίον εις τον Κλεόδημον εχαμογέλα από καιρού εις καιρόν — (πρέπει, μου φαίνεται, να αναφέρω και τα μικρά επεισόδια του γεύματος και μάλιστα εκείνα τα οποία έχουν κάποιο αστείον ενδιαφέρον) — και επρόσεχα ν' ανακαλύψω την αιτίαν των μειδιαμάτων του.
Μετ' ολίγον επλησίασε διά να πάρη το ποτήρι του Κλεοδήμου, και ο Κλεόδημος του έσφιγξε το δάχτυλον και συγχρόνως με το ποτήρι τού έδωκε δυο δραχμάς, νομίζω. Το παιδί εμειδίασεν εκ νέου διά το σφίξιμον του δακτύλου, δεν αντελήφθη όμως, φαίνεται, και το νόμισμα και, επειδή δεν το εκράτησε, έπεσε και έκαμε θόρυβον, εκοκκίνησαν δε και οι δύο κατά τρόπον ο οποίος τους επρόδιδε. Οι πλησίον ευρισκόμενοι ηρώτησαν τίνος ήτο το νόμισμα· αλλά το μεν παιδί ηρνήθη ότι του έπεσε νόμισμα, ηρνήθη δε και ο Κλεόδημος, πλησίον του οποίου εκτύπησε. Το πράγμα δεν έκαμεν εντύπωσιν και επέρασεν απαρατήρητον και μόνον ο Αρισταίνετος, ως ενόησα, το παρετήρησε· διότι μετ' ολίγον μετετόπισε το παιδί, διατάξας αυτό κρυφίως να εξέλθη, αντ' αυτού δε διέταξε με νεύμα έναν οινοχόον εκ των ενηλίκων και δυνατών, ο οποίος εφαίνετο ως ημιονηγός ή ιπποκόμος, να υπηρετή τον Κλεόδημον. Το επεισόδιον ετελείωσε τοιουτοτρόπως· θα εγίνετο δε αίτιον μεγάλης καταισχύνης εις τον Κλεόδημον εάν εγίνετο γνωστόν μεταξύ όλων των συμποτών και δεν επρολάμβανεν ο Αρισταίνετος με πολλήν δεξιότητα να δώση τέλος εις την παρεκτροπήν.
Ο δε Κυνικός Αλκιδάμας, ο οποίος είχεν ήδη πίη αρκετά, αφού ηρώτησε και έμαθε πώς ωνομάζετο η νύμφη, εφώναξε με φωνήν μεγάλην να γίνη σιωπή και στραφείς προς τας γυναίκας είπε· Προπίνω εις υγείαν σου, Κλεανθίς, εν ονόματι του Ηρακλέους του προστάτου και αρχηγού μας. Επειδή δε εγέλασαν διά τούτο όλοι, Γελάτε, γαϊδούρια, είπε, διότι προέπια υπέρ της νύμφης εν ονόματι του θεού μας του Ηρακλέους; Και όμως πρέπει να ξέρετε ότι αν δεν λάβη από το χέρι μου το ποτήρι (43) , δεν θα γέννηση ποτέ υιόν όμοιον μ' εμένα, δηλαδή με δύναμιν ακαταγώνιστον, με χαρακτήρα ελεύθερον και σώμα τόσο ρωμαλέον. Και διά να δείξη την αθλητικήν του διάπλασιν, ήνοιξε το ένδυμά του και εγυμνούτο μέχρις αναισχυντίας. Πάλιν εγέλασαν δι' αυτά οι ομοτράπεζοι, αυτός δε εξοργισθείς εσηκώθη και τους ητένιζε με βλέμμα άγριον και παράφορον και ήτο φανερόν ότι θα ήρχιζεν εχθροπραξίας, θα κατέφερε δε την βακτηρίαν του εις την κεφαλήν κανενός, εάν εγκαίρως δεν ενεφανίζετο μέγα γλύκισμα κομιζόμενον, και άμα το είδεν έγινεν ημερώτερος, ο θυμός του έπαυσε και ήρχισε να το παρακολουθή περιφερόμενον και να τρώγη. Και οι πλείστοι εκ των άλλων είχον ήδη μεθύση και η αίθουσα του συμποσίου ήτο πλήρης θορύβου. Ο Δισνυσόδωρος ο ρήτωρ απήγγελλε μέρη των λόγων του και εχειροκροτείτο υπό των υπηρετών, οίτινες εστέκοντο όπισθέν του· ο δε Ιστιαίος, ο οποίος κατείχε την τελευταίαν θέσιν απήγγελλε ποιήματα, αναμιγνύων στίχους του Πινδάρου, του Ησιόδου και του Ανακρέοντος και σχηματίζων εξ όλων αυτών ποίημα αστειότατον, εις το οποίον ως να προέβλεπε τα μέλλοντα να συμβούν έλεγε·
Συν δ' έβαλον ρινούς (44)
και
ένθα δ' αρ' οιμωγή τε και ευχωλή πέλεν ανδρών (45)
Ο δε Ζηνόθεμις ανεγίνωσκε βιβλίον ψιλογραμμένον (46) , το οποίον είχε λάβη από τον υπηρέτην του.
Και επειδή, όπως συνειθίζεται, οι υπηρέται έπαυσαν επ' ολίγον να κουβαλούν φαγητά, ο Αρισταίνετος ο οποίος είχε προνοήση να μη μείνη και το διάλειμμα εκείνο χωρίς τέρψιν και απασχόλησιν, διέταξε να εισέλθη ο γελωτοποιός και να είπη ή να κάμη τίποτε αστείον προς μεγαλειτέραν διασκέδασιν των προσκεκλημένων του. Εισήλθε λοιπόν ένας ασχημάνθρωπος, ο οποίος είχε ξυρισμένον το κεφάλι και ολίγας τρίχας ορθάς εις την κορυφήν. Αυτός εχόρευσε με διάφορα τσακίσματα και μορφασμούς γελοίους διά να φαίνεται αστειότερος και απήγγειλε σατυρικά ποιήματα, μιμούμενος την προφοράν των Αιγυπτίων και τέλος ήρχισε ν' απευθύνη σκώμματα εις τους παρισταμένους. Και οι μεν άλλοι, εγελούσαν όταν εσκώπτοντο, ο Αλκιδάμας όμως, όταν ο γελωτοποιός τον έσκωψε και αυτόν και τον ωνόμασε σκυλάκι της Μάλτας, εθύμωσε — ήτο δε και πριν φανερόν ότι εζήλευε τον γελωτοποιόν διά την εντύπωσιν που έκανε και διότι συνεκέντρωνε την προσοχήν των συμποτών — επέταξε τον μανδύαν του και επροκάλεσε τον γελωτοποιόν εις πυγμαχίαν. Τον εφοβέριζε δε, αν δεν εδέχετο, να τον δείρη. Ούτω ο ταλαίπωρος Σατυρίων — διότι τούτο ήτο το όνομα του γελωτοποιού — ηναγκάσθη να δεχθή την πρόκλησιν και ήρχισε να πυγμαχή. Και το θέαμα ήτο αστειότατον να βλέπη κανείς ένα φιλόσοφον να αγωνίζεται με ένα γελωτοποιόν, να κτυπά και να κτυπάται. Εκ των παρόντων άλλοι μεν ησθάνοντο εντροπήν, άλλοι δε εγέλων, έως ου ο Αλκιδάμας απέκαμε να κτυπάται υπό του ανθρωπίσκου, ο οποίος ήτο γυμνασμένος εις την πυγμαχίαν και υπεχώρησεν ηττημένος. Γέλοια ακράτητα υπεδέχθησαν την έκβασιν της μάχης.
Τότε εισήλθεν ο Διόνικος ο ιατρός, ολίγον μετά την πυγμαχίαν· είχε δε βραδύνη, ως έλεγε, διότι επήγε να επισκεφθή τον αυλητήν Πολυπρέποντα, ο οποίος είχε πάθη παραφροσύνην. Διηγήθη δε και κάτι κωμικοτραγικόν το οποίον του συνέβη. Όταν εισήλθεν εις την κατοικίαν του αυλητού, δεν εγνώριζεν ότι την στιγμήν εκείνην ο παράφρων κατείχετο υπό παροξυσμού και άμα τον είδεν έτρεξε και έκλεισε την θύραν, έπειτα έσυρε μαχαίρι, έδωκε δε εις τον ιατρόν αυλούς και τον διέταξε να παίξη. Και επειδή ο ιατρός δεν ηδύνατο ν' αυλήση, ο παράφρων ήρχισε να τον κτυπά εις τας παλάμας με μάστιγα από λουρί. Ο ιατρός ευρεθείς εις τοιούτον κίνδυνον εσκέφθη το εξής διά να σωθή· εκάλεσεν εις αγώνα μουσικόν τον παράφρονα υπό τον όρον ο ηττώμενος να λαμβάνη ωρισμένον αριθμόν μαστιγώσεων. Και εν πρώτοις αυτός έπαιξεν αυλόν όπως ηδύνατο, δηλαδή αθλίως· έπειτα εδώκεν εις τον τρελλόν τους αυλούς και έλαβε παρ' αυτού την δερματίνην μάστιγα και το μαχαίρι, τα οποία έσπευσε και έρριψε διά του φεγγίτου έξω εις την αυλήν και ούτω χωρίς μεγάλον κίνδυνον πλέον ηδύνατο ν' αμύνεται εναντίον του παράφρονος και συγχρόνως να φωνάζη και να καλή εις βοήθειαν τους γείτονας, οι οποίοι εβίασαν την θύραν και τον εβοήθησαν να σωθή. Εδείκνυε δε σημεία των κτυπημάτων και μερικάς αμυχάς εις το πρόσωπον. Ο Διόνικος αφού έκαμεν όχι ολιγωτέραν από τον γελωτοποιόν εντύπωσιν με την διήγησίν του, εχώθη πλησίον του Ιστιαίου και εδείπνα με τα υπολείμματα. Φαίνεται δε ότι κάποιος θεός μας τον έστειλε, διότι μας εφάνη πολύ χρήσιμος αργότερα.
Μετ' ολίγον παρουσιάσθη ένας δούλος ο οποίος είπεν ότι είχε σταλή από τον Ετοιμοκλέα τον Στωικόν και έφερεν επιστολήν με την παραγγελίαν του κυρίου του να την αναγνώση ενώπιον και εις επήκοον όλων και έπειτα να φύγη. Ο Αρισταίνετος του έδωκε την άδειαν, αυτός δε επλησίασεν εις τον λύχνον και ήρχισε ν' αναγινώσκη.
ΦΙΛ. θα ήτο βέβαια κανέν εγκώμιον της νύμφης ή επιθαλάμιον εξ εκείνων τα οποία συνειθίζονται εις τοιαύτας περιστάσεις.
ΛΥΚ. Και ημείς κάτι τοιούτον ενομίσαμεν, αλλά κάθε άλλο ήτο. Ιδού τι έγραφεν η επιστολή.
«Ετοιμοκλής ο φιλόσοφος προς τον Αρισταίνετον.
»Τι ιδέαν έχω περί των γευμάτων όλον το παρελθόν μου μαρτυρεί, διότι ενώ σχεδόν καθ' εκάστην μ' ενοχλούν με προσκλήσεις πολύ πλουσιώτεροί σου, όμως ουδέποτε δέχομαι, διότι γνωρίζω τους θορύβους και τας παρεκτροπάς, αίτινες γίνονται εις τα συμπόσια. Αλλά νομίζω ότι έχω το δικαίωμα ν' αγανακτήσω εναντίον σου, διότι ενώ τόσον καιρόν σε περιποιούμαι, δεν κατεδέχθης να με συναριθμίσης εις τους άλλους σου φίλους, αλλά μόνος εγώ έμεινα απρόσκλητος και μάλιστα ενώ είμαι και γείτων σου. Ό,τι δε προ πάντων με λυπεί από την διαγωγήν σου είνε η αχαριστία, διότι εγώ δεν εξαρτώ την ευτυχίαν από μερίδα αγριοχοίρου ή λαγού ή γλυκίσματος, τα οποία απολαμβάνω άφθονα εις τα τραπέζια άλλων γνωριζόντων τα καθήκοντά των. Και σήμερον ακόμη είχα κληθή παρά του μαθητού μου Παμμένους εις γεύμα πολυτελές, αλλά δεν εδέχθην προς χάριν σου ο ανόητος. Συ όμως παραλείψας εμέ εκάλεσες άλλους, διότι δεν δύνασαι να διακρίνης το καλλίτερον και δεν έχεις καταληπτικήν φαντασίαν (47) . Αλλά γνωρίζω εις ποίους οφείλω αυτήν την ύβριν· βεβαίως εις τους θαυμαστούς σου φιλοσόφους Ζηνόθεμιν και Λαβύρινθον, τους οποίους χωρίς να καυχηθώ δύναμαι δι' ενός συλλογισμού ν' αποστομόσω. Ας είπη κανείς εξ αυτών τι εστί φιλοσοφία ή τα στοιχειώδη ταύτα, τι διαφέρει η σχέσις της έξεως, διά να μη είπω τίποτε εκ των δυσκόλων ερωτημάτων, κανένα κερατίναν ή σωρείτην ή θεριστικόν συλλογισμόν (48) . Αλλ' εγώ ο οποίος μόνον το ωραίον νομίζω καλόν, θα υποφέρω ευκόλως την ύβριν. Διά να μη έχης όμως κατόπιν την πρόφασιν ότι ένεκα των πολλών φροντίδων και των περισπασμών μ' ελησμόνησες, σ' εχαιρέτησα σήμερον δις, την πρωίαν εξερχόμενον εκ της οικίας σου και έπειτα όταν εθυσίαζες εις τον ναόν των Διοσκούρων. Αυτά και μόνον έχω να σου υπενθυμίσω διά ναπολογηθώ ενώπιον των προσκεκλημμένων σου. Εάν δε νομίζης ότι οργίζομαι εξ αιτίας του γεύματος, σου υπενθυμίζω την ιστορίαν του Οινέως, όπου θα ίδης και την Άρτεμιν να αγανακτή, διότι εκείνος μόνον αυτήν παρέλειψεν εις την θυσίαν την οποίαν ετέλεσε προς τους άλλους θεούς. Ιδού τι λέγει ο Όμηρος περί της παραλείψεως εκείνης·
ή λάθετ' ή ουκ ενόησεν, αάσατο δε μέγα θυμώ (49) ·
Και ο Ευριπίδης·
Καλυδών μεν ήδε γαία Πελοπίας χθονός
εν αντιπόρθμοις πεδί' έχουσ' ευδαίμονα
(50)
·
Και ο Σοφοκλής·
Συός μέγιστον χρήμ' επ' Οινέως γύαις
ανήκε Λητούς παις εκηβόλος θεά
(51)
·
»Ταύτα εκ πολλών ολίγα σου αναφέρω διά να εννοήσης ποίον άνθρωπον παρέλειψες και αντ' αυτού εκάλεσες εις το γεύμα σου τον Δίφιλον και τον υιόν σου παρέδωκες εις αυτόν· αλλά τούτο ήτο επόμενον, διότι είνε ευχάριστος εις τον νέον και ευχάριστα διδάσκεται παρ' αυτού. Εάν δεν ήτο αισχρόν εκ μέρους μου να λέγω τοιαύτα πράγματα, θα προσέθετα και κάτι τι το οποίον συ, εάν θέλης, δύνασαι να μάθης παρά του παιδαγωγού Ζωπύρου ότι είνε αληθές. Αλλά δεν πρέπει να ταράττη κανείς την χαράν ενός γάμου και να κατηγορή άλλους, μάλιστα διά πράξεις τόσον αισχράς. Μολονότι ο Δίφιλος μου έχει δώση αφορμάς, διότι μου απέσπασεν ήδη δύο μαθητάς, εγώ χάριν της φιλοσοφίας θα σιωπήσω.
»Διέταξα τον κομίζοντα την επιστολήν άνθρωπόν μου, εάν του δώσης μερίδα αγριοχοίρου ή ελάφου ή σησαμωτού διά να μου τα φέρη και δικαιολογηθής ούτω διά την παράλειψίν σου, να μη δεχθή διά να μη φανή ότι επί τούτω τον έστειλα».
Ενώ, φίλε μου, ανεγινώσκοντο αυτά, τοιαύτη στενοχώρια εντροπίας με κατείχεν, ώστε με περιέλουεν ιδρώς και κατά το λεγόμενον ηυχόμην ν' ανοίξη η γη και με καταπίη. Οι άλλοι όμως εγελούσαν δι' εκάστην περικοπήν της επιστολής, μάλιστα εκείνοι οίτινες εγνώριζον τον Ετοιμοκλέα ως άνθρωπον ηλικιωμένον και θεωρούμενον σοβαρόν. Εθαύμαζαν πώς ενώ ήτο τοιούτος τους εξηπάτα με την γενειάδα του και την σοβαρότητα της μορφής του. Και ο Αρισταίνετος μου εφάνη ότι δεν παρέλειψε να τον καλέση από λησμοσύνην, αλλά διότι δεν ήλπιζεν ότι αν τον εκάλει θα κατεδέχετο να έλθη· διά τούτο ούτε καν απεπειράθη να τον καλέση.
Αφού λοιπόν ο υπηρέτης ετελείωσε την ανάγνωσιν, όλοι οι συμποσιάζοντες εστράφησαν προς τον Ζήνωνα και τον Δίφιλον, οι οποίοι είχον καταληφθή υπό ταραχής και ήσαν ωχροί, επιβεβαιούντες ούτω τας κατηγορίας του Ετοιμοκλέους. Ο δε Αρισταίνετος κατεταράχθη και εφαίνετο εις άκρον θυμωμένος, αλλ' όμως μας είπε να εξακολουθήσωμεν να πίνωμεν και επροσπάθει να δείξη ότι δεν επειράχθη, υπεμειδίασε μάλιστα και απέπεμψε τον υπηρέτην του Ετοιμοκλέους και του είπεν ότι θα εφρόντιζε περί αυτών των πραγμάτων. Μετ' ολίγον δε και ο Ζήνων εσηκώθη και έφυγε με τρόπον· του ένευσεν ο παιδαγωγός κατά διαταγήν του πατρός του να εξέλθη.
Ο δε Κλεόδημος, όστις προ πολλού εζήτει αφορμήν να επιτεθή κατά των Στωικών και έσκαζε διότι δεν εύρισκε την κατάλληλον πρόφασιν, επωφελήθη την ευκαιρίαν την οποίαν του έδιδεν η επιστολή. Ιδού, είπε, τα κατορθώματα του λαμπρού Χρυσίππου, του θαυμαστού Ζήνωνος και του Κλεάνθους. Είνε μόνον φρασίδια και ερωτήσεις σκοτειναί και εξωτερικόν φιλοσοφικόν, κατά δε τα άλλα οι πλείστοι είνε όμοιοι με τον Ετοιμοκλήν. Βλέπετε δε και ποίαν σεμνότητα και μετριοφροσύνην έχουν αι επιστολαί του· τον μεν Αρισταίνετον παρομοιάζει προς τον Οινέα, τον εαυτόν του δε προς την Αρτέμιδα. Πολύ κατάλληλα αυτά, μα τον Ηρακλέα, και πρέποντα εις εορτήν. Θα ήκουσεν, είπεν ο Έρμων, ότι ο Αρισταίνετος είχεν ετοιμάση διά το δείπνον αγριόχοιρον και ενόμισεν ότι δεν ήτο άκαιρον ν' αναφέρη τον Καλυδώνιον. Σπεύσε, σε παρακαλώ, Αρισταίνετε, και στείλε ένα κομμάτι το καλλίτερον εις αυτόν τον γέροντα διά να μη αποθάνη της πείνης, όπως ο Μελέαγρος. Αλλ' έπρεπε να μη σκοτίζεται δι' αυτά, αφού ο Χρύσιππος τα θεωρεί αδιάφορα. Πώς ομιλείτε έτσι περί του Χρυσίππου, είπεν, ανασηκωθείς ο Ζηνόθεμις, με φοβεράν φωνήν, και πώς κρίνετε τον Κλεάνθην και τον Ζήνωνα, σοφούς αληθινούς από άνθρωπον ως ο Ετοιμοκλής, ο οποίος δεν είνε αληθής φιλόσοφος, αλλ' αγύρτης; Αλλά και ποίοι είσθε σεις οι οποίοι ομιλείτε κατ' αυτόν τον τρόπον; Δεν είσαι συ, Έρμων, που έκοψες και έκλεψες τους χρυσούς πλοκάμους των Διοσκούρων, διά το οποίον και θα δικασθής και θα παραδοθής εις τον δήμιον; Και συ, Κλεόδημε, δεν συνελήφθης να μοιχεύης την γυναίκα του μαθητού σου Σωστράτου και δεν έπαθες τα αίσχιστα (52) ; Διατί δεν σιωπάτε, αφού γνωρίζετε ότι έχετε την ουρά σας κομμένην; Δεν είμαι εγώ μαστρωπός της γυναικός μου, είπεν ο Κλεόδημος, όπως εσύ, ούτε κατεχράσθην τα χρήματα τα οποία μου ενεπιστεύθη ο ξένος μαθητής και έπειτα ωρκίσθηκα εις την Πολιούχον ότι δεν τα έλαβα, ούτε δανείζω με τόκον τεσσάρων δραχμών κατά μήνα (53) , ούτε πνίγω τους μαθητάς εάν δεν μου δώσουν εγκαίρως τον μισθόν της διδασκαλίας. Αλλά δεν θ' αρνηθής είπεν ο Ζηνόθεμις ότι έδωκες δηλητήριον εις τον Κρίτωνα διά ν' απαλλαγή από τον πατέρα του. Συγχρόνως, επειδή έτυχε να πίνη την στιγμήν εκείνην έρριψε κατ' αυτών το περιεχόμενον του ποτηριού του, το οποίον ήτο πλήρες κατά το ήμισυ. Ως πλησίον δε ευρισκόμενος ο Ίων εδέχθη μέρος εκ του ρανΤιςματος εκείνου, του οποίου δεν ήτο ανάξιος. Και ο μεν Έρμων έσκυψε και εσπόγγιζεν εκ της κεφαλής του τον οίνον και επεκαλείτο την κρίσιν των παρόντων διά το πάθημά του. Ο δε Κλεόδημος, επειδή δεν εκράτει την στιγμήν εκείνην ποτήρι, εστράφη και έπτυσε τον Ζηνόθεμιν· τον ήρπασε δε από τα γένεια διά να τον κτυπήση και θα εφόνευεν ίσως τον γέροντα εάν δεν τον ανεχαίτιζεν εγκαίρως ο Αρισταίνετος, ο οποίος εσηκώθη και ετοποθετήθη μεταξύ αυτών διά να χρησιμεύση ως διατείχισμα και τους αναγκάση να ησυχάσουν.
Ενώ συνέβαινον αυτά, Φίλων, εγώ έκανα διαφόρους σκέψεις, αλλά κυρίως εσκεπτόμην ότι ουδέν ωφελούν αι γνώσεις, όταν τις δεν ρυθμίζη και τον βίον του προς το καλόν· ούτω δε εκείνοι, ενώ ήσαν τόσον σοφοί εις τους λόγους, εις τα πράγματα εγίνοντο τόσον γελοίοι. Έπειτα μου επήλθεν η σκέψις μήπως αληθεύει το υπό των πολλών λεγόμενον, ότι η παιδεία απομακρύνει από την ορθοφροσύνην εκείνους οι οποίοι μόνον εις τα βιβλία προσέχουν και περιορίζονται. Εκ των τόσων φιλοσόφων οίτινες ήσαν εκεί ούτε ένα ηδύνατό τις να ίδη άψογον, αλλ' οι μεν έπραττον αισχρά, οι δε έλεγον αισχρότερα. Και ούτε εις τον οίνον ηδυνάμην ν' αποδώσω τα συμβαίνοντα, ενθυμούμενος τα όσα έγραψεν ο Ετοιμοκλής, χωρίς να φάγη και να πίη. Οι όροι είχον αναστραφή και οι μεν απλοί άνθρωποι εδείπνουν με πολλήν σεμνότητα, χωρίς να λέγουν ή να πράττουν απρεπή, αλλά περιωρίζοντο να γελούν και να εκπλήσσωνται δι' εκείνους τους οποίους εθαύμαζον απατώμενοι υπό του εξωτερικού των και νομίζοντες ότι είνε σπουδαίοι άνθρωποι, οι δε σοφοί παρεξετρέποντο και αλληλοϋβρίζοντο, έτρωγαν και έπιναν κατά κόρον, εφώναζαν και διεπληκτίζοντο· ο δε θαυμάσιος Αλκιδάμας και εκατουρούσε εις το μέσον, χωρίς να εντρέπεται τας γυναίκας. Μου εφαίνετο δε ότι τα συμβαίνοντα εις το συμπόσιον εκείνο ήσαν ομοιότατα προς εκείνα τα οποία επροκάλεσεν άλλοτέ ποτε η Έρις, ως λέγουν οι ποιηταί. Επειδή δεν εκλήθη εις του Πηλέως τον γάμον, έρριψε το μήλον επί της τραπέζης του συμποσίου και επροκάλεσε τον μέγαν πόλεμον κατά της Τρωάδος. Και ο Ετοιμοκλής λοιπόν μου εφαίνετο ότι έρριψεν εις το μέσον την επιστολήν του ως μήλον το οποίον δεν επροξένησεν ολιγώτερα κακά από τ' αναφερόμενα υπό της Ιλιάδος.
Διότι δεν έπαυσαν ο Ζηνόθεμις και ο Κλεόδημος να φιλονεικούν και αφού τους εχώρισεν ο Αρισταίνετος. Τώρα, είπεν ο Κλεόδημος, αρκεί να σας αποδείξω αμαθείς, αύριον δε θα εκδικηθώ όπως πρέπει. Ειπέ μου λοιπόν, Ζηνόθεμι, ή συ σεμνότατε Δίφιλε, πώς, ενώ λέγετε ότι η απόκτησις των χρημάτων είνε αδιάφορος, προ πάντων και μόνον δι' αυτό φροντίζετε πώς να αποκτήσετε περισσότερα και διά τούτο πάντοτε με τους πλουσίους έχετε να κάμετε και δανείζετε και τοκογλυφείτε και επί πληρωμή διδάσκετε, και ενώ λέγετε ότι μισείτε την ηδονήν, χάριν αυτής ενεργείτε και παθαίνετε τα αίσχιστα και αν δεν σας καλέσουν εις γεύμα αγανακτείτε, εάν δε κληθήτε, δεν αρκεί ότι τρώγετε τον περίδρομον, αλλά δίδετε και εις τους υπηρέτας σας. . . . Και ενώ έλεγεν αυτά επεχείρησε ν' αποσπάση το μάκτρον το οποίον εκράτει ο υπηρέτης του Ζηνοθέμιδος και το οποίον ήτο πλήρες από διάφορα κρέατα, με σκοπόν να το λύση και αφήση να πέσουν εις το έδαφος τα κρέατα· ο υπηρέτης όμως το εκράτει δυνατά και δεν το αφήκε.
Εύγε, Κλεόδημε, είπεν ο Έρμων· ας μας είπουν διατί κατηγορούν την ηδονήν αυτοί που εννοούν ν' απολαμβάνουν περισσότερον από τους άλλους. Όχι, αλλά συ, Κλεόδημε, είπεν ο Ζηνόθεμις, να μας πης, διατί θεωρείς αδιάφορον τον πλούτον. — Όχι, εσύ να μας πης. Και η φιλονεικία παρετείνετο τοιουτοτρόπως, έως ου ο Ίων ανασηκωθείς ώστε να γίνη ορατός είπε· Παύσετε να φιλονεικήτε, και εάν θέλετε, θα σας δώσω θέμα ομιλίας άξιον της παρούσης εορτής· και περί αυτού θα ερωτήσετε και θα λάβετε απαντήσεις χωρίς οργήν και φιλονεικίαν, όπως εγίνετο εις τας συζητήσεις του ημετέρου Πλάτωνος. Όλοι οι παρόντες επεδοκίμασαν και μάλιστα ο Αρισταίνετος και ο Εύκριτος, οι οποίοι ήλπισαν ότι ούτω θα εσώζοντο από την αηδίαν των ύβρεων. Επανήλθε δε τότε ο Αρισταίνετος εις την θέσιν του, πιστεύσας ότι τα πράγματα θα ησύχαζαν. Συγχρόνως μας έφεραν το λεγόμενον εντελές δείπνον (54) δηλαδή μίαν όρνιθα δι' έκαστον και κρέας αγριοχοίρου, λαγόν και ψάρια τηγανητά, σησαμωτά γλυκίσματα και διάφορα τραγήματα, τα οποία επετρέπετο ν' αποκομίσουν όσοι εκ των συμποτών ήθελαν. Δεν είχε δε παρατεθή εις έκαστον ιδιαίτερον πινάκιον, αλλ' έν εις εκάστην τράπεζαν. Διά τον Αρισταίνετον και τον Εύκριτον υπήρχεν ένα πινάκιον επί μιας τραπέζης κοινόν και έκαστος ηδύνατο να λάβη εκ των φαγητών και τραγημάτων των ευρισκομένων εις το μέρος του. Ομοίως κοινόν είχον το πινάκιον ο Ζηνόθεμις ο Στωικός και ο Έρμων ο Επικούρειος· έπειτα ο Κλεόδημος και ο Ίων και μετ' αυτούς ο γαμβρός και εγώ, ο δε Δίφιλος είχε διά δύο, διότι ο Ζήνων είχεν απέλθη. Και σε παρακαλώ να το ενθυμήσαι αυτό, Φίλων, διότι θα μας χρησιμεύση εις την διήγησιν.
ΦΙΛ. θα το ενθυμούμαι.
ΛΥΚ. Είπε λοιπόν ο Ίων· Αρχίζω πρώτος, αν θέλετε. Και αφού εσκέφθη επ' ολίγον εξηκολούθησεν· Έπρεπεν ίσως, ενώπιον σοφών ως οι παρόντες να ομιλήσω περί ιδεών, αΰλων και αθανασίας της ψυχής· αλλά διά ν' αποφύγω τας αντιλογίας εκείνων οίτινες έχουν αντιθέτους ιδέας, θα ομιλήσω περί γάμου. Το προτιμότερον θα ήτο να μη έχωμεν ανάγκην γάμου, αλλ' ακολουθούντες την γνώμην του Πλάτωνος και του Σωκράτους να παιδεραστώμεν διότι μόνον ο τοιούτος έρως δύναται να οδηγήση εις την τελείαν αρετήν, εάν δε θεωρήται απαραίτητος και ο μετά γυναικός γάμος, να έχωμεν τουλάχιστον, κατά την γνώμην του Πλάτωνος, κοινάς τας γυναίκας, ώστε να είμεθα απηλλαγμένοι ζηλοτυπιών.
Γέλωτες υπεδέχθησαν τους λόγους τούτους, ως αναρμόστους εις την περίστασιν. Ο δε Διονυσόδωρος ανεφώνησε· Παύσε αυτάς τας αηδίας. — Και συ μιλάς κάθαρμα; απήντησεν ο Ίων. Ο Διονυσόδωρος ήτο έτοιμος να του τα ψάλλη επίσης, αλλ' ο αγαθός Ιστιαίος ο γραμματικός διέκοψε την λογομαχίαν αναφωνήσας· Παύσετε διότι θα σας αναγνώσω ένα επιθαλάμιον. Και ήρχισεν αμέσως ν' αναγινώσκη· αν δε καλώς ενθυμούμαι, οι στίχοι τους οποίους ανέγνωσεν ήσαν οι εξής·
Ή οίη πότ' άρ' Αρισταινέτου εν
μεγάροισι
δία Κλεανθίς άνασσ' ετρέφετ' ενδυκέως
προύχουσ' αλλάων πασάων παρθενικάων,
κρέσσων της Κυθέρης ηδ' άμα της Ελένης.
Νυμφίε, και συ δε χαίρε, κράτιστε τεών
συνεφήβων,
κρέσσων Νιρήος και Θέτιδος πάϊδος.
Άμες δ'αυθ' υμίν τούτον θαλαμήιον ύμνον
ξυνόν επ' αμφροτέροις πολλάκις ασόμεθα
(55)
.
Οι ακροαταί ως ήτο επόμενον εγέλασαν (56) · επειδή δε ήτο καιρός της λεηλασίας, ο Αρισταίνετος και ο Εύκριτος επήραν έκαστος τα επί της τραπέζης των υπολείμματα, επήρα κ' εγώ όσα μου ανήκον και ο Χαιρέας τα προ αυτού, ομοίως δε ο Ίων και ο Κλεόδημος. Ο Δίφιλος όμως ενόει να παραλάβη και τα ανήκοντα εις τον Ζήνωνα και έλεγεν ότι του ανήκον, αφού μόνον δι' αυτόν παρετέθησαν και ηγωνίζετο προς τους υπηρέτας και έσυραν την όρνιθα και αυτοί και εκείνος ως τον νεκρόν του Πατρόκλου, επιτέλους δε ο Δίφιλος ενικήθη και έδωκεν αφορμήν πολλού γέλωτος εις τους ομοτραπέζους, μάλιστα όταν έπειτα ηγανάκτει ως μεγάλως αδικηθείς.
Ο Έρμων και ο Ζηνόθεμις, ως είπα, ήσαν κατακεκλιμένοι πλησίον, προς το επάνω μέρος ο Ζηνόθεμις, κατωτέρω ο Έρμων· επειδή δε τα παρατεθέντα εις αυτούς ήσαν μοιρασμένα, τα παρέλαβον ειρηνικώς· κατά τύχην όμως, υποθέτω, η όρνιθα του Έρμωνος ήτο παχυτέρα, έπρεπε δε να παραλάβη έκαστος εκείνην που ευρίσκετο ενώπιόν του. Αλλ' ο Ζηνόθεμις — και εδώ σε παρακαλώ, Φίλων, να προσέξης, διότι πρόκειται περί της κυριωτέρας αφορμής των γενομένων — ο Ζηνόθεμις, λέγω, αφήκε τη δική του και ήρπασε την όρνιθα του Έρμωνος, η οποία, ως είπα, ήτο παχυτέρα. Ο Έρμων όμως αντέστη κατά της πλεονεκτικής εκείνης αυθαιρεσίας. Έγινε δε μέγας θόρυβος και οι δύο φιλόσοφοι συνεπλάκησαν και ήρχισαν ν' αλληλοκτυπούνται με τας όρνιθας εις τα πρόσωπα και σύροντες ο είς τον άλλον από τα γένεια εκάλουν εις βοήθειαν ο μεν Έρμων τον Κλεόδημον, ο δε Ζηνόθεμις τον Αλκιδάμαντα και τον Δίφιλον· και έλαβαν το μέρος οι μεν του ενός, οι δε του άλλου, εκτός μόνου του Ίωνος, ο οποίος έμεινεν ουδέτερος. Ούτω η συμπλοκή εγενικεύθη· και ο Ζηνόθεμις αρπάσας από την τράπεζαν ποτήρι, ευρισκόμενον προ του Αρισταινέτου, το εξεσφενδόνισε κατά του Έρμωνος·
κακείνου μεν άμαρτε, παραί δε οι ετράπετ' άλλη (57) .
Έσχισε δε του γαμβρού την κεφαλήν με βαθύ και σοβαρόν τραύμα. Αι γυναίκες ήρχισαν να κραυγάζουν και η περισσότεραις έτρεξαν προς τον νέον και πρώτη η μητέρα του, η οποία αλλοφρόνησεν όταν είδε το αίμα· και η νύμφη δε έτρεξε προς αυτόν φοβηθείσα διά την ζωήν του. Εν τω μεταξύ ο Αλκιδάμας ηνδραγάθησεν ως σύμμαχος του Ζηνοθέμιδος και τον μεν Κλεόδημον εκτύπησεν εις την κεφαλήν με την βακτηρίαν, του δε Έρμωνος την σιαγόνα συνέτριψε και μερικούς εκ των υπηρετών, οίτινες έτρεξαν να βοηθήσουν, επλήγωσε. Δεν υπεχώρησαν όμως και οι άλλοι· αλλ' ο μεν Κλεόδημος εξώρυξε με το δάκτυλον τον οφθαλμόν του Ζηνοθέμιδος και του εδάγκασε την μύτην, μέρος της οποίας απέκοφε, ο δε Έρμων ιδών τον Δίφιλον ερχόμενον εις βοήθειαν του Ζηνοθέμιδος ώρμησε και τον έρριψε κάτω. Επληγώθη δε και ο Ιστιαίος ο γραμματικός επιχειρήσας να τους χωρίση, ο δε Κλεόδημος υποθέσας ότι ήτο ο Δίφιλος του έδωκε λάκτισμα εις τα δόντια και έπεσεν ο δυστυχής «αιμ' εμέων», όπως θα έλεγεν ο Όμηρός του. Η αίθουσα του συμποσίου ήτο πλήρης από ταραχήν και θρήνον. Και αι μεν γυναίκες περιεστοίχισαν τον Χαιρέαν και εθρηνολόγουν, οι δε άλλοι κατεγίνοντο να παύσουν την συμπλοκήν. Ο Αλκιδάμας όμως είχεν αποθηριωθή· και αφού έτρεψεν εις φυγήν τους αντιπάλους του, ήρχισε να κτυπά αδιακρίτως· θα έπιπτον δε πολλοί, εάν δεν έσπαζεν η βακτηρία του. Εγώ είχα σταθή πλησίον του τοίχου και παρετήρουν τα καθέκαστα, χωρίς ν' αναμιχθώ, διότι το πάθημα του Ιστιαίου με είχε διδάξη ότι είνε επικίνδυνος τοιαύτη ανάμιξις. Το θέαμα των ανατρεπομένων τραπεζών, του χυνομένου αίματος και των ριπτομένων ποτηριών, ενθύμιζε την μάχην των Κενταύρων και των Λαπιθών.
Εις το τέλος ο Αλκιδάμας ανέτρεψε τον λυχνοστάτην και έγινε μέγα σκότος, το οποίον επέτεινε την αταξίαν· διότι εβράδυναν να φέρουν άλλο φως και εις το σκότος συνέβησαν πολλά. Όταν δε αιφνιδίως εισήλθε κάποιος με λύχνον, εφάνη ο Αλκιδάμας προσπαθών να γυμνώση μίαν αυλητρίδα και να την βιάση. Ο δε Διονυσόδωρος εφωράθη ότι είχε πράξη άλλο γελοίον· όταν εσηκώθη έπεσεν εκ του κόλπου του ποτήριον· δικαιολογούμενος δε είπεν ότι κατά την στιγμήν της ταραχής του το έδωκεν ο Ίων διά να το φυλάξη να μη χαθή, και ο Ίων τον ελυπήθη και δεν ηρνήθη ότι ούτω συνέβη το πράγμα.
Ούτω διελύθη το συμπόσιον και τα δάκρυα κατέληξαν εις γέλωτας εις βάρος του Αλκιδάμα, του Διονυσοδώρου και του Ίωνος. Οι πληγωμένοι απεκομίζοντο επί φορείων και ήσαν εις κακήν κατάστασιν, μάλιστα ο γέρων Ζηνόθεμις, όστις με τα δύο του χέρια εκράτει την μύτην και τον οφθαλμόν του και εφώναζεν ότι υπέφερε φρικτούς πόνους. Ο δε Έρμων, μολονότι και αυτός ήτο εις κακήν κατάστασιν (διότι δύο του δόντια είχον εκριζωθή), του εφώναξε· Να ενθυμήσαι, Ζηνόθεμι, ότι δεν θεωρείς αδιάφορον τον πόνον (58) . Και ο γαμβρός, αφού ο Διόνικος του επέδεσε το τραύμα, ετέθη εις το όχημα (59) , επί του οποίου έμελλε να μεταφέρη την νύμφην, και ωδηγήθη εις την πατρικήν του κατοικίαν, έχων δεμένην την κεφαλήν με ταινίας. Πικρούς ο δυστυχής εώρτασε τους γάμους του.
Ο Διόνικος επεριποιήθη και τους άλλους και ωδηγούντο διά να κοιμηθούν, εμούντες οι περισσότεροι καθ' οδόν. Ο Αλκιδάμας όμως έμενεν εκεί· εστάθη αδύνατον να τον σηκώσουν, αφού επλάγιασεν εις μίαν κλίνην και απεκοιμήθη. Τοιούτον τέλος έλαβεν, αγαπητέ Φίλων; το συμπόσιον, εις το οποίον αρμόζουν οι στίχοι του τραγικού ποιητού (60) ·
πολλαί μορφαί των δαιμονίων
πολλά δ' αέλπτως κραίνουσι θεοί
και τα δοκηθέντα ουκ ετελέσθη
(61)
·
διότι αληθώς ήσαν απροσδόκητα όσα συνέβησαν. Τώρα όμως εξ αυτών ενόησα, ότι δεν είνε ασφαλές να συντρώγη με τοιούτους σοφούς, άνθρωπος με ειρηνικόν χαρακτήρα.
ΕΡΜΗΣ. Ω Ζευ, γιατί συλλογισμένος φαίνεσαι και μόνος σου μιλάς; γιατί
περιπατείς ωχρός και φιλοσόφου χρώμα έχεις; Σ' εμένα την καρδιά σου
άνοιξε και λέγε μου μ' εμπιστοσύνη τον πόνο και τη σκέψι που σε
βασανίζει
(62)
.
ΑΘΗΝΑ. Κ' εγώ, πατέρα μας Κρονίδη ύψιστε, σε ικετεύω, η θεά η γαλανή, η τριτογέννητη. Λέγε και μη μας κρύπτης τίποτε, διά να μάθωμεν κ'εμείς ποιά σκέψις σου πικραίνει την καρδιά και συνταράσσει σου τας σκέψεις, γιατί στενάζεις κι' ωχρός φαίνεσαι.
ΖΕΥΣ. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει δυστυχία, κακόν και συμφορά καμμία τραγική που να μην απειλή και τους θεούς με τους ανθρώπους όμοια.
ΑΘΗΝΑ. Με τι προοίμια αρχίζει, ω θεέ μου!
ΖΕΥΣ. Όντα παγκάκιστα, όπου η γη σας έθρεψεν... ω Προμηθεύ, ποία κακά μου έκαμες, προδότη.
ΑΘΗΝΑ. Τι τρέχει τέλος πάντων; Δικοί σου είμεθα και θαρρετά να πης. Γιατί δεν μας 'μπιστεύεσαι;
ΖΕΥΣ. Ω κεραυνέ μου φοβερέ, εις τι μου χρησιμεύεις;
ΗΡΑ. Τι έχει πάλιν; Παύσε τον θυμόν και τας τραγικότητας. Τι; δράμα θα παίξωμεν; Δεν δυνάμεθα όλοι, όπως αυτοί, ν' απαγγέλλωμεν στίχους τραγικούς, διά να σε συνοδεύσωμεν. Δεν έχομεν καταπιή όλον τον Ευριπίδην. Αλλά μη νομίζης ότι δεν γνωρίζω την αιτίαν της λύπης σου.
ΖΕΥΣ. Δυστυχισμένη· αν ήξευρες θάκλαιγες και θα εθρήνεις.
ΗΡΑ. Δεν αμφιβάλλω ότι η πραγματική αφορμή θα είνε πάλιν κάποια ερωτοδουλειά· αλλά μου έχεις κάνη τόσες φορές αυτήν την ύβριν, ώστε συνείθισα πλέον και δεν κλαίω. Φαίνεται ότι κάποιαν Δανάην ή Σεμέλην ή Ευρώπην θα ανεκάλυψες πάλιν κ' ερωτεύθηκες, και τώρα σκέπτεσαι πώς να μεταβληθής εις ταύρον ή σάτυρον ή και χρυσός να χυθής από την στέγην εις τον κόρφον της ερωμένης σου. Οι στεναγμοί, τα δάκρυα και η ωχρότης, αυτά σημαίνουν και μόνον έρωτα μαρτυρούν.
ΖΕΥΣ. Ευτυχισμένη, που νομίζεις ότι πρόκειται περί έρωτος και μικρολογιών τοιούτων.
ΗΡΑ. Αλλά τι άλλο δύναται να σε λυπή;
ΖΕΥΣ. Τα συμφέροντα των θεών, Ήρα, διατρέχουν τον έσχατον κίνδυνον, και ως κοινώς λέγεται επί ξυρού ακμής ευρίσκονται. Πρόκειται περί του αν πρέπη να λατρευώμεθα και ν' απολαμβάνωμεν τιμάς επί της γης ή να παραμεληθώμεν τελείως και να θεωρούμεθα ως μη υπάρχοντες.
ΗΡΑ. Μήπως εφύτρωσαν πάλιν εκ της γης Γίγαντες ή οι Τιτάνες έσπασαν τα δεσμά των, ενίκησαν την φρουράν και εκ νέου επανεστάτησαν εναντίον μας; ΖΕΥΣ. Από τον Άδην κίνδυνος δεν απειλεί κανένας.
ΗΡΑ. Τι άλλο λοιπόν μπορεί να συμβαίνη; Αφού δεν έχεις τοιαύτας αφορμάς θλίψεως δεν εννοώ διατί από Ζευς μας παρουσιάζεσαι σήμερον ως Πώλος ή Αριστόδημος (63)
ΖΕΥΣ. Χθες ο Τιμοκλής ο Στωικός και ο Επικούρειος Δάμις δεν ξέρω πώς ήρχισαν και κατέληξαν εις συζήτησιν περί θείας προνοίας ενώπιον πολλών και διακεκριμένων ανθρώπων· τούτο δε προ πάντων μ' εστενοχώρησε. Ο Δάμις υπεστήριζεν ότι ούτε υπάρχουν καθόλου θεοί, ούτε επιβλέπουν και διευθύνουν τα συμβαίνοντα επί της γης. Ο δε ευσεβέστατος Τιμοκλής επροσπάθησε ν' αναλάβη την υπεράσπισίν μας· επειδή όμως συνηθροίσθη πολύς όχλος, η συζήτησις δεν ετελείωσε. Εχωρίσθησαν συμφωνήσαντες να εξακολουθήσουν και συνεχίσουν άλλην ημέραν την συζήτησιν, και τώρα όλοι περιμένουν την επανάληψιν διά να ίδουν ποίος θα νικήση και θα φανή ότι έχει την άληθεστέραν γνώμην. Βλέπετε λοιπόν ότι ο κίνδυνος είνε μέγας και τα συμφέροντά μας εις δύσκολον θέσιν, αφού εξαρτώνται από ένα άνθρωπον. Έν εκ των δύο, ή θα περιφρονηθώμεν και θα θεωρούμεθα ότι είμεθα μόνον κεναί λέξεις ή θα εξακολουθήσουν οι άνθρωποι να μας τιμούν όπως πριν, εάν ο Τιμοκλής νικήση.
ΗΡΑ. Αυτά πραγματικώς είνε σοβαρά και δεν είχες άδικον να φαίνεσαι τόσον τραγικός.
ΖΕΥΣ. Και όμως εσύ ενόμισες ότι εξ αιτίας καμμιάς Δανάης ή Αντιόπης ευρισκόμην εις τέτοιαν ταραχήν. Λοιπόν τι πρέπει να γίνη, ω Ερμή και Ήρα και Αθηνά; Πρέπει να σκεφθήτε και σεις.
ΕΡΜ. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να συνέλθωμεν όλοι και από κοινού να σκεφθώμεν.
ΗΡΑ. Και εγώ συμφωνώ με τον Ερμήν.
ΑΘΗΝΑ. Εγώ όμως, πατέρα, νομίζω εξ εναντίας ότι δεν πρέπει να ταράξωμεν τον ουρανόν και να φανούμεν ότι αποδίδομεν σημασίαν εις το πράγμα, αλλά μυστικά να βοηθήσωμεν τον Τιμοκλήν να νικήση, ο δε Δάμις να γίνη καταγέλαστος.
ΕΡΜ. Δεν μπορούν να μένουν μυστικά αυτά, αφού η φιλονεικία των φιλοσόφων γίνεται φανερά και συ θα φανής δεσποτικός αν δεν ανακοινώσης τα συμβαίνοντα εις τους άλλους θεούς, προκειμένου περί κοινών και μεγάλων κινδύνων.
ΖΕΥΣ. Πολύ σωστά λέγεις. Λοιπόν διαλάλησε και κάλεσε όλους τους θεούς εις συνέλευσιν.
ΕΡΜ. Θεοί, ο Ζευς σας συγκαλεί εις εκκλησίαν και πρέπει να συνέλθετε όλοι χωρίς να βραδύνετε, διότι πρόκειται περί μεγάλων ζητημάτων.
ΖΕΥΣ. Με τρόπον τόσον πεζόν, απλούν και ανεπίσημον κάνεις την πρόσκλησιν, ενώ πρόκειται περί τόσο σοβαρών πραγμάτων;
ΕΡΜ. Αλλά πώς θέλεις να τους καλέσω;
ΖΕΥΣ. Πώς θέλω; Πρέπει να μεταχειρισθής ποιητικά μέτρα και μεγαληγορίαν, διά να γίνη το κήρυγμα σοβαρώτερον και να προθυμοποιηθούν περισσότερον οι θεοί να συνέλθουν.
ΕΡΜ. Ναι· αλλά δι' αυτό πρέπει να είνε κανείς ποιητής και ραψωδός και εγώ δεν είμαι καθόλου ποιητής, και αντί τα κάμω ευγενέστερον το κήρυγμα, θα το χαλάσω με στίχους ασυμμέτρους και χωλούς και θα γελάσουν διά τους ατέχνους στίχους μου, όπως βλέπω να γελούν οι άνθρωποι ενίοτε και διά τους εμμέτρους χρησμούς του Απόλλωνος, αν και η μαντική συγκαλύπτη πολλά εκ των ελαττωμάτων και οι άνθρωποι προσέχοντες εις αυτήν δεν εξετάζουν τα μέτρα.
ΖΕΥΣ. Λοιπόν πάρε στίχους απ' τον Όμηρον και ανάμιξε τους εις το κήρυγμα, θα ενθυμήσαι τους στίχους με τους οποίους εκείνος μας συνεκάλει.
ΕΡΜ. Δεν τους έχω πολύ προχείρους εις την μνήμην μου, αλλά θα προσπαθήσω :
Μήτε τις ουν θήλεια θεός ... μήτε τις
άρσην,
μηδ' αυτών ποταμών μενέτω νόσφ' Ωκεανοίο
μηδέ τε νυμφάων, αλλ' ες Διός έλθετε
πάντες
εις αγορήν, όσσοι τε κλυτάς δαίνυσθ'
εκατόμβας
όσσοι τ'αυ μέσατοι ή ύστατοι ή μάλα πάγχυ
νώνυμνοι βωμοίσι παρά κνίσησι κάθησθε
(64)
.
ΖΕΥΣ. Εύγε, Ερμή, ωραία τα κατάφερες· και ιδού αρχίζουν να έρχωνται τρεχάτοι. Λοιπόν παραλάμβανέ τους και δίδε εις τον καθένα θέσιν κατά την αξίαν του, αναλόγως της ύλης ή της τέχνης του. Την πρώτην θέσιν να δώσης εις τους χρυσούς, την δευτέραν εις τους αργυρούς και κατά σειράν έπειτα τοποθέτησε τους ελεφαντίνους, έπειτα τους χαλκίνους ή μαρμαρίνους, μεταξύ δε των τελευταίων τούτων να προτιμηθούν όσοι έχουν κατασκευασθή υπό του Φειδίου, του Αλκαμένους ή του Μύρωνος ή του Ευφράνορος και άλλων τοιούτων τεχνητών, οι δε χυδαίοι και άτεχνοι ας τοποθετηθούν εις μίαν απόκεντρον γωνίαν, όπου να μένουν σιωπηλοί και απλώς να παραγεμίζουν την συνέλευσιν.
ΕΡΜ. Πολύ καλά· θα τους τοποθετήσω όπως πρέπει. Αλλά θέλω να γνωρίζω εάν κανείς εξ αυτών είνε χρυσούς και πολύτιμος κατά την ύλην, αλλ' άτεχνος την κατασκευήν, ασύμμετρος και βάναυσος, πρέπει και αυτός να τοποθετηθή προ των χαλκίνων του Νέρωνος και Πολυκλείτου και των λιθίνων του Φειδίου και Αλκαμένους ή πρέπει να προτιμηθή η τέχνη;
ΖΕΥΣ. Ούτω έπρεπε, αλλ' όμως ο χρυσός πρέπει να προτιμάται.
ΕΡΜ. Εννοώ· πρέπει να τους κατατάξωμεν αναλόγως του πλούτου και όχι αναλόγως της αξίας και της τιμής. Ορίστε λοιπόν εις την πρώτην θέσιν σεις οι χρυσοί. Κατ' αυτόν τον τρόπον, ω Ζευ, θα είνε εις την πρώτην θέσιν μόνον θεοί βαρβαρικοί· διότι βλέπεις ότι οι Έλληνες θεοί είνε μεν ωραίοι και χαρίεντες και με τέχνην κατασκευασμένοι, αλλ' όλοι είνε μαρμάρινοι ή χάλκινοι, οι δε πολυτελέστεροι εξ αυτών είνε ελεφάντινοι, και μόνον ολίγος χρυσός, αποστίλβει επί του ελεφαντοστού, όσον διά να δίδη λάμψιν και ποικιλίαν εις το χρώμα των· εσωτερικώς δε και αυτοί είνε από ξύλον και δίδουν κατοικίαν εις κοπάδια από ποντικούς. Αυτή όμως η Βενδίς και ο Άνουβις εκείνος και ο Άττις και ο Μίθρης και ο Μην (65) είνε ολόχρυσοι και βαρείς και αληθώς πολύτιμοι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝ. Είνε δίκαιον, Ερμή, να λάβη θέσιν τιμητικωτέραν από εμέ αυτός ο σκυλοπρόσωπος Αιγύπτιος, από εμέ τον Ποσειδώνα;
ΕΡΜ. Τι να γίνη, γαιωσείστα; Εσένα σε έκαμεν ο Λύσιππος χάλκινον και πτωχόν, διότι κατά την εποχήν εκείνην οι Κορίνθιοι δεν είχαν χρυσόν· αυτός δε είνε ολόκληρον μεταλλείον χρυσού. Πρέπει λοιπόν να ανεχθής τον παραγκωνισμόν σου και να μη αγανακτής εάν άλλος ο οποίος έχει χρυσήν μύτην τόσο μεγάλην προτιμάται από σε.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ. Λοιπόν, Ερμή, κ' εμένα να μου δώσης μίαν από τας πρώτας θέσεις, αφού είμαι χρυσή.
ΕΡΜ. Αυτό δεν το βλέπω, Αφροδίτη· αν πρέπη να έχω πεποίθησιν εις τα μάτια μου, νομίζω ότι εκόπης από λευκόν πεντελίσσιον μάρμαρον και έπειτα ο Πραξιτέλης σε κατεσκεύασεν Αφροδίτην και σε παρέδωκεν εις τους Κνιδίους.
ΑΦΡ. Και όμως έχω να σου παρουσιάσω ένα αξιόπιστον μάρτυρα, τον Όμηρον, ο οποίος εις διάφορα μέρη των ποιημάτων του με αποκαλεί χρυσήν Αφροδίτην.
ΕΡΜ. Και τον Απόλλωνα ο ίδιος λέγει πολύχρυσον και πλούσιον αλλά τώρα θα τον δης και αυτόν να λάβη θέσιν μεταξύ των ζευγιτών (66) , χωρίς στεφάνους, διότι τους έκλεψαν οι λησταί, και με κιθάραν χωρίς στρηφτάρια, διότι και αυτά τα εσύλησαν ώστε να είσαι ευχαριστημένη ότι δεν θα καταταχθής μεταξύ των πολύ πτωχών.
ΚΟΛΟΣΣΟΣ. Και σ' εμένα ποίος θα τολμήση να διαφιλονεικήση τα πρωτεία, που είμαι Ήλιος και τόσον μεγαλοπρεπής;
Εάν οι Ρόδοιοι δεν απεφάσιζαν να με κατασκευάσουν τόσον γιγάντειον και με αναλογίας τόσον υπερφυσικάς, με την δαπάνην την οποίαν έκαμαν θα ηδύναντο να κατασκευάσουν δέκα έξ χρυσούς θεούς· ώστε αναλόγως πρέπει να θεωρούμαι ως πολυτελέστερος· άλλως τε δε εκτός του μεγέθους έχω και την τέχνην και την τελειότητα της εργασίας.
ΕΡΜ. Τι πρέπει να κάμωμεν, ω Ζευ; διότι μου φαίνεται δύσλυτον και το ζήτημα τούτο· κατά την ύλην είνε χάλκινος, αλλ' εάν τον λογαριάσωμεν κατά την δαπάνην η οποία έγινε διά την κατασκευήν του υπερβαίνει τους πεντακοσιομεδίμνους (67) .
ΖΕΥΣ. Τι ήθελε και αυτός να έλθη, διά να καταστήση καταφανή την σμικρότητα των άλλων και να μας φέρη εις δύσκολον θέσιν με τας αξιώσεις του; Αλλά τέλος πάντων, μεγαλοπρεπέστατε Ρόδοιε, μολονότι πρέπει να προτιμηθής από τους χρυσούς, πώς είνε δυνατόν να λάβης την πρωτοκαθεδρίαν; Πρέπει να μείνουν όλοι όρθιοι διά να καθήσης μόνος συ και να καταλάβης ολόκληρον την Πνύκα μόνον με τον ένα σου γλουτόν. Ώστε καλά θα κάμης να μείνης όρθιος και να σκυφτής ν' ακούς τι λέγεται εις την συνέλευσιν.
ΕΡΜ. Ιδού και άλλο ζήτημα επίσης δύσλυτον. Αυτοί εδώ, ο Διόνυσος και ο Ηρακλής, είνε και οι δύο χάλκινοι και της ιδίας τέχνης, έργα και οι δύο του Λυσίππου και το σπουδαιότερον ίσοι κατά την ευγένειαν της καταγωγής, διότι και οι δύο είνε τέκνα σου, ω Ζευ. Ποίος λοιπόν εκ των δύο θα λάβη την τιμητικωτέραν θέσιν; διότι ως βλέπεις φιλονεικούν περί τούτου.
ΖΕΥΣ. Άδικα χάνομεν τον καιρόν μας, Ερμή, ενώ έπρεπε προ πολλού να έχη αρχίση η σύσκεψις· ώστε ας καθήσουν όπως τύχη και όπου έκαστος θέλει· άλλοτε δε θα γίνη ειδική περί τούτου συνευρίασις και σύσκεψις και τότε θα σκεφθώ πώς να κανονισθή η τάξις εκάστου.
ΕΡΜ. Τι θόρυβο κάνουν και πώς φωνάζουν, ως όχλος, και ζητούν διανομάς! Πού είνε το νέκταρ; φωνάζουν· θέλομεν νέκταρ. Η αμβροσία εσώθη, δεν υπάρχει πλέον αρκετή αμβροσία. Πού είνε αι εκατόμβαι; θέλομεν να γίνωνται κοιναί αι θυσίαι.
ΖΕΥΣ. Να επιβάλης σιωπήν, Ερμή, διά να παύσουν αυτάς τας φωνασκίας και ν' ακούσουν τον σκοπόν διά τον οποίον τους εκαλέσαμεν.
ΕΡΜ. Δεν εννοούν όλοι, ω Ζευ, Ελληνικά, και εγώ δεν είμαι γλωσσομαθής ώστε να ομιλώ προς Σκύθας και Πέρσας, προς Θράκας και Κελτούς και να μ' εννοούν. Αλλά θα προσπαθήσω να επιβάλω σιωπήν διά νευμάτων.
ΖΕΥΣ. Αυτό να κάμης.
ΕΡΜ. Ιδού εσιώπησαν· ώστε καιρός ν' αγορεύσης, διότι ως βλέπεις, περιμένουν ν' ακούσουν τι θα ειπής.
ΖΕΥΣ. Μου συμβαίνει κάτι τι δυσάρεστον, Ερμή, το οποίον δεν δυσκολεύομαι να σου ομολογήσω αφού είσαι παιδί μου. Γνωρίζεις πόσον θάρρος και πόσην ευφράδειαν είχα πάντοτε εις τας συνελεύσεις.
ΕΡΜ. Το ξέρω και έτρεμα όταν σε ήκουα να αγορεύης και μάλιστα όταν εφοβέριζες να ανασύρης εκ των θεμελίων της την γην και την θάλασσαν και να την σηκώσης μαζί με όλους τους θεούς διά της χρυσής εκείνης αλυσίδας.
ΖΕΥΣ. Τώρα όμως, παιδί μου, δεν ξέρω πώς, είτε ένεκα του μεγέθους των επικειμένων κινδύνων, είτε ένεκα του πλήθους των συνηγμένων — διότι βλέπεις πόσον πολύθεος είνε η συνέλευσις — έχουν ταραχθή αι σκέψεις μου, είμαι συγκεκινημένος και η γλώσσα μου παραλύει. Τόσον τεταραγμένος είμαι, ώστε ελησμόνησα και το προοίμιον το οποίον είχα ετοιμάση διά να κάμω εντύπωσιν και επιβληθώ ευθύς εξ αρχής.
ΕΡΜ. Αλλά τότε καταστρέφεις τα πάντα. Από τώρα δε η σιωπή σου αρχίζει να εμπνέη υποψίας ότι πρόκειται περί πολύ μεγάλων δεινών και διά τούτο διστάζεις να ομιλήσης.
ΖΕΥΣ. Τι λες; να επαναλάβω το Ομηρικόν προοίμιον;
ΕΡΜ. Ποίον;
ΖΕΥΣ. Κέκλυτέ μευ πάντες τε θεοί πάσαί τε θέαιναι. — (Ακούσατε με πάντες οι θεοί και αι θεαί).
ΕΡΜ. Αρκετά μας το έχεις κοπανίση αυτό εις το παρελθόν. Αν θέλης άφησε την ποιητικήν μεγαληγορίαν και έκλεξε ένα από τους Φιλιππικούς λόγους του Δημοσθένους, οποίον θέλεις, και προσάρμοσε τον εις την περίστασιν με ολίγας μεταβολάς. Έτσι κάνουν σήμερον οι περισσότεροι ρήτορες.
ΖΕΥΣ. Καλά λέγεις· αυτός είνε εύκολος τρόπος διά να φανή κανείς ρήτωρ και να εξέλθη από την αμηχανίαν.
ΕΡΜ. Άρχισε λοιπόν επί τέλους.
ΖΕΥΣ. Υποθέτω, άνδρες θεοί, ότι η περιέργειά σας είνε ζωηρά, και ανυπόμονος διά να μάθετε τον σκοπόν διά τον οποίον συνεκλήθητε. Αφού λοιπόν ούτως έχει το πράγμα επόμενον είνε και πρέπει να με ακούσετε με προθυμίαν και προσοχήν. Η παρούσα περίστασις, ω θεοί, μόνον ότι δεν εκπέμπει φωνήν διά να μας συμβουλεύση ότι πρέπει να σκεφθώμεν σοβαρώς περί των συμφερόντων μας, ενώ ημείς πολύ αμελώς φροντίζομεν περί αυτών. Και τώρα — επειδή αι αναμνήσεις μου από τον Δημοσθένην εξηντλήθησαν — θα σας είπω τους λόγους οι οποίοι με ηνάγκασαν να σας συγκαλέσω εις αυτήν την συνέλευσιν. Χθες, ως γνωρίζετε, ο Μνησίθεος ο πλοίαρχος ετέλεσε θυσίαν διά την σωτηρίαν του πλοίου του, το οποίον εκινδύνευσε να ναυαγήση εις τον Καφηρέα. Μετέβην επομένως εις τον Πειραιά διά να παρακαθήσω εις την εστίασιν μετά των άλλων εξ υμών τους οποίους ο Μνησίθεος εκάλεσεν εις την θυσίαν· έπειτα μετά τας σπονδάς σεις μεν ανεχωρήσατε προς διαφόρους διευθύνσεις, εγώ δε — διότι ήτον ενωρίς ακόμη — ανέβηκα εις τας Αθήνας, διά να περιπατήσω κατά το δειλινόν εις τον Κεραμεικόν. Καθ' οδόν εσκεπτόμην διά την γλισχρότητα του Μνησιθέου, ο οποίος εκάλεσεν εις γεύμα δέκα έξ θεούς και εθυσίασε μόνον ένα πετεινόν, και αυτόν γέρικον και πάσχοντα από κόριζαν, και τέσσαρα κομμάτια λιβάνι, και αυτά μουχλιασμένα, ούτως ώστε έσβυσαν αμέσως και ο καπνός των δεν επρόφθασε να φθάση εις την μύτην μας. Όταν όμως εκινδύνευε το πλοίον και ευρίσκετο μεταξύ των υφάλων και ωθείτο προς τους βράχους υπό της τρικυμίας υπέσχετο να μας προσφέρη ολοκλήρους εκατόμβας. Ταύτα σκεπτόμενος έφθασα μέχρι της Ποικίλης Στoάς, όπου βλέπω μέγα πλήθος ανθρώπων συνηθροισμένων· και άλλοι μεν ήσαν εντός της στoάς, πολλοί δε έξω. Διέκρινα και άλλους τινάς οι οποίοι καθήμενοι επί εδρών εφιλονείκουν και εκραύγαζαν· συνεπέρανα λοιπόν ότι θα ήσαν φιλόσοφοι από τους συζητητικούς εκείνους και φιλονείκους και απεφάσισα να πλησιάσω και ν' ακούσω τι έλεγαν. Και επειδή ήμουν περιτυλιγμένος με παχείαν νεφέλην, έδωκα εις το εξωτερικόν μου φιλοσοφικόν σχήμα και απλώσας τα γένεια μου έγινα ομοιότατος προς φιλόσοφον. Διαγκωνίσας δε το πλήθος εισήλθα χωρίς να εννοηθώ ποίος ήμουν και ευρήκα τον φαυλότατον Επικούρειον Δάμιν και τον Τιμοκλήν τον Στωικόν, ένα εξαίρετον άνθρωπον, οι οποίοι εφιλονείκουν με πολλήν ζωηρότητα. Και ο μεν Τιμοκλής είχεν ιδρώση και η φωνή του ήτο εξησθενημένη εκ των κραυγών, ο δε Λάμις εγέλα εμπαικτικώς, πράγμα το οποίον παρώξυνεν έτι περισσότερον τον Τιμοκλήν. Η συζήτησίς των ήτο περί ημών. Ο επικατάρατος Δάμις διετείνετο ότι ούτε φροντίζομεν διά τους ανθρώπους, ούτε επιτηρούμεν τα συμβαίνοντα επί της γης και με άλλους λόγους έλεγεν ότι ούτε καν υπάρχομεν· τα λεγόμενά του τουλάχιστον τούτο εσήμαινον. Ήσαν δε καί τινες μεταξύ των ακροατών οι οποίοι επεδοκίμαζον και επευφήμουν τους λόγους του. Ο άλλος, ο Τιμοκλής ήτο με το μέρος μας, μας υπερήσπιζε και ηγανάκτει και με πάντα τρόπον συνηγόρει υπέρ ημών, eπαινών την επιμέλειάν μας και προσπαθών να δείξη ότι με σοφίαν και με την προσήκουσαν τάξιν διευθύνομεν και κανονίζομεν τα πάντα. Είχε δε και αυτός μεταξύ των ακροατών ομόφρονάς τινας οι οποίοι τον ενεθάρρυναν αλλ' είχεν ήδη καταπονηθή και η φωνή του ήτο εξησθενημένη και το πλήθος εφαίνετο ότι απέκλινε προς τον Δάμιν. Εννοήσας δε εγώ τον κίνδυνον, διέταξα την νύκτα να διαχύση το σκότος και να διαλύση την συνάθροισιν.
Ανεχώρησαν λοιπόν αφού συνεφώνησαν να συνεχίσουν την επιούσαν την συζήτησιν. Εγώ δε αναμιχθείς εις το πλήθος ήκουα τους επιστρέφοντας να επαινούν τα λεχθέντα υπό του Δάμιδος και ν' αποκλίνουν προς τας ιδέας αυτού. Ήσαν όμως και άλλοι, οι οποίοι επερίμεναν ν' ακούσουν την συνέχειαν της συζητήσεως και εκείνα τα οποία θα έλεγε την επιούσαν ο Τιμοκλής, διά να σχημαΤιςουν οριστικήν γνώμην.
Αυτά είνε διά τα οποία σας συνεκάλεσα και δεν είνε ασήμαντα, ω θεοί, εάν σκεφθήτε ότι πάσα τιμή και πρόσοδος και δόξα ημών από τους ανθρώπους προέρχεται. Εάν δε ούτοι πεισθούν ή ότι είμεθα εντελώς ανύπαρκτοι ή ότι υπάρχομεν, αλλ' ουδόλως φροντίζομεν περί αυτών, θα παύση πάσα θυσία και προσφορά και λατρεία εκ μέρους αυτών και εις μάτην θα καθήμεθα εις τον ουρανόν να λιμώττωμεν και να στερούμεθα εορτών, πανηγύρεων, αγώνων και θυσιών, ολονυκτιών, και λιτανειών. Αφού λοιπόν περί τόσο σπουδαίων συμφερόντων ημών πρόκειται, πρέπει να σκεφθώμεν όλοι διά να εύρωμεν μέσον σωτηρίας εκ των κινδύνων τούτων και να νικήση μεν ο Τιμοκλής και να φανή ότι υποστηρίζει τα αληθέστερα, να γίνη δε καταγέλαστος ο Δάμις· διότι εγώ δεν έχω πολλήν πεποίθησιν εις τον Τιμοκλήν ότι θα νικήση, αν αφεθή μόνον εις τας δυνάμεις του και δεν λάβη συνδρομήν εκ μέρους ημών. Λοιπόν, Ερμή, κάλεσε τους δικαιουμένους κατά τον νόμον να εγερθούν και να εκφράσουν γνώμην.
ΕΡΜ. Να γίνη ησυχία, να παύση πας θόρυβος (68) . Προσοχή. Τις θέλει να λάβη τον λόγον εκ των τελείων θεών (69) , οίτινες έχουν το δικαίωμα τούτο; Αλλά τι συμβαίνει; Δεν εγείρεται κανείς; Τόσον σας κατέπληξε το μέγεθος των κινδύνων τους οποίους ηκούσατε;
ΜΩΜΟΣ. Στάκτη να γίνετε όλοι (70) . Εγώ αν μου δοθή άδεια να ομιλήσω ελεύθερα, έχω πολλά να είπω, ω Ζευ,
ΖΕΥΣ. Λέγε, Μώμε, άφοβα· φαίνεσαι ότι κάτι θα πης με την συνήθη σου ειλικρίνειαν προς το κοινόν συμφέρον.
ΜΩΜ. Λοιπόν ακούσετε, ω θεοί, να σας ομιλήσω με όλην την ειλικρίνειαν. Εγώ προ πολλού επερίμενα ότι τα πράγματά μας θα έφθαναν μίαν ημέραν εις αυτήν την αμηχανίαν και ότι πολλοί τοιούτοι αυθάδεις σοφισταί θα εφύτρωναν, οι οποίοι από ημάς θα ελάμβανον την αφορμήν και το θάρρος της τόλμης των· και μα την Θέμιν ούτε κατά του Επικούρου είνε δίκαιον να θυμόνωμεν, ούτε κατά των οπαδών και διαδόχων της διδασκαλίας του, διότι τοιαύτην γνώμην εσχημάτισαν περί ημών. Τι θέλετε να φρονούν όταν βλέπουν τόσην αδικίαν εις τον κόσμον και οι μεν δίκαιοι παραμελούνται και βασανίζονται εις πενίαν και νοσήματα και δουλείαν, φαυλότατοι δε και μωροί άνθρωποι κατέχουν τα πρωτεία και γίνονται υπέρπλουτοι και εξουσιάζουν τους εναρέτους; Και οι μεν ιερόσυλοι δεν τιμωρούνται, αλλά διαφεύγουν, ανασκολοπίζονται δε και μαστιγούνται οι αθώοι. Επόμενον λοιπόν είνε όταν βλέπουν τοιαύτα να υποπτεύωνται ότι ουδόλως υπάρχομεν και μάλιστα όταν ακούουν χρησμούς ως εκείνος ο οποίος έλεγεν ότι αν περάση ο Κροίσος τον Άλυν θα καταλύση μέγα κράτος, χωρίς να εξηγή αν επρόκειτο περί του ιδικού του κράτους ή περί του εχθρικού και όπως ο άλλος ο οποίος έλεγεν :
«Ω θεία Σαλαμίς, θα καταστρέψης τέκνα γυναικών».
Και οι Πέρσαι δε και οι Έλληνες μου φαίνεται ότι ήσαν τέκνα γυναικών. Όταν πάλιν ακούουν από τους ποιητάς ότι και ερωτευόμεθα και πληγωνόμεθα και δεσμευόμεθα και γινόμεθα δούλοι και στασιάζομεν και εις πλείστα αλλά πάθη υποκείμεθα, ενώ θέλομεν να θεωρούμεθα αθάνατοι και πανευτυχείς, δεν έχουν δίκαιον να μας περιγελούν και να μας γράφουν εις τα παληά των τα παπούτσια; Και έπειτα αγανακτούμεν εάν ευρίσκωνται μερικοί άνθρωποι όχι πολύ ανόητοι, οι οποίοι εξετάζουν αυτά τα πράγματα και αρνούνται την πρόνοιάν μας, ενώ έπρεπε να είμεθα ευχαριστημένοι διότι υπάρχουν ακόμη ολίγοι τινες, οι οποίοι μας προσφέρουν θυσίας, μεθ' όλα τα καθημερινά μας σφάλματα.
Και τώρα σε παρακαλώ, ω Ζευ — αφού είμεθα μόνοι και δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος εις την συνέλευσιν, εκτός ολίγων παρείσακτων, του Ηρακλέους, του Διονύσου, του Γανυμήδης και του Ασκληπιού — να μου 'πης με ειλικρίνειαν εάν ποτέ εσκοτίσθης τόσον διά τα συμβαίνοντα εις την γην ώστε να εξετάσης ποίοι εκ των ανθρώπων είνε φαύλοι και ποίοι ενάρετοι. Αλλά δεν έχεις ν' απαντήσης. Εάν ο Θησεύς, όταν επήγαινε από την Τροιζήνα εις τας Αθήνας, δεν εφρόντιζεν από καλωσύνην του να ξεπαστρέψη τους κακούργους και εξηρτάτο το πράγμα από σε και από την πρόνοιάν σου, ο Σκύρων, ο Πιτυοκάμπτης, ο Κερκυών και οι άλλοι λησταί θα εξηκολούθουν να ζουν και να διασκεδάζουν, θανατόνοντες τους διαβάτας. Και αν ο Ευρυσθεύς, άνθρωπος παλαιικός και προνοητικός, ο οποίος εγνώριζε τα συμβαίνοντα εις τους διαφόρους τόπους κακά, δεν εσκέπτετο από φιλανθρωπίαν ν' αποστείλη αυτόν εδώ τον δούλον του (71) , άνθρωπον δυνατόν και πρόθυμον εις τους κόπους, συ ο Ζευς ολίγον θα εφρόντιζες περί της Ύδρας, διά τα όρνεα της Στυμφαλίας, διά τους ίππους της Θράκης και διά την θηριωδίαν και την ακολασίαν των Κενταύρων. Η αλήθεια είνε ότι καθήμεθα και παρατηρούμεν μόνον αν γίνη καμμία θυσία και αν από κανένα βωμόν αναδίδεται κνίσα. Τα άλλα αφήνονται εις την τύχην.
Επομένως δίκαια πάσχομεν, θα πάθωμεν δε ακόμη περισσότερα όταν οι άνθρωποι ολίγον κατ' ολίγον θ' ανοίξουν τα μάτια των και θα βλέπουν ότι ουδέν όφελος έχουν αν προσφέρουν θυσίας και αν μας κάνουν λιτανείας. Και εντός ολίγου θα ίδης τους Επικούρους, τους Μητροδώρους (72) και τους Δάμιδας να μας εμπαίζουν, να νικώνται δε και ν' αποστομόνωνται απ' αυτούς οι συνήγοροί μας. Ώστε σεις οίτινες εφέρατε τα πράγματα εις αυτήν την κατάστασιν, πρέπει και να τα θεραπεύσετε και να παύσετε των ανθρώπων την δυσπιστίαν. Διά τον Μώμον ο κίνδυνος δεν είνε μέγας, αν παύση η λατρεία των ανθρώπων· διότι και πριν δεν ήτο από εκείνους οίτινες ετιμώντο· σεις είσθε οι ευτυχείς και μόνοι σας απολαμβάνετε τας θυσίας.
ΖΕΥΣ. Ας αφήσωμεν αυτόν να φλυαρή. Είνε γνωστή η κακή του γλώσσα και το φιλοκατήγορον· αλλ' ως ο θαυμάσιος Δημοσθένης είπε, το να κατηγορή κανείς και να επικρίνη είνε εύκολον εις πάντα βουλόμενον· να συμβουλεύση όμως πώς η παρούσα κατάστασις θα βελτιωθή μόνον φρόνιμος πραγματικώς σύμβουλος δύναται να το πράξη, αυτό δε ελπίζω ότι θα πράξετε οι άλλοι, ενώ αυτός θα σιωπά.
ΠΟΣΕΙΔ. Εγώ, ως γνωρίζετε, ζω εντός του ωκεανού και διαμένω μόνος εις τα βάθη, καταγινόμενος όσον δύναμαι να σώζω τους ταξειδεύοντας, να βοηθώ τα πλοία και να κατευνάζω τους ανέμους. Αλλ' όμως — διότι ενδιαφέρομαι και διά τα εδώ — είμαι της γνώμης ότι αυτός ο Δάμις πρέπει να ξεπαστρευθή είτε διά του κεραυνού, είτε κατ' άλλον τρόπον, πριν να επανέλθουν εις την συζήτησιν και υπερισχύση διά του λόγου — διότι ως είπες, ω Ζευ, είνε, φαίνεται, πολύ πειστικός. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα δείξωμεν συγχρόνως εις τους ανθρώπους πώς τιμωρούμεν αυτούς οι οποίοι ομιλούν κατά τοιούτον τρόπον περί ημών.
ΖΕΥΣ. Αστειεύεσαι Ποσειδών, ή ελησμόνησες ότι ουδόλως εξαρτώνται από ημάς τα τοιαύτα, αλλ' αι Μοίραι ορίζουν εις έκαστον ν' αποθάνη με κεραυνόν ή με ξίφος, από πυρετόν ή από φθίσιν; Αν ήτο εις την εξουσίαν μου, νομίζεις ότι θ' άφηνα προ ολίγου καιρού να φύγουν ακεραυνοβόλητοι από την Πίσαν οι ιερόσυλοι που μου έκοψαν δύο πλοκάμους, εκ των οποίων έκαστος είχε βάρος έξ μνων; Ή και συ θα παρέβλεπες εκείνον τον εξ Ωρεού αλιέα, ο οποίος εις την Γεραιστόν (73) σου έκλεψε την τρίαιναν; Άλλως τε ούτω θα φανούμεν ότι ταρασσόμεθα και φοβούμεθα τους λόγους του Δάμιδος και διά τούτο εφροντίσαμεν να τον θέσωμεν εκτός μάχης πριν ή συναγωνισθή με τον Τιμοκλήν. Δεν θα φανούμεν ούτω ότι μόνον ερήμην του αντιπάλου ενικήσαμεν;
ΠΟΣΕΙΔ. Εγώ ενόμισα ότι αυτός ήτο ο συντομώτερος τρόπος διά να φθάσωμεν εις αποτέλεσμα.
ΖΕΥΣ. Α μπα, η γνώμη σου είνε πολύ απλοϊκή, Ποσειδών, και εντελώς χονδροειδής, να φονευθή προκαταβολικώς ο ανταγωνιστής και ν' αποθάνη χωρίς να νικηθή πραγματικώς, αλλά να καταλίπη αμφίβολον και άκριτον την συζήτησιν.
ΠΟΣΕΙΔ. Λοιπόν σκεφθήτε σεις τίποτε καλλίτερον, αφού τα δικά μου σας φαίνονται τόσον ανόητα.
ΑΠΟΛΛΩΝ. Εάν και εις ημάς τους νέους και αγενείους επέτρεπεν ο νόμος να λαμβάνωμεν τον λόγον, ίσως θα είχα να προσθέσω κάτι τι συμφέρον εις την διάσκεψιν.
ΜΩΜ. Πρόκειται περί τόσων σπουδαίων συμφερόντων, ώστε δεν πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν η ηλικία, αλλά όλοι αδιακρίτως να εκφράσουν γνώμην. θα ήτο αστείον, ενώ διατρέχομεν τους μεγίστους κινδύνους, να χανώμεθα εις λεπτολόγους ερμηνείας των νόμων. Αλλά συ προ πολλού ήδη έχεις το δικαίωμα να δημηγορής, διότι προ πολλού εξήλθες εκ της εφηβικής ηλικίας και ενεγράφης εις το ληξιαρχικόν βιβλίον των δώδεκα θεών και παρ' ολίγον να είσαι από το συμβούλιον του Κρόνου· ώστε μη μας κάνης το παιδί, αλλά λέγε με θάρρος την γνώμην σου και μη διστάζης να ομιλήσης διότι είσαι αγένιος, αφού έχεις υιόν με γενειάδα μεγάλην και ωραίαν, τον Ασκληπιόν. Άλλως τε η περίστασις είνε κατάλληλος διά να δείξης την σοφίαν σου, εκτός αν άδικα κάθεσαι και φιλοσοφής με τας Μούσας εις τον Ελικώνα.
ΑΠΟΛ. Αλλά δεν ανήκει εις εσέ, Μώμε, να δίδης τοιαύτην άδειαν· είνε δικαίωμα του Διός και αν αυτός επιτρέπη, ίσως θα είπω κάτι τι όχι ανόητον, αλλ' άξιον της διατριβής μου εις τον Ελικώνα.
ΖΕΥΣ. Λέγε, παιδί μου· έχεις την άδειαν.
ΑΠΟΛ. Ο Τιμοκλής είνε μεν έντιμος και ευσεβής και γνωρίζει κατά βάθος την σοφίαν των Στωικών· διά τούτο και πολλοί τον έχουν διδάσκαλον και πολλάς αποδοχάς έχει εκ τούτου, είνε δε πολύ πειστικός, ιδίως όταν ομιλή προς τους μαθητάς του. Αλλ' όταν πρόκειται να ομιλήση προς το πλήθος είνε ατολμότατος και ομιλεί τοιουτοτρόπως ώστε να φαίνεται αμαθής και σχεδόν βάρβαρος. Διά τούτο εις τας δημοσίας διαλέξεις προκαλεί τον γέλωτα με την ακρισίαν, τους τραυλισμούς και την ταραχήν του και μάλιστα όταν με αυτά του τα ελαττώματα προσπαθή να επιδείξη και καλλιλογίαν. Έχει μεν οξυτάτην την αντίληψιν και λεπτήν την κρίσιν, ως λέγουν οι καλλίτερα γνωρίζοντες την διαλεκτικήν των Στωικών, αλλ' η ομιλία και η απαγγελία του είνε τόσον ασθενείς, ώστε καταστρέφει και συγχέει τας ιδέας του και δεν εκφράζει σαφώς ό,τι θέλει, αλλ' αι μεν ερωτήσεις του ομοιάζουν με αινίγματα, αι δε απαντήσεις του είνε ακόμη ασαφέστεραι· και οι ακροαταί μη εννοούντες γελούν εις βάρος του. Νομίζω δε ότι οι ομιλούντες πρέπει προ πάντων να είνε σαφείς και να φροντίζουν κυρίως ώστε να τους εννοούν οι ακροαταί.
ΜΩΜ. Πολύ σωστά το είπες αυτό και δικαίως επαινείς τους ομιλούντας σαφώς, αν και δεν το εφαρμόζεις εις τους χρησμούς, αλλ' είσαι λοξός και αινιγματώδης και τα περισσότερα αφήνεις αμφίβολα, ούτως ώστε όσοι ζητούν την γνώμην σου να έχουν ανάγκην άλλου Πυθίου Απόλλωνος διά να εξηγή τας απαντήσεις σου. Αλλά τέλος πάντων τι συμβουλεύεις διά το ζήτημα περί του οποίου πρόκειται; Ποίαν θεραπείαν προτείνεις διά την ρητορικήν δύναμιν του Τιμοκλέους;
ΑΠΟΛ. Αν είνε δυνατόν να του δώσωμεν ένα συνήγορον εκ των δεινών ρητόρων, ο οποίος να λέγη όσα εκείνος θα του υπαγορεύη αφού τα σκεφθή.
ΜΩΜ. Αυτό το οποίον είπες είνε αληθώς άξιον παιδιού αγενείου, το οποίον έχει ανάγκην παιδαγωγού. Προτείνεις να παρουσιαστή εις μίαν φιλοσοφικήν συζήτησιν ο Τιμοκλής με συνήγορον και ενώ ο Δάμις θα ομιλή αυτοπροσώπως και μόνος του, ο Τιμοκλής θα μεταχειρίζεται ηθοποιόν, εις τον οποίον θα χρησιμεύη ως υποβολεύς και θα του ψιθυρίζη εις το ους τας γνώμας του, εκείνος δε θα τας απαγγέλλη, χωρίς ίσως και να εννοή όσα εκείνος θα του λέγη και αυτός θα επαναλαμβάνη. Αυτά δύνανται να μη κινήσουν τον γέλωτα του πλήθους; Όχι, άλλο τι πρέπει να σκεφθώμεν. Συ δε ο οποίος λέγεις ότι είσαι και μάντις και εκ τούτου έχεις μεγάλας αποδοχάς, ώστε και πλίνθους χρυσάς έλαβες μιαν φοράν, ιδού έχεις ενώπιόν σου κατάλληλον ευκαιρίαν διά να επιδείξης την μαντικήν σου τέχνην. Διατί λοιπόν δεν μας προλέγεις ποίος εκ των δύο φιλοσόφων θα νικήση; Διότι βέβαια γνωρίζεις από τούδε το αποτέλεσμα, αφού είσαι μάντις.
ΑΠΟΛ. Πώς είνε δυνατόν, Μώμε, να μαντεύσω, αφού ούτε τρίποδα έχω εδώ, ούτε θυμιάματα, ούτε πηγήν μαντικήν, όπως η Κασταλία;
ΜΩΜ. Αυτά είνε προφάσεις και υπεκφυγαί, διότι δεν μπορείς να πης τίποτε βέβαιον.
ΖΕΥΣ. Λέγε, παιδί μου, ό,τι έχεις να πης και μη δίδης αφορμάς εις αυτόν τον συκοφάντην να διαβάλλη και να χλευάζη την δύναμίν σου ως εξαρτωμένην από τρίποδα και νερόν και λιβανωτόν και ότι άνευ αυτών η τέχνη σου δεν έχει καμμίαν δύναμιν.
ΑΠΟΛ. Είνε καλλίτερον να γίνωνται αυτά, πατέρα, εις τους Δελφούς ή εις τον Κολοφώνα, όπου έχω όλα μου τα χρειώδη· αλλά και χωρίς αυτά, χωρίς τα μέσα της τέχνης, θα προσπαθήσω να προείπω ποίος εκ των δύο θα νικήση. θα μου επιτρέψετε δε να σας τα είπω έμμετρα.
ΜΩΜ. Λέγε, αρκεί μόνον να είνε σαφή, να μη έχουν δε και αυτά ανάγκην εξηγητού ή διερμηνέως· διότι τώρα δεν πρόκειται περί κρεάτων αμνού και χελώνης, τα οποία ψήνονται ομού εις την Λυδίαν, αλλά γνωρίζεις περί τίνος συσκεπτόμεθα.
ΖΕΥΣ. Τι θα πης, τέκνον μου; Αλλ' από τούδε τα σημεία του χρησμού φαίνονται φοβερά· το χρώμα σου μετεβλήθη, οι οφθαλμοί σου περιστρέφονται, τα μαλλιά σου ανωρθώθησαν και αι κινήσεις σου είνε Κορυβαντιώδεις· εντελώς ευρίσκεσαι υπό το κράτος της προφητικής εμπνεύσεως και όλον σου το ήθος είνε φοβερόν και μυστηριώδες.
ΑΠΟΛ. Του μαντικού θεού Απόλλωνος ακούσετε τι προφητεύει διά την έριδα την φοβεράν δυο φωνακλάδων, όπου με λόγους μάχονται πυκνούς, ωσάν με δόρατα και βέλη. Κι' από τα δυο τα μέρη γίνεται αντάρα του πολέμου και κακό μεγάλο. Αλλ' όταν τ' όρνεον τ' αρπακτικόν αρπάση την ακρίδα, τότε το ύστερον θα κράξουν τα κοράκια που φέρνουν την βροχήν. Και θα νικήσουν οι ημίονοι, κι' ο όνος τα παιδιά του τα γληγορόποδα θα κουτουλήση (74) .
ΖΕΥΣ. Διατί γελάς, Μώμε; Δεν βλέπω τίποτε το γελοίον. Παύσε, ταλαίπωρε· θα σε πνίξουν τα γέλοια.
ΜΩΜ. Είνε δυνατόν, ω Ζευ, να μη γελώ, όταν ακούω ένα χρησμόν τόσω σαφή και τόσω ευεξήγητον;
ΖΕΥΣ. Λοιπόν να εξήγησης και εις ημάς τι λέγει.
ΜΩΜ. Είνε πολύ ευκολονόητα, ώστε να μην έχωμεν ανάγκην του Θεμιστοκλέους διά να μας τα εξηγήση. Λέγει καθαρά ότι ο μεν Απόλλων είνε αγύρτης, ημείς δε οι άλλοι που τον πιστεύομεν είμεθα γαίδούρια και μουλάρια ξέστρωτα που δεν έχομεν ούτε μιας ακρίδας μυαλό.
ΗΡΑΚΛΗΣ. Εγώ, πατέρα, αν και είμαι ξένος εδώ και παρείσακτος, θα τολμήσω να είπω την γνώμην μου. Όταν οι δύο φιλόσοφοι θα συναντηθούν εκ νέου και αρχίσουν να συζητούν, εάν μεν ο Τιμοκλής υπερτερή, ν' αφήσωμεν να προχωρήση η συζήτησις, ενόσω θα είνε υπέρ ημών· αν όμως ίδωμεν ότι στρέφεται εναντίον μας, τότε εγώ αναλαμβάνω, αν θέλετε, να διασείσω την στοάν και να την ρίξω επάνω εις τον Δάμιν, διά να παύση ο αχρείος να μας υβρίζη.
ΖΕΥΣ. Τι ανοησία είνε αυτή που λες; Να φονεύσης μαζί με ένα κακόν άνθρωπον τόσους άλλους και προσέτι να καταστρέψης την στοάν ομού με τους Μαραθωνομάχους, τον Μιλτιάδην και τον Κυναίγειρον! Και άμα χαθούν οι Μαραθωνομάχοι, πώς θα ρητορεύουν πλέον οι ρήτορες, αφού θα χάσουν το σπουδαιότερον εφόδιον των λόγων των; Άλλως τε εφόσον ήσουν εις την ζωήν, ίσως θα ηδύνασο να κάμης τοιούτον ανδραγάθημα· αλλ' αφότου έγινες θεός, θα έμαθες υποθέτω ότι μόνον από τας Μοίρας εξαρτώνται τα τοιαύτα και ημείς χωρίς την θέλησιν αυτών δεν δυνάμεθα να κάμωμεν τίποτε.
ΗΡΑΚ. Λοιπόν και όταν εφόνευα τον λέοντα ή την ύδραν, αι Μοίραι έκαναν τα κατορθώματα εκείνα;
ΖΕΥΣ. Εννοείται.
ΗΡΑΚ. Και τώρα αν κανείς με υβρίζη ή συλή τον ναόν μου ή ανατρέπη το άγαλμα μου, εάν δεν το έχουν αποφασίση αι Μοίραι, δεν θα τον συντρίψω;
ΖΕΥΣ. Καθόλου.
ΗΡΑΚ. Λοιπόν άκουσε, ω Ζευ, να σου ομιλήσω με ειλικρίνειαν, διότι εγώ, ως ο κωμικός ποιητής είπε, είμαι αγροίκος και λέγω την σκάφην, σκάφην· εάν τοιαύτη είνε η δύναμις των θεών, θα σας αφήσω να χαίρεσθε μόνοι σας τας τιμάς του ουρανού, την κνίσαν και των σφαγείων το αίμα και θα φύγω εις τον Άδην, όπου τουλάχιστον θα με φοβούνται αι σκιαί των θηρίων τα οποία έχω φονεύση, όταν θα με βλέπουν γυμνόν, αλλά και ωπλισμένον με τόξον.
ΖΕΥΣ. Εύγε. Ο Δάμις δεν θα ήθελε καλλίτερον μάρτυρα από σένα διά να μας αποτελειώση. Αλλά ποίος είνε αυτός που έρχεται βιαστικός, ο χάλκινος, με τας ωραίας γραμμάς και τας αρμονικάς αναλογίας, ο οποίος έχει την κόμην αναδεμένην κατά τον αρχαίον τρόπον; Φαίνεται ότι είνε ο αδελφός σου, Ερμή, ο οποίος μένει εις την αγοράν πλησίον της Ποικίλης Στοάς. Είνε καταλερωμένος από πίσσαν, διότι καθ' εκάστην του παίρνουν εκμαγεία οι αγαλματοποιοί. Γιατί μας έρχεσαι τόσον βιαστικός, παιδί μου; μήπως μας φέρεις καμμίαν είδησιν από την γην;
ΕΡΜΑΓΟΡΑΣ. Πολύ σπουδαίαν, ω Ζευ, και πρέπει να προσέξετε πολύ εις αυτό το οποίον θα σας πω.
ΖΕΥΣ. Λέγε. Μήπως έγινε καμμία στάσις χωρίς να πάρωμεν είδησιν;
ΕΡΜΑΓ. Με είχαν προ ολίγου πασαλείψη με πίσσαν εις το στήθος και τις πλάτες οι κατασκευασταί των χαλκίνων αγαλμάτων, διά να λάβουν εκτυπώματα· και περιέβαλε το σώμα μου θώραξ γελοίος, τον οποίον μου εφόρεσε η μιμητική τέχνη, διά να λάβη του σχήματός μου πιστόν αποτύπωμα, ότε βλέπω πλήθος να συναθροίζεται και δύο ωχρούς φωνακλάδες, πυγμάχους των σοφισμάτων, τον Δάμιν και ...
ΖΕΥΣ. Παύσε, παιδί μου, να μας ομιλής με στίχους. Γνωρίζω ποίους λέγεις. Να μου πης μόνον αν προ πολλού έχει αρχίση η συζήτησίς των.
ΕΡΜΑΓ. Όχι, ήσαν ακόμη εις τους ακροβολισμούς και εξ αποστάσεως εξεσφενδόνιζον ύβρεις κατ' αλλήλων.
ΖΕΥΣ. Δεν μας μένει λοιπόν τίποτε άλλο να πράξωμεν παρά να σκύψωμεν εκ του ουρανού και να παρακολουθήσωμεν την συζήτησιν ώστε ας αφαιρέσουν αι Ώραι τον μοχλόν και απομακρύνουσαι τα νέφη ας ανοίξουν τας πύλας του ουρανού. Θεέ μου, πόσοι έχουν συναχθή διά να τους ακούσουν! Αλλ' αυτός ο Τιμοκλής δεν μου αρέσει· όπως τρέμει και συγκινείται, θα μας πάρη στο λαιμό του· πολύ το φοβούμαι· είνε φανερόν ότι δεν μπορεί ν' αντιπαραταχθή προς τον Δάμιν. Αλλ' ας ευχώμεθα υπέρ αυτού. το μόνον το οποίον δυνάμεθα να κάμωμεν· σιγά όμως διά να μη ακούση ο Δάμις (75) .
ΤΙΜΟΚΛΗΣ. Τι λέγεις, ιερόσυλε Δάμι; ότι δεν υπάρχουν θεοί και ότι δεν προνοούν περί των ανθρώπων;
ΔΑΜΙΣ. Δεν είπα τούτο· αλλά συ να μου είπης πώς επείσθης ότι υπάρχουν.
ΤΙΜ. Όχι συ να μου αποκριθής, ασεβέστατε.
ΔΑΜ. Όχι συ.
ΖΕΥΣ. Έως εδώ ο δικός μας τα καταφέρει καλλίτερα και δυνατώτερα φωνάζει και θυμώνει. Εύγε, Τιμοκλή· μη φείδεσαι ύβρεων· εις αυτάς θα νικήσης, ενώ εις τα αλλά φοβούμαι ότι θα σε αποστομώση και θα σε κάμη άφωνον ως ιχθύν.
ΤΙΜ. Μα την Αθηνάν δεν θ' απαντήσω πριν από σε.
ΔΑΜ. Λοιπόν ερώτα, Τιμοκλή. Με αυτόν τον όρκον ενίκησες (76) . Θα σε παρακαλέσω μόνον να συζητής χωρίς ύβρεις.
ΤΙΜ. Καλά· ειπέ μου λοιπόν, δεν πιστεύεις, κατηραμένε ότι οι θεοί προνοούν περί των θνητών;
ΔΑΜ. Καθόλου.
ΤΙΜ. Τι λέγεις; Όλα λοιπόν γίνονται χωρίς πρόνοιαν εκ μέρους των θεών;
ΔΑΜ. Ναι.
ΤΙΜ. Και κανείς θεός δεν έχει την διεύθυνσιν των πάντων;
ΔΑΜ. Όχι.
ΤΙΜ. Ώστε όλα τρέχουν τυχαίως και ασκόπως;
ΔΑΜ. Ναι.
ΤΙΜ. Και ακούετε αυτά, άνθρωποι, χωρίς να λιθοβολήτε τον αλιτήριον;
ΔΑΜ. Διατί εξερεθίζεις εναντίον μου τους ανθρώπους, Τιμοκλή; Και ποίος είσαι συ και αγανακτείς υπέρ των θεών, ενώ οι ίδιοι δεν αγανακτούν; Με ακούουν προ πολλού να υποστηρίζω αυτάς τας ιδέας και όμως δεν μου έκαμαν τίποτε κακόν, εκτός εάν είνε κωφοί και δεν ακούουν.
ΤΙΜ. Σε ακούουν, Δάμι, σε ακούουν, αλλά θα σε τιμωρήσουν βραδύτερον.
ΔΑΜ. Και πού θα εύρουν καιρόν ν' ασχοληθούν δι' εμέ, αφού, ως λέγεις, έχουν τόσας ασχολίας και φροντίζουν να τακτοποιούν τόσην απειρίαν πραγμάτων εις τον κόσμον; Ούτω δεν ετιμώρησαν και σε διά τας τόσας σου επιορκίας και τας άλλας σου πράξεις, τας οποίας δεν θ' αναφέρω διά να μη αναγκασθώ να υβρίσω παρά την συμφωνίαν μας. Αλλά νομίζω ότι δεν ηδύναντο να δώσουν καλλιτέραν απόδειξιν της προνοίας των παρά τιμωρούντες τας κακίας σου. Φαίνεται όμως ότι έχουν ταξειδεύση μακράν, πέραν του ωκεανού εις την χώραν των αγαθών Αιθιόπων· διότι συνειθίζουν να πηγαίνουν εκεί συχνά, προσκαλούμενοι εις ευωχίας ή και αυθορμήτως.
ΤΙΜ. Τι να απαντήσω, Δάμι, εις την τόσην σου αναισχυντίαν;
ΔΑΜ. Εκείνο, Τιμοκλή, το οποίον προ πολλού επιθυμώ να μου εξηγήσης, πώς επείσθης ότι οι θεοί προνοούν.
ΤΙΜ. Πρώτον η τάξις η επικρατούσα εις το σύμπαν· ο ήλιος ο οποίος ακολουθεί πάντοτε την αυτήν οδόν και η σελήνη ομοίως, αι τροπαί των ωρών του έτους, τα φυόμενα φυτά και τα γεννώμενα ζώα, αλλά και η ευφυία μεθ' ης έχουν ταύτα δημιουργηθή, ώστε να τρέφωνται, να σκέπτωνται, να κινούνται και να βαδίζουν, να κτίζουν και να ράπτουν και τα τοιαύτα. Αυτά δεν σου φαίνονται ότι είνε έργα προνοίας;
ΔΑΜ. Εκλαμβάνεις ως απόδειξιν αυτό το ζήτημα· διότι δεν είνε αποδεδειγμένον και φανερόν ότι έκαστον εκ τούτων έγινεν εκ προνοίας· ότι τοιαύτα είνε τα γινόμενα το ομολογώ και εγώ· αλλ' εκ τούτου δεν έπεται ότι γίνονται και υπό προνοίας τινός, διότι δύναται και να υποτεθή ότι αφού έγιναν κατ' αρχάς εκ τύχης εξακολουθούν να γίνωνται ομοίως και κατά τους αυτούς νόμους· συ δε ονομάζεις τάξιν την ανάγκην και αγανακτείς έπειτα κατ' εκείνων οι οποίοι δεν παραδέχονται την γνώμην σου, ότι τα φαινόμενα τα οποία αριθμείς και εκθειάζεις αποτελούν και απόδειξιν ότι όλα έγιναν με πρόνοιαν και τάξιν. Κατά τον κωμικόν ποιητήν, αυτό δεν περνά και λέγε μας άλλο (77) .
ΤΙΜ. Εγώ το νομίζω αρκετόν, αλλ' όμως θα σε ερωτήσω και θέλω να μου αποκριθής. Φρονείς ότι ο Όμηρος είνε άριστος ποιητής;
ΔΑΜ. Βέβαια.
ΤΙΜ. Λοιπόν εις εκείνον επείσθην εξηγούντα και διηγούμενον την πρόνοιαν των θεών.
ΔΑΜ. Αλλ', ω λαμπρέ άνθρωπε, περί του Ομήρου όλοι θα συμφωνήσουν ότι ήτο ποιητής, αλλά μάρτυς αψευδής περί των τοιούτων ούτε εκείνος, ούτε άλλος ποιητής δύναται να θεωρηθή· διότι οι ποιηταί δεν φροντίζουν τόσον περί της αληθείας, όσον διά να τέρπουν τους ακούοντας τα ποιήματα, και διά τούτο τα στολίζουν με μέτρα και τα παραγεμίζουν με μύθους και όλαι αι προσπάθειαί των ως σκοπόν έχουν την τέρψιν. Αλλ' εν τοσούτω θα ήθελα να ακούσω οποία πράγματα από τον Όμηρον σε έπεισαν. Μήπως εκείνα τα οποία λέγει περί του Διός, ότι συνώμοσαν να τον δέσουν η κόρη του, ο αδελφός του και η σύζυγός του; Και αν δεν ενόει τα τεκταινόμενα η Θέτις και εκάλει εις βοήθειαν τον Βρυάρεων, θα ηχμαλώτιζαν τον καλό σου τον Δία ή και θα τον έρριπταν εις τα δεσμά. Διά τούτο και ευγνωμονών προς την Θέτιδα, εξηπάτησε τον Αγαμέμνονα και του έστειλε ψευδές όνειρον ότι πολλοί εκ των Αχαιών θα απέθνησκον. Βλέπεις; Του ήτο αδύνατον να ρίξη κεραυνόν και να κατακαύση τον Αγαμέμνονα, αντί να φανή απατεών; Ή σε έκαμαν να πιστεύσης τα άλλα, τα οποία διηγείται, ότι ο Διομήδης ετραυμάτισε την Αφροδίτην και έπειτα κατά παρακίνησιν της Αθηνάς και αυτόν τον Άρην; Έπειτα δε ότι συμπλακέντες οι θεοί εμονομάχησαν αρσενικοί και θηλυκοί ανακατωμένοι και η Αθηνά ενίκα τον Άρην, ίσως διότι ούτος είχεν ήδη εξασθενήση εκ του τραύματος το οποίον έλαβε παρά του Διομήδους,
Λητοί δ' αντέστη σώκος ερυούνιος Ερμής (78) ;
ή σου εφάνησαν αξιόπιστα όσα διηγείται περί της Αρτέμιδος, ότι εχωλώθη διότι δεν εκλήθη εις γεύμα υπό του Οινέως και διά τούτο απέλυσεν εις την χώραν αυτού αγριόχοιρον τρομερόν; Με αυτάς τας διηγήσεις σε έπεισεν ο Όμηρος;
ΖΕΥΣ. Πωπώ! με ποίαν βοήν το πλήθος επεδοκίμασε τους λόγους του Δάμιδος· ο δε δικός μας φαίνεται ότι περιέπεσεν εις αμηχανίαν· φαίνεται ότι τα έχει χάση, είνε φοβισμένος, τρέμει. Έτοιμος να ρίψη την ασπίδα, παρατηρεί γύρω διά να ιδή από πού να φύγη.
ΤΙΜ. Ώστε και ο Ευριπίδης σου φαίνεται ότι δεν λέγει τίποτε ορθόν όταν παρουσιάζη τους θεούς επί της σκηνής και σώζουν τους αγαθούς εκ των ηρώων, τους κακούς δε και ασεβείς, όπως συ, συντρίβουν;
ΔΑΜ. Αλλ' αν αυτά τα οποία γράφουν οι τραγικοί ποιηταί σε έπεισαν, σοφώτατε Τιμοκλή, πρέπει έν εκ των δύο, ή τον Πώλον και τον Αριστόδημον και τον Σάτυρον να νομίζης πραγματικούς θεούς, ή τα προσωπεία, τους κοθόρνους, τους ποδήρεις χιτώνας· τας χλαμύδας και τας χειρίδας και τους θώρακας, με τα οποία εκείνοι στολίζουν την τραγωδίαν, νομίζεις ως αποτελούντα τους θεούς, πράγμα το οποίον θα ήτο γελοιωδέστατον, μου φαίνεται.
Διότι όταν αφ' εαυτού ομιλή ο Ευριπίδης και εκφράζη τας σκέψεις του, χωρίς ν' αναγκάζεται υπό της ανάγκης των δραμάτων, άκουσέ με ποίαν παρρησίαν αποφαίνεται:
Οράς τον υψού τόνδ' άπειρον αιθέρα
και γην πέριξ έχονθ' υγραίς εν αγκάλαις;
τούτον νόμιζε Ζήνα, τον δ' ηγού θεόν
(79)
.
και αλλαχού,
Ζευς, όστις ο Ζευς, ου γαρ οίδα, πλην λόγω κλύων (80) .
Και αλλά τοιαύτα.
ΤΙΜ. Λοιπόν όλοι οι άνθρωποι και όλα τα έθνη, τα οποία πιστεύουν και λατρεύουν θεούς, πλανώνται;
ΔΑΜ. Ευχαριστώ, Τιμοκλή, διότι μου ενθύμισες τας δοξασίας των διαφόρων εθνών, εκ των οποίων καθαρώτατα φαίνεται ότι δεν υπάρχει τίποτε βέβαιον εις την περί των θεών ιδέαν· διότι υπάρχουν πολλαί αντιθέσεις και άλλοι άλλα πιστεύουν. Οι Σκύθαι προσφέρουν θυσίας εις τον ακινάκην, οι Θράκες εις τον Ζάμολξιν, ένα φυγάδα άνθρωπον, όστις κατέφυγεν εις αυτούς εκ Σάμου, οι Φρύγες εις τον θεόν Μήνην, οι Αιθίοπες εις την Ημέραν, οι Κυλήνιοι εις τον Φάλητα (81) , οι Ασσύριοι εις την περιστεράν, οι Πέρσαι εις το πυρ και οι Αιγύπτιοι εις το ύδωρ. Και εις όλους μεν τους Αιγυπτίους είνε κοινή η λατρεία του ύδατος, αλλ' εκάστου διαμερίσματος οι κάτοικοι έχουν ιδιαιτέρους θεούς· οι Μεμφίται λατρεύουν το ρόδι, οι Πηλουσιώται το κρομμύδι, άλλοι τον Ίβιν ή τον κροκόδειλον και άλλοι τον κυνοκέφαλον, τον γάτον ή τον πίθηκον, υπάρχουν δε και χωρία εις τα οποία θεωρείται θεός ο δεξιός ώμος, ενώ οι κατοικούντες επί της άλλης όχθης του Νείλου θεωρούν ως θεόν τον αριστερόν ώμον. Άλλοι λατρεύουν ως θεόν το ήμισυ της κεφαλής και άλλοι ποτήρι πήλινον ή πινάκιον. Δεν είνε αυτά γελοία, καλέ Τιμοκλή;
ΜΩΜ. Δεν σας το έλεγα, ω θεοί, ότι όλα αυτά θα αποκαλυφθούν και θα κριθούν αυστηρώς και λεπτομερώς;
ΖΕΥΣ. Βέβαια το έλεγες, Μώμε, και είχες δίκαιον, εγώ δε θα προσπαθήσω να τα διορθώσω, αν διαφύγωμεν τον σημερινον κίνδυνον.
ΤΙΜ. Αλλά δεν μου λέγεις συ, εχθρέ των θεών, τους χρησμούς και τας προρρήσεις των μελλόντων εις ποίον τους αποδίδεις παρά εις τους θεούς και εις την πρόνοιαν αυτών;
ΔΑΜ. θα κάμης καλά, φίλε μου, να μη ομιλής περί των χρησμών, διότι θα με αναγκάσης να σ' ερωτήσω ποίον εξ αυτών θέλεις να αναφέρης ως επιχείρημα της γνώμης σου. Μήπως εκείνον τον οποίον έδωκεν ο Πύθιος Απόλλων εις τον Λυδόν βασιλέα και ο οποίος ήτο εντελώς αμφίβολος και διπρόσωπος, οποία είνε τινά εκ των αγαλμάτων του Ερμού, διττά και όμοια οπόθεν και αν τα παρατηρήσης; Ποίον κράτος θα κατέλυεν ο Κροίσος αν διέβαινε τον Άλυν, το ιδικόν του ή την επικράτειαν του Κύρου; Και όμως ο διεφθαρμένος εκείνος βασιλεύς επλήρωσε τον αμφίβολον τούτον χρησμόν με όχι ολίγα τάλαντα.
ΜΩΜ. Ακούετε, θεοί, ότι αυτός ο φιλόσοφος λέγει ακριβώς εκείνα τα οποία εγώ εφοβούμην. Πού είνε τώρα ο ωραίος μας κιθαριστής; Ας κατέβη να του δώση απάντησιν.
ΖΕΥΣ. Το ξέρεις, Μώμε, ότι μας παρασκότισες με τας ακαίρους σου επικρίσεις;
ΤΙΜ. Πρόσεξε, αλιτήριε Δάμι, διότι με αυτά που λέγεις σχεδόν κατεδαφίζεις τους ναούς και τους βωμούς των θεών.
ΔΑΜ. Όχι όλους τους βωμούς, Τιμοκλή. Διότι δεν βλέπω να προέρχεται τίποτε κακόν απ' αυτών, αφού είνε πλήρεις από θυμιάματα και ευωδίας. Αλλά θα έβλεπα ευχαρίστως να ανατραπούν εκ βάθρων οι βωμοί της Αρτέμιδος εις την Ταυρίδα, επί των οποίων τοιαύτας ευωχίας δέχεται ευχαρίστως η παρθένος εκείνη (82) .
ΖΕΥΣ. Τι κακό είνε αυτό που μας ήλθε; Βλέπετε ότι δεν φείδεται κανενός εκ των θεών, αλλ' εις όλους κατά σειράν ψάλλει τα εξ αμάξης και
Μάρπτει εξείης, ος τ' αίτιος ος τε και ουκί (83) .
ΜΩΜ. Και όμως ολίγους δύνασαι να εύρης μεταξύ ημών, ω Ζευ, οι οποίοι να μη είνε άξιοι κατηγορίας. Ίσως δε μετ' ολίγον θα θίξη και κανένα από τους μεγαλειτέρους μας.
ΤΙΜ. Ουδέ όταν βροντά ο Ζευς δεν ακούεις, θεομάχε Δάμι;
ΔΑΜ. Πως δεν ακούω τας βροντάς, Τιμοκλή; Αλλ' εάν εκείνος ο οποίος βροντά είνε ο Ζευς, συ θα το γνωρίζης καλλίτερα ο οποίος μας ήλθες από την διαμονήν των θεών· διότι εκείνοι τουλάχιστον οι οποίοι έρχονται από την Κρήτην άλλα μας διηγούνται· μας λέγουν ότι εκεί δεικνύουν ένα τάφον και επ' αυτού στήλην της οποίας η επιγραφή λέγει ότι δεν βροντά πλέον ο Ζευς, διότι προ πολλού απέθανεν.
ΜΩΜ. Αυτό επερίμενα ότι θα το είπη. Αλλά διατί ωχρίασες, ω Ζευ, και τα δόντια σου συγκρούονται εκ του τρόμου; Πρέπει να δείξης θάρρος και να περιφρονήσης αυτούς τους ανθρωπίσκους.
ΖΕΥΣ. Τι λέγεις, Μώμε; Να περιφρονήσω; Δεν βλέπεις πόσοι τον ακούουν και πώς πείθονται εις όσα λέγει καθ' ημών και φαίνονται ως να κρέμωνται από τα χείλη του;
ΜΩΜ. Αλλά συ, ω Ζευ, όταν θελήσης, ρίπτεις χρυσήν αλυσίδα και δύνασαι όλους αυτούς ν' ανασύρης ομού με την γην και την θάλασσαν.
ΤΙΜ. Ειπέ μου, κατηραμένε, εταξείδευσες ποτέ σου;
ΔΑΜ. Πολλάκις, Τιμοκλή.
ΤΙΜ. Λοιπόν όταν εταξείδευες, σας ωδήγει ο άνεμος, ο οποίος εφούσκωνε τα πανιά, και η κωπηλασία ή ο κυβερνήτης ο οποίος ήτο είς και μόνος διηύθυνε και έσωζε το πλοίον;
ΔΑΜ. Ο κυβερνήτης βέβαια.
ΤΙΜ. Ώστε το πλοίον αν δεν εκυβερνάτο δεν θα ηδύνατο να ταξειδεύση, και νομίζεις ότι το σύμπαν αυτό το οποίον βλέπεις κινείται χωρίς κυβερνήτην και χωρίς να το διευθύνη κανείς;
ΖΕΥΣ. Εύγε, Τιμοκλή, το παράδειγμά σου είνε πολύ δυνατόν.
ΔΑΜ. Αλλά, θεοφιλέστατε Τιμοκλή, ξέρεις ότι ο κυβερνήτης ενός πλοίου φροντίζει πάντοτε δι' ό,τι συμφέρει το πλοίον του, προ πολλού παρασκευάζεται και δίδει οδηγίας εις τους ναύτας, τίποτε δε ανωφελές και παράλογον δεν υπάρχει εις το πλοίον, αλλά μόνον ό,τι είνε χρήσιμον και αναγκαίον διά τα ταξείδια. Ο ιδικός σου όμως ο κυβερνήτης, ο οποίος ως διατείνεσαι διευθύνει, αυτό το μέγα πλοίον, και οι σύντροφοί του δεν έχουν τακτοποιήση τίποτε κατά το πρέπον και την ανάγκην, αλλ' ο μεν πρότονος συμβαίνει ενίοτε να είνε παραριμμένος εις την πρύμνην, οι δε ποδεώνες εις την πρώραν και οι δύο· έστιν ότε δε αι άγκυραι είνε χρυσαί και ο χηνίσκος (84) μολύβδινος· και τα μεν ύφαλα του πλοίου είνε καταστόλιστα, τα δε έξω του ύδατος τελείως αστόλιστα. Και εκ των ναυτών δε βλέπεις τον μεν αργόν και αμαθή και άτολμον εις το έργον του να λαμβάνη διπλούν και τριπλούν μισθόν, εις εκείνον δε ο οποίος είνε άριστος κολυμβητής και ευκολώτερα αναβαίνει εις τας κεραίας και γνωρίζει παν ό,τι απαιτεί το έργον του, είνε ανατεθειμένον να αντλή το νερόν το οποίον εισχωρεί εις το κύτος του πλοίου. Τα αυτά συμβαίνουν και με τους επιβάτας· βλέπομεν ένα άξιον μαστιγώσεως να κάθηται εις την καλλιτέραν θέσιν και πλησίον του κυβερνήτου ο οποίος του κάμνει παντοίας περιποιήσεις και άλλον κακοηθέστατον ή πατροκτόνον ή ιερόσυλον ν' απολαμβάνη μεγάλας τιμάς και να κατέχη τα επιφανέστερα μέρη του πλοίου, πολλούς δε ευγενείς ανθρώπους συστιβαγμένους και στενοχωρουμένους εις το βάθος του σκάφους και καταπατουμένους υπό των πραγματικώς υποδεεστέρων. Ενθυμίσου πώς ο Σωκράτης και ο Αριστείδης και ο Φωκίων εταξείδευσαν· ούτε άρτον είχαν πάντοτε και τοποθετημένοι επί των γυμνών σανίδων εις το κύτος, ούτε να εκτείνουν τους πόδας των είχον χώρον· με πόσα δε αγαθά εταξείδευσαν ο Καλλίας, ο Μειδίας και ο Σαρδανάπαλλος, διασκεδάζοντες και πτύοντες επί εκείνων οίτινες ευρίσκοντο κάτω από αυτούς.
Αυτά γίνονται εις το πλοίον σου, σοφώτατε Τιμοκλή, και διά τούτο τα ναυάγια είνε απειράριθμα. Εάν όμως υπήρχε κανείς κυβερνήτης ο οποίος να επιβλέπη και να κανονίζη πάντα τα καθέκαστα, πρώτον δεν θα ηγνόει ποίοι είνε οι καλοί και ποίοι οι φαύλοι εκ των επιβατών του πλοίου του, και έπειτα εις έκαστον θα έδιδε θέσιν κατά την αξίαν του και εις μεν τους καλλιτέρους θα έδιδε την καλλιτέραν θέσιν επάνω, και πλησίον του, την κάτω δε εις τους χειροτέρους και θα προσελάμβανεν ομοτραπέζους και συμβούλους τους καλλιτέρους· εκ δε των ναυτών ο μεν πρόθυμος θα διωρίζετο επόπτης της πρώρας ή μιας εκ των πλευρών του πλοίου και πάντως θα είχε θέσιν ανωτέραν των άλλων, ο δε οκνηρός και αμελής θα εμαστιγόνετο πεντάκις της ημέρας με το καραβόσχοινον. Ώστε, λαμπρέ μου άνθρωπε, το παράδειγμα του πλοίου κινδυνεύει να ναυαγήση, διότι του έτυχε κακός κυβερνήτης.
ΜΩΜ. Τα πράγματα διά τον Δάμιν πηγαίνουν λαμπρά και πλησίστιος προχωρεί προς την νίκην.
ΖΕΥΣ. Δυστυχώς, Μώμε, αι εικασίαι σου θα επαληθεύσουν. Αυτός ο Τιμοκλής δεν δύναται να επινοήση κανέν ισχυρόν επιχείρημα, αλλ' επαναλαμβάνει τα κοινά και τετριμμένα, όλα ευκόλως ανατρεπόμενα.
ΤΙΜ. Λοιπόν αφού το παράδειγμα του πλοίου δεν σου εφάνη πολύ ισχυρόν, άκουσε τώρα και εκείνο το οποίον δύναται να ονομασθή ιερά άγκυρα, διότι δεν θα δυνηθής με κανένα τρόπον να το συντρίψης.
ΖΕΥΣ. Τι άρα γε θα είπη;
ΤΙΜ. θα ίδης εάν αυτός ο συλλογισμός μου είνε ανακόλουθος και αν δύνασαι να τον ανατρέψης. Εάν υπάρχουν βωμοί, υπάρχουν και θεοί· αλλ' υπάρχουν βωμοί, άρα υπάρχουν και θεοί. Τι έχεις ν' απαντήσης εις αυτά;
ΔΑΜ. Άφησε να γελάσω πρώτον όσον αξίζει ο συλλογισμός σου και έπειτα σου απαντώ.
ΤΙΜ. Αλλά φαίνεται ότι δεν θα παύσης ποτέ να γελάς. Δεν μου λέγεις τι το γελοίον βλέπεις εις αυτό το οποίον είπα;
ΔΑΜ. Γελώ διότι δεν εννοείς ότι εκρέμασες την άγκυράν σου και μάλιστα την ιεράν από λεπτήν κλωστήν. Ενόμισες ότι αν συνδέσης την ύπαρξιν των θεών με την ύπαρξιν των βωμών θα κάμης δυνατώτερον το σχοινί και όμως το αποτέλεσμα είνε αντίθετον, ώστε εάν δεν έχης άλλο τίποτε λογικώτερον να είπης, καιρός να φύγωμεν.
ΤΙΜ. Ομολογείς λοιπόν ότι ηττήθης και αποφασίζεις ν' απέλθης πρώτος;
ΔΑΜ. Ναι, Τιμοκλή· διότι συ όπως οι καταδιωκόμενοι κατέφυγες εις τους βωμούς. Ώστε, μα την ιεράν άγκυραν, θέλω να συνάψω συνθήκην μετά σου επ' αυτών των βωμών ότι δεν θα συζητήσωμεν πλέον περί τοιούτων θεμάτων.
ΤΙΜ. Με ειρωνεύεσαι, τυμβωρύχε και μιαρέ και κατάπτυστε και κάθαρμα άξιον μαστιγώσεως. Νομίζεις ότι δεν γνωρίζομεν τίνος πατρός είσαι τέκνον, πως η μητέρα σου επορνεύετο, πως έπνιξες τον άδελφόν σου και μοιχεύεις και τους νέους διαφθείρεις, λαιμαργότατε και αναισχυντότατε; Αλλά διατί φεύγεις; Περίμενε, διότι θέλω και να σε δείρω· θα σε σφάξω με αυτό το κεραμίδι, φαυλότατε.
ΖΕΥΣ. Ο Δάμις φεύγει και γελά, ο δε άλλος τον ακολουθεί και τον υβρίζει· τον ερεθίζει τόσον η ευθυμία του Δάμιδος, ώστε φαίνεται ότι και θα τον κτυπήση εις την κεφαλήν με το κεραμίδι το οποίον κρατεί. Ημείς δε τι πρέπει να πράξωμεν τώρα;
ΕΡΜ. Μου φαίνεται ορθόν εκείνο το οποίον είπεν ένας κωμικός ποιητής,
Ουδέν πέπονθας δεινόν, αν μη προσποιή (85) .
Διότι τι τόσον μέγα κακόν είνε εάν ολίγοι άνθρωποι επίστευσαν εις αυτά τα οποία είπεν ο Δάμις; Είνε πολύ περισσότεροι όσοι πιστεύουν τα εναντία, οι περισσότεροι εκ των Ελλήνων, ο πολύς και αμαθής όχλος και όλοι οι βάρβαροι.
ΖΕΥΣ. Και όμως, Ερμή, εκείνο το οποίον είπε περί του Ζωπύρου ο Δαρείος μου φαίνεται πολύ ορθόν ώστε και εγώ θα επροτίμων να έχω ένα σύμμαχον οποίος ο Δάμις παρά μυρίας Βαβυλώνας.
ΖΕΥΣ. Συ τακτοποίησε τα θρανία και συγύρισε την αίθουσαν δι' εκείνους
οίτινες θα έλθουν. Συ έπειτα φέρε και τοποθέτησε κατά σειράν τους
φιλοσόφους, αφού προηγουμένως τους στολίσης διά να κάνουν εντύπωσιν
και να προσελκύσουν περισσοτέρους αγοραστάς. Συ δε, Ερμή, διαλάλει
και συγκάλεσε υπό αισίους οιωνούς τους αγοραστάς να προσέλθουν εις το
δημοπρατήριον. Θα εκπλειστηριάσωμεν φιλοσοφικούς βίους παντός είδους
και πάσης κατηγορίας. Εάν δε κανείς δεν έχη να καταβάλη αμέσως το
χρήμα, ας λάβη προθεσμίαν ενός έτους, αφού δώση εγγυητήν.
ΕΡΜΗΣ. Πολλοί εμαζεύτηκαν, ώστε δεν πρέπει ν' αργοπορούμεν και να τους αφήνωμεν να περιμένουν.
ΖΕΥΣ. Ας αρχίση λοιπόν η δημοπρασία.
ΕΡΜ. Ποίον θέλεις να εκθέσωμεν πρώτον εις πώλησιν;
ΖΕΥΣ. Αυτόν με την μακράν κόμην τον εξ Ιωνίας, ο οποίος φαίνεται από τους σοβαρωτέρους.
ΕΡΜ. Συ ο Πυθαγορικός κατέβα και στάσου να σε εξετάσουν οι αγορασταί.
ΖΕΥΣ. Λοιπόν διαλάλησε.
ΕΡΜ. Πωλείται ο άριστος βίος και ο σεμνότατος. Ποιος θέλει να γίνη υπεράνθρωπος; Ποιος θέλει να γνωρίση την αρμονίαν του σύμπαντος και να αναζήση μετά θάνατον εις νέαν ζωήν;
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. Το εξωτερικόν του δεν είνε άσχημον, αλλά τι κυρίως γνωρίζει;
ΕΡΜ. Αριθμητικήν, αστρονομίαν, θαυματοποιίαν, γεωμετρίαν, μουσικήν και μαγείαν. Έχεις ενώπιόν σου ένα εξαίρετον μάντιν.
ΑΓΟΡ. Επιτρέπεται να του κάμω μερικάς ερωτήσεις;
ΕΡΜ. Ελεύθερα.
ΑΓΟΡ. Από πού είσαι;
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ. Σάμιος.
ΑΓΟΡ. Και πού εσπούδασες;
ΠΥΘ. Εις την Αίγυπτον κοντά εις τους εκεί σοφούς (87) .
ΑΓΟΡ. Λοιπόν, εάν σε αγοράσω, τι θα με διδάξης;
ΠΥΘ. Δεν θα σε διδάξω τίποτε, αλλά θα σε ενθυμήσω.
ΑΓΟΡ. Πώς θα μ' ενθυμήσης;
ΠΥΘ. Αφού σου εξαγνίσω πρώτον την ψυχήν και της αποπλύνω τον ρύπον.
ΑΓΟΡ. Υπόθεσε ότι τώρα είμαι καθαρός· κατά ποίον τρόπον θα μου φέρης τις αναμνήσεις;
ΠΥΘ. Κατ' αρχάς θα υποβληθής εις ησυχίαν μακράν και σιωπήν και επί πέντε ολόκληρα έτη δεν θα εκστομίσης λέξιν.
ΑΓΟΡ. Να πας, φίλε μου, να γίνης παιδαγωγός εις το παιδί του Κροίσου (88) · εγώ είμαι φλύαρος και δεν θέλω να μεταβληθώ εις άγαλμα. Αλλά τέλος πάντων μετά την σιωπήν και την πενταετίαν τι θα γίνη;
ΠΥΘ. Θα εξασκηθής εις την μουσικήν και την γεωμετρίαν.
ΑΓΟΡ. Νόστιμο αυτό· διά να γίνω σοφός είνε ανάγκη προηγουμένως να γίνω κιθαριστής.
ΠΥΘ. Μετά τούτο θα μάθης ν' αριθμής.
ΑΓΟΡ. Και τώρα ξέρω να μετρώ.
ΠΥΘ. Πώς μετράς;
ΑΓΟΡ. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα.
ΠΥΘ. Βλέπεις; Εκείνα που νομίζεις τέσσερα είνε δέκα και τρίγωνον τέλειον, εις το οποίον ημείς ορκιζόμεθα (89) .
ΑΓΟΡ. Μα το τέσσαρα, τον μέγαν αυτόν όρκον, πρώτην φοράν ακούω λόγους τόσον θείους και τόσον ιερούς (90) .
ΠΥΘ. Έπειτα, φίλε μου, θα μάθης τι είνε η γη, ο αήρ, το ύδωρ και το πυρ, ποία η κίνησίς των και ποία η μορφή των εν τη κινήσει.
ΑΓΟΡ. Πώς; Έχουν μορφήν το πυρ, ο αήρ και το νερόν;
ΠΥΘ. Και πολύ ορατήν· διότι εάν δεν είχον μορφήν και σχήμα, δεν θα ηδύναντο να κινούνται. Μετά ταύτα θα μάθης ότι και ο θεός είνε αριθμός, νους και αρμονία.
ΑΓΟΡ. Θαυμάσια αυτά που λέγεις.
ΠΥΘ. Εκτός δε των ειρημένων, θα μάθης και περί του εαυτού σου ότι είσαι άλλος παρ' ό,τι νομίζεις και ό,τι φαίνεσαι.
ΑΓΟΡ. Τι λες; Άλλος είμαι και όχι εγώ που ομιλώ τώρα με σένα;
ΠΥΘ. Τώρα είσαι συ, άλλοτε όμως παρουσιάζεσο με άλλο σώμα και άλλο όνομα· πάλιν δε μετά τινα καιρόν θα μεταβής εις άλλην ύπαρξιν.
ΑΓΟΡ. Θέλεις να πης ότι θα μένω αθάνατος και ότι θα μεταλλάσσω μορφάς διαφόρους; Αλλ' αρκετά είπαμεν δι' αυτά. Δεν μου λες και ποίαν δίαιταν ακολουθείς;
ΠΥΘ. Δεν τρώγω τίποτε το οποίον να έχη ζωήν και εκ των άλλων αποφεύγω τους κυάμους.
ΑΓΟΡ. Διατί; Ή μήπως δεν σ' ερέσουν τα κουκκιά;
ΠΥΘ. Όχι, αλλ' οι κύαμοι είνε ιεροί και θεία η φύσις των. Εν πρώτοις ολόκληρος ο κύαμος είνε σπέρμα ζωής και αν ξεφλουδίσης κύαμον χλωρόν, θα ίδης ότι ομοιάζει πολύ προς τα γεννητικά όργανα του ανδρός· εάν δε αφού ψηθή τον αφήσης υπό την σελήνην επί ωρισμένας νύκτας μεταβάλλεται εις αίμα. Αλλά το σπουδαιότερον είνε ότι οι Αθηναίοι διά κυάμων εκλέγουν τους άρχοντάς των.
ΑΓΟΡ. Ωραία τα είπες όλα και θαυμάσια. Αλλά τώρα γδύσου, διότι θέλω να σε ίδω και γυμνόν. Μπα, ο μηρός του είνε χρυσός! Φαίνεται ότι δεν είνε άνθρωπος, αλλά θεός. Εξάπαντος θα τον αγοράσω. Πόσον θέλεις δι' αυτόν;
ΕΡΜ. Δέκα μνας.
ΑΓΟΡ. Τον αγοράζω εις αυτήν την τιμήν.
ΖΕΥΣ. Γράψε το όνομα του αγοραστού και την πατρίδα του.
ΕΡΜ. Φαίνεται ότι είνε Ιταλιώτης, ω Ζευ, από τα μέρη της εκεί Ελλάδος, τον Κρότωνα ή την Τάραντα. Δεν είνε όμως ένας, αλλά τριακόσιοι σχεδόν έκαμαν εταιρικώς την αγοράν.
ΖΕΥΣ. Ας τον πάρουν και ας έλθη άλλος.
ΕΡΜ. Θέλεις να φέρωμεν αυτόν τον ακάθαρτον τον καταγόμενον από τον Πόντον;
ΖΕΥΣ. Μάλιστα.
ΕΡΜ. Συ με την σακκούλα, που έχεις γυμνούς τους ώμους, έλα και φέρε ένα γύρο διά να σε ιδούν όλοι. Πωλείται βίος ανδροπρεπής, βίος άριστος και θαρραλέος, βίος ελεύθερος. Ποιος θέλει να τον αγοράση;
ΑΓΟΡ. Πώς είπες, κήρυξ; Πωλείς άνθρωπον ελεύθερον;
ΕΡΜ. Μάλιστα.
ΑΓΟΡ. Και δεν φοβείσαι να καταδιωχθής ως εξανδραποδιστής και εναχθής εις τον Άρειον Πάγον;
ΕΡΜ. Αυτός δεν σκοτίζεται διά την πώλησίν του· διότι νομίζει ότι είνε τελείως ελεύθερος.
ΑΓΟΡ. Και εις τι μπορεί να χρησιμεύση άνθρωπος τόσο ρυπαρός και εις τοιαύτην αθλίαν κατάστασιν; Το πολύ πολύ μόνον ως σκαφτιάν δύναται κάνεις να τον χρησιμοποιήση ή διά να κουβαλή νερόν.
ΕΡΜ. Και θυρωρόν εάν τον κάμης θα είνε πολύ πιστότερος από ένα σκύλον. Άλλως τε και αυτός κύων ονομάζεται.
ΑΓΟΡ. Και από πού είνε και τι επαγγέλλεται;
ΕΡΜ. Ρώτησε τον ίδιον· αυτό είνε το καλλίτερον.
ΑΓΟΡ. Είνε τόσον κατσουφιασμένος και άγριος, ώστε φοβούμαι να μη με γαυγίση ή και να με δαγκάση, αν πλησιάσω. Δεν βλέπεις πως εσήκωσε το ραβδί και συνεφρυώθη και κυτάζει κατά τρόπον άγριον και απειλητικόν;
ΕΡΜ. Μη φοβάσαι· είνε ημερωμένος.
ΑΓΟΡ. Δεν μου λες, καλέ μου άνθρωπε, από πού είσαι;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ. Απ' όπου θέλεις.
ΑΓΟΡ. Τι εννοείς;
ΔίΟΓ. Έχεις ενώπιόν σου ένα πολίτην του κόσμου.
ΑΓΟΡ. Και ποιον ακολουθείς και μιμείσαι; ΔΙΟΓ. Τον Ηρακλέα.
ΑΓΟΡ. Κατά το ξύλον που κρατείς του ομοιάζεις· αλλά διατί δεν φορείς και την λεοντήν;
ΔΙΟΓ. Η λεοντή μου είνε αυτός ο τρίβων. Το έργον μου δε είνε να πολεμώ, όπως εκείνος, τας ηδονάς, όχι κατά διαταγήν άλλου, αλλ' εκουσίως. Ο σκοπός μου είνε να καθαρίσω από αυτάς τον κόσμον.
ΑΓΟΡ. Ευγενής σκοπός. Αλλά τέλος πάντων εις τι συνίστανται κυρίως αι γνώσεις σου και ποίαν τέχνην μετέρχεσαι;
ΔΙΟΓ. Είμαι ελευθερωτής των ανθρώπων και ιατρός των παθών· εν γένει δε θέλω να είμαι της αληθείας και του θάρρους ο κήρυξ.
ΑΓΟΡ. Και αν σ' ερωτήσω, στόμα της αληθείας, κατά ποίον τρόπον θα με εξασκήσης;
ΔΙΟΓ. Αφού σε παραλάβω θα σε γδύσω πρώτον από την καλοπέρασιν, θα σε αναγκάσω έπειτα να ζης με στερήσεις και θα σου φορέσω τρίβωνα όπως αυτόν που φορώ, κατόπιν δε θα σε υποβάλλω εις κόπους και κακοπαθείας, θα κοιμάσαι κατά γης, θα πίνης μόνον νερόν και θα τρέφεσαι με ό,τι τύχη. Αν έχης χρήματα θα σε συμβουλεύσω να πας να τα ρίψης εις την θάλασσαν, θ' αδιαφορήσης διά γυναίκα, τέκνα και πατρίδα και όλα αυτά θα τα θεωρής σαχλαμάρες, θ' αφήσης το σπίτι του πατέρα σου και θα κατοικήσης εις κανένα τάφον ή ερημόπυργον ή και πίθον. θα έχης την σακκούλαν γεμάτην από λούπινα και από βιβλία ολόγραφα (91) και εις την κατάστασιν αυτήν θα θεωρής τον εαυτόν σου ευδαιμόνέστερον από τον βασιλέα των Περσών. Εάν δε κανείς σε δείρη ή σε βασανίση, να μη το θεωρής δυσάρεστον.
ΑΓΟΡ. Τι λες; Να μη πονώ όταν με δέρνουν; Δεν έχω το δέρμα της χελώνης ή του κάβουρα.
ΔΙΟΓ. Ν' ακολουθής με μικράν παραλλαγήν εκείνο που είπεν ο Ευριπίδης.
ΑΓΟΡ. Τι;
ΔΙΟΓ. Το πνεύμα σου θα πονέση αλλ' η γλώσσα θα μείνη ανάλγητος (92) . Προ πάντων όμως πρέπει να είσαι αυθάδης και θρασύς και να υβρίζης τους πάντας αδιακρίτως, βασιλείς και ιδιώτας, διότι ούτω ο κόσμος θα σε προσέξη και θα σε νομίση άφοβον. Η γλώσσα σου να είνε χυδαία και βάρβαρος και η φωνή σου δυνατή και εντελώς ομοία προς το γαύγισμα του σκύλου. Το πρόσωπόν σου να είνε αγριωπόν και το βάδισμα ανάλογον προς την τοιαύτην του προσώπου έκφρασιν. Εν γένει δε όλα σου να είνε θηριώδη και άγρια. Η εντροπή, η μετριοπάθεια και η πραότης ας είνε μακράν σου· και το ερύθημα να το αποξύσης εντελώς από το πρόσωπόν σου. Να συχνάζης κατά προτίμησιν εις τα πολυανθρωπότερα μέρη και εις αυτά πάλιν να ζης μόνος και ακοινώτητος, χωρίς κανένα να πλησιάζης και κανένα να έχης φίλον διότι αυτά είνε εναντίον των αρχών μας. Ενώπιον δε όλων να πράττης με θάρρος εκείνα τα οποία οι άλλοι και ιδιαιτέρως εντρέπονται να πράττουν. Και εις τας ηδονάς της Αφροδίτης να εκλέγης τους γελοιωδεστέρους τρόπους. Και τέλος, όταν θελήσης, να φάγης ένα κταπόδι ωμό ή σουπιά και ν' αποθάνης. Αυτή είνε η ευτυχία την οποίαν θα σου δώσω.
ΑΓΟΡ. Να την κρατήσης για τον εαυτό σου. Αυτά που μου λες είνε απάνθρωπα και συχαμερά.
ΔΙΟΓ. Εύκολα όμως και όλοι δύνανται να τα βάλλουν εις πράξιν. Δεν θα έχης ανάγκην από μάθησιν και σοφίαν γελοίαν, αλλ' η οδός που θα σε φέρη εις την δόξαν θα είνε σύντομος· διότι και κοινός άνθρωπος εάν είσαι, όπως βυρσοδέψης ή παστοπώλης, μαραγκός ή αργυραμοιβός (93) , τούτο δεν θα σε εμποδίση να γίνης περίφημος, αρκεί να έχης αναίδειαν και θράσος και να μάθης καλά να υβρίζης.
ΑΓΟΡ. Δι' αυτά δεν σε χρειάζομαι· ναύτης όμως ή κηπουρός δύνασαι εν ανάγκη να γίνης, εάν θέλουν να σε δώσουν το πολύ για δυο οβολούς.
ΕΡΜ. Πάρε τον. Ευχαρίστως θα τον ξεφορτωθούμε, διότι μας ζαλίζει με τας κραυγάς του και όλους αδιακρίτως υβρίζει και κακολογεί.
ΖΕΥΣ. Κάλεσε άλλον, εκείνον τον Κυρηναίον, ο οποίος φορεί πορφύραν και έχει στέφανον επί της κεφαλής του. (94)
ΕΡΜ. Παρακαλώ να γίνη ησυχία, διότι το αντικείμενον είνε πολυτελές και έχει ανάγκην πλουσίων αγοραστών. Πρόκειται περί βίου ευχαρίστου, βίου τρισευτυχούς. Ποιος θέλει μίαν ζωήν ηδυπαθή; Ποιος θέλει ν' αγοράση αυτό το αβρότατον υποκείμενον;
ΑΓΟΡ. Πλησίασε και λέγε τι γνωρίζεις και θα σε αγοράσω αν δύνασαι να μου είσαι χρήσιμος.
ΕΡΜ. Μη τον ενοχλής, φίλε μου, και μη χάνης τα λόγια σου, διότι είνε μεθυσμένος και δεν θα σου απαντήση· ως βλέπεις, τραυλίζει.
ΑΓΟΡ. Και ποιος έχασε τα μυαλά του ν' αγοράση ένα δούλον τόσον διεφθαρμένον και ακόλαστον; Αλλά και τι μυρωδιές έχει πάνω του! Και πώς τρικλίζει και φαίνεται έτοιμος να πέση! Αλλά λέγε μου τουλάχιστον συ, ω Ερμή, τι γνωρίζει και ποίαν τέχνην επαγγέλεται.
ΕΡΜ. Κυρίως είνε καλός φίλος και ευχάριστος συμπότης και χορευτής· θα είνε πολύ διασκεδαστικός εις ένα αφέντην ο οποίος ρέπει εις τους έρωτας και εις την ασωτείαν. Αλλ' είνε και τέλειος σοφός εις την παρασκευήν των φαγητών και των γλυκυσμάτων και εν γένει είνε επιστήμων εις την καλοπέρασιν. Εσπούδασε εις τας Αθήνας και υπηρέτησεν έπειτα τους τυράννους της Σικελίας και εξετιμάτο πολύ παρ' αυτών. Το κυριώτερον δόγμα του είνε να καταφρονή τα πάντα και συγχρόνως να επωφελήται τα πάντα και να λαμβάνη την ηδονήν όπου την ευρίσκει.
ΑΓΟΡ. Λοιπόν ν' αποταθής εις άλλον από αυτούς τους πλουσίους που έχουν πολλά χρήματα· εγώ δεν είμαι κατάλληλος ν'αγοράσω ένα τέτοιον γλεντζέν.
ΕΡΜ. Φαίνεται ότι θα μας μείνη απώλητος αυτός.
ΖΕΥΣ. Ας αποσυρθή και φέρε άλλον. Ας έλθουν αυτοί οι δύο, αυτός από τα Άβδυρα που γελά και ο άλλος από την Έφεσον που κλαίει, θέλω να τους πωλήσωμεν και τους δύο ομού.
ΕΡΜ. Κατεβήτε εις το μέσον. Πωλούνται δύο άριστοι βίοι, οι σοφώτατοι εξ όλων.
ΑΓΟΡ. Τι αντίθετοι που είνε! Ο ένας δεν παύει να γελά. Ο άλλος φαίνεται ως να κλαίη τον πατέρα του. Δεν μου λες εσύ, γιατί γελάς;
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ. Ερωτάς; Διότι όλα όσα κάνετε μου φαίνονται γελοία και σεις γελοίοι.
ΑΓΟΡ. Πώς είπες; Μάς εμπαίζεις όλους και περιφρονείς τα πράγματα εις τα οποία ασχολούμεθα;
ΔΗΜ. Αυτό είνε· δεν βλέπω τίποτε το σπουδαίον εις αυτά και τα πάντα είνε κενά και ατόμων φορά και απειρία.
ΑΓΟΡ. Όχι δα· συ είσαι αληθινά κενός και άπειρος του κόσμου. Αλλά δεν θα παύσης να γελάς; Τι αυθάδεια είνε αυτή; Και συ, φίλε μου, διατί κλαίεις; Μου φαίνεται ότι είνε προτιμότερον να ομιλή κανείς με σένα.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ. Τα ανθρώπινα πράγματα μου φαίνονται, ξένε, θλιβερά και αξιοδάκρυτα και τίποτε εξ αυτών δεν τρέχει προς το καλόν. Σας λυπούμαι λοιπόν και οδύρομαι· και τα μεν παρόντα δεν θεωρώ σπουδαία, τα δε μέλλοντα προβλέπω τρομερά· εννοώ την πυρπόλησιν και την καταστροφήν του σύμπαντος. Δι' αυτά κλαίω και διότι τίποτε δεν είνε στερεόν και όλα συστρέφονται εις ένα κυκεώνα και είνε το αυτό η τέρψις και η θλίψις, η γνώσις και η άγνοια, το μέγα και το μικρόν. Όλα περιστρέφονται και συναλλάσσονται εις το παιγνίδι των αιώνων.
ΑΓΟΡ. Και τι είνε ο αιών;
ΗΡΑΚΛ. Ένα παιδί το οποίον παίζει πεσσούς (95) και φιλονεικεί.
ΑΓΟΡ. Και οι άνθρωποι;
ΗΡΑΚΛ. Θεοί θνητοί.
ΑΓΟΡ. Οι δε θεοί;
ΗΡΑΚΛ. Άνθρωποι αθάνατοι.
ΑΓΟΡ. Αινίγματα μου λέγεις, φίλε μου, ή γρίφους συνθέτεις; Οι λόγοι σου είνε σκοτεινοί όπως οι χρησμοί του Λοξίου Απόλλωνος.
ΗΡΑΚΛ. Διότι δεν έχετε καμμίαν σημασίαν δι' εμέ.
ΑΓΟΡ. Αλλά τότε δεν θα σ' αγοράση κανείς που τα έχει σωστά.
ΗΡΑΚΛ. Και εγώ σας περιφρονώ εξ ίσου και τους αγοράζοντας και τους μη αγοράζοντας.
ΑΓΟΡ. Αυτός μου φαίνεται ότι δεν είνε καλά στα μυαλά του. Ούτε τον ένα, ούτε τον άλλον θ' αγοράσω.
ΕΡΜ. Και αυτοί θα μείνουν απώλητοι.
ΖΕΥΣ. Κάλεσε άλλον.
ΕΡΜ. Θέλεις να καλέσω τον Αθήναιον εκείνον τον πολύλογον;
ΖΕΥΣ. Μάλιστα.
ΕΡΜ. Έλα λοιπόν συ. Πωλείται βίος αγαθός και συνετός. Ποιος θ' αγοράση ένα τόσον αξιοσέβαστον πρόσωπον;
ΑΓΟΡ. Δεν μου λες τι κυρίως ξέρεις εσύ;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Είμαι παιδεραστής και σοφός εις τα του έρωτος.
ΑΓΟΡ. Ωραία! Και θέλεις να σε αγοράσω εγώ και να σε πάρω παιδαγωγόν εις το παιδί μου, που είνε καλοκαμωμένο;
ΣΩΚΡ. Και ποιος από εμένα είνε καταλληλότερος να συναναστρέφεται ένα ωραίον νέον; Διότι δεν είμαι των σωμάτων εραστής αλλά των ωραίων ψυχών, θα τους ακούσης να λέγουν ότι και όταν συνέβη να κοιμηθούν μαζή μου υπό το αυτό σκέπασμα δεν έπαθαν τίποτε κακόν εκ μέρους μου (96) .
ΑΓΟΡ. Αυτά να τα λες αλλού, ότι είσαι παιδεραστής και περιορίζεσαι μόνον εις την ψυχήν των παιδιών, ενώ δύνασαι να πας και πάρα πέρα, αφού κοιμάσθε υπό το αυτό σκέπασμα.
ΣΩΚΡ. Σου ορκίζομαι εις τον σκύλον και εις τον πλάτανον ότι αυτή είνε η αλήθεια (97) .
ΑΓΟΡ. Τι θεοί είνε αυτοί εις τους οποίους ορκίζεσαι;
ΣΩΚΡ. Γιατί; Δεν νομίζεις ότι είνε θεός ο σκύλος; Δεν γνωρίζεις ότι ο Άνουβις ο θεός των Αιγυπτίων είνε κυνοκέφαλος, επίσης δε ο Σείριος εις τον ουρανόν και ο Κέρβερος εις τον Άδην;
ΑΓΟΡ. Καλά λες, το λάθος είνε δικό μου. Αλλά κατά ποίον τρόπον ζης;
ΣΩΚΡ. Κατοικώ εις μίαν πόλιν την οποίαν κατεσκεύασα διά τον εαυτόν μου, μεταχειρίζομαι δε πολίτευμα εντελώς ιδιαίτερον και νόμους δικούς μου.
ΑΓΟΡ. Ήθελα ν' ακούσω κανένα από τους νόμους σου.
ΣΩΚΡ. Άκουσε ένα από τους κυριωτέρους, ο οποίος αφορά τας γυναίκας. Κατά τους νόμους μου, καμμία εκ των γυναικών δεν πρέπει να ανήκη εις ένα και μόνον άνδρα, αλλά να παραδίδεται εις πάντα βουλόμενον.
ΑΓΟΡ. Τι είνε αυτά που λες; Καταργείς τους περί μοιχείας νόμους;
ΣΩΚΡ. Βέβαια και όλας τας περί των τοιούτων μικρολογίας.
ΑΓΟΡ. Και τι φρονείς περί των ωραίων παιδιών;
ΣΩΚΡ. Η αγάπη των πρέπει να είνε η αμοιβή των εναρέτων ανδρών και των ανδραγαθούντων.
ΑΓΟΡ. Ωραία αμοιβή. Η δε σοφία σου εις τι κυρίως συνίσταται;
ΣΩΚΡ. Εις τας ιδέας και εις τα παραδείγματα των όντων· διότι πάντα όσα βλέπεις, η γη και τα υπάρχοντα επί της γης, ο ουρανός και η θάλασσα, έχουν εικόνας αι οποίαι στέκονται αόρατοι έξω των όλων.
ΑΓΟΡ. Και πού στέκονται;
ΣΩΚΡ. Πουθενά. Διότι αν ήσαν κάπου, δεν θα ήσαν.
ΑΓΟΡ. Αυτάς τας εικόνας και τα παραδείγματα που λέγεις δεν τα βλέπω.
ΣΩΚΡ. Επόμενον είνε, διότι είσαι τυφλός την ψυχήν. Εγώ όμως βλέπω εικόνας, βλέπω το δικό σου το αόρατον αντίτυπον, όπως και το δικό μου και εν γένει όλα τα βλέπω διπλά.
ΑΓΟΡ. Πρέπει να σε αγοράσω, διότι βλέπω ότι είσαι σοφός και οξυδερκής. Τι ζητείς δι' αυτόν συ ο κήρυξ;
ΕΡΜ. Δόσε δύο τάλαντα.
ΑΓΟΡ. Τον αγόρασα εις αυτήν την τιμήν, αλλά τα χρήματα θα τα πληρώσω αργότερα.
ΕΡΜ. Το όνομά σου;
ΑΓΟΡ. Δίων ο Συρακούσιος (98) .
ΕΡΜ. Να τον χαίρεσαι. Έλα τώρα συ ο Επικούρειος. Ποιος τον θέλει αυτόν; Είνε μαθητής εκείνου που γελά και του άλλου του μεθυσμένου, τους οποίους προ ολίγου είχαμεν εκθέση εις δημοπρασίαν. Διαφέρει μόνον από αυτούς ότι είνε ασεβέστερος. Κατά τα άλλα είνε και αυτός ευχάριστος και καλοφαγάς.
ΑΓΟΡ. Και η τιμή;
ΕΡΜ. Δύο μναι.
ΑΓΟΡ. Λάβε τις· αλλά θέλω να μάθω ποία φαγητά του αρέσουν περισσότερον.
ΕΡΜ. Αγαπά τα γλυκά και τα μελιτώδη, προ πάντων δε τα σύκα.
ΑΓΟΡ. Δεν θα είνε δύσκολον να τον τρέφωμεν θα του αγοράσω κάμποσες τσαπέλες σύκα της Καρίας.
ΖΕΥΣ. Άλλον κάλεσε, εκείνον που είνε κουρεμμένος σύρριζα και σκυθρωπός, τον Στωικόν.
ΕΡΜ. Καλά λέγεις, διότι πολλοί από τους αγοραστάς αυτόν περιμένουν. Πωλείται η προσωποποίησις της αρετής, η τελειωτάτη ζωή. Ποιος θέλει να γνωρίζη τα πάντα μόνος εξ όλων των ανθρώπων;
ΑΓΟΡ. Πώς το είπες αυτό;
ΕΡΜ. Αυτός είνε ο μόνος σοφός, ο μόνος ωραίος, ο μόνος δίκαιος, ανδρείος, βασιλεύς, ρήτωρ, πλούσιος, νομοθέτης και ό,τι άλλο θέλετε (99) .
ΑΓΟΡ. Λοιπόν θα είνε και μάγειρος και βυρσοδέψης και ξυλουργός και τα τοιαύτα.
ΕΡΜ. Φαίνεται.
ΑΓΟΡ. Πλησίασε, φίλε μου, και λέγε μου ποίος είσαι και εν πρώτοις εάν λυπήσαι διότι πωλείσαι ως δούλος.
ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ. Παντάπασι, διότι αυτά τα πράγματα δεν εξαρτώνται από ημάς και όσα δεν εξαρτώνται από ημάς είνε αδιάφορα (100) .
ΑΓΟΡ. Δεν σ' εννοώ.
ΧΡΥΣ. Δεν ξέρεις ότι εκ των τοιούτων άλλα μεν είνε προηγμένα, άλλα δε εξ εναντίας αποπροηγμένα;
ΑΓΟΡ Ούτε τώρα σ' εννοώ.
ΧΡΥΣ. Δεν είνε παράδοξον, διότι δεν είσαι συνειθισμένος εις τους ημετέρους όρους, ούτε έχεις την καταληπτικήν φαντασίαν. Οι σπουδαίοι όμως οι οποίοι εδιδάχθησαν την λογικήν θεωρίαν, όχι μόνον αυτά γνωρίζουν αλλά και το σύμβαμα και παρασύμβαμα και την διαφοράν η οποία υπάρχει μεταξύ των.
ΑΓΟΡ. Σ' εξορκίζω εις την σοφίαν σου να μου εξηγήσης τουλάχιστον τι είνε το σύμβαμα και τι το παρασύμβαμα, διότι δεν ξέρω πώς ο ρυθμός αυτών των λέξεων μου έκαμεν εντύπωσιν.
ΧΡΥΣ. Δεν έχω καμμίαν δυσκολίαν· αν ένας χωλός σκοντάψη με το κουτσό του το πόδι εις πέτραν και πληγωθή, το μεν προηγούμενον δυστύχημα το οποίον τον έκαμε να χωλαίνη είνε σύμβαμα, η δε δευτέρα πληγή παρασύμβαμα.
ΑΓΟΡ. Θαυμάζω την σοφίαν σου. Και τι άλλο ξέρεις;
ΧΡΥΣ. Τας πλεκτάνας των λόγων εις τας οποίας συλλαμβάνω και δεσμεύω εκείνους οι οποίοι συζητούν μετ' εμού και τους αποστομόνω ως με φίμωτρον· η δύναμις δε αύτη είνε ο περίφημος συλλογισμός.
ΑΓΟΡ. Πολύ δυνατόν όπλον και επίφοβον, μα τον Ηρακλήν.
ΧΡΥΣ. Ορίστε εν παράδειγμα· έχεις παιδί;
ΑΓΟΡ. Γιατί ρωτάς;
ΧΡΥΣ. Διά να υποθέσωμεν ότι περιπλανάται πλησίον του ποταμού και το αρπάζει ένας κροκόδειλος, ο οποίος έπειτα σου υπόσχεται να σου το αποδώση εάν του είπης τι ακριβώς σκέπτεται, να σου δώση ή να μη σου δώση το παιδί. Λοιπόν τι θα πης ότι σκέπτεται;
ΑΓΟΡ. Δύσκολη απάντηση μου ζητάς. Δεν γνωρίζω τι να πω διά να σώσω το παιδί μου. Λοιπόν πες μου συ, σε παρακαλώ, πώς να το σώσω πριν προφθάση και το καταπιή.
ΧΡΥΣ. Μη φοβάσαι, (101) θα σου μάθω και άλλα πολύ θαυμαστότερα πράγματα.
ΑΓΟΡ. Ποία;
ΧΡΥΣ. Τον θεριστικόν και τον κυριεύοντα (102) συλλογισμόν, εκτός δε τούτων την Ηλέκτραν και τον εγκεκαλυμμένον.
ΑΓΟΡ. Τι εννοείς με αυτόν τον εγκεκαλυμμένον και ποιά είνε αυτή η Ηλέκτρα;
ΧΡΥΣ. Είνε η περίφημος Ηλέκτρα, η κόρη του Αγαμέμνονος, η οποία τα αυτά πράγματα εγνώριζε και δεν εγνώριζε· διότι όταν ευρίσκετο ενώπιόν της ο Ορέστης, ο οποίος δεν την εγνώριζεν, αυτή εγνώριζε μεν τον Ορέστην ότι ήτο αδελφός της, αλλ' ότι εκείνος ήτο ο Ορέστης το ηγνόει. Τώρα θα σου εξηγήσω και τον εγκεκαλυμμένον συλλογισμόν, ο οποίος είνε εκ των πλέον Θαυμαστών. Ειπέ μου, γνωρίζεις τον πατέρα σου;
ΑΓΟΡ. Ναι.
ΧΡΥΣ. Λοιπόν εάν σου παρουσιάσω ένα άνθρωπον σκεπασμένον θα τον γνωρίσης; Τι θα πης;
ΑΓΟΡ. Βέβαια θα πω ότι δεν τον γνωρίζω.
ΧΡΥΣ. Αλλ' όμως αυτός είνε ο πατέρας σου· ώστε εάν τον αγνοής, επόμενον είνε ότι αγνοής τον πατέρα σου.
ΑΓΟΡ. Όχι δα, διότι θα τον ξεσκεπάσω και θα μάθω την αλήθειαν. Δεν μου λες τώρα και τον σκοπόν της σοφίας σου και τι θα πράξης όταν θα φθάσης εις την κορυφήν της αρετής; (103)
ΧΡΥΣ. θα απολαύσω εκείνα τα οποία ως εκ της φύσεώς των κατέχουν την πρώτην θέσιν εις την ευτυχίαν, εννοώ τον πλούτον, την υγείαν και τα τοιαύτα. Αλλά προ τούτου είνε ανάγκη να κοπιάση κανείς, πολύ, σκυμμένος επί βιβλίων ψιλογραμμένων, να συναθροίζη σχόλια και να παραγεμίζη την μνήμην του από σολοικισμούς και ανοήτους λέξεις (104) · και το σπουδαιότερον είνε ότι δεν επιτρέπεται να γίνης σοφός εάν δεν πίης τρις κατά σειράν ελλέβορον.
ΑΓΟΡ. Πολύ ευγενή αυτά και εξόχως ανδροπρεπή. Αλλά το να γίνη κανείς, Γνίφων (105) και τοκογλύφος — διότι και αυτό, βλέπω, το προσόν το έχεις — πώς πρέπει να το θεωρήσωμεν δι' άνθρωπον ο οποίος ήδη κατέπιε τον ελλέβορον και κατέστη τέλειος διά την αρετήν;
ΧΡΥΣ. Μόνον εις τον σοφόν αρμόζει να δανείζη με τόκον διότι αφού ο συλλογισμός είνε η κυριωτέρα αυτού ασχολία, τα δε δάνεια και οι λογαριασμοί φαίνονται συγγενή προς τους συλλογισμούς, μόνον εις τους σπουδαίους ανήκει και τούτο όπως εκείνο, και δεν πρέπει μόνον να λαμβάνη απλούς, όπως οι άλλοι, τους τόκους, αλλά διπλούς, τόκους των τόκων. Δεν πιστεύω ν' αγνοής ότι είνε δύο ειδών τόκοι, οι πρώτοι και οι δεύτεροι, οι οποίοι είνε ως απόγονοι των πρώτων. Αλλά και κατά τον φιλοσοφικόν συλλογισμόν, ο λαμβάνων τον πρώτον τόκον θα λάβη και τον δεύτερον· αλλά θα λάβη τον πρώτον, άρα θα λάβη και τον δεύτερον.
ΑΓΟΡ. Λοιπόν και περί των μισθών, τους οποίους συ λαμβάνεις παρά των νέων διά να τους διδάσκης την σοφίαν σου, πρέπει το αυτό να είπωμεν και πρέπει να συμπεράνωμεν ότι μόνον οι σοφοί πρέπει να αμοίβωνται με χρήματα διά την αρετήν των;
ΧΡΥΣ. Αυτό ακριβώς· διότι δεν λαμβάνω την αμοιβήν χάριν του εαυτού μου, αλλά χάριν του δίδοντος. Επειδή εκ των ανθρώπων άλλοι μεν πρέπει να εκχύνουν τον πλούτον, άλλοι δε να δέχωνται, εγώ φροντίζω να γίνωμαι δεκτικός, τον δε μαθητήν διδάσκω να εκχύνη.
ΑΓΟΡ. Και όμως το εναντίον έπρεπε να γίνεται, ο νέος να είνε δεκτικός συ δε ο οποίος είσαι ο μόνος πλούσιος να εκχύνης.
ΧΡΥΣ. Εμπαίζεις, αλλά πρόσεξε μήπως σου εκσφενδονίσω κανένα αναπόδεικτον συλλογισμόν.
ΑΓΟΡ. Και τι έχω να φοβηθώ από τοιούτον κτύπημα;
ΧΡΥΣ. θα περιπέσης εις αμηχανίαν και σιωπήν και θα περιέλθη εις σύγχυσιν το πνεύμα σου. Και το σοβαρώτερον είνε ότι, αν θέλω, θα σε αποδείξω εις μίαν στιγμήν λίθον.
ΑΓΟΡ. Πώς λίθον; Διότι δεν μου φαίνεσαι να είσαι ο Περσεύς, αγαπητέ.
ΧΡΥΣ. Ιδού πώς· ο λίθος είνε σώμα;
ΑΓΟΡ. Ναι.
ΧΡΥΣ. Το δε ζώον δεν είνε σώμα;
ΑΓΟΡ. Είνε.
ΧΡΥΣ. Συ δε είσαι ζώον;
ΑΓΟΡ. Φαίνεται.
ΧΡΥΣ. Άρα είσαι λίθος, αφού είσαι σώμα.
ΑΓΟΡ. Σ' εξορκίζω μη μ' αφήσης να μείνω λίθος, αλλ' ανάλυσε με και κάμε με εκ νέου άνθρωπον.
ΧΡΥΣ. Δεν είνε δύσκολον θα γίνης πάλιν άνθρωπος. Λοιπόν ειπέ μου, παν σώμα είνε ζώον;
ΑΓΟΡ. Όχι.
ΧΡΥΣ. Ο δε λίθος είνε ζώον;
ΑΓΟΡ. Όχι.
ΧΡΥΣ. Συ δε είσαι σώμα;
ΑΓΟΡ. Ναι.
ΧΡΥΣ. Αφού δε είσαι σώμα, είσαι ζώον;
ΑΓΟΡ. Ναι.
ΧΡΥΣ. Επομένως δεν είσαι λίθος, αφού είσαι ζώον.
ΑΓΟΡ. Ευχαριστώ, αδελφέ, διότι είχαν αρχίση τα πόδια μου να ξεπαγιάζουν και ν' απολιθούνται, όπως της Νιόβης. Τέλος πάντων θα σ' αγοράσω. Αλλά δεν μου λες, πόσον θα πληρώσω;
ΕΡΜ. Δώδεκα μνας.
ΑΓΟΡ. Λάβε.
ΕΡΜ. Μόνος σου τον αγόρασες;
ΑΓΟΡ. Όχι, αλλ' όλοι αυτοί που βλέπεις.
ΕΡΜ. Είνε πολλοί και με ώμους δυνατούς και άξιοι του θεριστικού συλλογισμού.
ΖΕΥΣ. Μη χρονοτριβής, αλλά κάλεσε εκείνον τον Περιπατητικόν.
ΕΡΜ. Έλα συ ο ωραίος και πλούσιος. Ποιος θέλει ν' αγοράση τον σοφώτατον αυτόν, ο οποίος γνωρίζει τα πάντα;
ΑΓΟΡ. Και ποίας ιδιότητας έχει;
ΕΡΜ, Είνε μετριοπαθής, πράος, καλόβολος και, το σπουδαιότερον, διπλούς.
ΑΓΟΡ. Δηλαδή;
ΕΡΜ. Άλλος ο φαινόμενος και άλλος ο εσωτερικός· ώστε, αν τον αγοράσης, να ενθυμήσαι να διακρίνης εις αυτόν τον εσωτερικόν και τον εξωτερικόν άνθρωπον.
ΑΓΟΡ. Ποία δε είνε η κυριωτέρα γνώσις του;
ΕΡΜ. Ότι τα αγαθά είνε τρία, τα ψυχικά, τα σωματικά και τα έξω τούτων.
ΑΓΟΡ. Λογικά είνε αυτά. Και η τιμή του;
ΕΡΜ. Είκοσι μνας.
ΑΓΟΡ. Πολλά ζητάς.
ΕΡΜ. Όχι, φίλε μου, διότι αυτός φαίνεται ότι έχει χρήματα και καλά θα κάμης να τον αγοράσης το ταχύτερον. Εκτός δε των άλλων θα μάθης παρ' αυτού πόσον καιρόν ζη το κουνούπι, εις πόσον δε βάθος της θαλάσσης φθάνει το φως του ήλιου και τι είνε η ψυχή των στρειδιών.
ΑΓΟΡ. Πολύ λεπτολόγος.
ΕΡΜ. Και τι θα πης αν ακούσης άλλα πράγματα πολύ λεπτότερα, περί σπέρματος και γονιμοποιήσεως και περί σχηματισμού του εμβρύου εντός της μήτρας, και ότι ο μεν άνθρωπος είνε ον γελαστικόν, ο δε όνος όχι γελαστικόν, ούτε γνωρίζει να οικοδομή ή να ταξειδεύη.
ΑΓΟΡ. Πολύ θαυμάσια αυτά τα μαθήματα και πρακτικά (106) , ώστε τον αγοράζω είκοσι μνας.
ΕΡΜ. Καλά.
ΖΕΥΣ. Ποίος μας μένει ακόμη;
ΕΡΜ. Αυτός ο Σκεπτικός. Έλα συ, Πυρρία (107) , πλησίασε και κάνε γλίγορα να τελειώνωμεν. Οι περισσότεροι επωλήθησαν και δεν έχομεν καιρόν να χάνωμεν. Ποιος θέλει ν' αγοράση αυτόν εδώ;
ΑΓΟΡ. Εγώ· αλλά πες μου πρώτον τι ξέρεις εσύ;
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ. Ουδέν.
ΑΓΟΡ. Πώς είπες;
ΦΙΛ. Διότι δεν πιστεύω ότι υπάρχει τίποτε απολύτως.
ΑΓΟΡ. Ώστε ούτε ημείς υπάρχομεν;
ΦΙΛ. Ούτε αυτό το γνωρίζω.
ΑΓΟΡ. Ούτε ότι συ υπάρχεις;
ΦΙΛ. Ακόμη περισσότερον αγνοώ τούτο.
ΑΓΟΡ. Τι άγνοια είνε αυτή; Και τι τις θέλεις αυτές τις ζυγαριές;
ΦΙΛ. Ζυγίζω εις αυτάς τας σκέψεις και τας εξισώνω· όταν δε τας εύρω εντελώς ομοίας και ισοβαρείς, τότε προ πάντων δεν γνωρίζω ποία είνε η αληθεστέρα.
ΑΓΟΡ. Και από τα άλλα εις τι προ πάντων καταγίνεσαι επιτυχώς;
ΦΙΛ. Πράττω τα πάντα και αποφεύγω μόνον να καταδιώκω φυγάδα (108) .
ΑΓΟΡ. Και διατί τούτο σου είνε αδύνατον;
ΦΙΛ. Διότι, φίλε μου, δεν δύναμαι να τον συλλάβω.
ΑΓΟΡ. Αυτό το εννοώ, διότι φαίνεσαι βραδύς και νωθρός. Αλλ' ο σκοπός της επιστήμης σου ποιος είνε;
ΦΙΛ. Η άγνοια και ούτε ν' ακούω ούτε να βλέπω.
ΑΓΟΡ. Λοιπόν θέλεις να πης ότι είσαι τυφλός και κωφός συγχρόνως;
ΦΙΛ. Και άκριτος προσέτι και αναίσθητος και εν γένει ουδόλως διαφέρω από τον σκώληκα.
ΑΓΟΡ. Δι' όλα αυτά αξίζεις να σε αγοράσω. Πόσον πωλείται αυτός εδώ;
ΕΡΜ. Μίαν μναν αττικήν.
ΑΓΟΡ. Λάβε την. Ήκουσες; Σε αγόρασα.
ΦΙΛ. Αυτό δεν είνε βέβαιον.
ΑΓΟΡ. Πώς δεν είνε βέβαιον, αφού εμέτρησα τα χρήματα;
ΦΙΛ. Διστάζω δι' αυτό και σκέπτομαι (109) .
ΑΓΟΡ. Και όμως πρέπει να με ακολουθήσης αφού είσαι δούλος μου.
ΦΙΛ. Ποίος γνωρίζει αν αυτά τα οποία λέγεις είνε αληθή;
ΑΓΟΡ. Το γνωρίζουν ο κήρυξ, η μνα που έδωκα και οι παρόντες.
ΦΙΛ. Υπάρχουν και άλλοι εδώ;
ΑΓΟΡ. Μετ' ολίγον θα σε βάλω να γυρίζης τον μύλον κι' εκεί θα πεισθής με δυσάρεστα επιχειρήματα ότι είμαι ο αφέντης σου.
ΦΙΛ. Να είσαι διστακτικός δι' αυτό.
ΑΓΟΡ. Το απεφάσισα ήδη.
ΕΡΜ. Παύσε ν' αντιτείνης και ακολούθησε τον αγοραστήν σου. Εσάς δε τους άλλους θα σας καλέσωμεν αύριον, όταν θα εκθέσωμεν εις δημοπρασίαν τα λαϊκά και βάναυσα και αγοραία επαγγέλματα.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κτυπάτε, κτυπάτε τον αχρείον με λίθους πολλούς, κτυπάτε τον
με βώλους και κεραμίδια, κτυπάτε τον με ξύλα, διά να μη μας ξεφύγη.
Εμπρός, Πλάτων, κτύπα· και συ Χρύσιππε, και συ ο άλλος. Όλοι ας
ορμήσωμεν εναντίον του,
ως πήρη πήρηφιν αρήγη, βάκτρα δε βάκνροις (110) ·
διότι είνε κοινός εχθρός και δεν αφήκε κανένα εξ ημών ανύβριστον. Συ δε, Διογένη, ιδού σου παρουσιάζεται η καλλιτέρα ευκαιρία διά να μεταχειρισθής το ξύλον. Μη τον αφήνετε· ας τιμωρηθή, αναλόγως των συκοφαντιών του. Τι, εκουρασθήκατε, Επίκουρε και Αρίστιππε; και όμως δεν έπρεπε.
Ανέρες έστε, σοφοί, μνήσασθε δε θούριδος οργής (111) ·
Αριστοτέλη, κάμε πιο γρήγορα. Λαμπρά, συνελήφθη το θηρίον. Επί τέλους σε κρατούμεν, αχρείε, και θα μάθης εντός ολίγου ποίοι είμεθα ημείς τους οποίους εκακολόγεις. Αλλά κατά ποίον τρόπον πρέπει να τον τιμωρήσωμεν; Πρέπει να επινοήσωμεν ένα θάνατον με διαφόρους βασάνους, ώστε να μας ικανοποίηση όλους· διότι δι' όσα έπραξεν εις έκαστον εξ ημών ιδιαιτέρως είνε άξιος θανάτου.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ Α'. Κατά τα την γνώμην μου πρέπει να ανασκολοπισθή.
ΦΙΛ. Β'. Αφού όμως μαστιγωθή πρώτα.
ΦΙΛ. Γ'. Να του εξορυχθούν οι οφθαλμοί.
ΦΙΛ. Δ'. Προηγουμένως όμως να του αποκόψωμεν την γλώσσαν.
ΣΩΚΡ. Συ δε, Εμπεδοκλή, ποίαν γνώμην έχεις;
ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ. Πρέπει να ριφθή εις τους κρατήρας της Αίτνας, διά να μάθη να μη υβρίζη τους καλλιτέρους του.
ΠΛΑΤΩΝ. Και όμως το καλλίτερον θα ήτο, ως ο Πενθεύς ή ο Ορφεύς,
λακιστόν εν πέτραισιν ευρέσθαι μόρον (112) ,
διά να λάβη έκαστος ένα κομμάτι και να φύγη...
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ. Όχι σας παρακαλώ· σας εξορκίζω εις τον ικέσιον Δία να με λυπηθήτε.
ΣΩΚΡ. Μη χάνης τα λόγια σου· τώρα πλέον δεν σώζεσαι. Ξέρεις και τι λέγει ο Όμηρος,
ως ουκ έστι λέουσι και ανδράσιν όρκια πιστά (113) .
ΛΟΥΚ. Και εγώ με στίχους του Ομήρου θα σας ικετεύσω και ίσως εκ σεβασμού προς τα Ομηρικά έπη θα φανήτε επιεικείς.
Ζωγρείτ' ου κακόν άνδρα και άξια δέχθε
άποινα
χαλκόν τε χρυσόν τε, τα δη φιλέουσι σοφοί περ
(114)
.
ΠΛΑΤΩΝ. Αλλ' ούτε ημείς Θα δυσκολευθώμεν να σου απαντήσωμεν με Ομηρικούς στίχους. Άκουσε λοιπόν:
μη δη μοι φύξιν γε, κακηγόρε, βάλλεο
θυμώ
χρυσόν περ λέξας, επεί ίκεο χείρας ες αμάς
(115)
.
ΛΟΥΚ. Ω δυστυχία μου! ο Όμηρος εις τον οποίον είχα τας μεγαλειτέρας μου ελπίδας εις ουδέν με ωφέλησε. Πρέπει να καταφύγω εις τον Ευριπίδην και ίσως εκείνος με σώση.
Μη κτείνε· τον ικέτην γαρ ου θέμις κτανείν (116) .
ΠΛΑΤ. Μήπως ο Ευριπίδης δεν είπε και τα εξής :
Ού δεινά πάσχειν δεινά τοις ειργασμένοις (117) ;
ΛΟΥΚ. Λοιπόν διά τοιούτους ματαίους λόγους Θα με καταδικάσετε εις θάνατον;
ΠΛΑΤ. Διατί όχι; Μήπως ο ίδιος δεν λέγει και το εξής;
Αχαλίνων στομάτων
ανόμου τ' αφροσύνας
το τέλος δυστυχία
(118)
.
ΛΟΥΚ. Λοιπόν, αφού απεφασίσθη ο θάνατός μου και δεν υπάρχει τρόπος να τον αποφύγω, σας παρακαλώ τουλάχιστον να μου ειπήτε ποίοι είσθε και τι τόσον μέγα κακόν σας έκαμα, ώστε η οργή σας εναντίον μου να είνε τόσον αμείλικτος και να ζητήτε τον θάνατόν μου.
ΠΛΑΤ. Διά τα κακά τα οποία μας έκαμες να ερωτάς τον εαυτόν σου, κακούργε, και τους ωραίους εκείνους λόγους σου, εις τους οποίους και αυτήν την φιλοσοφίαν εκακολόγεις και ημάς ύβριζες και μας επώλεις εις δημοπρασίαν άνδρας σοφούς και το σπουδαιότερον ελευθέρους. Διά τούτο αγανακτήσαντες εζητήσαμεν άδειαν από τον Πλούτωνα, ο Χρύσιππος αυτός, ο Επίκουρος και ο Πλάτων εγώ και ο Αριστοτέλης εκείνος και αυτός που σιωπά ο Πυθαγόρας, ο Διογένης και όλοι όσους διέσυρες εις τα έργα σου.
ΛΟΥΚ. Ανέπνευσα· διότι δεν θα με θανατώσετε εάν μάθετε ποία αισθήματα έθρεφα προς υμάς. Ώστε πετάξετε τους λίθους, αλλά μάλλον φυλάξετέ τους, διότι θα τους μεταχειρισθήτε κατ' εκείνων που είνε άξιοι λιθοβολισμού.
ΠΛΑΤ. Αυτά να σου λείψουν. Συ πρέπει σήμερον να τιμωρηθής με θάνατον και μάλιστα αμέσως.
Λάϊνον έσσο χιτώνα κακών ένεχ' όσα έοργας (119) .
ΛΟΥΚ. Και όμως πρέπει να γνωρίζετε ότι αν φονεύσετε εμέ θα φονεύσετε εκείνον εις τον οποίον προ πάντων έπρεπε να ευγνωμονήτε, ο οποίος είνε οικείος προς υμάς και φίλος και ομόφρων και, αν μου επιτρέπετε να το είπω, προστάτης και φύλαξ της διδασκαλίας σας και πολύ εκοπίασα εξ αγάπης προς υμάς. Προσέξετε λοιπόν να μη φανήτε όμοιοι με τους σημερινούς φιλοσόφους, δηλαδή αχάριστοι και κακοί προς άνθρωπον ο οποίος σας ευηργέτησε.
ΠΛΑΤ. Τι αναισχυντία! Ώστε χάριν σου οφείλομεν διά τας ύβρεις; Νομίζεις ότι ομιλείς προς κτήνη και θέλεις να θεωρήσωμεν ως ευεργεσίαν τας τόσας ύβρεις και συκοφαντίας;
ΛΟΥΚ. Και πού ή πότε εγώ σας ύβρισα, ο οποίος πάντοτε υπήρξα θαυμαστής της φιλοσοφίας και σας υπερεπαινώ; και τα έργα τα οποία λέγω και γράφω πόθεν άλλοθεν ή από σας έλαβα και ως μέλισσα τα απήνθισα και τα επιδεικνύω εις τους ανθρώπους; Οι δε άνθρωποι επαινούν και αναγνωρίζουν έκαστος το άνθος πόθεν, πώς και εκ τίνος το έδρεψα, και φαίνονται μεν ότι επαινούν εμέ διά την ανθολογίαν, πραγματικώς όμως γνωρίζουν χάριν εις υμάς και τον ανθώνα σας, οι οποίοι τοιαύτα άνθη ποικίλα και πολύχρωμα έχετε παραγάγη, δυνάμενα να χρησιμεύσουν και προς δόξαν εκείνου όστις δύναται να συλλέξη και τα συναρμόση, ούτως ώστε να συμφωνούν μεταξύ των και να σχηματίζουν σύνολον αρμονικόν. Είνε λοιπόν δυνατόν άνθρωπος ο οποίος τοιαύτας ευεργεσίας έλαβε παρ' υμών να κατηγορήση τους ευεργέτας του, εξ αιτίας των οποίων και αυτός φαίνεται τώρα ότι είνε κάτι τι; Εκτός εάν έχη τον χαρακτήρα του Θαμίριδος ή του Ευρύτου, ο οποίος ενώ είχε διδαχθή το άσμα παρά των Μουσών, εφέρετο προκλητικώς προς τας Μούσας και ετάνυεν εναντίον του Απόλλωνος το τόξον του, ενώ παρ' αυτού είχε διδαχθή την τοξευτικήν...
ΠΛΑΤ. Ομιλείς ως ρήτωρ και αυτό το οποίον λέγεις είνε αντίθετον προς το πράγμα και μεγαλείτερον αποδεικνύει το θράσος σου, καθότι εις το αδίκημα προσθέτει και την αχαριστίαν, διότι, ενώ παρ' ημών έμαθες να τοξεύης, εναντίον ημών έστρεψες το τόξον σου και ως μόνον σκοπόν είχες να κακολογής όλους ημάς. Αυτήν την αμοιβήν ελάβομεν παρά σου διά την χάριν την οποίαν σου εκάμαμεν να σου αφήσωμεν ανοικτόν των ανθώνα εκείνον και να μη σ' εμποδίσωμεν να κόψης άνθη και αφού έκαμες άφθονον προμήθειαν ν' απέλθης. Διά τούτο είνε δίκαιον να τιμωρηθής διά θανάτου.
ΛΟΥΚ. Βλέπετε ότι ακούετε περισσότερον την οργήν σας παρά το δίκαιον; Δεν εφανταζόμην ποτέ ότι ηδύνατο η οργή να κυριεύη τον Πλάτωνα, τον Χρύσιππον ή τον Αριστοτέλην ή άλλον από σας, αλλ' ενόμιζα ότι μόνοι σεις είσθε απηλλαγμένοι αυτού του πάθους. Σας παρακαλώ μη με θανατώσετε άκριτον και αδίκαστον, διότι και τούτο ήτο γνώμη σας ότι δεν πρέπει να επικρατή η βία και το δίκαιον του ισχυροτέρου, αλλ' αι διαφοραί να λύωνται κατά το δίκαιον και αφού ακουσθούν και τα δύο αντιμαχόμενα μέρη. Ώστε εκλέξατε ένα δικαστήν και απαγγείλλετέ μου κατηγορίαν ή όλοι υμείς ή ένας, τον οποίον θα διορίσετε αντιπρόσωπον οι λοιποί, εγώ δε θα απολογηθώ διά τας κατηγορίας και αν μεν αποδειχθώ ένοχος και το δικαστήριον αναγνωρίση την ενοχήν μου, θα υποστώ την δικαίαν τιμωρίαν· αλλά μη προβήτε εις καμμίαν αυθαιρεσίαν. Εάν δε αποδειχθώ κατά την δίκην αγνός και αθώος, οι δικασταί θα με απολύσουν και σεις τότε θα στρέψετε την οργήν σας εναντίον εκείνων οίτινες σας εξηπάτησαν και σας εξηρέθισαν εναντίον μου.
ΠΛΑΤ. Είνε ως ν' απολύσωμεν τον ίππον εις την πεδιάδα, κατά την παροιμίαν, διά να τον φυλάξωμεν καλλίτερα. Θα γελάσης τους δικαστάς και θα διαφύγης· διότι ως ηκούσαμεν είσαι ρήτωρ και δικηγόρος, πολύ πανούργος εις τους λόγους. Ποίον δικαστήν να βάλωμεν να σε δικάση, τον οποίον να μη δωροδοκήσης, κατά την συνήθειάν σας, και να τον πείσης να ψηφίση υπέρ σου παρά την συνείδησίν του;
ΛΟΥΚ. Δι' αυτό μη ανησυχήτε· δεν θα ζητήσω να γίνη δικαστής κανέν τοιούτον πρόσωπον ύποπτον και αμφιβόλου ακεραιότητος, το οποίον να με αθωώση κατά χάριν ή με δωροδοκίαν. Προτείνω να με δικάση η Φιλοσοφία και σεις μετ' αυτής.
ΠΛΑΤ. Και ποιος θα υποστηρίξη την κατηγορίαν, όταν ημείς θα είμεθα δικασταί;
ΛΟΥΚ. Οι ίδιοι να είσθε κατήγοροι και δικασταί· δεν το φοβούμαι και τούτο. Τόσην πεποίθησιν έχω εις το δίκαιόν μου και εις την δύναμιν των επιχειρημάτων τα οποία θα μεταχειρισθώ εις την απολογίαν μου.
ΠΛΑΤ. Τι λέτε σεις, Πυθαγόρα και Σωκράτη; Μου φαίνεται ότι αι αξιώσεις του δεν είνε παράλογοι.
ΣΩΚΡ. Τι άλλο παρά να πάμε εις το δικαστήριον, να παραλάβωμεν δε και την Φιλοσοφίαν και εκεί ν' ακούσωμεν τι απολογείται αυτός ο άνθρωπος; Να τον τιμωρήσωμεν αδίκαστον δεν αρμόζει εις ημάς, αλλ' εις ανθρώπους αμαθείς και οργίλους, οι οποίοι λύουν τας διαφοράς των με το δίκαιον του ισχυροτέρου. Θα δώσωμεν δε και αφορμάς κατηγοριών εις τους κακοβούλους αν λιθοβολήσωμεν άνθρωπον χωρίς να του επιτρέψωμεν ν' απολογηθή, ενώ καυχώμεθα ότι τόσον αγαπώμεν την δικαιοσύνην. Και τι θα είπωμεν τότε περί του Ανύτου και Μελήτου, των κατηγόρων μου, ή περί των τότε δικαστών, εάν αυτός θανατωθή χωρίς ουδόλως να του επιτρέψωμεν ν' απολογηθή;
ΠΛΑΤ. Πολύ σωστά λέγεις, Σωκράτη· ώστε ας πάμε να εύρωμεν την Φιλοσοφίαν. Αυτή ας δικάση και ημείς ας αποδεχθώμεν τας αποφάσεις της.
ΛΟΥΚ. Εύγε, σοφώτατοι, αυτά τα οποία λέγετε τώρα είνε καλλίτερα και νομιμώτερα. Τους λίθους φυλάξετε, όπως σας είπα, διότι θα τους χρειασθήτε ολίγον αργότερα εις το δικαστήριον. Αλλά πού δύναται κανείς να εύρη την Φιλοσοφίαν; Διότι δεν γνωρίζω πού κατοικεί, καίτοι έχω περιπλανηθή επί πολύ προς αναζήτησίν της διότι επεθύμουν να την γνωρίσω και την συναναστραφώ. Συνήντησα διαφόρους με μανδύας και μεγάλας γενειάδας, οίτινες έλεγον ότι προήρχοντο εξ αυτής και, νομίζων ότι την εγνώριζον πραγματικώς, τους ηρώτων αλλ' αυτοί την ηγνόουν πολύ περισσότερον από εμέ και ή δεν μου έδιδον καμμίαν απάντησιν διά να μη φανερώσουν την άγνοιάν των ή άλλην αντ' άλλης θύραν μου εδείκνυον και ούτω μέχρι σήμερον δεν κατώρθωσα ακόμη να εύρω την κατοικίαν της Φιλοσοφίας. Συνέβη πολλάκις ή μόνος να εικάσω ή οδηγούμενος παρ' άλλου να φθάσω εις μίαν θύραν και να νομίζω ότι επί τέλους ανεκάλυψα την ζητουμένην οικίαν, εσυμπέραινα δε τούτο εκ του πλήθους των εισερχομένων και εξερχομένων, οίτινες όλοι ήσαν σκυθρωποί και σοβαροί το παράστημα και εφαίνοντο βυθισμένοι εις σκέψεις. Ανεμίχθην εις αυτούς και εισήλθα. Αλλ' αντί της αληθινής Φιλοσοφίας ευρήκα γύναιον χωρίς καμμίαν απλότητα, μολονότι εφαίνετο προσπαθούσα να φαίνεται αφελής και απεριποίητος. Εντός ολίγου διέκρινα ότι και την κόμην της ήτις εφαίνετο ατημέλητος δεν άφηνεν ακαλλώπιστον και το ένδυμά της δεν ήτο ανεπιτήδευτον· και ήτο πρόδηλον ότι και την ατημελησίαν εκείνην μετεχειρίζετο ως στολισμόν. Διεκρίνετο δε εις το πρόσωπόν της και ολίγον ψιμύθιον και οι λόγοι της ήσαν όλοι εταίρας λόγοι· και όταν την επαινούσαν διά το κάλλος της οι ερασταί της εφαίνετο ευχαριστημένη και αν της έδιδε κανείς χρήματα και δώρα, προθύμως τα εδέχετο και εκ των εραστών τους μεν πλουσίους εκάλει πλησίον της, τους δε πτωχούς ούτε ητένιζε. Πολλάκις δε συνέβη να φανούν δήθεν ακουσίως τα γυμνά μέλη της και τότε έβλεπα ότι εφόρει περιδέραια χρυσά παχύτερα από τους κλοιούς των φυλακισμένων. Έφυγα λοιπόν αμέσως, οικτείρων τους δυστυχείς εκείνους, οίτινες εσύροντο παρ' αυτής ουχί από την μύτην, αλλ' από τα γένεια, και όπως ο Ιξίων, συνευρίσκοντο με σκιάν νομίζοντες ότι ήτο η Ήρα.
ΠΛΑΤ. Αυτό που είπες είνε αληθές, διότι δεν είνε εις όλους γνωστόν ούτε καθένας δύναται ν' ανακαλύψη την θύραν της. Αλλ' είνε περιττόν να πάμε εις την κατοικίαν της· ας την περιμένωμεν εδώ εις τον Κεραμεικόν, όπου θα έλθη μετ' ολίγον επιστρέφουσα εκ της Ακαδημίας, διά να περιπατήση και εις την Ποικίλην, όπως καθ' εκάστην συνειθίζει. Αλλ' ιδού έρχεται. Βλέπεις εκείνην την σεμνήν γυναίκα με το γλυκύ βλέμμα, η οποία βαδίζει σιγά και σκεπτική;
ΛΟΥΚ. Βλέπω πολλάς ομοίας και κατά το ήθος και κατά το βάδισμα και κατά την ενδυμασίαν. Βέβαια η αληθής Φιλοσοφία, θα είνε μία εξ αυτών.
ΠΛΑΤ. Άμα θα ομιλήση θα εννοήσης ποία είνε.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Μπα! Πώς εδώ πάνω ο Πλάτων, ο Χρύσιππος, ο Αριστοτέλης και όλοι οι άλλοι, οι κορυφαίοι εκ των μαθητών μου; Πώς ήλθατε πάλιν εις την ζωήν; Μήπως δεν είσθε ευχαριστημένοι κάτω; Φαίνεσθε θυμωμένοι. Και ποιος είνε αυτός τον οποίον έχετε μαζή σας ως αιχμάλωτον; Μήπως είνε τυμβωρύχος, φονεύς ή ιερόσυλος;
ΠΛΑΤ. Μα τον Δία, Φιλοσοφία, είνε ο ασεβέστερος εξ όλων των ιεροσύλων. Αυτός ετόλμησε να υβρίση και σε την θειοτάτην και ημάς όλους, όσοι κάτι εδιδάχθημεν παρά σου και το αφήκαμεν εις τας επερχομένας γενεάς.
ΦΙΛΟΣ. Και εθυμώσατε διότι ένας άνθρωπος σας εκακολόγησε, ενώ γνωρίζετε πόσα μου ψάλλει εμένα η Κωμωδία εις τα Διονύσια και όμως την θεωρώ φίλην και ούτε εις το δικαστήριον την εκάλεσα, ούτε επήγα να της παραπονεθώ, αλλά την αφήνω να λέγη τα συνειθισμένα της και τα πρέποντα εις την εορτήν; Διότι γνωρίζω ότι από τα σκώμματα δεν δύναται να προέλθη τίποτε κακόν, αλλ' εξ εναντίας το καλόν, όπως ο χρυσός όταν τρίβεται και καθαρίζεται, γίνεται λαμπρότερος και περισσότερον φαίνεται η αξία του. Δεν εννοώ πώς εγίνατε τόσον ευερέθιστοι και θυμώδεις. Διατί τον έχετε αυτόν δεμένον από τον λαιμόν;
ΠΛΑΤ. Ελάβαμεν την άδειαν επίτηδες να έλθωμεν επάνω και να τον τιμωρήσωμεν κατά τα έργα του· διότι εμανθάναμεν τα όσα έλεγεν εις τα πλήθη εναντίον μας.
ΦΙΛΟΣ. Και χωρίς να δικασθή και ν' απολογηθή θα τον θανατώσετε; Αλλά μου φαίνεται ότι κάτι θέλει να είπη.
ΠΛΑΤ. Όχι, απεφασίσαμεν να αναθέσωμεν την υπόθεσιν εις την κρίσιν σου· και αν θέλης δίκασε τον όπως νομίζεις πρέπον.
ΦΙΛΟΣ. Τι λέγεις εσύ;
ΛΟΥΚ. Αυτό είπα και εγώ, δέσποινα Φιλοσοφία, διότι μόνον συ δύνασαι να εύρης την αλήθειαν. Με πολλάς παρακλήσεις και με πολλήν δυσκολίαν κατώρθωσα να ανατεθή εις εσέ η δίκη.
ΠΛΑΤ. Τώρα, αχρείε, την λέγεις δέσποιναν, προ ολίγων ημερών όμως την εξηυτέλιζες ενώπιον πολυαρίθμων θεατών, διατιμών έκαστον σύστημα αυτής δύο οβολούς.
ΦΙΛΟΣ. Προσέξετε μήπως αυτός ο άνθρωπος δεν εκακολόγει την Φιλοσοφίαν, αλλά διαφόρους αγύρτας, οίτινες με το όνομά μας πράττουν πολλάς και διαφόρους μυσαράς πράξεις.
ΠΛΑΤ. θα το μάθης παρά του ιδίου, αν μόνον θέλησης ν' ακούσης την απολογίαν του.
ΦΙΛΟΣ. Πηγαίνομεν εις τον Άρειον Πάγον ή μάλλον εις την Ακρόπολιν, διά να βλέπωμεν συγχρόνως και τι γίνεται εις την πόλιν. Σεις δε, αγαπηταί, πηγαίνετε να περιπατήσετε εις την Ποικίλην και θα έλθω να σας εύρω μετά το τέλος της δίκης.
ΛΟΥΚ. Και ποιες είνε αυτές, Φιλοσοφία; Και αυτές φαίνονται πολύ σεμνές.
ΦΙΛΟΣ. Αυτή η ανδροπρεπής είνε η Αρετή, εκείνη δε η άλλη είνε η Σωφροσύνη, και η Δικαιοσύνη αυτή που στέκεται πλησίον της. Αυτή που πηγαίνει μπροστά είνε η Παιδεία, η άλλη δε που μόλις διακρίνεται και έχει το χρώμα αμφίβολον είνε η Αλήθεια.
ΛΟΥΚ. Δεν βλέπω ποίαν λέγεις.
ΦΙΛΟΣ. Δεν βλέπεις εκείνην την αστόλιστη γυναίκα, η οποία διαφεύγει και διολισθαίνει;
ΛΟΥΚ. Τώρα μόλις την διακρίνω. Αλλά διατί δεν παραλαμβάνεις και αυτάς διά να γίνη πλήρες και τέλειον το δικαστήριον; θέλω δε να διορίσω και συνήγορόν μου κατά την δίκην την Αλήθειαν.
ΦΙΛΟΣ. Έχεις δίκαιον, ακολουθήσετε και σεις· δεν θα είνε κοπιώδες να δικάσωμεν μίαν δίκην, αφού μάλιστα θα πρόκειται περί των ιδικών μας υποθέσεων.
ΑΛΗΘΕΙΑ. Φύγετε σεις· εγώ δεν έχω ανάγκην ν' ακούσω πράγματα, τα οποία προ πολλού γνωρίζω.
ΦΙΛΟΣ. Αλλ' ημείς έχομεν ανάγκην να λάβης μέρος εις την δίκην διά να καταγγείλης και τα καθέκαστα.
ΑΛΗΘ. Λοιπόν θα συμπαραλάβω και αυτάς τας δύο θεραπαινίδας, αι οποίαι μου είνε αχώριστοι.
ΦΙΛΟΣ. Και όσας άλλας θέλεις.
ΑΛΗΘ. Ακολουθήτε λοιπόν, Ελευθερία και Παρρησία, διά να προσπαθήσωμεν να σώσωμεν αυτόν τον ταλαίπωρον άνθρωπον, ο οποίος είνε θιασώτης μας και κινδυνεύει χωρίς δικαίαν αφορμήν. Συ δε, Έλεγχε, περίμενε αυτού.
ΛΟΥΚ. Όχι, δέσποινα, αλλ' ας έλθη και αυτός και οιοσδήποτε άλλος· διότι δεν έχω να αγωνισθώ με θηρία συνήθη, αλλά με ανθρώπους αγύρτας και δυσκόλως εξελεγχομένους, οι οποίοι πάντοτε ευρίσκουν υπεκφυγάς· ώστε η παρουσία του Ελέγχου είνε αναγκαία.
ΦΙΛΟΣ. Βέβαια πολύ αναγκαία· το καλλίτερον δε θα ήτο να παραλάβης και την Απόδειξιν.
ΑΛΗΘ. Ακολουθείτε όλοι, αφού θεωρείσθε τόσον αναγκαίοι, διά την δίκην.
ΦΙΛΟΣ. Φοβείσθε λοιπόν ακόμη, συ Πλάτων και Χρύσιππε και Αριστοτέλη, μήπως ο δικαστής μεροληπτήση υπέρ αυτού, αφού δικαστής είνε η Αλήθεια; ΠΛΑΤ. Δεν λέγομεν αυτό, αλλ' είνε πανούργος και κολακευτικός και είνε φόβος μήπως την παραπείση.
ΦΙΛΟΣ. Μη ανησυχήτε και δεν θα γίνη καμμία αδικία, αφού και η Δικαιοσύνη θα συμπαρίσταται εις την δίκην. Ας ανεβαίνωμεν λοιπόν. Αλλά δεν μου λέγεις εσύ πώς ονομάζεσαι;
ΛΟΥΚ. Εγώ ονομάζομαι Παρρησιάδης Αληθίωνος του Ελεγξικλέους.
ΦΙΛΟΣ. Η δε πατρίς σου;
ΛΟΥΚ. Είμαι Σύρος από τα περίχωρα του Ευφράτου. Αλλά τι σημαίνει αυτό; Γνωρίζω ότι και εκ των αντιδίκων τινές είνε όχι ολιγώτερον εμού βάβαροι την καταγωγήν· αλλ' ο τρόπος και η μόρφωσίς των δεν είνε όπως των Σολέων, των Κυπρίων, των Βαβυλωνίων ή των Σταγειριτών (120) . Άλλως τε εις την ιδικήν σου εκτίμησιν δεν εκπίπτει κανείς αν κατά την γλώσσαν είνε βάρβαρος, αρκεί να έχη ευθύν και δίκαιον χαρακτήρα.
ΦΙΛΟΣ. Βεβαίως, αλλ' η ερώτησίς μου εις άλλο απέβλεπε. Το επάγγελμα σου ποίον είνε; Διότι πρέπει να το γνωρίζω αυτό.
ΛΟΥΚ. Μισώ τους φαντασμένους και τους αγύρτας και τους ψεύστας και τους επηρμένους, μισώ όλα αυτά τα είδη των σιχαμερών ανθρώπων, οι οποίοι, ως γνωρίζεις, είνε πάρα πολλοί.
ΦΙΛΟΣ. Πάρα πολύ μίσος υπάρχει εις το επάγγελμά σου.
ΛΟΥΚ. Είνε αληθές· βλέπεις λοιπόν πόσους αποστρέφομαι και πόσον κινδυνεύω χάριν της επιστήμης μου. Αλλά γνωρίζω πολύ καλά και την αντίθετον τέχνην, η οποία ως βάσιν έχει την αγάπην· αλλά πολύ ολίγοι είνε άξιοι αυτής της τέχνης. Οι άλλοι όμως οι αξιομίσητοι είνε μυριάδες. Κινδυνεύω λοιπόν την μεν μίαν τέχνην να λησμονήσω εξ αχρηστίας, εις δε την άλλην να γίνω καθ' υπερβολήν εντριβής.
ΦΙΛΟΣ. Και όμως έπρεπε να μη παραμελής την μίαν χάριν της άλλης και να μη διαιρής τας τέχνας, διότι ενώ φαίνονται δύο είνε μία.
ΛΟΥΚ. Καλλίτερα τα ξέρεις αυτά συ, Φιλοσοφία. Αλλά τέλος πάντων το έργον μου είνε αυτό, τους μεν κακούς να μισώ, να επαινώ δε και ν' αγαπώ τους καλούς.
ΦΙΛΟΣ. Ελάτε λοιπόν, διότι εφθάσαμεν. Εδώ κάπου εις τον πρόναον της πολιούχου ας γίνη η δίκη. Συ, ιέρεια, τακτοποίησε μας τα καθίσματα, κατά το διάστημα δε τούτο ημείς θα εισέλθωμεν εις τον ναόν να προσκυνήσωμεν την θεάν.
ΛΟΥΚ. Ω Αθηνά, βοήθησε με εις τον αγώνα μου κατά των αγυρτών, ενθυμουμένη τας επιορκίας τας οποίας κάμνουν καθ' εκάστην και όσα άλλα πράττουν συ μόνη τα βλέπεις, η παρακολουθούσα αφ' υψηλού τα πράγματα. Είνε καιρός να τιμωρηθούν. Εάν δε ίδης ότι νικώμαι και ότι αι μαύραι ψήφοι είνε περισσότεραι, συ πρόσθεσε την ιδικήν σου και σώσε με.
ΦΙΛΟΣ. Το δικαστήριον είνε έτοιμον ν' ακούση τους διαδίκους· σεις δε εκλέξετε ένα εξ υμών ο οποίος να δύναται να αναπτύξη καλλίτερα την κατηγορίαν διότι δεν είνε δυνατόν να ομιλήτε όλοι συγχρόνως. Έπειτα δε θα απολογηθής συ, Παρρησιάδη.
ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ. Ποίος άλλος εξ ημών είνε καταλληλότερος από σε, Πλάτων; Διότι και ευφυίαν έχεις θαυμαστήν και η γλώσσα σου είνε κομψή και καθαρά Αττική, η δε χάρις και το πειστικόν, η σύνεσις και η ακρίβεια, το θέλγητρον και τα επίκαιρα αποδεικτικά επιχειρήματα τα έχεις άφθονα· ώστε δέξου την αντιπροσωπείαν και ομίλησε υπέρ ημών όλων. Να ενθυμηθής όλα εκείνα τα οποία είπες εναντίον του Γοργίου, του Πώλου, του Ιππίου και του Προδίκου και να τα συνθέσης εις την σημερινήν κατηγορίαν, διότι ο κατηγορούμενος είνε δεινότερος από όλους αυτούς. Επίχυσε εις όλα αυτά την Σωκρατικήν ειρωνείαν και φέρε τον εις αμηχανίαν με τας συνεχείς και ευφυείς εκείνας ερωτήσεις σου, και αν το νομίσης αναγκαίον παράχωσε εις τον λόγον σου και εκείνο το οποίον είπες κάπου ότι ο μέγας Ζευς, ο οποίος διατρέχει τον ουρανόν επί πτερωτού άρματος, θ' αγανακτήση εάν αθωωθή ο κατηγορούμενος (121) .
ΠΛΑΤ. Είνε προτιμότερον να διορίσωμεν ένα εκ των σφοδροτέρων ρητόρων, τον Διογένην τούτον λόγου χάριν ή τον Αντισθένην ή τον Κράτητα ή και σε, Χρύσιππε· διότι εις την προκειμένην περίπτωσιν δεν χρειάζεται κάλλος και δεινότης συγγραφική, αλλά δικανικά και πειστικά προσόντα, αφού και ο Παρρησιάδης είνε ρήτωρ.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ. Εγώ θα αναλάβω την κατηγορίαν νομίζω δε ότι δεν έχω ανάγκην να μακρηγορήσω πολύ διά να προκαλέσω την καταδίκην του. Άλλως τε και περισσότερον από κάθε άλλον έχω υβρισθή παρ' αυτού, αφού και προ ολίγων ημερών με επώλησε δύο οβολούς.
ΠΛΑΤ. Ο Διογένης, Φιλοσοφία, θα ομιλήση εξ ονόματος όλων ημών. Αλλά να ενθυμήσαι, φίλε μου, να μη περιορισθής μόνον εις τα αφορώντά σε, αλλά να ομιλήσης γενικώς δι' όλους και αν έχωμεν διενέξεις τινάς εις τας ιδέας, να το λησμονήσης και να μη το λάβης υπ' όψιν, ούτε να εξετάσης τώρα ποίος εξ ημών ευρίσκεται περισσότερον προς το μέρος της αληθείας, αλλά να περιορίσης την αγανάκτησίν σου διά τας ύβρεις και τας συκοφαντίας τας οποίας απευθύνει κατ' αυτής εις τους λόγους του αυτός ο Παρρησιάδης. Ν' αφήσης τα ζητήματα εις τα οποία διαφωνούμεν και να υποστηρίξης το συμφέρον το οποίον έχομεν κοινόν. Βλέπεις ότι σ' επροτιμήσαμεν και εις χείρας σου ανεθήκαμεν όλοι τα συμφέροντά μας και από σου εξαρτάται ή να διατηρηθή η καλή μας υπόληψις ή να πιστευθούν περί ημών όσα ούτος μας απέδωκε.
ΔΙΟΓ. Να είσθε ήσυχοι· δεν θα παραλείψω τίποτε και υπέρ όλων θα ομιλήσω. Και αν η Φιλοσοφία, η οποία εκ φύσεως είνε ήμερος και επιεικής, παραπεισθή υπό των λόγων του και σκεφθή να τον αθωώση, πάλιν εγώ θα φροντίσω ώστε να μη μείνη ατιμώρητος· θα του δείξω ότι δεν φέρομεν την βακτηρίαν χωρίς σκοπόν.
ΦΙΛΟΣ. Αυτά να λείψουν· όχι ξύλον, αλλά λόγον πρέπει να μεταχειρισθής. Αλλά μη χρονοτριβής διότι το νερόν εχύθη εις την κλεψύδραν και το δικαστήριον περιμένει να σε ακούση.
ΛΟΥΚ. Οι λοιποί φιλόσοφοι ας παρακαθήσουν και αυτοί ως δικασταί, και ας ψηφίσουν μαζή σας, Φιλοσοφία. Μόνος ο Διογένης ας αναλάβη την κατηγορίαν.
ΦΙΛΟΣ. Δεν φοβείσαι μήπως σε καταδικάσουν;
ΛΟΥΚ. Ουδόλως· θέλω ν' αθωωθώ με περισσοτέρας ψήφους.
ΦΙΛΟΣ. Εύγε διά το θάρρος σου. Καθήσετε λοιπόν συ δε, Διογένη, έχεις τον λόγον.
ΔΙΟΓ. Οποίοι ημείς υπήρξαμεν και πώς εζήσαμεν, πολύ καλά γνωρίζεις, ω Φιλοσοφία, και δεν είνε ανάγκη να το αναφέρω. Ποιος αγνοεί πόσας ο Πυθαγόρας ούτος, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ο Χρύσιππος, διά να μη αναφέρω τον εαυτόν μου, ευεργεσίας, έκαμαν εις την ανθρωπότητα; Θα αναφέρω μόνον τας ύβρεις, τας οποίας εξεστόμισεν εναντίον ημών αυτός ο τρισκατάρατος Παρρησιάδης, ενώ τόσα και τοιαύτα μας οφείλει ο κόσμος. Ήτο ρήτωρ ως λέγεται και αφήσας τα δικαστήρια και τας δικανικάς επιτυχίας έστρεψεν εναντίον ημών όλην την δύναμιν και την τέχνην την οποίαν απέκτησεν εις τους λόγους και δεν παύει να μας κακολογή και να μας αποκαλή αγύρτας και απατεώνας, παρασύρει δε τα πλήθη να μας καταγελούν και να μας περιφρονούν ως ουτιδανούς. Μάλιστα κατώρθωσεν ώστε οι περισσότεροι των ανθρώπων να μισήσουν και ημάς και σε την Φιλοσοφίαν. Τάς σπουδαιοτέρας ιδέας, τας οποίας και εις ημάς εδίδαξες, αποκαλεί φλυαρίας και σαχλαμάρες και τα πάντα διασύρει και χλευάζει, ώστε αυτός μεν χειροκροτείται και επευφημείται υπό τον θεατών, ημείς δε υβριζόμεθα· διότι φύσει τοιούτος είνε ο πολύς λαός· αρέσκεται εις τας ύβρεις και τους χλευασμούς και μάλιστα όταν διασύρωνται τα πλέον σεμνά και σοβαρά πράγματα, όπως και εις τους αρχαίους χρόνους ο όχλος ετέρπετο όταν ο Αριστοφάνης και ο Εύπολις ανεβίβαζαν εις την σκηνήν τον Σωκράτην τούτον και τον διεκωμώδουν αποδίδοντες εις αυτόν αλλοκότους πράξεις και λόγους. Αλλ' εκείνοι απετόλμουν τα τοιαύτα εναντίον ενός ανθρώπου και κατά τας εορτάς του Διονύσου, ο οποίος επιτρέπει τοιαύτας διακωμωδήσεις, και τα σκώμματα εθεωρούντο μέρος της εορτής, ίσως δε και ο θεός εκείνος, ο οποίος είνε φιλόγελως, ετέρπετο εις τα τοιαύτα. Αλλ' ο Παρρησιάδης ούτος, συγκαλών τους επιφανεστέρους, αφού προ πολλού παρεσκεύασε και συνέγραψε ύβρεις εις ογκώδες βιβλίον, τας απαγγέλλει μεγαλοφώνως και υβρίζει τον Πλάτωνα, τον Πυθαγόραν, τον Αριστοτέλην, τον Χρύσιππον και όλους εν γένει, χωρίς ούτε εορτή να είνε, ούτε να του έχωμεν κάμη τίποτε κακόν, ότε θα είχε μίαν δικαιολογείαν, διότι θα είχε θέσιν αμυνομένου και δεν θα είχε δώση αυτός τας πρώτας αφορμάς. Και το σοβαρώτερον εξ όλων είνε, ότι ενώ πράττει ταύτα, τολμά και να σφετερίζεται το όνομά σου, ω Φιλοσοφία, και υποκλέψας τον Διάλογον, ο οποίος ήτο ιδικός μας, τον μεταχειρίζεται ως σύμμαχον και ως όργανον εναντίον μας. Εκτός τούτου και τον Μένιππον, φίλον ημών, έπεισε να τον βοηθή πολλάκις εις τους σατυρισμούς του, διά τούτο δε και μόνος αυτός δεν παρίσταται εδώ και δεν μετέχει εις την κατηγορίαν, αλλ' επρόδωσε τα κοινά συμφέροντα.
Δι' όλα ταύτα είνε δίκαιον να τιμωρηθή. Τι δύναται δε να απολογηθή όταν διέσυρε τα σεπττότερα ενώπιον τόσον μαρτύρων; Και η τιμωρία του θα χρησιμεύη προς σωφρονισμόν και των άλλων διότι αν τον ίδουν να τιμωρηθή, ουδείς άλλος θα τολμήση να περιφρονήση την Φιλοσοφίαν. Το ν' ανέχεται κανείς τας ύβρεις και να μη ταράσσεται δεν θεωρείται ως μετριοπάθεια, αλλ' ευλόγως εξηγείται ως ανανδρία και βλακεία. Αλλ' αι πλέον ανυπόφοροι εκ των πράξεων αυτού του ανθρώπου είνε αι τελευταίαι. Ως δούλους μας ωδήγησεν εις το δημοπρατήριον και με κήρυκα μας επώλησεν, ως λέγεται, άλλους μεν εις μεγάλην τιμήν, άλλους δε αντί μιας μνας αττικής, και εμέ ο αχρειέστατος μόνον αντί δύο οβολών. Και οι παριστάμενοι εγέλων. Δι' αυτά αγανακτήσαντες ήλθαμεν εκ του Άδου και σου ζητούμεν να μας ικανοποιήσης διά τας αισχίστας προσβολάς τας οποίας υπέστημεν.
ΑΝΑΖΗΣΑΝΤΕΣ. Εύγε, Διογένη, ωραία ωμίλησες δι' όλους.
ΦΙΛΟΣ. Παύσετε τους επαίνους και τώρα ας χυθή νερόν διά την απολογίαν. Συ δε, Παρρησιάδη, έχεις τον λόγον το νερόν τρέχει εις την κλεψύδραν, ώστε μη χάνης καιρόν.
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ. Ο Διογένης εις την κατηγορίαν του, ω Φιλοσοφία, δεν ανέφερεν όλα τα εγκλήματά μου, αλλά τα περισσότερα και τα σοβαρώτερα αγνοώ διατί παρέλειψεν. Εγώ όμως δεν θα τα αρνηθώ, ούτε ήλθα παρεσκευασμένος διά ν' απολογηθώ δι' αυτά, αλλά και όσα αυτοί παρέλειψαν ή εγώ δεν επρόφθασα ήδη να ομολογήσω θα τα είπω σήμερον· διότι ούτω θα μάθης ποίους εξέθηκα εις δημοπρασίαν και εκακολόγουν αποκαλών απατεώνας και αγύρτας. Και να εξετάσης μόνον τούτο, εάν λέγω την αλήθειαν περί αυτών. Εάν δε οι λόγοι μου φαίνωνται ότι έχουν τίποτε τραχύ και υβριστικόν, όχι εγώ ο ελέγχων, αλλ' εκείνοι νομίζω ότι είνε δικαιότερον να κατακριθουύν διότι τοιαύτα πράττουν.
Εγώ άμα ενόησα τας αηδίας και τας κακίας αίτινες συνοδεύουν το επάγγγελμα του ρήτορος, την απάτην και το ψεύδος, την θρασύτητα και τας φωνασκίας και τον συναγωνισμόν και μυρία άλλα, απεσύρθην από το επάγγελμα τούτο και ετράπην προς σε, ω Φιλοσοφία, με τον πόθον να διέλθω το υπόλοιπον της ζωής μου υπό την σκέπην σου· όπως οι καταφεύγοντες μετά τρικυμίαν και ανεμοζάλην εις ήσυχον λιμένα. Όταν δε κατ' αρχάς σε αντίκρυσα, ήμην πλήρης θαυμασμού προς εσέ και όλους αυτούς, οίτινες έδωκαν τους κανόνας του αρίστου τρόπου του ζην και προς εκείνους οίτινες σπεύδουν προς αυτούς τείνουν την χείρα και δίδουν τας καλλιτέρας και ωφελιμωτέρας συμβουλάς, τας οποίας ακολουθών τις δεν φοβείται να ολισθήση, πράγμα το οποίον εκ των σήμερον φιλοσοφούντων ολίγοι κάμνουν. Όταν δε είδα ότι πολλοί εκ τούτων δεν ακολουθούν την Φιλοσοφίαν εξ αγάπης προς αυτήν, αλλά χάριν της εξ αυτής προερχομένης δόξης και κατά μεν τα πρόχειρα, τας φανεράς πράξεις και όσα είνε, εύκολον να μιμηθή πας τις, φαίνονται αγαθοί και σεβάσμιοι άνθρωποι, εννοώ την γενειάδα, το βάδισμα και το ένδυμα, εις δε τον ιδιαίτερον βίον των και εις τα πράγματα διαψεύδουν το εξωτερικόν των και πράττουν τα εναντία και ατιμάζουν την αξιοπρέπειαν του επαγγέλματός των, ήρχισα ν' αγανακτώ. Το πράγμα μου εφάνη όμοιον ως να έβλεπα ηθοποιόν τραγικόν τρυφηλόν και θηλυπρεπή να υποκρίνεται τον Αχιλλέα ή τον Θησέα ή τον Ηρακλήν, χωρίς να έχη τίποτε το ηρωικόν εις το βάδισμα και την φωνήν, αλλά να κάμνη κινήσεις γυναικώδεις υπό τοιούτον προσωπείον. Τον τοιούτον ούτε η Ελένη, ούτε η Πολυξένη θα υπέφερε να υποδυθή το πρόσωπον αυτών και θα τον εθεώρουν καθ' υπερβολήν θηλυπρεπή, πολύ δε μάλλον ο θαυμάσιος ήρως Ηρακλής· το πιθανώτερον είνε ότι ούτος αμέσως θα τον συνέτριβε μετά του προσωπείου του διά του ροπάλου, οργιζόμενος διότι τόσον ατιμωτικώς θα τον εξεθήλυνε.
Βλέπων ότι και υμείς υβρίζεσθε κατά τον αυτόν τρόπον υπό των φιλοσόφων εκείνων, δεν ηδυνήθην να υποφέρω τοιαύτην επαίσχυντον υπόκρισιν και να βλέπω πιθήκους τολμώντας να φορούν προσωπεία ηρώων ή μιμούμενους τον όνον του μύθου, ο οποίος φορέσας λεοντήν εξέπεμπεν ογκυθμόν μεγαλόφωνον και φοβερόν, θέλων να πιστευθή ως λέων, υπό των Κυμαίων, οίτινες δεν εγνώριζον τι είνε λέων, έως ου κάποιος ξένος, ο οποίος είχεν ιδή πολλάκις λέοντα και όνον, τον απεκάλυψε και ήρχισε να τον ξυλοκοπή. Αλλ' εκείνο το οποίον προ πάντων μου εφαίνετο φοβερόν, ω Φιλοσοφία, είνε ότι οι άνθρωποι, οσάκις εβλεπον κανένα εξ αυτών φαύλον και άσεμνον και ασελγή, κατηγόρουν την Φιλοσοφίαν και τον Χρύσιππον, τον Πλάτωνα ή τον Πυθαγόραν ή άλλον οιονδήποτε, του οποίου εκείνος έλεγεν ότι είνε οπαδός και μιμητής. Από τας κακίας εκείνου εσχημάτιζον κακήν ιδέαν και περί υμών των προ πολλού αποθανόντων, διότι δεν ευρίσκεσθε εις την ζωήν, ώστε να δυνηθούν να σας συγκρίνουν· εκείνον δε έβλεπον να πράττη άτιμα και άσεμνα, ώστε ερήμην κατεδικάζεσθε μετ' αυτού και εις την αυτήν κατηγορίαν κατελέγεσθε·
Μη υποφέρων να βλέπω ταύτα, τους κατέκρινα, αποκαλύπτων την αγυρτείαν αυτών και τους διέκρινα από σας· ενώ δε σεις έπρεπε να με τιμάτε διά ταύτα, με εισάγετε εις δίκην. Λοιπόν και αν ίδω τινά εκ των μεμυημένων εις τα ιερά μυστήρια ν' αποκαλύπτη τα απόρρητα των θεών και αγανακτήσω διά τούτο και τον κατηγορήσω, θα νομίσετε ότι έχω άδικον; Αλλά τούτο δεν θα ήτο ορθόν αφού και οι αθλοθέται συνειθίζουν, όταν κανείς ηθοποιός, ο οποίος υποδύεται το πρόσωπον της Αθηνάς, του Ποσειδώνος ή του Διός, δεν υποκρίνεται καλώς και όπως πρέπει να παρίστανται οι θεοί, να τον μαστιγώνουν και δεν οργίζονται κατ' αυτών οι θεοί ούτοι διότι παρέδωκαν εις τους μαστιγοφόρους εκείνον ο οποίος παρουσιάζεται με το προσωπείον και το σχήμα αυτών, αλλ' εξ εναντίας ευχαριστούνται όταν τον βλέπουν μαστιγούμενον. Το πταίσμα είνε μικρόν όταν ο ηθοποιός δεν υποκρίνεται καλώς το πρόσωπον ενός δούλου ή αγγελιαφόρου, αλλ' είνε ασεβές και αποτρόπαιον να μη παραστήση όπως πρέπει προς τους θεατάς τον Δία ή τον Ηρακλήν.
Αλλά και τούτο είνε εκ των πλέον ατόπων, ότι, ενώ τα έργα σας γνωρίζουν με πολλήν ακρίβειαν, οι περισσότεροι εξ αυτών ζουν κατά τρόπον τοιούτον, ώστε να δύναται να υποτεθή ότι αναγινώσκουν και μελετούν αυτά διά να πράττουν τα εναντία. Πάντα όσα λέγουν και διδάσκουν, ότι πρέπει να περιφρονώμεν τα χρήματα και την δόξαν και μόνον το αγαθόν να νομίζωμεν ωφέλιμον, να μη οργιζώμεθα και να καταφρονώμεν τους ισχυρούς και να φερώμεθα προς αυτούς ως ίσοι προς ίσους, είνε καλά αναμφιβόλως και σοφά και θαυμάσια. Αλλ' αυτοί και αυτά διδάσκουν επί πληρωμή και τους πλουσίους κολακεύουν και φοβούνται και προς το χρήμα χάσκουν και είνε πλέον οξύθυμοι από τα κυνάρια και πλέον δειλοί από τους λαγούς, πλέον κόλακες από τους πιθήκους και ασελγέστεροι από τους όνους, αρπακτικώτεροι από τους γάτους και φιλονεικότεροι από τους πετεινούς. Και γίνονται γελοίοι αγωνιζόμενοι δι' αυτά και διαγκωνιζόμενοι εις τας θύρας των πλουσίων, παρακαθήμενοι εις γεύματα πολυάνθρωπα, επαινούντες και κολακεύοντες υπερβολικώς κατά την διάρκειαν αυτών, υπερπληρούντες τας γαστέρας των και μεμψιμοιρούντες και κατά την ώραν του πότου εγείροντες φιλοσοφικάς συζητήσεις ατερπείς και ατόπους και υποκύπτοντες εις την μέθην. Οι δε απλοί άνθρωποι, οίτινες συντρώγουν, γελούν και χλευάζουν την Φιλοσοφίαν, η οποία τοιαύτα καθάρματα δημιουργεί. Και το αισχρότατον εξ όλων είνε ότι, ενώ έκαστος εξ αυτών λέγει ότι ουδενός έχει ανάγκην και ότι μόνον η σοφία είνε πλούτος, μετ' ολίγον πηγαίνει και ζητεί και αγανακτεί εάν δεν λάβη. Είνε το αυτό ως εάν τις παρουσιάζεται ως ηγεμών και φορή τιάραν και διάδημα και όλα τα άλλα όσα αποτελούν τα γνωρίσματα της βασιλείας, έπειτα δε ζητεί από τους υποδεεστέρους και επαιτεί. Όταν λοιπόν πρόκειται να ζητήσουν τίποτε, διδάσκουν διά πολλών επιχειρημάτων ότι ο άνθρωπος πρέπει να είνε μεταδοτικός, ότι ο πλούτος είνε πράγμα μάταιον και ασήμαντον και ότι ο χρυσός και ο άργυρος ουδόλως διαφέρουν από τα χαλίκια της παραλίας. Αλλ' όταν κανείς παλαιός των φίλος προσέρχεται και ζητή να του δώσουν μικράν συνδρομήν, σιωπούν και φαίνονται ως μη εννοούντες ή υποστηρίζουν τα αντίθετα· οι δε πολλοί λόγοι περί φιλίας, περί αρετής και αγαθοεργίας εξαφανίζονται διά μιας, ως πτερόεντα αληθώς έπη και εις μάτην νομίζεις τα επαναλαμβάνουν καθ' εκάστην εις τας ομιλίας των. Έφ' όσον δεν πρόκειται περί αργύρου ή χρυσού είνε φίλοι· εάν δε κανείς και μόνον οβολόν επιδείξη, η ειρήνη παύει, αι συνθήκαι ακυρούνται, τα βιβλία εξαφανίζονται και η αρετή φεύγει. Συμβαίνει εις αυτούς ό,τι και εις τους σκύλους· όταν εις το μέσον αυτών ριφθή κόκαλον αναπηδούν και αλληλοδαγκώνονται και όλοι γαυγίζουν εκείνον ο οποίος επρόλαβε και ήρπασε το κόκαλον. Λέγεται δε ότι και κάποιος βασιλεύς της Αιγύπτου εδίδαξέ ποτε πιθήκους να χορεύουν πυρρήχιον, και τα ζώα, τα οποία ευκόλως μιμούνται τας πράξεις των ανθρώπων, ταχέως συνείθισαν να χορεύουν και να φορούν πορφύρας και προσωπίδας, και το θέαμα επετύγχανεν έως ότου εις εκ των θεατών, άνθρωπος αστείος, έρριψεν εις το μέσον αυτών καρύδια, τα οποία είχε κρυμμένα εις τον κόλπον του. Τότε οι πίθηκοι ιδόντες τα καρύδια ελησμόνησαν τον χορόν και αντί χορευτών έγιναν εκ νέου πίθηκοι και ήρχισαν να σχίζουν τα προσωπεία και τα ενδύματά των και να μάχωνται μεταξύ των περί του ποίος ν' αρπάση τα καρύδια· ούτω δε ο θίασος των χορευτών διελύθη και οι θεαταί εγέλων.
Τοιαύτα πράττουν και οι σημερινοί φιλόσοφοι και αυτούς εγώ κατέκρινα και δεν θα παύσω ποτέ να τους ελέγχω και να τους σατυρίζω· περί υμών δε και εκείνων οίτινες είνε αληθείς μιμηταί σας — διότι υπάρχουν καί τινες οι οποίοι είνε πραγματικοί οπαδοί της φιλοσοφίας και αφωσιωμένοι εις τους νόμους σας — δεν παρεφρόνησα διά να είπω τίποτε βλάσφημον ή υβριστικόν. Αλλά και τι έχω να είπω και τι κοινόν υπάρχει μεταξύ υμών και τούτων; Τους αγύρτας όμως τούτους και εχθρούς των θεών είνε δίκαιον να μισώ. Δεν μου λέγετε σεις, Πυθαγόρα και Πλάτων και Χρύσιππε και Αριστοτέλη, ποίαν σχέσιν έχουν προς υμάς οι τοιούτοι και ποίαν συγγένειαν και κατά τι η διαγωγή των δύναται να συγκριθή προς την ιδικήν σας; Ο πίθηκος, κατά την παροιμίαν, θέλει να μιμηθή τον Ηρακλήν. Επειδή έχουν μεγάλας γενειάδας και λέγουν ότι είνε φιλόσοφοι και είνε σκυθρωποί, πρέπει να τους θεωρώμεν ομοίους με σας; Αλλά θα ήσαν υποφερτοί αν και εις αυτήν την υπόκρισιν είχον πιθανότητα· είνε όμως ευκολώτερον ο γυψ να μιμηθή την αηδόνα παρά αυτοί τους αληθείς φιλοσόφους.
Αυτά είχα να είπω προς απολογίαν μου. Συ δε, ω Αλήθεια, μαρτύρησε προς το δικαστήριον εάν όσα είπα είνε αληθή.
ΦΙΛΟΣ. Ν' απομακρυνθής, Παρρησιάδη ... Ακόμη μακρύτερα. — Πώς σας εφάνησαν αυτά τα οποία είπε και τι πρέπει ν' αποφασίσωμεν;
ΑΛΗΘΕΙΑ. Εγώ, ω Φιλοσοφία, ενώ τον ήκουα να ομιλή, ηυχόμην να σχισθή η γη διά να κρυφθώ· τόσον αληθή ήσαν όλα όσα είπε. Γνώριζαν τους ψευδοφιλοσόφους εκείνους και έβλεπα ότι τα λεγόμενά του εφηρμόζοντο άλλα μεν εις εκείνον, άλλα δε εις τούτον. Τόσον ακριβώς τους παρέστησε, ώστε ενόμιζα ότι τους έβλεπα ζωγραφισμένους. Όχι μόνον σωματικώς, αλλά και ψυχικώς τους εξεικόνισεν ακριβέστατα.
ΣΩΦΡΟΣΥΝΗ. Κι' εγώ πολύ εκοκκίνησα, ω Αλήθεια. Σεις δε τι λέγετε;
ΑΝΑΖ. Τι άλλο παρά ότι πρέπει να αθωωθή και ανακηρυχθή φίλος ημών και ευεργέτης; Εμείς επάθαμεν εκείνο το οποίον λέγεται περί των κατοίκων της Ιλίου, οι οποίοι καλέσαντες ένα τραγωδόν να τους διασκεδάση, τον ήκουσαν να ψάλλη τας συμφοράς της πατρίδος των. Αλλ' ας ψάλλη και ας εξακολουθή να μαστιγώνη τους εχθρούς των θεών.
ΔΙΟΓ. Και εγώ, Φιλοσοφία, ανακαλώ την κατηγορίαν και αναγνωρίζω ότι ο Παρρησιάδης είνε άξιος των μεγαλειτέρων επαίνων. Του λοιπού τον θεωρώ φίλον, διότι είνε εξαίρετος άνθρωπος.
ΦΙΛΟΣ. Εύγε, Παρρησιάδη, σε ανακηρύττομεν παμψηφεί αθώον και του λοιπού σε θεωρούμεν ημέτερον.
ΠΑΡΡ. Ευχαριστώ την θεάν Νίκην διά τον πρώτον μου θρίαμβον· αλλά νομίζω ότι ποιητικώτερα πρέπει να εκφράσω τας ευχαριστίας μου :
Ω μέγα σεμνή Νίκη, τον εμόν
βίο τον κατέχοις
και μη λήγοις στεφανούσα
(122)
.
ΑΛΗΘ. Μεταβαίνομεν εις το δεύτερον μέρος της υποθέσεως. Ας καλέσωμεν και τους ψευδοφιλοσόφους, διά να δικασθούν διά τας καθ' ημών ύβρεις των. Την κατηγορίαν θα υποστηρίξη ο Παρρησιάδης.
ΠΑΡΡ. Πολύ καλά· ώστε σκύψε προς την πόλιν, Συλλογισμέ και κάλει τους φιλοσόφους.
ΣΥΛΛ. Ακούσετε οι φιλόσοφοι των Αθηνών· πρέπει να έλθετε εις την Ακρόπολιν διά ν' απολογηθήτε περί της διαγωγής σας ενώπιον της Αρετής, της Φιλοσοφίας και της Δικαιοσύνης.
ΠΑΡΡ. Βλέπετε πόσον ολίγοι έρχονται, αφού ήκουσαν το κήρυγμα; Φοβούνται την Δικαιοσύνην. Οι περισσότεροι δε εξ αυτών ούτε καιρόν έχουν, διότι καταγίνονται να περιποιούνται τους πλουσίους. Εάν θέλετε να έλθουν όλοι, να σου πω εγώ τι πρέπει να διακηρύξης.
ΦΙΛΟΣ. Να διαλαλήσης μόνος σου ό,τι θέλεις, Παρρησιάδη.
ΠΑΡΡΗΣ. Δεν δυσκολεύομαι. Ακούσετε τι διατάσσει η Φιλοσοφία. Όσοι λέγουν ότι είνε φιλόσοφοι και θεωρούν ότι αρμόζει εις αυτούς ο τίτλος ούτος να έλθουν εις την Ακρόπολιν, όπου θα γίνη διανομή χρημάτων. Θα δοθούν εις έκαστον δύο μναι και γλύκισμα σησαμωτόν. Εκείνος δε ο οποίος θα επιδείξη την μεγαλειτέραν γενειάδα θα λάβη επί πλέον και ένα καλάθι σύκα. Περιττόν να φέρετε μαζή σας σωφροσύνην ή δικαιοσύνην ή εγκράτειαν· αυτά δεν είνε αναγκαία, εάν δεν υπάρχουν· αλλ' είνε απαραίτητον να φέρη έκαστος πέντε συλλογισμούς, διότι άνευ αυτών δεν δύναται να θεωρηθή κανείς σοφός,
κείται δ' εν μέσσοισι δυο χρυσοίο
τάλαντα,
τω δόμεν, ος μετά πάσιν εριζέμεν έξοχος είη
(123)
.
Βλέπετε τώρα πόσοι αναβαίνουν και πώς αλληλοσπρώχνονται, άμα ήκουσαν τας δύο μνας. Και από το Πελασγικόν αναβαίνουν άλλοι, άλλοι από το Ασκληπιείον και ακόμη περισσότεροι από τον Άρειον Πάγον, μερικοί δε και από τον τάφον του Τάλου και άλλοι έβαλαν κλίμακας προς το μέρος του ναού των Διοσκούρων και σκαρφαλώνουν με βοήν κατά κοπάδια, και, όπως λέγει ο Όμηρος, μυριάδες έρχονται εξ όλων των μερών,
όσσα τε φύλλα και άνθεα γίνεται ώρη (124) ,
και εντός ολίγου η Ακρόπολις εγέμισεν από φιλοσόφους, οι οποίοι καταλαμβάνουν θέσεις με θόρυβον. Παντού πήραι, γενειάδες, κολακεία, αναισχυντία, βακτηρία, λαιμαργία, συλλογισμός και φιλοχρηματία. Οι δε ολίγοι, οι οποίοι με το πρώτον κήρυγμα ανέβηκαν, έγιναν αφανείς και άσημοι, αναμιχθέντες εις το πλήθος των άλλων και ένεκα της εξωτερικής ομοιότητος δεν διακρίνονται. Αυτό είνε το μεγαλείτερον κακόν, ω Φιλοσοφία, διά το οποίον προ πάντων θα ηδύνατο κανείς να σου παραπονεθή, ότι δεν επέβαλες εις αυτούς σημείον εκ του οποίου να γνωρίζωνται· διότι πολλάκις ευκολώτερα περνούν ως φιλόσοφοι αυτοί οι αγύρται παρά οι αληθείς φιλόσοφοι.
ΦΙΛΟΣ. Θα γίνη και αυτό μετ' ολίγον· αλλά τώρα ας τους υποδεχθώμεν.
ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ. Πρέπει να προτιμηθώμεν εις την διανομήν ημείς οι Πλατωνικοί.
ΠΥΘΑΓΟΡΙΚΟΣ. Όχι, ημείς οι Πυθαγορικοί πρέπει να λάβωμεν πρώτοι, διότι ο Πυθαγόρας ήτο αρχαιότερος.
ΣΤΩΙΚΟΣ. Δεν ξέρετε τι λέτε· είμεθα καλλίτεροι ημείς οι Στωικοί.
ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΙΚΟΣ. Προκειμένου περί χρημάτων, πρέπει να προτιμώμεθα ημείς οι Περιπατητικοί.
ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ. Δόσετε εις ημάς τα γλυκίσματα και τα σύκα και όσον διά τα χρήματα περιμένομεν να τα λάβωμεν τελευταίοι.
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΣ. Πού είνε τα δύο τάλαντα, διότι κανείς δεν δύναται να συγκριθή προς ημάς εις τας συζητήσεις.
ΣΤΩΙΚ. Όχι βέβαια όταν είμεθα παρόντες ημείς οι Στωικοί.
ΦΙΛΟΣ. Παύσετε να φιλονεικήτε· σεις δε οι Κυνικοί μη σπρώχνεσθε έτσι και μη κτυπιέσθε με τας βακτηρίας, διότι δεν σας εκαλέσαμεν δι' αυτά που νομίζετε. Τώρα πρόκειται εγώ η Φιλοσοφία, η Αρετή και η Αλήθεια, να δικάσωμεν ποίοι από σας είνε οι αληθινοί φιλόσοφοι· και όσοι μεν ευρεθούν ότι ζουν σύμφωνα προς τους ιδικούς μας κανόνας, θ' αναγνωρισθούν ως οι άριστοι και θα ζήσουν του λοιπού ευτυχείς· τους δε αγύρτας και ξένους προς ημάς θα τιμωρήσωμεν αυστηρώς διά να παύσουν να οικειοποιούνται τίτλους ανωτέρους της αξίας των και ν' αλαζονεύωνται. Αλλά τι επάθατε; Φεύγετε; Ιδέτε πώς κατακρημνίζονται οι περισσότεροι διά να φύγουν το ταχύτερον. Εντός ολίγου εκενώθη η Ακρόπολις και δεν έμειναν παρά [μόνο] οι ολίγοι ούτοι, όσοι δεν φοβούνται να κριθούν. Πάρετε οι υπηρέται την πήραν την οποίαν έρριψεν ο Κυνίσκος ενώ έφευγε και φέρετέ την εδώ διά να την ίδω τι περιέχει. Βέβαια θα περιέχη λούπινα ή κανένα βιβλίον ή καμμίαν στακτόπητταν.
ΠΑΡΡ. Όχι, αλλά χρήματα και αρώματα (και μικράν μάχαιραν των θυσιών) και καθρέπτην και κύβους.
ΦΙΛΟΣ. Εύγε, λαμπρέ φιλόσοφε. Αυτά ήσαν τα εφόδια της φιλοσοφίας σου και αυτά σου έδιδαν το δικαίωμα να υβρίζης τους πάντας και να διδάσκης τους άλλους;
ΠΑΡΡ. Τοιούτοι είνε όλοι αυτοί. Πρέπει δε να σκεφθήτε και να εύρετε τρόπον διά να διακρίνουν οι άνθρωποι ποίοι εξ αυτών είνε καλοί και ποίοι αγύρται. Συ, Αλήθεια, πρέπει να εύρης τρόπον — διότι είνε και συμφέρον σου — να παύση να επικρατή το ψεύδος και να παύση η άγνοια να βοηθή τους φαύλους να κρύπτωνται μιμούμενοι τους χρηστούς.
ΑΛΗΘ. Ας αναθέσωμεν εις αυτόν τον Παρρησιάδην την φροντίδα, αφού απεδείχθη χρηστός και φίλος ημών, μέγας δε θαυμαστής σου, ω Φιλοσοφία. Ας παραλάβη δε και τον Έλεγχον και ας υποβάλη εις εξέτασιν όλους, όσοι λέγουν ότι είνε φιλόσοφοι· και όποιον ευρίσκει γνήσιον και αληθινόν φιλόσοφον να του απονέμη στέφανον και να τον καλή εις το Πρυτανείον (125) , οποίον δε ανακαλύπτει ψευδοφιλόσοφον — και είνε πολλοί τοιούτοι να του αφαιρή τον φιλοσοφικόν τρίβωνα και να του αποκόπτη σύρριζα την γενειάδα με τραγοκουρευτικήν ψαλλίδα, εις δε το μέτωπον μεταξύ των φρυδιών να τον στιγματίζη ή να τον σφραγίζη με έγκαυμα· η δε σφραγίς του εγκαυτήρος να παριστά αλώπεκα ή πίθηκον.
ΦΙΛΟΣ. Εύγε, Αλήθεια. Συ δε, Παρρησιάδη, να τους δοκιμάσης καθ'όν τρόπον λέγεται ότι δοκιμάζουν οι αετοί τους νεοσσούς των εις τον Ήλιον. Δεν εννοώ όμως ότι πρέπει να βάλης και τους φιλοσόφους ν' αντικρύσουν ατενώς το φως του ηλίου και ούτω να δοκιμασθούν, αλλά να θέσης ενώπιόν των χρυσόν και δόξαν και ηδονήν, και οποίον εξ αυτών ίδης να τα περιφρονή και να φαίνεται απαθής ενώπιον αυτών, αυτός να στεφανούται· εκείνον δε τον οποίον ίδης να τα προσβλέπη με πόθον και να εκτείνη το χέρι προς τον χρυσόν, να τον υποβάλλης εις το καυτήριον, αφού προηγουμένως του κουρεύσης την γενειάδα.
ΠΑΡΡ. Θα γίνουν αυτά όπως διατάσσης, Φιλοσοφία, και μετ' ολίγον θα ίδης τους περισσοτέρους εξ αυτών φέροντας την σφραγίδα της αλώπεκος ή του πιθήκου, πολύ δε ολίγους στεφανωμένους. Αν θέλετε και εδώ δύναμαι να αναβιβάσω μερικούς εξ αυτών.
ΦΙΛΟΣ. Πώς είνε δυνατόν να τους επαναφέρης αφού με τοιούτον πανικόν έφυγαν;
ΠΑΡΡ. Δεν είνε δύσκολον, αρκεί η ιέρεια να μου επιτρέψη να μεταχειρισθώ επ' ολίγον εκείνην την ορμιάν και το άγκιστρον, τα οποία έχει αφιερώση εις τον ναόν της Αθηνάς κάποιος αλιεύς του Πειραιώς.
ΙΕΡΕΙΑ. Λάβε τα, ιδού δε και το καλάμι διά να δυνηθής να τα μεταχειρισθής.
ΠΑΡΡ. Θα με υποχρεώσης εάν μου δώσης και μερικά σύκα και ολίγον χρυσόν.
ΙΕΡ. Λάβε και αυτά.
ΦΙΛΟΣ. Τι σκέπτεται να πράξη άρά γε αυτός ο άνθρωπος;
ΙΕΡ. Έβαλε ως δόλωμα εις το αγκίστρι ένα σύκο και χρυσάφι, εκάθησε επάνω εις το τείχος και εκρέμασε το αγκίστρι εις την πόλιν.
ΦΙΛΟΣ. Τι σκοπόν έχουν αυτά, Παρρησιάδη; Μήπως σκέπτεσαι ν' αλιεύσης λίθους εκ του Πελασγικού;
ΠΑΡΡ. Σιώπησε, Φιλοσοφία, και περίμενε να ιδής τι θα ψαρεύσω. Συ δε, Ποσειδών, προστάτα των αλιέων και συ, καλή Αμφιτρίτη, οδηγήσατε εις το αγκιστρόν μου πολλούς ιχθύς. Α! βλέπω ένα μεγάλον λάβρακα ή μάλλον ένα χρύσοφρυν (126) .
ΕΛΕΓΧΟΣ. Όχι, είνε γαλέος· τρέχει προς το άγκιστρον με το στόμα ανοικτόν. Οσφραίνεται το χρυσάφι· πλησιάζει, ετσίμπησε, επιάστηκε· ανάσυρε.
ΠΑΡΡ. Βοήθησε ολίγον και συ, Έλεγχε. Καλά, τον ανεβάσαμεν. Ας ίδωμεν τίνος είδους ψάρι είνε. Μπα! είνε σκυλόψαρο. Τι φοβερά δόντια που έχει, θεέ μου! Τ' είν' αυτό που έπαθες, σοφώτατε; Ενόμιζες ότι θα εκρύπτεσο εις τους βράχους και θα έτρωγες με την ησυχίαν σου το δόλωμα χωρίς να σε ιδή κανείς, αλλά συνελήφθης και τώρα θα σε κρεμάσω από τα σπάραχνα να σε ιδούν όλοι. Ας βγάλωμεν πρώτα το άγκιστρον με το δόλωμα. Αλλά βλέπω ότι το άγκιστρον δεν έχει τίποτε· ο φίλος εκατάπιε το σύκον και το χρυσάφι ευρίσκεται εις την κοιλιά του.
ΔΙΟΓ. Βάλε τον να τα ξεράση διά να τα μεταχειρισθώμεν ως δόλωμα και δι' άλλους.
ΠΑΡΡ. Τα εξέρασε. Και τώρα τι λες, Διογένη; Τον γνωρίζεις αυτόν και έχει καμμίαν σχέσιν μαζή σου;
ΔΙΟΓ. Καμμίαν.
ΠΑΡΡ. Λοιπόν αυτόν εξετίμησα εγώ προ ημερών δύο οβολούς. Εσύ ποίαν αξίαν του δίδεις;
ΔΙΟΓ. Δύο οβολοί είνε πολλά· είνε παληόψαρον από εκείνα τα οποία δεν τρώγονται. Το κρέας του είνε αηδές και σκληρόν και δεν χρησιμεύει εις τίποτε. Άφησέ τον να πέση κατακέφαλα από τους βράχους και ρίψε το άγκιστρον να σύρης άλλον. Αλλά δεν είνε φόβος, Παρρησιάδη, να σου σπάση το καλάμι από το βάρος;
ΠΑΡΡ. Μη φοβάσαι, Διογένη· είνε ελαφροί, πολύ ελαφρότεροι από τις μαρίδες.
ΔΙ0Γ. Βέβαια, αφού δεν έχουν περισσότερο μυαλό (127) · τράβα όμως.
ΠΑΡΡ. Μπα! ποίος είν' αυτός ο άλλος ο πλατύς που ομοιάζει σαν γλώσσα ή ψήττα; Τρέχει με το στόμα ανοικτόν προς το αγκίστρι· το εκατάπιε· συνελήφθη· ας τον τραβήξωμεν.
ΔΙΟΓ. Ποιος είνε;
ΕΛΕΓΧ. Λέγει ότι είνε μαθητής του Πλάτωνος.
ΠΛΑΤ. Και συ, αναιδέστατε, τρέχεις προς τον χρυσόν;
ΠΑΡΡ. Τι λέγεις, Πλάτων; Τι πρέπει να τον κάμωμεν αυτόν;
ΠΛΑΤ. Από τον αυτόν κρημνόν να τον ρίψετε και αυτόν.
ΔΙΟΓ. Ας ψαρεύσωμεν τώρα άλλον.
ΠΑΡΡ. Βλέπω ένα ωραιότατον να πλησιάζη και όσον μου επιτρέπει το βάθος να διακρίνω έχει διάφορα χρώματα και εις την ράχην γραμμάς χρυσάς. Τον βλέπεις, Έλεγχε; Αυτός είνε ο οποίος υποκρίνεται τον Αριστοτέλην. Επλησίασε και έπειτα πάλιν απεμακρύνθη και με προσοχήν παρατηρεί γύρω του. Αλλ' επέστρεψε πάλιν, έχαψε το δόλωμα, συνελήφθη· ας τον ανελκύσωμεν.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Μη μ' ερωτάς, Παρρησιάδη, περί αυτού διότι δεν γνωρίζω ποιος είνε.
ΠΑΡΡ. Λοιπόν, Αριστοτέλη, και αυτόν να τον πετάξωμεν κάτω. Αλλά τι βλέπω; Ένα πλήθος ψάρια του αυτού χρώματος, με αγκάθια και το δέρμα πολύ τραχύ πιο δυσκολόπιαστα από τους αχινούς. Χρειάζεται δίκτυ διά να τα πιάσωμεν και δίκτυ δεν έχομεν. Αλλ' αρκεί και ένα μόνον από το κοπάδι να τραβήξωμεν. Θα ορμήση δε εις το αγκίστρι το θρασύτερον από αυτά.
ΕΛΕΓΧ. Ρίψε το αγκίστρι αν θέλης, αλλά φρόντισε προηγουμένως να συνδέσης με μακρόν σίδηρον την ορμιάν και το αγκίστρι διά να μη το κόψη με τα δόντια του και καταπιή το χρυσάφι.
ΠΑΡΡ. Έτοιμα. Συ δε, ω Ποσειδών, ελθέ εις βοήθειαν. Πω πω, τι μάχη γίνεται γύρω εις το δόλωμα και πώς ερρίχθηκαν όλοι εις το σύκον, ενώ άλλοι έχουν κολλήση επάνω εις το χρυσάφι. Αλλά επιάστηκε ένας εις το αγκίστρι από τους πλέον δυνατούς. Δεν μου λες εις ποίαν σχολήν ανήκεις; Αλλ' είμαι γελοίος να ζητώ από ένα ψάρι να μιλήση, αφού ξέρω ότι τα ψάρια είνε άφωνα. Αντ' αυτού λέγε συ, Έλεγχε, ποίον έχει διδάσκαλον.
ΕΛΕΓΧ. Τον Χρύσιππον.
ΠΑΡΡ. Εννοώ· η προτίμησίς του οφείλεται υποθέτω εις το ότι το όνομα του διδασκάλου έχει χρυσόν. Λοιπόν, Χρύσιππε, τους γνωρίζεις αυτούς και συ τους εδίδαξες την διαγωγήν την οποίαν ακολουθούν;
ΧΡΥΣ. Είνε ύβρις, Παρρησιάδη, να νομίζης ότι τοιούτοι άνθρωποι δύνανται να έχουν οιανδήποτε σχέσιν προς εμέ και να μου απευθύνης τοιαύτας ερωτήσεις.
ΠΑΡΡ. Εύγε, Χρύσιππε, αυτά τα οποία λέγεις σε τιμούν. Λοιπόν, και αυτός ας ριφθή κάτω, όπως οι άλλοι, αφού είνε και ακανθώδης και υπάρχει φόβος, αν τον φάη κανείς, να του καθήσουν κόκαλα εις τον λαιμόν.
ΦΙΛΟΣ. Αρκετούς εψάρευσες, Παρρησιάδη, και πρέπει να παύσης διά να μη σου κόψη κανείς μαζί με το αγκίστρι και το χρυσάφι και το πάρη και φύγη, έπειτα δε θ' αναγκασθής να το πληρώσης εις την ιέρειαν. Και τώρα ημείς θα πάμε να περιπατήσωμεν· καιρός δε και σεις οι άλλοι ν' αναχωρήσετε διά να περάσετε τον καιρόν της αδείας σας. Συ δε, Παρρησιάδη, και ο Έλεγχος, εξετάσατε αυτούς όλους και τους μεν αγαθούς στεφανώνετε, τους φαύλους δε στιγματίζετε.
ΠΑΡΡ. Θα εκτελέσωμεν την παραγγελίαν σου, Φιλοσοφία.
Χαίρετε, σεβαστοί φιλόσοφοι. Ημείς δε, Έλεγχε, ας κατέβωμεν και ας εκτελέσωμεν τας διαταγάς της Φιλοσοφίας. Από πού δε νομίζεις ότι πρέπει ν' αρχίσωμεν; Από την Ακαδημίαν ή από την Στοάν;
ΕΛΕΓΧ. Ας κάμωμεν την αρχήν από το Λύκειον.
ΠΑΡΡ. Το ίδιο κάνει. Εκείνο περί του οποίου είμαι βέβαιος είνε ότι όπου και αν πάμε θα χρειασθούμεν ολίγους στεφάνους και πολλά καυτήρια.
Θα ήτο ευτύχημα να μιμηθή κανείς τον Ηρόδοτον, όχι εις όλα τα
προτερήματά του ως συγγραφέως — διότι τούτο θα ήτο υπερβολικός πόθος
— αλλ' εις έν τουλάχιστον εξ όλων, το κάλλος λ.χ. και την αρμονίαν
του ύφους του, την ιδιαιτέραν χάριν της Ιωνικής διαλέκτου, τον
πλούτον της σκέψεως ή τα αναρίθμητα κάλλη, τα οποία εκείνος έχει
συναθροίση εις τα έργα του και τα οποία απελπίζουν τον αποπειρώμενον
να τον μιμηθή. Εκείνα όμως τα οποία έπραξε διά να καταστήση γνωστά τα
συγγράμματά του και να καταστή εντός ολίγου περίφημος μεταξύ των
Ελλήνων και εγώ και συ και άλλοι δυνάμεθα να τα μιμηθώμεν. Διότι όταν
αναχωρήσας εκ της πατρίδος του ήλθεν εκ Καρίας κατ' ευθείαν εις την
Ελλάδα, εσκέπτετο πώς ταχύτερα και ευκολώτερα να γίνη γνωστός και
διάσημος αυτός και τα έργα του. Να ταξειδεύη από πόλεως εις πόλιν και
να τ' αναγινώσκη τώρα μεν προς τους Αθηναίους, έπειτα δε προς τους
Κορινθίους ή τους Αργείους και τους Λακεδαιμονίους χωριστά εθεώρησε
κοπιώδες και απαιτούν πολλήν χρονοτριβήν. Λοιπόν αντί να βαδίση
βαθμηδόν και κατ' ολίγον προς τον σκοπόν του, ήθελε να εύρη ει
δυνατόν όλους τους Έλληνας συνηθροισμένους. Όταν λοιπόν ήλθεν ο
καιρός των μεγάλων Ολυμπιακών αγώνων, ο Ηρόδοτος έκρινεν ότι
παρουσιάζεται η ευκαιρία την οποίαν επεθύμει. Όταν δε η πανήγυρις
ευρίσκετο εις την ακμήν της και είχον συνέλθη πανταχόθεν οι άριστοι
των Ελλήνων, ενεφανίσθη εις τον οπισθόδομον, όχι ως θεατής, αλλ' ως
αγωνιστής. Και αναγνώσας τας ιστορίας του, τόσον κατεγοήτευσε τους
ακροατάς, ώστε τα βιβλία του ωνομάσθησαν Μούσαι, ήσαν δε εννέα όσαι
και αι Μούσαι. Ούτω έγινε γνωστός πολύ περισσότερον και από αυτούς
τους Ολυμπιονίκας. Και δεν υπήρχε κανείς ο μη γνωρίζων το όνομα του
Ηροδότου, είτε διότι τον εγνώρισαν οι ίδιοι εις την Ολυμπίαν, είτε
διότι ήκουσαν περί αυτού από τους επιστρέψαντας εκ των αγώνων· και
άμα ενεφανίζετο πουθενά, τον εδακτυλοδείκτουν λέγοντες· Αυτός είνε ο
Ηρόδοτος, ο οποίος έγραψεν εις την Ιωνικήν διάλεκτον την ιστορίαν του
πολέμου των Ελλήνων και των Περσών και εξύμνησε τας νίκας μας.
Τοιούτον όφελος απήλαυσεν εκ της ιστορίας του· εις μίαν πάνδημον των
Ελλήνων σύνοδον έλαβε την κοινήν της Ελλάδος ψήφον και ανεκηρύχθη
νικητής ουχί παρ' ενός κήρυκος, αλλ' εις πάσαν πόλιν εξ ης κατήγετο
έκαστος των παρευρισκομένων εις τους αγώνας.
Το παράδειγμά του εμιμήθησαν κατόπιν και ηκολούθησαν την σύντομον ταύτην προς την διασημότητα οδόν ο Ιππίας ο εξ Ήλιδος σοφιστής, ο Πρόδικος ο Κίος, ο Αναξιμένης ο Χίος και ο Πώλος ο Ακραγαντίνος· και άλλοι πολλοί ανεγίνωσκον και απήγγελλον τα έργα των εις τους αγώνας και ούτω εντός ολίγου εγίνοντο γνωστοί. Αλλά προς τι να αναφέρω τους παλαιούς εκείνους σοφιστάς και ιστορικούς και λογογράφους, αφού και επ' εσχάτων, ως λέγεται, ο Αετίων ο ζωγράφος, αφού εζωγράφησε τον γάμον του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης, μετέφερεν εις την Ολυμπίαν την εικόνα και την επέδειξε; Τόσον δε ήρεσεν η τέχνη εις τον Προξενίδαν, όστις ήτο τότε Ελλανοδίκης, ώστε έκαμε γαμβρόν του τον Αετίωνα. Και τι το τόσον θαυμαστόν υπήρχεν εις την εικόνα, ηρώτησε κάποιος, ώστε ο Ελλανοδίκης δι' αυτό να δώση την θυγατέρα του εις ένα ξένον οποίος ήτο ο Αετίων; Η εικών υπάρχει εις την Ιταλίαν, όπου και εγώ την είδα και δύναμαι να σας ομιλήσω περί αυτής. Παριστά θάλαμον περικαλλή και κλίνην νυμφικήν, επί της οποίας κάθηται η Ρωξάνη, παρθένος ωραιοτάτη, με το βλέμμα χαμηλωμένον από εντροπήν προς τον ενώπιόν της ιστάμενον Αλέξανδρον. Πέριξ αυτής και του Αλεξάνδρου φαίνονται διάφοροι έρωτες μειδιώντες· και είς μεν εξ αυτών, ιστάμενος όπισθεν της νύμφης, σύρει από την κεφαλήν της την καλύπτραν και δεικνύει προς τον γαμβρόν την Ρωξάνην, άλλος δε ως θεράπων αφαιρεί το σανδάλιον εκ του ποδός της διά να την βοηθήση να κατακλιθή. Άλλος ερωτιδεύς κρατεί τον Αλέξανδρον εκ της χλαμύδος και τον σύρει προς την Ρωξάνην με πολλήν δύναμιν, ο δε βασιλεύς κρατεί στέφανον τον οποίον προσφέρει προς την παρθένον. Ως παράνυμφος και νυμφαγωγός παρίσταται ο Ηφαιστείων, κρατών λαμπάδα αναμμένην και στηριζόμενος εις τον ώμον ωραιοτάτου νεανίσκου, ο οποίος, υποθέτω, είνε ο Υμέναιος, διότι το όνομά του δεν είνε σημειωμένον επί της εικόνος. Εις άλλο μέρος του πίνακος άλλοι έρωτες παίζουν με τα όπλα του Αλεξάνδρου. Δύο εξ αυτών σηκώνουν την λόγχην αυτού, μιμούμενοι τους αχθοφόρους όταν μεταφέρουν βαρείαν δοκόν. Δύο άλλοι σύρουν έτερον ερωτιδέα εξηπλωμένον ως βασιλέα τάχα επί της ασπίδος, την οποίαν έλκουν από τας λαβάς. Άλλος έχει εισέλθη εις τον θώρακα, ο οποίος ευρίσκεται κατά γης πλαγίως κείμενος και φαίνεται ως να ενεδρεύη διά να φοβίση τους άλλους όταν θα πλησιάσουν σύροντες το φορείον.
Δεν πρόκεται δε περί παιγνιδίων και ασημάντων επεισοδίων, αλλ' ο ζωγράφος δι' αυτών θέλει να δείξη και τον έρωτά του Αλεξάνδρου προς τα πολεμικά έργα και ότι ενώ ήτο ερωτευμένος με την Ρωξάνην δεν ελησμόνει και τα όπλα. Αλλά και εξ άλλου κατεφάνη η αλήθεια του γαμηλίου χαρακτήρος της εικόνος, αφού έγινεν αφορμή να νυμφευθή ο Αετίων την θυγατέρα του Προξενίδου· και ο γάμος του ζωγράφου εγένετο οιονεί επεισόδιον του βασιλικού γάμου και ως παράνυμφον είχε τον Αλέξανδρον. Ως αμοιβήν διά τον ζωγραφιστόν γάμον επέτυχεν αληθή γάμον.
Ο Ηρόδοτος λοιπόν — διά να επανέλθω εις αυτόν — εθεώρει την πανήγυριν των Ολυμπίων ικανήν να καταστήση ένδοξον μεταξύ των Ελλήνων ένα συγγραφέα, ο οποίος εξιστόρησε νίκας όπως αυτός τας εξιστόρησεν. Εις εμέ δε — και σας εξορκίζω εις τον Φίλιον Δία να μη υποθέσετε ότι παρεφρόνησα και ότι θέλω να συγκρίνω τον εαυτόν μου προς εκείνον — συνέβη κάτι τι παρόμοιον. Όταν κατ' αρχάς ήλθα εις την Μακεδονίαν, εσκεπτόμην πώς να πραγματοποιήσω τον πόθον τον οποίον είχα, να καταστήσω γνωστά εις όσον το δυνατόν περισσοτέρους Μακεδόνας τα έργα μου. Και μου εφαίνετο δύσκολον να περιέλθω προς τούτο όλας τας πόλεις την μίαν μετά την άλλην, πράγμα το οποίον θα απήτει πολύν καιρόν· εάν όμως επερίμενα την σημερινήν ημών συνέλευσιν και ενεφανιζόμην εν μέσω υμών διά να σας απαγγείλω τινά των έργων μου, ο σκοπός μου θα εξεπληρούτο κατ' ευχήν.
Σήμερον λοιπόν σας ευρίσκω ενταύθα συνηγμένους, ό,τι εκλεκτότερον έχει εκάστη πόλις, το άνθος ακριβώς ειπείν των Μακεδόνων. Ευρισκόμεθα δε εις πόλιν εκ των ωραιοτέρων, όχι όπως η Πίσσα, ούτε έχουσα την στενοχωρίαν εκείνης και σκηνάς και καλύβας και πνιγηρόν καύσωνα, οι δε πανηγυρισταί δεν είνε συρφετώδης όχλος αποτελούμενος από ανθρώπους ελθόντας μάλλον διά να ίδουν αθλητάς και ολίγον φροντίζοντας τους περισσοτέρους διά τον Ηρόδοτον, αλλά ρήτορες και συγγραφείς και σοφισταί οι διασημότεροι, ούτως ώστε να υπάρχη φόβος μήπως το έργον μου φανή εδώ περισσότερον ασήμαντον παρά εις την Ολυμπίαν. Αν επρόκειτο υμείς σήμερον να με συγκρίνετε προς τους αθλητάς Πολυδάμοντα ή Γλαύκον ή Μίλωνα, βεβαίως θα σας εφαινόμην καθ' υπερβολήν θρασύς άνθρωπος· αλλ' εάν απομακρύνετε την μνήμην σας από εκείνους και περιορίσετε την κρίσιν σας μόνον εις εμέ, ίσως δεν θα σας φανώ πολύ άξιος μαστιγώσεως (129) . Ενώπιον δε τοιούτων θεατών και τούτο θα είνε αρκετόν δι' εμέ.
Σημείωσις /αφορώσα προηγούμενους τόμους/. Εκτός διαφόρων άλλων παροραμάτων, ευδιακρίτων, σημειούμεν ενταύθα τα επόμενα δυο, ως ουσιωδέστερα :
Εις την σελίδα 11 (στίχ. 1) της Εισαγωγής ετέθη «λεπτομερές» αντί «πολυμερές».
Εις δε τας σελίδας 114 — 130 (επικεφαλίς) του Α'. τόμου ετέθη «Κρίσεις θεών» αντί «Κρίσις θεών».
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά, Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σίγουρου. Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια Ο.Ε.
ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 - ΤΗΛ. 614.686, 634.506
ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10
1) Φαίνεται, ότι ο σκοπός του διαλόγου τούτου ως και του επομένου είνε να εγκωμιασθή κάποια Πάνθεια, ερωμένη του Λουκίου Βέρου, αδελφού του αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου. Τινές των κριτικών αμφιβάλλουν αν ο Λουκιανός είνε συγγραφεύς των εγκωμίων τούτων.↩
2) Όρος της Λυδίας, επί της κορυφής του οποίου ελέγετο ότι ευρίσκετο η απολιθωθείσα Νιόβη, η κόρη του Ταντάλου.↩
3) Κατά τον Παυσανίαν η Αθηνά αύτη ωνομάσθη Λημνία, διότι ήτο ανάθημα των κατοίκων της Λήμνου. Ήτο επί της Ακροπόλεως.↩
4) Ερωμένη του Αλεξάνδρου. Ενώ την εζωγράφιζεν ο Απελλής, την ερωτεύθη, αλλ' ο Αλέξανδρος υπήρξεν αρκετά γενναιόψυχος, ώστε να τον συγχωρήση.↩
5) Ο αυτοκράτωρ Μάρκος Αυρήλιος είχε προσλάβη συναυτοκράτορα τον αδελφόν του Λούκιον Βέρον.↩
6) Η σύζυγος του Αβραβάτα ωνομάζετο Πάνθεια, επομένως τοιούτον ήτο και το όνομα της ερωμένης του Λουκίου Βέρου.↩
7) Η Φιλομήλα, ήτις μετεμορφώθη εις την αηδόνα.↩
8) Κόρη και μαθήτρια του Πυθαγόρου.↩
9) Γυνή εκ Μαντινείας φιλόσοφος, της οποίας ο Σωκράτης καυχάται εις το «Συμπόσιον» του Πλάτωνος ότι υπήρξε μαθητής και ότι παρ' αυτής εδιδάχθη τα μυστήρια του έρωτος.↩
10) Επ' ανδρών κράατα. Το όνομα Άτη σημαίνει την ύβριν και την ζημίαν.↩
11) Διότι εις τας γυναίκας δεν επετρέπετο, ως γνωστόν, να παρίστανται εις τους αγώνας.↩
12) Νικητήν των λεόντων.↩
13) Ο Πίνδαρος πιθανώς.↩
14) Έτρεχεν επί των στάχεων χωρίς να τους συντρίβη.↩
15) Το τρέξιμον των ίππων οίτινες έφευγον με την ταχύτητα του ανέμου.↩
16) Τοιούτον θα είνε βέβαια του Ολυμπίου Διός το ανάκτορον.↩
17) Τότε είπε κλαίουσα η θεόμορφος γυνή.↩
18) Ο Ζωίλος.↩
19) Ζηνόδοτος ο Εφέσιος, τον οποίον ο Πτολεμαίος διώρισε διευθυντήν της περιφήμου βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, έκαμε μίαν κριτικήν έκδοσιν του Ομήρου, εις την οποίαν εσημείωνε διά περονών τους στίχους τους οποίους εθεώρει εμβολίμους και μη γνησίους.↩
20) Ομοιάζουσα προς την Αρτέμιδα και την χρυσήν Αφροδίτην.↩
21) Ομοία προς την Άρτεμιν κατέβαινεν εκ του όρους.↩
22) Ίδε «Εικόνας».↩
23) Είνε γνωστή η συνήθεια των Αθηναίων να γράφουν επί των τοίχων το όνομα του αγαπωμένου προσώπου μετά του επιθέτου «καλός» ή «καλή». Περί του Φειδίου λέγεται ότι είχε χαράξη επί του μικρού δακτύλου του Ολυμπίου Διός τας λέξεις «Παντάρκης καλός».↩
24) Η πάνδημος εθεωρείτο προστάτις των εταιρών.↩
25) Την Δήμητραν και την Περσεφόνην.↩
26) Τα χοιρίδια των Αχαρνών ήσαν περίφημα και παροιμιώδη.↩
27) Η χώρα των Οδρυσσών έκειτο πέραν της Θράκης και εθεωρείτο πολύ μακρυνή ως φαίνεται και εκ του ανωτέρω χωρίου του Λουκιανού.↩
28) Εννοεί το «χαίρειν», με το οποίον οι αρχαίοι ήρχιζαν τας επιστολάς των· π. χ. Κλεινίας Αρισταινέτω χαίρειν.↩
29) Ο ένατος μην των Αθηναίων ότε εωρτάζοντο τα Ελαφηβόλια.↩
30) Ένδυμα κόκκινον.↩
31) Ίδε «Αλέξανδρον ή ψευδόμαντιν». Τομ γ'. σελ. 109.↩
32) Ως διηγείται ο Όμηρος εις την Οδύσσειαν.↩
33) Η Βοιωτική Τανάγρα ήτο περίφημος διά τα πουλερικά της.↩
34) Ίδε «Αληθή Ιστορίαν» σελ. 40 και 41.↩
35) Παράβαλε «Νεκρικών Διαλόγων» σελ. 35 υποσημ. 2.↩
36) Ω χρυσέ, το ωραιότερον διά τον άνθρωπον δώρον.↩
37) Ο χρυσός είνε των ανθρώπων η δύναμις.↩
38) Από τας πολλάς σκέψεις ο γλυκύς ύπνος δεν ήρχετο εις τον Ατρείδην Αγαμέμνονα. Εκ του Ομήρου.↩
39) Μισώ τον συμπότην, ο οποίος έχει καλόν μνημονικόν.↩
40) Ανοηταίνεις.↩
41) Αλλ' εις την καρδίαν του Ατρείδου Αγαμέμνονος δεν ήτο ευχάριστον.↩
42) Ο Φίλος ήτο είς εκ των Κενταύρων, όστις ετάφη εις τους πρόποδας ενός των βουνών της Θεσσαλίας, το οποίον δια τούτο, κατά τον Διόδωρον ωνομάσθη Φολόη.↩
43) Ως γνωστόν ο προπίνων έπινεν ολίγον και έδιδε το ποτήρι εις τον προς ον η πρόποσις απηυθύνετο διά να πίη το υπόλοιπον.↩
44) Συνέκρουον τας ασπίδας.↩
45) Και ανεπέμποντο κραυγαί απελπισίας και θριάμβου.↩
46) Οι Στωικοί ηρέσκοντο να γράφουν ψιλά και δυσανάγνωστα.↩
47) Όρος σχολαστικός των Στωικών.↩
48) Περί του κερατίνου συλλογισμού ίδε «Νεκρικούς Διάλογους» Τόμ. Β'. σελ. 35 υποσ. 2. Σωρείτης δε είνε άλλο σόφισμα, το οποίον δι' αλλεπαλλήλων ερωτήσεων φθάνει εις συμπέρασμα ψευδές μεν, φέρον όμως εις αμηχανίαν τον ερωτώμενον.↩
49) Είτε την ελησμόνησε, είτε δε την εσυλλογίσθη, υπέπεσεν εν τη καρδία του εις μέγα αμάρτημα.↩
50) Η γη αύτη είνε η Καλυδών, η οποία κείται απέναντι της γης του Πέλοπος και έχει πεδιάδας ευφόρους. Απόσπασμα εκ του «Μελεάγρου», το οποίον δεν έχει σχέσιν με την υπόθεσιν της επιστολής, αλλά παρατίθεται εική εις ένδειξιν πολυμάθειας, όπως και το επόμενον.↩
51) Η εκηβόλος θεά κόρη της Λητούς εξερεθίζει μέγαν κάπρον εις τας γαίας του Οινέως.↩
52) Παράβαλε τα λεγόμενα περί της τιμωρίας των μοιχών εις τον «Θάνατον Περεγρίνου».↩
53) Ο τόκος ελογαριάζετο κατά μήνα.↩
54) Οι αρχαίοι, κατά τους χρόνους του Λουκιανού, διήρουν τα γεύματα εις τρία μέρη. Εκ τούτων το πρώτον ελέγετο πρόπομα, διότι κατ' αυτό έπινον είτε οίνον, είτε διάφορα ποτά δροσιστικά είτε και μόνον νερόν. Η συνήθεια του προπόματος εισήχθη εις την Ελλάδα και εις την Ρώμην επί του αυτοκράτορος Κλαυδίου. Κατά το δεύτερον μέρος του γεύματος παρετίθεντο εδέσματα ελαφρά, κατάλληλα μάλλον διά να διεγείρουν παρά διά να κορέσουν την όρεξιν, θαλασσινά, γλυκίσματα, λάχανα και τα τοιαύτα. Το τρίτον μέρος ήτο το εντελές γεύμα, κατά τα οποίον παρετίθεντο τα διάφορα κρέατα και εις το τέλος τα τραγήματα.↩
55) Εις το μέγαρον του Αρισταινέτου η ευγενής Κλεανθίς ανετράφη ως βασίλισσα με επιμέλειαν, εξέχουσα μεταξύ όλων των άλλων παρθένων, ωραιοτέρα της Αφροδίτης και της Ελένης ομού. Χαίρε δε και συ, γαμβρέ, πρώτε μεταξύ των ομηλίκων σου, ωραιότερε του Νιρέως και του υιού της Θέτιδος. Ημείς δε πολλάκις θα σας ψάλλωμεν τον επιθαλάμιον τούτον ύμνον, ευχόμενοι διά την ευτυχίαν και των δύο.↩
56) Διότι οι στίχοι του Ιστιαίου ήσαν απομιμήσεις και αναμίξεις στίχων διαφόρων ποιητών.↩
57) Παρωδία Ομηρικού στίχου. Κ' εκείνον μεν απέτυχε . . .↩
58) Μεταξύ των δογμάτων των Στωικών ήτο και η περιφρόνησις διαφόρων δεινών, εν οις και ο πόνος, τα οποία διά τούτο απεκάλουν αδιάφορα. Ως δε διηγείται ο Κικέρων, Ποσειδώνιος ο Απαμεύς παθών εξ αρθρίτιδος ανεφώνει· Δεν θα με καταφέρεις, πόνε, να ομολογήσω ότι είσαι κακόν.↩
59) Την εσπέραν του γάμου ο γαμβρός ωδήγει την νύμφην επί οχήματος, επί του οποίου ήτο κατεσκευασμένη μικρά κλίνη και επ' αυτής η νύμφη ήτο κατακεκλιμένη. Οι φίλοι και οι ομήλικοι του γαμβρού συνώδευον κρατούντες δάδας και άδοντες.↩
60) Του Ευριπίδου.↩
61) Ανεξερεύνητοι των θεών αι βουλαί· εις πολλά οι θεοί δίδουν ανέλπιστον έκβασιν και τα προσδοκώμενα δεν πραγματοποιούνται. Ευρ. «Άλκηστις» τέλος.↩
62) Παρωδία στίχων του Ευριπίδου εκ διαφόρων μερών ειλημμένων. Όμοια, παρωδίαι του Ομήρου και του Ευριπίδου είνε τα επόμενα, τα οποία εις την μετάφρασιν αποδίδονται με κάποιον ρυθμόν.↩
63) Πώλος και Αριστόδημος, περίφημοι τραγικοί ηθοποιοί, οίτινες συνήθως υπεδύοντο θεών πρόσωπα.↩
64) Κανείς εκ των θεών, θηλυκός ή αρσενικός, ας μη λείψη ούτε εκ των ποταμών κανείς, ούτε εκ των νυμφών, αλλ' εις του Διός τα ανάκτορα να έλθετε όλοι, όσοι λαμβάνετε μέρος εις τας εκατόμβας και όσοι ανήκετε εις την μέσην ή την κατωτάτην τάξιν και αφανείς κάθεσθε παρά τους βωμούς και απολαμβάνετε την κνίσαν των θυσιών.↩
65) Βενδίς, θεότης της Θράκης. Ο Μίθρης ή Μίθρας ήτο θεός των Περσών, ο δε Μην των Φρυγών.↩
66) Η τρίτη τάξις των Αθηναίων πολιτών.↩
67) Η πλουσιωτέρα τάξις των Αθηναίων.↩
68) Άκουε, σίγα, μη τάραττε.↩
69) Δηλαδή των δώδεκα θεών. Παρωδία του κηρύγματος των επικλησιών του δήμου των Αθηναίων, κατά τας οποίας εκαλούντο να λάβουν τον λόγον οι «υπέρ τα πεντήκοντα γεγονότες».↩
70) Ο Μώμος αρχίζει με τον Ομηρικόν στίχον: «αλλ' ημείς μεν πάντες ύδωρ και γαία γένοισθε».↩
71) Τον Ηρακλήν.↩
72) Ο Μητρόδωρος ήτο πυρωνιστής φιλόσοφος Χίος, ο οποίος συνώψιζε την διδασκαλίαν του εις το εξής αξίωμα : «Δεν γνωρίζομεν τίποτε και δεν γνωρίζομεν μάλιστα εάν δεν γνωρίζωμεν τίποτε».↩
73) Πόλις της Ευβοίας, εις την οποίαν υπήρχε ναός του Ποσειδώνος.↩
74) Το έμμετρον κείμενον του χρησμού είνε ούτω
συντεθειμένον, ώστε να είνε ακατανόητον και γελοίον προς διακωμώδησιν
της ασαφείας των αληθινών χρησμών.
είμεθα γαϊδούρια και μουλάρια ξέστρωτα που
δεν έχομεν ούτε μιας
ακρίδας μυαλό.↩
75) «Σιγή εφ' ημείων, ίνα μη Δαμίς γε πύθηται». Εκ της Ιλιάδος.↩
76) Η Αθηνά ήτο η προστάτις θεά των Αθηνών και οι Αθηναίοι την εσέβοντο εξαιρετικώς. Αφού δε ο Τιμοκλής ωρκίσθη εις την Αθηνάν, ο Δάμις δεν τολμά ν' αντιτείνη εις τοιούτον όρκον, δι' ο και λέγει ότι ο Τιμοκλής ενίκησε με τον όρκον τούτον.↩
77) Τουτί μεν υπομόχθηρον, άλλο μοι λέγε.↩
78) Προς την Λητώ δε αντέστη ισχυρώς ο Ερμής.↩
79) Βλέπεις τον υψηλόν και άπειρον αιθέρα, όστις εις τας υγράς του αγκάλας περιβάλλει την γην; Τούτον νόμιζε Δία, τούτον θεώρει θεόν.↩
80) Ο Ζευς, τι είνε ο Ζευς; Διότι μόνον εξ ονόματος τον γνωρίζω.↩
81) Ο Φάλης ήτο ο θεός της γονιμότητος και παρίστατο διά του φαλού.↩
82) Ανθρωποθυσίας. Ίδε τόμ. Α'. σελ. 109.↩
83) Κτυπά αδιακρίτως ενόχους τε και μη. Εκ της «Ιλιάδος».↩
84) Η φιγούρα του πλοίου. Παράβαλλε «Πλοίον ή ευχαί» τόμ. 1 σελ. 27 υποσημ. 2.↩
85) Στίχος του Μενάνδρου : Ουδέν κακόν παθαίνεις εκ της ύβρεως, την οποίαν δεν αποδέχεσαι.↩
86) Ο τίτλος του κειμένου είνε «Βίων πράσις». Η λέξις «βίος» επί του προκειμένου σημαίνει τον τρόπον του ζην κατά τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα. «Οι από του βίου» ελέγοντο οι φιλόσοφοι.↩
87) Ο Πυθαγόρας ομιλεί εις το κείμενον την Ιονικήν διάλεκτον.↩
88) Ο υιός του Κροίσου ήτο άλαλος.↩
89) Αντί να παραθέτη απλώς τους αριθμούς, ο Πυθαγόρας
τους προσέθετε:
Το τέλειον τούτο τρίγωνον είνε πρόβλημα του ισοσκελούς τριγώνου,
το οποίον εύρεν ο Πυθαγόρας και το παρίστα κατά τον εξής τρόπον:
1 .
2 . .
3 . . .
4 . . . .
__
10
Ο δε σχετικός όρκος ήτο ο εξής: «Ορκίζομαι εις εκείνον όστις δίδει
εις την ημετέραν ψυχήν την τετράδα, την πηγήν των αρχών της αιωνίας
φύσεως». Κατά τους Πυθαγορικούς ο αριθμός τέσσαρα ήτο το σύμβολον των
τεσσάρων στοιχείων.↩
90) Διότι είνε σκοτεινοί.↩
91) Οι αρχαίοι έγραφον επί του ενός μέρους των μακρών περγαμηνών, αίτινες απετέλουν τα βιβλία των. Οι Κυνικοί όμως φαίνεται ότι μετεχειρίζοντο βιβλία των οποίων αι περγαμηναί ήσαν ολόγραφοι.↩
92) Ιππόλυτος: «Η μεν γλώσσα ομώμωκεν, η δε φρην ανώμοτο». Ο Διογένης αναστρέφει την φράσιν.↩
93) Ο Διογένης υπήρξεν αργυραμοιβός εις την Σινώπην. Παράβ. «Δις κατηγορούμενος».↩
94) Ο Αρίστιππος, αρχηγός της Σχολής, των Κυρηναϊκών, υπήρξε μαθητής του Σωκράτους, όπως δε ούτος, περιωρίσθη μόνον εις την ηθικήν και παρημέλησε την φυσικήν, προς την οποίαν έτρεφε μεγάλην περιφρόνησιν. Αλλά διέστρεψε την ηθικήν του διδασκάλου του διά των μαθημάτων της ακολασίας και της αυτοκτονίας, τα οποία έδιδε. Κατά τον Αρίστιππον, η υπέρτατη ευτυχία συνίστατο εις τας απολαύσεις των αισθήσεων. Επωνομάσθη δε ρήτωρ του θανάτου, διότι εδίδασκε τους μαθητάς του ν' αυτοκτονούν άμα ησθάνοντο την ελαχίστην απογοήτευσιν εις την ζωήν. Η θυγάτηρ του Αρήτη τον διεδέχθη εις την αρχηγίαν της Σχολής του.↩
95) Το παιγνίδι της δάμας.↩
96) Υπαινίσσεται τα λεγόμενα υπό του Αλκιβιάδου εις το «Συμπόσιον» του Πλάτωνος.↩
97) Συνήθης όρκος του Σωκράτους.↩
98) Ήτο μαθητής και φίλος του Πλάτωνος,↩
99) Κατά τους χρόνους του Λουκιανού η Στωική φιλοσοφία εξετιμάτο μεγάλως και κατ' αυτής η σάτυρα του Λουκιανού αποτοξεύει συχνότερα και σφοδρότερα τα βέλη της.↩
100) Το δόγμα τούτο της Στωικής φιλοσοφίας περιέχεται εις το πρώτον αξίωμα του εγχειριδίου του Επικτήτου.↩
101) Εκτός του Λουκιανού και οι άλλοι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τον συλλογισμόν του κροκοδείλου, χωρίς όμως και να δίδουν την εξήγησίν του.↩
102) Δεν γνωρίζομεν επίσης σαφή πράγματα περί του θεριστικού και του κυριεύοντος συλλογισμού, των οποίων παραδείγματα αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος εις τον βίον του Ζήνωνος και του Χρυσίππου.↩
103) Ως εκ ποοηγουμένων γνωρίζομεν, οι Στωικοί ετοποθέτουν την αρετήν εις την κορυφήν όρους αποκρήμνου εις το οποίον έφερεν οδός δύσβατος. Η ιδέα δε αύτη ήτο του Ησιόδου.↩
104) Ο Χρύσιππος, κατά τον Διογένην τον Λαέρτιον,
έγραψε 311 τόμους περί διαλεκτικής, εκτός δε τούτων πολυάριθμα άλλα
συγγράμματα, πλήρη ξένων περικοπών και σχολίων, τα οποία απετέλουν τα
δύο τρίτα και πλέον του όλου συγγράμματος. Εις μίαν εκ των
πραγματειών τούτων κατεχώρισεν ολόκληρον την Μήδειαν του Ευριπίδου·
μίαν δε ημέραν είς των μαθητών του, ο οποίος εκράτει το βιβλίον
εκείνο, ερωτηθείς τι βιβλίον ήτο, απήντησεν· Η «Μήδεια» του
Χρυσίππου. Ο Σενέκας ομιλεί μετά πολλής περιφρονήσεως περί των έργων
του Χρυσίππου· τα χαρακτηρίζει ως επιπόλαια, και τα παρομοιάζει με
ξίφος το οποίον λυγίζει αντί να διατρυπά.
Ο Χρύσιππος
είχε γράψη βιβλίον περί σολοικισμών και αδοκίμων λέξεων, εκ των
οποίων ανέφερε μέγαν αριθμόν. Αλλ' οι Στωικοί ολίγον εφρόντιζον διά
την καθαρότητα της γλώσσης και την ακρίβειαν του ύφους.↩
105) Όνομα περιφήμου τινός τοκογλύφου, το οποίον κατόπιν απεδίδετο εις όλους τους τοκογλύφους, όπως το όνομα του Ίρα απεδίδετο εις όλους τους αθλίους και επαίτας.↩
106) Ο Λουκιανός μεταχειρίζεται την λέξιν ονησιφόρα (ωφέλιμα), διά να γίνη λογοπαίγνιον με όσα προηγουμένως λέγονται περί του όνου.↩
107) Εννοεί τον Πύρρωνα, του οποίου το όνομα μεταβάλλει, ούτως ώστε να γίνη δουλικόν όνομα, διότι το όνομα Πυρρίας ήτο σύνηθες όνομα δούλων.↩
108) Την αλήθειαν.↩
109) Επέχω περί τούτου και διασκέπτομαι. Τούτο ήτο και το κύριον αξίωμα της φιλοσοφίας των Πυρρωνιστών.↩
110) Ούτως ώστε η πήρα να συντρέχη την πήραν και αι ράβδοι τας ράβδους. Παρωδία στίχου της Ιλιάδος. ↩
111) Είσθε σοφοί άνδρες, και πρέπει ο θυμός σας να είνε αχαλίνωτος. Παρωδία επίσης Ομηρικού στίχου.↩
112) Να κατασπαραχθή αφού λιθοβολιθή και κατ' αυτόν τον τρόπον ν' αποθάνη.↩
113) Ότι δεν τηρούνται συνθήκαι μεταξύ ανθρώπων και θηρίων.↩
114) Μη φονεύετε άνθρωπον αγαθόν, αλλά δεχθήτε λίτρα διά την ζωήν του, χαλκόν και χρυσόν, τα οποία κατ' εξοχήν αγαπούν οι σοφοί.↩
115) Μη φαντάζεσαι, υβριστά, αφού έπεσες εις τα χέρια μας, ότι θα διαφύγης, επειδή υπεσχέθης χρυσόν.↩
116) Μη φονεύης, διότι δεν πρέπει να φονεύεται ο ικετεύων.↩
117) Δεν πρέπει οι κακοποιοί να πληρώνωνται με το αυτό νόμισμα;↩
118) Ιδέ «Ψευδολογιστήν» τόμος Γ' σελίς 154.↩
119) θα φορέσης χιτώνα από λίθους, διά να τιμωρηθής δι' όσα κακά έπραξες.↩
120) Ο Άρατος, καίτοι ήτο εκ των Σολών της Κιλικίας, διεκρίθη ως Έλλην φιλόσοφος και συγγραφεύς των «Φαινομένων». Εκ της αυτής πόλεως ησαν οι φιλόσοφοι Κράτων και Χρύσιππος. Ο Ζήνων, ο ιδρυτής της Στωικής φιλοσοφίας, ήτο Κύπριος εκ Κιλίου. Ο Αριστοτέλης ήτο εκ Σταγείρων, ο δε Δημόκριτος και ο Πρωταγόρας ήσαν Αβδηρίται. Το ότι δεν ήσαν εκ της κυρίως Ελλάδος δεν ηλάττωνε την υπόληψιν την οποίαν είχον μεταξύ των Ελλήνων ως σοφοί.↩
121) Ο Λουκιανός σκώπτει τον Πλάτωνα δια τους άγαν εμφαντικούς λόγους τους οποίους μεταχειρίζεται εις τον «Φαίδρον».↩
122) Ευριπ. «Φοίνισσαι» : —Ω πάνσεπτη Νίκη, μείνε πλησίον μου καθ' όλην μου την ζωήν και μη παύσης να με στεφανώνης.↩
123) Ως έπαθλον δε θα χρησιμεύσουν δύο τάλαντα χρυσού, τα οποία θα δώσωμεν εις εκείνον όστις θ' αναδειχθή ο περισσότερον φιλόνεικος. Παρωδία Ομηρικών στίχων.↩
124) Όσα φύλλα και άνθη φέρει η άνοιξις.↩
125) Εις το Πρυτανείον, ως γνωστόν, ετρέφοντο δωρεάν, όσοι είχον προσφέρη εξαιρετικάς υπηρεσίας εις την πατρίδα. Όταν δε ο Σωκράτης εδικάζετο είπεν ότι, αντί να καταδικασθή εις θάνατον, έπρεπε να οδηγηθή εις το Πρυτανείον.↩
126) Χρυσόφα ή ξόφα.↩
127) Ο Λουκιανός παίζει με την λέξιν αφύαι (μαρίδες) και λέγει· «Νή Νι' αφυέστατοί γε».↩
128) Προλαλιά.↩
129) Ως εκ των προηγουμένων γνωρίζομεν οι λαμβάνοντες μέρος εις τους αγώνας χωρίς να είνε άξιοι ν' αγωνισθούν, παρεδίδοντο εις τους μαστιγοφόρους. Ομοίως και οι κακοί υποκριταί.↩