Title: Ομήρου Οδύσσεια Τόμος Β
Author: Homer
Translator: Iakovos Polylas
Release date: December 6, 2009 [eBook #30614]
Most recently updated: January 25, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Τούτα εύχετ' ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας· | |
την κόρη ωστόσον έπαιρναν 'ς την πόλι τα μουλάρια. | |
και ότ' έφθασε 'ς τα υπέρλαμπρα παλάτια του πατρός της | |
'ς τα πρόθυρα τα εκράτησε, και ολόρθοι ολόγυρά της | |
οι θεϊκοί της αδελφοί τα λύσαν απ' τ' αμάξι, | 5 |
κ' έμπαζαν τα φορέματα· 'ς το δώμα της η κόρη | |
εσύρθη και της άναβε φωτιάν η Απειραία | |
γερόντισσα Ευρυμέδουσα θεράπαινα, 'που εφέραν | |
απ' την Απείρην άλλοτε τα ισόπλευρα καράβια, | |
και δώρο τότ' εξαίρετον εδόθη του Αλκινόου, | 10 |
του βασιλέα, 'π' ως θεόν οι Φαίακες ετίμαν. | |
την λευκοχέρα Ναυσικά τούτ' είχεν αναστήσει, | |
και τώρα στιά της άναβε κ' ετοίμαζε τον δείπνο. | |
. | |
Και προς την πόλι κίνησεν ο θείος Οδυσσέας· | |
κ' η Αθηνά καλόθελα τον έζωσε κατάχνια, | 15 |
μην απαντώντας τον κανείς των ανδρικών Φαιάκων | |
ανεγελάση αυτόν πικρά και ποιος είν' ερωτήση. | |
και εις την τερπνήν ότ' έμελλε την πόλι να πατήση, | |
κει τον απάντησε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη, | |
με σχήμα κόρης τρυφερής, 'που στάμναν εβαστούσε, | 20 |
κ' εμπρός του εστάθη· ερώτησεν ο θείος Οδυσσέας· | |
«Παιδί μου, δεν μου έδειχνες το σπίτι του Αλκινόου, | |
του ανδρός, οπ' όλων των λαών εδώ 'ναι βασιλέας; | |
ξένος εγώ ταλαίπωρος φθασμένος εδώ πέρα | |
μέσ' από μέρη μακρυνά, κανέναν των ανθρώπων, | 25 |
απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα, δεν γνωρίζω». | |
. | |
Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Πατέρα ξένε, σένα εγώ το σπίτι οπού ζητείς με | |
θα δείξω· ότ' είναι σύνεγγυς του δοξαστού πατρός μου· | |
αλλά σιγά προχώρησε κ' εγώ τον δρόμο δείχνω. | 30 |
και μη κυττάζης άνθρωπον, μηδ' ερωτάς κανέναν, | |
ότι τους ξένους τόσο αυτοί πολύ δεν υποφέρουν, | |
και όποιος εδώ φθάση απ' αλλού, δεν τον περιποιούνται. | |
το θάρρος έχουν 'ς τα γοργά καράβια τους και σχίζουν | |
τα πέλαγα, ως εχάρισε 'ς αυτούς ο κοσμοσείστης. | 35 |
και ως το πτερόν ή ο στοχασμός τα πλοία τους πετιούνται». | |
. | |
Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη | |
γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. | |
και οι Φαίακες οι ναυτικοί ποσώς δεν τον νοήσαν | |
'ς τη μέση τους ως διάβαινε την πόλιν, ότ' η Αθήνη, | 40 |
καλόκομη, δεινή θεά, δεν άφινε, αλλ' ομίχλην | |
του έχυσε ολόγυρα πυκνήν, ότι γι' αυτόν πονούσε. | |
και τους λιμέναις θαύμαζεν αυτός και τα ίσια πλοία, | |
ταις αγοραίς, 'που εκάθιζαν οι ήρωες, και τα τείχη | |
μακρυά, ψηλά, ξυλόφρακτα, 'π' όποιος τα ιδή θαυμάζει. | 45 |
και ότ' έφθασαν 'ς του βασιληά τα υπέρλαμπρα παλάτια, | |
η θεά τότε ωμίλησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Ιδού, ξένε πατέρα μου, το σπίτι οπού μου λέγεις· | |
να δείξω· τώρ' αυτού θα ευρής τους θείους βασιλείς μας | |
εις το τραπέζι· μέσα εσύ προχώρα, και η ψυχή σου | 50 |
ας μη δειλιάση· ο θαρρετός άνδρας εις κάθε πράξι | |
κάλλια προκόβει και αν αυτός έλθη από ξένα μέρη. | |
την δέσποινα πρώτα θα ευρής 'ς τα μέγαρα· και Αρήτη | |
την ονομάζουν ταιριαστά· κ' εκείνη έχει προγόνους | |
τους ίδιους, 'που κατάγεται ο Αλκίνοος βασιλέας. | 55 |
και πρώτα τον Ναυσίθοον ο σείστης Ποσειδώνας | |
γέννησε και η Περίβοια, 'π' ασύγκριτη 'ς τα κάλλη | |
ήταν του Ευρυμέδοντα νεωτάτη θυγατέρα, | |
μεγαλοψύχου βασιληά των προπετών Γιγάντων· | |
αλλ' έχασε τον ασεβή λαόν, κ' εχάθη εκείνος. | 60 |
ο Ποσειδώνας απ' αυτήν έλαβε τον γενναίον | |
Ναυσίθοον, 'που βασιληάς εγίνη των Φαιάκων, | |
κ' έλαβ' υιούς Ρηξήνορα και Αλκίνοον· τον πρώτον | |
εκτύπησ' ο αργυρότοξος Απόλλωνας νυμφίον | |
'ς τ' άκληρο σπίτι, όπ' άφινε μιαν μόνην θυγατέρα, | 65 |
'π' ο Αλκίνοος νυμφεύθηκε κατόπι, την Αρήτη· | |
και αυτήν ετίμησε ως καμμιά γυναίκα δεν τιμάται | |
'ς τον κόσμον άλλη απ' όσαις ζουν 'ς ανδρός την εξουσία· | |
τόσον ολόψυχα τιμούν εκείνην και δοξάζουν | |
τ' αγαπημένα τέκνα της, ο Αλκίνοος και μ' εκείνους | 70 |
όλ' οι λαοί, 'π' ως εις θεά 'ς εκείνην αναβλέπουν, | |
κ' εγκάδια την καλολογούν την πόλι ότε διαβαίνει· | |
ότι με νουν λαμπρότατον και αυτ' είναι στολισμένη, | |
και, όπου αγαπά, και των ανδρών ταις διαφοραίς διαλύει. | |
αν ίσως σ' ελεημονηθή και σ' αγαπήση εκείνη, | 75 |
θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης | |
'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γην την πατρικήν σου». | |
. | |
Είπε η γλαυκόφθαλμη θεά, και απ' την τερπνή Σχερία | |
τ' άπατα σχίζει πέλαγα κατά τον Μαραθώνα, | |
και ως φθάν' εις την πλατύδρομη την πόλι της Αθήνας | 80 |
'ς του Ερεχθέα τον ναόν εμβαίνει. και ο Οδυσσέας | |
του Αλκίνου εμπρός 'ς τα υπέρλαμπρα δώματα μεριμνούσε | |
κ' εστέκονταν, το χάλκινο κατώφλι πριν πατήση. | |
ότι ως του ηλίου φαίνονταν ή της σελήνης λάμψι | |
'ς το μέγα δώμα του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αλκινόου· | 85 |
ότ' ήσαν τοίχοι ολόχαλκοι πέρ' από το κατώφλι | |
ως μέσα, και τους έζωνε χαλυβικό στεφάνι· | |
το κτίριο το καλόκτιστο χρυσαίς εκλειούσαν θύραις· | |
οι παραστάταις άργυροι 'ς το χάλκινο κατώφλι· | |
τ' ανώφλ' ήταν ολάργυρο, χρυσός ο κρίκος ήταν· | 90 |
χρυσοί 'σαν σκύλοι και αργυροί 'ς το 'να και τ' άλλο πλάγι· | |
τους έπλασεν ο Ήφαιστος με την σοφή του γνώσι, | |
'ς το λαμπρό δώμα του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αλκινόου | |
φύλακες να ήναι αθάνατοι και αγέραοι 'ς τον αιώνα. | |
'ς τον τοίχο γύρω αραδιαστά θρονιά και εις τα δυο μέρη | 95 |
απ' το κατώφλι εφαίνονταν ως μέσα πέρα πέρα, | |
και γυναικών καλόγνεστα γιασίδια τα εσκεπάζαν· | |
'ς εκείνα επάν' οι αρχηγοί καθίζαν των Φαιάκων, | |
κ' έτρωγαν μαζή κ' έπιναν, ότ' είχαν αφθονία. | 100 |
και εις στυλοβάταις τεχνικούς στέκονταν χρυσοί νέοι, | |
κρατώντας εις τα χέρια τους λαμπάδαις αναμμέναις, | |
και των συνδείπνων έφεγγαν 'ς τα δώματα την νύκτα. | |
πενήντα μες το δώμα του γυναίκαις έχει δούλαις· | |
άλλαις αλέθουν τον καρπό, 'που 'ναι ξανθός σαν μήλο, | |
άλλαις υφαίνουσι πανί και κλώθουσι μαλλία, | 105 |
καθήμεναις, και, ως της ψηλής λεύκας τα φύλλα, σειούνται· | |
κ' είναι τα υφάσματα κρουστά, 'που επάνω ρέει το λάδι. | |
και καθώς όλων των ανδρών οι Φαίακες πρωτεύουν | |
να κυβερνούν 'ς την θάλασσαν, όμοια καλαίς τεχνίτραις | |
είναι η γυναίκες 'ς το πανί, ότ' η Αθηνά ταις έχει | 110 |
έργα διδάξει εξαίρετα και νουν λαμπρόν χαρίσει, | |
και της αυλής έξω, σιμά 'ς την θύρα, μέγας κήπος | |
τετράπλεθρος, και λίθινος τον περιζώνει φράκτης. | |
δένδρ' αυτού μέσα υψόνονται χλωρά και φουντωμένα· | |
απιδιαίς είναι και ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις, | 115 |
και με γλυκόκαρπαις συκιαίς εληαίς θυμό γεμάταις. | |
είναι ο καρπός τους άφθαρτος και ολοχρονής δεν λείπει, | |
χειμώνα, είτε καλόκαιρον· αλλ' άπαυτα φυσώντας | |
αύρα ζεφύρου άλλα γεννά και άλλα ωριμάζει νέα. | |
γερά το απίδι και άλλο ανθεί, το μήλο, και άλλο μήλο, | 120 |
και το σταφύλι και άλλο ανθεί, το σύκο, και άλλο σύκο. | |
και υπάρχει αυτού πολύκαρπο κηπάρι αμπελωμένο, | |
'που μέρος έχ' ηλιακωτόν εις απλωμένο σιάδι | |
και από τον ήλιο φρύγεται· σταφύλια άλλα τρυγούνται, | |
άλλα πατούνται, κ' έμπροσθεν τ' αμπέλι έχει αγουρίδαις | 125 |
ακόμη μες το ξάνθισμα· να βάφουν αλλ' αρχίζουν. | |
και τεχνικώταταις βραγιαίς 'ς ταις άκραις έχει ο κήπος | |
κάθε λογής, και ολόχρονα 'ς την πρασινάδα λάμπουν. | |
δυο βρύσες μέσα· απλόνεται 'ς όλον τον κήπο η μία, | |
εις το κατώφλι της αυλής η άλλη αποκάτω ρέει | 130 |
προς το παλάτι, όθ' έπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις. | |
τέτοιά 'χε ο Αλκίνοος άφθαρτα των αθανάτων δώρα. | |
. | |
Εστάθη αυτού ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας | |
κυττώντας, και ως εθαύμασε τα πάντα εις την ψυχήν του, | |
'ς το δώμα μέσα εβάδισε περνώντας το κατώφλι. | 135 |
τους αρχηγούς ηύρεν αυτού και άρχονταις των Φαιάκων, | |
'που με ποτήρια σπόνδιζαν 'ς τον άγρυπνον Ερμεία, | |
ότι 'ς εκείνον ύστερον, πριν κοιμηθούν, σπονδίζαν. | |
περνά το δώμα ο θλιβερός, ο θείος Οδυσσέας, | |
κρυμμένος εις την καταχνιά, 'που 'χε τον ζώσ' η Αθήνη, | 140 |
ως 'π' έφθασε 'ς τους βασιλείς Αλκίνοον και Αρήτην. | |
αγκάλιασε τα γόνατα εκείνος της Αρήτης, | |
κ' εχύθη ευθύς οπίσω του της καταχνιάς το νέφος. | |
'ς το δώμα ως είδαν άνθρωπον άφωνοι έμειναν όλοι, | |
και ξυππασμένοι εκύτταζαν· ικέτευ' ο Οδυσσέας· | 145 |
«Αρήτη, του Ρηξήνορα ω κόρη του ισοθέου, | |
'ς τον άνδρα σου ο πολύπαθος προσπέφτω και εις εσένα, | |
και εις τους συνδείπνους· οι θεοί να τους χαρύνουν ζώντας, | |
και των παιδιών 'ς το σπίτι του καθείς να παραδώση | |
το είναι του, και την τιμή, 'που του 'χει δώσει ο δήμος. | 150 |
κ' εμέ στείλετε ογλήγορα να φθάσω εις την πατρίδα, | |
'πώχω καιρούς 'που αδημονώ μακράν των ποθητών μου». | |
. | |
Είπε και χάμου εκάθισε 'ς την στάκτη της γωνίστρας, | |
σιμά 'ς την στια· και ησύχαζαν κ' εσιωπούσαν όλοι· | |
και αργά 'ς αυτούς ωμίλησεν ο Εχένηος ο γέρος, | 155 |
ο ήρωας ο αρχαιότερος των άλλων των Φαιάκων· | |
και παλαιά πολλά 'ξευρε κ' ήταν 'ς τους λόγους πρώτος· | |
τούτος αγόρευσε 'ς αυτούς με καλή γνώμη κ' είπε· | |
«Αλκίνοε, δεν είν' εύμορφον, ουδ' είναι πρέπον τούτο, | |
χάμου ο ξένος να κάθεται 'ς την στάκτη της γωνίστρας· | 160 |
τούτοι κρατιούνται, ότι ο καθείς τον λόγον σου αναμένει. | |
αλλά τον ξένον σήκωσε, και εις ασημένιον θρόνον | |
κάθισε αυτόν, και πρόσταξε κρασί να συγκεράσουν | |
οι κήρυκες, να κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου | |
Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει· | 165 |
και απ' ό,τι έχ' η κελλάρισσα δείπνον του ξένου ας δώση». | |
. | |
Ο Αλκίνοος τούτ' ως άκουσεν από το χέρι επήρε | |
αμέσως τον πολύγνωμον ανδρείον Οδυσσέα, | |
και απ' την γωνίστρα 'ς το θρονί τον κάθισεν, απ' όπου | |
σήκωσε τον Λαοδάμαντα, τον ανδρικόν υιόν του, | 170 |
οπού σιμά του εκάθιζε, τον πολυαγαπημένον. | |
και νίψιμο η θεράπαινα φέρει και από προχύτην | |
του χύνει, εύμορφον, χρυσόν, εις αργυρή λεκάνη, | |
για να νιφθή· κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός του· | |
η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, | 175 |
και απ' όσα φαγιά φύλαγεν, άφθονα του προσφέρει. | |
έτρωγεν ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας· | |
και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα· «Ποντόνοε, συγκέρνα | |
εις τον κρατήρα το κρασί, και μοίρασέ το εις όλους | |
ολόγυρα, όπως κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου | 180 |
Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει». | |
. | |
Είπε· και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, | |
και εις όλους έδωσε απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια. | |
αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους, | |
'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε· | 185 |
«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, | |
να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. | |
αφ' ού δειπνήσετ' άμετε ν' αναπαυθήτε τώρα· | |
και ως φέξη, μέγα κάλεσμα θα γείνη των γερόντων· | |
τον ξένον θα ξενίσουμε, και, αφού των αθανάτων | 190 |
καλά προσφέρουμεν ιερά, θα 'χουμε την φροντίδα | |
τον ξένον μας να στείλουμε, χωρίς κόπον ή λύπη, | |
με ιδική μας συνοδιά, να φθάσ' εις την πατρίδα, | |
πασίχαρος, ογλήγορα, όσο μακράν και αν είναι· | |
ώστε κακό 'ς το μεταξύ και βλάβη να μη πάθη | 195 |
την γην του πριν πατήση αυτός' εκεί κατόπι θα 'χη | |
όσ' απ' αρχής η μοίρα του και η κλώστραις η βαρείαις, | |
η μάννα ότε τον γέννησεν, εκείνου ελινογνέσαν. | |
και αν τούτος πάλ' είναι θεός, οπ' ουρανόθεν ήλθε, | |
κάτι άλλο τότ' οι αθάνατοι μ' αυτό μας οργανίζουν· | 200 |
ότι ως τα τώρ' ασκέπαστοι 'ς εμάς φανερωθήκαν | |
οι αθάνατοι, όταν σφάζουμε ταις πλούσιαις εκατόμβαις· | |
μ' εμάς συντρώγουν, και όπου εμείς κ' εκείνοι συγκαθίζουν· | |
και αν μόνος εις τον δρόμον του κανείς τους απαντήση, | |
δεν κρύβονται, ότι συγγενείς τους είμασθε, όπως είναι | 205 |
οι Κύκλωπες και τ' άγρια τα γένη των Γιγάντων». | |
. | |
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· | |
«Κάθε άλλην έχε μέριμναν, Αλκίνοε· δεν ομοιάζω | |
των αθανάτων, πώχουσι των ουρανών τους θόλους, | |
'ς την πλάσι, και 'ς τ' ανάστημα· θνητός άνθρωπος είμαι. | 210 |
και όσους θνητούς γνωρίζετε να δέρν' η δυστυχία, | |
'ς τα πάθη εδύνομουν εγώ να συγκριθώ μ' εκείνους· | |
κ' είχα εγώ ακόμη πλειότερα κακά να εξιστορήσω, | |
όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν. | |
είμ' άθλιος· αλλ' αφήστε με για τώρα να δειπνήσω· | 215 |
ότι άλλο πράγμ' αναίσχυντο δεν είναι ως η κοιλία· | |
τον εαυτόν της η σκληρή να στοχασθής σε βιάζει, | |
όσα και αν έχης βάσανα και λύπαις 'ς την ψυχήν σου. | |
κ' εγώ 'χω λύπη 'ς την ψυχή, και ιδού πάντοτ' εκείνη | |
ζητεί να φάγω και να πιω, και όσα 'χω παθημένα | 220 |
μου σβύνει από τον λογισμό και να γεμίση θέλει. | |
σεις πάλι όλα ετοιμάσετε, άμα φωτίσ' η ημέρα, | |
όπως πατήσ' ο άμοιρος την γην την πατρικήν μου, | |
αν και πολλά 'παθα κακά· να ιδώ, και ας αποθάνω, | |
το κτήμα μου, τους δούλους μου, και το υψηλό παλάτι». | 225 |
. | |
Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν | |
ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά 'μιλήσει. | |
και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους, | |
τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν. | |
αλλ' έμενε εις το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, | 230 |
κ' η Αρήτη και ο θεόμορφος Αλκίνοος σιμά του | |
καθόνταν και απ' την τράπεζα παίρναν τα σκεύ' η κόραις· | |
'ς αυτόν επρωτομίλησεν η Αρήτ' η λευκοχέρα, | |
ότ'είδ' αυτή κ' εγνώρισεν ευθύς το επανωφόρι, | |
και τον χιτώνα, ενδύματα λαμπρά, 'που τα 'χε κάμει | 235 |
αυτή με ταις γυναίκαις της· κ' είπε 'ς τον Οδυσσέα· | |
«Ξένε, το εξής πρώτον εγώ θα σ' ερωτήσω· ποίος | |
είσαι; από πού; τα ενδύματα τούτα ποιος σ' έχει δώσει; | |
δεν λες 'που θαλασσόδαρτος εβγήκες εδώ πέρα;» | |
. | |
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας· | 240 |
«Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα | |
τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν· | |
τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. | |
κάποιο νησί 'ς τα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία, | |
όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, | 245 |
καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει, | |
και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην. | |
αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιο 'ς την γωνιά της | |
πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας | |
με τον λευκό του κεραυνό σχίσει 'ς το μαύρο κύμα. | 250 |
και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα | |
αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις· | |
και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραν | |
'ς της Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει | |
η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη | 255 |
μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη | |
αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση· | |
αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή μου. | |
κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα | |
τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. | 260 |
αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε, | |
τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα· | |
η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη. | |
μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει | |
άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, | 265 |
κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα. | |
ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη, | |
και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα | |
της γης σας όρη· εχάρηκε 'ς τα στήθη μου η καρδία | |
του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη | 270 |
μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας, | |
κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο, | |
αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα | |
εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω· | |
και η τρικυμιά την σκόρπισε· και τότε κολυμπώντας | 275 |
έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμά 'ς την γην σας | |
εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. | |
και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα, | |
εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι. | |
αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα | 280 |
'ς τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος, | |
χωρίς πέτραις και απάνεμος· 'ς του ποταμού την άκρη | |
έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία. | |
και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα | |
και κάτω από χαμόδενδρα 'ς τα φύλλα στοιβασμένα | 285 |
πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο· | |
αυτού 'ς τα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν | |
ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα· | |
και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος, | |
κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν | 290 |
'ς την όχθη· και ώμοιαζε θεά 'ς την μέση τους εκείνη· | |
'ς αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι | |
εφέρθηκεν, ανέλπιστα 'ς την νέαν ηλικία· | |
και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι. | |
και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι | 295 |
μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη. | |
ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια». | |
. | |
Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε· | |
«Ω ξένε, η θυγατέρα μου έσφαλε εις τούτο μόνον, | |
ότι με ταις θεράπαιναις και σε δεν έχει φέρει | 300 |
'ς το σπίτι μας· και συ 'ς αυτήν πρωτόπεσες ικέτης». | |
. | |
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· | |
. | |
«Ήρωα, γι' αυτό την άπταιστη παρθένα μη μου ψέγης· | |
ειπεν αυτή κατόπι της να υπάγω με ταις κόραις· | |
μόνον εγώ δεν ήθελα από εντροπή και φόβο, | 305 |
μην η ψυχή σου, όταν με ιδής, αγριέψη ότι θυμώδεις | |
εδώ 'ς την γην όλ' είμασθε, τα γένη των ανθρώπων». | |
. | |
Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε· | |
«Δεν έχω εγώ 'ς τα στήθη μου τέτοιαν ψυχήν, ω ξένε, | |
'που να χωλεύωμ' άδικα' καλ' είναι 'ς όλα η τάξι· | 310 |
και άμποτε ο Δίας, η Αθηνά, και ο Απόλλωνας να κάμουν | |
τέτοιος, ως είσαι, σύμφωνος μ' ό,τ' η ψυχή μου θέλει, | |
την κόρη μου να πάρης συ, να ονομασθής γαμβρός μου, | |
κ' εδώ να μένης· κτήματα θα σου 'διδα και σπίτι, | |
αν έμενες αυτόθελα· κανένας των Φαιάκων | 315 |
δεν θα σε βιάση να σταθής· μη δώση τούτ' ο Δίας. | |
και μάθε ότι αποφάσισα να σε ξεπροβοδήσω | |
αύριο και θα 'σαι τότε συ 'ς τον ύπνο βυθισμένος, | |
και αυτοί σιγά την θάλασσα θα σχίζουν ως να φθάσης | |
'ς την γην σου, 'ς το παλάτι σου, 'ς όποιο σ' αρέσει μέρος, | 320 |
και αν πολύ μακρύτερα και από την Εύβοιαν είναι, | |
'που εις άκρη κόσμου ευρίσκεται, ως οι 'δικοί μας λέγουν, | |
οπού την είδαν, ότ' εκεί τον ξανθομάλλη έφεραν | |
Ραδάμανθυ, τον Τιτυό να ευρή, της Γης τον γόνο. | |
και όμως έπλευσαν ως εκεί, και χωρίς κόπο φθάσαν | 325 |
μονοημερής, κ' εγύρισαν οπίσω εις την πατρίδα. | |
τότε θα ιδής τα πλοία μου, και οι νέοι πόσο αξίζουν, | |
και πώς την θάλασσα σκορπούν με του κουπιού την σπάθη». | |
. | |
Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας | |
εχάρηκε, κ' επρόφερεν ευχή· «Πατέρα Δία, | 330 |
εις όσα είπ' ο Αλκίνοος, τέλος να 'δώση 'ς όλα· | |
και η φήμη εκείνου πάντοτε 'ς την γην την σιτοδώρα | |
να μένη άσβεστη, κ' εγώ να φθάσω εις την πατρίδα». | |
Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· | |
τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις η Αρήτ' η λευκοχέρα | 335 |
να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία | |
και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, | |
και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς να 'χη να ταις φορέση. | |
κ' εβγήκαν απ' το μέγαρο, με φως 'ς τα χέρια, εκείναις· | |
και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνη, | 340 |
'ς τον Οδυσσέα σίμωσαν και τον παρακινούσαν· | |
«σήκω να πας να κοιμηθής, ω ξένε· η κλίνη εστρώθη». | |
είπαν και μ' ευχαρίστησι και αυτός είδε την κλίνη. | |
. | |
Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας | |
κοιμώνταν εις την αίθουσα, 'ς το τορνευτό κρεββάτι· | 345 |
'ς του παλατιού τ' απόκρυφα και ο Αλκίνοος αναπαύθη, | |
και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπιζε την κλίνη. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Θ | |
. | |
. | |
. | |
Εφάνη η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | |
και ο σεβαστός Αλκίνοος εγέρθη από την κλίνη· | |
εγέρθη και ο πορθητής, ο θείος Οδυσσέας· | |
και ο σεβαστός Αλκίνοος εκείνον ωδηγούσε | |
'ς την αγορά, 'που οι Φαίακες είχαν σιμά 'ς τα πλοία. | 5 |
ήλθαν κ' εκάθισαν μαζή 'ς τους στιλβωμένους λίθους. | |
και ωμοιώθη προς τον κήρυκα του φρόνιμου Αλκινόου | |
η Αθηνά, κ' εγύριζε την πόλι, μελετώντας | |
τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα· | |
τους άνδραις επλησίαζε, του καθενός ωμίλει· | 10 |
«Εμπρός, πηγαίνετε, αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, | |
'ς την αγορά ν' ακούσετε τον ξένον, 'που 'λθε τώρα | |
νεόφερτος 'ς τα δώματα του φρόνιμου Αλκινόου, | |
ριμμένος από τρικυμιά, και των θεών ομοιάζει». | |
. | |
Είπε και όλων εκίνησε σφοδρά την προθυμία· | 15 |
κ' η αγοραίς εγέμισαν ευθύς και τα θρονία | |
από το πλήθος· και πολλοί τον γόνον του Λαέρτη | |
τον συνετόν εθαύμαζαν ότι με χάρι θεία | |
τους ώμους και την κεφαλή του λάμπρυνεν η Αθήνη, | |
και όλον τον εμεγάλυνε 'ς τα μάτια των ανθρώπων, | 20 |
ώστε εις όλους τους Φαίακαις αγαπητός να γείνη, | |
και φοβερός και σεβαστός, και πράξη τους αγώναις, | |
'ς όσους κατόπ' οι Φαίακες αυτόν εδοκιμάσαν. — | |
και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, | |
'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε· | 25 |
«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, | |
να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει· | |
'ς το δώμα μου ήλθεν άγνωστος, πλανώμενος ο ξένος | |
τούτος, είτ' ήλθε απ' της αυγής τα μέρη ή από την δύσι· | |
ζητεί προβόδισμ' απ' εμάς και στέρεος να 'ναι ο λόγος· | 30 |
κ' εμείς ας προβοδήσουμεν αυτόν, ως τόσους άλλους· | |
ότι κανείς εδώ ποτέ, 'ς τα σπίτια μου όποιος έλθη, | |
κλαίοντας απροβόδητος πολύν καιρό δεν μένει. | |
αλλά 'ς την θείαν θάλασσαν ολόμαυρο καράβι | |
ας ρίξουμε ολοκαίνουργο, και νέοι πενηνταδύο | 35 |
ας διαλεχθούν εις το κοινόν, όσ' είναι τώρα οι πρώτοι. | |
και αφού καλά προς τους σκαρμούς δέσετε τα κουπία, | |
εβγάτε, και εις το δώμα μου κατόπιν αναιβήτε, | |
να χαρήτ' όλοι 'ς το καλό τραπέζι, 'που ετοιμάζω. | |
των νέων τούτα επρόσταξα· και σεις, οι σκηπτροφόροι | 40 |
οι βασιλείς, εις τα λαμπρά τα μέγαρά μου ελάτε, | |
τον ξένον να φιλεύσουμε· μην το αρνηθή κανένας. | |
και ο αοιδός ας καλεσθή Δημόδοκος ο θείος, | |
ότι ο θεός του εχάρισε του τραγουδιού το δώρο, | |
να τέρπη όπως τον κινεί μέσα η καρδιά να ψάλλη». | 45 |
. | |
Είπ', εσηκώθη και εις αυτόν κατόπ' οι σκηπτροφόροι· | |
να εύρη επήγε ο κήρυκας τον αοιδόν τον θείον· | |
και αγόρια αφού διαλέχθηκαν πενηνταδυό, κινήσαν, | |
ως πρόσταξε, της άπατης θαλάσσης προς την άκρα. | |
και εις το καράβι ως έφθασαν, κάτω 'ς το περιγιάλι, | 50 |
έσυραν εις την θάλασσα τ' ολόμαυρο καράβι· | |
κατόπι εφέραν κ' έστησαν κατάρτι και πανία, | |
με τρυπωτήραις τα κουπιά δερμάτιναις εδέσαν, | |
με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα κάτασπρα πανία, | |
και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη ψηλά· κατόπι εβγήκαν, | 55 |
και εις το παλάτι επήγαιναν του φρόνιμου Αλκινόου. | |
γέμισαν τότ' η αίθουσαις, η αυλαίς και οι δρόμοι απ' άνδραις, | |
'που ολούθ' ερχόνταν, γέροντες πολλοί μαζή και νέοι. | |
δώδεκ' αρνιά τους έσφαξεν ο Αλκίνοος και οκτώ χοίρους | |
λευκόδονταις, στριφόποδα δυο βώδια, και ως τα εγδάραν | 60 |
τα εσυγυρίσαν κ' έφθειασαν το πρόσχαρο τραπέζι. | |
. | |
Και ο κήρυκας ωδήγησε τον αοιδόν, 'που η Μούσα | |
αγάπησε, και του 'διδε καλόν και κακόν άμα· | |
το φως του επήρε και γλυκό του εχάρισε τραγούδι. | |
και εις ασημόκομπο θρονί, των ξένων εις την μέση, | 65 |
τον κάθισ' ο Ποντόνοος, προς τον υψηλόν στύλον· | |
κ' εκρέμασε από το καρφί την ηχηρήν κιθάρα | |
επάνω του, και του 'δειξε 'ς αυτήν ν' απλοχερίση | |
ο κήρυκας, και του 'θεσε κανίστρι και τραπέζι | |
λαμπρό, και κούπα με κρασί να πίνη οπόταν θέλη. | 70 |
και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους· | |
και άμ' έσβυσαν την όρεξι, τον αοιδόν η Μούσα | |
να ψάλη επαρακίνησε ταις δόξαις των ανδρείων, | |
μέσ' από τ' άσμα 'πώφθανε 'ς τα ουράνια τότε η φήμη, | |
του Οδυσσηά το μάλωμα και του Αχιλληά Πηλείδη, | 75 |
'που ελογομάχησαν φρικτά 'ς επίσημη θυσία, | |
κ' έχαιρεν ο Αγαμέμνονας ο μέγας βασιλέας, | |
άμ' είδε να φιλονεικούν των Αχαιών οι πρώτοι· | |
τι αυτά του εχρησμοδότησεν ο Απόλλωνας 'ς την θεία | |
Πυθώνα, ότε αυτός πέρασε το λίθινο κατώφλι, | 80 |
να ερωτηθή· και αληθινά τότ' άρχισαν τα πάθη | |
των Τρώων και των Δαναών, ως ήθελεν ο Δίας. | |
. | |
Τούτ' έψελνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας | |
έσυρε με τα χέρια του την πορφυρή χλαμύδα | |
'ς την κεφαλή, κ' εσκέπασε την όψι την ωραία· | 85 |
τι εντρέπονταν τους Φαίακαις, μην τον ιδούν να κλαίη. | |
αλλ' άμα ο θείος αοιδός έπαυε το τραγούδι, | |
τα δάκρυα στέγνονεν αυτός κ' ευθύς ξεσκεπαζόνταν, | |
και των θεών με δίκουπον εσπόνδιζε ποτήρι. | |
να ψάλνη πάλι ότ' άρχιζεν ο αοιδός, ως εζητούσαν, | 90 |
εις τ' άσματα ευφραινόμενοι, οι πρώτοι των Φαιάκων, | |
ξανασκεπάζονταν αυτός και πάλιν εθρηνούσε. | |
και όλων των άλλων άγνωστα τα δάκρυα του εκυλούσαν· | |
μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που εκαθόνταν | |
σιμά του και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη· | 95 |
και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε· | |
Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων· | |
ήδη εχαρήκαμ' άφθονα το ισόμοιρο τραπέζι, | |
και την καλή του σύντροφο γλυκόφωνην κιθάρα· | |
ας βγούμε, τώρ' ας παίξουμεν εις όλους τους αγώναις, | 100 |
όπως ο ξένος δυνηθή να ειπή των ποθητών του, | |
σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων, | |
'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς το πήδημα, 'ς τα πόδια». | |
. | |
Είπε, κ' επροπορεύθηκε, κ' εκείνοι ακολουθούσαν. | |
και ο κήρυκας απ' το καρφί την ηχηρήν κιθάρα | 105 |
κρεμά, και τον Δημόδοκον χεροδηγεί και φέρει | |
από το δώμα εις την οδόν, 'που οι πρώτοι των Φαιάκων | |
όλοι επορεύονταν, να ιδούν τους θαυμαστούς αγώναις. | |
'ς την αγοράν επήγαιναν και ακολουθούσε πλήθος | |
άπειρον εσηκωθήκαν πολλοί και λαμπροί νέοι· | 110 |
ο Ακρόναος, ο Ωκύαλος, πετάχθη, ο Ελατρέας, | |
ο Ναυτηάς, ο Αγχίαλος, ο Πρύμνης, ο Ερετμέας, | |
ο Αναβησίναος, ο Ποντηάς, ο Θόωνας, ο Πλώρης, | |
ο Αμφίαλος, 'που ο Πολύναος γέννησε ο Τεκτονίδης, | |
ο Ευρύαλος, οπ' ώμοιαζε τον ανδροφόνον Άρη, | 115 |
και ο Ναυβολίδης 'ς την μορφήν ο πρώτος και 'ς το σώμα, | |
ύστερ' απ' τον Λαοδάμαντα, της νειότης των Φαιάκων. | |
και οι τρεις σηκώθηκαν υιοί του ασύγκριτου Αλκινόου, | |
ο ισόθεος Κλυτόναος, ο Άλιος, και ο Λαοδάμας. | |
και των ποδιών πρώτ' άρχισαν εκείνοι τον αγώνα· | 120 |
από την στήλη τάνυσαν αντάμα την ορμή τους | |
και οι τρεις, σκόνη σηκώνοντας, ως έσχιζαν το σιάδι. | |
ο ασύγκριτος Κλυτόναος 'ς τα πόδια εφάνη πρώτος· | |
και όσον 'ς το νειάμα διάστημα οργόνουν δυο μουλάρια, | |
οπίσω εκείνους άφησε, κ' έφθασεν εις τα πλήθη. | 125 |
εις το βαρύ το πάλαισμα κατόπι αγωνισθήκαν | |
και νικητής ο Ευρύαλος εβγήκε των ανδρείων. | |
ο Αμφίαλος 'ς το πήδημα καθ' άλλον υπερέβη. | |
ο Ελατρηάς 'ς το δίσκευμα· και εις την γρονθομαχία | |
ο Λαοδάμας, αγαθός υιός του Αλκινόου. | 130 |
. | |
Και αφού με τ' αγωνίσματα όλων ο νους ευφράνθη, | |
ο υιός του Αλκίνου προς αυτούς ωμίλησ', ο Λαοδάμας· | |
. | |
«Ω φίλοι, ας ερωτήσουμε τον ξένον αν γνωρίζει | |
κάποιον αγώνα· ότι κακός 'ς την πλάσι αυτός δεν είναι· | |
κνήμαις, μεριά, βραχίονες, και ο σβέρκος ο γενναίος | 135 |
μεγάλην δείχνουν δύναμι, και νειότη δεν του λείπει· | |
αλλά πολλά παθήματα τον έχουν συντριμμένον· | |
ότι άλλο ωσάν την θάλασσα, θαρρώ δεν παραλύει | |
τόσο κακά τον άνθρωπο, πολύ και αν είναι ανδρείος». | |
. | |
Και προς αυτόν ο Ευρύαλος απάντησε και του 'πε· | 140 |
«Λαοδάμα, ο λόγος σου είναι ορθός· ο ίδιος άμε τώρα | |
και καθαρά προσκάλεσε τον ξένον εις αγώνα». | |
. | |
Και τούτο άμ' άκουσε ο καλός υιός του Αλκινόου, | |
'ς την μέση τους επρόβαλε, κ' είπε 'ς τον Οδυσσέα· | |
«Πατέρα ξένε, έλα και συ, κάποιον αγών', αν ξεύρης, | 145 |
δοκίμασε, και φαίνεται 'που αγώναις θα γνωρίζης· | |
ότι, όσο ζη, 'ς τον άνθρωπο δόξα είναι πρώτη εκείνο, | |
'που κατορθόνει των χειρών και των ποδιών του η ρώμη. | |
έλ', αγωνίσου, αστόχησε τους πόνους της καρδιάς σου· | |
και το προβάδισμα ποσώς μη φοβηθής ν' αργήση· | 150 |
το πλοίον ήδη ερρίχθηκε, και οι σύντροφοι έτοιμ' είναι». | |
. | |
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας· | |
«Λαοδάμ', αναγελώντας με τι με καλείτ' εις τούτα; | |
φροντίδαις έχω εγώ 'ς τον νουν, όχι ποσώς αγώναις, | |
'που αφού τόσά 'παθα ο θλιφτός και τόσα έχω μοχθήσει, | 155 |
'ς την σύνοδό σας κάθομαι, κ' εδώ τον βασιλέα | |
και τον λαόν παρακαλώ να με ξεπροβοδήσουν». | |
. | |
Του απάντησεν ο Ευρύαλος, και αγνάντια ωνείδισέ τον· | |
«Αλήθεια, δεν μου φαίνεσαι, ω ξένε, γυμνασμένος | |
εις τα πολλ' αγωνίσματα, 'ς τον κόσμον όσα υπάρχουν, | 160 |
αλλ' άνδρας, οπού με τρανό καράβι τριγυρίζει, | |
ναυτών εμπόρων αρχηγός, και πάντοτ' είναι ο νους του | |
εις το φορτίο, και άγρυπνο 'ς ταις πραγματειαίς το μάτι, | |
και προς τα κέρδη τ' αρπακτά· και αγωνιστής δεν δείχνεις». | |
. | |
Με άγριο βλέμμα ο φρόνιμος του απάντησε Οδυσσέας· | 165 |
«Ω ξένε, άτακτ' οι λόγοι σου, και βλέπ' ότ' είσαι αυθάδης, | |
όλα εις όλους οι θεοί τα δώρα δεν χαρίζουν· | |
την πλάσιν ούτε, ούτε τον νουν, ούτε την ευγλωττία. | |
τούτος δεν έτυχ' εύμορφος, αλλ' ο θεός με κάλλη | |
στολίζει κάθε λόγον του, κ' οι άνθρωποι αναβλέπουν | 170 |
°ς εκείνον ευφραινόμενοι, 'που ασκόνταφτ' αγορεύει, | |
με πράον ήθος, έξοχος 'ς τα συναγμένα πλήθη, | |
και ωσάν θεόν, όταν περνά 'ς την πόλι, τον κυττάζουν. | |
εκείνος πάλι των θεών 'ς το σώμα προσομοιάζει, | |
αλλά δεν είναι οι λόγοι του με χάρι στολισμένοι. | 175 |
και συ το σώμα έχεις λαμπρό, 'π' ουδέ θεάς θα εμπόρει | |
να το μορφώση ανώτερο, και νουν ποσώς δεν έχεις. | |
και την ψυχήν μου ετάραξες του στήθους μες τα βάθη, | |
ότ' είπες λόγον άπρεπον· και αμάθητος αγώνων | |
εγώ δεν είμ' ως φλυαρείς, αλλ' είχα τα πρωτεία, | 180 |
ως ότου θάρρευα κ' εγώ 'ς τα χέρια και εις την νειότη. | |
νικούν με τώρα η συμφοραίς και οι πόνοι, ότι έχω πάθει | |
εις τους πολέμους άπειρα και εις τα φρικτά πελάγη. | |
αλλ' όσον και αν κακόπαθα, θε να 'μπω εις τους αγώναις, | |
ότι ο πικρός ο λόγος σου μ' έχει σφοδρά κεντήσει». | 185 |
. | |
Είπ', επετάχθη αγύμνωτος κ' ευθύς άδραξε δίσκον, | |
τρανόν, μεγάλον και πολύ βαρύτερον απ' όσους | |
εδίσκευαν οι Φαίακες τότε αναμεταξύ τους. | |
τον έστρεψε, τον έρριξεν απ' τ' ανδρικό του χέρι· | |
βόυσε ο λίθος και εις την γην απ' την ορμή του εσκύψαν | 190 |
οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι· | |
και ο λίθος 'ς όλα επέταξεν επάνω τα σημεία, | |
γοργ' απ' το χέρι τρέχοντας· με σχήμ' ανδρός η Αθήνη | |
τα τέρματα εσημείωσε και εις αυτόν είπε· «Ω ξένε, | |
τέτοιο σημάδι ψάχνοντας κ' ένας τυφλός διακρίνει· | 195 |
με τα πολλά δεν έσμιξε και στέκει πολύ πρώτο· | |
όθεν εσύ μην φοβηθής γι' αυτόν καν τον αγώνα· | |
δεν το περνά, δεν φθάνει το κανένας των Φαιάκων». | |
. | |
Εχάρηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, | |
ότι μέσα 'ς την σύνοδον άνθρωπον είδε φίλον· | 200 |
και μ' ελαφρότερην καρδιά τότ' είπε των Φαιάκων· | |
«Τούτον, ω νέοι, φθάσετε τώρα, κ' εγώ κατόπι | |
και άλλον θα ρίξω είτ' ως αυτού, είτε παρέκει ακόμη, | |
και από τους άλλους Φαίακαις όποιον βαστά η καρδιά του, | |
τόσο αφού μ' εχολεύσετε, να δοκιμάση ας έλθη, | 205 |
'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς τα πόδια, 'ς ό,τι θέλει, | |
απ' όλους όποιος δήποτε, αλλ' όχι ο Λαοδάμας· | |
ότ' είνε τούτος ξένος μου· ποιος μάχεται με φίλον; | |
ανόητος και ουτιδανός όποιος ζητεί μ' εκείνον, | |
'που τον ξενίζει σπίτι του, 'ς αγώναις να παλαίση | 210 |
εις ξένον τόπο, και πολύ τον εαυτό του βλάπτει. | |
τους άλλους όλους δέχομαι, δεν αψηφώ κανέναν· | |
αλλά να μάθω θέλω αυτούς και να τους δοκιμάσω. | |
τι 'ς όσα είναι αγωνίσματα κακός εγώ δεν είμαι· | |
να ψάχνω ηξεύρω ολόγυρα το στιλβωμένο τόξο, | 215 |
και πρώτος ρίχνοντας κτυπώ μες των εχθρών το πλήθος | |
άνδρ' όποιον θέλω, και αν πολλοί κοντά μου παραστέκουν | |
σύντροφοι, και τα τόξα τους εις τον εχθρό τεντόνουν. | |
'ς το τόξο με υπερέβαινεν ο Φιλοκτήτης μόνος, | |
ότ' οι Αχαιοί τοξεύαμε 'ς τα μέρη της Τρωάδας. | 220 |
αλλά θαρρώ 'π' ανώτερος είμαι πολύ των άλλων, | |
όσοι θνητοί σιτόθρεπτοι 'ς την γην υπάρχουν τώρα. | |
να μάχωμαι δεν ήθελα με τους αρχαίους άνδραις, | |
τον Ηρακλή, τον Εύρυτον από την Οιχαλία, | |
οπού 'ς τα τόξα επάλαιαν και μες τους αθανάτους. | 225 |
όθεν και ο μέγας Εύρυτος τον χάρον είδε νέος· | |
εκείνον εθανάτωσεν ο Φοίβος ωργισμένος | |
ότι τον επροκάλεσε 'ς του τόξου τον αγώνα. | |
και με τ' ακόντι φθάνω κει, 'π' άλλου δεν φθάνει βέλος· | |
'ς τα πόδια μόνον μη κανείς φοβούμαι των Φαιάκων | 230 |
εμέ περάση· ότι πολύ μ' έχει δαμάσ' η ζάλη | |
μες τα πολλά τα κύματα, και, αφού μες το καράβι | |
μου 'λειψε η περιποίησι, τα μέλη μου ελυθήκαν». | |
. | |
Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν· άφωνοι έμειναν όλοι, | |
και μόνος ο Αλκίνοος απάντησέ του κ' είπε· | 235 |
«Όσα είπες, ξένε, λυπηρά 'ς εμάς ποσώς δεν είναι· | |
αλλά να δείξης βούλεσαι την αρετή σου εις όλους, | |
τι ωργίσθης 'που 'ς την σύνοδο σ' έχει προσβάλει εκείνος, | |
ώςτε κανένας εις το εξής να μη κατηγορήση | |
την αρετή σου, αν έχη νου και μέτρον εις τους λόγους. | 240 |
άκουσε τώρα ό,τι θα ειπώ, να 'χης να τ' αναφέρης | |
και εις άλλον ήρωα σπίτι σου, οπόταν 'ς το τραπέζι, | |
με τα παιδιά σου ολόγυρα και με την σύντροφόν σου, | |
την αρετή μας θυμηθής, όλα τα έργα εκείνα, | |
όσα κ' εμάς προγονικά διώρισεν ο Δίας. | 245 |
ότι καλοί 'ς το γρόνθισμα δεν είμασθ' ή 'ς την πάλη, | |
αλλά 'ς το τρέξιμο γοργοί κ' εξαίρετοι 'ς τα πλοία. | |
και μας αρέσουν οι χοροί, η τράπεζα, η κιθάρα, | |
η αλλαξιαίς, τα χλιαρά λουσίματα και η κλίναις. | |
και τώρα ελάτε, οι χορευταίς οι κάλλιοι των Φαιάκων, | 250 |
χορεύτε, όπως ο ξένος μας ειπή των ποθητών του, | |
σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων, | |
'ς τ' αρμένισμα, εις τον χορό, 'ς τα πόδια, 'ς το τραγούδι. | |
και την κιθάρα την γλυκειά, 'που κάπου είναι 'ς το δώμα, | |
κάποιος να πα να φέρη ευθύς εδώ του Δημοδόκου». | 255 |
. | |
Αυτά 'π' ο ισόθεος βασιληάς, και ο κήρυκας πετάχθη | |
να φέρη από τα μέγαρα την βαθουλήν κιθάρα. | |
και αγωνοφύλακες οκτώ, που 'χ' εκλεκτούς ο δήμος | |
εις κάθε αγώνα να τηρούν την τάξι, σηκωθήκαν, | |
και έσιασαν τον χορότοπο κ' επλάτυναν τον κύκλο. | 260 |
του Δημοδόκου ο κήρυκας έφερε την κιθάρα, | |
και αυτός 'ς το μέσον έφθασε, και ακρόνεα παλληκάρια | |
ολόγυρά του εστέκονταν, εις τον χορόν τεχνίταις, | |
κ' εχοροπήδαν θεϊκά· εκύτταζ' ο Οδυσσέας | |
και των ποδιών ταις αστραψιαίς, εθαύμαζε η ψυχή του. | 265 |
. | |
Και άρχιζε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος, | |
ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη, | |
όταν πρωτόσμιξαν κρυφά 'ς του Ηφαίστου τον κοιτώνα. | |
πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεββάτι | |
του Ηφαίστου· κ' ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου, | 270 |
ο Ήλιος, 'που 'ς τον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους. | |
και ως τ' άκουσεν ο Ήφαιστος, κατάκαρδα επληγώθη· | |
επήγε εις το χαλκείο του και ολέθριαν είχε γνώμη. | |
και εις μέγ' αμόνι, 'πώστησε, δεσμά να κόπτη αρχίζει, | |
άσπαστ' αδιάλυτ', ώστ' αυτού άσειστ' οι δυο να μένουν. | 275 |
και αφού τον δόλον έπλασε να εκδικηθή τον Άρη, | |
προς τον κοιτώνα εκίνησε, 'που ήτο η γλυκειά του κλίνη, | |
κ' έχυσε γύρω τα δεσμά παντού 'ς τα κλινοπόδια· | |
ήσαν πολλά και απ' την σκεπή χυμένα ωσάν αράχνια, | |
λεπτά, 'που δεν θα τα 'βλεπεν ουδέ των μακαρίων | 280 |
θεών το μάτι, επίβουλα ως ήσαν μορφωμένα. | |
και γύρω άμ' όλον άπλωσε τον δόλον εις την κλίνη, | |
'ς την Λήμνο τάχα εκίνησε, καλοκτισμένην πόλι, | |
'που αυτήν 'ς όλαις ανάμεσα ταις χώραις αγαπάει. | |
και άμ' είδε τον καλότεχνον θεόν 'που αναχωρούσε, | 285 |
Άρης ο χρυσοχάλινος τυφλός σκοπός δεν ήταν, | |
και προς το δώμα εκίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου, | |
την αγκαλιά της εύμορφης ποθώντας Κυθερείας. | |
εκείνη μέσα εκάθιζε και μόλις είχε φθάσει | |
απ' τον μεγαλοδύναμον πατέρα της Κρονίδη. | 290 |
εμπήκε αυτός, της έσφιξε το χέρι και της είπε· | |
«'Σ την κλίνην έλ', αγαπητή, να γλυκοκοιμηθούμε· | |
ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, και θα 'ναι ήδη φθασμένος | |
'ς την Λήμνο, 'ς τ' αγριόφωνο το γένος των Σιντίων». | |
. | |
Αυτά 'πε' και να κοιμηθή και αυτής εκαλοφάνη. | 295 |
και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου | |
τα τεχνικώτατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα | |
να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν· | |
κ' ένοιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος, | |
και ο ζαβοπόδης ο θεός 'ς ολίγο ήλθε σιμά τους, | 300 |
επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάση· | |
ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε. | |
με την καρδιά περίλυπη πλησίασε 'ς το δώμα, | |
'ς τα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε, | |
και φρικτήν έσυρε βοή 'ς τους αθανάτους όλους· | 305 |
«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, | |
ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδήτε, | |
με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη, | |
καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη, | |
ότ' είναι ωραίος, και γερός 'ς τα πόδια, κ' εγώ είμαι | 310 |
εκ γενετής αστερέωτος· και εις τούτο ποιος μου πταίει | |
παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει. | |
αλλά θα ιδήτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι· | |
κυττάζω εγώ και οδύρομαι 'που η κλίνη μου επατήθη. | |
παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον, | 315 |
μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα. | |
αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι, | |
πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα, | |
όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει. | |
καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώσι». | 320 |
. | |
Είπε· οι θεοί συνάχθηκαν 'ς το χάλκινο το δώμα· | |
ο ευεργέτης ήλθ' Ερμής, ο σείστης Ποσειδώνας, | |
ο τοξευτής Απόλλωνας και αυτός κατόπιν ήλθε· | |
αλλ' η θεαίς απ' εντροπή 'ς το σπίτι έμειναν όλαις. | |
οι αγαθοδόταις οι θεοί 'ς τα πρόθυρα εσταθήκαν· | 325 |
γέλιο 'ς τους μάκαραις θεούς άσβεστον εγεννήθη, | |
ταις τέχναις ως ετήραζαν του πολυβούλου Ηφαίστου. | |
κ' είπ' ένας τον πλησίον του κυττώντας· «Δεν προκόβουν | |
η κακαίς πράξες· και ο αργός τον γλήγορον προφθάνει. | |
ιδού πώς τώρ' ο Ήφαιστος, αργός, χωλός, τον Άρη, | 330 |
αν κ' είναι ο γληγορώτατος των Ολυμποκατοίκων, | |
με τέχνην έπιασε μοιχόν, και θα τον προστιμήση». | |
. | |
Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. | |
και ο διογενής Απόλλωνας είπε προς τον Ερμεία· | |
«Ω μηνυτή διογέννητε, αγαθοδότη Ερμεία, | 335 |
'ς τα δυνατά δεν θα 'στεργες δεσμά σφιγμένος να 'σαι, | |
'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώσουν Αφροδίτη;» | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησεν ο μηνυτής Ερμείας· | |
«Ω τοξοφόρε Απόλλωνα, τούτ' άμποτε να γείνη! | |
τρεις φοραίς τόσ' αδιάλυτα δεσμά να μ' εκυκλόναν, | 340 |
και οι θεοί με ταις θεαίς να εκυττάζετ' όλοι, | |
'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώμουν Αφροδίτη». | |
. | |
Είπε, κ' οι αθάνατοι θεοί γελοκοπούσαν όλοι· | |
πλην δεν εγέλα, αλλά θερμά ζητούσε ο Ποσειδώνας | |
τον τεχνουργόν τον Ήφαιστο να λύση ευθύς τον Άρη. | 345 |
κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | |
«Λύσε, κ' εγώ σου υπόσχομαι 'που αυτός, ως εσύ θέλεις, | |
εις τους θεούς κατέμπροσθεν τα δίκαια θα πλερώση». | |
. | |
Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Να μη ζητής τούτο απ' εμέ, γεωφόρε Ποσειδώνα· | 350 |
αχρείαις κ' η εγγύησες προς τον αχρείον είναι· | |
εις τους θεούς κατέμπροσθεν πώς θα σε δέσω, αν ίσως | |
ο Άρης φύγη άμα λυθή χωρίς να με πλερώση;» | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας· | |
«Και αν ο Άρης, Ήφαιστε, μας φύγη και αθετήση | 355 |
το χρέος του, θα 'μ' έτοιμος εγώ να σε πλερώσω». | |
. | |
Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Τον λόγο σου να σ' αρνηθώ, δεν γίνεται, δεν πρέπει». | |
. | |
Αυτά 'πε, κ' έλυε τον δεσμόν η δύναμις του Ηφαίστου. | |
και απ' τον δεσμόν, αν και σφικτόν άμα ελυθήκαν, εκείνοι | 360 |
πετάχθηκαν εκίνησεν ο Άρης προς την Θράκη, | |
'ς την Κύπρον η φιλόγελη ευρέθηκε Αφροδίτη, | |
'ς την Πάφο, 'πώχει τέμενος κ' έχει βωμόν ευώδη. | |
η Χάρες κει την έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν | |
τ' άφθαρτο, 'που εις τα σώματα λάμπει των αθανάτων, | 365 |
κ' ενδύματα την ένδυσαν, 'που η χάρι τους θαμπόνει. | |
. | |
Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας | |
εις την ψυχή του ευφραίνονταν, ως τ' άκουε, κ' οι άλλοι, | |
Φαίακες οι μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι. | |
. | |
Ο Αλκίνοος του Λαοδάμαντα τότ' είπε και του Αλίου, | 370 |
χορό να στήσουν μόνοι τους, τι αντίπαλον δεν είχαν. | |
κ' εκείνοι σφαίραν εύμορφην αφού 'ς τα χέρια πήραν, | |
κόκκινην, 'που τους έπλασεν ο Πόλυβος τεχνίτης, | |
ο ένας έρριχνεν αυτήν προς τα σκιοφόρα νέφη, | |
το σώμα οπίσω γέρνοντας· ο δεύτερος πετιόνταν, | 375 |
και άρπαζε αυτήν ανάερα, πριν ή την γην πατήση. | |
και αφού πετώντας έπαιξαν εκείνοι με την σφαίρα, | |
χορόν κατόπιν άρχισαν 'ς την γην την πολυθρέπτρα, | |
συχνά ξαλλάζοντας· και αυτού τριγύρω τ' άλλ' αγόρια | |
χεροκροτούσαν τακτικά, και όλος εβρόντα ο τόπος. | 380 |
. | |
Τότ' είπε τον Αλκίνοον ο θείος Οδυσσέας· | |
«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, | |
καυχήθηκες 'που εις τον χορό τεχνίταις είναι πρώτοι | |
και ιδού μου φανερώθηκαν· θαυμάζ' όσο τους βλέπω». | |
. | |
Αυτά 'πε, και ο σεβαστός Αλκίνοος εχάρη, | 385 |
κ' εστράφη ευθύς και αγόρευσε των ναυτικών Φαιάκων· | |
«Ακούσετε μ', ω αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων. | |
γνώσιν πολλήν αληθινά πως έχει ο ξένος δείχνει· | |
και τώρα δώρα ξενικά να του δοθούν, ως πρέπει. | |
ότι 'ς τον δήμο δώδεκα κρατούν την εξουσία | 390 |
βασιλείς ένδοξοι, κ' εγώ μετ' αυτούς δέκατος τρίτος. | |
καθείς σας τώρα καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα | |
δόστε του, κ' ένα τάλαντο βαρύτιμο χρυσάφι· | |
και όλ' ας τα φέρουμε μαζή για να τα λάβη ο ξένος | |
'ς τα χέρια του και ολόχαρος 'ς τον δείπνον να καθίση. | 395 |
και τώρ' αυτόν ο Ευρύαλος με λόγους να πραΰνη | |
και μ' ένα δώρο, ότι κακά του 'χει ομιλήσει πρώτα». | |
. | |
Αυτά 'πε, και όλοι πρόθυμα συμφώνησαν, κ' έστειλαν | |
καθένας τους τον κήρυκα, τα δώρ' αυτού να φέρη. | |
έδωσ' εκείνου απάντησιν ο Ευρύαλος και του 'πε· | 400 |
«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, | |
τον ξένον, ως παράγγειλες, εγώ θε να πραΰνω. | |
τούτο τ' ολόχαλκο σπαθί, 'που επάν' έχει ασημένια | |
λαβή, και από νηοπριόνιστον ελέφαντα θηκάρι, | |
θε να του δώσω· ατίμητο δώρο θα το 'χει ο ξένος». | 405 |
. | |
Είπε, 'ς τα χέρια του 'βαλε τ' αργυροκαρφωμένο | |
σπαθί, και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | |
«Πατέρα ξένε, χαίρε· και αν λόγος βαρύς ειπώθη, | |
ας τον πάρουν οι άνεμοι, κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν | |
να ξαναϊδής την σύντροφον, να 'φθάσης 'ς την πατρίδα, | 410 |
'πώχεις καιρούς 'π' αδημονείς μακράν των ποθητών σου». | |
. | |
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· | |
«Φίλε, και συ χαίρε πολύ' κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν | |
κάθε καλό, και το σπαθί ποτέ να μη ποθήσης | |
τούτ', όπ', αφού μ' επράυνες με λόγους, μου χαρίζεις». | 415 |
. | |
Είπε και τ' ασημόκομπο 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος. | |
έδυσ' ο ήλιος κ' έλαβε τα λαμπρά δώρα εκείνος· | |
οι κήρυκες οι θαυμαστοί τα έφερναν 'ς του Αλκινόου | |
το δώμα, όπου τα δέχθηκαν οι υιοί του βασιλέα· | |
και αυτοί 'ς το πλάγι απόθοσαν της σεβαστής μητρός τους | 420 |
τα ωραία δώρα· εκίνησεν ο Αλκίνοος τότε ο θείος, | |
κατόπ' οι άλλοι, κ' έφθασαν, και εις τα υψηλά θρονία | |
κάθισαν όλοι· κ' έλεγεν ο Αλκίνοος της Αρήτης· | |
«Γυνή μου, το λαμπρότερο κιβώτιο, 'πώχεις, φέρε, | |
και μέσα βάλε καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα. | 425 |
κ' ευθύς νερό μες τον χαλκό θερμάνετε του ξένου, | |
όπως αφού λουσθή και ιδή με τάξι όλα βαλμένα | |
τα δώρα, όσα οι Φαίακες οι άψεγοι του φέραν, | |
χαρή και το τραπέζι μας και της ωδής τον ύμνο. | |
και τούτο τ' εύμορφο χρυσό ποτήρι εγώ του δίνω, | 430 |
να με θυμάται ολοζωής, όταν 'ς τα μέγαρά του | |
σπονδαίς προσφέρη του Διός και όλων των αθανάτων». | |
. | |
Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη | |
ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλον 'ς την φωτία· | |
και αυταίς λουτρικόν τρίποδα 'ς την φλόγα μέσα εστήσαν, | 435 |
έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν· | |
και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει. | |
η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον | |
έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση, | |
τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν· | 440 |
κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον· | |
και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα· | |
«Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο, | |
μη 'ς το ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση, | |
ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκό 'ς το ολόμαυρο καράβι». | 445 |
. | |
Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας | |
εφάρμοσε το σκέπασμα, κ' ευθύς έδεσε κόμπο, | |
πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη. | |
και η κελλάρισσα να εμβή 'ς τον έτοιμον λουτήρα | |
του είπε· και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος· | 450 |
ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα, | |
της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει, | |
όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσί του. | |
και η δούλαις ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν, | |
και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα, | 455 |
απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξη τους συνδείπνους. | |
και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη | |
της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη. | |
εθαύμαζε κυττάζοντας αυτή τον Οδυσσέα, | |
κ' είπε με λόγια πτερωτά· «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε, | 460 |
όπως οπόταν ευρέθης 'ς την γην την πατρικήν σου | |
μ' ενθυμηθής, 'που την ζωή πρώτα χρωστάς 'ς εμένα». | |
. | |
Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκίνου, Ναυσικάα, | |
είθε ο Κρονίδης, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, | 465 |
θελήση ογλήγορα να ιδώ την ποθητήν πατρίδα, | |
και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς εκεί θα σου προσφέρω | |
ολοκαιρής, επειδή συ με έζησες, παρθένα». | |
. | |
Είπε κ' εκάθισε εις θρονί, σιμά 'ς τον βασιλέα· | |
ήδη εμοιράζαν το φαγί και το κρασί συγκέρναν. | 470 |
και ο κήρυκας τον έμπιστον αοιδόν τους ωδηγούσε | |
Δημόδοκον λαοτίμητον, και εις τον υψηλόν στύλο | |
προσκολλητά τον κάθισε, 'ς την μέση των συνδείπνων. | |
'ς τον κήρυκα ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας·— | |
ράχης κομμάτι αφού 'κοψε λευκοδοντάτου χοίρου, | 475 |
πάχος γεμάτ' ολόγυρα, κ' έμενε ακόμη πλήθιο,— | |
«Το κρέας τούτο, κήρυκα, δόσε του Δημοδόκου, | |
να φάγη· θα τον ασπασθώ, αν και θλιμμένος είμαι. | |
τι σέβας έχουν και τιμή 'ς την οικουμένην όλην | |
απ' τους θνητούς οι αοιδοί, ότι τραγούδια η Μούσα | 480 |
αυτούς διδάχνει και αγαπά των αοιδών το γένος». | |
. | |
Είπε· και ο κήρυκας ευθύς 'ς του ήρωα Δημοδόκου | |
τα χέρια το 'βαλε, και αυτός το δέχθηκε κ' εχάρη. | |
και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν | |
[εμπρός τους. | |
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, | 485 |
του Δημοδόκου ο συνετός ωμίλησε Οδυσσέας· | |
«Εσέ παρ' όλους τους θνητούς, Δημόδοκε, δοξάζω, | |
ή η Μούσα, κόρη του Διός, σ' έχει διδάξ' ή ο Φοίβος· | |
των Αχαιών ταις συμφοραίς με τόσην τάξι ψάλλεις, | |
όσ' έπραξαν, όσ' έπαθαν 'ς τον φοβερόν αγώνα, | 490 |
ως να 'χες συ παρευρεθή ή απ' άλλον τα 'χες μάθει. | |
τώρ' έλα εις άλλο πέρασε, του αλόγου ειπέ την τάξι, | |
'που ιδρένιο μόρφωσ' ο Επειός μαζή με την Αθήνη, | |
και δόλον 'ς την ακρόπολιν ο θείος Οδυσσέας | |
το 'φερε μ' άνδραις γεμιστό, κ' ερήμωσαν την Τροία. | 495 |
αν όλ' αυτά μου διηγηθής, ως πρέπει, ένα προς ένα, | |
εις τους θνητούς όλους εγώ παντού θα μαρτυρήσω | |
ότι θεός σου εχάρισε θεολάλητο τραγούδι». | |
. | |
Και απ' τον θεόν κινούμενος άρχισε και τραγούδι | |
έβγαλ', εκείθε πιάνοντας, 'που μέρος των Αργείων, | 500 |
αφού ταις σκηναίς έκαψαν, με τα καράβια φύγαν, | |
κ' οι άλλοι με τον ένδοξον εμέναν Οδυσσέα | |
των Τρώων εις την αγορά, μες τ' άλογο κρυμμένοι· | |
τι το 'χαν 'ς την ακρόπολι μόνοι τους σύρ' οι Τρώες. | |
τ' άλογον έστεκεν αυτού, και ολόγυρά του εκείνοι | 505 |
καθήμενοι πολλά 'λεγαν και τρεις η γνώμαις ήσαν· | |
ή με το σκληρό σίδερο να σχίσουν τ' άδειο ξύλο, | |
ή, αφού το σύρουν κάτακρα, 'ς ταις πέτραις να το ρίξουν, | |
ή να τ' αφήσουν των θεών μέγα ιλαστήριο δώρο, | |
όπως κατόπιν έμελλε το πράγμα να τελειώση. | 510 |
ότ' ήταν μοίρα να χαθή η πόλι, αμ' αγκαλιάση | |
το μέγα ξύλιν' άλογο, 'που των Αργείων τ' άνθος | |
μέσα του εκλειούσε, κ' έφερναν φόνο, φθορά των Τρώων. | |
κ' έψαλνε πώς οι Αχαιοί την πόλιν ερημώσαν | |
από του αλόγου την βαθειά καθίστρα ορμώντας όλοι· | 515 |
κ' έψαλνε πώς άλλοι αλλαχού την πόλι ξολοθρεύαν, | |
αλλ' ο Οδυσσηάς 'ς τα δώματα του Δηιφόβου εχύθη | |
μαζή με τον ισόθεον Μενέλαον, ως ο Άρης, | |
και μάχην πώς εκεί φρικτήν ετόλμησεν εκείνος, | |
και η μεγαλόψυχη Αθηνά του εχάρισε την νίκη. | 520 |
. | |
Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας | |
έλυονε, και τα δάκρυα 'ς τα μάγουλα του ερρέαν. | |
και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει, | |
'πώπεσ' εμπρός 'ς τα τείχη του και εις τους λαούς να σώση | |
την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, | 525 |
και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνά 'ς το ψυχομάχημά του, | |
αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι | |
την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι, | |
την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας, | |
και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει· | 530 |
όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα. | |
και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα· | |
μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν | |
σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη· | |
και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε· | 535 |
«Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων· | |
ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα, | |
ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους· | |
'ς το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος, | |
απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος· | 540 |
πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει. | |
άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος | |
μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι. | |
όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου, | |
προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε. | |
ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης | 545 |
του ανδρός, όπ' έχει 'ς την καρδιάν αίσθησι καν ολίγη. | |
όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης | |
ό,τι ερωτώ σε· είναι καλό να μας το φανερώσης. | |
τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, | 550 |
κ' οι άλλοι εκεί 'ς την πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω. | |
ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων, | |
'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας, | |
αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους. | |
και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, | 555 |
όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους | |
σε φέρουν· ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις, | |
ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία· | |
αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων. | |
ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης | 560 |
γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα | |
γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα, | |
ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται. | |
μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας | |
Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, | 565 |
'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους· | |
ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων, | |
ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα, | |
θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα· | |
τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, | 570 |
ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου. | |
αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης | |
τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες, | |
ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους, | |
και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, | 575 |
και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη. | |
και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων | |
των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου. | |
κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων | |
όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. | 580 |
μη συγγενής σου έπεσε 'ς τα τείχη εμπρός του Ιλίου, | |
άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι, | |
κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας. | |
ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος, | |
έπεσε; ότι 'ς την γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 5 | 85 |
απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος». | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία I | |
. | |
. | |
. | |
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας· | |
«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, | |
τω όντι τούτο είν' εύμορφο, τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, | |
ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει. | |
ότι δεν βλέπω 'ς την ζωή τερπνότερ' άλλο τέλος, | 5 |
παρ' όταν όλος ο λαός 'ς την ευφροσύνη πλέει, | |
και τον αοιδόν 'ς τα δώματα ακούν οι καλεσμένοι | |
αραδικώς καθήμενοι, με τράπεζαις γεμάταις | |
τον άρτον και τα κρέατα, και απ' τον κρατήρα παίρνει | |
ο κεραστής κρασί γλυκό και 'ς τα ποτήρια χύνει· | 10 |
απ' όλα τ' ωραιότερον ότ' είναι αυτό λογιάζω. | |
αλλά τα πολυστένακτα κακά μου να ερευνήσης | |
σου 'πε η ψυχή σου, όπως εγώ βαρύτερα στενάζω. | |
τώρα τι πρώτο, τ' ύστερον εγώ να σου ιστορίσω; | |
ότ' οι επουράνιοι θεοί κακά πολλά μου δώσαν. | 15 |
και πρώτα θα ειπώ τ' όνομα, όπως και σεις ακόμη | |
το μάθετε, και όπως εγώ, τον χάρο αν ξεφύγω, | |
φίλος σας μένω ξενικός, και πέρ' αν κατοικάω. | |
εγώ 'μαι ο δολομήχανος Λαερτιάδης Οδυσσέας, | |
και από την γη 'ς τους ουρανούς η δόξα μου έχει φθάσει. | 20 |
και κατοικώ την ηλιακήν Ιθάκη, 'π' όρος έχει | |
μεγάλο κινησίφυλλο, το Νήριτο, και γύρω | |
νησιά πολλά, και σύνεγγυς το 'να με τ' άλλο, υπάρχουν, | |
Δουλίχιο, Σάμη, Ζάκυνθος η πολυδενδρωμένη· | |
κείνη 'ς το πέλαο χαμηλή βαθειά την δύσι βλέπει, | 25 |
και όλαις η άλλαις χωριστά προς της αυγής τα μέρη· | |
πετρώδης, αλλ' ανδρών καλή βυζάστρα· κ' εγώ άλλο | |
πράγμα δεν δύναμαι να ιδώ γλυκότερο απ' την γην μου. | |
και ιδές, μ' εκράτ' η Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη, | |
'ς τα κοίλα σπήλαια, και άνδρας της επόθει να της ήμαι· | 30 |
όμοια και η Κίρκη εκράτει με, η δολερή Αιαία, | |
'ς τα μέγαρά της, και άνδρας της επόθει να της ήμαι· | |
αλλά ποτέ δεν έπεισαν 'ς τα στήθη την ψυχή μου. | |
αχ! τίποτε γλυκότερο δεν έχει απ' την πατρίδα | |
και απ' τους γονείς ο άνθρωπος, και σπίτι ευτυχισμένο | 35 |
εις ξένην γην αν κατοικεί μακράν απ' τους γονείς του. | |
τώρ' άκουσε το θλιβερό ταξείδι, 'που εις εμένα, | |
ως απ' την Τροίαν έγερνα, διώρισεν ο Δίας. | |
. | |
Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμος 'ς την άκραν των Κικόνων, | |
την Ίσμαρο· κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις· | |
Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, | 40 |
ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας. | |
και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία | |
παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν. | |
και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν | 45 |
εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια. | |
πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν, | |
γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους | |
εκατοικούσαν 'ς την στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν | |
να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. | 50 |
τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη, | |
πρωί· τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας | |
των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη. | |
την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια, | |
και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. | 55 |
και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας, | |
προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι· | |
αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται, | |
τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν. | |
έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο | 60 |
χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι. | |
θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο | |
πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. | |
αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια, | |
πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, | 65 |
όσους 'ς τον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων. | |
και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης | |
ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη | |
πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα· | |
κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα | 70 |
έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου, | |
κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν, | |
και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία. | |
ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, | |
και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. | 75 |
η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία | |
εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν | |
τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. | |
και άβλαπτος τότε θα' φθανα 'ς την ποθητήν πατρίδα, | |
αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα | 80 |
και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων. | |
κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις, | |
'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη | |
των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη. | |
'ς την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, | 85 |
και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. | |
και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι, | |
τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν | |
ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν, | |
δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. | 90 |
επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις, | |
και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν | |
κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν. | |
και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι, | |
να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. | 95 |
αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων, | |
λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας. | |
εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν, | |
και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους. | |
ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων | 100 |
'ς τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους | |
φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση. | |
εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι, | |
και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. | |
. | |
Εκείθ' επλέαμεν εμπρός με την ψυχή θλιμμένη. | 105 |
και των Κυκλώπων εις την γη, των υβριστών, ανόμων, | |
εφθάσαμε, οπού 'ς των θεών την δύναμι θαρρώντας, | |
ούτε φυτό φυτεύουσιν, ούτε πότ' αλατρεύουν, | |
αλλ' άσπαρτ', αναλάτρευτα, τα πάντα εκεί φυτρόνουν, | |
σίτοι, κριθάρια, και άμπελοι, και δίδει κρασί πλήθος | 110 |
ο μεγαστάφυλος καρπός, καθώς τον βρέχει ο Δίας. | |
βουλών δεν έχουν αγοραίς, και νόμους δεν γνωρίζουν, | |
αλλά ταις άκραις κατοικούν βουνών υψηλοτάτων | |
εις βαθειά σπήλαια, και καθείς 'ς την σύντροφο, 'ς τα τέκνα | |
είναι κριτής, ουδέποτε προσέχει προς τον άλλον. | 115 |
. | |
Άγριον απλόνεται νησί παρέξω απ' τον λιμένα, | |
ούτε σιμά, και ούτε μακράν της χώρας των Κυκλώπων, | |
σύδενδρο, και αγριόγιδα 'ς εκείνο μέσα βόσκουν, | |
αμέτρητα· ότι πάτημα δεν τα εμποδίζει ανθρώπων, | |
ουδέ κει μπαίνουν κυνηγοί, 'που συνηθούν 'ς τα δάση | 120 |
να δέρνωνται, αναβαίνοντας ράχαις και κορφοβούνια. | |
ποίμνια δεν το σκεπάζουσι, και αλέτρια δεν το σχίζουν, | |
αλλ' άσπαρτο, αναλάτρευτο, και ολόρφανο απ' ανθρώπους | |
ολοκαιρής, είναι βοσκή 'ς τα γίδια 'που βελάζουν. | |
τι πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν, | 125 |
ούτ' έχουν πλοίων ξυλουργούς, 'που εκείνων θα εμορφόναν | |
καλόστρωτα πλεούμενα, χρήσιμα να 'ναι εις όλα, | |
'ς ταις πολιτείαις φθάνοντας, ως τους ανθρώπους βλέπεις | |
το πέλαο να συχνοπερνούν απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος· | |
και αυτοί θα τους εσύσταιναν καλόκτιστην την νήσο. | 130 |
κακή δεν είναι· θα 'φερνε κάθε καρπό 'ς την ώρα, | |
ότι της λευκής θάλασσας 'ς την άκρη τα λειβάδια | |
υγρά θωρείς και μαλακά· και άφθαρτ' αμπέλια θα 'χε· | |
και για τ' αλέτρ' είναι ομαλή· τον σίτο 'ς τον καιρό του | |
βαθειά πολύ θα εθέριζαν, ότ' είναι η γη παχεία. | 135 |
κ' έχει λιμέν' ακίνδυνον, οπού σχοινιά δεν θέλει, | |
είτε να ρίχνουν άγκυραν, είτε να δένουν πρύμη, | |
αλλ' αραγμένοι προς την γη να μένουν, ως 'που οι ναύταις | |
να ξεκινήσουν πρόθυμα, άμα φυσήση πρύμος. | |
και εις του λιμένα την κορφή νερό καθάριο ρέει, | 140 |
άντρο αποκάτω μια πηγή, και ολόγυρα έχει λεύκαις. | |
αυτού εμπαίναμε· θεός κάποιος μας οδηγούσε, | |
'ς το σκότος μέσα της νυκτός, 'π' αθώρητα ήσαν όλα. | |
ότι καταχνιά κύκλονε τα πλοία, και η σελήνη | |
δεν έφεγγε απ' τον ουρανό και νέφη την εκρύβαν. | 145 |
και το νησί δεν ξάνοιξε κανείς μας με τα μάτια, | |
ουδέ τα μακρυά κύματα 'ς την γην όπως κυλούσαν | |
είδαμε, πριν τα πλοία μας 'ς την άκρα προσαράξουν. | |
και άμ' άραξαν, εσύραμε κατ' όλα τα πανιά τους, | |
'ς την γην εβγήκαμε κ' εμείς, και, αφού πήραμ' ολίγον | 150 |
ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη. | |
. | |
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | |
και το νησί θαυμάζοντας γερνούσαμε άνω, κάτω. | |
και η νύμφαις, κόραις του Διός, απ' τα όρη ξεκινήσαν | |
τα γίδια, ναύρουν έτοιμο το γεύμα οι σύντροφοί μου. | 155 |
τα τόξ' αμέσως τα κυρτά και τα μακρυν' ακόντια | |
απ' το καράβι πήραμε, και, εις τρεις βαλμένοι τάξεις, | |
ρίχναμε, κ' έδωσε ο θεός ευφραντικό κυνήγι. | |
μ' ακολουθούσαν δώδεκα πλοία, και εις το καθένα | |
εννέα γίδες έμειναν, αφού μου δώσαν δέκα. | 160 |
αυτού τότ' εκαθόμασθε, ολημέρα ως το δείλι | |
μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. | |
ότι το κόκκινο κρασί δεν είχε λείψει ακόμη | |
'ς τα πλοία, τ' είχαμε ο καθείς γεμίσει ταις λαγήναις, | |
την ιερή 'σαν πήραμε την πόλι των Κικόνων. | 165 |
και των Κυκλώπων βλέπαμε την γη, 'που ήταν πλησίον, | |
και τον καπνό, και την φωνήν αυτών και των προβάτων. | |
και ο ήλιος άμα εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, | |
εμείς αναπαυθήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης. | |
εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | 170 |
κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα· | |
«σεις οι άλλοι φίλοι σύντροφοι, να μείνετ' εδώ τώρα· | |
εγώ με τα καράβι μου και με τους ιδικούς μου | |
συντρόφους θέλα πάω να ιδώ να μάθω τίνες είναι | |
οι άνθρωποι τούτοι, είναι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, | 175 |
ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη». | |
. | |
Και εις το καράβι ανέβηκα και των συντρόφων είπα | |
να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν· κ' εκείνοι | |
εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις, | |
και την λευκή την θάλσσα με τα κουπιά βροντούσαν. | 180 |
και ότε εις τον τόπο φθάσαμεν, οπού μακράν δεν ήταν, | |
εις άκραν σπήλαιον είδαμε, 'ς το χείλος της θαλάσσης, | |
υψηλό, δαφνοσκέπαστο κει μέσα εξενυκτούσαν | |
κοπάδια, γιδοπρόβατα πολλά, και αυλήν τριγύρω | |
υψηλήν είχεν εις χωσταίς πέτραις βαθειά κτισμένην, | 185 |
κ' υψηλοφούντωτα ιδρυά, πεύκ' υψηλοί, την φράζαν. | |
άνδρας θεόρατος αυτού ξενύκταε, 'που βοσκούσε | |
τα ποίμνια μόνος ξέμακρα, ουδ' έσμιγε με άλλους, | |
αλλ' έτρεφεν ανάμερα κάθε ανομιά 'ς τον νου του. | |
τι θαύμα ήταν θεόρατον, ουδέ των σιτοφάγων | 190 |
ώμοιαζε ανδρών, αλλ' ώμοιαζεν ως κορυφή λογγώδης, | |
'που υψόνεται ολομόναχη 'ς την μέση απ' άλλα όρη. | |
. | |
Και αφού τους άλλους πρόσταξα αγαπητούς συντρόφους | |
σιμά 'ς το πλοίο να σταθούν και αυτού να το φυλάγουν, | |
διάλεξα δώδεκ' απ' αυτούς κ' εκίνησα μαζή τους. | 195 |
κ' είχ' ασκί τράγινο, γλυκό μαύρο κρασί γεμάτο· | |
μου τόχε δώσει ο Μάρωνας, ο γόνος του Ευανθέα | |
ιερέας του Απόλλωνα, προστάτη της Ισμάρου. | |
με τον υιόν τον σώσαμε και με την σύντροφόν του, | |
φοβούμενοι, ότι εγκάτοικος 'ς το δάσος αυτός ήταν | 200 |
του Φοίβου Απόλλωνα, και αυτός λαμπρά μου 'δωσε δώρα. | |
επτά μου 'δωσε τάλαντα, έργα χρυσά και ωραία, | |
κ' έναν κρατήρα ολάργυρο· και δώδεκα λαγήναις | |
άδολο γέμισε κρασί, γλυκό, πιοτόν ουράνιο, | |
'που δεν το γνώριζε κανείς 'ς το σπίτι του υπηρέτης, | 205 |
ούτε θεράπαιν', αλλ' αυτός και η πολυαγαπημένη | |
γυνή του και η κελλάρισσα το ήξευρε μόνη μία· | |
και ότ' έβαζε το κόκκινο γλυκό κρασί να πίνουν, | |
εις μέτρα νερό δώδεκα έχυν' ένα ποτήρι, | |
και απ' ευωδιάν ανέκφραστη τριόντιζε ο κρατήρας· | 210 |
κανείς τότε δεν θα 'στεργε το κέρασμα ν' αφήση. | |
μέγαλο ασκί πήρ' απ' αυτό και τρόφιμα εις δισάκκι, | |
ότι απ' αρχής εμάντευσεν η ανδρική ψυχή μου | |
'π' άνδρας ζωσμένος δύναμιν μεγάλην θα 'λθη εμπρός μου, | |
άγριος, 'που δεν θα εγνώριζε δίκαια ποσώς ή νόμους. | 215 |
. | |
Ήλθαμ' εις τ' άντρ' ογλήγορα και μέσ' αυτός δεν ήταν, | |
αλλ' έβοσκεν εις ταις βοσκαίς τα σαρκωμέν' αρνιά του. | |
και ως φθάσαμ' εκυττάζαμεν όσά 'χε μέσα τ' άντρο· | |
τα τυροβόλια γεμιστά, και η μάνδρες στοιβασμέναις | |
αρνιά κ' ερίφια· κ' είχε τα ξεχωριστά κλεισμένα, | 220 |
τα πρώιμ' αλλού, τα δεύτερα αλλού, και αλλού τα τρίτα. | |
και όλα επλημμύριζαν ορό, και κάδοι και σκαφίδες, | |
τ' αγγεία τα καλόφθειαστα, 'π' άρμεγε αυτός το γάλα. | |
τότε με λόγια οι σύντροφοι θερμά μ' επαρακάλουν, | |
απ' τα τυριά να πάρουμε και φεύγοντας με βία | 225 |
αρνιά κ' ερίφια γλήγορα να σύρουμ' απ' ταις μάνδραις | |
'ς το πλοίο μας, και τα πικρά να σχίσουμε πελάγη. | |
να 'χα δεχθή την γνώμη τους! αλλ' είχε βάλει ο νους μου | |
κείνον να ιδώ και ξενικά να μου χαρίση δώρα· | |
και αχ, να φανή δεν έμελλε τερπνός εις τους συντρόφους! | 230 |
. | |
Και αφού φωτιάν ανάψαμε κ' εκάμαμε θυσία, | |
εφάγαμ' από τα τυριά, κ' εκείνον καρτερώντας | |
καθόμασθε· ήλθε απ' την βοσκή, και από φρυγμένα ξύλα | |
έφερνε βάρος φοβερό, να τα 'χη για τον δείπνο· | |
και εις τ' άντρο μέσα ως το 'ριξε φρικτόν σήκωσε βρόντο· | 235 |
τρέμοντας εσυρθήκαμε 'ς του άντρου μες τα βάθη. | |
τα παχειά πρόβατ' έμπασε 'ς το ευρύχωρο το σπήλαιο. | |
όλα όσα εκείνος άρμεγε, τ' αρσενικ' άφησ' έξω, | |
τράγους, κριάρια, 'ς τον βαθύ τον γύρο της αυλής του. | |
κ' ευθύς εσήκωσ' έβαλε θυρόπετρα μεγάλη | 240 |
βαρειά πολύ, 'που από την γη να σείουν δεν θ' αρκούσαν | |
είκοσι δυο τετράκυκλα καλοφθειασμέν' αμάξια. | |
με τέτοιον βράχον άμετρον έφραξ' αυτός την θύρα. | |
και άρμεγε αυτού καθήμενος γίδαις και προβατίναις | |
με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. | 245 |
και αφού 'χε πήξει το μισό από το λευκό γάλα, | |
τα εμάζευσε και το 'θεσεν εις τα πλεκτά καλάθια· | |
και τ' άλλο μισό 'πώμεινε το 'βαλε μες τ'αγγεία, | |
έτοιμο για τον δείπνο του, να παίρνη και να πίνη. | |
και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, | 250 |
την στιά ξανάναφτε, κ' εμάς κυττώντας είπε· «ω ξένοι, | |
ποιοι είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης; | |
να εμπορευθήτ' εβγήκετε, ή του κακού πλανάσθε | |
'ς τα πέλαγα ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρουν, | |
την ζωή τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». | 255 |
. | |
Αυτά πε· και η καρδία μας εκόπη από τον τρόμο· | |
ότι βαρύ 'χε μούγκρισμα, κ' εκείνος ήταν τέρας· | |
αλλ' όμως εγώ απάντησα ευθύς 'ς το ερώτημα του· | |
«εμείς πλανώμενοι Αχαιοί ήλθαμε από την Τροία, | |
ως οι άνεμοι στην άβυσσο μας σπρώξαν της θαλάσσης | 260 |
εις δρόμους άλλους πάντοτε μακράν απ' την πατρίδα· | |
τούτα διώρισε η βουλή και η θέλησι του Δία. | |
στρατιώταις του Αγαμέμνονα καυχόμασθε, τον Ατρείδη, | |
'που τώρα η δόξα του αντηχεί 'ς τα πέρατα τον κόσμου, | |
την πόλιν αφού ερήμωσε την δυνατήν και πλήθη | 265 |
πολλών εξέκαμε λαών κ' εμείς εδώ φθασμένοι | |
'ς τα γόνατα σου πέφτουμε, να μας φιλοξενήσης, | |
ή άλλο να δώσης χάρισμα, ως συνηθούν των ξένων. | |
σέβου, ω μεγάλε, τους θεούς· ικέταις σου μας έχεις· | |
των ξένων και των ικετών εκδικητής ο Δίας | 270 |
ο ξένιος, 'που τους ιερούς τους ξένους συνοδεύει». | |
. | |
Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος· | |
«ω ξένε, ή τ' είσαι ανόητος, ή τ' έρχεσ' από πέρα, | |
'που να φοβώμαι τους θεούς ή να ψηφώ μου λέγεις· | |
δεν ψηφούν, όχ', οι Κύκλωπες τον Δί' αιγιδοφόρο | 275 |
ουδέ τους μάκαραις θεούς· είμασθ' ανώτεροί τους· | |
ουδ' από φόβο του Διός εσένα ή τους συντρόφους | |
εγώ ποτέ θα λυπηθώ, αν δεν το θέλω ατός μου· | |
αλλά το καλοκάμωτο που άραξες καράβι, | |
εις κάποιαν άκραν ή σιμά; λέγε μου, να το μάθω». | 280 |
. | |
Αυτά 'πε δοκιμάζοντας, αλλά δεν απατιόνταν | |
ο νους μου ο πολυπόθητος και αντείπα εγώ με δόλο· | |
«το πλοίο μου εσύντριψεν ο σείστης Ποσειδώνας, | |
κατάβραχ' όπως το 'σπρωξε 'ς κάποια της γης σας άκρα, | |
και άνεμος από την θάλασσα φυσώντας μου το 'πήρε, | 285 |
κ' εγώ με τούτους ξέφυγα την υστερνή μου ώρα». | |
. | |
Αυτά 'πα, και ο σκληρόψυχος ποσώς δεν απαντούσε· | |
αλλ' ετινάχθη και άπλωσε τα χέρια 'ς τους συντρόφους, | |
άρπαξε δυο κ' έκρουσ' αυτούς 'ς την γην ωσάν σκυλάκια, | |
κ' ερρέαν χάμου τα μυαλά κ' ενότιζαν το χώμα. | 290 |
και αφού τους εκομμάτιασεν ετοίμαζε τον δείπνο. | |
κ' έτρωγε· ως λειόντας ορεινός, χωρίς τα ουδέν ν' αφήση, | |
εντόσθια, σάρκαις, κόκκαλα, κ' ερούφα τα μελούδια· | |
κ' εμείς 'ς τον Δία κλαίοντας σηκόναμε τα χέρια, | |
βλέποντας έργ' απάνθρωπα, και ο νους μας απορούσε. | 295 |
και αφού γέμισ' ο Κύκλωπας την τρίσβαθη κοιλία, | |
ανθρώπου κρέας τρώγοντας, πίνοντας γάλ' ακράτο, | |
κείτονταν 'ς τ' άντρο τεντωτός 'ς την μέση των προβάτων. | |
κ' είπε η γενναία μου ψυχή το ακονητό σπαθί μου | |
να ξεγυμνώσω επάνω του, 'ς το στήθος να το εμπήξω | 300 |
εκεί, 'που το διάφραγμα σκεπάζει το συκώτι. | |
αλλ' ήλθεν άλλος στοχασμός και μου άλλαξε την γνώμη· | |
ότι κ' εμείς θα ευρίσκαμε τον θάνατο μαζή του, | |
ότι δεν θάμαστε αρκετοί απ' την υψηλή θύρα | |
τον βράχο να κινήσουμε βαρύν, οπού 'χε βάλει. | 305 |
και αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα· | |
και ως φάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, πάλιν εκείνος | |
έκαμνε στιά και ταις καλαίς άρμεγε προβατίναις | |
με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. | |
και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα εργα του είχε κάμει, | 310 |
άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε το γεύμα. | |
χορτάτος έπειτ' έβγαλε τα πρόβατ' από τ' άντρο, | |
αφού τον βράχον εύκολα εσήκωσε απ' την θύρα | |
και τον ξανάβαλ' έπειτα, ως σκέπασμα εις φαρέτρα. | |
και ωδήγα με σουριγματιαίς τα πρόβατα εις τα όρη | 315 |
ο Κύκλωπας· κ' εγώ 'μένα και ολέθριαις είχα γνώμαις, | |
να εκδικηθώ, κ' η Αθηνά την δόξα να μου δώση· | |
και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη· | |
'ς την μάνδρα μέγα ρόπαλο του Κύκλωπα ήταν χάμου, | |
χλωρόν, ελάινο, και είχε το κόψει να το φοράη | 320 |
όταν φρυγή· και ως το είδαμε κατάρτι μας εφάνη | |
αρμόδιο για εικοσίκουπο καράβι πισσωμένο, | |
απ' τα πλατειά φορτωτικά, 'που σχίζουν τα πελάγη· | |
'ς το μάκρος τόσο εφαίνονταν και τόσον εις το πλάτος. | |
το επήρα και όσο μιαν ορυιάν έκοψα εγώ του ξύλου, | 325 |
και των συντρόφων το 'δωσα και να το ξύσουν είπα. | |
κείνοι καλά το εγλύστρωσαν· και σουβλερό 'ς την άκρη | |
το 'καμα εγώ και με σπουδή το επύρονα εις την φλόγα· | |
τ' απόθωσ' έπειτ' εύμορφα και το 'κρυψα 'ς την κόπρο, | |
'που ήταν χυμένη αμέτρητη μες τ' άντρο απ' άκρ' εις άκρη. | 330 |
κ' είπα λαχνόν οι σύντροφοι να ρίξουν, ποιος θα τύχη | |
μ' εμέ να υψώση τον λοστό, μ' ανδρειά να τον εμπήξη, | |
άμα γλυκαποκοιμηθή, 'ς του Κύκλωπα το μάτι. | |
κ' έλαχαν κείνοι, 'που 'θελα, ως να 'σαν διαλεκτοί μου, | |
τέσσαρες, κ' εμετρήθηκα πέμπτος εγώ μ' εκείνους. | 335 |
κ' ήλθε με τα καλόμαλλα πρόβατ' αυτός το βράδι· | |
τα σαρκωμένα πρόβατα έμπασε μέσα 'ς τ' άντρο | |
όλα, και 'ς τον αυλόγυρο δεν άφησε κανένα· | |
ή μόνος κάτι ενόησεν ή πρόσταγμ' ήταν θείο. | |
κ' εσήκωσ' ευθύς κ' έβαλε τον βράχον εις την θύρα. | 340 |
και άρμεγε αυτός καθήμενος τα πρόβατα, ταις γίδαις, | |
με τάξιν, κ' έβαζ' έπειτα της καθεμιάς τ' αρνί της. | |
και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, | |
άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε τον δείπνο. | |
και τότ' εγώ τον Κύκλωπα πλησίασα και του 'πα, | 345 |
μ' ένα καυκί 'ς τα χέρια μου, μαύρο κρασί γεμάτο· | |
«Κύκλωπα, λάβε, πιε κρασί, 'π' ανθρώπινο έχεις φάγει | |
κρέας, να ιδής 'ς το πλοίο μου πιοτό 'που 'χα κρυμμένο· | |
κ' εγώ σου το 'φερα σπονδήν, ίσως εμ' ελεήσης, | |
και εις την πατρίδα στείλης με· ά! συ φρικτά μανίζεις. | 350 |
άσπλαχνε, πώς άλλος θα 'λθή να σε σιμώση πλέον, | |
απ' όπου υπάρχουν άνθρωποι, τόσ' άνομ' αφού πράζεις;» | |
. | |
Αυτά 'πα, και το επήρε αυτός, το ρούφηξε κ' ευφράνθη | |
'ς το γευτικώτατο πιοτό, και άλλο μου εζήτ' ακόμη· | |
«δος μου και πάλιν πρόθυμα, και αμέσως τ' όνομά σου | 355 |
ειπέ, να λάβης χάρισμα, 'που να χαρή η ψυχή σου. | |
ότι κ' εδώ γεννά κρασί πολύ και των Κυκλώπων | |
ο μεγαστάφυλος καρπός, όπως τον βρέχει ο Δίας· | |
αλλ' αμβροσίας στάλαγμα και νέκταρος τούτ' είναι». | |
. | |
Αυτά 'πε· και το φλογερό κρασί του 'δωσα πάλι· | 360 |
και τρεις του εγέμισα φοραίς, τρεις τ' άδειασε ο χαμένος. | |
και ως το κρασί κυρίευσε του Κύκλωπα ταις φρέναις, | |
τότε τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα· | |
«Κύκλωπα, το ένδοξ' όνομα, 'που μ' ερωτάς, σου λέγω· | |
και, ως υποσχέθηκες, εσύ θα με φιλοδωρήσης. | 365 |
Ουδένας ονομάζομαι, εμέ λέγουν Ουδένα | |
η μάννα και ο πατέρας μου και ο κάθε γνώριμός μου». | |
. | |
Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος· | |
«και τον Ουδέναν ύστερον θα φάγω απ' τους συντρόφους· | |
τους άλλους όλους πρότερα· ιδού ποιο θα 'χης δώρο». | 370 |
. | |
Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε· τ' ανάσκελα πεσμένος | |
τον παχύν σβέρκον έγυρε 'ς το πλάγι· ωστόσ' ο ύπνος | |
τον έπιανε ο πανδαμαστής· και απ' το λαρύγγι εβγαίναν | |
κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα· | |
και τον λοστό τότ' έχωσα 'ς την αναμμένη στάκτη | 375 |
να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους | |
όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη· | |
αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη | |
ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα | |
εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου· | 380 |
αλλά την τόλμην έπνευσε 'ς εμάς δύναμις θεία. | |
κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι | |
τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω, | |
τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου | |
με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη | 385 |
άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει· | |
'ς το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο | |
γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα. | |
και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα, | |
βλέφαρα, φρύδια, και 'ς τα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. | 390 |
και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα | |
βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει, | |
και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου· | |
όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι. | |
κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, | 395 |
κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος | |
έσυρεν έξω το δαυλί 'ς αίμα πολύ βαμμένο. | |
από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας, | |
και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν | |
κατοικιά μέσα 'ς ταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. | 400 |
άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν, | |
και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν· | |
«τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις, | |
'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο; | |
μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; | 405 |
ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία;» | |
. | |
Και ο δυνατός Πολύφημος απ' τ' άντρον είπ' «ο Ουδένας, | |
αγαπητοί, φονεύει με, με δόλο, ουδέ με βία». | |
. | |
Κ' εκείνοι ευθύς του απάντησαν με λόγια πτερωμένα· | |
αλλ' αν μηδ' ένας σ' ενοχλεί κ' είσαι αυτού μέσα μόνος, | 410 |
πληγή του παντοδυνάμου Διός γιατρειά δεν έχει· | |
αλλ' εύχου εις τον πατέρα σου τον μέγαν Ποσειδώνα». | |
. | |
Αυτά 'παν κείνοι κ' έφυγαν κ' εγέλασε η καρδιά μου | |
πως τ' όνομά μου απάτησε κ' η αλάθευτή μου γνώσι. | |
και ο Κύκλωπας εστέναζε, με πόνους και με οδύναις, | 415 |
και ψηλαφώντας σήκωσε τον λίθον απ' την θύρα, | |
και αυτού 'ς την θύρα κάθισεν απλόνοντας τα χέρια, | |
κάποιον να πιάση, ως έβγαινε 'ς την μέση των προβάτων· | |
πως θα 'μουν τόσο εγώ μωρός είχε 'ς τον νου του ελπίδα. | |
και ωστόσο τον καλήτερον τρόπον εζήτα ο νους μου, | 420 |
ναύρω απ' τον θάνατον φυγή της συντροφιάς κ' εμένα. | |
και απείρους δόλους ύφαινα, τέχναις πολλαίς, ως πρέπει | |
για την ζωή· τι συμφορά μεγάλ' ήταν κοντά μας. | |
και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη. | |
ήσαν αρνιά καλόθρεφτα, εύμορφα και μεγάλα, | 425 |
'π' ως το γιοφύλλι εμαύριζε το δασερό μαλλί τους. | |
σιγά με βούρλα τα 'δεσα καλόστριφτ', απ' εκείνα | |
'που τα 'χε στρώμα ο Κύκλωπας, τ' άνομο εκείνο τέρας· | |
τριπλά, τριπλά· το μεσινόν έφερνεν έναν άνδρα, | |
τα δυο 'ς το πλάγι εβάδιζαν κ' έσωζαν τους συντρόφους· | 430 |
ώστ' έναν άνθρωπον τρι' αρνιά βαστούσαν και εις εκείνα | |
κριάρ' είδα λαμπρότατο, κ' ευθύς από τα νώτα | |
το 'πιασα εγώ, τυλίχθηκα 'ς την δασερή κοιλιά του, | |
και από το πλούσιο του μαλλί πιασμένος με τα χέρια | |
σφικτά κρατιούμουν, κ' έμενα μ' αδάμαστην καρδία. | 435 |
. | |
Αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα. | |
εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | |
και της κοπής τ' αρσενικά να βόσκουν πεταχθήκαν, | |
κ' εβέλαζαν ανάρμεκτα τα θηλυκά 'ς ταις μάνδραις, | |
ότ' οι μαστοί τους έσκαζαν και ο κύριος σπαραγμένος | 440 |
από τους πόνους έψαχνε ταις ράχαις των προβάτων | |
όλων, ως στέκονταν ορθά, ουδ' ένοιωσε ο χαμένος | |
'που 'σαν δεμένοι 'ς ταις δασειαίς αγκάλαις των προβάτων. | |
κ'έβγαινε απ' όλα υστερνό 'ςτην θύρα το κριάρι, | |
αγκουσεμένο απ'το μαλλί κ'εμέ τον δολοπλόκον. | 445 |
εμάλαζέ το ο δυνατός Πολύφημος και του 'πε· | |
«καλό κριάρι, απ' τ' άντρο πώς μου 'βγήκες των προβάτων | |
ύστερος; και δεν έμενες ως τώρα οπίσω απ' τ' άλλα, | |
αλλά συ πρώτος έκοβες τ' άνθη απαλά της χλόης | |
μακροπατώντας, κ' έφθανες ο πρώτος 'ς τα ποτάμια, | 450 |
και πρώτος ήσουν πρόθυμος 'ς την μάνδρα να γυρίσης, | |
το εσπέρας· τώρ' είσ' ύστερος· τω όντι, του κυρίου | |
ποθείς το μάτι, 'πώσβυσε κακούργος με συντρόφους | |
κακούς, αφού με κέρασμα τα λογικά μου επήρε, | |
ο Ουδένας, 'που απ' τον συντριμμό, θαρρώ, δεν θα λυτρώση. | 455 |
και αν ήσουν σύμφωνος μ' εμέ, και ομίλημ' αποκτούσες, | |
να ειπής που κείνος κρύβεται από την δύναμί μου, | |
θα 'βλεπες τότε σκορπιστά 'ς το σπήλαιο τα μυαλά του | |
'ς την γη σκασμένα, και άνεσι θα 'λάμβανε η ψυχή μου | |
των κακών, όσα μώδωσεν ο ουτιδανός Ουδένας». | 460 |
. | |
Είπε και απόλυσεν ευθύς να έβγη το κριάρι· | |
και άμ' από τ' άντρο εβγήκαμε και απ' της αυλής τον γύρο, | |
απ' το κριάρι ελύθηκα κ' έλυσα τους συντρόφους. | |
και από τ' αρνιά τα παχουλά λιγνόποδα με βία | |
εκρυφοπαίρναμε πολλά τριγύρω, ως 'που 'ς το πλοίο | 465 |
εφθάσαμεν· εχάρηκαν οι σύντροφοι ως μας είδαν, | |
όσους δεν πήρε ο θάνατος· τους άλλους εθρηνούσαν. | |
αλλ' εγώ κείνων ένευα τα κλάυματα να παύσουν. | |
κ' είπα τα ωραία πρόβατα, 'που ήσαν πολλά, 'ς το πλοίο | |
ευθύς να ρίξουν και γοργά να σχίσουν τα πελάγη. | 470 |
και παρευθύς μπήκαν αυτοί και αραδικώς καθίσαν, | |
και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. | |
αλλ' ότ' είμασθ' εις διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, | |
λόγους εγώ 'ς τον Κύκλωπα υβριστικούς τότ' είπα· | |
«Κύκλωπα, δεν σου μέλλονταν να 'ναι δειλός ο άνδρας, | 475 |
οπ' άγρια τόσο του 'φαγες 'ς το σπήλαιο τους συντρόφους· | |
αλλά να σ' εύρουν έμελλον τα κακουργήματά σου· | |
σκληρέ, πώφαγες άφοβα 'ς την σκέπη σου τους ξένους, | |
κ' η οργή σ' επήρε του Διός και όλων των αθανάτων». | |
. | |
Είπα, και τότ' εχόλιασε χειρότερα η ψυχή του, | 480 |
και απ' όρος μέγα κορυφήν ξεκόλλησε και πέρα | |
του καραβιού την έρριξεν εμπρός 'ς την μαύρην πλώρη, | |
εγγύς, ώστ' εκοντόφθασε 'ς του πηδαλιού την άκρα· | |
και η θάλασσα εταράχθηκεν ως εποντίσθη ο βράχος. | |
ήλθε το κύμα κ' έφερεν οπίσω τα καράβι | 485 |
απ τ' ανοικτά και προς την γη τ' ανάγκασε να φθάση. | |
κ' εγώ παρέξω τ' άμπωσα μ' ένα μακρύ κοντάρι, | |
και τους συντρόφους 'ς τα κουπιά πρόσταξα ευθύς να πέσουν, | |
να φύγουμε τον όλεθρο, και με την κεφαλήν μου | |
τους ένευα· κ' ερρίχθηκαν αυτοί κ' έλαμναν όλοι. | 490 |
αλλ' ότε διάστημα διπλό πήραμε της θαλάσσης | |
τον Κύκλωπα προσφώνησα και τότε, αν και τριγύρω | |
δεν μ' άφιναν οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα· | |
«άνθρωπον άγριον, δύστυχε, τι θέλεις κ' ερεθίζεις; | |
είδες πετριά 'ς την θάλασσα, 'που γύρισε το πλοίο | 495 |
κατά την γην, ώστ' είπαμε 'που αυτού θ' αφανισθούμε. | |
και αν άκουε τότε να ομιλή κάποιον ή να φωνάζη, | |
ταις κεφαλαίς μας θα 'σπανε και τ' άρμενα του πλοίου, | |
με κάποιο μάρμαρο σκληρό· τόσο μακρυ' ακοντίζει». | |
. | |
Είπαν, αλλά δεν έπειθαν την ανδρική ψυχή μου, | 500 |
αλλά πάλι του ωμίλησα με σπλάχνα μανιωμένα· | |
«Κύκλωπ', αν κάποιος των θνητών ανθρώπων σ' ερωτήση | |
η άσχημη πώς έγεινεν η τύφλα του οφθαλμού σου, | |
ειπέ τους ότι ο πορθητής σ' ετύφλωσ' Οδυσσέας | |
Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης». | 505 |
. | |
Αυτά 'πα και στενάζοντας μου απάντησεν εκείνος· | |
«ωιμένα, ιδές πώς παλαιά ρήματα θεία μ' ηύραν· | |
ήτο εδώ μάντις άλλοτε, άνδρας καλός, μεγάλος, | |
ο Ευρυμίδης Τήλεμος, 'ς την μαντικήν ο πρώτος, | |
'που εγέρασε μαντεύοντας 'ς την μέση των Κυκλώπων· | 510 |
τούτα όλα εκείνος μώλεγε 'που θα γενούν μια μέρα, | |
ότι θα χάσω εγώ το φως από τον Οδυσσέα. | |
αλλ' άνδρας ότι θάρχονταν πάντότ' εγώ θαρρούσα | |
τρανός, καλός, με δύναμι μεγάλην ενδυμένος· | |
τώρα μικρό, και ουτιδανόν, αδύναμο ανθρωπάκι | 515 |
με το κρασί μ' εδάμασε κ' έπειτα ετύφλωσέ με. | |
αλλ', Οδυσσέα, σίμωσε, να σε φιλοξενήσω, | |
και να σου κάμω προβοδόν τον μέγαν κοσμοσείστη· | |
ότ' είμ' εκείνου εγώ παιδί· πατέρας μου καυχιέται· | |
κ' εμέ θα γιάνη, αν θέλη, αυτός ουδέ κανένας άλλος | 520 |
των μακαρίων των θεών ή των θνητών ανθρώπων». | |
. | |
Είπε κ' εγώ του απάντησα· «άμποτε να ημπορούσα | |
να σου αφαιρέσω την ζωή, και αμέσως να σε στείλω | |
του Άδη μες την κατοικιά, καθώς τον οφθαλμό σου | |
να γιάνη δεν θα δυνηθή και αυτός ο κοσμοσείστης». | 525 |
. | |
Είπα, κ' εκείνος εύχονταν 'ς τον μέγαν Ποσειδώνα, | |
'ς τον αστροφόρον ουρανόν απλόνοντας τα χέρια· | |
«ω Ποσειδώνα, εισάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη· | |
αν είμ' υιός σου αληθινά, πατέρα, μην αφήσης | |
ο Οδυσσηάς ο πορθητής 'ς σπίτι του να φθάση | 530 |
Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης· | |
αλλ' αν το θέλ' η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς του, | |
το σπίτι το καλόκτιστο, και την γλυκειά πατρίδα, | |
ας κακοφθάση αργά πολύ και από συντρόφους έρμος, | |
με ξένην πλώρη, και κακά 'ς το σπίτι μέσα ναύρη». | 535 |
. | |
Ευχήθη τούτα και άκουσεν αυτόν ο μαυροχήτης. | |
τότε πολύ τρανώτερον εσήκωσ' άλλον βράχο, | |
σφενδονιστά τον έσπρωξε με αμέτρητην ανδρεία, | |
κ' εκείνον έρριξ' όπισθε του μαυροπλώρου πλοίου, | |
'που το πηδάλι εκόντευσε να εγγίξη, και απ' τον βράχο | 540 |
όλη εταράχθ' η θάλασσα, και άμπωσ' εμπρός το κύμα | |
το πλοίο, και τ' ανάγκασεν εις την στερηά να φθάση. | |
και όταν 'ς την νήσο φθάσαμε, 'που τα καλοστρωμένα | |
καράβια τ' άλλα ήσαν μαζή, και οι σύντροφοι τριγύρω | |
καθήμενοι αυτού κλαίοντας εμάς επεριμέναν, | 545 |
'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο, | |
κ' εμείς κατόπι εβγήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης, | |
του Κύκλωπα τα πρόβατα εφέραμ' απ' το πλοίο, | |
κ' ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας. | |
και ως εμοιράζονταν τ' αρνιά, 'ς έμενα το κριάρι | 550 |
έδωσαν δώρο οι σύντροφοι· το 'σφαξα εγώ 'ς τον άμμο | |
του μαυρονέφελου Διός, οπ' όλων βασιλεύει, | |
και τα μεριά του πρόσφερα' κ' εκείνος 'ς την θυσία | |
δεν πρόσεχε, αλλ' εσπούδαζε το πώς να χαθούν όλοι | |
οι ποθητοί μου σύντροφοι και τα καλά καράβια. | 555 |
. | |
Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερά ως το δείλι | |
μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. | |
και ο ήλιος άμ' εβύθισε, κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, | |
ν' αναπαυθούμ' επέσαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης, | |
εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | 560 |
και τότε των συντρόφων μου παράγγειλα 'ς τα πλοία | |
νάμπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν κείνοι εμπήκαν, | |
εις ταις σανίδαις κάθισαν με τάξι αραδιασμένοι, | |
και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. | |
θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο | 565 |
πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Κ | |
. | |
. | |
. | |
Σ' την Αιολία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα | |
ο Ιπποτάδης Αίολος, των αθανάτων φίλος· | |
πλωτό νησί, και ασύντριφτον ολόγυρα έχει τείχος | |
χάλκινο, και πατόκορφα γλυστρή πέτρ' αναιβαίνει. | |
και δώδεκ' είχε αυτός παιδιά 'ς το σπίτι γεννημένα, | 5 |
έξι κοράσια, και ανθηρά τ' άλλ' έξι παλληκάρια. | |
εις γάμον αυτός ένωσε τ' αγόρια με ταις κόραις, | |
και απ' τον πατέρ' αχώριστοι και απ' την χρηστήν μητέρα | |
συμποσιάζουν, και φαγιά μύρια ποτέ δεν λείπουν. | |
και κρότους έχουν κ' ευωδιαίς η αυλή και όλο τα δώμα | 10 |
ολήμερα, και ολονυκτής με ταις σεμναίς συμβίαις | |
κοιμούντ' εκείν' εις τάπηταις και εις τορνευμέναις κλίναις. | |
'ς την πόλιν αυτών ήλθαμε και εις τα λαμπρά παλάτια, | |
ολόκληρο μ' εξένιζε φεγγάρι, και, ως μ' ερώτα, | |
ένα προς ένα τώλεγα με τάξι εγώ, την Τροία, | 15 |
και τ' άρμενα των Αχαιών και την επιστροφή τους. | |
αλλ' ότ' εζήτησα κ' εγώ να με ξεπροβοδήση, | |
πρόθυμος το προβάδισμα μού ετοίμασεν εκείνος· | |
έκδαρε βώδι εννηάχρονο και μώδωοε τ' ασκί του, | |
κ' έδεσε μέσα ταις ορμαίς των ηχηρών ανέμων, | 20 |
τι των ανέμων φύλακα τον έκαμε ο Κρονίδης, | |
όποιον εκείνος βουληθή να πάυ' ή να σηκόνη. | |
με λαμπρό σύρμα το 'δεσε 'ς του καραβιού το βάθος, | |
ολάργυρο, μη κάπουθεν άχνη περάση ολίγη. | |
κ' εμ' έστειλε του Ζέφυρου το πνεύμα να οδηγάη | 25 |
εμάς και τα καράβια μας· αλλά να το τελειώση | |
δεν έμελλε· εχαθήκαμεν από την αγνωσιά μας. | |
. | |
Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα, | |
και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα, | |
κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. | 30 |
'ς ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο, | |
τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα | |
τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμε 'ς την πατρίδα. | |
άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου· | |
'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, | 35 |
'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος. | |
και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε· | |
«Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος | |
τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη. | |
και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία | 40 |
φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο | |
μ' αδειανά χέρια γέρνουμε 'ς την ποθητήν πατρίδα. | |
και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη· | |
αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε, | |
πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». | 45 |
. | |
Είπαν και η κακή νίκησεν η γνώμη των συντρόφων. | |
το λύσαν, και όλοι εξ' ώρμησαν οι άνεμοι κ' επήρε | |
αυτούς ο ανεμοστρόβιλος μακράν απ' την πατρίδα | |
εις τα πελάγη, κ' έκλαιαν· τινάχθηκ' απ' τον ύπνο, | |
και μες την ακριμάτιστη ψυχή μου εγώ μετρούσα | 50 |
ή από την πλώρη να ριχτώ και να σβυσθώ 'ς το κύμα, | |
ή να υποφέρω αμίλητα και εις την ζωή να μείνω. | |
είπα να μείνω 'ς την ζωή και μέσα εις το καράβι | |
κειτόμουν ολοσκέπαστος· και η τρικυμιά τα πλοία | |
'ς το Αιόλιο γύρισε νησί, και οι σύντροφοι εστενάζαν. | 55 |
. | |
Βγήκαμε τότε και νερόν επήραμε από βρύσι, | |
και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. | |
και το φαγί και το πιοτόν άμ' ευφρανθήκαμ' όλοι, | |
κίνησα με τον κήρυκα και μ' έναν των συντρόφων | |
προς τα εύμορφα τα δώματα του Αιόλου, και τον ηύρα | 60 |
'πώτρωγε με την σύντροφο και μ' όλα τα παιδιά του. | |
και άμα εις το δώμα εφθάσαμε, 'ς της θύρας το κατώφλι | |
καθίζαμεν εθαύμαζαν εκείνοι κ' ερωτούσαν | |
«πώς ήλθες; ποια μοίρα κακή σ' ευρήκεν, Οδυσσέα; | |
πρόθυμα εμείς σ' εστείλαμε 'ς την ποθητήν πατρίδα | 65 |
να φθάσης, εις το δώμα σου, και όπου η ψυχή σου θέλει». | |
. | |
Αυτά 'παν· τότε απάντησα με την καρδιά θλιμμένη· | |
«μ' έβλαψαν σύντροφοι κακοί και ολέθριος ύπνος άμα· | |
αλλ' έχετε την δύναμι και σώσετέ με, ω φίλοι». | |
. | |
Με τέτοια λόγια θέλησα να τους καταπραΰνω. | 70 |
εκείνοι έμειναν άφωνοι, και απάντησε ο πατέρας· | |
«γκρεμίσου ευθύς απ' το νησί, όνειδος των ανθρώπων. | |
τι κρίμα τώχω να δεχθώ ή να ξεπροβοδήσω | |
άνδρα, 'που οι μάκαρες θεοί μισούν και κατατρέχουν· | |
γκρεμίσου, αφού 'δω σ' έστειλεν η οργή των αθανάτων». | 75 |
είπε και μ' έδιωξεν ευθύς, κ'εγώ βαρειά βογγούσα. | |
. | |
Εκείθ' επλέαμεν εμπρός, με την ψυχή θλιμμένη. | |
κ' οι άνδρες όλοι εδείλιαζαν βαρειά λαμνοκοπώντας, | |
χαμένα, ότι δεν φαίνονταν η επιστροφή μας πλέον. | |
και ημέραις έξι πλέοντας άκοπα, την εβδόμη | 80 |
'ς την υψηλήν εφθάσαμεν ακρόπολι του Λάμου | |
Λαιστρυγονιά Τηλέπυλην, όπου βοσκός, 'που μπαίνει, | |
βοσκόν, 'που βγαίνει, χαιρετά και τούτος του απαντάει. | |
άνθρωπος άυπνος ουτού μισθούς θα 'παιρνε δύο, | |
τον έναν βώδια βόσκοντας, αρνιά λευκά τον άλλον, | 85 |
τι έχουν τους δρόμους των εγγύς η νύκτ' αυτού και η 'μέρα. | |
'ς τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους | |
κλειέται υψηλούς ολόγυρα 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, | |
και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλλης | |
'ς την θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. | 90 |
εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια. | |
και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα, | |
σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα | |
ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη· | |
εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο | 95 |
αυτού 'ς την άκρα, κ' έδεσα 'ς τον βράχο το σχοινί του. | |
και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη, | |
και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων. | |
τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα. | |
τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν | 100 |
ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν, | |
δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. | |
τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια | |
τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνά 'ς την πόλιν καταιβάζαν, | |
και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρός 'ς την πόλι | 105 |
του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη. | |
κατέβ' η νέα 'ς την λαμπρή πηγή, την Αρτακία, | |
ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερό 'ς την πόλι. | |
την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν | |
ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. | 110 |
και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της. | |
εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν, | |
'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη. | |
έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη, | |
τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. | 115 |
άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων· | |
οι άλλοι δυο πετάχθηκαν και 'ς τα καράβια φθάσαν. | |
και αυτός 'ς την πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες, | |
ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν | |
άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. | 120 |
και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις | |
κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος, | |
οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια. | |
και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν. | |
και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, | 125 |
απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου | |
κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου· | |
και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουν 'ς τα κουπία | |
να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι | |
όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. | 130 |
κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους | |
τους κρεμαστούς το πλοίο μου· τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν. | |
. | |
Θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο | |
πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. | |
και 'ς την Αιαία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα | 135 |
η Κίρκ' η καλοπλέξουδη, δεινή θεά, φωνούσα, | |
του κακοβούλου αυτάδελφη του Αιήτη· και τους δύο | |
Ήλιος ο κοσμοφωτιστής εγέννησε και η Πέρση, | |
εκείνη, 'που του Ωκεανού πάλ' ήταν θυγατέρα. | |
και αυτού 'ς την άκρη αράξαμε σιγά σιγά το πλοίο | 140 |
μέσα εις λιμέν' ακίνδυνον θεός μας ωδηγούσε. | |
βγήκαμ' αυτού κ' εμείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, | |
και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. | |
αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτη ημέρα | |
έφερε, το κοντάρι μου και το μαχαίρι επήρα, | 145 |
και απ' το καράβι ογλήγορα 'ς αγνάντιο βγήκ' επάνω, | |
έργα θνητών ίσως ιδώ και την φωνήν ακούσω· | |
ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφή πετρώδη, | |
και απ' την ευρύχωρη την γη καπνός μου εφανερώθη, | |
της Κίρκης εις τα μέγαρα, 'ς τα πυκνωμένα δάση. | 150 |
και αμέσως εγώ μέτρησα 'ς τα βάθη της ψυχής μου, | |
τον μαύρον άμ' είδα καπνόν, να υπάγω εκεί να μάθω. | |
κ' εύρηκα συμφερώτερο να καταιβώ εγώ πρώτα | |
'ς το πλοίο μου, 'ς της θάλασσας την άκρα, και αφού δώσω | |
το γεύμα εις τους συντρόφους μου, να στείλω αυτούς να μάθουν. | 155 |
αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, | |
των θεών κάποιος τότ' εμέ τον έρμον ελυπήθη, | |
κ' ελάφ' υψηλοκέρατο μεγάλο αυτού 'ς τον δρόμο | |
μώστειλε, οπού 'ς τον ποταμόν απ' την βοσκή του λόγγου | |
να ποτισθή κατέβαινεν ο ήλιος το 'χε ανάψει. | 160 |
κει, 'πώβγαινε, το κτύπησα 'ς το ραχοκόκκαλό του, | |
και απ' τ' άλλο μέρος πέρασε το χάλκινο κοντάρι. | |
χάμου βογγώντας έπεσε, κ' επέταξε η πνοή του· | |
επάτησά το κ' έσυρα το χάλκινο κοντάρι | |
μέσ' από την λαβωματιά, και απόθωσά το χάμου. | 165 |
και αφού γύρωθε ανέσπασα και βούρλα και λυγέρια, | |
κ' έπλεξα όσο μιαν ορυιά σχοινί καλοστριμμένο | |
απ' τα δυο μέρη, κ' έδεσα του τέρατος τα πόδια, | |
το 'φερνα κατατράχηλα, κ' επήγαινα 'ς το πλοίο, | |
'ς τ' ακόντι στηριζόμενος· τέτοιο θεριό μεγάλο | 170 |
να φέρω δεν θα δύνομουν 'ς τον ώμο μ' ένα χέρι. | |
εμπρός 'ς το πλοίο το 'ριξα· κ' εσήκωσα τους φίλους, | |
καθέναν πλησιάζοντας με λόγια μελωμένα· | |
«ω φίλοι, αν και περίλυποι, δεν θέλει καταιβούμε | |
'ς τον Άδη, πριν έλθη για μας η ώρα του θανάτου. | 175 |
αλλ' όσο βρώσι και πιοτό δεν λείπουν 'ς το καράβι, | |
ας θυμηθούμε το φαγί, να μη μας φθείρ' η πείνα». | |
. | |
Οι λόγοι μου τους έπεισαν, κ' ευθύς ξεσκεπασθήκαν, | |
και αυτού 'ς την άκρη βγαίνοντας της άτρυγης θαλάσσης, | |
το ελάφι εκείνο θαύμαζαν, θεόρατο θερίο· | 180 |
και αφού το καλό θέαμα θωρώντας ευφρανθήκαν, | |
χερονιφθήκαν κ' έκαμαν λαμπρότατο τραπέζι. | |
. | |
Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερα ως το δείλι | |
μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. | |
και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, | 185 |
αναπαυθήκαμεν εμείς 'ς την άκρα της θαλάσσης. | |
εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | |
κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα· | |
«ω σύντροφοί μου αγαπητοί και λυπημένοι, ακούτε· | |
που είν' η αυγή δεν ξεύρουμε και που το σκότος είναι, | 190 |
το μέρος όπου ο φωτιστής ο ήλιος βασιλεύει, | |
κ' εκείν' όπου σηκόνεται· πλην ας σκεφθούμε τώρα | |
κάποι' αν υπάρχει μηχανή· κ' εγώ δεν την ευρίσκω. | |
ότι απ' αγνάντιο πετρωτόν εγώ την νήσον είδα, | |
'που ωσάν στεφάνι απέραντος την περιζώνει ο πόντος. | 195 |
κείτεται η νήσος χαμηλή, και μες την μέση εκείνης | |
είδα καπνόν ανάμεσα 'ς τα πυκνωμένα δάση». | |
. | |
Κ' εκείνοι εκαρδιοκόπηκαν, τα έργα ως ενθυμούνταν, | |
'που ο Λαιστρυγόνας έπραξεν ο άγριος Αντιφάτης, | |
κ' η αμάλακτη του Κύκλωπα καρδιά του ανθρωποφάγου. | 200 |
σφικτά να κλαίουν άρχισαν, δάκρυα πικρά να χύνουν, | |
αλλά δεν είχαν όφελος απ' το παράπονό τους. | |
κ' εγώ απ' αυτούς ισάριθμαις εμόρφωσα δυο τάξες | |
και δυο τους έβαλ' αρχηγούς· της μιας την αρχηγία | |
εγώ 'λαβα, ο θεόμορφος Ευρύλοχος της άλλης· | 205 |
εις χάλκινο περίκρανο τινάξαμε τους κλήρους, | |
και του Ευρυλόχου εβγήκ' ευθύς ο κλήρος του γενναίου. | |
κίνησε αυτός με εικοσιδυό συντρόφους, 'π' όλοι εκλαίαν, | |
κ' εμείς, 'που οπίσω εμέναμεν, εκλαίαμ' ως εκείνοι. | |
ηύραν εις τόπον ανοικτόν, 'ς της λαγκαδιάς την μέση, | 210 |
ωραία μαρμαρόκτιστα τα μέγαρα της Κίρκης. | |
και λύκους είδαν ορεινούς τριγύρω και λεοντάρια, | |
οπού με κακά βότανα τα 'χε μαγεύσει εκείνη. | |
ουδ' ώρμησαν επάνω τους, αλλ' όλοι εσηκωθήκαν, | |
και τους επεριχαίρονταν με ταις μακρυαίς ουραίς των. | 215 |
και ως από γεύμ' ότ' έρχεται, με την ουράν οι σκύλοι | |
τον κύριον περιχαίρονται, γλυκάδια καρτερώντας, | |
όμοια τους περιχαίρονταν οι λέοντες και οι λύκοι. | |
τρόμαξαν κείνοι βλέποντας τα φοβερά θερία, | |
και 'ς της καλόκομης θεάς τα πρόθυρα εσταθήκαν. | 220 |
και άκουαν την Κίρκη μέσαθεν, 'που γλυκοτραγουδούσε, | |
και άφθαρτον ύφαινε πανί, μέγα, λαμπρόν, ως είναι | |
όλα τα έργα των θεών, ψιλά, χαριτωμένα. | |
τότε ο Πολίτης ο αρχηγός, απ' όλους τους συντρόφους | |
ο φίλος μου ο πιστότερος, 'ς αυτούς άρχισε κ' είπε· | 225 |
«κάποια κει μέσα, φίλοι μου, πανί μεγάλο υφαίνει | |
και τραγουδά γλυκύτατα, 'που ηχολογάει το δώμα, | |
είτε θεά 'ναι, είτε θνητή· και ας κράξουμε ν' ακούση». | |
. | |
Είπε, κ' εκείνοι εφώναξαν σφικτά και την εκράξαν. | |
και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, | 230 |
και τους καλούσε· αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι· | |
έμειν' οπίσ' ο Ευρύλοχος, ότι εδοκήθη απάτην. | |
και μέσ' αυτή τους οδηγεί, εις θρόνους τους καθίζει, | |
και τους ζυμόνει μ' άλευρα τυρί και ξανθό μέλι | |
με κρασί Πράμνειο· κ' έσμιγεν εις το φαγί βοτάνια | 235 |
φθοροποιά, να λησμονούν καθόλου την πατρίδα. | |
και ως το 'δωσε και το 'πιαν, τους κτύπησεν εκείνη | |
με ραβδί 'που 'χε, κ' έκλεισεν αυτούς 'ς ταις χειρομάνδραις. | |
κ' εκείνοι χοίρων κεφαλαίς, φωνή, και τρίχαις είχαν, | |
και όλο το σώμ', αλλ' έμεινεν ο νους ως ήταν πρώτα. | 240 |
. | |
Εκεί 'ς ταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη | |
να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια, | |
εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων. | |
κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχος 'ς το μελανό καράβι, | |
να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. | 245 |
και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη | |
λόγο δεν εκατόρθονε· τα μάτια του εγεμίζαν | |
δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της. | |
αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία, | |
τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων· | 250 |
«'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα, | |
κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα, | |
εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση. | |
κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα, | |
είτε θεά 'ναι, είτε θνητή· κ' εκείνοι την φωνάξαν, | 255 |
και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, | |
και τους καλούσε· αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι. | |
απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος. | |
κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας | |
εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». | 260 |
. | |
Αυτά 'πε, και εις τους ώμους μου κρέμασα εγώ το ξίφος | |
χάλκινο, ασημοκάρφωτο, μέγα, και ομού το τόξο, | |
κ' εκείνον πάλι επρόσταξα τον δρόμο να μου δείξη. | |
τα γόνατά μου αγκάλιασεν αυτός παρακαλώντας, | |
και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα· | 265 |
«άφες μ' εδώ, διόθρεφτε· κει πέρα μη με σύρης, | |
τι δεν θα γύρης ούτε συ, το ηξεύρω, ούτε θα φέρης | |
κανέναν των συντρόφων σου· πλην γλήγορα με τούτους | |
ας φύγουμ', όσο είναι καιρός να φυλαχθούμε ακόμη». | |
. | |
Αυτά πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα· | 270 |
«κάθιζ', Ευρύλοχε, συ αυτού, να τρώγης και να πίνης, | |
'ς τον τόπο όπου ευρίσκεσαι, σιμά 'ς το μαύρο πλοίο· | |
εγώ θα υπάγω· φοβερή με υποχρεόνει ανάγκη». | |
. | |
Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι. | |
και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, | 275 |
σιμά 'ς της πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα, | |
τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα, | |
εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις, | |
κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι· | |
ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε· | 280 |
«πάλιν, ω δύστυχε, πού πας 'ς τα όρη μέσα μόνος, | |
του τόπου ανήξερος; κ' εδώ 'ς της Κίρκης τους κρυψιώναις | |
τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι· | |
και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα· αλλά πιστεύω | |
δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. | 285 |
αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω· | |
έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω, | |
της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη. | |
και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης· | |
μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη· | 290 |
αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση | |
το βότανό μου το καλό· και μάθε τ' άλλ' ακόμη· | |
άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση, | |
απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου, | |
'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση· | 295 |
θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της· | |
πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη, | |
τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση· | |
αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο, | |
ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, | 300 |
μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη». | |
. | |
Είπε, και ανέσπασε απ' την γη το βόταν' ο Αργοφόνος, | |
μου το 'δωσε και μώδειξε το κάθε ιδίωμά του· | |
η ρίζα του είναι ολόμαυρη, λευκόν ως γάλα τ' άνθος. | |
μώλυ το λέγουν οι θεοί· κακά το ξεριζόνει | 305 |
άνδρας θνητός· αλλ' ημπορούν οι αθάνατοι τα πάντα. | |
. | |
Και από το σύδενδρο νησί 'ς ταις κορυφαίς του Ολύμπου | |
ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα | |
κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα. | |
της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα· | 310 |
έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη· | |
ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, | |
και μ' εκαλούσε· ανήσυχος κατόπι της επήγα· | |
'ς αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη· | |
ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω· | 315 |
μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω, | |
κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε. | |
και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν, | |
μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε· | |
«'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». | 320 |
είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μου | |
'ς την Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση· | |
φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου, | |
και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα· | |
«ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; | 325 |
πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα! | |
και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει, | |
άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα· | |
πλην συ 'ς τα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία. | |
συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, | 330 |
'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος | |
ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη. | |
αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη | |
έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας | |
η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». | 335 |
. | |
Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα· | |
«ω Κίρκη, πώς εσύ ζητείς εγώ να σου 'μαι πράος, | |
'που τους συντρόφους μώκαμες 'ς τα μέγαρά σου χοίρους, | |
κ' εμέ κρατώντας τώρα εδώ με προσκαλείς με δόλο | |
'ς τον θάλαμό σου, ν' αναιβώ την ιδική σου κλίνη, | 340 |
όπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθώ, μου πάρης. | |
ουδέ ποτέ θ' αναιβώ εγώ την ιδική σου κλίνη, | |
αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο, | |
ότι άλλο ενάντια μου κακό δεν θα σκεφθής κανένα». | |
. | |
Είπα, κ' εκείνη ωρκίσθηκεν όπως εγώ ζητούσα. | 345 |
και αφού τον όρκον ώμοσε και αυτόν επρόφερ' όλον, | |
'ς της Κίρκης τότε ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη. | |
. | |
Ωστόσον η θεράπαιναις 'ς το σπίτι όλα ετοιμάζαν, | |
τέσσεραις, 'πώχει ακούρασταις 'ς τα μέγαρα υπηρέτραις· | |
των πηγών είναι, των δασών, εκείναις θυγατέραις, | 350 |
και των αγίων ποταμών, 'που εις τα πελάγη ρέουν. | |
τούτη με πεύκια πορφυρά, πανεύμορφα, τους θρόνους | |
έστρων', επάνω εις τα λινά λευκότατα σινδόνια· | |
η άλλη 'ς τους θρόνους έμπροσθεν ολάργυρα τραπέζια | |
έσυρνε, κ' έβαζε εις αυτά χρυσόπλεκτα κανίστρια· | 355 |
συγκέρνα η τρίτη το κρασί 'ς ολάργυρον κρατήρα, | |
γλυκ' ως το μέλι, και χρυσά εμοίραζε ποτήρια· | |
και φέρν' η τέταρτη νερό και ανάφτει πολλήν φλόγα | |
κάτω από μέγαν τρίποδα με λέβητα οπού λάμπει· | |
κ' εκείνη ως το είδε 'πώβραζε, μ' εμβάζ' εις τον λουτήρα, | 360 |
νερό παίρνει απ' τον τρίποδα τον μέγαν και μου χύνει, | |
ως το γλυκοσυγκέρασε, 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, | |
ως 'πώδιωξ' απ'τα μέλη μου τον καρδιοφθόρον κόπο. | |
και άμ' έλουσέ με κ' έχρισε με το παχύ το λάδι, | |
και ωραίαν χλαίνην μ' ένδυσεν η κόρη και χιτώνα, | 365 |
'ς το δώμα ευθύς μ' ωδήγησε, κ' εκάθισέ με εις θρόνον, | |
αργυροκάρφωτον, λαμπρόν, κ' είχε υποπόδι κάτω. | |
και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην | |
χύνει εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, | |
για να νιφθώ· κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός μου. | 370 |
και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, | |
και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει μου περίσσα. | |
και ανώφελα μ' ανάγκαζε να φάγω· εγώ καθόμουν | |
μ' άλλα 'ς τον νου, και όλο κακά προέβλεπε η ψυχή μου. | |
. | |
Και ως μ' είδεν ότι εκάθομουν η Κίρκη, και τα χέρια | 375 |
εις το φαγί δεν άπλονα, και μαύρην λύπην είχα, | |
μ' εσίμωσε και ωμίλησε με λόγια πτερωμένα· | |
«πώς κάθεσαι ωσάν άφωνος και τρώγεις την καρδιά σου, | |
και ουδέ φαγί, και ουδέ πιοτόν, εγγίζεις, Οδυσσέα; | |
δόλους πάλ' υποπτεύεσαι, και όμως, αφού τον όρκο | 380 |
τον τρομερόν σού επρόφερα, δεν έχεις να φοβήσαι». | |
Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα· | |
«ω Κίρκη, και ποιος είν' αυτός, 'π' ανθρωπινά 'χει σπλάχνα, | |
και θα τον άφινε η καρδιά φαγί να δοκιμάση, | |
πριν λύση τους συντρόφους του και τους θωρήση εμπρός του; | 385 |
αλλ' αν ολόψυχα ποθείς να φάγω και να πίω, | |
λύσε, να ιδούν τα μάτια μου τους ποθητούς συντρόφους». | |
. | |
Είπα, και από το μέγαρον η Κίρκη εξήλθε κ' είχε | |
ραβδί 'ςτο χέρι, και άνοιξεν ευθύς την χοιρομάνδρα, | |
κ' έβγαλε αυτούς όπ' ώμοιζαν εννηάχρονα θρεφτάρια. | 390 |
εμπρός της 'κείνοι εσταθήκαν και αραδικώς η Κίρκη | |
μ' άλειμμ' απ' άλλο βότανο τους έχριζε περνώντας. | |
κ' ερρέαν απ' τα μέλη τους η τρίχαις, οπού πρώτα | |
είχε γεννήσει της θεάς το φθαρτικό βοτάνι· | |
κ' έγειναν πάλιν άνθρωποι, 'ς την νηότη και 'ς την χάρι, | 395 |
'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα, καλήτεροι απ' ό,τ' ήσαν. | |
μ' εγνώρισαν, μ' αγκάλιασαν και αγάλι αγάλ' εις όλους | |
τα δάκρυα γλυκανάβρυζαν, και από τα κλάυματά τους | |
το δώμα εβρόντα· και η θεά μ' εμάς εσυμπονούσε. | |
ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε· | 400 |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | |
τώρ' άμε προς τ' ογλήγορο καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, | |
και πρώτα σύρετε εις την γη το πλοίο και φυλάξτε | |
εις ταις σπηλιαίς τα κτήματα και τ' άρμενά σας όλα· | |
κ' έπειτα στρέψε φέροντας μαζή σου τους συντρόφους». | 405 |
. | |
Αυτά 'πε, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή μου, | |
κ' εκίνησα προς το γοργό καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, | |
και αυτού 'ς το πλοίον εύρηκα τους ποθητούς συντρόφους, | |
'που ήσαν απαρηγόρητοι και άπαυτα δάκρυα χύναν. | |
και ωσάν οι μόσχ' οι μανδριστοί, την ώρα οπού γυρίζουν | 410 |
απ' το γρασίδ' εις την αυλή χορτάταις η αγελάδαις, | |
όλοι μαζή ταις προϋπαντούν πηδώντας, ώστε η μάνδραις | |
δεν τους κρατούν, και ολόγυρα εις ταις μητέραις τρέχουν | |
μουγκρίζοντας· όμοια και αυτοί, ως μ' είδαν έμπροσθέν τους, | |
εχύθηκαν δακρύζοντας· κ' εφάν' εις την καρδιά τους | 415 |
εις την πατρίδα ως να 'φθασαν, 'ς την πετρωτήν Ιθάκη, | |
'ς την γην όπου εγεννήθηκαν, 'ς την γην 'που ανατραφήκαν, | |
και κλαίοντας μου ωμίλησαν· «για την επιστροφή σου, | |
διόθρεφτ', εχαρήκαμεν, όσ' ήθελε χαρούμε | |
εις την Ιθάκη αν φθάναμε, 'ς την ποθητήν πατρίδα. | 420 |
πλην τώρα ειπέ μας την φθορά των άλλων των συντρόφων». | |
. | |
Κ' εγώ με λόγια μαλακά 'ς εκείνους απαντούσα· | |
«το πλοίο πρώτ' ας σύρουμε 'ς την γη, και τ' άρμεν' όλα | |
'ς τα σπήλαια μέσ' ας θέσουμε, και ομού τα υπάρχοντά μας, | |
κ' εσείς μαζή μου να 'λθετε μ' ασπούδα ετοιμασθήτε, | 425 |
'ς της Κίρκης τ' άγια δώματα να ιδήτε τους συντρόφους, | |
οπ' άκοπα φαγοποτούν, ότι έχουν αφθονία». | |
. | |
Είπα, κ' εκείν' υπάκουσαν 'ς τους λόγους μου, αλλά μόνος | |
ο Ευρύλοχος μου αντίσκοφτε την γνώμη των συντρόφων, | |
κ' εκείνους επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | 430 |
«άθλιοι, πού πάτε; τρέχετε με πόθο 'ς την φθορά σας, | |
της Κίρκης εις το μέγαρο; κ' εκείνη 'ς εμάς όλους | |
χοίρων θα δώση ευθύς μορφήν ή λύκων ή λεόντων, | |
να της φυλάμε στανικώς το υπέρλαμπρο παλάτι, | |
ως έπραξεν ο Κύκλωπας, 'ς την μάνδρα τον ότ' εμπήκαν | 435 |
οι σύντροφοί μας και μ' αυτούς ο αυθάδης Οδυσσέας· | |
ότι από την μωρία του κ' εκείνοι αφανισθήκαν». | |
. | |
Αυτά 'πε, κ' εγώ σκέφθηκα μες της ψυχής τα βάθη, | |
το μακρύ ξίφος σύροντας απ' το παχύ μερί μου, | |
να κόψω αυτού την κεφαλή 'ς το χώμα να κυλήση, | 440 |
αν και στενόν μου συγγενή τον είχα, αλλά μ' εκράτουν | |
εδώθ' εκείθε οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα· | |
«τούτον ας τον αφήσουμε, διογέννητε, αν προστάζεις, | |
να μένη 'ς την ακρογιαλιά και να φυλά το πλοίο· | |
κ' εμάς εις τ' άγια δώματα οδήγα συ της Κίρκης». | 445 |
. | |
Και απ' το καράβι ανέβηκαν και από το περιγιάλι, | |
ουδ' έμεινεν ο Ευρύλοχος εις το καράβι, αλλ' ήλθε | |
κατόπιν, ότι ετρόμαξε 'ς την φοβερήν οργή μου. | |
και τους άλλους συντρόφους μου 'ς το δώμα της η Κίρκη | |
έλουσε ωστόσον εύμορφα κ' έχρισε με το λάδι, | |
και τους εφόρεσε κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις· | 450 |
και όλους καλά τους ηύραμε 'ς τα μέγαρα 'που ετρώγαν | |
και άμα ο καθείς αντίκρυσε κ' εγνώρισε τον άλλον, | |
έκλαιαν, αναστέναζαν, 'που όλο το δώμα εβρόντα. | |
ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε· | 455 |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | |
τους θρήνους πλέον παύσετε· κ' εγώ καλά γνωρίζω | |
και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος πόσα 'χετε υποφέρει, | |
και εις την γην πάλι πόσοι εχθροί σας έχουν αδικήσει, | |
ήσυχα τώρα το φαγί και το κρασί χαρήτε, | 460 |
όσο ψυχή να λάβετε και πάλιν εις τα στήθη, | |
ως ότε πρωταφήσατε την ποθητήν πατρίδα, | |
την πετρωτήν Ιθάκη σας· τώρ' άψυχοι, θλιμμένοι, | |
της πλάνης σας ταις συμφοραίς θυμείσθε, και η ψυχή σας, | |
απ' τα πολλά παθήματα, δεν δέχετ' ευφροσύνη». | 465 |
. | |
Είπε κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή μας. | |
και τότε αυτού καθόμασθεν, ολόκληρον τον χρόνο, | |
μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. | |
αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ότ' έκλεισεν ο χρόνος, | |
οι μήνες ως εδιάβαιναν, και η 'μέραις μεγαλώσαν, | 470 |
παράμερα μ' εκάλεσαν οι σύντροφοι και μου 'παν· | |
«καϋμένε, την πατρίδα σου να θυμηθής είν' ώρα, | |
αν να σωθής η μοίρα σου το θέλει και να φθάσης | |
'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου». | |
. | |
Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. | 475 |
και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι | |
μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. | |
και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα, | |
εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι· | |
'ς της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, | 480 |
και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης. | |
μ' άκουεν εκείνη· κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα· | |
«ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου· | |
εις την πατρίδα στείλε με· το θέλ' ήδ' η ψυχή μου, | |
τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, | 485 |
τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις». | |
. | |
Και η θαυμαστή θεά 'ς εμέ· «πολύτεχνε Οδυσσέα, | |
να μένετε εις το σπίτι μου πλεια δεν σας αναγκάζω· | |
αλλ' όμως άλλο πρότερα θα κάμετε ταξείδι, | |
'ς του Άδη και της άσπονδης αντάμα Περσεφόνης | 490 |
την κατοικιά να φθάσετε, να μάθετε την μοίρα | |
απ' την ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία, | |
μάντη τυφλού, 'που ολόκληραις έχει και αυτού ταις φρέναις· | |
εκείνου μόνου απ' τους νεκρούς έδωσε η Περσεφόνη | |
γνώσιν και νουν· ωσάν σκιαίς οι άλλοι τριγυρίζουν». | 495 |
. | |
Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς τα στήθη μου ερραΐσθη, | |
και έκλαια καθήμενος 'ς την κλίνη και η ψυχή μου | |
να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. | |
αλλ' άμ' αυτού κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα, | |
το στόμα πάλιν άνοιξα κ' εκείνης απαντούσα· | 500 |
ω Κίρκη, ποιος θα 'ναι οδηγός εις τούτο το ταξείδι; | |
'ς τον Άδη ακόμη πλέοντας κανείς δεν έχει φθάσει». | |
. | |
Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως· | |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | |
εις το καράβι σου οδηγόν καθόλου μη ζητήσης· | 505 |
άμα τεντώσης τα λευκά πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι, | |
κάθου· φυσώντας ο Βορηάς θα σου οδηγά το πλοίο. | |
αλλ' άμα τον Ωκεανό διαβής με το καράβι, | |
άγριαν θα ιδής ακρογιαλιά, και της Περσεφονείας | |
τα δάση, λεύκαις υψηλαίς, χασόκαρπες ιτέαις. | 510 |
εις τον βαθύ Ωκεανό την πλώρη αυτού να στήσης, | |
και συ 'ς του Άδη κίνησε τ' αραχνιασμένο δώμα, | |
όπου ο Πυριφλεγέθοντας 'ς του Αχέροντα το κύμα, | |
και ο Κώκυτος, 'που της Στυγός απόκομμ' είναι, ρέουν· | |
πέτρ' είναι, όπου βαρύκτυπα τα δυο ποτάμια σμίγουν. | 515 |
και ως φθάσης, ήρωα, κει σιμά 'ς το μέρος, 'που σου λέγω, | |
λάκκο μιαν πήχη σκάψ' ευθύς του μάκρου και του πλάτου, | |
και χύσε γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων· | |
και αφού βάλης μελίκρατο, γλυκό κρασί κατόπι, | |
τρίτα νερό, και μ' άλευρα λευκά τα πασπαλίσης, | 520 |
'ς ταις άδειαις κάραις των νεκρών εύχου θερμά, και τάξου | |
δαμάλα στείρα διαλεκτή να σφάξης άμα φθάσης | |
εις την Ιθάκη, και πυράν πολύδωρη να κάψης, | |
και να προσφέρης χωριστόν αρνί του Τειρεσία, | |
ΟΜΗΡΟΥ | |
κατάμαυρο, 'που δεύτερο δεν θα 'χη το κοπάδι. | 525 |
και άμα ικετεύσης τάνδοξα των πεθαμένων πλήθη, | |
κριάρι σφάξε, ολόμαυρη κοντά του προβατίνα, | |
και στρέψε τα 'ς το έρεβος· συ γύρε αλλού την όψι | |
προς ταις ροαίς του ποταμού· και τότε αυτού θε να 'λθουν | |
να σ' εύρουν αναρίθμηταις ψυχαίς απεθαμένων. | 530 |
και κάμε τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν | |
τ' αρνιά ριμμένα, ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, | |
κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών ειπήτε, εις τον ανδρείον | |
τον Άδη και εις την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη. | |
και συ το ξίφος γύμνωσε, κάθου και μην αφίνης | 535 |
ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν | |
'ς το αίμα, πριν συμβουλευθής εσύ τον Τειρεσία. | |
ο μάντης θα 'λθη ευθύς εκεί να σ' εύρη, ω πολεμάρχε· | |
αυτός τον δρόμο θα σου ειπή, του ταξειδιού τα μέτρα, | |
και πώς, το πέλαο σχίζοντας, θα φθάσης 'ς την πατρίδα». | 540 |
. | |
Αυτά 'πε, και χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη· | |
κ' εμένα εκείνη εφόρεσε χιτώνα και χλαμύδα· | |
μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη | |
χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθη ακόμη ωραίο | |
χρυσό ζωνάρι, κ' έβαλε 'ς την κεφαλήν καλύπτρα. | 545 |
τα δώματα εγώ διάβηκα και τους συντρόφους ηύρα, | |
και τους κεντούσ' από σιμά με λόγια μελωμένα· | |
«πάψτε το γλυκανάσασμα του ύπνου, αγαπητοί μου· | |
ας πάμε· η Κίρκ' η σεβαστή μ' εδίδαξε τον δρόμο». | |
είπα, κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή τους. | 550 |
. | |
Αλλ' ουδ' εκείθεν άβλαπτους επήρα τους συντρόφους· | |
ήταν κάποιος Ελπήνορας, νεώτατος· ανδρείαν | |
πολλήν δεν είχε, αλλ' ούτε νουν ανάμερ' απ' τους άλλους | |
'ς τ' άγια της Κίρκης δώματα μού πήγε να πλαγιάση, | |
ποθώντας το κατάψυχο, της μέθης εις την ζάλη. | 555 |
και άμα το κίνημ' άκουσε, τον κρότο των συντρόφων, | |
ξάφνου εσηκώθη και ποσώς δεν ενθυμήθη πάλι | |
απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβή, 'π' ανέβη· | |
αλλ' απ' την σκέπην έπεσε κατάντικρα, κ' εκόπη | |
ο τράχηλός του, και η ψυχή ροβόλησε 'ς τον Άδη. | 560 |
. | |
Και ως ήλθαν όλοι, ωμίλησα 'ς την μέση εκείνων κ' είπα· | |
«θαρρείτε ότι 'ς τα σπίτια μας, 'ς την ποθητήν πατρίδα, | |
θα πάμε· αλλ' άλλο διώρισε 'ς εμάς ταξείδ' η Κίρκη, | |
'ς τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, | |
να ερωτηθούμε την ψυχή του μάντη Τειρεσία». | 565 |
. | |
Αυτά 'πα, και η καρδία τους 'ς τα λόγια μου ερραΐσθη, | |
και αυτού καθίσαν, έκλαιαν· ανέσπααν τα μαλλιά τους, | |
αλλ' όφελος δεν έφερναν τα κλάμματα και οι θρήνοι. | |
. | |
Και ως φθάσαμε κατάγιαλα προς το γοργό καράβι, | |
δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, | 570 |
'ς το πλοίον ήλθε κ' έδεσεν η Κίρκη ένα κριάρι | |
και προβατίνα ολόμαυρη, κ' εύκολ' απ' έμπροσθέν μας | |
εδιάβηκεν αγνώριστη· ποιος δύναται να βλέπη | |
θεάν, αν εις τον δρόμο του να φαίνεται δεν θέλει; | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Λ | |
. | |
. | |
. | |
Και εις το καράβι ως φθάσαμε κάτω 'ς το περιγιάλι, | |
πρώτα εις την θεία θάλασσα σύραμε το καράβι, | |
έπειτα μέσα εστήσαμε κατάρτι και πανία, | |
κ' εφέραμε τα πρόβατα· κατόπι εμπήκαμ' όλοι, | |
δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι· | 5 |
και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον, | |
'που φούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη, | |
δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα. | |
και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε, και ωδήγα | |
το πλοίο μας ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης, | 10 |
και μ' ολοτέντωτα πανιά αρμένιζ' ολημέρα. | |
και ο ήλιος ως βασίλευε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, | |
'ς τον βαθύν ήλθ' Ωκεανόν, όπ' άκρ' είναι του κόσμου. | |
η πόλις είναι και ο λαός εκεί των Κιμμερίων· | |
νέφος πυκνό και σκοτεινόν ολούθε τους σκεπάζει, | 15 |
ουδέ ποτέ κυττάζει αυτούς ο ακτινοβόλος Ήλιος, | |
'ς τον αστροφόρον ουρανόν ούτ' όταν αναιβαίνη, | |
ούτ' όταν κλίνη προς την γην από τα ουράνια μέρη· | |
αλλά τους άμοιρους θνητούς μαύρη πλακόνει νύκτα. | |
'ς το μέρος τούτο αράξαμε και παίρνοντας τ' αρνία | 20 |
βγήκαμε, και του Ωκεανού το ρεύμ' ακολουθώντας | |
ωδεύαμε ως 'που εφθάσαμε 'ς την θέσι 'που 'πε η Κίρκη. | |
. | |
Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν· | |
και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος, | |
λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, | 25 |
κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων. | |
και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα | |
νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω, | |
ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας, | |
να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, | 30 |
ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω | |
πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία | |
να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο. | |
και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους | |
ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξα 'ς τον λάκκο, | 35 |
κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο· και ιδές, εσυναζόνταν | |
των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη, | |
νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους, | |
και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία, | |
και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις | 40 |
'ς την μάχη, κ' είχαν τ' άρματα 'ς το αίμ' όλο βαμμένα. | |
εδώθ' εκείθεν άπειροι 'ς τον λάκκο γύρω ερχόνταν | |
μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, | |
τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν | |
τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, | 45 |
κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον | |
τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, | |
και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα | |
ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν | |
'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. | 50 |
. | |
Και του συντρόφου μου η ψυχή, του Ελπήνορα, ήλθε πρώτη· | |
ότι δεν είχε αυτός ταφή 'ς της γης τα σπλάχν' ακόμη. | |
το σώμ' αφήσαμεν εμείς 'ς τα μέγαρα της Κίρκης, | |
άκλαυτον, άθαπτο, επειδή μας έβιαζ' άλλη ανάγκη. | |
άμα τον είδα εδάκρυσα κ' επόνεσε η ψυχή μου, | 55 |
κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα· | |
«Ελπήνορα, πώς έφθασες εις τ' άττεγγο σκοτάδι; | |
πεζός συ πρόλαβες εμέ, 'που με καράβι ερχόμουν». | |
. | |
Αυτά 'πα' εστέναξε βαθειά και μ' απαντούσ' εκείνος· | |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | 60 |
οργή θεού και τ' άμετρο κρασί μ' εξολοθρεύσαν. | |
λησμόνησ', αφού πλάγιασα 'ς το μέγαρο της Κίρκης, | |
απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβώ, 'π' ανέβην· | |
αλλ' απ' την σκέπην έπεσα κατάντικρα, κ' εκόπη | |
ο τράχηλός μου, και η ψυχή ροβόλησε εις τον Άδη. | 65 |
και αχ! να σου ζήσουν οι ακριβοί, 'που ο κόσμος έχει ακόμη, | |
η σύντροφός σου και ο γονειός, που σ' έχει θρέψει βρέφος, | |
και ο μόνος σου Τηλέμαχος, πώχεις 'ς το σπίτι αφήσει,— | |
τι ξεύρ' ότι γυρίζοντας εδώθε, από τον Άδη, | |
θ' αράξης το καράβι σου 'ς την νήσο την Αιαία,— | 70 |
όταν κει φθάσης, έχε με 'ς τον νου σου, ω βασιλέα· | |
να μη μ' αφήσης άθαπτον και αδάκρυτον οπίσω | |
φεύγοντας, μη σου γείνω εγώ θείας οργής αιτία. | |
αλλ' έπαρε και κάψε με μαζή με τ' άρματά μου, | |
κ' εμένα μνήμα σήκωσε σιμά 'ς τ' αφράτο κύμα, | 75 |
να 'ναι γνωστός και εις τους εξής του αμοίρου εμένα ο τάφος. | |
κάμε μου τούτα, και κουπί 'ς το μνήμα επάνω στήσε | |
κείνο, 'που ζώντας έλαμνα μαζή με τους συντρόφους». | |
. | |
Αυτά 'πε, και του απάντησα· «τούτα όλα θα σου κάμω, | |
όσα μου λέγεις, άμοιρε, 'ς όλα θα δώσω τέλος». | 80 |
. | |
Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις· | |
εδώθ' εγώ το ξίφος μου 'ς το αίμα επάνω εκράτουν, | |
κείθε πολλά του φίλου μου το φάντασμα ωμιλούσε. | |
. | |
Της πεθαμένης μου μητρός τότε η ψυχή μου εφάνη, | |
η Αντίκλεια, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αυτολύκου· | 85 |
την είχ' αφήσει 'ς την ζωή, κινώντας για την Τροία. | |
άμα την είδα εδάκρυσα, κ' ερράισ' η καρδιά μου, | |
αλλ' όμως δεν την άφινα πρώτη να πλησιάση | |
'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον Μάντη Τειρεσία. | |
. | |
Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία· | 90 |
σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο· μ' εγνώρισε και μου 'πε· | |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | |
ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου | |
ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο; | |
σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω | 95 |
από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια». | |
. | |
Αυτά' πε, κ' εγώ σύρθηκα κ' έχωσα εις το θηκάρι | |
τ' αργυροκάρφωτο σπαθί, και άμ' έπιε το μαύρ' αίμα | |
ο άψεγος μάντης είπε μου· «γυρεύεις την γλυκεία | |
εις την πατρίδα επιστροφή, λαμπρότατε Οδυσσέα. | 100 |
θα σ' εμποδίση ένας θεός· κακά θε να ξεφύγης | |
του κοσμοσείστη, 'π' άσπονδο μίσος για σένα τρέφει, | |
αφού το φως αφαίρεσες του αγαπητού παιδιού του. | |
πολλά θα πάθετε κακά, και όμως θα φθάστε ακόμα, | |
αρκεί να θέλης χαλινό να βάλης της καρδιάς σου, | 105 |
και των συντρόφων, το καλό καράβι σου άμ' αράξης. | |
το μαύρο κύμ' αφίνοντας, 'ς την νήσο Θρινακία, | |
κ' ευρήτ' εκεί τα πρόβατα να βόσκουν και η δαμάλαις | |
του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει. | |
και αν δεν τα εγγίξης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, | 110 |
τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη· | |
αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι | |
και εις τους συντρόφους· και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης | |
αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος. | |
με ξένο πλοίο, και θαυρής 'ς το σπίτι δυστυχίαις. | 115 |
άνδραις απόκοτοι το βιο σου τρώγουν, και με δώρα | |
την θεϊκή σου σύντροφο ζητεί καθείς να πάρη· | |
αλλ' άμα φθάσης, φοβερά θα εκδικηθής εκείνους. | |
και αφού μέσα 'ς το σπίτι σου χαλάσης τους μνηστήραις, | |
είτε με δόλο ή φανερά, μ' ακονισμένη λόγχη, | 120 |
έπαρε δρόμο, φέροντας ίσιο κοπί μαζή σου, | |
όσο να φθάσης 'ς τους θνητούς, 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, | |
και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο· | |
ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν, | |
ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων. | 125 |
και άκου σημάδι φανερό, 'που δεν θα σου ξεφύγη· | |
'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή με σέν' άλλος οδίτης, | |
και ειπή 'ς τον λαμπρόν ώμο σου πώς έχεις λιχνιστήρι, | |
ευθύς το ίσιο κουπί στήσε εις την γη και κάμε | |
του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις· | 130 |
κριάρι, ταύρον σφάξε του και χοίρον αναβάτη· | |
και γύρε εις την πατρίδα σου, κ' ιεραίς κάμ' εκατόμβαις | |
των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, | |
με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα σ' εύρη | |
έξω απ' την θάλασσα ελαφρός, και θα σε σβύση αγάλι | 135 |
μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ' ολόγυρά σου | |
θα 'ναι μακάριος ο λαός· σου είπα την αλήθεια». | |
. | |
Είπε, κ' εγώ του απάντησα· «τούτα όλα, ω Τειρεσία, | |
τ' αποφάσισαν οι θεοί· πλην τώρα δίδαξέ με | |
να μάθω αυτό 'που σ' ερωτώ· 'κεί πέρα της μητρός μου | 140 |
την ψυχή βλέπω, και βουβή μένει σιμά 'ς το αίμα, | |
και τον υιόν της δεν τολμά 'ς τα μάτια να κυττάξη, | |
ούτε καν λόγο να του ειπή· συ, κύριε, δίδαξέ με | |
αυτή πώς θ' αναγνώριζεν εμένα ότ' είμ' εκείνος». | |
. | |
Είπα, κ' ευθύς μου απάντησεν ο μάντης Τειρεσίας· | 145 |
«εύκολος θα 'ναι ο λόγος μου και βάλε τον 'ς τον νου σου· | |
όποιον αφήσης των νεκρών 'ς το αίμα να σιμώση, | |
κείνος αλήθειαις θα σου ειπή· και εις όποιον το εμποδίσης, | |
εκείνον πάραυτα θα ιδής να φύγη απ' έμπροσθέν σου». | |
. | |
Έπαυσε, κ' εκατέβηκε του θείου Τειρεσία | 150 |
'ς τον Άδη πάλιν η ψυχή, αφού την μοίραν είπε. | |
εγώ 'ς τον τόπον έμενα, κ' εσίμωσε η μητέρα· | |
το μαύρον αίμα ερούφησε κ' ευθύς εγνώρισέ με, | |
και κλαίοντας μου ωμίλησεν «εις τ' άφεγγο σκοτάδι | |
πώς εκατέβης, τέκνο μου, συ ζωντανός ακόμα; | 155 |
και δύσκολο 'ναι ζωντανοί να ιδούν τούτα 'δω κάτω, | |
τ' είναι 'ς την μέση απέραντα και φοβερά ποτάμια, | |
και πρώτος ο Ωκεανός, 'που δεν μπορεί κανένας, | |
χωρίς καράβι στερεό, πεζός να τον περάση. | |
τάχ' απ' την Τροίαν έφθασες εδώ με τους συντρόφους, | 160 |
αφού πολλά πλανήθηκες; και ακόμη 'ς την Ιθάκη | |
δεν ήλθες, και την σύντροφο 'ς τα γονικά δεν είδες»; | |
. | |
Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα· | |
«μητέρα, ανάγκη μ' έφερε 'ς τον Άδη να ερωτήσω | |
την μοίραν απ' τον παλαιόν Θηβαίον Τειρεσία· | 165 |
τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμη, | |
και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα, | |
απ' την στιγμήν 'που ως οπαδός του δοξασμένου Ατρείδη | |
να πολεμήσω επέρασα 'ς την εύιππην Τρωάδα. | |
τώρα εις εμέ φανέρωσε, μ' αλήθεια λέγε, ποία | 170 |
μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου σ' έχει σβύσει· | |
ήταν αρρώστια μακρυνή; μη σ' εύρεν η τοξεύτρα | |
Άρτεμις και σ' ενέκρωσε με τα λεπτά της βέλη; | |
τι γίνεται ο πατέρας μου, και ο υιός οπ' έχω αφήσει; | |
την εξουσία μου κρατούν, ή κάποιος των ηρώων | 175 |
άλλος την έχει, και θαρρούν πως δεν θα γύρω πλέον; | |
ειπέ μου και το φρόνημα, την γνώμη, της συντρόφου· | |
με το παιδί μας μένει αυτή και κυβερνά το σπίτι, | |
ή πρόκριτος των Αχαιών ήδη την πήρε νύμφη;» | |
. | |
Αυτά 'πα και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα· | 180 |
«και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρα σου ακόμη | |
εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, | |
τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη. | |
ούτε την εξουσία σου κανείς σου πήρε ως τώρα, | |
αλλ' ήσυχα ο Τηλέμαχος έχει τα κλείσματά σου, | 185 |
και εις τα συμπόσια τον τιμούν ως εις κριτήν αρμόζει, | |
ότι καθένας τον καλεί· και ο γέρος σου ο πατέρας | |
εις τον αγρό του κατοικεί, και ούτ' έρχεται 'ς την πόλι, | |
ούτ' έχει κλίναις με λαμπρά παπλώματα στρωμέναις· | |
πλην τον χειμώνα σπίτι του κοιμάτ' όπου και οι δούλοι, | 190 |
'ς την στάκτη, 'ς την γωνιά σιμά, κ' είναι κακενδυμένος· | |
και άμ' έλθη ο θέρος και ο καλός καιρός του φθινοπώρου, | |
'ς το κάρπιμο κηπάρι του παντού τ' αμπελωμένο | |
χαμηλαίς κλίναις έχει αυτός τα πεσημένα φύλλα· | |
κείτεται αυτού και αδημονεί ποθώντας να γυρίσης, | 195 |
κ' ενώ πληθαίνει ο πόνος του τα γέρα τον πλακόνουν. | |
ότι απαράλλακτος καϋμός κ' εμ' έφερε 'ς τον τάφο· | |
ούτε η καλότοξη θεά μ' ηύρε 'ς τα δώματά μου | |
και μ' έσβυσεν, η Άρτεμις, με τα λεπτά της βέλη· | |
αλλ' ούτε αρρώστια μ' εύρηκεν απ' όσαις καταλύουν | 200 |
με μαρασμόν ελεεινό την ζήσι των ανθρώπων· | |
αλλ' ο καϋμός σου, η φρόνησι, του ήθους σου η γλυκάδα, | |
αυτά μου εκόψαν την ζωή, λαμπρότατε Οδυσσέα». | |
. | |
Αυτά 'πε· συλλογίσθηκα, και της νεκρής μητρός μου | |
να πιάσω τότε την ψυχήν ηθέλησα ο θλιμμένος· | 205 |
και τρεις εχύθηκα φοραίς, να πιάσω αυτήν ποθώντας, | |
και τρεις ωμοίωμα σκιάς ή ονείρου από τα χέρια | |
μώφυγε· και βαρύτερος μ' εστενοχώρα ο πόνος, | |
και προς αυτήν εφώναζα· «τι φεύγεις, ω μητέρα, | |
εις την στιγμή, 'που προσπαθώ με πόθο να σε πιάσω, | 210 |
όπως και οι δυο 'ς την κατοικιά του Άδη αγκαλιασμένοι | |
του κρύου κλάυματος ομού την ηδονή χαρούμε. | |
μην είναι τούτο φάντασμα, 'που η θεία Περσεφόνη | |
μώστειλ', όπως η λύπη μου και οι στεναγμοί πληθύνουν;» | |
. | |
Αυτά 'πα, και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα· | 215 |
«α! τέκνο μου, βαρυόμοιρε, ως άλλος δεν ευρέθη! | |
δεν απατά σε του Διός η κόρ', η Περσεφόνη, | |
αλλ' είναι αυτός εις τους θνητούς ο νόμος του θανάτου. | |
ταις σάρκαις και τα κόκκαλα πλειά δεν κρατούν τα νεύρα, | |
αλλ' εκείν' όλα η δύναμις της φλόγας αφανίζει, | 220 |
μόλις τα λευκά κόκκαλα το πνεύμ' αφήση μόνα· | |
και ως όνειρο η ψυχή πετά γυρνώντας 'ς τον αέρα. | |
αλλά να ιδής πάλι το φως ξεκίνησε, και μάθε | |
τούτ' όλα, της συντρόφου σου για να τα ειπής κατόπι». | |
. | |
Αυτά συνωμιλούσαμε· και ιδού, γυναικών πλήθος | 225 |
έρχονταν, —ως ταις έστελνεν η θεία Περσεφόνη,— | |
όσαις και αν ήσαν σύντροφοι και κόραις των ηρώων. | |
κ' ενώ 'ς το αίμα ολόγυρα το μαύρο εσυναζόνταν, | |
πώς να ερωτήσω καθεμιά 'ς τον νου μου εγώ ζητούσα. | |
και απ' όλαις η καλήτερη τούτη μου εφάνη γνώμη· | 230 |
απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου, | |
και δεν ταις άφινα μαζή το μαύρ' αίμα να πίνουν· | |
κ' έρχονταν τότε αραδικώς αυτού, και καθεμία | |
το γένος της φανέρονε, καθώς την ερωτούσα. | |
. | |
Πρώτ' ήλθε απ' όλαις η Τυρώ, η καλογεννημένη, | 235 |
'πώλεγε ότ' ήταν γέννημα του απταίστου Σαλμωνέα, | |
και τον Κριθέα σύζυγον ότ' είχε τον Αιολίδη. | |
άρεσε αυτής ο ποταμός, ο θείος Ενιπέας, | |
των ποταμών, όπ' έχ' η γη, ο πλειά χαριτωμένος. | |
'ς την πρόσχαρη ακροποταμιάν εσύχναζεν η κόρη, | 240 |
και ο γεωφόρος ο θεός ωμοιώθη του Ενιπέα, | |
και σιμά της επλάγιασε 'ς του ποταμού το στόμα. | |
το κύμα ως όρος θολωτόν εστάθη ολόγυρά τους, | |
κ' έκρυψε τον αθάνατον, και την θνητήν γυναίκα. | |
και αυτήν τότε αποκοίμισεν, αφού της παρθενίας | 245 |
την ζώνην έλυσε, ο θεός· και ως έγειναν τα έργα | |
τα ερωτικά, της έσφιξε το χέρι και της είπε· | |
«χαίρε, γυνή, 'ς τ' αγκάλιασμα· 'ς την ώρα θα γεννήσης | |
ωραία τέκνα· και άκαρπη ποτέ δεν είναι η κλίνη | |
των αθανάτων· θρέψε τα και γλυκανάστησέ τα. | 250 |
τώρα εις το δώμα πήγαινε, σώπα, μη μ' ονομάσης· | |
και συ μάθ' ότι εγνώρισες τον σείστη Ποσειδώνα». | |
είπε και μες την θάλασσαν, οπ' άφριζ', εβυθίσθη. | |
και τον Πελία γέννησεν αυτή και τον Νηλέα | |
και ο Δίας τους ετίμησε· βασίλευε ο Πελίας | 255 |
εις την Ιωλκό πολύαρνος, ο άλλος εις την Πύλο. | |
και η δοξαστή βασίλισσα κατόπιν του Κρηθέα | |
άλλους εγέννησεν υιούς, τον Αίσονα, τον Φέρη, | |
τον Αμυθάν' ανίκητον εις την ιππομαχία. | |
. | |
Κατόπιν είδα του Ασωπού την κόρην Αντιόπη, | 260 |
'που, ως εκαυχόνταν, του Διός κοιμήθη 'ς ταις αγκάλαις· | |
και τέκνα δυο γεννήθηκαν, ο Αμφίονας και ο Ζήθος· | |
τον τόπο της επτάπυλης Θήβας έκτισαν πρώτοι, | |
κ' επύργωσαν^ απύργωτην την απλωμένην Θήβα | |
δεν δύνονταν να κατοικούν, όσην ανδρειά και αν είχαν. | 265 |
. | |
Είδα και του Αμφιτρύωνα την σύντροφον Αλκμήνη, | |
οπού τον λεοντόψυχον, άφοβον Ηρακλέα | |
εγέννησε, αφού πλάγιασε 'ς την αγκαλιά του Δία. | |
και του γενναίου Κρέοντα την κόρη την Μεγάρα, | |
'που νύμφην ο αδάμαστος την είχε Αμφιτρυωνίδης. | 270 |
. | |
Του Οιδίπου η μάννα εφάνηκεν, η εύμορφη Επικάστη, | |
'που τυφλωμένη ανόμησε φρικτά με τον υιόν της. | |
'πώσφαξε τον πατέρα του και αυτήν γυναίκα επήρε. | |
και τα γενόμενα οι θεοί 'ς τον κόσμο φανερώσαν, | |
και αυτός με πάθη, 'ς την γλυκειά την Θήβα, των Καδμείων | 275 |
βασίλευε, ως ηθέλησεν η οργή των αθανάτων. | |
και αυτήν εδέχθη ο άσπλαχνος ο θυρωρός, ο Άδης· | |
ότι, 'ς τον άκρον πόνο της, ψηλάθ' από την σκέπη | |
κρεμάσθη με συρτοθηλειά, και άφησ' εκείνου πάθη | |
αμέτρητ', όσα προξενούν η μητρικαίς κατάραις. | 280 |
. | |
Εφάν' η Χλώρις έπειτα, 'που για τα εξαίσια κάλλη | |
νύμφην επήρε, αφού 'δωσε πολλά δώρα, ο Νηλέας, | |
κόρ' ύστερη του Αμφίονα Ιασίδη, του κυρίου | |
του Ορχομενού των Μινυών βασίλισσα εις την Πύλο | |
τέκνα λαμπρά του εγέννησεν η Χλώρις, τον Χρομίον, | 285 |
τον άγριον Περικλύμενον, τον Νέστορα, και ακόμη | |
την πολυθαύμαστη Πηρώ, πού την ζητούσαν όλοι | |
απ' όλα τα περίχωρα· την έδιδ' ο Νηλέας | |
'ς όποιον τους ταύρους θα 'παιρνε του Ιφίκλου απ' την Φυλάκη | |
και αυτ' ήσαν δυσκολόπαρτοι· και απ' όλους άγιος μάντης | 290 |
ετόλμησε κ' εδέχθηκεν εκείθε να τους πάρη· | |
αλλά τον άνδρα εσπέδισε μοίρα θεού βαρεία· | |
κακά τον έζωσαν δεσμά και αγροτικοί βουκόλοι. | |
αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν, και η 'μέραις ετελειώσαν, | |
κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις, | 295 |
τον έλυσεν ο Ίφικλος, αφού την μοίραν είπεν | |
όλην αυτός, και του Διός το θέλημα εγενόνταν. | |
. | |
Είδα την Λήδαν έπειτα, την νύμφη του Τυνδάρου, | |
'που του Τυνδάρου εγέννησε τα τέκνα τα γενναία, | |
τον Κάστορα ιπποδαμαστή, τον πύκτη Πολυδεύκη, | 300 |
'που και τους δύο ζωντανούς κατέχ' η γη γεννήτρα. | |
αυτούς και κάτω από την γην ετίμησεν ο Δίας, | |
πότε να ήναι ζωντανοί και πότε πεθαμένοι, | |
καθένας την ημέρα του· και ωσάν θεοί τιμώνται. | |
. | |
Είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα, | 305 |
'πώλεγεν ότι επλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα, | |
και δύο τέκνα γέννησε, κοντόχρονα, τον Ώτον, | |
τον θείον, και τον ξακουστόν 'ς τον κόσμον Εφιάλτη· | |
απ' όσους έθρεψεν η γη ψηλότερ' ήσαν 'κείνοι, | |
κ' ύστερ' απ' τον Ωρίωνα, λαμπρότεροι 'ς το κάλλος. | 310 |
ήσαν εννηάχρονα παιδιά κ' εννέα πήχαις είχαν | |
πλάτος, αλλά το μάκρος τους έφθανε ορυιαίς εννέα· | |
και τους θεούς φοβέριζαν ακόμη αυτοί να στήσουν | |
μάχην φρικτήν 'ς τον Όλυμπο, πολέμου τρικυμία. | |
την Όσσαν εις τον Όλυμπο, 'ς την Όσσα το δασώδες | 315 |
Πήλιο να θέσουν ήθελαν, 'ς τον ουρανό να φθάσουν. | |
και αν είχαν ζήσει ν' ανδρωθούν θα το 'χαν κατορθώσει· | |
πλην του Διός και της Λητώς τους έσβυσεν ο γόνος, | |
πριν κάτω από τους μήλιγγαις η τρίχαις τους ανθήσουν, | |
και με τ' ωραίο χνούδι τους τα μάγουλα σκιάσουν. | 320 |
. | |
Η Φαίδρα, η Πρόκνη εφάνηκαν κ' η εύμορφη Αριάδνη, | |
κόρη του Μίνωα του φρικτού, 'που από την Κρήτη πέρα | |
έπαιρνε νύμφην 'ς ταις ιεραίς Αθήναις ο Θησέας, | |
αλλά, πριν κείνος την χαρή, την είχε μαρτυρήσει | |
ο Διόνυσος, κ' η Άρτεμις την φόνευσε 'ς την Δία. | 325 |
. | |
Η Μαίρα, και η Κλυμένη αυτού φανήκαν, κ' η Εριφίλη | |
η μισητή, 'που επρόδωσε τον άνδρα για χρυσάφι. | |
αλλ' όσαις είδα ομόκλιναις και κόραις των ηρώων, | |
να ονομάσω αν ήθελα, δεν θα 'φθαν' όλ' η νύκτα. | |
και να πλαγιάσω είναι καιρός, ή 'ς το ταχύ καράβι | 330 |
με τους συντρόφους, ή κ' εδώ' για το προβάδισμά μου, | |
πρώτα οι θεοί, κ' έπειτα σεις θα λάβετε φροντίδα». | |
. | |
Αυτά πε, και όλοι εσώπαιναν εις το ισκιωμένο δώμα, | |
όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία. | |
και πρώτη ωμίλησε εις αυτούς Αρήτ' η λευκοχέρα· | 335 |
«Φαίακαις, πώς σας φαίνεται του ανθρώπου τούτου τώρα | |
το κάλλος, το ανάστημα, και η ίσιαις μέσα φρέναις; | |
ξένος μου είναι, αλλ' επειδή τιμήν εις όλους φέρει, | |
μη να τον προβοδοτήσετε βιασθήτε, και απ' τα δώρα, | |
'που τα 'χει ανάγκην ο πτωχός, μην αφαιρείτ', ότ' είναι | 340 |
κτήματα, χάρις 'ς τους θεούς, 'ς τα σπίτια μας περίσσα». | |
. | |
Ο ήρωας τότε ωμίλησεν Εχένηος ο γέρος, | |
οπού 'ς τους χρόνους ήτο αυτός ο πρώτος των Φαιάκων· | |
«Ω φίλοι, ό,τ' είπε η φρόνιμη βασίλισσα δεν είναι | |
εναντίον εις την γνώμη μας, και σεις να το δεχθήτε. | 345 |
και απ' τον Αλκίνοον κρέμεται η πράξι ομού και ο λόγος». | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και είπε· | |
«Τούτος ο λόγος στερεός θα μείν', αν είν' αλήθεια | |
'που ζωντανός των ναυτικών Φαιάκων βασιλεύω. | |
και ο ξένος, όσο και αν ποθεί να φθάση 'ς την πατρίδα, | 350 |
ως αύριον να' χη υπομονή, τα δώρα ως να συνάξω, | |
και όλοι για το προβάδισμα θα λάβουν την φροντίδα, | |
οι άνδραις, κ' εγώ μάλιστα, 'πώχω την εξουσία». | |
. | |
'Σ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Μεγάλε Αλκίνοα, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, | 355 |
και αν χρόνο σεις ολόκληρο μου ελέγετε να μείνω, | |
όπως με στείλετ' έπειτα με διαλεμμένα δώρα, | |
άλλο δεν ήθελα κ' εγώ· πολύ θα μ' ωφελούσε | |
με πλούτη περισσότερα να γύρω εις την πατρίδα· | |
αλλά και σεβαστότερος, πλειά ποθητός, θε να 'μουν | 360 |
'ς εκείνους 'που θα μ' έβλεπαν να φθάσω 'ς την Ιθάκη». | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος· και είπε· | |
«'Σ την όψι σου παντάπασι δεν δείχνεις, Οδυσσέα, | |
απατητής και δολερός, καθώς πολλούς η μαύρη | |
γη βόσκει απ' όλους τους θνητούς 'που 'ναι παντού σπαρμένοι, | 365 |
και πλάθουν αυτοί ψεύματα, 'που δεν τα ξεχωρίζεις. | |
σένα είναι ο λόγος εύμορφος και ο νους σου μέσα ωραίος, | |
και προκομμένα, ωσάν αοιδός, μας έχεις ιστορήσει | |
και τα δικά σου βάσανα κ' εκείνα των Αργείων. | |
αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, να μάθω, αν κάποιον είδες | 370 |
των ισοθέων φίλων σου, όσοι μαζή σου επήγαν | |
'ς την Τροία, κ' εύρηκαν εκεί την ύστερή τους ώρα. | |
τώρ' είναι η νύκτ' απέραντη· δεν ήλθ' η ώρ' ακόμη | |
του ύπνου, και συ λέγε μου τα έργα οπ' ομοιάζουν θεία· | |
κ' εδώ θα 'μεν' ατάραχος, όσο να φέξ' η ημέρα, | 375 |
αν να ιστορήσης έστεργες τα πάθη σου 'ς εμένα». | |
. | |
'Σ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, | |
πότε καιρός λόγων πολλών, πότε καιρός του ύπνου· | |
αλλ' αν ποθείς, είμ' έτοιμος να σου ιστορήσω ακόμη | 380 |
αλλ' απ' αυτά φρικτότερα, των φίλων μου τα πάθη, | |
όσοι κατόπι εχαθήκαν· αυτοί 'που, αφού σωθήκαν | |
από τον πολυστένακτον των Τρωαδιτών αγώνα, | |
'ς τα γονικά τους έχασε κακότροπη συμβία. | |
. | |
Και τοις ψυχαίς των γυναικών άμ' είχε διασκορπίσει | 385 |
'ς την μια 'ς την άλλη την μεριάν η θεία Περσεφόνη, | |
η ψυχή του Αγαμέμνονα του Ατρείδ' ήλθεν εμπρός μου | |
θλιμμένη, και τριγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις, | |
όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου. | |
κ' ευθύς μ' εγνώρισεν αυτός, το μαύρ' άμ' έπιεν αίμα· | 390 |
σφικτά θρηνούσε, αστάλακτα τα δάκρυα του κυλούσαν, | |
κ' ετέντονε τα χέρια του ζητώντας να με φθάση· | |
αλλά δεν είχε δύναμιν, ανδρειά δεν είχε πλέον, | |
όπως την είχε ζωντανός 'ς τα λυγερά του μέλη. | |
άμα τον είδα εδάκρυσα κ' ερράισ' η καρδιά μου, | 395 |
κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα· | |
«ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, | |
ποια μοίρα του ολοτέντωτου σ' εδάμασε θανάτου; | |
μη σέ μες τα καράβια σου δάμασε ο Ποσειδώνας, | |
σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών άνεμων, | 400 |
ή εχθροί 'ς την γη σ' εχάλασαν, ενώ βώδια και αρνία | |
καλόμαλλα τους έπαιρνες ή εμάχοσουν την πόλι | |
να πάρης και τα θηλυκά να σύρης 'ς την δουλεία;» | |
. | |
Αυτά 'πα· ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος· | |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | 405 |
ούτ' εμέ 'ς τα καράβια μου δάμασε ο Ποσειδώνας, | |
σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών ανέμων, | |
αλλ' ούτ' εχθροί μ' εχάλασαν 'ς την γην αλλά τον χάρο | |
ο Αίγισθος μου ετοίμασε με την καταραμένη | |
γυναίκα μου· 'ς το σπίτι του μ' εκάλεσεν εκείνος, | 410 |
και, ως σφάζουν βώδι 'ς το παχνί, 'ς το γεύμα εμ' έχει σφάξει· | |
έτσι εκακοθανάτηοα, και γύρω οι σύντροφοί μου | |
σφάζοντο, ως γίνεται η σφαγή των λευκοδόντων χοίρων | |
'ς το σπίτι ανθρώπου υπέρπλουτου, μεγάλου, όπ' έχ' ή γάμους | |
ή φαγοπότι φιλικόν ή επίσημο τραπέζι. | 415 |
ήδη σου έτυχε να ιδής φόνους πολλών ανθρώπων, | |
είτ' έπεσαν μονόμαχα, είτε εις μεγάλην μάχη· | |
αλλά πολύ θα οδύροσουν αν έβλεπες εκείνα, | |
πώς 'ς τον κρατήρα ολόγυρα, 'ς τα γεμιστά τραπέζια, | |
κειτόμασθε, και 'ς τα αίματα τρικύμιζεν ο πάτος· | 420 |
κ' έφριξα 'ς το ξεφωνητό της κόρης του Πριάμου, | |
Κασσάνδρας, 'που την φόνευσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρα | |
η επίβουλη· κ' εγώ 'ς την γη με πετακταίς αγκάλαις | |
σφαμμένος τότ' εβρόντησα, και μ' άφησεν η σκύλλα, | |
ουδέ η καρδιά της έδωσεν, εκεί 'που ξεψυχούσα, | 425 |
τα μάτια να μου πιάση καν, το στόμα να μου κλείση· | |
όχι, φρικτό και αδιάντροπο 'ς την γην άλλο δεν είναι | |
ως η γυναίκ', άμα 'ς τον νου παρόμοιαις πράξαις βάλη· | |
ιδές πώς κείνη ωργάνισεν έργον αισχρό κ' εγίνη | |
του ανδρός της φόνισσα· κ' εγώ θαρρούσα 'ς την πατρίδα | 430 |
περίχαρα να με δεχθούν τα τέκνα μου και οι δούλοι· | |
αλλά η σοφή 'ς τα πονηρά και αυτή κατεντροπιάσθη, | |
και απόμεινεν η εντροπή 'ς των θηλυκών το γένος, | |
και όταν κατόπιν ευρεθούν καλόπρακταις γυναίκαις». | |
. | |
Αυτά 'πε, και του απάντησα· «ωιμέ, πόσον ο Δίας | 435 |
αρχήθεν εκατάτρεξε το γένος του Ατρέα | |
με γυναικών βουλεύματα· ιδού, για την Ελένη | |
χαθήκαν άπειροι απ' εμάς· και σένα η Κλυταιμνήστρα | |
δόλον σου ετοίμαζε, μακράν ενώ 'λειπες 'ς τα ξένα». | |
. | |
Είπα, κ' ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος· | 440 |
«όθεν και συ της γυναικός ποτέ μην ήσαι πράος, | |
και αυτής μην όλα, όσα καλά γνωρίζεις, φανερώσης· | |
λέγε της κάποια, και άλλ' αυτής να τα κρατής κρυμμένα. | |
όμως απ' την γυναίκα σου συ φόνον μη φοβήσαι· | |
παρά πολύ 'ναι συνετή, άπειραις χάραις έχει | 445 |
η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου. | |
νηόνυμφη την αφίναμε την ώρα, οπού μαζή σου | |
εβγήκαμε εις τον πόλεμο, και 'ς τα βυζί 'χε βρέφος, | |
'που 'ς των αδρών τώρα, θαρρώ, τον αριθμό καθίζει. | |
ο ευτυχής! θα τον ιδή γερνώντας ο πατέρας, | 450 |
και τον πατέρα, ως πρέπει, αυτός θα σφίξη 'ς ταις αγκάλαις | |
και τον υιόν μου εγώ να ιδώ δεν μ' άφησε η δική μου, | |
τα μάτια μου να τον χαρούν, αλλ' έκοψέ με πρώτα. | |
Και τ' άλλο τούτο θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· | |
Κρυφά και όχι ολοφάνερα 'ς την ποθητήν πατρίδα | 455 |
ν' αράξης, ότι εχάθηκεν η πίστι απ' ταις γυναίκαις. | |
και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, | |
αν 'που 'ναι ακόμη 'ς την ζωή για το παιδί μου ακούτε, | |
είτ' είναι 'ς τον Ορχομενόν ή 'ς την αμμώδη Πύλο, | |
ή 'ς τον Μενέλαο σιμά, 'ς την Σπάρτη την πλατεία· | 460 |
τι ακόμ' η γη δεν σκέπασε τον θεϊκόν Ορέστη». | |
. | |
Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα· | |
Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; δεν ξεύρω αν ζη εκείνος | |
ή απέθανε· κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια». | |
. | |
Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις, | 465 |
δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, | |
τότε μου εφάνηκε η ψυχή του Αχιλληά Πηλείδη, | |
και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, και του άψεγου Αντιλόχου, | |
και του Αίαντα, οπού 'ς την μορφή θα ενίκα και εις το σώμα | |
τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. | 470 |
ευθύς μ' εγνώρισε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη, | |
και κλαίοντας μου ωμίΛησε με λόγια πτερωμένα· | |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | |
τι άλλο φοβερώτερο θα επιχειρήση ο νους σου; | |
'ς τον Άδη πώς κατέβηκες, 'που οικούν οι πεθαμένοι, | 475 |
άνοα φαντάσματα θνητών, 'πώχει αναπαύσει ο χάρος;» | |
. | |
Είπε, κ' εγώ του απάντησα· «Πηλείδη Αχιλλέα, | |
των Αχαιών υπέρτατε, 'ς τον Τειρεσίαν ήλθα | |
γνώμην να ειπή πώς θα 'φθανα 'ς την πετρωτήν Ιθάκη, | |
τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμα, | 480 |
και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα· | |
αλλά, Πηλείδη, ωσάν εσέ μακάριος δεν ευρέθη | |
ως τώρα κανείς άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι. | |
σε ζωντανόν ωσάν θεόν δοξάζαμεν οι Αργείοι, | |
και τώρα πάλι 'ς τους νεκρούς πολύς και μέγας είσαι· | 485 |
όθεν ποσώς μη θλίβεσαι 'που απέθανες, Πηλείδη». | |
. | |
Αυτά 'πα, και μου απάντησε· «λαμπρότατε Οδυσσέα, | |
μη θέλης για τον θάνατον να με παρηγορήσης· | |
χωρικός να 'μουν ήθελα και να ξενοδουλεύω | |
άνδρα πτωχόν, 'που κτήματα μεγάλα να μην έχη, | 490 |
παρά εις όλους τους νεκρούς εγώ να βασιλεύω. | |
αλλ' έλα για τον ένδοξον υιόν μου ειπέ μου τώρα, | |
αν προμαχεί 'ς τον πόλεμον ή οπίσω μένει εκείνος· | |
και ειπέ μου αν τίποτ' έμαθες για τον λαμπρόν Πηλέα, | |
των Μυρμιδόνων των πολλών αν βασιλεύη ακόμη, | 495 |
ή 'ς την Ελλάδα και εις την Φθιά δεν τον ψηφά κανένας, | |
τώρα 'που χέρια του κρατεί και πόδια ομού το γήρας. | |
ότι δεν του 'μαι εγώ βοηθός, άνω 'ς το φως του Ηλίου, | |
τέτοιος ως ήμουν μιαν φοράν εις την πλατειά Τρωάδα, | |
κ' έκοβα τ' άνθος των ανδρών, βοηθώντας τους Αργείους. | 500 |
για 'λίγο αν τέτοιος πήγαινα 'ς το δώμα του πατρός μου, | |
θα 'φερναν ανατρίχιασμα τ' ανίκητά μου χέρια | |
'ς αυτούς, 'που την βασιλική τιμή θε να του αρπάξουν». | |
. | |
Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα· | |
«ποσώς δεν έχω είδησι του θαυμαστού Πηλέα· | 505 |
αλλ' ως προς τον Νεοπτόλεμο, το ποθητό παιδί σου, | |
όλην, ως θέλεις, απ' εμέ θα μάθης την αλήθεια. | |
ότι εγώ κείνον έφερα με ισόπλευρο καράβι | |
των ευκνημίδων Αχαιών 'ς το στράτευμα απ' την Σκύρο. | |
και όταν συμβούλια γένονταν, 'ς τα τείχη εμπρός της Τροίας, | 510 |
πάντότ' ωμίλειε πρώτ' αυτός, ουδ' έσφαλν' εις τους λόγους· | |
μόνον ο ισόθεος Νέστορας ή εγώ τον ενικούσα. | |
και τ' άρματα όταν άστραφταν 'ς τα τρωικά πεδία, | |
κείνος δεν έμενε ποτέ 'ς το πλήθος και 'ς την τάξι, | |
αλλά προέτρεχε πολύ με ατρόμητον ανδρεία, | 515 |
και άνδραις εφόνευσε πολλούς 'ς τον φοβερόν αγώνα. | |
και όσους αυτός εφόνευσε βοηθώντας τους Αργείους, | |
δεν θα ημπορούσα εγώ να ειπώ· μόνον πως έχει σφάξει | |
τον Τηλεφίδη Ευρύπυλο· και οι Κήτειοι σύντροφοί του | |
σωρός σιμά του εσφάζονταν, εξ αφορμής των δώρων | 520 |
οπ' έλαβε η μητέρα του· κ', ύστερ' από τον θείο | |
τον Μέμνονα, ωραιότατον άνδρ' ως αυτόν δεν είδα. | |
και όταν εκατεβαίναμεν, οι πρώτοι των Αργείων, | |
'ς τ' άλογο 'πώκαμ' ο Επειός, και εις όλ' είχα εξουσία, | |
να κλειώ, ν' ανοίγω, ως ήθελα, τον στερεόν κρυψιώνα, | 525 |
τότ' οι αρχηγοί των Δαναών, οι βασιλείς οι άλλοι, | |
τα δάκρυα τους εσφόγγιζαν κ' οι αρμοί τους όλοι ετρέμαν, | |
αλλά την όψι την καλήν εκείνου να χλωμιάνη | |
δεν είδ', ή από τα μάγουλα τα δάκρυα να σφογγίζη· | |
αλλά να ορμήση απ' τ' άλογο θερμά παρακαλούσε, | 530 |
και όλο την χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάρι | |
έψαχνε, κ' είχεν εις τον νου τον όλεθρον της Τροίας. | |
αλλ' ότε κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου, | |
εις το καράβι ανέβαινε με μέρος των λαφύρων, | |
και ωραίο δώρο, αλάβωτος, τι δεν τον είχε πάρει | 535 |
λόγχη μακρόθ' ή από σιμά, καθώς συχνά συμβαίνει | |
'ς τον πόλεμο, 'που ανάμικτα λυσσομανά ο Άρης» | |
. | |
Αυτά 'πα, και τότε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη | |
μακροπατώντας έσχιζε τ' ασφοδελό λιβάδι | |
χαρά γεμάτη όπ' άκουσε την δόξα του παιδιού του. | 540 |
. | |
Κ' η άλλαις έμεναν εκεί ψυχαίς των πεθαμένων | |
περίλυπαις, και η καθεμιά τον πόνο της μ' ερώτα, | |
μόνη του Αίαντα η ψυχή, του Τελαμωνιάδη, | |
έστεκε ανάμερα πολύ· την χόλιαζεν η νίκη, | |
'που 'ς τα καράβια νίκησα 'ς την κρίσι των αρμάτων | 545 |
του Αχιλλέα, 'που η σεπτή μητέρα του είχε στήσει, | |
και Τρωαδίταις έκριναν και η Παλλάδ' Αθήνη. | |
για τέτοιο κέρδος άμποτε να μην είχα νικήσει! | |
αφού για κείνα εσκέπασεν η γη παρόμοιον άνδρα, | |
τον Αίαντα, 'που εις την μορφήν θα ενίκα και εις τα έργα | 550 |
τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. | |
«Αίαντα Τελαμώνιε — του 'πα γλυκομιλώντας — | |
ουδέ νεκρός δεν έμελλες το πάθος ν' αστοχήσης, | |
'πώχεις 'ς εμέ για τ' άρματα τα τρισκαταραμένα; | |
Αχ! οι θεοί φθοροποιά τα έκαμαν των Αργείων. | 555 |
πύργος τους ήσουν σ' έχασαν και οι Αχαιοί σε κλαίμε | |
ολοκαιρής ως κλαίουμε τον θείον Αχιλλέα. | |
κ' αίτιος δεν είναι του κακού κανείς αλλ' είν' ο Δίας, | |
'που φοβερά των Δαναών το λογχοφόρον πλήθος, | |
ωργίσθη, και σέν' έδωκε την μοίρα του θανάτου. | 560 |
αλλ' έλα, κύριε, σίμωσε, τους λόγους μου να πάρης, | |
και την οργή σου δάμασε 'ς το στήθος το γενναίο». | |
. | |
Εις τούτ' απάντησιν αυτός δεν έδιδε, αλλ' επήγε | |
'ς το Έρεβος με ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων, | |
και όμως θα ωμίλειε προς εμέ, όσην χολήν και αν είχε, | 565 |
ή εγώ θα ωμίλεια προς αυτόν, αλλ' η καρδιά μ' εκίνα | |
να ίδω ακόμη ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων. | |
. | |
Είδα τον Μίνω, του Διός λαμπρόν υιόν, 'που εκράτει | |
σκήπτρο χρυσό κ' εκάθονταν κριτής των πεθαμένων, | |
όπ' άλλοι ορθοί τριγύρω του και άλλοι καθισμένοι | 570 |
'ς του Άδη το πλατύπυλο το δώμα εδικαζόνταν. | |
. | |
Είδα και τον θεόρατον Ωρίωνα κατόπι | |
ν' ανακατόνη τα θεριά 'ς τ' ασφοδελό λιβάδι, | |
κείνα, 'που εις όρη απάτητα φονεύσ' είχεν εκείνος· | |
και ρόπαλον ολόχαλκον ασύντριφτο κρατούσε. | 575 |
. | |
Τον Τιτυόν, γόνον της Γης της δοξασμένης, είδα, | |
οπού 'ς το χώμα εκείτονταν κ' εσκέπαζ' εννηά πλέθρα· | |
δυο γύπαις τον παράστεκαν, του σχίζαν και του τρώγαν | |
το σκώτι, και τα χέρια του δεν τους απομακραίναν· | |
ότ' είχε σύρει την Λητώ, σεπτήν φίλην του Δία, | 580 |
προς την Πυθώνα ως διάβαινε την πάντερπνη Πανόπη. | |
. | |
Κατόπ' είδα τον Τάνταλον, φρικτά βασανισμένον, | |
ορθόν 'ς την λίμνη· τώγγιζεν εκείνη το πηγούνι· | |
εδίψα, αλλά δεν πρόφθανε να πάρη καν ρανίδα· | |
λαίμαργα ως έσκυφτε να πιή ο γέρος, εχανόνταν | 585 |
το νερό κάτω ρουφηκτά, και γύρω του εις τα πόδια | |
γη μαύρη εφανερόνονταν φρυμμένη από την μοίρα. | |
και υψηλά δένδρα επάνωθε κρεμούσαν τον καρπό τους· | |
απιδιαίς ήσαν, ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις. | |
και με συκιαίς γλυκόκαρπαις εληαίς θυμό γεμάταις. | 590 |
και όσαις εξάμονε φοραίς ο γέρος να ταις πιάση. | |
ταις έπαιρνεν ο άνεμος 'ς το σκιοφόρα νέφη. | |
. | |
Ακόμ' είδα τον Σίσυφον, φρικτά βασανισμένον· | |
λίθον αυτός θεόρατον και με τα δυο βαστούσε· | |
τα πόδια 'ς την γην στύλονε, τον λίθον με τα χέρια | 595 |
άμπωθεν άνω εις το βουνό, και ότι έμελλ' απ' την άκρη | |
να τον κυλήση αντίπερα, τον γύριζε το βάρος, | |
κ' εξανακύλ' αδιάντροπος 'ς το σιάδι οπίσ' ο λίθος. | |
και πάλι αυτός τον άμπωθε μ' αγώνα, κ' έσταζ' ίδρω | |
το σώμα, και απ' την κεφαλή του ανέβαινεν η σκόνη. | 600 |
. | |
Είδα έπειτα τον Ηρακλή, — το φάντασμα του μόνον· | |
εις τα συμπόσια τέρπεται θεών των αθανάτων | |
αυτός, και την καλόφτερνην την Ήβην έχει νύμφην, | |
'που του Διός εγέννησεν η χρυσοσάνδαλ' Ήρα. | |
ωσάν πετούμενα οι νεκροί τριγύρω του αλαλάζαν | 605 |
και τρομασμένοι εσκόρπιζαν· μαύρος 'σαν μαύρην νύκτα | |
το τόξον είχε αυτός γυμνό, και εις την χορδή το βέλος, | |
και αγριοκυττώντας φαίνονταν πως πάντοτε τοξεύει. | |
τρομακτικός του έζωνε το στήθος τελαμώνας, | |
χρυσός, κ' επάνω θαύματα 'ς αυτόν ήσαν φθειασμένα, | 610 |
αρκούδαις, αγριόχοιροι, φλογόμματα λεοντάρια, | |
πόλεμοι, μάχαις, αίματα, πολλαίς σφαγαίς ανθρώπων. | |
ας παύση να φιλοτεχνή κατόπιν ο τεχνίτης, | |
'που εφεύρηκε 'ς την τέχνη του παρόμοιον τελαμώνα. | |
ότι μ' αντίκρυσεν αυτός, μ' εγνώρισεν αμέσως, | 615 |
και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα· | |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | |
σέρνεις, α! δύστυχε, και συ διεστραμμένην μοίρα, | |
'σαν κείνην 'πώφερνα κ' εγώ 'ς τον Ήλιον αποκάτω. | |
ναι, του Κρονίδ' ήμουν υιός, αλλ' είχ' άπειρα πάθη, | 620 |
ότ' ήμουν δούλος 'ς άνθρωπον πολύ κατώτερόν μου. | |
κ' εκείνος μ' επιφόρτιζε πολύ βαρείς αγώναις· | |
και μια φορά 'δω μ' έστειλε τον σκύλο να του φέρω, | |
ότι άλλον δεν εφεύρισκε για με σκληρόν αγώνα· | |
και το θεριόν αναίβασα του Άδη από τα βάθη, | 625 |
όπως μ' ωδήγησεν ο Ερμής και η γλαυκομμάτ' Αθήνη». | |
. | |
Αυτά 'πε, κ' έστρεψεν ευθύς 'ς την κατοικιά του Άδη· | |
εγώ 'ς τον τόπον έμενα, μην κάποιος έλθη ακόμη, | |
εκείνων, οπού απέθαναν το πάλαι, ανδρών ηρώων. | |
και τους αρχαίους θα 'βλεπα τους άνδραις, 'που εποθούσα, | 630 |
τέκνα τρισένδοξα θεών, Πειρίθοον και Θησέα. | |
αλλ' άπειρα εσυνάζονταν των πεθαμένων πλήθη, | |
με αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, | |
μην της Γοργώς την κεφαλή, τέρας φρικτό, μου στείλη | |
του Άδη από την κατοικιάν η θεία Περσεφόνη. | 635 |
'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα, | |
να 'μπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν· ανεβήκαν | |
αυτοί κ' ευθύς εκάθισαν και το καράβι εκύλα | |
'ς τον ποταμόν Ωκεανόν, ως το 'φερνε το ρεύμα, | |
με τα κουπιά, και το 'σπρωξε πρύμος κατόπι ωραίος. | 640 |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Μ | |
. | |
. | |
. | |
Τον ποταμόν Ωκεανόν άμ' άφησε το πλοίο, | |
κ' έφθασε μεσοπέλαγα 'ς την νήσο την Αιαία, | |
'που 'ναι της ορθογέννητης Ηώς η κατοικία, | |
και οι φωτεινοί χορότοποι, και ο Ήλιος πρωτολάμπει, | |
'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο, | 5 |
εις τ' ακρογιάλι εβγήκαμε, και, αφού πήραμ' ολίγον | |
ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη. | |
. | |
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | |
κ' έστειλα τους συντρόφους μου 'ς τα δώματα της Κίρκης, | |
του νεκρωμένου Ελπήνορα το λείψανο να πάρουν. | 10 |
και αφού κορμούς εκόψαμε, 'ς τ' ακρότατο ακρογιάλι | |
τον θάπταμε περίλυποι, κ' έρρεε θερμό το δάκρυ. | |
και άμα ο νεκρός και του νεκρού τ' άρματα ομού καήκαν, | |
μνήμα του εσηκώσαμε, θέσαμ' επάνω στήλη. | |
κ' ίσιον εστήσαμε κουπί 'ς την κορυφή του τάφου. | 15 |
. | |
Τούτα ενώ κάμναμεν εμείς, δεν ξέφυγε της Κίρκης | |
ότι απ' τον Άδη εφθάσαμεν, αλλ' ήλθ' ευτρεπισμένη | |
αμέσως· και η θεράπαιναις σιμά της 'φέρναν άρτο, | |
κρέατα πλήθια και κρασί κόκκινο και φλογώδες. | |
εστάθ' η ασύγκριτη θεά 'ς την μέση μας και είπε· | 20 |
«άνδραις σκληροί, 'που ζωντανοί κατέβητε 'ς τον Άδη· | |
διθάνατοι· μονόφορα οι άλλοι θνητοί πεθαίνουν. | |
τώρα φαγί, τώρα κρασί, χαρήτ' εδ' ολημέρα, | |
και θέλει ξεκινήσετε η αυγούλ' άμα ροδίση. | |
τον δρόμο θα σας δείξω εγώ, και θα προειπώ τα πάντα, | 25 |
μη λάχη και από επίβουλη διεστραμμένη γνώμη, | |
'ς το πέλαγος ή 'ς την στερηά, μέγα κακό σας εύρη». | |
. | |
Αυτά 'πε, κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. | |
και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι | |
μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. | 30 |
και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, | |
εις τα πρυμόσχοινα σιμά οι άλλοι αναπαυθήκαν· | |
μέν' απ' το χέρι πήρε αυτή μακράν απ' τους συντρόφους, | |
εκάθισέ με, πλάγιασε κοντά μου, και μ' ερώτα· | |
κ' εγώ της εξιστόρησα τα πάντα ένα προς ένα. | 35 |
προς εμέ τότε ωμίλησεν η Κίρκ' η σεβασμία· | |
'τούτα όπως τα 'πες έγειναν ό,τι θα ειπώ συ τώρα | |
άκου, και πάλι ένας θεός θα σου τα υπενθυμίση. | |
. | |
Και πρώτα εις το ταξείδι σου θα φθάσης 'ς ταις Σειρήναις, | |
'π' όλους μαγεύουν τους θνητούς, όσοι κοντά τους έλθουν. | 40 |
όποιος σιμώση απ' αγνωσιά και ακούση των Σειρήνων | |
τον ήχο, δεν θα τον ιδούν τα τρυφερά παιδιά του | |
ολόχαρα, και η σύντροφος, να φθάσ' εις την πατρίδα. | |
αλλά η Σειρήναις με γλυκύ τραγούδι τον μαγεύουν, | |
'ς την λιβάδια καθήμεναις' κ' είναι σωρός τριγύρω | 45 |
κόκκαλ' ανδρών 'που σέπονται, και όλο το δέρμα ρέει. | |
προσπέρασε ταις, και τ' αυτιά συ φράξε των συντρόφων | |
με γλυκομάλακτο κερί, μήπως κανείς των άλλων | |
ακούση· και αν εσύ ποθείς ν' ακούσης, ας σε δέσουν | |
ολόρθον χεροπόδαρα 'ς του καταρτιού την ρίζα, | 50 |
και των σχοινιών ταις κορυφαίς ας σφίξουν 'ς τον κορμό του, | |
ηδονικά το λάλημα ν' ακούσης των Σειρήνων. | |
και αν να σε λύσουν τους ζητείς θερμά και τους προστάζεις, | |
πάντοτ' εκείνοι με δεσμά πλειότερ' ας σε σφίγγουν. | |
αλλ' όταν το καράβι σου κείναις οπίσω αφήση, | 55 |
'ς το εξής εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς από τους δύο | |
ποιος μέλλει να 'ναι ο δρόμος σου· και ατός του ο νους σου ας κρίνη. | |
θέλει σου δείξω τώρα εγώ το 'να και τ' άλλο μέρος. | |
. | |
Το' να έχει πέτραις κρεμασταίς, και προς αυταίς βροντάει | |
μέγα το κύμα της γλαυκής 'ς την όψιν Αμφιτρίτης. | 60 |
κείναις Πλαγκταίς οι μάκαρες θεοί ταις ονομάζουν, | |
και ουδέ πουλί ταις προσπερνά, αλλ' ούδ ' η περιστέραις, | |
οπού του Δία του πατρός την αμβροσία φέρουν· | |
ως και απ' αυταίς κάθε φοράν η γλυστρή πέτρ' αρπάζει· | |
αλλά να κλείσ' ο αριθμός στέλνει ο πατέρας άλλην. | 65 |
θνητών καράβι αυτού ποτέ, αν ήλθε, δεν εσώθη· | |
αλλά καραβοσάνιδα και ανδρών σώματα παίρνουν | |
της θάλασσας τα κύματα και της φλογός η λύσσα. | |
μόν' ένα κείθε πέρασε θαλασσοπόρο πλοίο, | |
απ' τον Αιήτη πλέοντας, Αργώ η ξακουσμένη· | 70 |
και αυτή θε να 'σπαε 'ς ταις τραναίς πέτραις, χωρίς το χέρι | |
της Ήρας, 'που τον φίλο της τον Ιάσωνα ελυπήθη. | |
. | |
'Σ' τ' άλλο δυο βράχ' υψόνονται· τον ουρανόν εγγίζει | |
ο ένας μ' άκρη σουβλερή, και συννεφιά τον ζώνει | |
μαύρη και μένει ατάραχη, και εις την κορφήν εκείνη, | 75 |
καλόκαιρο ή φθινόπωρο, ποτέ δεν ξαστερόνει. | |
κει δεν θα εμπόρει ν' αναιβή θνητός ή να πατήση | |
ποτέ κανένας, κ' είκοσι χέρια και πόδια αν είχε· | |
ότ' είναι η πέτρα γλυστερή, 'σαν σκαλισμένος λίθος. | |
σκοτεινόν άντρο ανοίγεται του βράχου μες την ζώνη | 80 |
προς δύσιν, εις το έρεβος γυρμέν', όπου το πλοίο | |
και σεις, θαρρώ, θα στρέψετε, λαμπρότατε Οδυσσέα. | |
ουδέ γενναίος τοξευτής θα εμπόρει απ' το καράβι | |
να φθάση με το βέλος του του άντρου βαθυού το στόμα. | |
Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει· | 85 |
φωνούλαν έχει ωσάν μικρού νεογεννημένου σκύλου· | |
αλλ' είναι αυτή τέρας κακόν· ουδέ θνητός κανένας | |
ή αθάνατος θα χαίρονταν αν την εθεώρα εμπρός του. | |
πόδια 'χει εκείνη δώδεκα και αμόρφωτα είναι όλα, | |
έξι λαιμούς μακρύτατους, και μέσα εις τον καθέναν | 90 |
μιαν κεφαλήν τρομακτικήν, όπ' έχει τρεις αράδαις | |
δόντια πολλά, πυκνότατα, μαύρου μεστά θανάτου. | |
και εις τ' άντρο ευρίσκεται η μισή κρυμμένη και από εκείνο | |
το φοβερό το βάραθρο ταις κεφαλαίς προβάλλει, | |
και αυτού ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα εις τον βράχο, | 95 |
δελφίνια και σκυλόψαρα, και, αν τύχη, μέγα κήτος, | |
'π' άμετρα βόσκ' η βροντερή 'ς τα κύματ' Αμφιτρίτη. | |
ναύτης δεν επαινέθηκε 'που εκείθε με το πλοίο | |
χωρίς να πάθη εδιάβηκε· με κάθε κεφαλή της | |
έναν απ' το μαυρόπλωρο καράβι αρπάζ' η Σκύλλα. | 100 |
και τούτου χαμηλότερον θα ιδής τον άλλον βράχο· | |
σιμά 'ναι, οπού θα ετόξευες απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος· | |
μεγάλην έχει αγριοσυκιά, πολύφυλλη, και κάτω | |
την μαύρην άρμη αναρρουφά η Χάρυβδις η θεία. | |
τι την ημέρα τρεις φοραίς ξερνά, και τρεις ρουφάει, | 105 |
τρόμος! μη τύχης εσύ κει την ώρα οπού ρουφήση· | |
ότι δεν θα σ' εφύλαγε και αυτός ο κοσμοσείστης. | |
αλλά το πλοίο στρέψε συ της Σκύλλας προς τον βράχο | |
γλήγορα, και προσπέρασε· προτίμα έξι συντρόφους | |
να χάσης απ' το πλοίο σου παρ' όλους να τους κλάψης». | 110 |
. | |
Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν «θεά, συ δίδαξέ με, | |
αν κάποιος τρόπος γίνεται κ' εκείνην να ξεφύγω | |
την πάγκακη την Χάρυβδι, και πάλι ν' αντικρούσω | |
την άλλην, όταν θα χυθή τους φίλους να μου αρπάξη». | |
. | |
Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως· | 115 |
«αγώναις και άρματα, ω σκληρέ, πάλ' η καρδιά σου θέλει· | |
δεν θα τραβιέσαι ουδ' έμπροσθεν θεών των αθανάτων; | |
κ' εκείνη δεν είναι θνητή, κακόν αθάνατό 'ναι, | |
άγριο, φρικτόν, αμάχητον· αντίστασιν δεν έχει | |
καμμίαν· το καλήτερο να φύγης απ' εμπρός της. | 120 |
ότι αν, ως αρματόνεσαι, κοντοσταθής 'ς τον βράχο, | |
φοβούμαι μην ορμήση αυτή και πάλι σε προφθάση, | |
και μ' όσαις έχει κεφαλαίς τόσους αρπάξη ανθρώπους· | |
αλλά με βια τραβάτ' εμπρός, και κράξτε την Κραταίαν, | |
οπού την Σκύλλα γέννησε, πληγήν εις τους ανθρώπους· | 125 |
και αυτή να χυθή δεύτερα δεν θέλει την αφήση. | |
. | |
'Σ της Θρινακίας το νησί θα φθάσης, όπου βόσκουν | |
βώδια του Ηλίου πάμπολλα και σαρκωμέν' αρνία· | |
βωδιών επτά κοπαίς, αρνιών επτά, κ' έχει πενήντα | |
κάθε κοπή· και δεν γεννούν, αλλ' ούτε ολιγοστεύουν· | 130 |
δυο νύμφαις καλοπλέξουδαις επιστατούν εκείνα, | |
Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέραις είναι | |
του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας. | |
ταις γέννησε και ανάστησεν η σεβαστή μητέρα, | |
και εις το νησί ταις έβαλε να ζουν της Θρινακίας, | 135 |
τα πατρικά τους πρόβατα και βώδια να φυλάγουν. | |
και αν δεν τα εγγίζης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, | |
τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη· | |
αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι | |
και εις τους συντρόφους· και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης | 140 |
αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος». | |
. | |
Αυτά 'πε, και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη· | |
κ' εσύρθ' η ασύγκριτη θεά παράμεσα 'ς την νήσο. | |
'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα | |
να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν κ' εκείνοι | 145 |
εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις, | |
και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. | |
και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον, | |
'που εφούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη, | |
δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα. | 150 |
και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε εις το πλοίο, | |
και τ' ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης. | |
τότ' είπα με περίλυπην καρδιάν εις τους συντρόφους· | |
καλό δεν είναι, αγαπητοί, ένας ή δύο μόνοι | |
να ηξεύρουν τ' άγια ρήματα 'που η Κίρκη μου 'πε η θεία· | 155 |
αλλά τα λέγω και εις εσάς, όπως γνωρίζοντάς τα | |
πεθάνουμε ή ξεφύγουμε την μοίρα του θανάτου. | |
και πρώτα μου παράγγειλε να φύγω των Σειρήνων | |
την θεομίλητη φωνή και τ' ανθηρό λιβάδι· | |
μου 'πε ν' ακούσω την φωνή μόνος εγώ· σεις τώρα | 160 |
μ' άλυτα δέστε με δεσμά 'ς του καραβιού την ρίζα | |
ορθόν, και σφίξτε των σχοινιών ταις άκραις 'ς τον κορμό του. | |
και αν να με λύσετε ζητώ θερμά και σας προστάζω, | |
σεις με πλειότερα δεσμά στενοχωρήσετέ με». | |
. | |
Κ' ενώ τούτα φανέρονα με τάξι των συντρόφων, | 165 |
τ' ωραίο πλοίον έφθασε 'ς την νήσο των Σειρήνων | |
ογλήγορ', όπως το 'σπρωχνε βοηθητικός ο πρύμος. | |
έπεσ' ο άνεμος ευθύς και ανάνεμη γαλήνη | |
έγεινε· θεία δύναμις εκοίμισε το κύμα. | |
σηκώθηκαν οι σύντροφοι, και τα πανιά διπλώσαν, | 170 |
κάτω 'ς το πλοίο τα 'θεσαν, και αράδα καθισμένοι | |
με τα καλόξυστα κουπιά την θάλασσα λευκαίναν. | |
κ' εγώ κεριού μέγαν τροχό μ' ακονητό μαχαίρι | |
ελιάνισα, και το 'θλιβα με τ' ανδρικά μου χέρια· | |
και τα κερί ζεσταίνονταν, ως τό βιαζ' η ανδρειά μου, | 175 |
και ο Ήλιος ο Υπερίονας με την θερμή του ακτίνα. | |
αραδικώς τότ' έφραξα τ' αυτία των συντρόφων· | |
εκείνοι χεροπόδαρα μ' εδέσαν 'ς το κατάρτι | |
ορθόν, κ' έστριψαν των σχοινιών ταις άκραις ς' τον κορμό του, | |
και την λευκή την θάλασσαν έδερναν καθισμένοι. | 180 |
και ότ' είμασθεν εις διάστημα, 'π ανθρώπου βοή φθάνει, | |
'ς αυταίς σιμά δεν ώρμησε χωρίς να το νοήσουν | |
το γοργό πλοίο, και άρχισαν ψιλόφωνο τραγούδι· | |
«ω καύχημα των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα, | |
το πλοίο κράτησ', έλα εδώ, ν' ακούσης την φωνή μας· | 185 |
ότι δεν πέρασε κανείς εδώθε με καράβι, | |
χωρίς το γλυκολάλημα ν' ακούση της φωνής μας. | |
ευφραίνεται και αναχωρεί με γνώσαις πλουτισμένος· | |
τι ξεύρουμ' όσα εμόχθησαν εις την πλατειά Τρωάδα | |
Τρώες και Αργείοι, των θεών ως ήθελεν η γνώμη. | 190 |
και ό,τι συμβαίν' ηξεύρουμε 'ς την γη την πολυθρέπτρα». | |
. | |
Τούτα εγλυκοκελάιδισαν· ποθούσα εγώ ν' ακούω, | |
κ' ένευα με τα βλέφαρα των φίλων να με λύσουν, | |
κ' εκείνοι έπεσαν 'ς τα κουπιά και σφόδρα ελάμναν όλοι· | |
ο Ευρύλοχος σηκώθηκεν ευθύς και ο Περιμήδης | 195 |
και με δεσμά πλειότερα μ' εδέναν και μ' εσφίγγαν. | |
και αφού ταις επροσπέρασαν, και αγάλι αγάλι εσβύσθη | |
με των Σειρήνων την φωνή και το γλυκύ τραγούδι, | |
το κερί τότε αφαίρεσαν οι αγαπητοί μου φίλοι, | |
οπού τους άλειψα τ' αυτιά, και απ' τα δεσμά μ' ελύσαν. | 200 |
. | |
Αλλ' ότε οπίσω αφήσαμε την νήσο των Σειρήνων, | |
καπνό και κύμα είδα τρανό, και άκουσα μέγαν κτύπο· | |
τρόμαξαν, και απ' τα χέρια τους έφυγαν τα κουπία, | |
'που εβρόντησαν 'ς την θάλασσα' και το καράβι εστάθη, | |
τι πλειά δε τό' βιαζαν κουπιά και ανδρειωμένα χέρια. | 205 |
κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα και τους συντρόφους όλους | |
από κοντά συμβούλευα με λόγια μελωμένα· | |
«αγαπητοί μου, αμάθητοι δεν είμασθε από πάθη· | |
το κακό τούτο, 'πώρχεται, χειρότερο δεν είναι | |
απ' τ' άντρ', όπου του Κύκλωπα μας είχε κλείσ' η βία· | 210 |
όμως κ' εκείθ' η αξία μου, ο νους και η φρονιμάδα, | |
μας έσωσε, κ' έναν καιρό θα το ενθυμείσθ', ελπίζω. | |
κ' ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι· | |
εσείς αυτού καθήμενοι με τα κουπιά κτυπάτε | |
την αγριωμένην θάλασσαν, ίσως μας δώση ο Δίας | 215 |
να φύγουμ' απ' τον όλεθρο, 'που εδώ μας παραστέκει. | |
συ, κυβερνήτη, έχε τον νου 'ς αυτό, που σε προστάζω, | |
επειδή συ 'σαι οπού κινείς του καραβιού το δοιάκι· | |
έξω από τούτον τον καπνό και από το κύμα στρέφε | |
το πλοίο, και όλο σίμονε 'ς τον βράχο, μη σου φύγη | 220 |
μ' ορμή 'ς εκείνη την μεριά και εις συμφοραίς μας ρίξης». | |
. | |
Αυτά 'πα και όλ' υπάκουσαν και τότε ως προς την Σκύλλα, | |
την αναπόφευκτη πληγή, λόγο 'ς αυτούς δεν είπα, | |
μη φοβηθούν οι σύντροφοι, και απ' την κουπηλασία | |
παύσουν, και μέσα μου ριχθούν 'ς του καραβιού τα βάθη. | 225 |
τότ' άφησα το βαρετό παράγγελμα της Κίρκης, | |
'που να μη ζωσθώ τ' άρματα πολύ μώχε συστήσει, | |
και την καλή μου αρματωσιά φόρεσα, και δυο λόγχαις | |
μακρυαίς 'ς τα χέρια σφίγγοντας ανέβηκα εις την πλώρη, | |
ότι απ' αυτού να πρωτοϊδώ θαρρούσα εγώ την Σκύλλα, | 230 |
πετροθεριό, 'που μώφερνε καταστροφή των φίλων. | |
και αυτήν να ιδώ δεν δύνουμουν· τα μάτια μου αποκάμαν | |
ολόγυρα εξετάζοντας την σκοτεινώδη πέτρα. | |
. | |
Με θρήνους το κατάστενο διαβαίναμε οι θλιμμένοι· | |
εδώθ' η Σκύλλα, και άντικρυς η Χάρυβδις η θεία | 235 |
είχε τα πικρά κύματα φρικτά ξαναρουφήσει· | |
και ότε τα εξέρνα, ως με πολλήν φωτιά βράζει κακκάβι, | |
γουργούριζ' όλη ανάκατη, κ' η άχνη της πετιόνταν | |
ανάερα 'ς ταις κορυφαίς του ενός και του άλλου βράχου. | |
και ότε τα πικρά κύματα ξαναρουφούσε, πάλιν | 240 |
ανάκατη όλη εφαίνονταν 'ς τα βάθη, κ' εβροντούσε | |
ο βράχος όλος φοβερά, και η γη κάτω εφαινόνταν | |
μαύρη 'ς τον άμμο· κ' έπαιρνεν αυτούς αχνή τρομάρα. | |
κ' ενώ κυττάζαμεν αυτήν με φόβο του θανάτου, | |
μ' άρπαξ' η Σκύλλ' απ' το βαθύ καράβι έξι συντρόφους, | 245 |
οπού 'ς την δύναμι πολύ και 'ς τ' άρματα επρωτεύαν. | |
και όπως το πλοίο γύρισα να ιδώ και τους συντρόφους, | |
επάνω μ' ήδη νόησα τα πόδια και τα χέρια | |
εκείνων, απ' ανάερα σηκόνονταν, κ' εμένα | |
καλούσαν, ύστερη φορά, κατ' όνομα οι θλιμμένοι. | 250 |
και απ' άκρη βράχου ως ο ψαράς μ' ένα μακρύ καλάμι, | |
'ς τα μικρά ψάρια δόλωμα προσφέροντας, βυθίζει | |
το ταύρινο το κέρατο, και άμα το ψάρι πιάση | |
ευθύς το ρίχν' εις την ξηρά, κ' εκείνο λακταρίζει· | |
όμοι και αυτοί λαχτάριζαν 'ς τα βράχη αναιβασμένοι, | 255 |
κ' εκεί, 'που αυτή τους έτρωγε 'ς την θύραν, εφωνάζαν, | |
προς με τα χέρια απλώνοντας, 'ς του χάρου την οδύνη. | |
άλλο, 'σαν κείνο, ελεεινό τα μάτια μου δεν είδαν, | |
'ς όσά 'παθα της θάλασσας τους δρόμους ερευνώντας. | |
. | |
Και αφού την φρικτή Χάρυβδι, την Σκύλλα, και ταις πέτραις, | 260 |
φυγάμ', ευθύς εφθάσαμε 'ς τ' άγιο νησί του Ηλίου, | |
οπού είν' η πλατυμέτωπαις ωραίαις αγελάδαις, | |
και σαρκωμένα πρόβατα πολλά, κ' είναι δικά του. | |
και ως ήμουν μεσοπέλαγα, μες το καράβι ακόμα, | |
των αγελάδων άκουσα το μούγκρισμα μακρόθεν, | 265 |
και των αρνιών το βέλασμα, 'που 'ς τα μανδριά γυρίζαν. | |
και ό,τι είχε ειπεί θυμήθηκα ο μάντης Τειρεσίας, | |
και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία, | |
να φύγω το νησί του Ηλιού, 'που τους θνητούς ευφραίνει. | |
και τότ' εγώ περίλυπος προς τους συντρόφους είπα· | 270 |
«'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι· | |
να μάθετε τι πρόλεγεν ο μάντης Τειρεσίας, | |
και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία, | |
να φύγω το νησί του Ηλιού, που τους θνητούς ευφραίνει. | |
μέγα κακόν, ως έλεγεν, αυτού μας περιμένει. | 275 |
αλλά παρέξω απ' το νησί στρέψετε το καράβι». | |
. | |
Αυτά 'πα, και εις τα στήθη τους ερράισ' η καρδία, | |
κ' είπεν ο Ευρύλοχος πικρά· «σκληρός είσ' Οδυσσέα· | |
σου περισσεύ' η δύναμις, ακούραστα 'χεις μέλη· | |
σίδερο θα 'ναι η πλάσι σου, 'που, αγρύπνια αφού και κόπος | 280 |
εδάμασαν τους φίλους σου, δεν τους αφίνεις τώρα | |
'ς την γη να βγουν και εις το νησί, που η θάλασσ' όλο ζώνει, | |
τον δείπνο θα ετοιμάζαμε, και θα 'χαιρε η καρδιά μας· | |
και συ να παραδέρνουμε την άγρια νύκτα θέλεις, | |
πέρ' από τούτο το νησί, 'ς τα σκοτεινά πελάγη. | 285 |
και η νύκταις μάλιστα γεννούν τους φοβερούς ανέμους, | |
των καραβιών καταστροφή· τον χάρο που θα φύγης, | |
την νύκτ' αν ξάφνου σηκωθή και σ' εύρη ανεμοζάλη, | |
Νότος είτ' έλθ' ή Ζέφυρος, σφοδρότατος αέρας, | |
'που και εις το πείσμα των θεών συντρίβουν τα καράβια; | 290 |
όθεν ας υπακούσουμε 'ς την μαύρη νύκτα τώρα· | |
τον δείπνο θα ετοιμάσουμε προς το γοργό καράβι, | |
και ως φέξη θα το ρίξουμεν εις τα πλατειά πελάγη», | |
. | |
Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τους λόγους του Ευρυλόχου· | |
τότ' ένοιωσα πως ο θεός ολέθριαν είχε γνώμη· | 295 |
κ' εκείνον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα· | |
«Ευρύλοχε, με βιάζετε, μόνος αφού 'μαι εμπρός σας· | |
πλην ελάτ' όλοι, φοβερόν όρκον ομόσετέ μου, | |
βωδιών αγέλη αν εύρουμεν ή μέγ' αρνιών κοπάδι, | |
από κακή του τύφλωσι κανείς να μη φονεύση | 300 |
βώδι κανένα ή πρόβατον, αλλ' ήσυχοι χαρήτε | |
όσαις τροφαίς η αθάνατη μας έχει δώσ' η Κίρκη». | |
. | |
Είπα, κ' εκείνοι ωρκίσθηκαν ως είχα εγώ ζητήσει, | |
και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' ετέλειωσαν εκείνοι, | |
τ' ωρηό καράβι αράξαμε μες τον βαθύ λιμένα, | 305 |
'που 'χε σιμά γλυκό νερό· και οι σύντροφοί μου εβγήκαν | |
έξω 'ς την γη, και τεχνικά τον δείπνον ετοιμάσαν, | |
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, | |
έκλαιαν ενθυμούμενοι τους ποθητούς συντρόφους, | |
'π' άρπαξ' η Σκύλλα κ' έφαγεν απ' το βαθύ καράβι· | 310 |
κ' ύπνος τους έπιασε γλυκός εκεί, 'που ακόμη εκλαίαν, | |
και μες το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, | |
άνεμον σήκωσε σφοδρόν ο αστραποφόρος Δίας, | |
με φυσομάνισμα φρικτό, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη | |
πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. | 315 |
και ως ήλθε η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | |
εις άντρο μέσα εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο· | |
κ' ήσαν αυτού χορότοποι κ' έδραις Νυμφών ωραίαις. | |
τότ' έκαμα συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα· | |
«ω φίλοι, αφού 'ς το πλοίο μας πιοτό και βρώσις είναι, | 320 |
τα βώδι' αυτά μη εγγίξουμε, μη συμφορά μας εύρη. | |
ότι δεινού θεού τ' αρνιά τούτά 'ναι και η δαμάλαις, | |
του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει». | |
. | |
Αυτά 'πα, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή τους. | |
και όλον τον μήνα ακοίμητος Νότος εφύσα ουδ' άλλος | 325 |
απ' τους ανέμους έπνεεν, Εύρος ειμή και Νότος. | |
και όσο είχαν σίτον και κρασί κόκκινο οι σύντροφοι μου, | |
τα βώδια δεν επείραξαν φοβούμενοι τον χάρο· | |
αλλ' όταν όλαις η τροφαίς απ' το καράβι ελείψαν, | |
και απ' την ανάγκη εγύριζαν κυνήγι αναζητώντας, | 330 |
ψάρια, πουλιά, και ό,τ' εύρισκαν, με κύρτ' αγκίστρια πιάναν, | |
η πείνα ως τους βασάνιζε· και τότε μέσα επήγα | |
εις το νησί, να δεηθώ των αθανάτων, ίσως | |
μου δείξη κάποιος των θεών του γυρισμού τον δρόμο. | |
και αφού 'ς τα μέσα του νησιού, μακράν απ' τους συντρόφους, | 335 |
εις μέρος ήλθ' απάνεμον, ενίφθηκα τα χέρια, | |
κ' ευχήθην όλων των θεών των ολυμποκατοίκων· | |
κ' εκείν' ύπνον γλυκύτατον 'ς τα βλέφαρά μου εχύσαν, | |
κ' έκαμν' αρχή γνώμης κακής ο Ευρύλοχος 'ς τους άλλους· | |
«'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι· | 340 |
όλ' είναι οι θάνατοι πικροί των άμοιρων ανθρώπων, | |
αλλ' ο πολύ φρικτότερος, της πείνας ν' αποθάνης· | |
του Ηλίου ταις καλήτεραις ας σύρουμ' αγελάδαις, | |
προς τους θεούς να σφάξουμε τους ουρανοκατοίκους. | |
και αν 'ς την Ιθάκη φθάσουμε, την ποθητήν πατρίδα, | 345 |
του Ηλίου του Υπερίονα κτίζουμ' ευθύς ωραίον | |
ναόν, και μέσ' ατίμητα πολλά κρεμάμε δώρα. | |
αλλ' αν για βώδια ορθόκερα χολιάση και θελήση | |
το πλοίο να συντρίψη αυτός, κ' οι άλλοι θεοί το στέργουν, | |
κάλλιο 'ς το κύμα χάσκοντας με μια να ξεψυχήσω, | 350 |
παρά να τήκωμαι καιρούς εις ένα ερημονήσι». | |
. | |
Είπε, και όλοι εσυμφώνησαν οι άλλοι, κ' εν τω άμα | |
του Ηλίου ταις καλήτεραις εσύραν αγελάδαις, | |
εγγύθεν, ότι όχι μακράν του μαυροπλώρου πλοίου | |
η ωραίαις πλατυμέτωπαις έβοσκαν αγελάδαις. | 355 |
και ολόγυρα τους έκαμαν ευχαίς των αθανάτων, | |
απ' το υψηλόκομον ιδρύ χλωρά μαδώντας φύλλα, | |
ότι 'ς το πλοίο δεν είχαν ποσώς λευκό κριθάρι. | |
και άμα ευχηθήκαν, κ' έσφαξαν κ' έγδαραν, τα μερία | |
έκοψαν και τα εσκέπασαν 'με διπλωτό κνισάρι, | 360 |
κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια· και να χύσουν | |
σπονδαίς εις τα καιόμενα σφαχτά κρασί δεν είχαν, | |
και με νερό σπονδίζοντας όλα τα εντόσθια ψήναν. | |
και αφού καήκαν τα μεριά κ' εγευθήκαν τα σπλάχνα, | |
ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν. | 365 |
ο γλυκός ύπνος έφυγε τότε απ' τα βλέφαρά μου, | |
κ' εκίνησα προς το γοργά καράβι 'ς τ' ακρογιάλι· | |
αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, | |
ήλθε ο γλυκύτατος καπνός της λίπας προς εμένα, | |
κ' εκλαύθηκα γογγύζοντας εμπρός των αθανάτων· | 370 |
«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, | |
Αχ! για καλό δεν μ' έχετε 'ς ύπνο βαρύ βυθίσει· | |
κ' εδώ, 'που εμέναν, έπραξαν έργο μεγάλο οι φίλοι». | |
. | |
'Σ τον Ήλιον η μακρόπεπλη εχύθη Λαμπετία | |
μηνύτρα ότι του εσφάξαμεν εμείς ταις αγελάδες· | 375 |
χολώθη εκείνος κ' έλεγεν εμπρός των αθανάτων· | |
«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, | |
τους ασεβείς πατάξετε συντρόφους του Οδυσσέα, | |
'που μ' άρπαξαν και μώσφαξαν τα βώδια· και εις εκείνα | |
χαιρόμουν ως ανέβαινα 'ς τον κάταστρον αιθέρα, | 380 |
και ως πάλιν έγερνα εις την γην από τα ουράνια μέρη. | |
και αν για τα βώδια πλερωμήν, ως πρέπει, δεν μου δώσουν, | |
'ς τον Άδη θε να καταιβώ και των νεκρών θα λάμπω». | |
. | |
Και ο Δίας του αποκρίθηκεν ο νεφελοσυνάκτης· | |
«Ήλιε, συ λάμπε ως έλαμπες, εδώ των αθανάτων, | 385 |
Και των ανθρώπων των θνητών 'ς την γη την σιτοδώρα· | |
κ' εγώ το γοργό πλοίο τους τρίμματα ευθύς θα σχίσω | |
με φλογοβόλον κεραυνό 'ς τα σκοτεινά πελάγη». | |
. | |
Τούτ' άκουσ' απ' την Καλυψώ, την λαμπρομάλλα νύμφη, | |
κ' εκείνης τα 'πε, ως έλεγεν, ο γλήγορος Ερμείας. | 390 |
. | |
Και εις το καράβι ως έφθασα κάτω 'ς το περιγιάλι, | |
όλους ομού γλωσσόδερνα και χωριστά· και ο νους μας | |
διόρθωσι δεν εύρισκεν· ήσαν νεκρά τα βώδια. | |
τέρατα ευθύς οι αθάνατοι τους δείχναν· εσερνόνταν | |
τα δέρματα, και εις τα σουβλιά τα κρέατ' εμουγκρίζαν, | 395 |
ωμά, ψητά, και ωσάν βωδιών ακούετ' η φωνή τους. | |
. | |
Ημέραις έξι ολόκληραις οι σύντροφοι μου ετρώγαν | |
από τα βώδια, 'πώκλεψαν, τα εξαίρετα του Ηλίου, | |
αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, | |
έπεσε τότ' ο άνεμος, και δεν φυσομανούσε· | 400 |
κ' εμείς το πλοίο ρίξαμε 'ς τα διάπλατα πελάγη, | |
τεντόνοντας τα κάτασπρα πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι. | |
αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την νήσο, και καμμία | |
γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν, | |
σύννεφο μαύρο έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι | 405 |
επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω· | |
κ' έτρεχε το πλεούμενον, αλλ' όχι πολλήν ώρα, | |
τι ογλήγορ' ήλθε ο Ζέφυρος σφικτά φυσομανώντας, | |
κ' η ανεμοζάλη σύντριψε το 'να και τ' άλλο ξάρτι· | |
και το κατάρτι εβρόντησεν οπίσω· τ' άρμενά του | 410 |
'ς την γάστραν όλα εχυθήκαν, κ' εκείνο αυτού 'ς την πρύμη | |
τον κυβερνήτη κτύπησε 'ς την κεφαλή, και άμ' όλα | |
τώσπασε ομού τα κόκκαλα της κεφαλής· κ' εκείνος | |
έπεσ', ως πέφτει ο βουτηκτής, 'ς το κύμα κ' ενεκρώθη· | |
σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο· | 415 |
ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία, | |
και θειάφη όλο το γέμισεν· οι σύντροφοι μου επέσαν, | |
και εις το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις | |
επλέαν· θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα. | |
κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα, ως ότου της καρίνας | 420 |
τα πλευρά πήρε η τρικυμιά, κ' έπλεε γυμνή 'ς το κύμα. | |
και το κατάρτι επάνω της εσύντριψε, αλλ' ακόμη | |
ήτο από βωδοτόμαρο λουρί προσκολλημένο· | |
μ' εκείνο αφού σφικτόδεσα κατάρτι και καρίνα, | |
εκάθισα και μ' έπαιρνεν η λύσσα των ανέμων. | |
έπαυσε τότε ο Ζέφυρος και δεν φυσομανούσε, | 425 |
αλλ' ήλθε ο Νότος πετακτά, 'ς οδύναις να με ρίξη, | |
την πάγκακη την Χάρυβδι και πάλι να μετρήσω. | |
ολονυκτής εδέρνομουν, και ο ήλιος άμ' εφάνη | |
'ς την φρικτήν ήλθα Χάρυβδι, και ς' την κορφή της Σκύλλας· | 430 |
και ως κείνη εξαναρούφησε την άρμην, επετάχθην | |
'ς την υψηλήν αγριοσυκιά, και αυτού 'σαν νυκτερίδα | |
προσκόλλησ' όλο το κορμί· δεν είχα που να στήσω | |
το πόδ' ή επάνω ν' αναιβώ· μακράν η ρίζαις ήσαν, | |
και οι κλώνοι της εξέβγαιναν ανάεροι, μεγάλοι, | 435 |
και κάτω εις την Χάρυβδι τον ίσκιο τους απλόναν. | |
σφικτά κρατιόμουν, ως να ιδώ κατάρτι και καρίνα | |
να μου ξεράση πάλι αυτή· κ' εστέναξα όσο να 'λθουν. | |
και ότε ο κριτής την σύνοδο για να δειπνήση αφίνει, | |
αφού πολλών ξεδιάλυσεν ανδρών φιλονεικίαις, | 440 |
τα ξύλ' από την Χάρυβδι τότ' εφανερωθήκαν. | |
τα χέρια τότε απόλυσα, τα πόδια, 'ς τον αέρα, | |
'ς το κύμα μέσα εβρόντησα παρέξω από τα ξύλα, | |
κ' έλαμνα με τα χέρια μου 'ς εκείν' αποθωμένος. | |
την Σκύλλα να ξαναϊδώ δεν άφησε ο πατέρας | 445 |
θεών και ανθρώπων· άφευκτα θα μ'εύρισκεν ο χάρος. | |
. | |
Κείθ' εννηά 'μέραις δέρνομουν· και την δεκάτη νύκτα | |
'ς την Ωγυγίαν οι θεοί μ' εφέραν, οπού μένει | |
η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη | |
με αγάπα και μ' εξένιζεν· αυτά τι σου τα λέγω; | 450 |
χθες ήδη 'ς το παλάτι σου τα ιστόριζα κ' εσένα | |
και της σεπτής συντρόφου σου· και δεν μ' αρέσει εκείνα, | |
'που ένα προς έν' ανάφερα, να ξαναλέγω τώρα. |
ΤΕΛΟΣ Β' ΤΟΜΟΥ