Title: Πεζοί Ρυθμοί
Author: Zacharias L. Papantoniou
Release date: January 29, 2011 [eBook #35114]
Most recently updated: January 7, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1922
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ„ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1922
Στον κάμπο με τα χρυσά κλήματα, στη θάλασσα των αμπελιών μάς πήγαινε το τραίνο — μια Κυριακή πρωί, μια ρόδινη ανατολή. Στη θάλασσα των αμπελιών, εκεί ακούσαμε την καμπάνα, μια Κυριακή πρωί, την καμπάνα της λειτουργίας!
Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ;
Για ξένους τόπους ξεκινήσαμε, για συννεφιασμένους ουρανούς. Άσπρα χωριά φεύγουν μπροστά μας, άσπρα καμπαναριά χάνονται στης τούφες των δέντρων. Η ράχες γέμισαν ρόδα — στον κάμπο χύνεται ο ψαλμός της καμπάνας! Πού την πας την ανία σου ;
Σαν άσπρο σύννεφο περιστεριών, σαν περιστέρια με καμαρωτό στήθος, σαν περιστέρια με νύχια κοράλινα, πετούν με τον ήχο της καμπάνας στον αέρα οι στοχασμοί των χωρικών που πάνε στη λειτουργία! Ας μπορούσες μαζί με τους στοχασμούς των να πετάξης απάνω απ' την πεδιάδα! Ας μπορούσες να καταίβης μαζί τους σε καθαρό νεράκι, να σταθής μαζί τους σε μπαλκόνι με βασιλικά! Είνε πρωί τριανταφυλλένιο, είνε Κυριακή.
Τούτα τα βουνά που ροδίζουν στην ανατολή κράτησε τα στα βάθη σου, φτωχή μου ψυχή.
Τούτες η χρυσές Ελλάδες, που φεύγουν σήμερα γύρω απ' το τραίνο, θάρχωνται στης νύχτες της ξενητειάς σου… Τούτα τα λουλούδια των χωραφιών θα φυτρώνουν στους γκρεμούς της απελπισίας σου, στην άβυσσο της ανίας σου — για να τα τρυγάς κάτω από βροχή κι' ομίχλη…
Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ;
Η καμπάνα σε ρωτάει για πού ξεκίνησες.
Η καμπάνα σε ρωτάει πώς λησμόνησες τον
Κύριον Ημών…
Ω! απάνου απ' τη χρυσή πεδιάδα, τούτο το πρωί της Κυριακής, άκουσε, σκυφτή, τον ήχο που σε κρίνει! Γύρισε πίσω.
Πάντα ο πραματευτής στο στενό δρόμο — πάντα η φωνή του στο δειλινό!
Πάντα η φωνή του στην πορφυρή ώρα — όταν κάποιο φτωχό τζάμι της Αθήνας ανάβει απ' την ενθύμησι του ήλιου που έσβυσε!
Νάνε η ανία της πόλης που έκαμε τη φωνή του μελωδία ; Νάνε αυτή που τη χρυσόδεσεν απάνω στην ώρα ; Νάνε η λύπη μου που την προσφέρει στον εσπερινό ;
Ας ήξερα ποιος οδηγεί τη φωνή του πραματευτή να τελειώνη σε ψαλμό — ποιος της έδωκε τη βυζαντινή καμπύλη. . .
Νάνε η ζωή — νάνε ο καιρός — νάνε η ψυχή μου που αρμόζει της φωνές των γυρολόγων απάνω στης ώρες και στα τοπεία ;
Πάντα η φωνή του πραματευτή στο φτωχό δρόμο — η φωνή του στον ήλιο που βασιλεύει!
Η φωνή του είν' ο καιρός που μας χτύπησε.
Η φωνή του είν' η μέρες που δεν ξανάρχονται. Η φωνή του είν' η γνώση που μας επίκρανε.
Και συ δεν ξέρεις τίποτα — όταν το ημιτόνιο της μελωδίας σου λυώνει στο φλογισμένον ορίζοντα — πραματευτή με τα νήματα και της δαντέλλες!
Κύριε, που ρίχνεις το σκοτάδι στα στάχια
και στα κύματα, στους λογισμούς και στα δάση
— ευδόκησε να πέση η νύχτα και να μου
σκεπάση τη μνήμη!
Κύριε, που έγνεψες στον αδερφό μου να ρθή στο πλευρό σου, σκόρπισε την ενθύμησί του καθώς σκορπίζεις το άσπρο σύννεφο στο γαλανό διάστημα — και μην επιτρέψης στην προδοσία της φαντασίας να τον φέρνη μπροστά μου για να τον χάνω πολλές φορές! Απομάκρυνε από με τη μάταιη παρηγοριά. Επίβλεψε τους ύπνους μου για να μη τον ονειρευτώ.
Σβύσε, Κύριε, της ευτυχίες που είχα στο πλευρό του. Σκότισε μέσα στο πνεύμα μου τα ηλιοβασιλέμματα που κυττάξαμε μαζί μ' εκείνον· μάρανε τη θάλασσα των σπαρτών που μου είχε δείξει· αφάνισε από μπρος μου ό,τι αυτός είχεν αγαπήσει — τοπεία, μορφές, πολιτισμούς.
Άστραψε, Κύριε, με φοβέρα στην αδυναμία μου που κυττάζει τους βραδυνούς ορίζοντες μήπως τον ιδή. Μην αφήσης τους στεναγμούς μου να κινούν τα φυλλώματα του Παραδείσου. Μην αφίνης την αμφιβολία μου να σβύνη τη φλόγα των άστρων σου. Κεραύνωσε τον πόνο μου που ρωτά τον ουρανό κι' ασχημίζει την αιωνιότητα.
Κύριε, ας μη τον θυμηθώ! Ξέρω που τον έβαλες σε τοπείο με απλές και καθαρές μορφές. Ακουμπημένος ελαφρά σε λιγερόκορμο δέντρο ξέρω που θα κυττάζη και θα χαίρεται αληθευμένες της ζωγραφικές οπτασίες του. Σε τέτοια δόξα γιατί να τον ταράξη ο πόνος μου ; Γιατί να φυσήξη το παράπονό μου στους κήπους των ιδεών σου ; Γιατί να χύσω δάκρυ μέσα στη βρύση της αλήθειας ;
Κύριε, ρίξε μου όλες σου της νύχτες στη μνήμη!
Μην έχοντας πλάνη ικανή να μας γελάση —
σπίτι να μας ανάψη φωτιά — χέρι να σφίξωμε
— όνειρο ν' ακολουθήσουμε — πηγαίναμε ανάμεσα
στην πλάση χωρίς σκοπό, εγώ κι' η
ψυχή μου.
Η ψυχή μου είνε βουβή. Η χαρά την αποχαιρέτισε. Η ενέργεια την ξέχασε. Τα παρεκκλήσια τη διώχνουν. Κυττάζει τον κόσμο και σωπαίνει.
Και τώρα, καθώς περνούμε ανάμεσα στην πλάση, πόσο είμαστε έρημοι! Κανένα δέντρο δεν ρώτησε πού πηγαίνουμε.
Το νερό δεν εστάθηκε να μας καθρεφτίση.
Το κοράκι δε χαμήλωσεν — ούτε για να ιδή αν είμαστε πεθαμένοι.
Τ' αστέρια δεν άναψαν για μας.
Τα πουλιά πήγαιναν να κοιμηθούν χωρίς να μας ρωτήσουν αν έχωμε να τους δώσωμε μήνυμα — σ' εκείνους που μας λησμόνησαν.
Απαντήσαμε τη νύχτα στο δρόμο — και δε μας πήρε στα παραμύθια της.
Κι' όμως — κάποια παράδοξη ζέστα νοιώσαμε στην ερημιά εμείς οι έρημοι. Κάποια παράδοξη χαρά δοκιμάσαμε βυθισμένοι στην απέραντη αδιαφορία της πλάσης — που μας έσφιγγε με στοργή, χωρίς να γνωρίζη ούτε μας, ούτε τον εαυτό της!
Δυο κατσίκια πήδησαν μπροστά μου στη χλόη — τάχα ποιος να μου στέλνη αυτό το δώρο στα παιδιάτικα χρόνια μου που πέρασαν ;
Γαλάζιο πουλάκι έσεισε μπροστά μου την
ουρά του — κάποιος θα το στέλνη προσφορά
στους παληούς μου πόνους.
Είδα τ' άσπρο αρνάκι που γεννήθηκε μόλις προχτές — κάποιος θα θυμήθηκε πως έκαμα μια καλή πράξι έναν καιρό.
Απάντησα στον κάμπο το δέντρο με τον κορμό του σαν αργή μουσική στροφή — κάποιος θα το φύτεψεν εκεί παρηγοριά του πνεύματός μου.
Το φλογισμένο βραδυνό σύννεφο βυθίζεται στη βάρυπνη ψυχή μου κι' η ψυχή μου ροδίζει όπως οι βάλτοι των χωραφιών. Ευχαριστώ το Δημιουργό!
Του Μπετόβεν η Εννάτη μας πήρε και ταξειδέψαμε, αγαπημένη, θείο ταξείδι. Ατάραχη και βέβαιη για το δρόμο της, η Εννάτη, μας πήγαινε στο άστρο των Ιδεών.
Ω! μην το πης ποτέ τι είδες. Να το θυμάσαι μόνον σαν είσαι ωραία, μόνο σαν είσαι πολύ δυστυχισμένη. Στο βαθύτερο φως των ματιών σου που δεν το βλέπει κανείς, ούτε η αγάπη, κράτησε της αθάνατες μορφές που καταδέχτηκαν να της κυττάξωμε. Είδαμε της γραμμές που ονειρεύονται τα μάρμαρα εδώ στη γη με το φεγγάρι. Είδαμε όσα συλλογίζονται το βράδυ τα γερμένα δέντρα. Γνωρίσαμε τους λογισμούς των νερών στην ώρα της δύσης. Της υπέρτατες μορφές, τους τύπους αντικρύσαμε. Στον κρουνό των στοχασμών το κουρασμένο μας πνεύμα ελούστηκε. Στην πηγή της καλωσύνης το περιστέρι της ψυχής μας ήπιε.
Λοιπόν δίκαια πονούσαμε! Λοιπόν όσα τολμήσαμε να πιστέψωμε τόσον καιρό — ήταν αλήθεια. Εκεί απάνω βρήκαμε το σκοπό του πόνου. Μη φοβηθής ποτέ πια την ασκήμια των ανθρώπινων ψυχών — τη φρίκη της μοίρας.
Μη φοβηθής τίποτα — παρά συλλογίσου όταν υποφέρης, το Ταξείδι! Το πλοίο της Εννάτης θυμήσου όταν άραξε στο άστρο των Ιδεών — τον Πλάτωνα θυμήσου, ορθό, σε λειβάδι άσπρο απ' ανθούς, καθώς κύτταζε μακρυά της Ιδέες να λούζωνται στη θάλασσα του γαλάζιου!
Ευλογημένος αυτός που μας πήρε στο πλοίο των ήχων, αυτός που μας πήγε στην αιτία του κόσμου — ευλογημένο το θλιβερό του πνεύμα που μας ταξείδεψε. Βυθίσου για πολύν καιρό στον εαυτό σου. Σιωπή — σιωπή.
Σήμερα είμαι ο κοινός κι' ο αλάθευτος
προφήτης.
Σήμερα ξέρω εκείνα που οι άλλοι τρέμουν
να τα πουν.
Ωραία κοπέλλα, στην άσπρη αυγή του γέλιου σου βλέπω τον Άδη των δοντιών που θα λείψουν. Ωραία γυναίκα! Στο μουσικό περπάτημά σου βλέπω την ποδάγρα που θα σε βυθίση στην πολυθρόνα — όταν σαλεύοντας το κάτω σαγόνι, πολύ γρηά, θα παραπονιέσαι χωρίς ν' ακουστής.
Έφηβε! Ακούω τον αγώνα της γεροντικής
σου βακτηρίας απάνω στης πέτρες.
Έρωτα! Βλέπω τα φεγγάρια να ξανάρχονται
στρογγυλά κι' όταν θάχεις ξεχαστή.
Ρόδινα πρόσωπα γύρω στη λάμπα του χαρούμενου σπητιού! Ακούω τη βροχή να σβύνη την επιγραφή των χορταριασμένων σας τάφων.
Το έργο του ποιητή που θαυμάζω σαπίζει
στο παλαιοπωλείο του δρόμου.
Ο απόστρατος σέρνει την ημιπληγία του με
βροντερά σπηρούνια προς το δημόσιον πάγκο.
Στον παληό κήπο απαντήθηκαν οι δυο ερωτευμένοι και προσπεράσανε — σαν να μην είχαν ποτέ γνωριστή.
Το άλογο της ενέργειας κυλίστηκε στα βάθη μιας χαράδρας.
Ο πονεμένος λησμόνησε.
Απάνω στα συντρίμματα των πολιτισμών
βηματίζουν οι αρχαιοφύλακες.
Ω σιωπή! Ω λήθη! Απόψε, όσο ποτέ
άλλη φορά, σας ακούω.
— Λοιπόν, είπεν ο αρχαίος θεός, ήρθεν η ώρα να πεθάνω. Το γέλιο του Λουκιανού ακούγεται στον Όλυμπο. Αφού όμως αυτό είνε το θέλημά σου, ώ άνθρωπε, τι μπορώ να κάμω; Είσαι το υπέρτατο Ον που πλάττει κι' αφανίζει — και τίποτε δε μπορεί να γλυτώση απ' την καταστροφή όταν αποφασίσης να το λησμονήσης. Εμείς οι Θεοί το ξέρομε! Αν κι' η σκέψη μας είνε περιωρισμένη, κρατεί όμως απ' τη μεγάλη σου διάνοια που την εδημιούργησε — και μπορεί κάποτε, τολμώντας, να φτάση ως το Απόλυτο, που είσαι συ. Σου χρωστούμε τα πάντα. Καταδέχτηκες να μας δώσης τη γραμμή του σώματός σου. Σε μιαν απελπιστική μακαριότητα θα νυστάζαμε άνεργοι, γράφοντας συνταγές αρετής, αν δεν είχες προνοήσει από ευσπλαγχνία να μας χαρίσης το σώμα σου και τα πάθη του! Χάρις σ' εσένα γνωρίσαμε το ανθισμένο μονοπάτι της αμαρτίας. Απογύμνωσες τη διάνοιά σου για να μας δώσης της ιδέες της, την ψυχή σου για να μας χαρίσης την αγάπη της και το θυμό της — και καταδέχτηκες απ' το μεγάλο σου έργο, απ' τη φωτιά, ν' αφήσης ν' ανάψωμε τον κεραυνό μας που σε σκοτώνει.
Τώρα τελείωσαν όλα. Δεν έζησα παρά μια στιγμή — μόνο χίλια χρόνια — κι' είνε θλιβερό να πεθαίνη ένας Θεός νέος μέσα σ' ένα λαό σαν τους Έλληνες. Ποτέ πια δε θα πετάξω απ' τον Όλυμπο στον Ταΰγετο μαζί με τ' αλαφρά σύννεφα που τα κυνηγούν ανοιξιάτικοι άνεμοι. Ποτέ δε θ' αγναντέψω το λιγερό ελιγμό του Αλφειού μέσα στο απαλό τοπείο της Ολυμπίας — μήτε θα λούσω το κορμί μου ανάμεσα στης Κυκλάδες, την ώρα που τα κύματα εναντιώνονται στο λευκό πανί που πηγαίνει για τη χρυσή Δήλο!
Μα μήπως είμαι αθάνατος ; Θεός είμαι. Θ' ακολουθήσω το θέλημα εκεινού που μ' έπλασε. Άνθρωπε, δημιουργέ, παράλαβέ μου το πνεύμα!
Στου πλατάνου τον ήσκιο, το μεσημέρι, ακουμπισμένοι στο χώμα, ξεκουράζονται αυτοί που δεν έχουν ιστορία — οι εργάτες.
Μιλούνε κινώντας τη γροθιά των — σα να δουλέβουν. Συνοδεύει της αγαθές των κουβέντες η αιώνια χειρονομία που χτίζει, αυτή που ύψωσε καταπρόσωπα του θανάτου της Πυραμίδες, το δωρικό ναό, της πέτρινες γοτθικές προσευχές.
Κανένας δε θα τους μάθει! Ξέρουν τη δημιουργία χωρίς υπογραφή.
Μα ενώ βυθίζονται στη λήθη των ανθρώπων, η πλάση που έχει απάνω της τα σημάδια της δύναμής των και της τόλμης των τους θυμάται — καθώς η γυναίκα το αντρίκιο σφίξιμο. Δίχως το λοστό στους γοφούς της, δίχως το φουρνέλο στην πέτρα της καρδιάς της, δίχως τον αθάνατον αχό τους, συλλογιέται πόσο θα ήταν στείρα, βαρειά απ' την άνεργην ενέργεια και την άκαρπην ωμμορφιά ρωτώντας για το σκοπό της χωρίς να τον μάθη . ..
Και το στοχασμό της τον βλέπω αυτό το ανοιξιάτικο μεσημέρι στο ρυάκι του λαμπρού φωτός, που σμαραγδένιο και ρόδινο μαζί, σταλάζοντας μέσ' απ' τα φύλλα του πλατάνου, τρέχει απάνω στα πουκάμισά σας και, στους λαιμούς σας, καθώς σαλεύετε μιλώντας, γιγάντιοι δουλευτάδες, ω σύντροφοί μου!
Ενώ σάλεβεν ακόμα τη δύναμί του ο πλάτανος και το πράσινό του ήταν σαν καμπάνα της χαράς που χτυπά στο διάστημα, τα στρογγυλά σύννεφα του φθινόπωρου υψώθηκαν ακίνητα στον ορίζοντα — και τον κύτταξαν.
Τότε άρχισε να ετοιμάζεται για το θάνατο.
Τα πρώτα φύλλα του που κιτρίνισαν, σαν μάτια που άνοιξαν στο φως της αλήθειας, είδαν το άπειρο που τον περίμενε — κι' ο πλάτανος ανατρίχιασε στη σκέψη πως θα γνωρίση το σκοπό του.
Απ' το ρυάκι που τον ποτίζει δεν πέρνει πλέον τίποτε υλικό. Ακούει μονάχα το τραγούδι του νερού στο φεγγάρι.
Λίγο — λίγο κιτρίνιζε. Λίγο — λίγο έφταναν στα κλαριά του χρυσοί στοχασμοί. Ως που μια μέρα κρατώντας ολάκερο το θησαυρό του άστραψε μέσ' το σκοτεινό Δεκέμβρη κι' έστησε μέσ' το πάρκο το χρυσό πολυέλαιο του μαρασμού του ακίνητο. Ούτ' ένα φύλλο δεν του έμεινε πράσινο — τίποτα πια δεν του θυμίζει τον κόσμο.
Σαν άγγιξεν έτσι την τελειότητα, έρριξε το πρώτο του μαραμένο φύλλο — μήνυμα πως είν' έτοιμος.
Και τ' άλλα φύλλα, βλέποντας εκείνο με ποια γαλήνη ξεκίνησε, φρόντισαν να πεθάνουν σύμφωνα με την ενθύμησή του. Δίχως τη βοήθεια του ανέμου, αποχαιρετώντας το κλαδί και σταματώντας για μια στιγμή στον αέρα, σαν πουλί που ζυγιάζει τα φτερά του, έπεφταν με κίνημα άξιο των ψυχών που γνώρισαν το Μοιραίο και δεν έχουν γελαστή.
Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν στην κελαϊδούσα ρεματιά.
Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια στάθηκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους, και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κυττάζουν.
Μέσ' απ' το λόγγο, μέσ' απ τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο.
Α! ζωή τρελλή που είσαι! Α ζωή!
Στον κόρφο του βουνού, σαν καλωσύνη που κρύβεται είν' ένα εκκλησάκι.
Χρόνια διακόσια κοιμάται απόξω ο καλόγερος που το ζωγράφισε — χρόνια διακόσια σωπαίνουν τα τρία του κυπαρίσσια.
Στον κόρφο του βουνού είν' ένα κάτασπρο εκκλησάκι.
Α ζωή ωραία που είσαι! Α ζωή!
Απάνω στης λιλά μολόχες, απάνου στο νέο θυμάρι, πουλάκια δίχως όνομα, στιγμές πουλάκια, ήρθαν — έφυγαν.
Η γαλανές σκιές των φύλλων τρέχουν στο φακιόλι της χωριατοπούλας που διαβαίνει κάτου απ' τον πλάτανο.
Στον ήσκιο του ο γεροπεύκος κοίμισεν ένα
κοπάδι.
Στο λαμπρό γαλάζιο τ' ουρανού άσπρα
σύννεφα σβύνουν από ηδονή…
Α ζωή ευτυχισμένη που είσαι! Α ζωή!
Κι' όμως την ώρα του δειλινού — δεν ξέρω τι θέλει το φως του άλλου κόσμου και χύνεται στα πεύκα, τι θέλει το φως του άλλου κόσμου…
Κι' όμως τώρα που βράδυασε δεν ξέρω γιατί
όλα στον κόσμο συλλογίζονται την αιτία των
— γιατί το σκοτάδι απλώνεται σαν ένα μεγάλο
νόημα…
Κι' όμως τώρα που σκοτείνιασε τα πλάσματα συλλογίζονται το νόημα τούτο, που το είχανε ξεχάσει το πρωί σήμερα με τον ήλιο, σήμερα με της χαρές, και πάλι θα το ξεχάσουν αύριο με τον ήλιο, αύριο με της χαρές…
Α ζωή ασυλλόγιστη που είσαι! Α ζωή!
Πάθη του ανθρώπου! Στο σιδερένιο κλουβί
της Ηθικής ρυάζεσθε και γυρνάτε απελπισμένα
— ωραία θηρία της θερμής Αφρικής!
Λεοπάρδαλη της ηδονής — λιοντάρι του θυμού — τίγρη του μίσους — ω! πόσο μεγαλότολμα εργάστηκεν η πλάση την κυρίαρχη γραμμή σας! Πώς ξετυλίγεται η αρμονία των θαυμαστών σας μυώνων στο καρτέρι και στην έφοδο!
Κι' όμως λίγη σκέψη, που τρέμει σαν καλάμι, μπόρεσε να σας κλείση στα σιδερένια κλουβιά της αρετής — και να! ο Στωικός με το μαστίγιο έκαμε τα φοβερά σας σώματα να ζαρωθούν σε μια γωνιά της φυλακής και να σωπάση η μεγάλη σας κραυγή προς την ελευθερία!
Ευτυχισμένοι και ράθυμοι, χωρίς ηθική και χωρίς εργασία, κυρτώνουν το τόξο της ράχης των απάνω στους πύργους των βιβλίων μας — οι γάτοι.
Του Αρίστιππου του Κυρηναίου οπαδοί, αφίνουν της ηθικής το πρόβλημα να βασανίζη το σκύλο του σπητιού. Απ' την αγάπη μας κρατούν το χάδι για να πετάξουν το υπόλοιπο. Γρατσουνίζουν μόλις νοιώσουν πως τους αγαπήσαμε πολύ.
Χωρίς τον ίλιγγο της ακροβασίας χωρίς το σκοτάδι και χωρίς την κραυγή του ανέμου, ο έρωτας γι' αυτούς αξίζει κάθε περιφρόνηση.
Πιστεύουν στη ζωή χωρίς να ρωτήσουν αν υπάρχη καλύτερη. Υπομένουν και τις εφτά ψυχές των! Για να τιμωρήσουν την ασκήμια της γειτόνισσας που τους φαρμάκωσε ξέρουν μ' ένα πήδημα να βρεθούν απ' τον Άδη στα πόδια της και να την τρομάξουν.
Όταν το καναρίνι μας λησμονήση πως υπάρχει μέτρο στη τέχνη, αυτοί έχουν το θάρρος, χυμώντας στο κλουβί, να πνίξουν το τραγούδι και να ξαναφέρουν γύρω μας τη γόνιμη σιωπή.
Ο πράσινος λύχνος της ματιάς των καίει τα μεσάνυχτα στον τάφο του Baudelaire.
Το λιοντάρι που τους έδωσε τη στάση του, η λεοπάρδαλη που τους χάρισε τη γούνα της, πρόγονοι βασιλικοί, βηματίζουν στον ύπνο των γάτων — και τότε οι γάτοι, ξυπνώντας, σηκώνουν περήφανα το κεφάλι και δοκιμάζουν τα νύχια των για πόλεμο.
Κι' όμως όταν χαϊδεύονται από γυναίκες που κλάψανε πολύ, όταν κοιμώνται στα γόνατα των προδομένων απ' τη μοίρα, οι γάτοι αφίνουν την καμπύλη της ράχης των να γλυστρά με ηδονή κάτω απ' το χάδι της αδυναμίας — κι' ανάβει στο ηλεκτρικό τρίχωμά των η ηθική σπίθα!
Η Μόσχω η Μοσκούλα ξύπνησε με τον
Αυγερινό.
— Ο πετεινός κοιμάται ακόμα στην εληά της είπε η μάννα της, στον ουρανό ακόμα βόσκει των άστρων το μελίσσι, κ' είσαι ξυπνή από τώρα, κατσικούλα μου ;
Η Μόσκω η Μοσκούλα πηγαίνει κι' ακουμπάει απάνω της.
— Γιατί τα σκουλαρίκια του λαιμού σου τρέμουνε τόσο, ρωτά η μάννα της, γιατί μου βελάζεις ανήσυχα Μόσκω Μοσκούλα ;
— Στον ύπνο μου έβλεπα, μάννα μαννούλα μου, πως ήρθε ξένος άνθρωπος που με κύτταξεν άγρια πολύ κι' ύστερα μου φόρεσε στο λαιμό μια κόκκινη κορδέλλα.
— Μόσκω Μοσκούλα, περίμενε να δώση ο ήλιος και θάρθ' η ξανθή κοπέλλα της κυράς να σου φέρη στην ποδιά της τ' άγριο τριφύλλι.
— Στον ύπνο μου την είδα την ξανθή κοπέλλα και δε μούφερε τ' άγριο τριφύλλι, μόνο κυττώντας την κόκκινη κορδέλα μου σήκωσε την ποδιά στα μάτια της και σφούγγιξε τα δάκρυα πούτρεχαν νερό.
Όταν αντικρύσης τον Κύριον ημών, αδερφέ μου, κράτα ορθή στο δεξί σου χέρι τη λαμπάδα.
Την άσπρη λαμπάδα της πίστης και της ανησυχίας όπως την κράτησεν η γενιά μας όλη ανάμεσα στους κόμπους των λιγνών της δαχτύλων.
Το φως της ερόδισε των προγόνων μας το βυζαντινό πρόσωπο και κυνήγησε το σκοτάδι μέσ' της ρεματιές των ρυτίδων τους και στα σπήλαια των ματιών τους.
Στη ρίζα βουνού μαύρου από έλατα σταυροκοπήθηκαν αυτοί μπροστά σε αθώες σβυσμένες τοιχογραφίες.
Αυτοί σου παράδωκαν τη λαμπάδα να τη φυλάξης απ' τους ανέμους, αγαπημένε.
Κι' εσύ που την έκλεισες μέσ' τη σιωπή σου, καταφρονώντας — ωιμέ! — τη νειότη σου και τη στοργή μας, προχώρησε στο Δημιουργό μπροστά, και στήσε το θρίαμβο της φλόγας σου!
Τους παλμούς σου βλέπω μέσα στη νύχτα φάρε — την έγνοια σου για το ναύτη και τον τυχοδιώκτη!
Η ανησυχίες των ανθρώπων για τους ανθρώπους, η έγνοιες όλων για τον ένα, η μεγάλες αγάπες που στέκουν απάνω απ' τον πόνο και τον καιρό — άναψαν το λαμπρό σου βλέμμα που τρέχει στη μανία των κυμάτων!
Άστρα που δεν ξέρουν γιατί φέγγουν θα ζήλεβαν τη δόξα του ταπεινού σου λύχνου. Πνεύματα που αμφιβάλλουν για το έργο τους, θα ήθελαν να στέλνουν μακρυά, καθώς εσύ, στους ανθρώπους την ευεργεσία — φάρε που ξέρεις γιατί αγρυπνάς …
Ως κι' εδώ στο βουνό, που στέκω απόψε, η χρυσή σου ματιά φτάνει από πέρα — σα να ζητά το χαμένο πλεούμενο των λογισμών μου. Ως εδώ πέρα φτάνουν οι ανήσυχοι παλμοί σου, φάρε, φλογερή και ρυθμική καρδιά της κοινωνίας!
Στη ρίζα δυο αγκαλιασμένων δέντρων κάτου
από μαύρα φύλλα σταλάζει η βρύση των λυγμών μόλις έρθη το βράδυ.
Μόλις πλαγιάσουν τα πουλιά στα λίκνα των κλαριών και το δάσος βυθιστή στους συλλογισμούς του — η ψυχές κατεβαίνουν τη μαύρη ρεμματιά και πάνε στη βρύση των λυγμών να γεμίσουν. . .
Χωρίς να μετανιώσουν που αγάπησαν — χωρίς να στενάξουν που πληγώθηκαν — κρατούν το στόμα της στάμνας των κάτου απ' τους λίγους σταλαγμούς της…
Κι όταν φύγουν όλες, πλησιάζω στη βρύση των λυγμών τη βαρειά μου στάμνα και περιμένω ως τα μεσάνυχτα — καθώς το θέλησες, αδερφέ μου, — να γεμίση.
Στην αγορά του Σαβάτου τ' άλογα που ήταν για πούλημα μιλούσαν κάτου απ' τη λεύκα για τη ζωή τους. Κι' ένα κόκκινο άλογο, κουρασμένο, με το κεφάλι χαμηλά, τους διηγώταν τα θαυμάσια των ταξειδιών του.
Κάμπους απέραντους στο λιοπύρι εδιάβηκε, δασωμένες ρεματιές με κελαϊδιστό νερό το ξεκούρασαν. Σε παρθένια χιόνια βυθίστηκαν τα πέταλά του — από θύελλες μαστιγώθηκε — σε λαμπρές φωτιές εστέγνωσε — στη ζέστη παχνιών αρχοντικών κοιμήθηκεν ύπνο βαθύ. Για τον καβαλάρη του μιλούσεν ώρα πολλή και για της πολιτείες που τον χαιρετούσαν από μακρυά με τους θόλους των και τα καμπαναρειά των . .
— Παράξενο! του είπαν. Έτσι άρρωστο και κοκκαλιάρικο δοκίμασες τέτοιες δόξες;
— Είν' αλήθεια, είπε τ' άλογο πως σ' όλη μου τη ζωή με δεμένα τα μάτια γύριζα μαγγανοπήγαδο. Μα ο Θεός ήξερε να τιμωρήση τον άνθρωπο που με σκλάβωσε — χαρίζοντάς μου τη φαντασία.
Ξέρω μια λεύκα που ο αγέρας την τρελλαίνει και στην πράσινή της θάλασσα τρέχουν τα ρίγη της ευτυχίας και της ηδονής.
Ξέρω μια λεύκα που πίνει νερό στον Κηφισσό. Στην καρδιά της τον Απρίλη τραγουδεί έν' αηδόνι — στον ύπνο της τον Αύγουστο ανεβαίνει ένα μεγάλο φεγγάρι στρογγυλό.
Ξέρω μια λεύκα που χωρίς αγέρα σαλέβουν οι ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της. Από τι; Από τι φτερουγίζουν οι ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της ; Από αύρες τάχα που σβύσαν εδώ και χρόνια ; Από φιλιά που πήρε μια φορά ; Ως που νάρθουν καινούργιες χαρές θυμάται της παληές η τρελλή λεύκα και της ξαναζή.
Ξέρω μια λεύκα με κορμί σαν γυναίκειο, που ζη και το τελευταίο της φύλλο — μια λεύκα τρελλή, πολύ τρελλή. Το κυπαρίσσι έστεκεν αντίκρυ κι' η λεύκα το ρωτούσε.
— Ως πότε συλλογισμένο ; Ωραία που είν' η ζωή! Ως πότε ακίνητο σαν Αγιορείτης στον όρθρο; Ως πότε θα ζητάς το μεγάλο νόημα;
— Η ρίζες σου δεν είνε βαθειές, τρελλή μου λεύκα, είπε το κυπαρίσσι, πρόσεξε, πρόσεξε.
— Ωραία πούν' η ζωή! Η ρίζες μου ας
μην είνε βαθειές, μα όποια στιγμή κι' αν
πεθάνω, θα μπορώ να πω: έζησα.
— Έζησες, τρελλή μου λεύκα, της απάντησε
το κυπαρίσσι, αλλοίμονο! μόνο εδώ μέσα,
σ' αυτή τη ρεματιά.
Κάτου απ' το πεύκο που βούιζαν τα κλαριά του σαν ποτάμι κι' έτριζε το κορμί του στον αέρα, βρήκαν μια καρδιά που είχε πεθάνει — μα δε μπορούσε να λησμονήση.
Βελονιές μυριάδες, μικρές βελονιές, σχημάτιζαν απάνω της το περίπλοκο κέντημα των πόνων — που δεν το ζωγράφισαν ποτέ χέρια φτωχής κόρης σε δαντέλλα μηδέ τ' άστρα στον ουρανό.
Κάτου απ' το πεύκο η πεθαμένη καρδιά
εστέναζε κι' έλεγε.
— Δε στενάζω που η πληγές μου ήταν μυριάδες
— μόνο στενάζω που ήταν τόσο μικρές,
που ήταν βελονιές. Ο άπρεπος λόγος — το
πλάγιο χτύπημα — το βαμένο χαμόγελο — το μίσος
που έτρεμε πριν χτυπήση — η δειλία που δεν
τόλμησε να κυττάξη πίσω για να ιδή αν εκέντησε
— αυτές ήταν η πληγές μου. Πέθανα χωρίς
να με χτυπήση ένα σπαθί. Τέλειωσα λίγο
λίγο, από κεντρί. Κ' όμως με χτυπούσε το
γένος των ανθρώπων — αυτό που δημιούργησε
τον πόλεμο και την ιστορία!
Στο παραθύρι μου ήρθαν χελιδόνια — στους λογισμούς μου ακούονται ψαλμοί για τη δόξα σου. Ευχαριστώ την καταστροφή που με ύψωσεν ως εσένα. Ευλογημένες η αποτυχίες που μ' έκαμαν ν' ακούω τον εσπερινό.
Κάβοι καρτερούσαν το καράβι, της νειότης μου ξεκινημένο την αυγή.
Στης άρπες των σκοινιών του μάταια πέρασαν οι συμφωνίες των ανέμων και πίσω απ' τα κατάρτια του μάταια έσβυσαν ήλιοι ωκεανών. Κάβοι καρτερούσαν το καράβι της νειότης μου ξεκινημένο την αυγή.
Σε μαύρον κάβο το καράβι της νειότης μου έπεσε. Προς τον Άθω πλέουν τα συτρίμματά του, Κυρία των Αγγέλων!
Οι αγαπημένοι μου πρόσφεραν το φαρμάκι του χωρισμού. Ως την ύστερη στάλα το ήπια και σε είδα μπροστά μου. Ωραία είσαι σαν την αγάπη και σαν την αδυναμία.
Οι αγαπημένοι μου πρόσφεραν το φαρμάκι του χωρισμού. Αμάρτημα ήταν αν κάποτε χάρηκα, πλάνη αν κάποτε τόλμησα. Στο ύψος του πόνου, Δέσποινα, κράτησέ με.
Την ειρωνεία της χαράς και τη φτώχεια της νίκης απομάκρυνε από με, Οδηγήτρια.
Τη δύναμι είδεν η ψυχή μου και γύρισε το πρόσωπό της. Το αύριο της νειότης είδε κι' έκλαψε πικρά. Στην όχθη ακούοντας το τραγούδι των ποταμών μοιρολόγησε της δυνατές πολιτείες του πολέμου που αφανίστηκαν και θρήνησε το νικητή μαζύ με το νικημένο. Ιδού που έμαθα να κρατώ τη λαμπάδα και να στέκω στο εικόνισμά σου.
Είδα της σαύρας το λιγερό περπάτημα στα ερείπια των πολιτισμών. Είδα τη δάφνη να κλαίη να σαν ιτιά στην έρημη αρχαία παλαίστρα. Σαν του σύννεφου τη σκιά περνά η δόξα των δυνατών, σαν παραμύθι των αγρών η ιστορία! Στων ανθρώπινων θριάμβων τον πάταγο τα κυπαρίσσια κινούν την κεφαλή. Μονάχα ο πόνος που σε πλήγωσε, αυτός δεν είνε ψέμμα, Παναγία Παρθένε.
Δόξα στον πόνο!
Σ' αυτόν η αγάπη προσφέρει το ποτήρι του αίματός μας. Σ' αυτόν το πνεύμα σωριάζει τα άστρα που τρύγησεν απ' τους ουράνιους κήπους. Γι' αυτόν ανοίγει τα φτερά της η πεταλούδα της ωραίας μας στιγμής. Γι' αυτόν ανθίζουν οι κρίνοι των κυμάτων στο αλέτρι της πλώρης.
Δόξα στον πόνο!
Γι' αυτόν απ' το δέντρο της ζωής μας πέφτουν αργά τα χρυσά φύλλα της πείρας και της υποταγής. Τον ήλιο σκλαβώνουν οι ζωγράφοι και διηγούνται τα έργα του. Στα χιόνια των μαρμάρων κατοικούν οι ευγενικές του μορφές. Στη σιωπή ανθίζουν οι αιώνιες ιδέες του.
Δόξα στον πόνο που σ' εσπάραξε, Μητέρα
των θλιμμένων.
Σε γονυκλισίες εξαϋλώθηκε — στο στασίδι
τυράγνησε τα κόκκαλά του — στη δέηση κέρωσε
— στην τύψη του σε είδεν όραμα ο ασκητής
που σ' έχει ζωγραφισμένα.
Των παθημάτων μου η σοφία λαμπάδα σ' εσένα γίνεται, της σιωπής μου η μουσική τροπάριο βυζαντινό ανεβαίνει στη δόξα σου.
Ωραία είσαι σαν ψυχή που επόνεσε. Ωραία είσαι σαν ευτυχία που χάθηκε. Ωραία είσαι σαν πνεύμα που δίστασε. Ωραία είσαι σαν τόλμη που γονάτισε.
Τα κρίνα των στοχασμών μου δέξου, τα χιλιδόνια των ψαλμών μου άκουσε, Κυρία των Αγγέλων!
Καλογεράκι νάμουνα στη rue de Vaugirard..
Απ' την πλατειά πόρτα των μαύρων σεμιναρίων να βγαίνω γοργό, σκυφτό και σεμνό — σε ώρα τραγουδημένην από ρωλόγι παληό.
Σφιγμένο να είμαι σε ράσο μεταξωτό, κλειδωμένο με ζώνη πλατειά.
Την άκρη του δρόμου να πηγαίνω την ώρα που περνούν εκείνες που με κυττάζουν και δεν πρέπει να της κυττάζω — οι γυναίκες.
Αλαφρές με το ζαρκάδινο πάτημα που μας
υπόσχεται την τρελλή μουσική του ερχομού.
Πάντα πρόθυμες ν' αγαπηθούν και να
λησμονήσουν.
Όλες λυγμός και προδοσία.
Όμως εγώ με τη ζώνη σφιχτή γύρω στο κορμί το λιγερό σαν κολώνα της Sainte-Chapelle να χαμηλώνω τα μάτια.
Και να μην το ξέρω πως είμαι ωραίο, γιατί δεν πρέπει να το ξέρω αν θέλω να λέω σωστή την προσευχή μου.
Και το λύγισμα του νέου κορμιού μου μέσα στο ράσο να μην το νοιώθω — γιατί δεν πρέπει ποτέ να το μάθω πως είμαι σεμνόπρεπο και λιγερό σαν το κοτσύφι.
Και στους διαβάτες που περγελούν τον Άγιο
Σεβαστιανό της νειότης μου χτυπημένον απ' τα
βέλη της αρετής να μπορώ ν' απαντήσω:
«Γιατί δεν κυττάτε την καρδιά σας και
το αίμα της σταλάζει στη λάσπη του δρόμου
γι' αυτές ;».
Κι' από μαύρο σεμινάριο σε τρίσβαθη
εκκλησία κι' από εκκλησία σε πεθαμένη βιβλιοθήκη
να πηγαίνω — γοργό, σκυφτό και σεμνό.
Ave Maria!
Παρίσι, 1909
Θυμάσαι ; Το λεωφορείο μας πήγαινε κλονίζοντάς μας βαρειά με τους μεγάλους του βαλλισμούς. Ήταν συννεφιά, το πλήθος έτρεχε χωρίς να σταματήση πουθενά, καταδικασμένο σε κίνησιν αιώνια, σε ωμμορφιά και σε καταστροφή, όπως η θάλασσα.
Κι' άξαφνα στο δρόμο πέρασαν τα κορίτσια των δώδεκα χρονών πηγαίνοντας ν' ανθίσουν μέσα στο λίθινο δάσος μιας γοτθικής εκκλησίας. Θα κοινωνούσαν.
Ήταν ολάσπρα. Οι πέπλοι των ακινητούσαν στον αέρα. Η ψυχή των δεν πρόφτασε να γευτή το φαρμάκι που λέμε ωραίο.
Τότε, εσύ που είχες στα χείλη σου τη νικοτίνη τόσων αντρών, τη γεύσι τόσων σπασμένων ποτηριών — εσύ που τα ήξερες όλα και το κακό δεν μπορούσε νάνε μπροστά σου παρά μια παληά ιστορία που φέρνει νύστα
— τότε —
καθώς περνούσε η αυγή των δώδεκα χρονών κι' ακούγαμε, θαρρείς, το χτύπο των φτερών του αρχαγγέλου που τα οδηγούσε στο ναό — το φτιασίδι σου άσπρισε. Και την ψυχή σου την περόνιασε τέτοιο κρύο που την άκουσα να πέφτη και να περιμένη ένα θάνατο αργό και βουβό, καθώς πεθαίνουν μέσα στο χιόνι.
Παρίσι, 1909.
Το πρώτο φιλί που μου χάρισε — το πήρανε
τα χείλη του άλλου που θάρθη.
Στο πρώτο της αγκάλιασμα έτριξεν ηδονικά
το κορμί του άλλου που θάρθη.
Τα χείλη της που κρυφομίλησαν στα πρώτα
μου τριαντάφυλλα είπαν «ευχαριστώ» σ' εκείνον
που θάρθη.
Μούλεγε «σ' αγαπώ» — κι ο λόγος της έφευγε μαζί με τα χελιδόνια τόπους και καιρούς σ' εκείνον που θάρθη.
Με περίμενεν ώρες κι' είχεν αγωνία για
κείνον που αργεί.
Οι δυο μας περπατούσαμε στο φεγγάρι —
κι' οι ήσκιοι μας ήταν τρεις . ..
Ω μελλούμενε, ω μοιραίε — ξεκίνησες! Δε θα χάσης ποτέ το δρόμο. Ακούω τα βήματά σου απάνω στα πεθαμένα βήματά μου. Είσαι στην πόρτα, καλώς ναρθής.
Φεύγω — μα τούτο το τραγούδι μιαν ημέρα και συ θα το πης.
Είμαστε μεις που είχαμε τόσο αγαπηθή ως εχτές; Ή μην ήταν τούτο παραμύθι παληό, ζεσταμένο σε χίλιες αγροτικές φωτιές, νυσταγμένο από μύρια μάτια κοριτσιών, που μας το διηγήθηκε κάποιος κι' άξαφνα — αποκοιμήθη ;
Ποιος θα πιστέψη που χτες χωρίσαμε για πάντα.
Εχτές χωρίσαμε για πάντα — ά! τι ωραίο σήμερα! Σαλεύω στον αέρα σαν το φύλλο της λεύκας. Μπορώ κι' είμαι ένας διαβάτης … Είδα ένα ωραίο τοπείο. Αχ! τι ησυχία! τι ησυχία!
Κι' όμως — τι θάνατος .. .
Αλήθεια θα είνε δυνατό να ζήσω κι' αύριο έτσι πεθαμένος ;
Βελόνες της υποψίας, μαχαίρια της λύπης, φίδια της ζήλειας — η καρδιά μου που είχε την τρέλλα να γιατρευτή, τώρα φωνάζει και ζητεί της πληγές σας. Ω, ξαναρθήτε!
Παρίσι, 1909.
Άκουσε μια ιστορία που είνε μικρή και μοιάζει με της μεγάλες.
Στο Κένσιγκτον Παρκ, φουντωμένο κι' ανθισμένο, καθώς καθόμουν μονάχος μιλώντας μ' ένα δέντρο για το λάθος της ύπαρξής μου, πέρασαν δυο γρηές αδερφές.
Ήταν κι' οι δυο γεροντοκόρες, μα πολύ γρηές, γιαγιάδες των ανεκπλήρωτων πόθων, από κείνες της αγαπημένες αδερφές που απελπίζονται μαζί, γερνάνε μαζί και φοβούνται μήπως ο Χάρος αφήση τη μια μοναχή — γι' αυτό κρατιούνται απ' το χέρι.
Πίσω από ποια βουνά Θε μου! νάχουν κρυφτή οι δυο νέοι που ονειρεύτηκαν οι δυο γρηές αδερφές στο πλευρό των; Πίσω από ποιά βουνά; Άλογο που δεν κουράζεται και δε διψάει ποτέ θα τους πηγαίνει μακρυά. Πάντα θ' αλαργεύουν — δε θα πλησιάσουν ποτέ — μήτε τη νύχτα πλέον του Άι — Γιάννη — πάντα θ' αλαργεύουν πέρα σ' άλλα βουνά και πάλι σ' άλλα βουνά. ..
Κρατημένες απ' το χέρι η δυο αδερφές πήγαιναν κάτω απ' τα δένδρα.
Φορούσαν δυο καπέλλα φορτωμένα με μια φριχτήν άνοιξη από πανί που έρριχνεν άνθη και καρπούς στα γηρατειά των. Τα ίδια καπέλλα, τα ίδια λουλούδια, ούτε ένα λιγώτερο — τόσο ήταν αγαπημένες. Η ίδιες ρυτίδες — τόσο ήταν αγαπημένες! Κι' άξαφνα η μια στάθηκεν, άπλωσε στο χέρι της το καπέλλο της άλλης και με μεγάλη προσοχή, με μεγαλείτερη στοργή της διώρθωσεν…..αλήθεια πως να το διηγηθώ; — της διώρθωσε τη θέση κάποιου άνθους που είχε γύρει, σαν να διώρθωνε το μεγάλο λάθος της ύπαρξής των!
Η άλλη είπεν «ευχαριστώ» — ξαναπιάστηκαν απ' το χέρι και περπατούσαν πάλι σιωπηλές και σβυσμένες.
Αυτή ναι η ιστορία.
Λονδίνο, 1909.
Στην πλάκα του τάφου του Verlaine, γυμνή και μαύρη, απ' τη δόξα, στην πλάκα του τάφου του αφήκα ένα μικρό τριαντάφυλλο.
Ήταν η πόλη σταχτιά, οι λεύκες του Παρισιού
γυμνές, η ψυχή μου βαρειά.
Άνεμοι της νύχτας! Όταν θα χορέψετε
απόψε στο κοιμητήρι των Batignolles —
μη μου σβύσετε,
παρακαλώ σας, την απαλή φλόγα της
θυσίας, το τριαντάφυλλο, που το άναψα —
στης ανησυχίες του!
Παρίσι, 1909.
Μητέρα των θεών, μητέρα της Ιστορίας! Ειμαρμένη! Στα βάθη της Ανατολής υψώνεσαι πελώριο βουνό με μορφή γυναίκας.
Η κόρη σου η Δημιουργία, όταν καθρεφτίζεται στην αγωνία της επιστήμης και στης Τέχνης την έκσταση, καίγεται απ' τον πόθο να μάθη ποια είσαι συ που την έκαμες τόσο ωραία.
Το πνεύμα ζητεί το σκοπό της χειρονομίας σου, όταν τίναζες στο χάος τους κόσμους και τους νόμους των.
Γιατί την ιστορία την πήγες από κείνο το δρόμο ; Γιατί την ψυχή μου την περίμενες σ' εκείνη τη στροφή εκείνη τη νύχτα ; Το άστρο γιατί το γκρέμισες στο διάστημα ; Το λαό που πήγαινε γιατί τον σταμάτησες ; Πώς ξέρεις το δρόμο της καταστροφής ; Πώς βρίσκεις το μονοπάτι της σωτηρίας;
Ω πέτρινη διάνοια, βουνό που στέκεις στα βάθη της Ανατολής, ω άγνοια!
Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Η φωνή μου χτυπώντας στα κρύα στήθη της, χωρίς ν' ακουστή, ξαναγύρισε καθώς πήγε κι' η Ειμαρμένη μου απάντησε·
— Γιατί,; Γιατί; Γιατί;
Κύριε, στην κατοικία μου βροντά ο κεραυνός σου. Δοξασμένο τ' όνομά σου στον αιώνα!
Κύριε, πόσο θεία εγνώρισες το μέρος που έπρεπε να χτυπηθώ! Μόνο φωτιά σταλμένη από σένα μπορούσε να βρη το βαθύτερο της αγάπης μου και να το κάμη στάχτη.
Ο κεραυνός σου μου σπάραξε τον κήπο της στοργής μου. Ο κεραυνός σου μου βύθισε τη βρύση των δακρύων. Ακούω τη βροντή του μέσα στο χάος της ψυχής μου. Ευδόκησες να λάμπω από το φως του πόνου!
Κύριε, μου έλειπεν ως τώρα το δείγμα της μεγάλης σου καλωσύνης — η καταστροφή. Ναι, είχα κάποτε χαμογελάσει — κάποτε είχα ελπίσει — κάποτε βρήκα τη ζωή ωραία. Είν' αλήθεια. Είχα κάμει όλες αυτές της αμαρτίες! Αλλά συ ευδόκησες, να με ξυπνήσης.
Στον πόνο που με βύθισες είνε αδύνατο πλέον ν' ακούσω τίποτ' άλλο απ' της άρπες των λογισμών που σε δοξάζουν κι' απ' το ποτάμι της αιωνιότητας που τρέχει στα πόδια σου.
Το κυπαρίσσι της ζωής μου σαλεύει την κορφή του προς τους ουρανούς. Βράδυ και πρωί περιμένει πως θα καταδεχτής να το κάψης, το μαύρο κυπαρίσσι που το ξέχασαν οι κεραυνοί σου, Κύριε!
Περπατώντας περήφανα τη λύπη των άσπρων του μαλλιών στην Αθήνα ο παληός Αθηναίος αφίνει να στάξη το λίγο αίμα της καρδιάς του στης παληές συνοικίες όπου έζησε μια φορά. Είνε γελαστές και τώρα σαν και τότε απ' τον ίδιον ήλιο. Του προσώπου του οι χαράδρες διηγούνται τους κεραυνούς του Καιρού που εβρόντηξαν με θυμό απάνω στης τρέλλας του της κορυφές ω Θεέ! και ρήμαξαν το παρεκκλήσι, της στοργής του. Εκείνος κρατώντας ορθό το κεφάλι συλλογιέται.
— Ξέρω που τ' ολόρθο κυπαρίσσι μιας αυλής της Αθήνας καίγεται από δύσεις αιώνων κι' από εσπερινούς απλών ψυχών! Ξέρω που βράχοι χρυσοί μ' ένα μαύρο κατσίκι στα ύψη κατεβαίνουν σε χαρούμενες θάλασσες. Η ψυχή μου κρατεί το αρχαίο ερείπιο συλλογισμένο μέσα στην ιερή σιωπή της νύχτας. Στην ψυχή μου λαλούν τα τζιτζίκια της Αθήνας. Στην ψυχή μου λιγά ένα πεύκο Αττικό. Ξέρω που το ρόδινο χαίρε του ήλιου στον Υμηττό αργεί να σβύση το βράδυ. Σαν την καμπύλη των γύρω βουνών είν' η γνώσι μου ήσυχη. Τι έχω να φοβηθώ ; Ο θάνατος αν έρθη αγριωπός να πάρη ένα παληό Αθηναίο, κινδυνεύει να τον δεχτώ καθώς τη γλυκειά βροχή και τον αλαφρόν αγέρα που ρίχνει τα φύλλα.
Είμαι το δέντρο που ακολουθεί τη γραμμή της προσευχής όταν ανεβαίνει από ήσυχη ψυχή.
Είμαι η λόγχη που κοκκίνησε στο αίμα της δύσης και φρουρεί το Αόρατο απ' την άρνηση και την ειρωνεία.
Είμαι στης γιορτές του τοπείου το μαύρο
ράσο που δεν τέλειωσεν ακόμα τη
δοκιμασία του.
Είμαι το καμπαναρειό στο ναό του πόνου και για της ψυχές που έχουν σκοπό σημαίνει τους όρθρους και τους εσπερινούς η σιωπή μου.
Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν μακρυνές κορφές στο γέρμα του ηλιού.
Σε 'κείνον που πόνεσε πρέπει το διαμάντι του αποσπερίτη κρεμάμενο το βράδυ απάνου από χιονισμένο βουνό.
Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το χρυσάφι
των Αττικών βράχων πίσω από αυστηρό
κυπαρίσσι.
Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το γαλανό
σκοτάδι της βιολέττας στο χέρι του ξανθού
Γεννάρη της Αθήνας.
Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν τα μύρα
του δάσους των πεύκων μετά τη βροχή.
Ακόμα λίγο — τελευταίοι στοχασμοί του ήλιου . . . Μη φεύγετε, χρώματα, χρώματα!
Η στέγες σας χάνουν, απ' τον κάμπο φτερουγίσατε — η γαλανή βραδυνή σκιά σας ακολουθεί… Σταθήτε λίγο ψηλά. Ας ιδούμε λίγο ακόμα την ψυχή μας ιστορημένη απάνω στα χιόνια των βουνών από σας — χρώματα!
Είστε σεις η ιστορία των κρυφών μας και των ανείπωτων καϋμών. Σε σας διαβάζομε το εσωτερικό μας παραμύθι — εσείς μας δίνετε τη γιγάντια ζωγραφιά της ψυχής μας — στο άπειρο, τελευταία χρώματα του ήλιου!…
Τελευταία σύννεφα που ανάψατε! Τίνος είστε οι λογισμοί — τίνος η χαρά κι' η λύπη ; Ποιος ονειρεύεται σ' εκείνο το βουνό; Ποιος λυπάται σ' εκείνη την πεδιάδα ;
Ορατόρια που σβύσατε απάνω στην άρπα των ορθών κυπαρισσιών — και τώρα μόλις θυμούνται την τελευταία συγχορδία σας οι μακρυνές ράχες.. . Λαμπάδες αναμμένες απ' την αγωνία του απείρου στο Υπερούσιο — χρώματα που είστε σαν ν' αγγίξαμε το χέρι αυτών που λείπουν —
ω! δεν πρόφτασα να σας κυττάξω — κι' είστε πια ενθύμηση.
Δρ.
Αισχύλου, Προμηθεύς δεσμώτης, μετάφ. Γ. Καλοσγούρου 5. —
Αλφιέρη Β., Σαούλ, τραγωδία, μετάφ. Γ. Καλοσγούρου 7.50
Βουτυρά Δ., Ζωή αρρωστεμένη κι' άλλα διηγήματα . . . 6. —
Γαβριηλίδου Βλάση, Ταξείδια …………. 7.50
» » Αι Γυναίκες……….. 5. —
Γκαίτε, Φάουστ, μετάφρασις Κ. Χατζοπούλου …… 8.50
Γκέιγερσταμ Γ., Παλιά γράμματα, μετάφρ. I. Ε. Χρυσάφη 6. —
Γρανίτσα Στ., Του βουνού και του λόγγου ……. 7.50
Θεοτόκη Κ., Η τιμή και το χρήμα ………. 7.50
» Οι σκλάβοι στα δεσμά τους …….. 12. —
Καζαντζάκη Γαλάτειας, Τη νύχτα τ' Άη Γιάννη …. 6. —
Καμπούρογλου Δημ., Περασμένα χρόνια …….. 2.50
Καμπύση Γιάννη, Μυστικό του γάμου. — Η φάρσα της ζωής 6. —
Λόγγου, Δάφνης και Χλόη, μετάφρ. Ηλ. Βουτιερίδου . . 5. —
Μαλάμου Δίπλα Κλεαρέτης, Στο διάβα μου, ποιήματα . . 6. —
Μαρία (Βασίλισσα της Ρουμανίας), Μινόλα ……. 5. —
Μεριμέ Πρ., Κολόμβα μετάφρασις Ν. Γ. Πολίτου …. 7.50
Morèas J. (I. Παπαδιαμαντόπουλος). Οι Στροφές …. 6. —
Μπεντιέ Ιωσ., Τριστάνος και Ιζόλδη, μετάφρ. Ν. Βεντήρη 8.50
Νικοντέμι Δαρ., Η Δασκαλίτσα, μετάφρ. Ειρήνης Δενδρινού 3.50
Νιρβάνα Παύλου, Εκλεκταί Σελίδες ………. 8.50
Ντε Αμίτσης, Το πατρικό σπίτι — Φούριος μετ. Γερ. Σπαταλά 5. —
Ντοστογιέβσκη Θ., Ο Παίκτης, μυθιστόρ. μετάφρ. Φιλήντα 6. —
Ξενοπούλου, Φοιτηταί, τρεις πράξεις μ' επίλογο …. 5. —
» Λάουρα, (Το κορίτσι που σκοτώνει) μυθισ. . 12.50
Πουτσίνι Π., Ανατριχίλες. Διηγήματα, μετάφρ. Μ. Κόκκαλη 3.50
Ρύδβεργ Β., Ρωμαϊκοί θρύλοι, μετάφρασις Ι. Ε. Χρυσάφη 5. —
Σκίπη Σωτήρη, Ανθολογία (1899 — 1919) . ……. 10. —
Σλουμπερζέ Γ., Βυζαντινά Ιστορήματα, μετάφ. Ορ. Σχινά 6. —
Σολωμού Δ., Τα Ιταλικά ποιήματα ………. 3.50
» Άπαντα, μετά προλόγου Κ. Παλαμά …. 25. —
Στρίντμπεργ Αυγ., Ο Γάμος, μετάφρ. I. Ε. Χρυσάφη . . 10. —
Ταγόρ Ρ., Λυρικά αφιερώματα, μετάφρ. Κ. Τρικογλίδη 5. —
Τσένζορ, Η μονάκριβη, μετ. εκ του ρωσσικού I. Βεργωτή 5. —
Τσέχωφ Α. Νύκτα στο νεκροταφείο ……. …… 4.50
Φρανς Α., Ο Κραινκεμπίλης κλπ., μετάφρ. Α. Πρωτοπάτση 7.50
Φωσκόλου Μάρκου Αντωνίου, (1669). Ο Φορτουνάτος . . 15. —
Χατζοπούλου Κ., Βραδινοί θρύλοι, Ποιήματα …… 7.50
Ψυχάρη Γ., Σα λάμπει ο ήλιος ………… 10. —
» Το ταξίδι μου………….. 10. —
» Στον ίσκιο του πλατάνου . . ……. 10. —