The Project Gutenberg eBook of Οιδίπους επί Κολωνώ

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Οιδίπους επί Κολωνώ

Author: Sophocles

Translator: El. P.‏ Voutierides

Release date: April 5, 2012 [eBook #39382]
Most recently updated: January 28, 2020

Language: Greek

Credits: Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinides

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΟΙΔΊΠΟΥΣ ΕΠΊ ΚΟΛΩΝΏ ***


text

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. A table of corrections has been taken into account. The spelling of the book has not been changed otherwise. Missing text from the tragedy has been replaced by the translator by metric syllables

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Ο πίνακας διορθώσεων έχει ληφθεί υπόψη. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Στίχοι που λείπουν έχουν αντικατασταθεί από τον μεταφραστή με μετρικές συλλαβές

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΗΛΙΑ Π. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ


ΥΠΟΘΕΣΙΣ

Ο «Οιδίπους επί Κολωνώ» είναι κάπως συνδεδεμένος με τον «Οιδίποδα Τύραννον». Αφού δηλαδή εδιώχθη από την πατρίδα του ο Οιδίπους, γέρων πλέον, φθάνει εις τας Αθήνας, οδηγούμενος από την θυγατέρα του Αντιγόνην· διότι αι θυγατέρες ηγάπων τον πατέρα των περισσότερον από τους υιούς του. Φθάνει δε εις τας Αθήνας, καθώς λέγει ο ίδιος, κατόπιν χρησμού του Πυθικού μαντείου, ότι θ' απέθνησκε πλησίον των σεμνών λεγομένων θεών.

Κατ' αρχάς λοιπόν γέροντες εγχώριοι, από τους οποίους συνίσταται ο Χορός, μαθόντες την άφιξίν του συναθροίζονται και διαλέγονται προς αυτόν. Κατόπιν έρχεται η Ισμήνη και του αναγγέλλει την έριδα των υιών του και την μέλλουσαν άφιξιν προς αυτόν του Κρέοντος, ο οποίος και, ελθών διά να τον φέρη πάλιν εις τας Θήβας, αναχωρεί άπρακτος.

Ο Οιδίπους, αφού κατέστησε γνωστόν εις τον Θησέα τον χρησμόν, αποθνήσκει πλησίον του ναού των σεμνών θεών.

Το δράμα τούτο είναι από τα πλέον αξιοθαύμαστα· το έγραψε δε ο Σοφοκλής, γέρων πλέον, χαριζόμενος όχι μόνον εις την πατρίδα του, αλλά και εις τον ιδιαίτερόν του δήμον, διότι κατήγετο από την Κολωνίδα φυλήν. Διά του δράματος τούτου ηθέλησεν ο Σοφοκλής να εξυμνήση τον δήμον του και να χαροποιήση τους Αθηναίους δι' όσων λέγει ο Οιδίπους, ότι η πόλις των θα είναι απόρθητος και ότι θα νικήσουν τους Θηβαίους προμαντεύων ότι θα πολεμήσουν ποτέ με αυτούς και ότι κατά τους χρησμούς θα τους νικήσουν εξ αιτίας του τάφου του.

Η σκηνή του δράματος υπόκειται εις την Αττικήν κατά τον Ίππειον Κολωνόν, πλησίον του ναού των σεμνών θεών. Ο Χορός αποτελείται από άνδρας Αθηναίους, προλογίζει δε ο Οιδίπους.

ΠΡΟΣΩΠΑ


ΟΙΔΙΠΟΥΣ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΞΕΝΟΣ
ΧΟΡΟΣ ΑΤΤΙΚΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
ΙΣΜΗΝΗ
ΘΗΣΕΥΣ
ΚΡΕΩΝ
ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
ΑΓΓΕΛΟΣ

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ω Αντιγόνη μου, παιδί γέρου τυφλού, σε τόπους
ποιους έχουμ' έλθει ή σε ποιανών ανθρώπων πολιτεία;
Ποιος τώρα τον Οιδίποδα, που τριγυρνάει στα ξένα,
θα τον δεχτή πονετικά με τόσο λίγα δώρα,
που κι' αν γυρεύη λιγοστά, μα παίρνει κι' απ' το λίγο
ακόμη πιο λιγώτερο, κι' αυτό αρκετό για μένα;
Γιατί τα τόσα βάσανα και τα πολλά μου χρόνια,
και τρίτη η καρδιωσύνη μου μ' έμαθαν να υπομένω.
Όμως, παιδί μου, πουθενά καν' αποκούμπι αν βλέπης
πάνω στο δρόμον ή σιμά σε δάσος, που ταμένο
είναι στους θεούς, σταμάτα με και βάλε με να κάτσω
για να ρωτήσουμε σε ποιο φτάσαμε τάχα μέρος.
Γιατί σαν ξένοι ερχόμαστε να μάθουμε απ' τους ντόπιους
και τα όσα θε ν' ακούσουμε να κάνουμε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πατέρα,
δυστυχισμένε Οιδίποδα, τα κάστρα, που φυλάνε
την πολιτεία, βρίσκουνται μακριά μας, καθώς βλέπω·
κι' ο τόπος τούτος άγιος μου φαίνεται πως είναι,
γιατί γεμάτο τον θωρώ με δάφνη, ελιές κι' αμπέλια·
και μέσ' απαλοφτέρουγα γλυκολαλούν αηδόνια.
Εδώ, στην απελέκητη την πέτρα τούτη κάτσε·
γιατί κι' ο δρόμος πούκαμες είναι πολύς για γέρο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Λοιπόν να κάτσω βάλε με και τον τυφλόν έχ' έγνοια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Το ξέρω πια· να μου το πης αυτό δεν είν' ανάγκη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μπορείς, αλήθεια, να μου πης σε ποιο φτάσαμε μέρος;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ναι· την Αθήνα ξέρω την· τον τόπον όμως όχι.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Γιατί μας τόλεγεν αυτό καθένας στρατοκόπος.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ποιος είναι ο τόπος κάπου εδώ να πάω μήπως και μάθω;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ναι, ναι, παιδί μου, κι' αν μπορή κανείς εδώ να κάτση.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μα κατοικέται· όμως θαρρώ πως πια δεν είναι ανάγκη
να πάω, γιατί έναν άνθρωπο σιμά μας βλέπω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αλήθεια,
ερχάμενο ίσα κατά μας, τρέχοντας προς τα δώθε;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μα νάτος είναι και παρών κι' ό,τι θαρρείς πως είναι
πρεπούμενο για να του λες, λέγε, γιατί κοντά είναι.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ω ξένε, ακούγοντας αυτή, που για τους δυο μας βλέπει,
ότι με το καλό έρχεσαι συ, που τον τόπο ξέρεις,
να πης τα όσα δεν ξέρουμε . . . .

ΞΕΝΟΣ

Πριν να ρωτάς περσότερα, φεύγα απ' αυτό το μέρος,
γιατί σε τόπο βρίσκεσαι, που είναι αμαρτία να μπαίνης.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ποιος είναι ο τόπος; ποιου θεού λογιέται κατοικία;

ΞΕΝΟΣ

Ανέγγιχτος κι' απάτητος. Γιατί τον κατοικούνε
οι τρομερές θεές, της Γης οι κόρες και του Σκότου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ποιών το σεβάσμιο τ' όνομα γροικώντας θα μπορούσα
να τους προσπέσω;

ΞΕΝΟΣ

Εδώ ο λαός κράζη τες Ευμενίδες,
που όλα τα βλέπουνε· κι' αλλού μ' άλλο όνομα τις κράζουν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Όμως τον παρακαλεστή πονετικά ας δεχτούνε,
γιατί πια εγώ απ' το κάθισμα του τόπου αυτού δε θάβγω.

ΞΕΝΟΣ

Τι θες να πης;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Πως είναι αυτό της μοίρας μου σημάδι.

ΞΕΝΟΣ

Μα να σε διώξω μήτ' εγώ τ' αποκοτώ, αν δε θέλη
η πολιτεία και προτού μου πούνε τι να κάμω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Σ' ορκίζω, ξένε, στους θεούς, μη με καταφρονέσης,
τέτοιο ζητιάνο, να μου πης τα όσα παρακαλώ σε.

ΞΕΝΟΣ

Λέγε· από εμέ τουλάχιστο δε θάβρης καταφρόνια.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ποιος είναι ο τόπος το λοιπόν αυτός, όπου έχουμ' έμπει;

ΞΕΝΟΣ

Γροικώντας όσα ξέρω εγώ κ' εσύ θα μάθης· όλος
ο τόπος τούτος άγιος είναι· και τον συχνάζει
ο Ποσειδών ο σεβαστός κι' ακόμη κι' ο Τιτάνας
ο φωτοκράτορας θεός ο Προμηθέας· το μέρος,
που εσύ πατείς, της γης αυτής το λεν χαλκό κατώφλι
και της Αθήνας στήριγμα· κ' οι τόποι οι κοντινοί του
καυχιούνται ότι έχουν αρχηγό τον αλογάρη τούτο
τον Κολωνό και φέρνουνε τ' όνομα το δικό του·
κι' όλοι το ίδιο του όνομα τώχουν για παρανόμι.
Τέτοια είναι αυτά, που τα τιμούν, ω ξένε, όχι με λόγια
αλλά πολύ περσότερο με το προσκύνημά τους.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Λοιπόν κάθουνται κι' άνθρωποι σ' αυτούς εδώ τους τόπους;

ΞΕΝΟΣ

Και βέβαια συνονόματοι με το θεόν ετούτον.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Εξουσιάζει τους κανείς ή κυβερνάει το πλήθος;

ΞΕΝΟΣ

Και τούτοι ορίζονται από το βασιλιά της χώρας.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ποιος είναι αυτός, που σε βουλή και πόλεμο είναι πρώτος;

ΞΕΝΟΣ

Θησέας λέγεται, παιδί του παλαιού του Αιγέα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τάχα θα πάη κανένας σας σ' αυτόν μαντατοφόρος;

ΞΕΝΟΣ

Και τι να κάμη ή τι να πη μαντάτορας αν πάη;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Πως, αν βοηθήση λιγοστά, μεγάλα θα κερδίση.

ΞΕΝΟΣ

Και ποια η βοήθεια απ' άνθρωπο, που δε μπορεί να βλέπη;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αληθινά θε να τα ειπώ όλα όσα θε να λέω.

ΞΕΝΟΣ

Τώρα γνωρίζεις, φίλε μου, πως δε θε ν' αμαρτήσης;
Αφού είσαι γενναιόκαρδος και μέσ' στη δυστυχία, (1)
καθώς το βλέπω, πρόσμενε αυτού, που πρωτοφάνης,
ως που να πάω να τα ειπώ σ' αυτούς εδώ τους ντόπιους,
όχι στη χώρα· γιατί αυτοί για εσέ θ' αποφασίσουν,
αν πρέπει εσύ να μένης ή δρόμο ν' αρχίσης πάλι.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αληθινά, παιδάκι μου, μας έφυγεν ο ξένος;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Έφυγε· κ' έτσι δύνεσαι, πατέρα, μ' ησυχία
να προσεύχεσαι, γιατί εγώ μονάχα είμαι σιμά σου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αγριομμάτες δέσποινες, αφού στη χώρα τούτη
κάθισα παρακαλεστής στο κάθισμά σας πρώτα,
μη φανήτε σκληρόκαρδες σ' εμένα και στο Φοίβο,
που σίντας μου προμάντευε τις συφορές εκείνες
προείπε μου αυτόν τον τελειωμόν, αφού καιρός περάση,
όταν ερθώ στον υστερνό τον τόπον, όπου θάβρω
την κατοικία των σεμνών θεών και φιλοξένια,
εκεί και τη βαριόμοιρη ζωή μου θα τελειώσω,
διάφορο, αν κάτσω, φέρνοντας σ' αυτούς που με δεχτούνε,
και χαλασμό στους μ' έστειλαν, σ' αυτούς που μ' αποδιώξαν.
Και μου μηνούσεν ότι αυτών σημάδια θε ναρθούνε
κάποιος σεισμός, κάποια βροντή, κάποια του Δία λάμψη.
Κ' ένοιωσα τώρα, πως αυτός ο δρόμος να με φέρη
στο δάσος τούτο βέβαια σημάδι είναι δικό σας
αληθινό· γιατί ποτέ δε θα συναπαντιόμουν
στο διάβα μου πρώτα μ' εσάς, φρόνιμος μ' Ερινύες, (2)
και δε θε να καθόμουνα πάνω σ' αυτή την πέτρα
τη σεβαστή κι' αδούλευτη. Μα τώρα πια, θεές μου,
σύμφωνα με του Απόλλωνα τις προφητείες δόστε
σ' εμένα κάποιο θάνατο και τελειωμό της ζήσης,
εξόν, αν με νομίζετε πως λίγο τυραγνιούμαι,
ενώ πάντα τα βάσανα τα πιο τρανά υποφέρνω.
Εμπρός, ω γλυκοπόθητα παιδιά του αρχαίου Σκότου,
εμπρός, ω συνονόματη της δυνατής Παλλάδας
Αθήνα, πιο αξετίμητη από τις χώρες όλες,
τον ίσκιο αυτόν του Οιδίποδα τον άθλιο λυπηθήτε,
γιατί δεν είναι βέβαια τούτο τ' αρχαίο κορμί μου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Σώπα, γιατί εδώ έρχουνται κάποιοι πολυχρονίτες
γέροι, για να εξετάσουνε κρυφά το κάθισμά σου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Και νά, σωπαίνω· μα κ' εσύ βγάλε με από το δρόμο
και μέσ' στο δάσος κρύψε με, ως που ν' ακούσω τούτους
ποια λόγια θε να πουν· γιατί καθένας, άμα ξέρη
τα πράματα, με προσοχή τις πράξες του οργανίζει.

ΧΟΡΟΣ

Στροφή α'.

Κύττα· ποιος ήταν τάχα;
πού στέκεται; πού νάναι
σαν έφυγε από δώθε
ο απόκοτος αυθάδης;
Ξέταζε· ζήταγέ τον,
σ' όλα τα μέρη ψάχνε·
κάποιος πλανητεμένος,
πλανητεμένος είναι
ο γέρος, όχι ντόπιος.
Αλλιώς αυτός ποτέ του
δεν ήθελε σιμώσει
στ' απάτητο το δάσος
των φοβερών παρθένων,
που δεν αποκοτούμε
να πούμε τ' όνομά τους
και που τις προσπερνούμε
χωρίς να τις κυττάμε,
χωρίς να πούμε λέξη,
και σαν βουβοί τα χείλη
κινώντας, με το νου μας
τις βαθυπροσκυνάμε.
Μα τώρα λεν, ότι ήλθε
κάποιος, που δεν τις τρέμει,
που εγώ, κι' αν όλο φέρνω
το δάσος γύρα, ακόμη
δε δύνουμαι να μάθω
πού τάχατε να μου είναι.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Εγώ είμαι εκείνος, που ζητάτε· (3)
γιατί με τη φωνή σας βλέπω
εσάς, που μου μιλάτε.

ΧΟΡΟΣ

Πω, πω!
Φοβερός και στη θωριά,
φοβερός και στη φωνή. (4)

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Παρακαλώ σας, γι' άνομο μη με νομίστε.

ΧΟΡΟΣ

Δία προστάτη, ο γέροντας ποιος τάχα νάναι;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κάποιος, που δεν ταξίζει
να τον καλοτυχίστε,
βλεπάτορες του τόπου
αυτού. Και τ' αποδείχνω·
γιατί δε θα σερνόμουν
εδώ με ξένα μάτια
και δε θα στηριζόμουν
μεγάλος σε μικρή.

ΧΟΡΟΣ

Αντιστροφή α.

Ω! μάτια χαλασμένα! (5)
τάχα είσαι κακομοίρης
από γεννησιμιό σου;
πολύχρονος, αλήθεια,
μου φαίνεται πως είσαι.
Μα όσο από μένανε είναι,
στις τόσες συφορές σου
δε θα προσθέσης τώρα
και τούτες τις κατάρες.
Γιατί τραβάς εμπρός.
Όμως για να μη πέσης
μέσ' στη βαθειά λαγκάδα,
όπου φωνή καμμία
να γροικηθή δεν πρέπει,
όπου και το κροντήρι
από νερό γεμάτο
σμίγει με το ποτάμι
των ιερών πιστώνε, (6)
καλά απ' αυτά φυλάξου,
δυστυχισμένε ξένε,
μετατοπίσου, έξω έβγα.
Διάστημα μεγάλο
εσέ κ' εμάς χωρίζει.
Ακούς, βασανισμένε
τριγυριστή; κι' αν ίσως
να μου απαντήσης θέλης
για όσα σου λέω, λέγε,
αφού απ' τ' απάτητα έβγης,
εκείθε όπουθε ο νόμος
σ' όλους να λεν ορίζει.
Μα πριν μιλιά μη βγάλης.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κόρη μου, σαν τι ν' αποφασίσω;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πατέρα, πρέπει προσοχή να δίνουμε στους ντόπιους
υποχωρώντας στα σωστά κ' υπάκουοι να φανούμε. (7)

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Πιάσε το χέρι μου λοιπόν.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και νά που σε κρατάω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ω ξένοι, ας μην αδικηθώ με το να σας πιστέψω
κι' από εδώ πέρα βγαίνοντας.

ΧΟΡΟΣ

Στροφή β'.

Ποτέ άθελά σου, γέρο,
από τα καταφύγια σου κανείς δε θα σε βγάλη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Να προχωρήσω;

ΧΟΡΟΣ

Προχώρα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ακόμη;

ΧΟΡΟΣ

Τράβα τον, κόρη,
πιο πέρα ακόμη,
γιατί εσύ βλέπεις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Λοιπόν ακλούθα,
πατέρ' ακλούθα
με τυφλού πόδι
όπου σε φέρνω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

 ― ― ― ―

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

υυυ ― υυ ― υ ―
υ-υυ-

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

 ―- ― υυ-

ΧΟΡΟΣ

Υπόμενε στα ξένα,
βασανισμένε ξένε,
μίσος να δείχνης σ' ό,τι
εχτρεύεται κ' η χώρα,
και σέβας νάχης σ' ό,τι
της είναι αγαπημένο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Λοιπόν οδήγα με, παιδί μου,
εκεί, όπου εύλαβα πατώντας, (8)
θε να μπορέσουμε να πούμε
και να γροικήσουμε συνάμα,
κι' όχι ας μη λέμε στην ανάγκη.

ΧΟΡΟΣ

Αντιστροφή β'.

Αυτού στάσου· μη βγάνης άλλο
το πόδι σου έξω από το μέρος,
που είναι μπροστά σ' αυτή την πέτρα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Έτσι;

ΧΟΡΟΣ

Αρκετά, καθώς ακούς.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Να κάτσω;

ΧΟΡΟΣ

Αφού στα πλάγια
της πέτρας λίγο γύρης.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αυτό πατέρα, είναι δουλειά δική μου·
δίπλωσ' το πόδι σου ήσυχα (9) απά στάλλο . . . .

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ωιμένα, ωιμένα, αλλοίμονό μου!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

αφού το γέρικο κορμί σου πάνω
στο φιλικό το χέρι μου ακουμπήσης.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ωιμένα, ωιμένα, μαύρη συφορά μου!

ΧΟΡΟΣ

Βασανισμένε! τώρα,
που βρήκες ησυχία,
για πες τι άνθρωπος είσαι;
Ποιός είσαι ο κακομοίρης,
που σ' οδηγάνε; τάχα
μπορώ από εσέ να μάθω
από πατρίδα ποια είσαι;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Επωδός.

Ω ξένοι! αποδιωγμένος
μα μη . . .

ΧΟΡΟΣ

Γέροντα, τι είναι
αυτό, που απαγορεύεις;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μη, μη, μη με ρωτήσης
ποιος είμαι, μη ζητήσης
περσότερα να μάθης.

ΧΟΡΟΣ

Γιατί;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μαύρη η γενιά μου.

ΧΟΡΟΣ

Λέγε.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Παιδί μου, ωιμένα,
σαν τι να φανερώσω;

ΧΟΡΟΣ

Ω ξένε, από πατέρα
ποια είναι η γενιά σου λέγε.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μαύρος εγώ! τι πρέπει,
παιδάκι μου, να κάμω;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Λέγε, αφού πια σιμώνεις
σε κίνδυνο μεγάλο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Θα ειπώ· γιατί δε βλέπω
το πώς θα τ' αποφύγω.

ΧΟΡΟΣ

Αργείς πολύ, μα βιάσου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ξέρετε κάποιον πούναι
του Λάιου παιδί;

ΧΟΡΟΣ

Πω, πω!

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Και τη γενιά

των Λαβδακίδωνε;

ΧΟΡΟΣ

Θεέ!

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τον κακομοίρη Οιδίπου;

ΧΟΡΟΣ

Λοιπόν εσύ είσ' εκείνος;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μην τρέμετε καθόλου
για τα όσα λέω.

ΧΟΡΟΣ

Πω! πω!
κακόμοιρε, πω, πω!

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τι θα μας λάχη τάχα,
κόρη μου;

ΧΟΡΟΣ

Από τη χώρα
έξω μακριά φευγάτε.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Και κείνα πούχες τάξει
πώς θε να τα πληρώσης;

ΧΟΡΟΣ

Κανείς από τη μοίρα του την παίδεψη δεν παίρνει,
αν στις παλιές του συφορές την τιμωρία φέρνη·
μα όταν το πρώτο γέλασμα συγκρίνεται με τάλλο,
δε φέρνει τη χαρά αμοιβή παρά καημό μεγάλο.
Κ' εσύ από τα καθίσματα τούτα και πάλι φεύγα,
σαν ξορισμένος πάλι
από τη χώρα μου έβγα,
μήπως στη πολιτεία μου φέρης ζημιά μεγάλη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ω ξένοι μου ψυχόπονοι, αφού δεν υποφέρετε
το γέρο μου πατέρα,
γιατί τις πράξες που έκαμε χωρίς τη θέλησή του
απ' ακουστά τις ξέρετε,
όμως εμέ, παρακαλώ, τη δόλια θυγατέρα
να λυπηθήτε ξένοι.
Μόνο για τον πατέρα μου στα πόδια σας πεσμένη
προσκλαίγουμαι, θωρώντας σας με μάτια όχι βλαμμένα.
Σαν νάμουνα κ' εγώ δική σας γέννα
παρακαλώ, ξένοι, από εσάς λύπηση ο δόλιος νάβρη·
από τ' εσάς κρεμόμαστε σαν από θεόν οι μαύροι.
Έλα, την αναπάντεχην υποσχεθήτε χάρη,
θερμοπαρακαλώ σας
σ' ότι αγαπάτε πιο πολύ, παιδί σας ή ζευγάρι
ή πράματα ή θεό σας.
Γιατί κ' εσείς προσεχτικά κοιτώντας δεν μπορείτε
κανέναν άνθρωπο να ιδήτε,
που να μπορή μακρυά να διώχνη
τη συφορά του, ανίσως θεός πάνω σ' αυτήν τον σπρώχνη.

ΧΟΡΟΣ

Μάθε παιδί του Οιδίποδα, πως για τις συφορές σας
το ίδιο λυπόμαστε κ' εσέ κι' αυτόν μα δε μπορούμε,
γιατί πολύ φοβούμαστε τα όσα οι θεοί προστάζουν,
απ' όσα τώρα σούπαμε περσότερα να πούμε.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Λοιπόν απ' το καλό όνομα ή τη μεγάλη δόξα,
όταν του κάκου χύνεται, τι διάφορο απομένει,
ανίσως θεοφοβούμενη λεν την Αθήνα ότ' είναι
κι' ότι μονάχ' αυτή μπορεί τον κακομοίρη ξένο
να σώζη και μονάχ' αυτή να τόνε διαφεντεύη;
Μα αυτά για μένα που είναι τα; εσείς που με σηκώστε
απ' τα καθίσματά μου αυτά με διώχνετε κατόπι,
γιατί κατατρομάξατε μονάχ' απ' τόνομά μου·
βέβαια μόνο το σώμα μου μήτε και τα έργατά μου
το φόβο δε σας έφερεν· αφού με τα έργατά μου
εγώ έπαθα περσότερο κι' άλλος δεν βλάβη· ή πρέπει
να σου ιστορώ το ριζικό της μάννας και του κύρη (10)
που είναι αφορμή του φόβου σου; αυτό καλά το ξέρω.
Κι' όμως πως είμαι εγώ κακός, που κι' όταν αδικιόμουν
διαφεντευόμουν τόσο που, ανίσως ενεργούσα
φρόνιμα, δε θα γίνομουν κακός όπως και τώρα;
Μα τώρα δίχως τίποτα να ξέρω ήλθα, όπου ήλθα,
ενώ κακόπαθα απ' αυτούς που ξέραν πως χανόμουν.
Γι' αυτά στους θεούς ορκίζω σας, παρακαλώ σας, ξένοι,
όπως με βγάλτε απ' το κακό έτσι και να με σώστε (11)
και μη, αφού σέβεστε τους θεούς, τους αψηφάτε διόλου,
μα να θαρρήτε πως αυτοί θρήσκους κι' άθρησκους βλέπουν
και πως ως τώρα δα άθεος δεν έχει τους γλυτώσει.
Με τη βοήθεια των θεών εσύ μη μουτζουρώσης,
σ' έργ' άδικα δουλεύοντας, τη δοξασμένη Αθήνα,
μα, όπως τον παρακαλεστή στην προστασία σου πήρες,
βοήθα με και σώσε με· και μη το πρόσωπό μου
το τόσον άγριο βλέποντας, μη με καταφρονέσης,
γιατί ήρθα θεοφοβούμενος και με τους θεούς προστάτες
κι' όφελος φέρνοντας σ' αυτούς που κατοικούν τη χώρα.
Κι' όταν εδώ φτάση ο άρχοντας, που βασιλιάς σας είναι,
τότε, γροικώντας με καλά, θα μάθη όλα τα πάντα.
Μα εσύ στ' ανάμεσα κακός μη γίνεσαι καθόλου.

ΧΟΡΟΣ

Να σεβαστούμε, γέροντα, τους στοχασμούς σου ανάγκη
μεγάλη είναι, γιατί τάχεις πωμένα
με βαρυά λόγια. Και γι' αυτά ο βασιλιάς της χώρας
ν' αποφασίση είν' αρκετό για μένα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Και πού είναι τώρα ο βασιλιάς της χώρας τούτης, ξένοι;

ΧΟΡΟΣ

Μένει στην πολιτεία του, που απ' τον πατέρα του έχει,
μα πάει μαντάτορας σ' αυτόν εδώ να τόνε φέρη
εκείνος, που με φώναξε κ' εμέναν' εδώ πέρα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αλήθεια, το πιστεύετε πως θάχη καμμιάν έγνοια
ή σεβασμό για τον τυφλόν, ώστε ναρθή σιμά μας;

ΧΟΡΟΣ

Το δίχως άλλο, τη στιγμή που τ' όνομά σου ακούση.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Και ποιος αυτός, που θε να πη σ' εκείνον τ' όνομά μου;

ΧΟΡΟΣ

Μακρύς ο δρόμος· μα οι ομιλιές των στρατοκόπων τόχουν
συνήθειο να διαδίνουνται, που ακούγοντάς τες κείνος,
μην απελπίζεσαι, θαρθή· τι το όνομά σου γέρο,
έφτασεν ως στ' αυτιά ολονών, που κι' αν βαριέται από ύπνο, (12)
εδώ θε νάρθη γλήγορος, ακούγοντας για σένα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ας έρθη καλορρίζικος για με και για τη χώρα,
γιατί ποιος μεγαλόκαρδος δε θέλει το καλό του; (13)

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θεέ, τι να πω; πατέρα μου, στο νου μου τι να βάλω;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τι είν' Αντιγόνη μου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θωρώ, καβάλλα απάς σε μούλα
κάποια γυναίκα νάρχεται σιμά μας· στο κεφάλι
σκιάδι φορεί θεσσαλικό να της κρατάη τον ήλιο.
Σαν τι να πω;
Τάχατες είναι; τάχατες δεν είναι; ή κάνω λάθος;
Και λέω και ξελέω το και τι να πω δεν ξέρω.
Ω την καημένη!
δεν είναι άλλη· χαρούμενη βέβαια με τα μάτια
με χαιρετάει σιμώνοντας, και τούτο φανερώνει
πως είναι δίχως άλλο αυτή η αδελφή μου Ισμήνη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τι είπες, παιδί μου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πως θωρώ την κόρη σου κ' εμένα αδερφή μου·
κι' απ' τη φωνήν αμέσως θα το νοιώσης.

ΙΣΜΗΝΗ

Ω δυο μου ονόματα γλυκά, πατέρα κι' αδερφή μου,
με κόπο αφού σας εύρηκα, μόλις τώρα και πάλι
απ' τα πολλά μου δάκρυα σας βλέπω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ήλθες, παιδί μου;

ΙΣΜΗΝΗ

Πατέρα μου κακόμοιρε, που δε μπορείς να βλέπης.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Παιδί μου φανερώθηκες;

ΙΣΜΗΝΗ

Όχι με δίχως κόπο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αγκάλιασέ με, κόρη μου.

ΙΣΜΗΝΗ

Νά, και τους δυο σας πιάνω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ω σπλάχνο μου ιδιοαίματο.

ΙΣΜΗΝΗ

Ω κακοτυχοζώντας.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Εγώ και τούτη δα;

ΙΣΜΗΝΗ

Κ' εγώ η κακομοίρα τρίτη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Για λόγο ποιο ήλθες, κόρη μου;

ΙΣΜΗΝΗ

Να σε νοιαστώ, πατέρα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μόνο απ' αγάπη;

ΙΣΜΗΝΗ

Και να πω κάτι σ' εσένα η ίδια,
μ' ένα μονάχα δούλο μας, που μπιστεμένον είχα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Και οι δυο λεβέντες αδερφοί που είναι να κοπιάζουν;

ΙΣΜΗΝΗ

Είν' εκεί πούναι· τρομερά τα τωρινά σ' εκείνους.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ω κείνοι, πώς παρώμοιασαν σ' όλα με τα συνήθεια
της Αίγυπτος, στο φυσικό και στης ζωής τον τρόπο·
γιατί κ' εκεί ταρσενικά μέσα στο σπίτι μένουν
τον αργαλειό δουλεύοντας, ενώ οι γυναίκες πάντα
έξω γυρεύουν τη θροφή. Και από εσάς, παιδιά μου,
εκείνοι, που ήτανε σωστό να τα υποφέρουν τούτα,
μέσα στο σπίτι μένουνε κλεισμένοι σαν κορίτσια.
Κι' αντίς εκείνους σεις οι δυο τα τόσα βάσανά μου
για χάρη μου υποφέρετε του κακομοίρη. Η μία
απ' τον καιρό, που γίνηκε κοπέλλα και στο σώμα
δυνάμωσε, πάντα μαζί μ' εμένα τριγυρνώντας
εδώ κ' εκεί η βαριόμοιρη, το γέροντα οδηγάει,
πολλές φορές πλανούμενη μέσα στα δάση τ' άγρια
ξυπόλυτη και νηστικιά· και μέσ' στο καλοκαίρι
ή μέσ' στ' αγριοχείμωνο, κοπιάζοντας η δόλια,
τη σπιτικιάν ανάπαψη δε συλλογιέται διόλου,
αν έχη ο κύρης της ψωμί. Κ' εσύ, παιδάκι μου, ήλθες
και προτού, στον πατέρα σου κρυφά από τους Θηβαίους
τις προφητείες φέρνοντας, όσες γι' αυτό το σώμα
ειπώθηκαν, και φύλακας πιστός μου εστάθης, όταν
απ' την πατρίδα μ' έδιωχναν. Και τώρα πάλι, Ισμήνη,
ποιο λόγο στον πατέρα σου φέρνοντας ήλθες; ποια είναι
η αφορμή που σ' έκαμε το σπίτι σου ν' αφήσης;
Γιατί δεν ήλθες βέβαια δίχως καμμιάν αιτία,
καλά το ξέρω εγώ, αν κακό κανένα δε μου φέρνης.

ΙΣΜΗΝΗ

Εγώ τα πάθη που έπαθα, πατέρα μου, ζητώντας
να βρω το μέρος που έμενες, στην άκρη θα τ' αφήσω.
γιατί δε θέλω δυο φορές να δοκιμάζω πόνους,
τη μιαν όταν παράδερνα, την άλλη αν τα λέω πάλι.
Μα τα κακά, που βρήκανε τους άτυχους τους γυιούς σου,
αυτά τώρα ήλθα να σου πω. Λοιπόν ανάμεσό τους
συνερισιά είχαν στην αρχή στον Κρέοντα ν' αφήσουν
το θρόνο και να μη γενούν ζημιά στην πολιτεία,
γιατί της οικογένειας μέσα στο νου τους είχαν
τον παλαιόν αφανισμόν, εκείνον πούχε πέσει
στο δύστυχο το σπίτι σου· τώρα όμως από κάποιον
θεό κι' από την αμυαλιά τη βλαβερή τους μπήκε
μέσα στους τρισκακόμοιρους κακή φιλονεικία
να βάλουν χέρι στην αρχή, στη βασιλεία της χώρας.
Κι' ο ένας ο πιο νεώτερος και πιο μικρός στα χρόνια
από το μεγαλείτερο, τον Πολυνείκη, αρπάζει,
το θρόνο και τον έδιωξε κι' απ' την πατρίδα ακόμη.
Κι' αυτός καθώς στη χώρα μας πολύς γίνεται λόγος,
στ' Άργος σαν πήγ' εξόριστος, για βοηθούς του παίρνει
συγγενολόι παράδοξο και πολεμάρχους φίλους,
στο νου του έχοντας γλήγορα ή το Άργος να πατήση
τη Θήβα και να τιμηθή ή να της δώση δόξα (14) .
Δεν είν' αυτά, πατέρα μου, λόγια του αγέρα μόνο,
παρά έργατα τρομαχτικά· μα πού τα βάσανά σου
θα τα τελειώσουν οι θεοί δεν ημπορώ να νοιώσω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Το λες, γιατί τώρα έλπισες, πως οι θεοί για μένα
καμμιά φροντίδα θάχουνε, που πια να ξεγλυτώσω;

ΙΣΜΗΝΗ

Ελπίζω εγώ στις τωρινές, πατέρα, προφητείες.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ποιες είν' αυτές; παιδάκι μου, τι είναι προφητεμένο;

ΙΣΜΗΝΗ

Απ' τους Θηβαίους μια φορά για τον ευτυχισμό τους
θα ζητηθής, κι' αν ζωντανός ή πεθαμένος είσαι.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ποιος από τέτοιον άνθρωπο μπορεί να ωφεληθή;

ΙΣΜΗΝΗ

Λένε, ότι η δύναμη εκεινών κρέμεται από τα σένα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τάχα, όταν δεν υπάρχω πια, τότε είμαι τέτοιος άντρας;

ΙΣΜΗΝΗ

Γιατί οι θεοί σηκώνουν σε τώρα, ενώ πριν σ' εχάναν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μάταιο είναι να σηκώνουνε γέρο, που νιος γκρεμίστη·

ΙΣΜΗΝΗ

Μάθε όμως πως ο Κρέοντας σε λίγη όχι πολλή ώρα θάρθη γι' αυτά.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Να κάμη τι, κόρη μου; ξήγα το μου.

ΙΣΜΗΝΗ

Να σε καθίσουνε σιμά στη Θήβα και να σ' έχουν
δικό τους, μα να μην πατής τα σύνορα της χώρας.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Και ποιο το διάφορο, αν εγώ μένω έξω από τη χώρα;

ΙΣΜΗΝΗ

Δίχως τιμές ο τάφος σου ζημιά για κείνους θάναι.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μονάχα με την κρίση του και δίχως προφητείες
μπορεί κανείς να νοιώση το.

ΙΣΜΗΝΗ

Λοιπόν για τούτο θέλουν
να σε καθίσουνε σιμά στη χώρα τους, και μήτε
όπου τον εαυτό σου εσύ θα ορίζης να σ' αφήσουν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Λοιπόν και με Θηβαίικο θα με σκεπάσουν χώμα;

ΙΣΜΗΝΗ

Μα ο φόνος του πατέρα σου, πατέρα, το εμποδίζει.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Λοιπόν σ' εμένα κύριοι ποτέ τους δε θα γίνουν.

ΙΣΜΗΝΗ

Λοιπόν αυτό θάναι ζημιά μεγάλη στους Θηβαίους.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ποιο περιστατικό αν γενή, θα πάθουνε, παιδί μου;

ΙΣΜΗΝΗ

Απ' το δικό σου το θυμό, στον τάφον σου όταν έλθουν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Λες όσα λες, αφού από ποιον τα γροίκησες, παιδί μου;

ΙΣΜΗΝΗ

Απ' τους αποκρισάριους του Δελφικού μαντείου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κι' αυτά τάχει για μένανε προφητεμένα ο Φοίβος;

ΙΣΜΗΝΗ

Έτσι τα λεν όσοι ήλθανε στην πολιτεία της Θήβας.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κι' από τους γυιούς μου τάχατε κανείς τάκουσε τούτα;

ΙΣΜΗΝΗ

Κ' οι δυο τακούσανε κ' οι δυο πολύ καλά τα ξέρουν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Έτσι λοιπόν, κι' αν τάκουσαν οι τιποτένιοι τούτα,
τη βασιλεία προτίμησαν καλλίτερ' από μένα;

ΙΣΜΗΝΗ

Λυπόμουνα που τάκουγα, όμως σου τ' αναγγέλνω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Όμως οι θεοί ας μην πάψουνε ποτέ το μάλωμά τους,
που ήταν γραφτό τους, κι' άμποτε μόνο σε μένα νάναι
ο τελειωμός της γρήνιας τους αυτής, που τώρ' αρχίζουν
κι' ο ένας απάς στον άλλονε σηκώνει το κοντάρι·
κ' έτσι ούτε αυτός όπου κρατεί το σκήπτρο και το θρόνο
να μείνη, ούτε κ' εκείνος, που διώχτηκε από τη χώρα,
να πάη ποτέ πίσω σ' αυτήν· αφού κ' εμένανε, όταν
απ' την πατρίδα έτσι άτιμα διωχνόμουν, δε βοηθήσαν
μήτε και με διαφέντεψαν, παρά με θέληση τους
διώχτηκα με διαλάλημα κ' έφυγα για τα ξένα.
Μπορείς να πης πως δίκαια, μια και το πεθυμούσα,
η πολιτεία μούκαμε τότες αυτή τη χάρη.
Όχι, δεν είναι αλήθεια, αφού την ίδια εκείνη ημέρα,
τότε που χόχλαζε ο θυμός κ' ήταν τρανή χαρά μου
το νάβρω θάνατο και το να με πετροβολήσουν
κανείς δε φάνηκε βοηθός σ' αυτή την πιθυμιά μου.
Μα ύστερ' από καιρό, όταν πια όλος μου ο πόνος ήταν
μαλακωμένος κ' ένοιωθα πως ο θυμός μου τόσο
φούσκωσε, που βασανιστής έγινε πιο μεγάλος
απ' όσο πριν αμάρτησα, τότε πια από τη μία
η πολιτεία μ' έδιωχνε με βίαν απ' την πατρίδα
ύστερ' από πολύν καιρό, κι' από την άλλη εκείνοι,
οι γυιοί, που τον πατέρα τους μπορούσαν να βοηθήσουν,
δεν το θελήσανε παρά για μια τους λέξη μόνο,
που δεν την είπαν, πάντοτες εγώ σαν ψωμοζήτης
κι' απ' την πατρίδα εξόριστος στα ξένα τριγυρνούσα.
Όμως από τούτες εδώ, αν κ' είναι και κορίτσια
αδύνατα, όσο το μπορούν από το φυσικό τους,
έχω θροφήν όσο να ζω και τόπο για να μένω
και συνδρομή συγγενική· μα εκείνοι απ' το γονιό τους
προτίμησαν καλλίτερα το θρόνο να κρατούνε
και το ραβδί και νάχουνε την εξουσία της χώρας.
Μα δε θα το πιτύχουνε νάχουν εμέ βοηθό τους·
μήτε ποτέ και διάφορο θα ιδούν από της Θήβας
τη βασιλεία· το ξέρω αυτό, γροικώντας από τούτη
τις προφητείες και νοιώθοντας τα παλαιά τα λόγια
όσα για μένα κάποτε μου μήνυσεν ο Φοίβος.
Και τώρα και τον Κρέοντα να με ζητήση ας στέλνουν
ή κι' όποιον άλλον, που τρανός στην πολιτεία λογιέται.
Γιατί, αν εσείς, ω φίλοι μου, θελήσετε με τούτες
τις πολυσέβαστες θεές της χώρας τις προστάτρες
βοήθεια να μου δώσετε, τρανό στην πολιτεία
προστάτη θα χαρίσετε και στους εχτρούς μου λύπες.

ΧΟΡΟΣ

Ταξίζεις Οιδίπου, κ' εσύ κι' αυτές εδώ οι παρθένες
να βρης συμπόνεση· κι' αφού με τα όσα λες προστάτης
της χώρας τούτης δείχνεσαι να σ' ορμηνέψω θέλω
τα όσα θα σου είν' ωφέλιμα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ω τρισαγαπημένε!
ορμήνευέ με ό,τι κ' εγώ τώρα να κάμω πρέπει.

ΧΟΡΟΣ

Παστρέψου τώρα για τιμή των θεώνε, που σιμά τους
πρωτόρθες και τους πάτησες τον ιερό τους τόπο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Με τρόπους ποιους να κάμω αυτό; φίλοι μου, μάθετέ με.

ΧΟΡΟΣ

Πρώτα από αστέρευτη κρουνιά σταλαγματιές να φέρνης
άγιες, αφού με καθαρά τα χέρια του τις πιάσης.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κι' όταν αυτό το αμόλευτο νερό απ' τη βρύση πιάσω;

ΧΟΡΟΣ

Είναι κροντήρια απ' άνθρωπο τεχνίτη δουλεμμένα,
που εσύ τα δυο χερούλια τους σκέπασε και το στόμα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Με νέα βλαστάρια ή γνέματα, ή με ποιόν άλλο τρόπο;

ΧΟΡΟΣ

Με πρόβατου νεογέννητου ποκάρι νιοκομμένο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Καλά· μα κ' έπειτ' απ' αυτά πού πρέπει να τελειώσω;

ΧΟΡΟΣ

Στέκοντας ανατολικά να χύνης τις χοές.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Με τα κροντήρια αυτά, που λες, και τις χοές να χύνω;

ΧΟΡΟΣ

Απ' το καθένα τρις φορές χύνε· μα το στερνό όλο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Με τι να το γεμίσω αυτό; και τούτο ορμήνευέ με.

ΧΟΡΟΣ

Νερό και μέλι· μα κρασί καθόλου να μη βάνης.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κι' όταν η γη η μαυρόφυλλη τα πάρη;

ΧΟΡΟΣ

Αφού σκορπίσης
και με τα δυο τα χέρια σου σ' αυτήν ελιάς κλωνάρια
ενιά από τρεις φορές, να λες τα παρακάλια τούτα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Να τα γροικήσω θέλω αυτά, γιατί είν' το πιο σπουδαίο.

ΧΟΡΟΣ

Με την ψυχή καλόγνωμη να δέχουνται σωσμένο
τον παρακαλεστήν αυτές, που κράζουμ' Ευμενίδες,
ζήταγε εσύ μονάχος σου ή και για σε όποιος άλλος,
μιλώντας σιγανά χωρίς πιο δυνατή να βγάνη
φωνή· να τραβηχτή έπειτα δίχως να βλέπη πίσω.
Και τούτα αν κάμη θαρρετά κ' εγώ θα σε βοηθήσω·
αλλοιώτικα πάντα από σε, ξένε, θε νάχω φόβο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Παιδιά μου, ακούτε αυτούς εδώ τους κοντινούς μας ξένους;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κι' ακούσαμε και διάταζε να κάμουμε ό,τι πρέπει.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Εγώ να πάω δεν μπορώ· τι με κρατούνε δύο
κακά, που διόλου δύναμη δεν έχω, μήτε βλέπω.
Μα από τις δυο σας τώρα η μια τούτα να κάμη ας πάη.
Γιατί νομίζω, είν' αρκετή αντίς πολλές και μία
ψυχή να ξεπληρώση αυτά, καλόγνωμη αν σιμώνη.
Μα γλήγορα κάμετε αρχή και μη με αφήστε μόνο,
γιατί δεν έχει δύναμη μονάχο το κορμί μου
να σέρνεται, μηδέ χωρίς οδηγητή.

ΙΣΜΗΝΗ

Να κάμω
αυτά που λες πηγαίνω εγώ· μα και το μέρος, όπου
ανάγκη θάναι να τα βρω, θέλω να μάθω.

ΧΟΡΟΣ

Ξένη,
από το δάσος πέρα εκεί· και τίποτε αν σου λείψη
από όλα, υπάρχει φύλακας που θα σου πη.

ΙΣΜΗΝΗ

Πηγαίνω
γι' αυτά, κ' εσύ, Αντιγόνη μου, μένοντας εδώ πέρα,
πρόσεχε τον πατέρα μας· γιατί κανείς δεν πρέπει
του κόπου νάχη θύμηση, για τους γονιούς του αν πάσχη.

Στροφή α'.

ΧΟΡΟΣ

Είναι σκληρό τη συφορά, που τώρα πια κοιμάται,
να την ξυπνάω, φίλε.
Όμως να μάθω θέλω . . .

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αυτό που θέλεις ποιο είναι;

ΧΟΡΟΣ

Το μαύρο σου τον πόνο,
που ανίκητος σε βρήκε
και σε κρατάει σκλάβο.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ω! μη μου ξεσκεπάσης,
σε ορκίζω στη φιλιά σου,
όσα σκληρά έχω πάθει (15) .

ΧΟΡΟΣ

Θέλω ν' ακούσω, φίλε,
σωστή την ιστορία
αυτή, που τόσο απλώθη
στον κόσμ' όλο κι' ακόμη
δε λησμονιέται διόλου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ωιμέ!

ΧΟΡΟΣ

Παρακαλώ σε,
στρέξε.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ωχ, αλλοίμονό μου!

ΧΟΡΟΣ

Στρέξε· γιατί κ' εγώ
σ' ό,τι γυρεύεις στρέγω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αντιστροφή α'

Έπαθα, φίλοι, συφορές, έπαθα αθέλητά μου
και μάρτυρας ο θεός μου·
μα κι' απ' αυτές δεν ήλθε
καμμιά με θέλησή μου.

ΧΟΡΟΣ

Όμως σε τι έχεις πάθει;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μ' έμπλεξε η πολιτεία
χωρίς να το γνωρίζω
σε μισητό κρεββάτι,
σε γάμους, που αφανίζουν.

ΧΟΡΟΣ

Αλήθεια, όπως μαθαίνω,
επήρες της μητέρας
το στυγερό κρεββάτι;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ωιμέ! θάνατος είναι
ν' ακούω τούτο, φίλε.
Όμως αυτές οι δύο
δικές μου είναι . . .

ΧΟΡΟΣ

Τι λες;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κόρες και δυο κατάρες!

ΧΟΡΟΣ

Ω Δία!

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Γεννήθηκαν
από την κοιλοπόνια
ίδιας στους τρεις μας μάννας.

ΧΟΡΟΣ

Στροφή β'

Είναι λοιπόν και κόρες σου και. . . (16)

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

και δυο αδερφάδες.
του πατέρα

ΧΟΡΟΣ

Ωιμένα!

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

και βέβαια ωιμένα!
αδιάκοπα χτυπήματα,
κακομοιριάς περίσσιας.

ΧΟΡΟΣ

Έπαθες;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Έπαθα όσο
να τα θυμάμαι πάντα.

ΧΟΡΟΣ

Έκαμες . . .

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Δεν έκαμα, όχι.

ΧΟΡΟΣ

Μα τι λοιπόν;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Δέχτηκα δώρο,
που άμποτε ο κακομοίρης
εγώ την πολιτεία
να μην είχα βοηθήσει
για να μη το κερδίσω.

ΧΟΡΟΣ

Αντιστροφή β'

Δυστυχισμένε, τι λοιπόν; σκότωσες; . . .

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τι είναι τούτο
Σαν τι θέλεις να μάθης;

ΧΟΡΟΣ

τον πατέρα;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ωιμένα!
Δεύτερη μου κατάφερες
πληγή πας στην πληγή.

ΧΟΡΟΣ

Σκότωσες;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Σκότωσα· όμως
ο φόνος μου έχει κάτι

ΧΟΡΟΣ

Τι;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

να με δικαιολογήση.

ΧΟΡΟΣ

Σαν τι;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Θε να σου πω.
Νά, δηλαδή απ' ανάγκη
σκότωσα και ξολόθρεψα·
μα είμαι απ' το νόμο αθώος,
γιατί χωρίς να ξέρω
έκαμα αυτό το φόνο.

ΧΟΡΟΣ

Μα νά, που φθάνει ο βασιλιάς Θησέας ο γυιός του Αιγέα·
γι' αυτά που τον καλέσαμε, καθώς παρακαλούσες.

ΘΗΣΕΑΣ

Από πολλούς ακούγοντας και πρώτα των ματιών σου
το ματοστάλαχτο χαμό, παιδί του Λάιου, σ' είχα
γνωρίσει και τα τωρινά στο δρόμο μου γροικώντας
γνωρίζω σε καλλίτερα. Γιατί κ' η φορεσιά σου
κ' η κεφαλή σου η δύστυχη δείχνουν σ' εμάς ποιος είσαι·
κι' αφού πια σε συμπόνεσα να σε ρωτήσω θέλω
δυστυχισμένε Οιδίποδα, σ' αυτό το μέρος ήλθες
ποιο παρακάλεμα έχοντας για με και για τη χώρα,
κ' εσύ κι' αυτή η βαριόμοιρη παραστεκάμενή σου.
Λέγε· κι' αν έχης να μου ειπής κανένα παρακάλιο
μεγάλο, που εξ αιτίας του μακριά θε να τραβιόμουν,
εγώ, που ξένος τι θα ειπή το ξέρω, γιατί ξένος,
καθώς εσύ όταν ήμουνα, τόμαθα και στα ξένα
σαν άντρας εκινδύνεψα πολύ για το κορμί μου, (17)
κ' έτσι δε δύνουμαι κρυφά κανένα ν' αποφύγω,
που ξένος είναι, όπως εσύ, για να μη τον βοηθήσω.
Γιατί, πως είμαι άνθρωπος καλά το ξέρω κι' ότι
δεν είν' δικό μου τ' αύριο περσότερο από σένα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Θησέα, η μεγαλοκάρδια σου με λίγα λόγια εφάνη
γι' αυτό πρέπει με λιγοστά κ' εγώ να σου μιλήσω.
Επειδή εσύ ποιος είμ' εγώ και ποιος είν' ο γονιός μου
κι' από ποιόν τόπον ήλθα εδώ τάχεις όλα ειπωμένα·
κ' έτσι δε μου απολείπεται να λέω τίποτ' άλλο
παρ' όσα μου χρειάζονται, και τελειώνει ο λόγος.

ΘΗΣΕΑΣ

Λέγε το τούτο στη στιγμή για να το μάθω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Δώρο
για να σου δώσω έρχουμαι τάραχλο το κορμί μου,
όχι σπουδαίο στη θωριά· μα είν' απ' αυτό τα κέρδη
τρανότερα ή όσο φαίνεται το πρόσωπό μου ωραίο.

ΘΗΣΕΑΣ

Και ποιο διάφορο φέρνοντας θαρρείς ότι εδώ φτάνεις;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Θε να το μάθης κάποτε, με τον καιρό, όχι τώρα.

ΘΗΣΕΑΣ

Και πότε θα φανερωθή λοιπόν το χάρισμά σου;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Όταν πεθάνω εγώ κ' εσύ φροντίσης να με θάψης.

ΘΗΣΕΑΣ

Ζητάς της ζήσης τα στερνά· μα όσα στ' ανάμεσα είναι
ή τα ξεχνάς ολότελα ή δεν τα λογαριάζεις.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Γιατί μέσα στο θάψιμο για με βρίσκουνται κείνα.

ΘΗΣΕΑΣ

Μα η χάρη αυτή, που μου ζητάς, πολύ μικρή είναι χάρη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Όμως για πρόσεξε· μικρό δεν είν' αυτό το πράμα.

ΘΗΣΕΑΣ

Για τα παιδιά σου τάχατε το λες αυτό ή για μένα;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Εκείνοι μ' αναγκάζουνε να πάω κει πέρα πάλι.

ΘΗΣΕΑΣ

Όμως δεν πρέπει μήτ' εσύ να φεύγης σαν δε θέλουν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μα όταν τόθελα κ' εγώ, δε μ' άφιναν να φύγω.

ΘΗΣΕΑΣ

Τρελλέ! ο θυμός στις συφορές ωφέλεια δεν είναι.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Όταν μ' ακούσης, συμβουλές λέγε· τώρα όμως άσ' τες.

ΘΗΣΕΑΣ

Λέγε· γιατί δεν είν' πρεπό να λέω χωρίς να ξέρω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Θησέα, δοκίμασα κακά το ένα πάνω στ' άλλο.

ΘΗΣΕΑΣ

Θέλεις να πης για την παλιά κατάρα της γενιάς σου;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Όχι, καθόλου, γιατί αυτή καθ' Έλληνας τη λέει.

ΘΗΣΕΑΣ

Τι από τ' ανθρώπινα κακά περσότερο υποφέρνεις;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Έτσ' είναι· απ' την πατρίδα μου μ' έδιωξαν οι σπορές μου·
και πια δε μου είναι βολετό να πάω κει πέρα πάλι,
γιατί είμαι του πατέρα μου φονιάς.

ΘΗΣΕΑΣ

Λοιπόν πώς πίσω
να σε γυρίσουνε μπορούν, ώστε να μένης χώρια;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Το στόμα το θεοτικό θα τους εξαναγκάση.

ΘΗΣΕΑΣ

Ποια δυστυχία φοβούμενοι από τις προφητείες;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ότι είναι το γραμμένο τους εδώ να σκοτωθούνε.

ΘΗΣΕΑΣ

Και πώς μπορεί έχτρητα να μπη σ' εμένα και σ' εκείνους;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Παιδί του Αιγέα πολυακριβό, μόνο οι θεοί δεν ξέρουν
γεράματα, μηδέ ποτέ πεθαίνουν· μα όλα τάλλα
ο παντοδύναμος καιρός τ' αναποδογυρίζει.
Σβύνει κ' η δύναμη της γης και του σωμάτου σβύνει
η πιστοσύνη χάνεται κ' η απιστία γεννιέται.
μήτε ποτές ανάμεσα σε φίλους άντρες μένει
η ίδια γνώμη και μηδέ σε χώρα γι' άλλη χώρα.
Γιατί σε τούτους τώρα δα κι' αργότερα σ' εκείνους
μίσος ή αγάπη γίνεται κ' ύστερα πάλι αγάπη.
Κι' ανίσως τώρ' ανάμεσα σ' εσένα και τη Θήβα
όλα καλά πηγαίνουνε, διαβαίνοντας ο χρόνος
ο αμέτρητος αρίφνητες γεννάει νύχτες κ' ημέρες,
που απ' αφορμή παραμικρή σκορπιούνται στους ανέμους
με πόλεμον οι τωρινές φιλιές και συμμαχίες·
όταν καμμιά φορά θα πιή ζεστό το αίμα εκείνων
το κρύο το κουφάρι μου που θάναι μέσ' στο χώμα,
αν είναι Ζευς ακόμη ο Ζευς κι' αληθινός ο Φοίβος.
Μα αφού δεν είν' πρεπούμενο τ' απόκρυφα να λέω,
σ' αυτά που αρχίνησα άσε με, φυλάγοντας μονάχα
την πιστοσύνη σου· κ' εσύ δε θε να πης ποτέ σου
πως τον Οιδίποδα σ' αυτούς τους τόπους τον εδέχτης
να κάτση ανώφελα, αν οι θεοί βέβαια δε με γελάσουν.

ΧΟΡΟΣ

Ω βασιλιά και πρίντερα στη χώρα πως θα δώση
ο άνθρωπος τούτος έταζε και τούτα κι' άλλα λόγια.

ΘΗΣΕΑΣ

Ποιος θα μπορέση το λοιπόν την καλογνωμοσύνη
να μη δεχτή τέτοιου ανθρώπου; που πρώτα η φιλοξένια
κοινή γι' αυτόν κ' αιώνια στη χώρα μας υπάρχει,
κ' έπειτα, παρακαλεστής αν κ' ήλθε των θεώνε,
πληρώνει φόρο όχι μικρό σ' εμένα και στη χώρα.
Κ' εγώ επειδή τα σέβουμαι δε θ' αρνηθώ ποτέ μου
το δώρο του παρά κ' εδώ θα τον δεχτώ να κάτση.
Κι' αν εδώ ο ξένος προτιμά να μένη θα διορίσω
εσένα για να τον φυλάς· ή αν προτιμάς μαζί μου
νάρχεσαι, Οιδίποδα, απ' αυτά σ' αφίνω να διαλέξης,
αφού σκεφτής· γιατί κ' εγώ μ' εσέ θα συμφωνήσω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Σ' ανθρώπους τέτοιους άμποτε, Δία, καλό να δίνης.

ΘΗΣΕΑΣ

Λοιπόν τι θέλεις; νάρχεσαι στ' αρχοντικό μου αλήθεια;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Βέβαια αν μου ήταν βολετό· μα ο τόπος τούτος είναι . . .

ΘΗΣΕΑΣ

όπου θα κάμης τι; επειδή ενάντιος δε θα σου είμαι.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Όπου θε να νικήσω αυτούς, που μ' έχουν αποδιώξει.

ΘΗΣΕΑΣ

Μεγάλο τάζεις χάρισμα για τη διαμονή σου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ανίσως βέβαια κ' εσύ το λόγο σου κρατήσης.

ΘΗΣΕΑΣ

Μην έχης φόβο όσο για εμέ δε θε να σε προδώσω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κ' εγώ βέβαια σαν άπιστο δε θα σε δέσω μ' όρκο.

ΘΗΣΕΑΣ

Μα κ' έτσι δε θα κέρδιζες περσότερ' από τώρα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Πώς θε να κάμης το λοιπόν;

ΘΗΣΕΑΣ

Τι πιο πολύ φοβάσαι;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Θε νάρθουν άνθρωποι . . .

ΘΗΣΕΑΣ

Γι' αυτούς θάχουν την έννοια τούτοι.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κοίτα, μ' αφίνεις . . .

ΘΗΣΕΑΣ

Μη μου λες όσα να κάμω πρέπει.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ανάγκη να φοβάμ' εγώ.

ΘΗΣΕΑΣ

Δε σκιάζεται η καρδιά μου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Δεν ξέρεις τους φοβερισμούς . . .

ΘΗΣΕΑΣ

Ξέρω, πως από δώθε,
χωρίς να θέλω εγώ, άνθρωπος κανείς δε θα σε πάρη.
Πολλές φοβέρες την ψυχή του κάκου φοβερίσαν
με πολλά λόγια· μα, άμα ο νους έρθη στα συγκαλά του,
πάνε τα φοβερίσματα στο βρόντο· και σ' εκείνους,
κι' αν πήραν θάρρος φοβερά να λεν για το άρπαγμά σου,
το ξέρω εγώ, το πέλαγο, που είν' αποδώ ως κει πέρα,
μεγάλο κι' αταξίδευτο ίσως φανή. Για τούτο,
και χώρια από ό,τι σκέφτουμαι, εγώ σε συμβουλεύω
να μη φοβάσαι, αν σ' έστειλεν ο Φοίβος εδώ πέρα·
μα κ' αν εγώ δεν είμ' εδώ, ξέρω πως τόνομά μου
μόνο θα σούναι φύλακας κακό να μη παθαίνης.

ΧΟΡΟΣ

Στροφή α'.

Στης αλογοθροφούσας τούτης χώρας
το μέρος τ' ομορφότερο ήλθες, ξένε,
στον Κολωνό τον ασπροχώματ' όπου
το γλυκόλαλο αηδόνι κελαδάει
συχνάζοντας στα δροσερά φαράγγια,
πάνω στο μαύρο τον κισσό πετώντας
και στου θεού τ' απάτητο το δάσος,
που κάνει πλήθος τους καρπούς κι' ούτ' ήλιος
ούτε κανένας άνεμος το πιάνει·
όπου συχνάζει πάντοτ' ο πατέρας
του μεθυσιού ο Διόνυσος, συντρόφους
πιστούς τις θείες έχοντας βυζάχτρες.

Αντιστροφή α'.

Και με την ουρανόσταλτη δροσιά μέρα τη μέρα
το φουντωτό μανούσι ανθίζει,
που δυο τρανών θεών παλιό στολίδ' είναι, κι' ο κρόκος,
που σαν χρυσάφι λαμπυρίζει·
και δε στερεύουν οι πηγές οι ακοίμητες, που θρέφουν
πλούσια του Κηφισού το ρέμα,
μα πάντα κάθε μέρα αυτός με τα νερά καθάρια
στης πλατοστήθας γης τους κάμπους
ξεχύνεται πιο γλήγορο το κάρπισμα να φέρη·
μήτε τη μίσησαν οι Μούσες,
μήτε κ' η χρυσοχάλινη τήνε μισεί Αφροδίτη.

Στροφή β'.

Ανθίζει ακόμη δέντρο, που ως τα τώρα
μήτε και μέσ' στη χώρα της Ασίας
μήτε και στο τρανό του Πέλοπα νησί
δεν άκουσα, πως μόνο του φυτρώνει,
χωρίς να φυτευτή από ανθρώπου χέρι,
όντας στων εχτρών τάρματα φοβέρα,
που πιο πολύ στη χώρα τούτη ανθίζει,
η ασημοφυλλ' η ελιά, που θρέφει
τα παλληκάρια· αυτή κανένας νέος
ή γέρος αρχηγός δε θ' αφανίση
με τους πολεμιστές του κόβοντάς τη,
γιατί το μάτι, που όλα γύρω βλέπει,
του Δία, που είναι της ελιάς προστάτης,
τη φυλάει κ' η Αθηνά η γαλανομμάτα

Αντιστροφή β'.

Μα έχω για την πατρίδα μου να ειπώ και παίνεμ' άλλο
πολύ καλλίτερο, που δώρο
είναι του δυνατού θεού και καύχημα μεγάλο
της χώρας μου, πως είναι πρώτη
στο να γυμνάζη τ' άλογα και πρώτη στα καράβια.
Ω γυιέ του Κρόνου, Ποσειδώνα
αφέντη, εσύ τη σήκωσες σε τόσο τρανή δόξα,
γιατί σε τούτα εδώ τα μέρη
πρωτόφτιασε το χέρι σου τα γκέμια, που μερώνουν
τάλογα. Κι' αλαφρά στο κύμα
το καλοχούφτιαστο κουπί με λάμνισμα πηδάει
ακολουθώντας τις Νεράιδες.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ω χώρα, που με περισσούς επαίνους σε παινεύουν,
τώρα είν' δουλειά σου αληθινά τα λόγι' αυτά να δείξης.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κόρη μου, τι αναπάντεχο είναι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Με βία, πατέρα,
ο Κρέοντας και με βοηθούς έρχεται κατά μας.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αγαπημένοι γέροντες, τώρ' από σας μονάχα
μπορεί σ' εμένα να δειχτή του γλυτωμού το τέλος.

ΧΟΡΟΣ

Μη σκιάζεσαι και θα δειχτή· γιατί κι' αν ίσως είμαι
γέρος εγώ, δε γέρασε κ' η δύναμη της χώρας.

ΚΡΕΩΝ

Ευγενικοί άντρες, που σ' αυτή τη χώρα κατοικείτε,
μέσα στα μάτια σας θωρώ, πως με τον ερχομό μου
σας έχει πιάσει τώρα δα κάποιος μεγάλος φόβος·
μη με φοβόσαστε, μηδέ λόγο κακό να βγάλτε.
Γιατί δεν ήλθα θέλοντας κάνα κακό να κάμω
αφού κ' εγώ είμαι γέροντας και ξέρω, ότι σε χώρα
έρχουμαι, που είναι δυνατή όσο δεν είν' καμία άλλη
Ελληνική. Όμως στάλθηκα μήπως και καταφέρω
το γέρο τούτον άνθρωπο στη Θήβα νάλθη πίσω·
Θηβαίος ένας δε μ' έστειλε, μα με προστάξαν όλοι,
γιατί από τη συγγένεια μας μου πρέπει να λυπάμαι
για τα παθήματ' αυτουνού περσότερο απ' τη χώρα.
Μα, Οιδίπου κακορροίζικε, ακούγοντας εμένα,
γύρισε στην πατρίδα σου. Σε προσκαλνάει δίκια
όλης της Θήβας ο λαός· και πιο πολύ από τούτον
εγώ, γιατί περσότερο ― αν μέσα στους ανθρώπους
δεν είμαι ο πιο κακώτερος ― πονώ στις συφορές σου,
θωρώντας σε τον άμοιρο νάσαι χωρίς πατρίδα,
πάντ' αλανιάρης, νηστικός (18) , κ' έχοντας στήριγμά σου
μια κόρη· δε φαντάζομουν ποτέ μου ο κακομοίρης
ότι θε νάχε πέσει αυτή σε τόση δυστυχία
σ' όση είν' πεσμέν' η δύστυχη, παντοτινά για σένα
τον άραχλο φροντίζοντας με στερεμένη ζήση,
τόσο μικρούλα ανύπαντρη και που μπορεί καθένας
να την αρπάξη. Τάχατες βαρειά ντροπή δεν είπα,
μαύρος εγώ, για εσέ, για εμέ και τη γενιά μας όλη;
Μα αφού δεν είναι βολετό τα φανερά να κρύβω,
Οιδίπου εσύ, στους πατρικούς θεούς μας σ' εξορκίζω,
κρύψε τα, ακούγοντας εμέ, στέργοντας να γυρίσης
ξανά στην πολιτεία σου, στο πατρικό σου σπίτι,
τη χώρα τούτη φιλικά σαν αποχαιρετήσης,
τι της αξίζει· μα σωστό είναι την εδική σου
να σεβαστής περσότερο, γιατί σ' έχει αναθρέψει.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ω εσύ, που όλα τ' αποκοτάς και σ' όλα μπορείς νάβρης
κάθε λογής πονήρεμα για δικαιολόγησή σου,
δόλωμ' αυτά τι μου πετάς και θέλεις να με πιάσης
πάλι, που αν επιανόμουνα, πιότερο θα λυπόμουν;
Γιατί κι' όταν υπόφερνα πριν απ' τις συφορές μου,
όταν για μένα ήταν χαρά να φύγω απ' την πατρίδα,
αν κ' ήθελα, δεν ήθελες τη χάρη να μου κάμης.
Μα τον καιρό, που πια ο θυμός μούχε περάσει κ' ήταν
γλυκός μου πόθος το να ζω μέσ' στην πατρίδα, τότε
μ' εξώριζες και μ' έδιωχνες στα ξένα, και δε σου ήταν
τότες αυτή η συγγένεια μας καθόλου αγαπημένη.
Και τώρα πάλι, που θωρείς καλόγνωμη να μου είναι
η χώρ' αυτή κ' οι κάτοικοι, πασχίζεις να μ' αλλάξης
τη γνώμη, γλυκολέγοντας σκέψες σκληρές· μα ποια είναι
αυτή η χαρά να ευεργετής ανθρώπους άθελά τους;
Αν δηλαδή κανείς, ενώ παρακαλάς για κάτι,
δε δίνη τίποτε, μηδέ να σε βοηθήση θέλη,
αν κ' η καρδιά σου λαχταρά γι' αυτά που ανάγκη τάχεις,
τότε σου χάριζε, όταν πια τόπο δεν πιάνη η χάρη,
ανώφελη ευχαρίστηση για σε δε θάταν τούτη;
Αλλ' όμως τέτοια δα κ' εσύ σ' εμένανε προσφέρνεις·
καλά στα λόγια βέβαια, μα ψεύτικα στα έργα.
Μα και σε τούτους θα τα πω για να σε δείξω ψέφτη.
Ήλθες να πάρης με από δω όχι για να με φέρης
πίσω στο σπίτι μου, παρά για να με κάτσης έξω
και να γλυτώση η Θήβα σου άβλαβη από τη χώρα
τούτη. Δε θα σου γίνη αυτό, παρά θα σ' εύρουν τούτα:
Στον τόπο κείνον πάντοτε θα μένη η εκδίκησή μου·
κι ακόμη απ' την πατρίδα μου θα βρούνε οι γυιοί μου τόπο
τόσον, όσος θα φτάση τους για να τους θάψουν μόνο.
Λοιπόν καλλίτερ' από σε δεν ξέρω όσα θα γίνουν
στη Θήβα; Βεβαιότατα μια και γροικώ το Φοίβο
κι' αυτόν το Δία, που είναι του γονιός, σωστά να λένε.
Όμως εσύ μου ήλθες εδώ με το ύπουλό σου στόμα
και με μεγάλες πονηριές· μα πιο πολλά σ' εσένα
θα φέρουνε τα λόγια σου κακά παρά ευτυχία.
Μα φεύγα! γιατί, ξέρω το, πως δε σε καταπείθω·
κ' εμάς να ζούμ' εδώ άσε μας· γιατί δεν κακοζούμε
κ' έτσι όπως είμαστε, αν χαρά μας φέρνη αυτό περίσσα.

ΚΡΕΩΝ

Θαρρείς πως φέρνουνε κακόν αληθινά σ' εμένα
ή περισσότερο σ' εσέ αυτά που μου λες τώρα,

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Για με είναι πιο καλλίτερο, ανίσως μήτ' εμένα
να καταπείθης δε μπορής, μήτε και τους σιμά μου.

ΚΡΕΩΝ

Κακόμοιρε! μήτε ο καιρός δε θα σου βάλη λίγο
μυαλό, παρά για ντρόπιασμα των γερατειών υπάρχεις;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Στη γλώσσα εσύ είσαι φοβερός· μα εγώ δεν ξέρω ούτ' ένα
άνθρωπο δίκιο, που μιλεί καλά για όλα τα πάντα.

ΚΡΕΩΝ

Είν' άλλο το να πης πολλά κι' άλλο κείνα που πρέπει.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Όπως δα εσύ λίγα τα λες, όμως τα λες στην ώρα.

ΚΡΕΩΝ

Όχι σ' εκείνον που μυαλά με τα δικά σου έχ' ίσια.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Φύγε! το λέω και γι' αυτούς, και μήτε να προσέχης
πού πρέπει εγώ να κάθουμαι, παραμονεύοντάς με.

ΚΡΕΩΝ

Μαρτύρους βάνω αυτούς εδώ, εσένα όχι, ποια λόγια
στους φίλους αποκρίνεσαι· καμμιά φορά αν σε πιάσω . . .

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Και να με πάρη ποιος μπορεί με βία απ' αυτούς τους φίλους;

ΚΡΕΩΝ

Κι' όμως εσύ θα λυπηθής χωρίς να γίνη τούτο. (19)

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Σαν τι κατόρθωμα έκαμες, που έτσι με φοβερίζεις;

ΚΡΕΩΝ

Εγώ προλίγο, αφού άρπαξα, τη μια απ' τις δυο σου κόρες
μακριά έστειλα, και γλήγορα και τούτη εδώ θα πάρω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ωιμένα!

ΚΡΕΩΝ

Γλήγορ' αφορμή να κλαις πιο πολύ θάχης.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Έχεις την κόρη μου;

ΚΡΕΩΝ

Κι' αυτήν εδώ σε λίγο θάχω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ωιμένα! τι θα κάμετε φίλοι μου; θα φανήτε
προδότες και δε διώχνετε τον άσεβο από δώθε;

ΧΟΡΟΣ

Έβγα έξω, ξένε, γλήγορα· γιατί μήτε και τώρα
φέρνεσαι δίκια, μήτε πριν είχες τα δίκια κάμει.

ΚΡΕΩΝ

Ε, σεις! αυτή με το στανιό καιρός είναι να πάρτε
εδώθε, αν δε θα περπατή τώρα με θέλησή της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ωιμένα! πού η βαριόμοιρη να φύγω; ποια βοήθεια
από θεούς ή απ' άνθρωπους θα βρω;

ΧΟΡΟΣ

Τι κάνεις, ξένε;

ΚΡΕΩΝ

Δεν γγίζω αυτόν τον άνθρωπο, παρά την εδική μου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ω της χώρας αφέντηδες!

ΧΟΡΟΣ

Ξένε, δεν κάνεις δίκια.

ΚΡΕΩΝ

Δίκια.

ΧΟΡΟΣ

Πώς είναι δίκια αυτά;

ΚΡΕΩΝ

Τους εδικούς μου παίρνω.

Στροφή

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ωιμένα, ω πολιτεία!

ΧΟΡΟΣ

Τι κάνεις ξένε; Θα την αφήσης;
Αμέσως τώρα τη δύναμη μου
θα δοκιμάσης.

ΚΡΕΩΝ

Τραβήξου πίσω.

ΧΟΡΟΣ

Όχι μακριά σου, αφού γυρεύεις
αυτά να κάμης.

ΚΡΕΩΝ

Μα με τη Θήβα
θάχης να κάμης, αν θα πειράξης
καθόλου εμένα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ετούτα εγώ δεν τάλεγα;

ΧΟΡΟΣ

Άσε απ' τα χέρια την κόρη αμέσως.

ΚΡΕΩΝ

Να μην προστάζης καθόλου εκείνους,
που δεν ορίζεις.

ΧΟΡΟΣ

Άσ' τη, σου λέω.

ΚΡΕΩΝ

Κ' εγώ σας λέω να περπατάτε.

ΧΟΡΟΣ

Ελάτ' εδώ, τρεχάτε,
τρεχάτ' εσείς οι ντόπιοι.
Η χώρα μου πατιέται,
η χώρα μου με βία,
τρεχάτ' εδώ σ' εμένα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Σέρνουμαι η κακομοίρα! ξένοι, ξένοι!

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Παιδάκι μου, πού μούσαι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Φεύγω χωρίς να θέλω.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τα χέρια σου άπλωσέ μου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μα δε μπορώ καθόλου.

ΚΡΕΩΝ

Ε, σεις! δε θα την πάρτε;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ωιμένα, ο κακομοίρης!

ΚΡΕΩΝ

Λοιπόν με τα στηρίγματα τούτα δε θα βαδίσης
ποτέ σου πια· όμως αφού θέλεις να στέκης πάνω
απ' την πατρίδα σου κι' από τους φίλους, που κ' εμένα
προστάξανε και κάνω αυτά, αν κ' ήμουν βασιλέας,
στέκα. Γιατί με τον καιρό, το ξέρω εγώ, θα νοιώσης
πως μήτε τώρα φέρνεσαι καλά στον εαυτό σου,
μήτε και πρώτα φέρθηκες, ενώ οι φίλοι δε θέλαν,
γιατί στο θυμό δούλεψες, που πάντα σε ζημιώνει.

ΧΟΡΟΣ

Να σταματήσης, ξένε, αυτού.

ΚΡΕΩΝ

Σου λέω να μη μ' εγγίζης.

ΧΟΡΟΣ

Όχι, δε θα σ' αφήσω, αφού στερήθηκα εγώ τούτες.

ΚΡΕΩΝ

Λοιπόν και μεγαλείτερη η χώρα σου θα δώση
γλήγορ' αποζημίωση· γιατί δε θε ν' αρπάξω
μονάχ' αυτές.

ΧΟΡΟΣ

Τι έχεις σκοπό να κάμης;

ΚΡΕΩΝ

Θε να πάρω
κι' αυτόν εδώ.

ΧΟΡΟΣ

Μεγάλα λες.

ΚΡΕΩΝ

Θα γίνη τούτο αμέσως,
ανίσως δε μου αντισταθή ο βασιλιάς της χώρας.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ω ξαδιαντροπομίλητε! στ' αλήθεια εσύ μ' εγγίζεις;

ΚΡΕΩΝ

Προστάζω σε να μη μιλής.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μακάρι οι θεές τούτες
να μη με κάμουν άλαλο για να σου πω ακόμη
και τούτη την κατάρα μου, . . . (20) παγκάκιστε, που φεύγεις
με βίαν, αφού μου στέρησες το μοναχό το φως τους
απ' τα τυφλά τα μάτια μου. (21) Μακάρι και σ' εσένα
και στη γενιά σου ολάκερη γεράματα να δώση
ο Ήλιος, που όλα τα θωρεί, όποια έδωκε σ' εμένα.

ΚΡΕΩΝ

Τ' ακούτ' εσείς, που κάθεστε σ' αυτή τη χώρα;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ακούνε
κ' εσέ κ' εμέ και σκέφτουνται, πως μ' όλο πούχω πάθει
εγώ από σένα μ' έργατα, με λόγια σ' εκδικούμαι.

ΚΡΕΩΝ

Δε θα κρατήσω το θυμό, παρά με βία θα πάρω
τούτον, αν κ' είμαι μόνος μου κι' αργός από τα χρόνια.

Αντιστροφή

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ωιμένα, ο μαύρος!

ΧΟΡΟΣ

Με πόση, ξένε, ξαδιαντροπιά ήλθες,
αν απ' του νου σου επέρασε, ότι
αυτά θα κάμης.

ΚΡΕΩΝ

Έτσι νομίζω.

ΧΟΡΟΣ

Λοιπόν ποτέ μου πια δε θα κάτσω
στη χώρα τούτη.

ΚΡΕΩΝ

Κι' ο μικρός, σαν έχη δίκιο,
τον τρανό καταπονάει.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Γροικάτε τα ποια λέει;

ΧΟΡΟΣ

Δε θα τα κάμη· καλά το ξέρω. (22)

ΚΡΕΩΝ

Ο Δίας βέβαια μπορεί να ξέρη,
εσύ όμως όχι.

ΧΟΡΟΣ

Λοιπόν ετούτα
βρισιά δεν είναι!

ΚΡΕΩΝ

Βρισιά είν', αλλ' όμως
θα τη χωνέψης.

ΧΟΡΟΣ

Ωέ! πολίτες όλοι,
ωέ, προεστοί της χώρας,
ελάτ' εδώ τρεχάτοι,
ελάτε, γιατί φεύγουν
από δω πέρα τούτοι.

ΘΗΣΕΑΣ

Τι είναι τάχα οι φωνές τούτες; τι έχει γίνει; από φόβο
τάχα ποιόν με σταματήστε μέσ' στην ώρα πούχ' αρχίσει
τη θυσία στον Ποσειδώνα, που του Κολωνού είν' προστάτης;
Πέτε μου, να μάθω θέλω για ποιο λόγον εδώ πέρα
ήλθα πιο γοργά παρ' όσο το πόδ' ήθελε να τρέξη;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αγαπημένε μου, ― γιατί γνώρισα τη φωνή σου ―
από τον άνθρωπον αυτόν κακόπαθα προλίγου.

ΘΗΣΕΑΣ

Σαν τι έπαθες; και ποιος αυτός που σ' έχει βλάψει; λέγε.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αυτός ο Κρέοντας, που θωρείς, φεύγει μακριά, αφού πρώτα
απ' τα παιδιά μου μ' άρπαξε το μοναχό ζευγάρι.

ΘΗΣΕΑΣ

Πώς είπες;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κείνα πούπαθα τάκουσες όλα τώρα.

ΘΗΣΕΑΣ

Από τους δούλους στους βωμούς λοιπόν ας πάη κάποιος
όσο μπορεί γοργότερα κι' όλους ας αναγκάση
πεζούς και καβαλλάρηδες ν' αφήσουν τη θυσία
και προσβολή να τρέξουνε στο μέρος, όπου σμίγουν
των στρατοκόπων οι διπλοί δρόμοι, για να εμποδίσουν
οι κόρες να περάσουνε, κ' εγώ σ' αυτόν το φίλο,
ότι με βία νικήθηκα, να μη γενώ γελοίος.
Γλήγορα, καθώς πρόσταξα πηγαίνετε. Και τούτον
ανίσως εγώ εθύμωνα, όσο του αξίζει τώρα,
δε θα είχ' αφήσει απλήγωτον απ' το δικό μου χέρι.
Και μ' όποιους νόμους τώρ' αυτός μας ήλθεν εδώ πέρα,
με τέτοιους κι' όχι μ' αλλουνούς κ' εμείς θα του φερθούμε,
ποτέ δε θάβγης δηλαδή από τη χώρα τούτη,
αν κείνες δε μου φέρης· πριν κ' εμπρός μου εδώ τις στήσης.
Γιατί εσύ πολιτεύτηκες με τρόπο, που δε στέκει
σ' εμέ και στην πατρίδα σου και σ' όλη τη γενιά σου,
σε πολιτεία μπαίνοντας, που προσκυνάει το δίκιο·
και δίχως νόμο τίποτα δεν κάνει, και της χώρας
αυτής μη λογαριάζοντας τους νόμους, εδώ εχύθης
και τα όσα σου χρειάζουνται αρπάζεις και σκλαβώνεις
με το έτσι θέλω· νόμισες, πως είν' η χώρα μου έρμη
απ' άντρες, ή την πέρασες σαν κάποια σκλαβωμένη,
κ' εμέ ίσιο με το τίποτα. Κι' όμως εσένα η Θήβα
πρόστυχο δε σ' ανάθρεψε· γιατί κι' αυτή δε θέλει
να θρέφη άντρες παράνομους, κι' ούτε θα σε παινούσε,
ανίσως και το μάθαινε πως τα δικά μου αρπάζεις
και των θεώνε, παίρνοντας με βια παρακλητάδες
κακότυχους. Μα αν τύχαινε στη χώρα σου να μπαίνω,
κι' αν είχα με το μέρος μου το πιο μεγάλο δίκιο,
χωρίς να θέλη ο βασιλιάς, όποιος κι' αν ήταν, έξω
δε θάσερνα, ούτε θάρπαζα, μα θάξερα πως πρέπει
ξένος εγώ να φέρνουμαι μπροστά στους χωραΐτες.
Μα εσύ την πολιτεία σου, κι' αν δεν τ' αξίζη, ο ίδιος
τήνε ντροπιάζεις, κι' ο καιρός, όσο περνάει, σε κάνει
γέροντα κι' άμυαλο μαζί. Λοιπόν έχω δοσμένη
τη διαταγή μου κι' από πριν και τώρα ξαναλέω,
κάποιος το γληγορώτερο να φέρη εδώ τις κόρες,
αν δεν το θέλης κάτοικος της χώρας τούτης νάσαι
με το στανιό κι' αθέλητα· και τούτα, όπως στο νου μου
τα κλείνω, έτσι απαράλλαχτα στα λέω και με τη γλώσσα.

ΧΟΡΟΣ

Βλέπεις, ω ξένε, πού έφτασες απ' τη γενιά σου δίκιος
φαίνεσαι· μα αποδείχνεσαι κακός με τα όσα κάνεις.

ΚΡΕΩΝ

Μήτε από ανθρώπους έρημη την πολιτεία τούτη,
παιδί του Αιγέα, παίρνοντας, μηδέ και σκλαβωμένη, (23)
καθώς συ λες, έκαμα αυτά, παρά ξέροντας, ότι
ποτέ δε θα την έπιανεν η πιθυμιά να θρέφη
τους εδικούς μου συγγενείς χωρίς τη θέλησή μου.
Και τόξερα πως άνθρωπο, που μολεμένος είναι
και του πατέρα του φονιάς και που βρεθήκαν νάναι
οι γάμοι του τόσο άνομοι, δε θα τόνε δεχόταν.
Ήξερα ακόμη, πως εδώ Άρειος πάγος είναι
ντόπιος, με τόση φρόνηση, που δεν αφίνει τέτοιους
ζητιάνους να κονεύουνε μαζί στη χώρα τούτη·
σ' αυτόν εγώ πιστεύοντας έπαιρν' αυτές τις κόρες.
Και τούτο δε θα τόκανα, ανίσως με κατάρες
πικρές δεν καταριότανε κ' εμέ και τη γενιά μου·
να κάμω αυτά από μέρος μου για όσα έπαθα ζητούσα.
Γιατί άλλο από το θάνατο δεν έχει ο θυμός τέλος,
κ' οι πεθαμένοι μοναχά δε νοιώθουν καμμιά λύπη.
Ό,τι κι' αν θέλης ημπορείς για τούτα να μου κάμης·
γιατί με κάνει αδύνατον η μοναξιά μου, μ' όσο
κι' αν λέω τώρα τα σωστά· μ' ανίσως βάλης χέρι (24)
σ' εμένα, θα διαφεντευτώ, μ' όσο κι' αν είμαι γέρος.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ω ξαδιαντροποπρόσωπε! ποιόνε θαρρείς πως βρίζεις
μ' αυτά, που λες, εμένανε το γέρο ή εσέ τον ίδιο;
Τι μολογάει το στόμα σου για με φόνους και γάμους
και συφορές, που τράβηξα χωρίς να θέλω ο δόλιος,
γιατί άρεσ' έτσι στους θεούς, που απ' τα παληά τα χρόνια
ίσως θε νάχαν μάνητα βαρειά για τη γενιά μου!
Γιατί για εμέ τον ίδιονε δε θα μπορέσης ναύρης
καμμιάν από αμαρτίαν τροπή, που απ' αφορμή της τούτα
για εμέ τον ίδιο αμάρτημα και τους δικούς μου ήταν.
Γιατί για πες μου: αν έλεγαν οι προφητείες ότ' είναι
γραμμένο στον πατέρα μου να πάη απ' το παιδί του,
πως δίκια θάρριχνες σ' εμέ την κατηγόρια τούτη,
που ακόμη ούτε ο πατέρας μου δε μ' είχε σπείρει, μήτε
κ' η μάννα μ' είχε στην κοιλιά, παρ' αγέννητος ήμουν;
Κι' αν πάλι, αφού κακόμοιρος στο φως βγήκα, όπως βγήκα
ήλθα με τον πατέρα μου στα χέρια και τον σκότωσα,
χωρίς να ξέρω τι έκανα και σε ποιανούς, πώς δίκια
για πράμ' αθέλητο μπορείς να με κατηγορήσης;
Μα, δύστυχε, δεν ντρέπεσαι να μ' αναγκάζης τώρα
να λέω για της μάννας μου, που είν' αδερφή δική σου,
τους γάμους; Θα τους πω· γιατί κ' εγώ δε θα σωπάσω,
αφού κ' εσύ ξεστόμισες αυτά τάτιμα λόγια.
Ήτανε μάννα μου, ήτανε, ωιμένα συφορές μου,
χωρίς να ξέρω μήτε εγώ μήτε κι' αυτή, κι αν κ' ήταν
μητέρα μου, μου γέννησε παιδιά, νάναι ντροπή της.
Ένα όμως ξέρω εγώ καλά, πως συ με θέλησή σου
γι' αυτά κ' εμέ κακολογάς κ' εκείνη, ενώ άθελά μου
εγώ την επαντρεύτηκα κι' άθελα τούτα λέω.
Μα μήτε για το γάμο αυτό θα με κατηγορήσουν,
μήτε για του πατέρα μου το σκοτωμό, που πάντα
ωσάν βρισιά φαρμακερή κατάμουτρα μου ρίχνεις.
Όμως σ' έν' αποκρίσου μου απ' όσα σε ρωτάω·
εδώ αν ερχότανε κανείς άξαφνα να σκοτώνη
το δίκιο εσένα, θάθελες να μάθης πρώτα μήπως
είναι πατέρας σου ο φονιάς ή θα χτυπάς αμέσως;
Μα, αν αγαπάς τη ζήση σου, θαρρώ, πως τον κακούργο
θα τιμωρής και το σωστό δε θάψαχνες να βρίσκης.
Κ' εμένα τέτοια συφορά, θεοσταλμένη, μ' ηύρε,
που εγώ, κι' αν του πατέρα μου ζούσε η ψυχή, νομίζω,
ότι δε θάχε τίποτα σ' αυτά να μ' αντιλέη.
Όμως εσύ, επειδή σωστός δεν είσαι, αλλά νομίζεις,
ότι να λες κάθε κρυφό και φανερό καλό είναι,
εμπρός σ' αυτούς τέτοιες βρισιές μου ρίχνεις. Του Θησέα
να κολακέψης τ' όνομα, είναι καλό για σένα,
και την Αθήνα, ότι έχει
καλή κυβέρνια· μα έπειτα, αν κ' έτσι τους παινεύης,
τούτο ξεχνάς: ότι, αν καμμιά χώρα τους θεούς της ξέρη
να τους λατρεύη με τιμές, τούτη σ' αυτό είναι πρώτη.
Μα εσύ, σαν κλέφτης, απ' αυτή κ' εμέ τον ίδιο αρπάζεις
το γέρο παρακαλεστή, και φεύγεις αφού πήρες
τις κόρες μου. Κ' εγώ γι' αυτό γονατιστός προσπέφτω
τώρα σε τούτες τις θεές κι' απ' της καρδιάς τα βάθη
παρακαλώ να μούρθουνε βοηθοί μου, για να μάθης
απ' άντρες ποιους φυλάγεται η πολιτεία τούτη.

ΧΟΡΟΣ

Καλός ο ξένος, βασιλιά, κ' οι συφορές του είναι
ολέθριες, γι' αυτό βοηθός να τους φανής τ' αξίζουν.

ΘΗΣΕΑΣ

Φτάνουν τα λόγια· γιατί αυτοί, που αρπάξανε τις κόρες
φεύγουν, ενώ εμείς οι παθοί μένουμ' αργοί εδώ πέρα.

ΚΡΕΩΝ

Σαν τι προστάζεις σ' άνθρωπον αδύνατο να κάνη;

ΘΗΣΕΑΣ

Τράβα μπροστά· κ' έρχουμ' εγώ, κατόπι να μου δείξης
μονάχος σου τις κόρες μας, αν κάπου εδώ τις έχης.
Αν όμως φεύγουν οι άρπαγες, δεν είναι διόλου ανάγκη
να κοπιάζης, γιατί αυτούς άλλοι τους κυνηγάνε,
και δε θα ευχαριστήσουνε τους θεούς, ότι ξεφύγαν
από εδώ πέρα· τράβα εμπρός· και μάθε, ότι κρατιέσαι,
ενώ κρατάς, και σ' έπιασεν η τύχη, ενώ είχες πιάσει·
γιατί όσα αποχτηθήκανε με πονηριές δε μένουν·
μα μήτε θάχης βοηθόν άλλο για να σ' τα σώση·
γιατί καλά το ξέρω εγώ, πως μήτε μοναχός σου,
μήτε κι' απροετοίμαστος δεν έφτασες σε τόση
αυθάδεια, όσ' είναι αυτή η αποκοτιά σου τώρα,
μόν' έχοντας πεποίθηση σε κάποιο, έκαμες τούτα.
Αυτά κ' εγώ με προσοχή να τα εξετάσω πρέπει
και μήτε από έναν άνθρωπο πιο αδύνατη να κάμω
τη χώρα τούτη. Απ' όλα αυτά καταλαβαίνεις κάτι
ή μη θαρρής πως λέγουνται του κάκου αυτά και τώρα,
καθώς και τότε, που έκανες τούτα με τόση τέχνη;

ΚΡΕΩΝ

Αφού είσ' εδώ, για όσα θα πης δε σε κατηγοράω·
μα στην πατρίδα μας κ' εμείς θα μάθουμε τι πρέπει
να κάνουμε.

ΘΗΣΕΑΣ

Φοβέριζε τώρα, μπροστά τραβώντας.
Κ' εσύ να μένης ήσυχος, Οιδίποδ', αυτού χάμω
και νάσαι βέβαιος πως εγώ, αν δεν πεθάνω πρώτα,
δε θα παραιτηθώ, προτού σου φέρω τα παιδιά σου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Για τη μεγαλοκάρδια σου και για όση προστασία
δίκια μας δίνεις πάντοτε νάχης καλό, Θησέα.

ΧΟΡΟΣ

Στροφή α'.

Ας ήμουν εκεί όπου οι εχτροί
γοργά πίσω γυρνώντας θα στήσουν
το χαλκόφωνο πόλεμο,
ή σιμά στου Πυθίου τους τόπους
ή σιμά στα λαμπρά τ' ακρογιάλια,
όπου οι δυο πολυσέβαστες θεές
φροντίζουν τις σεμνές τελετές
για τους ανθρώπους, που με χρυσό
τους σφραγίζουν τη γλώσσα κλειδί
οι λειτουργοί των θεών Ευμολπίδαι·
σε τούτους τους τόπους, νομίζω,
ο τρανός πολέμαρχος Θησέας
και τις δύο παρθένες αδερφάδες
θα συναντήση με πολέμου φωνή,
που είν' αρκετή να τις σώση.

Αντιστροφή α'

Ή μήπως σιμώνουν στον τόπο
το χιονοσκέπαστο, που είναι στη δύση,
απ' το λιβάδι της Οίας,
καβάλλα ή με γλήγορ' αμάξια,
φεύγοντας με φόβο απ' τη μάχη;
Θα τους πιάσουν γιατί είναι οι ντόπιοι
πολεμιστάδες φοβεροί κ' η αντρεία
τρομερή των ανδρών του Θησέα.
Τα χαλινάρια όλ' αστράφτουν· χυμίζουν
σαν φουρτούνα, όσο αφίνουν τα γκέμια
των αλόγων, οι καβαλλάρηδες όλοι,
που την αλογαφέντρ' Αθηνά προσκυνάνε
και το θαλασσινό της χώρας προστάτη,
της Ρέας τον αγαπημένο το γυιό.

Στροφή β'

Πολεμούν ή διστάζουν; τι κάπως
προμαντεύει μου ο νους, πως θα πάψουν
γλήγορα οι συφορές των παρθένων,
που υποφέρανε τόσα κακά
και που τόσες δοκίμασαν πίκρες
από δικούς τους. Θα κάμη, θα κάμη
σήμερα ο Δίας σαν κάτι τρανό.
Του πολέμου καλότυχο τέλος μαντεύω.
Μακάρι ας μπορούσα σαν περιστέρι
γληγορόδρομο γοργοπετώντας
απ' τα νέφια ψηλά με τα ίδια μου μάτια
τον πόλεμο τούτο να ιδώ.

Αντιστροφή β'

Άμποτε, Δία, των θεών κυβερνήτη,
που όλα τα βλέπεις, να δώσης
στους κατοίκους της χώρας αυτής
με νίκη μεγάλη σε τέλος να φέρουν
το καλότυχο αυτό τους κυνήγι,
κ' εσύ σεμνομμάτα παρθένα Παλλάδ' Αθηνά.
Και τον Απόλλωνα τον κυνηγάρη
και την παρθέν' αδερφή του, που κυνηγάει
τα παρδαλόμαλλα γληγορόδρομα λάφια,
παρακαλώ τους βοήθεια ναρθούνε
κ' οι δυο τους σε τούτη τη χώρα
και στους κατοίκους.

ΧΟΡΟΣ

Ω ξένε κοσμογυριστή, πως είμ' εγώ, ο φρουρός σου,
ψευτοπροφήτης, δε θα πης· γιατί τις δυο σου κόρες
τις βλέπω πάλι γλήγορα νάρχουνται εδώ με δούλους.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Πού; πού; τι λες; πώς είπες μου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πατέρα μου, πατέρα,
αχ ποιος θεός να σούδινε το φως σου για να ιδής
τον έξοχο αυτόν άνθρωπο, που εδώ σ' εσέ μας στέλνει;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Παιδιά μου, αλήθεια, είσαστ' εδώ;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τα χέρια του Θησέα
και των αγαπημένων του ανθρώπων μας γλυτώσαν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ζυγώστε τον πατέρα σας, παιδιά μου, και να πιάσω
άστε μου τα κορμάκια σας, που δεν έλπιζα νάρθουν.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ό,τι θα σου δοθή ζητάς· γιατί ζητάς ό,τι είναι
ο πόθος μας.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Πού είσαστε, πού;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κ' οι δυο είμαστε κοντά σου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Πολυακριβά βλαστάρια μου!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πώς ο γονιός λατρεύει!

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Στηρίγματά μου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δύστυχα του κακομοίρη εσένα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Έχω τ' αγαπημένα μου κι' ούτε πια θα πεθάνω
σαν τρισκακόμοιρος, αφού βρίσκεστ' εσείς κοντά μου.
Στηρίξτε με, παιδάκια μου, το δόλιο σας πατέρα,
σφιχτοκρατώντας με απ' τα δυο πλευρά, και ξεκουράστε
το δύστυχο τριγυριστή, που πριν μονάχος του ήταν.
Και πέτε μου τα γίνηκαν σύντομα όσο μπορείτε,
γιατί στην ηλικία σας φτάνουν τα λίγα λόγια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εδώ είν' ο λυτρωτής· αυτόν πρέπει ν' ακούσης· κ' έτσι
το πράγμα θάναι σύντομο για μένα και για σένα. (25)

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Να μη θαυμάζης, φίλε μου, ανίσως στα παιδιά μου,
που ανέλπιστα εδώ φάνηκαν, αδιάκοπα μιλάω.
Ξέρω όμως, ότι τη χαράν αυτή για τούτες μόνο
εσύ μου την προξένησες κι' όχι κανένας άλλος,
γιατί τις έσωσες εσύ κι' όχι κανένας άλλος.
Και να σου δώσουν οι θεοί καθώς εγώ το θέλω
σ' εσένα και στη χώρα σου· γιατί σ' εσάς μονάχα,
απ' όπου κ' αν εγύρισα εγώ ευλάβεια βρήκα
και ψυχοπόνια και να λέη το στόμα την αλήθεια.
Σ' ευχαριστώ με τούτα μου τα λόγια, γιατί ξέρω
και τούτο: όσα έχω δηλαδή τάχω από σένα μόνο.
Και το δεξί το χέρι σου να πιάσω, βασιλιά μου,
δος μου και το κεφάλι σου να το φιλήσω, αν θέλης.
Κι' όμως τι λέω; πώς εγώ, κακόμοιρος, γυρεύω
εσύ ν' αγγίξης άνθρωπο, που και σαν ποιο δεν έχει
μόλεμα πάνω του; όχι, εγώ δε θέλω· κι' αν το θέλης,
δε θα σ' αφίσω εγώ, γιατί μονάχα αυτοί, που ξέρουν
από κακά, μπορούν αυτά μαζί μου να υποφέρουν.
Κ' εσέν' αυτού όπου στέκεσαι, σε χαιρετώ και δίκια
να νοιάζεσαι απ' εδώ κ' εμπρός για μένα όπως ως τώρα.

ΘΗΣΕΑΣ

Μήτε κι' αν κάπως πιο πολύ μίλησες στα παιδιά σου,
αφού για τούτα χάρηκες, θαύμασα εγώ καθόλου,
μήτε κι' αν θέλησες αυτά πριν από εμέ ν' ακούσης.
Και δε μου κακοφαίνεται γι' αυτά καθόλου εμένα.
Γιατί δεν προσπαθούμ' εμείς να κάνουμε τη ζήση
περσότερο φανταχτερή με λόγια, παρά μ' έργα.
Και σ' ταποδείχνω, γέροντα· γιατί δε βγήκα ψεύτης
διόλου σ' όσα σ' ωρκίστηκα· γιατί ήλθα φέρνοντάς σου
ζωντανές τούτες κι' άβλαφτες απ' τις τρανές φοβέρες.
Και πώς τη νίκη κέρδισα ποια ανάγκη είναι του κάκου
σαν καυχησάρης να ιστορώ όσ' απ' αυτές θα μάθης;
Όμως το λόγο, που έτυχε προλίγου να γροικήσω,
την ώρα που εδώ ερχόμουνα, στοχάσου τον, γιατί είναι
σύντομος ίσως, μα άξιος πολύ να τον προσέξης.
Κανένα πράμα ο άνθρωπος να τ' αψηφάη δεν πρέπει.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Παιδί του Αιγέα, τι είν' αυτό; Λέγε μου για να μάθω,
γιατί δεν ξέρω τίποτις απ' όσα έχεις ακούσει.

ΘΗΣΕΑΣ

Μου είπαν, πως κάποιος άνθρωπος, που στη δική σου χώρα
δε μένει, είν' όμως συγγενής δικός σου, έχει καθίσει
στου Ποσειδώνα στο βωμό, όπου έκανα θυσία,
κ' έπεσε παρακαλεστής, όταν για εδώ κινούσα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Πούθε είν' αυτός; και τι ζητά με την παράκλησή του;

ΘΗΣΕΑΣ

Μόνο ένα ξέρω: ότι από εσέ, καθώς μου λένε, θέλει
ν' ακούση λόγο σύντομο και που δε σου είναι βάρος.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Σαν ποιον; αυτό το κάθισμα δεν είν' για μικρό λόγο.

ΘΗΣΕΑΣ

Λένε, πως ήλθε θέλοντας αυτός να σου μιλήση
για κάτι, κ' ύστερ' απ' εδώ μ' ασφάλεια να φύγη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ποιος μπορεί τάχα να είναι αυτός, που εις το βωμό έχει κάτσει;

ΘΗΣΕΑΣ

Για σκέψου μήπως βρίσκεται κανένας συγγενής σου
μέσ' στο Άργος, που μπορεί γι' αυτό να σε παρακαλέση.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Αγαπημένε, μη μου λες περσότερα . . .

ΘΗΣΕΑΣ

Μα τι έχεις;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μη με παρακαλέσης πια.

ΘΗΣΕΑΣ

Λέγε μου, για ποιο πράμα;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ποιος είναι ο παρακαλεστής το ξέρω εγώ από τούτες.

ΘΗΣΕΑΣ

Ποιος είν' αυτός; σε τι μπορώ να τον κατηγορήσω;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Γυιός μου είναι, βασιλιά, σκληρός, που εγώ δε θα βαστούσα
ν' ακούω τα λόγια του, γιατί τρανή μου φέρνουν λύπη.

ΘΗΣΕΑΣ

Και τι; δεν ημπορείς ν' ακούς και να μην κάνης όσα
δε θέλεις; τι λυπητερό για σε είναι το ν' ακούσης;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Είναι η φωνή του μισητή πολύ για τον πατέρα
και μη με βιάζης, βασιλιά, σ' αυτά να υποχωρήσω.

ΘΗΣΕΑΣ

Αλλ' αν το παρακάλεσμα βιάζη, κοίταξε μήπως
αυτό είναι θέλημα θεού, που πρέπει να το κάμης· (25β)

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πατέρα μου, όσα θα σου ειπώ, αν κ' είμαι νέα, άκουσέ τα.
Τον άντρα τούτον άφισε και τη δική του γνώμη
να ευχαριστήση και το θεό, κάνοντας όσα θέλει,
άφισε και για χάρη μας εδώ νάρθη ο αδερφός μας.
Φόβον μην έχης, επειδή με βία δε θ' αλλάξουν
τη γνώμη σου όσα θα ειπωθούν, που ωφέλιμα δε σούναι.
Με το ν' ακούσης λόγια ποια είναι η ζημία; τα έργα,
που κακομηχανεύουνται, με λόγια στο φως βγαίνουν.
Εσύ τον έκαμες· γι' αυτό μήτε κι' αν σούχη κάμει
απ' τα χειρότερα κακά τα πιο άνομα, πατέρα,
σωστό δεν είναι με κακό κ' εσύ να τον πληρώσης.
Συχώρεσέ τον· (26) έχουνε κι' άλλοι παιδιά κακά
κι' άγριο θυμό, μα συμβουλές γροικώντας από φίλους
τους μαλακώνεται η ψυχή με τα γλυκά τα λόγια.
Κ' εσύ για εξέταζε καλά ― όχι τα τωρινά σου ―
μα κείνες σου τις συφορές, που σ' ηύραν απ' τη μάννα
κι' απ' τον πατέρα· αν τις κοιτάς, το ξέρω εγώ, θα νοιώσης
σαν πόσο του κακού θυμού κακό το τέλος είναι.
Γιατί έχεις όχι και μικρήν απόδειξη για τούτα,
ότι στερήθηκες το φως απ' τα τυφλά σου μάτια.
Μην αντιστέκεσαι· γιατί δεν πρέπει όσοι ζητάνε
τα δίκια να παρακαλούν θερμά, μηδέ όποιος βλέπει
καλό, σαν ευεργετηθή να μη χρωστάη τη χάρη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Παιδί μου, με τα λόγια σου με κάνεις να σου δώσω
χαρά λυπητερή για εμέ· μα ας γίνη όπως το θέλεις.
Μονάχα, φίλε μου, αν θαρθή εκείνος εδώ πέρα,
κανείς ποτέ τη ζήση μου να μην εξουσιάση.

ΘΗΣΕΑΣ

Δεν έχω ανάγκη δυο φορές, γέροντα, αυτά ν' ακούω·
δε θέλω να παινεύουμαι· κ' εσύ ξέρε, πως είσαι
ασφαλισμένος, αν κανείς θεός σώζη κ' εμένα.

ΧΟΡΟΣ

Στροφή α'.

Όποιος λαχταράει να ζήση
πιότερο καιρό,
τον μέτριο καταφρονώντας,
αυτός κατά τη γνώμη μου είναι
φανερά τρελλός.
Γιατί σιμότερα στη λύπη
η μακριά ζωή
πολλά απ' τ' ανθρώπινα έχει βάλει·
και πού η χαρά της ζήσης είναι
δε μπορείς να ιδής,
άμα κανένας ζήση απ' όσο
θέλει πιο πολύ.
Κι' όταν η μοίρα φανή του Άδη (27)
δίχως τραγούδι γάμου, δίχως
λύρα και χορό,
έρχεται ο κοινός ο Χάρος
τέλος λυτρωτής.

Αντιστροφή

Να μην έλθη κανείς στον κόσμο
η πιο μεγάλη είν' ευτυχία·
και το να πάη από 'κεί που ήρθε
το γληγορώτερο, σαν βγήκε
στο φως, είναι πολύ πιο κάτω.
Γιατί, όταν πια πίσω του αφίση
την αλαφρόμυαλη τη νιότη,
ποιος μέσα στη ζωή γυρίζει
και βρίσκετ' έξω από τους πόνους;
Ποιος κόπος δεν τον συντροφεύει;
Μαλώματα κι' αποστασίες,
πόλεμοι, σκοτωμοί και φθόνος·
και τελευταία κοντά στάλλα
έρχουνται τα καταραμένα,
ταμίλητ' αδύναμα κ' έρμα
γεράματα, που όλες οι μαύρες
τακολουθούνε δυστυχίες.

Επωδός

Έτσ' υποφέρει κι' ο δυστυχισμένος
τούτος, όχι μονάχα εγώ. Όπως βράχος,
βορεινός και κυματοχτυπημένος
απ' όλες τις μεριές, μέσ' στο χειμώνα
τραντάζεται, έτσι δυνατά και τούτον
οι μαύρες συφορές σαν φουσκωμένα
κύματα τον χτυπούν, χωρίς να παύουν,
ερχάμενα άλλ' από τη δύση κι' άλλα
απ' την ανατολή, τη μεσημβρία,
κι' άλλ' απ' τα Ριπαία βουνά τα μαύρα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και νά, καθώς μου φαίνεται, έρχεται δώθε ο ξένος
μονάχος του, πατέρα μου, χωρίς ακολουθία,
από τα μάτια χύνοντας τα δάκρυα σαν ποτάμι.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ποιος είναι αυτός;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εκείνος, που τον είχαμε στο νου μας
από προτήτερα· είν' εδώ, νάτος ο Πολυνείκης.

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Σαν τι να κάμω, αλλοίμονο! Πρώτα τις συφορές μου
να κλάψω εγώ, αδερφούλες μου, ή τούτα εδώ, που βλέπω
του γέρου του πατέρα μας; που εδώ σε ξένη χώρα
τον βρίσκω εξόριστο μ' εσάς, φορώντας τέτοια ρούχα,
όπου η παλιά σιχαμερή λέρα είναι καθισμένη
για συντροφιά του γέροντα, τρώγοντας τα πλευρά του·
και τα μαλλιά τ' αχτένιστα του κεφαλιού, που μάτια
δεν έχει πια, ανεμίζουνται εδώθε-κείθε· κι' όμοια
μ' αυτά, καθώς μου φαίνεται, και τη θροφή θε νάχη
της κακορροίζικης κοιλιάς· και τούτα τα μαθαίνω
εγώ ο χαμένος πολυαργά· και μόνος μου το λέω:
δείχτηκα ο πιο παλιάνθρωπος όσο για τη θροφή σου·
 ― δεν είναι ανάγκη απ' άλλονε κανένα να τ' ακούσης.
Όμως κι' ο Δίας στο θρόνο του παραστεκάμενη έχει
την Καλωσύνη· και σ' εσέ σιμά ας σταθή, πατέρα.
Για τα δικά μου σφάλματα υπάρχει θεραπεία
κι' ούτε είναι δυνατό ποτέ να μεγαλώσουν άλλο.
Γιατί σωπαίνεις;
Πες μου, πατέρα, τίποτα· το πρόσωπο μη στρίβης
αλλού· διόλου δε μ' απαντάς; μα θα με διώξης τόσο
περιφρονητικά, χωρίς να μου μιλήσης, δίχως
για όσα θυμώνεις να μου ειπής; Μα εσείς, σπορές του ανθρώπου
τούτου, κ' εμέναν' αδερφές, εσείς για δοκιμάστε
ν' ανοίξτε του πατέρα μας το στόμα το κλεισμένο
και το δυσκολοσίμωτο, να μη με διώξη εδώθε
ατιμασμένο και χωρίς να μ' απαντήση λέξη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ποια ανάγκη σ' έκαμε ναρθής, δυστυχισμένε, λέγε.
Γιατί τα λόγια τα πολλά, αν δυσαρέσκεια φέρουν
ή κάποιαν ευχαρίστηση ή συγκινήσουν κάπως,
κάνουνε τους αμίλητους να ξεστομίσουν κάτι.

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Μα θα μιλήσω· τι σωστά εσύ με συμβουλεύεις.
Και πρώτ' απ' όλα βοηθός παρακαλώ να μούρθη
ο Θεός, που απ' το βωμό του
για νάρθω εδώ με σήκωσεν ο βασιλιάς της χώρας,
αφού μούδωκε υπόσχεση να ειπώ και να γροικήσω
και να φύγω μ' ασφάλεια· τούτ' από σας ας ταύρω,
ξένοι, κι' απ' τον πατέρα μου κι' από τις αδερφές μου.
Και τώρα πια, πατέρα μου, θε να σου πω γιατί ήρθα.
Απ' την πατρίδα έχω διωχτή κ' εξόριστο μ' εκάμαν,
γιατί σαν μεγαλείτερο παιδί σου εγώ ζητούσα
να μένω στο βασιλικό το θρόνο σου· αντί τούτο,
αν κ' ήταν πιο μικρότερος ο Ετεοκλής με βία
από τη χώρα μ' έδιωξε χωρίς δικαιολογία (28)
και δίχως σε παλληκαριά ή σ' έργο να νικήση,
και μόνο, αφού κατάπεισε την πολιτεία· και λέω
εγώ, πως τούτων αφορμή μόνο η Κατάρα σου είναι·
αλλά κι' από τους μάντηδες τάχω ακουσμένα τούτα.
Σαν έφτασα στο Δωρικό τ' Άργος και πεθερό μου
τον Άδραστο έκαμα, έδεσα μ' όρκο να με βοηθήσουν
όσοι στην Πελοπόννησο κρατούνε τα πρωτάτα
κ' είν' ξακουστοί στον πόλεμο, κ' έτσι αφού ξεσηκώσω
μαζί τους εφτά τάγματα στρατού, να πέσω πάνω
στη Θήβα κ' ή να σκοτωθώ, το δίκιο μου ζητώντας,
ή κείνους, που μ' αδίκησαν να διώξω απ' την πατρίδα.
Λοιπόν σαν τι γυρεύοντας, ήλθα εδώ πέρα τώρα;
Ήλθα, πατέρα μου, έχοντας να σε παρακαλέσω
θερμότατ' από μέρος μου κι' από τους βοηθούς μου,
που τώρα μ' εφτά τάγματα και τρομερά κοντάρια
τον κάμπο το Θηβαιικό περικυκλώνουν όλο.
Και τούτοι είναι: ο Αμφιάραος, που είν' πρώτος στο κοντάρι,
και στο να βγάνη απ' των πουλιών το πέταγμα μαντείες·
δεύτερος είν' ο Αιτωλός Τυδέας, ο γυιός του Οινέα,
τρίτος είν' ο Ετέοκλος γέννημα-θρέμμα του Άργους·
τον Ιππομέδοντα έστειλε τέταρτον ο πατέρας του
ο Ταλαός· παινεύεται ο Καπανέας ο πέμπτος,
πως θα ρημάξη με φωτιά την πολιτεία της Θήβας·
Έκτος είναι τ' αληθινό παιδί της Αταλάντης
ο Αρκάδιος Παρθενοπαίος, που έτσι τον ονομάζουν,
γιατί παρθένα η μάννα του πολύ καιρό είχε μείνει·
κ' ο γυιός σου εγώ, κι' αν όχι γυιός σου, αλλ' απ' την κακήν μοίρα
γεννημένος, αν και παιδί δικό σου όλοι με λένε,
τον άφοβο του Άργους στρατό τον οδηγάω στη Θήβα.
Στη ζωή των θυγατέρων σου τούτων και τη δική σου,
παρακαλούμε σε όλοι εμείς, πατέρα, και ζητάμε
να διώξης το βαρύ θυμό για μένα, που πηγαίνω
να εκδικηθώ τον αδερφό και να τον τιμωρήσω,
που απ' την πατρίδα μ' έδιωξε και μου άρπαξε το θρόνο.
Επειδή, αν είναι αληθινό απ' τις μαντείες κάτι,
αυτοί, που με το μέρος τους θα πας, νικητές θάναι.
Σ' ορκίζω στις πηγές και στους θεούς, που της συγγένειας
προστάτες είναι, να πειστής και να υποχωρήσης,
γιατί κ' εγώ, καθώς εσύ, φτωχός είμαι και ξένος·
και ζούμε κολακεύοντας κ' εσύ κ' εγώ τους άλλους,
αφού έτυχέ μας νάχουμε κ' οι δυο την ίδια μοίρα.
Κ' εκείνος, που είναι βασιλιάς, ω συφορά μου εμένα,
περιγελώντας και τους δυο καυχιέται στην πατρίδα·
αυτόν, αν με το μέρος μου έλθης εσύ, πατέρα,
πολύ εύκολα και γλήγορα θε να τον αφανίσω
κ' έτσι πάλι στο σπίτι σου θα σ' αποκαταστήσω
κ' εμέ τον ίδιο, αφού απ' αυτό με βία διώξω εκείνον.
Και τούτα να καυχιούμαι εγώ μπορώ, αν εσύ θελήσης,
γιατί μήτε και να σωθώ μπορώ χωρίς εσένα.

ΧΟΡΟΣ

Για το χατήρι αυτού, που εδώ τον έστειλεν, Οιδίπου,
αφού του ειπής τα ωφέλιμα ποια είναι, διώξε τον πάλι.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ανίσως, φίλοι, ο βασιλιάς της χώρας, ο Θησέας
δεν τύχαινε τον άντρ' αυτόν να στείλη εδώ σ' εμένα,
θαρρώντας δίκιο και σωστό τα λόγια μου ν' ακούση,
ποτέ του αυτός δε θάκουγε καθόλου τη φωνή μου.
Μα τώρα, σαν τ' αξιώθηκε, θα φύγη, αφού από μένα
ακούση τέτοια, που χαρά ποτέ να μη του φέρουν.
Εσύ, κακούργε, το ραβδί σαν είχες και το θρόνο,
που μέσ' στη Θήβα τα κρατεί σήμερ' ο αδερφός σου,
εμένα τον πατέρα σου μ' εξώρισες ο ίδιος,
δίχως πατρίδα μ' έκαμες και να φορώ τα ρούχα
τούτα, που βλέποντάς τα κλαις τώρα, που μέσ' στον ίδιο
μ' εμέ να βρίσκεσ' έτυχε πόνον και δυστυχία.
Δεν πρέπει εσύ να κλαις· μα εγώ να τα υποφέρω πρέπει
όσο θα ζω, θυμούμενος εσένα το φονιά μου,
γιατί εσύ μ' έκαμες να ζω στη δυστυχία τούτη,
εσύ μ' εξόρισες· εσύ μ' έκαμες να γυρίζω
εδώ κ' εκεί και τη θροφή να ζητιανεύω απ' άλλους.
Κι' ανίσως δεν εγένναγα τις θυγατέρες τούτες
να με φροντίζουν, βέβαια συ δεν θα με βοηθούσες.
Αυτές τώρα με σώζουνε, αυτές θροφή μου δίνουν,
αυτές σαν άντρες, όχι σαν γυναίκες υποφέρουν
μαζί μου· εσείς παιδιά είσαστε άλλου κι' όχι δικά μου.
Δε σε προσέχει η μοίρα σου ακόμη, όπως σε λίγο,
αν είναι αλήθεια, ότι οι στρατοί κίνησαν για τη Θήβα.
Γιατί δεν είναι δυνατό την πολιτεία κείνη
να τη χαλάσης, αλλά εμπρός σ' αυτή νεκρός θα πέσης
γεμάτος αίμα και μαζί μ' εσένα κι' ο αδερφός σου.
Τέτοιες κατάρες κι' από πριν εγώ είχα ξεστομίσει
για σας· και τώρα τις καλώ να μούρθουν βοηθοί μου
να μάθετε να σέβεστε κείνους, που σας γεννήσαν. (29)
Και βέβαια αυτές το θρόνο σου και την παράκλησή σου
βαστούνε τώρα, αν κάθεται με τους αρχαίους νόμους
η Δικιοσύνη η παλιά σιμά στου Δία τους θρόνους.
Κ' εσύ χάσου σαν σίχαμα και με δίχως πατέρα,
απ' τους κακούς ο πιο κακός, παίρνοντας για συντρόφους
τούτες μου τις κατάρες, που τώρα σου δίνω: μήτε
τη χώρα, που είν' πατρίδα σου, να κυριέψης, μήτε
πίσω να ξαναπάς ποτέ στ' Άργος, αλλ' από χέρι
συγγενικό να σκοτωθής, αφού σκοτώσης, κείνον
που σ' έκαμεν εξόριστο. Τέτοια σε καταριέμαι
και το σκοτάδι τ' αγριωπό φωνάζω του Ταρτάρου
μαζί του να σε πάρη,
φωνάζω τούτες τις θεές, φωνάζω και τον Άρη,
που ανάμεσό σας έβαλε το τρομερό το μίσος.
Και τώρα, που άκουσες αυτά, φεύγα αποδώ και τρέχα
σ' όλους τους Θηβαίους να ειπής και στους πιστούς βοηθούς σου,
πως έδωκε ο Οιδίποδας τέτοιο βραβείο στους γυιούς του.

ΧΟΡΟΣ

Και για τους δρόμους πούκαμες του κάκου, Πολυνείκη,
σε συμπονώ· μα γλήγορα και τώρα φεύγα πάλι.

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Αλλοίμονο στο δρόμο μου! στην ατυχία μου, αλλοί μου!
ωιμένα και στους φίλους μου! Τέτοιο λοιπόν του δρόμου,
που απ' τ' Άργος ξεκινήσαμε, τι τέλος είναι, ωιμένα!
Τέτοιο που εγώ δε δύνουμαι μήτε και σε κανένα
απ' τους συντρόφους να το ειπώ, μήτε να τους γυρίσω
πίσω, παρά χωρίς μιλιά τη μοίρα τούτη πρέπει
να συναντήσω. Όμως εσάς, που ακούσατε, αδερφές μου,
όσα με καταράστηκε σκληρά ο πατέρας τούτος,
σας εξορκίζω στους θεούς, ανίσως του πατέρα
πιάση η κατάρα και ποτέ γυρίστε στην πατρίδα,
μη με παραμελήσετε παρά μέσα σε τάφο
φροντίστε να με βάλετε με τις τιμές, που πρέπει.
Κι' αν τώρα για όσα κάνετε σε τούτον σας παινεύουν,
κι' άλλον όχι μικρότερον έπαινο εσείς θα πάρτε
για κείνα, που θα κάμετε σ' εμέ τον αδερφό σας.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πολυνείκη, παρακαλώ σε κάτι να μ' ακούσης.

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Για τι πράμ', Αντιγόνη μου, αγαπημένη; λέγε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Γύρισε πίσω το στρατό γλήγορα στ' Άργος πάλι,
και μη τη χώρα μας κ' εσέ τον ίδιον αφανίσης.

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Δεν είναι δυνατό· γιατί πώς θα μπορέσω πάλι
τον ίδιο να οδηγώ στρατό μια και γυρίσω πίσω;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και τι ανάγκ' είναι, αδελφέ, και πάλι να θυμώσης;
ανίσως την πατρίδα σου ρημάξης, ποιο το κέρδος;

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Είναι ντροπή να φεύγω εγώ κι' από τον αδερφό μου,
αν κ' είμαι μεγαλείτερος, να περιπαίζουμαι έτσι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Βλέπεις λοιπόν, πως βγαίνουνε σωστές οι προφητείες
τούτου, που λέει πως θάνατο θα δώστε ο ένας στον άλλο; (30)

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Ναι, προφητεύει· όμως εγώ τη γνώμη δε θ' αλλάξω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αλλοίμονό μου η δύστυχη! και ποιος να σ' ακλουθήση
θε να τολμήση, ακούγοντας τις προφητείες τούτου;

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Μα δε θα ειπώ εγώ τα κακά· γιατί τα καλά μόνο
πρέπει ο καλός ο στρατηγός να λέη και τίποτε άλλο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Λοιπόν, έτσι αποφάσισες να κάμης, αδερφέ μου;

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Ναι· και μη μ' εμποδίσης πια· για μένα όμως θε νάναι
η εκστρατεία αυτή κακιά κι' ολέθρια (31) εξ αιτίας
του πατέρα μας τούτου και των Ερινύων του.
Κ' εσάς ο Δίας άμποτε να σας κατευοδώνη,
αν κάμετε όσα ζήτησα για μένα, όταν πεθάνω,
(γιατί δε θε να μ' έχετε πια ζωντανό) και τώρα
αφίστε με κ' έχετε γεια· δε θα με ξαναδήτε
πια ζωντανόν.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αλλοίμονο στην κακομοίρα εμένα!

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Μη με μοιρολογάς.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και, ποιος μπορεί να μη σε κλάψη,
αφού στον Άδη φανερά πηγαίνεις, αδερφέ μου;

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Αν πρέπη, θα πεθάνω εγώ.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όχι, παρά άκουσέ με.

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Όσα δεν πρέπει μη μου λες.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ωιμέ η δυστυχισμένη
ανίσως και σε στερηθώ.

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Από τη μοίρα τούτα
πρέπει να γίνουν έτσι ή αλλοιώς. Κ' εγώ τους θεούς
παρακαλώ για σας, κακό ποτέ να μην ιδήτε·
γιατί να δυστυχάτ' εσείς δεν είν' σωστό λένε όλοι.

ΧΟΡΟΣ

Στροφή α'.

Καινούργιες πάλι συφορές
μούρθανε και μεγάλες
απ' τον τυφλό τον ξένο,
εξόν αν είναι η μοίρα του.
Γιατί των θεών κανένα
θέλημα γελασμένο
πως βγαίνει δε μπορώ να ειπώ.
Αυτά ο καιρός τα βλέπει,
τα βλέπει πάντα κι' άλλα
κακά βάζοντας στα κακά
τα κάνει πιο μεγάλα.
Βρόντηξε, Δία, ο ουρανός.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Παιδιά μου, αν είν' εδώ κανείς, ας τρέξη το Θησέα,
τον αξετίμητο άνθρωπο, γλήγορα εδώ να φέρη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τι τον θέλεις, πατέρα μου, που τον φωνάζεις νάλθη;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Του Δία τούτη η φτερωτή βροντή θε να με φέρη
τώρα στον Άδη· γλήγορα στείλτε λοιπόν για νάλθη.

ΧΟΡΟΣ

Αντιστροφή α'.

Να, τρομερά μεγάλο
αστροπελέκι πέφτει
από το Δία ριγμένο·
σκωθήκαν απ' το φόβο
του κεφαλιού μου οι τρίχες·
εδείλιασε η καρδιά μου·
γιατί και πάλι αστράφτει
ο ουρανός· τι τέλος
θα φέρη; το φοβάμαι·
γιατί τ' αστροπελέκι
ποτέ δεν πέφτει δίχως
να φέρη συφορά.
Ω Ουρανέ, ω Δία!

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Παιδιά μου, ήλθε της ζήσης μου το τέλος, καθώς τώχαν
ειπεί οι θεοί, κι' αδύνατο μου είναι να το ξεφύγω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και πώς το ξέρεις; κι' από πού μπορείς να βγάλης τούτο;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Το ξέρω εγώ· μα γλήγορα όσο μπορεί, ας πάη
κάποιος εδώ το βασιλιά της χώρας να μου φέρη.

ΧΟΡΟΣ

Στροφή β'

Πω! πω! να πίσω πάλι
βροντολογάει τριγύρω
τ' άγριον αστροπελέκι.
Σπλαχνίσου μας, θεέ μου,
σπλαχνίσου μας, αν φέρνης
κάποιο κακό στη χώρα.
Καλόγνωμον ας σ' εύρω,
και τον καταραμένο
τον άντρ' αυτόν αν είδα,
γι' ανταμοιβή ας μη πάρω
καμμιά βλαβερή χάρη.
Αφέντη Δία, για σένα
τα λέγω τούτα εγώ.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Κοντά είναι τάχα ο βασιλιάς; άρα γε αυτός, παιδιά μου,
θα με προφτάση ζωντανό; νάχω τα λογικά μου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Και σαν ποιο τάχα μυστικό να ειπής σ' αυτόνε θέλεις;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Για τα καλά που μούκαμε, χάρη πραγματική,
πούτυχε να του υποσχεθώ, θέλω σ' αυτόν να κάμω.

ΧΟΡΟΣ

Αντιστροφή β'.

Ε, ε, παιδί του Αιγέα
γλήγορα τρέχα υ-υ ―
αν είσαι στης λαγκάδας
την άκρη και θυσίες
στης θάλασσας το θεό,
τον Ποσειδώνα, κάνης
μέσ' στο βωμό, που βώδια
σφάζουν επάνω του, έλα.
Γιατί νομίζει ο ξένος,
πως δίκιο είναι σ' εσένα
στους φίλους και στη χώρα
να κάμη δίκια χάρη
για όσα καλά έχει λάβει.
Γλήγορα, αφέντη, τρέχα.

ΘΗΣΕΑΣ

Τι είναι οι καινούργιες οι φωνές, που βγάνετε και πάλι.
κ' εσείς κι' ο ξένος φανερά; μήπως κακό κανένα
σας έκαμε το φοβερό του Δία αστροπελέκι
ή το χαλάζι πούπεσεν; όλα να τα φοβάται
πρέπει κανείς, άμα ο Θεός σηκώνη τρικυμία.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Καθώς ποθούσα, βασιλιά, εμπρός μου ήλθες και κάποιος
θεός τον ερχομό σου αυτόν σούκαμ' ευτυχισμένο.

ΘΗΣΕΑΣ

Παιδί του Λάιου, σαν τι καινούργιο είναι και πάλι;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Στο τέλος είμαι της ζωής· και θέλω να πεθάνω
χωρίς για όσα υποσχέθηκα στη χώρα και σ' εσένα
ψεύτης να βγω.

ΘΗΣΕΑΣ

Κι' απόδειξη ποια του θανάτου σου έχεις;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Ίδιοι οι θεοί μου το μηνάν και μου το παραγγέλνουν,
κάνοντας ν' αληθεύουνε τα όσα σημάδια ωρίσαν.

ΘΗΣΕΑΣ

Πώς είπες, ότι δείχνουνται, γέροντα, τα σημάδια;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Με τις αδιάκοπες βροντές και με τ' αστροπελέκια,
που αμέτρητα το δυνατό χέρι του Δία τα ρίχνει.

ΘΗΣΕΑΣ

Με πείθεις, επειδή πολλά βλέπω να προφητεύης
κι' όχι ψευτόλογα· και τι πρέπει να κάμω, λέγε.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Παιδί του Αιγέα, θε να σου ειπώ εγώ όσα θε να κάμουν
τούτη την πολιτεία σου για πάντα ευτυχισμένη.
Μόνος μου, δίχως οδηγό, θε να σου δείξω αμέσως
τον τόπον όπου πρέπει εγώ τα μάτια μου να κλείσω.
Κι' αυτόν τον τόπο μη τον πης ποτέ σου σε κανένα,
μήτε που κρύβεται, μηδέ σε ποιο βρίσκεται μέρος
για να σου δίνη πάντ' αυτός βοήθεια όσην οι ξένοι
μισθοφόροι σου και πολύς στρατός δε θα σου δίνουν.
Κ' εκείνα, που δε λέγουνται και πρέπει να κρατιούνται
κρυφά, σαν έλθης μόνος σου εκεί, θε να τα μάθης·
γιατί δεν πρέπει να τα ειπώ μήτε σ' άλλον κανένα,
μήτε και στα παιδιά μου αυτά, μ' όσο κι' αν τ' αγαπάω.
Μα πάντα μόνος ξέρε τα, κι' όταν στο τέλος φτάσης
της ζήσης σου, στον πιο τρανό της χώρας μόνο ειπέ τα
κ' εκείνος πάλιν ας τα λέη στο διάδοχό του πάντα.
Κ' έτσι την πολιτεία σου ανίκητη θα κάμης
απ' τους Θηβαίους· κ' οι πολλές οι πολιτείες, κι' αν έχη
καλή κυβέρνηση καμμιά, εύκολ' αυθαδιάζουν.
Μα όταν η τρέλλα κανενός φτάση ως που τα θεία
να λησμονάη, πάντα οι θεοί προσέχουν κι' ας αργούνε·
μη θέλης τούτο εσύ, παιδί του Αιγέα, να το πάθης.
Αυτά όμως, που ορμηνεύω σε, πολύ καλά τα ξέρεις.
Μα τώρα πια ας πηγαίνουμε στον τόπο, ας μην αργούμε,
γιατί πολύ με βιάζουνε τα θεϊκά σημάδια.
Παιδιά μου, ακολουθάτε με. Γιατί οδηγός σας τώρα
γίνουμ' εγώ, καθώς εσείς είσαστε του πατέρα.
Εμπρός· και μη μ' εγγίζετε, παρά αφίστε με ναύρω
μονάχος μου τον ιερό τον τάφον, όπου η μοίρα
μούχει ωρισμένο να κρυφτώ κάτω απ' το χώμα τούτο.
Εδώθ' εδώ βαδίζετε· γιατί απ' εδώ με φέρνει
ο Ερμής ο ψυχοδηγητής κ' η θεά του κάτω κόσμου.
Ω φως αθώρητο! ήσουνα κάποτε πριν δικό μου
και τώρα για στερνή φορά σ' εγγίζει το κορμί μου.
Γιατί τώρα τον υστερνό παίρνω της ζήσης δρόμο
και πάω στον Άδη να κρυφτώ. Μα, αγαπημένε φίλε,
κ' εσύ και τούτη η χώρα σου κ' οι άνθρωποί σου πάντα
ευτυχισμένοι να είσαστε, και να θυμάστε κάπου
μέσα στην ευτυχία σας κ' εμέ τον πεθαμμένο.

ΧΟΡΟΣ

Στροφή

Ανίσως και συχωρεμένο μου είναι
την αθώρητη τη θεά με σέβας
να παρακαλώ κ' εσέν', Αϊδωνέα,
του κάτω κόσμου βασιλιά, Αϊδωνέα,
παρακαλώ μήτε με πόνο, μήτε
με θάνατο τυραγνισμέν' ο ξένος
να φτάση στων νεκρών τον τόπο, που όλα
τα κρύβει, και στα Στύγια τα παλάτια.
Γιατί πολλές κι' αν σ' ηύραν δυστυχίες
άδικα, δύνεται ο θεός ο δίκιος
να σε σηκώση πάλι.

Αντιστροφή

Ω σκοτεινές θεές κι' άγριο θερίο,
που εμπρός στις πολυσύχναστες τις θύρες
κάθεσαι ξαπλωμένο και γαυγύζεις
απ' τη σπηλιά σου κ' είσαι, καθώς λένε,
φύλακας ανημέρευτος στον Άδη!
Τούτο, ω παιδί της Γης και του Ταρτάρου,
παρακαλώ να τραβηχτή στην άκρη
για ναύρη λεύτερο το διάβα ο ξένος,
που στο βασίλειο των νεκρών πηγαίνει.
Εσέ, που τον αιώνιον ύπνο φέρνεις,
παρακαλώ για τούτα.

ΑΓΓΕΛΟΣ

Ε, πατριώτες! σύντομα πολύ μπορώ να λέω
νεκρό πια τον Οιδίποδα· μα πώς το πράγμα εγίνη
δεν είναι διόλου δυνατό να το ιστορώ με λίγα,
γιατί και τα όσα γίνηκαν εκεί λίγα δεν ήταν.

ΧΟΡΟΣ

Λοιπόν πέθανε ο δύστυχος;

ΑΓΓΕΛΟΣ

Μάθε το, πως εκείνος
για πάντα την πολύπαθη ζωή του άφισε πίσω.

ΧΟΡΟΣ

Πώς; Τάχα οι θεοί του δώσανε θάνατο δίχως πόνο;

ΑΓΓΕΛΟΣ

Αυτό προ πάντων άξιο του θαυμασμού μας είναι.
Γιατί πώς έφυγε από δω, κ' εσύ, που παρόν ήσουν,
τα ξέρεις, δηλαδή χωρίς νάχη οδηγό κανένα
αλλά οδηγώντας μας αυτός· κι' όταν στον καταρράχτη
έφτασε, που είναι μέσ' στη γη με χάλκινα θεμέλια
στερεωμένος, στάθηκε σ' έν' απ' τα μονοπάτια
στη γούβα τη βαθουλωτή σιμά, όπου του Θησέα
και του Πειρίθου βρίσκουνται τα αιώνια θυμητάρια
της συμφωνίας πούκαμαν. Αφού στη μέση εστάθη
από τη γούβα κι' από την πέτρα, που σύνορο είναι, (32)
κι' από την κούφια την γκόρτσα και τον πετρένιο τάφο,
κάθησε κ' έπειτα έλυσε τα λερωμένα ρούχα.
Κατόπιν, αφού φώναξε τις κόρες του, ζητούσε
να φέρουνε τρεχούμενο νερόν από εκεί κάπου
για να λουστή και για σπονδές. Κ' εκείνες, αφού πήγαν
στο λόφο τον αντικρυνό της Δήμητρας, που κάνει
όλα ν' ανθίζουν, γλήγορα φέρανε στον πατέρα
αυτές του τις παραγγελιές, και το λουτρό και ρούχα
του ετοίμασαν καθώς για τους νεκρούς είναι συνήθεια·
κι' όταν ευχαριστήθηκε, γιατί είχαν όλα γίνει,
(τίποτα πια δεν έμενεν απ' όσα επιθυμούσε) (33)
ο Δίας ο κάτω βρόντηξε και πάγωσαν οι κόρες
από το φόβο, ως τάκουσαν· κ' επάνω στου πατέρα
τα γόνατα αφού πέσανε, κλαίγανε και δεν παύαν
να στηθοκόβουνται και να μοιρολογούν περίσσα·
κ' εκείνος την πικρή φωνή καθώς ακούει ξάφνου,
αφού τις σφιχταγκάλιασε, τους είπε: ωιμέ, παιδιά μου,
δεν έχετε πια σήμερα πατέρα. Εγώ πεθαίνω
και πια δε θα φροντίζετε να με γεροκομάτε
με τόσα βάσανα· σκληρό, παιδιά μου, ήταν, το ξέρω,
μα όλους αυτούς τους κόπους σας γλυκαίνει ένας μου λόγος.
Καθείς δε σας αγάπησε περσότερο από μένα,
που τώρα πια με χάνετε κ' έτσι ορφανές θα ζήτε
όλη την άλλη σας ζωή. Τέτοια θρηνούσαν όλοι
μ' αναστενάγματα βαθιά και σφικταγκαλιασμένοι.
Κι' όταν στο τέλος έφτασαν των θρηνητών και βόγγο
κανένα πια δεν έβγαναν, βαθειά σιωπή εγίνη.
Και ξάφνου τον εφώναξε κάποιου η φωνή, που όλοι
τρομάξαν κι' απ' το φόβο τους σκωθήκαν τα μαλλιά τους.
Γιατί ο θεός πολλές φορές και δυνατά τον κράζει:
Ε! εσύ, ε! εσύ Οιδίποδα! γιατί αργοπορούμε
να πάμε; εσύ από μέρος σου αργείς από πολληώρα.
Κ' εκείνος μόλις άκουσεν, ότι θεός τον κράζει,
γυρεύει νάλθη ο βασιλιάς της χώρας, ο Θησέας·
κι' αφού κοντά του επήγε αυτός τούπεν: αγαπημένε,
το σεβαστό το χέρι σου δόσε το στα παιδιά μου
για να ορκιστής ― δόστε κ' εσείς, παιδιά μου, το δικό σας ―
και τάξε μου, ότι ποτέ δε θα προδώσης τούτα
με θέλησή σου, κι' όσα εσύ έχεις σκοπό να κάμης
κάμε τα, πάντα σου έχοντας στο νου σου το καλό τους.
Κι' αυτός σαν γενναιόκαρδος άντρας κι' όχι με θρήνους
στον ξένον υποσχέθηκε μ' όρκο, πως θα τα κάμη.
Και καθώς γίνηκαν αυτά αμέσως ο Οιδίπους
με τα τυφλά τα χέρια του αγγίζει τα παιδιά του,
και λέει: θυγατέρες μου ανάγκη είναι, την τύχη
τη νέαν αφού υποφέρετε (34) , να φύγετε απ' το μέρος
τούτο και να μη θέλετε να ιδήτε όσα δεν πρέπει
να βλέπετε, μηδέ όσα εμείς θα πούμε να γροικήστε.
Όσο το γληγορώτερο φευγάτε· κι' ο Θησέας
μονάχος του να μείνη εδώ να μάθη όσα θα γίνουν.
Αφού μας είπε τόσ' αυτός, τον υπακούσαμε όλοι
και δάκρυα χύνοντας βροχή φεύγαμε με τις κόρες.
Σε λίγο, όταν εφύγαμε, γυρίσαμε να ιδούμε
από μακριά· όμως πουθενά δεν είδαμε πια νάναι
ο Οιδίποδας· μα ο βασιλιάς μόνος και να κρατάη
στα μάτια εμπρός τα χέρια του για να τα ισκιάζη, σάμπως
να εφάνη κάτι φοβερό και να το βλέπη μόνο.
Σε λίγο όμως τον βλέπουμε να προσκυνάη με σέβας
τη γη και να παρακαλή τον Όλυμπο συνάμα.
Κ' εκείνος με ποιο θάνατον επέθανε κανένας
δε θα μπορέση να το ειπή, εξόν απ' το Θησέα.
Γιατί δεν τόνε σκότωσε κανένα αστροπελέκι
του Δία, μηδέ θαλασσινή φουρτούνα, που εσηκώθη
εκείνη τη στιγμή, παρά κάποιος, που ήταν σταλμένος
απ' τους θεούς, ή θ' άνοιξε καλόγνωμο το στόμα
του Άδη το αλύπητο, γιατί δεν πέθανεν εκείνος
με τρόπο, που να τον θρηνή κανείς, μηδ' απ' αρρώστια
πάσχοντας, αλλά θαυμαστός όσο κανείς στον κόσμο·
κι' αν φαίνουμαι, ότι δε μιλώ φρόνιμα, δε ζητάω
συμπάθειο απ' όσους με θαρρούν πως λογικά δε λέω.

ΧΟΡΟΣ

Κι' όσοι τον ξεπροβόδησαν από τους φίλους που είναι
κ' οι κόρες του;

ΑΓΓΕΛΟΣ

Δεν είναι αυτές μακριά· γιατί οι φωνές τους
γεμάτες θρήνο μαρτυρούν, πως έρχουντ' εδώ πέρα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Στροφή α'.

Ωιμένα! αλλοίμονο! έχουμε,
έχουμε οι κακομοίρες
να κλαίμε, αλήθεια, για πολλά
κι' όχι μόνο για το αίμα
του δύστυχου πατέρα μας,
που ήταν καταραμένο
και πριν τη γέννησή του·
να κλαίμ' εμείς, που αδιάκοπα
άλλοτε τόσους πόνους
βαστούσαμε κι' αμέτρητους
στο τέλος θε να ειπούμε,
γιατί είδαμε και πάθαμε
πολλά για τον πατέρα.

ΧΟΡΟΣ

Τι είναι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μπορείτε, φίλοι μου,
εσείς να το υποθέστε.

ΧΟΡΟΣ

Πέθανε;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όσο καλλίτερα
μπορούσες να ποθήσης.
Γιατί τι περισσότερο
μπορείς να επιθυμήσης
για κείνον, που ούτε πόλεμος
μήτε κι' ανεμοζάλη
θαλασσινή τον χτύπησε,
αλλά τον εκατάπιαν
τόποι κρυφοί κι' αθώρητοι,
ενώ τον ετραβούσε
αθώρητος ο θάνατος;
Ω! η κακομοίρα! νύχτα
μαύρη κι' ολέθρια απλώθηκε
στα μάτια μας επάνω.
Γιατί πώς, τριγυρίζοντας
σε μακρυσμένη χώρα
ή μέσα σε θαλασσινή
φουρτούνα, θα μπορούμε
τη δυσκολόβρετη θροφή
για τη ζωή να βρούμε;

ΙΣΜΗΝΗ

Δεν ξέρω. Κι' άμποτε ο φονιάς
ο Άδης να με σκοτώση
για να πεθάνω η δύστυχη
μαζί με τον πατέρα·
γιατί θα είν' κακορροίζικη
για μένα πια η ζωή μου.

ΧΟΡΟΣ

Χρυσά μου διδυμιάρικα!
τη θεϊκιά τη μοίρα,
σαν ήλθε, να υποφέρετε
παλληκαρήσια πρέπει.
Δεν πρέπει και να νοιώθετε
τόσο μεγάλο πόνο,
γιατί και δεν εφτάσατε
σε τόση δυστυχία.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αντιστροφή α'.

Όμως ποθούσαμ' εμείς κάπως
και τη δυστυχία.
Γιατί κ' εκείνο που δεν ήταν
διόλου αγαπημένο,
ήταν για εμάς αγαπημένο,
όταν τον κρατούσα εκείνον
μέσ' στην αγκαλιά μου.
Αγαπημένε μου πατέρα,
πούσαι διπλωμένος
της γης το αιώνιο σκοτάδι,
κι' αν δε ζης, θα σ' αγαπάμε
πάντα εγώ και τούτη.

ΧΟΡΟΣ

Πέθανε πια;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Βρήκε αυτός τέλος
όπως το ποθούσε.

ΧΟΡΟΣ

Ποιο τέλος;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πέθανε στην ξένη
χώρα, που ήθελε, και τάφο
πάντα ισκιερόν έχει,
κι' άφησε ο θάνατός του λύπη,
που το θρήνο φέρνει.
Γιατί πατέρα μου για σένα
με στεναγμούς τα δάκρυα τρέχουν,
μήτε ξέρω η μαύρη
την τόση μου για σένα λύπη
πώς να τη μερώσω.
Ωιμέ! ήθελες σε χώρα ξένη
να πεθάνης, πέθανες όμως
έτσι μόνος κ' έρμος.

ΙΣΜΗΝΗ

Δύστυχη εγώ! τάχα ποια μοίρα
 ― υ ― υ ― υ ―
πάλι εμέ κ' εσένα
μας περιμένει, αγαπημένη,
έτσι ορφανές από πατέρα;

ΧΟΡΟΣ

Αλλ' αφού είχε τέλος
ευτυχισμένο, αγαπημένες,
παύτε αυτή τη λύπη·
γιατί κανένας δεν υπάρχει,
που δυστυχία να μη τον δέρνη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Στροφή β'.

Πίσω, καλή μου, ας τρέξουμε.

ΙΣΜΗΝΗ

Να κάνουμε τι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θέλω . . .

ΙΣΜΗΝΗ

Τι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Να ιδώ τον τάφο . . .

ΙΣΜΗΝΗ

Ποιου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ωιμένα! . . του πατέρα.

ΙΣΜΗΝΗ

Και πώς είν' τούτο βολετό;
Μήπως δε βλέπεις τάχα; . . .

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Για ποια αφορμή με μάλωσες;

ΙΣΜΗΝΗ

Και για τούτο: ότι . . .

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τι είναι
και πάλι αυτό;

ΙΣΜΗΝΗ

Πώς άταφος
χάθηκε εκείνος κ' έρμος.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Φέρε με και στον τάφο του
σφάξε με τότ' επάνω.

ΙΣΜΗΝΗ

Ωιμένα η τρισβαριόμοιρη!
πώς πάλι εγώ θα ζήσω
ορφανεμένη κ' έρημη
ζωή δυστυχισμένη;

ΧΟΡΟΣ

Αντιστροφή β'.

Μη φοβηθήτε, αγαπημένες.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μα πώς να γλυτώσω;

ΧΟΡΟΣ

Και πριν εγλύτωσες . . .

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τι τάχα;

ΧΟΡΟΣ

και δε σ' ηύρε κάποια
δυστυχία τρανή . . .

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Το ξέρω.

ΧΟΡΟΣ

Σαν τι λοιπόν έχεις στο νου σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πώς θα πάμε πίσω
στην πατρίδα μας, δεν ξέρω.

ΧΟΡΟΣ

Μην το ζητάς τούτο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μας αναγκάζ' η δυστυχία.

ΧΟΡΟΣ

Και πρώτα σας στενοχωρούσε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ήταν πριν μεγάλη,
μα τώρα πιο χειρότερ' είναι.

ΧΟΡΟΣ

Σας έλαχε κάποιο
πέλαγο συφοράς μεγάλο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ωιμένα! πού να πάμε, Δία;
Γιατί σαν ποια τώρα
ελπίδα πια ο θεός μ' αφίνει;

ΘΗΣΕΑΣ

Παύτε, κόρες, τα κλάμματα· γιατί δεν πρέπει
λύπη να δείχνουμε όπου σαν ευεργεσία (35)
έρχεται ο θάνατος· είν' αμαρτία τούτο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Προσπέφτουμε στα πόδια σου, παιδί του Αιγέα.

ΘΗΣΕΑΣ

Για να σας κάμω ποια παράκλησή σας, κόρες;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θέλουμε του πατέρα μας κ' εμείς να ιδούμε
τον τάφο.

ΘΗΣΕΑΣ

Μα δεν είναι δυνατό να γίνη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πώς είπες, της Αθήνας βασιλιά κι' αφέντη;

ΘΗΣΕΑΣ

Παρθένες! μούπε κείνος: άνθρωπος κανένας
μήτε στους τόπους τούτους να σιμώση, μήτε
στον τάφο να προσευχηθή τον εδικό του.
Και μούπε, πως αν τα φυλάξω καλά τούτα
η χώρα μου θε νάναι πάντα δίχως λύπη.
Τούτα λοιπόν τάχει ο θεός μας ακουσμένα
κι' ο Όρκος του Δία, που όλα τ' ακούει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μα ανίσως τούτα
τα θέλησ' έτσι εκείνος νάναι, μας αρκούνε.
Και τώρα στείλε μας στη Θήβα την αρχαία
μήπως κ' εμποδίσουμε των δυο αδερφών μας
το σκοτωμό.

ΘΗΣΕΑΣ

Κι' αυτά θα κάμω κι' όλα, όσα
μπορώ να κάμω ωφέλιμα σ' εσάς για χάρη
κείνου, που εδώ και λίγην ώρα μέσ' στο χώμα
μπήκε κ' εχάθη· εγώ δεν πρέπει ν' αποκάνω.

ΧΟΡΟΣ

Μα τώρα τ' αναφυλλητά
παύτε και μην αρχίστε
τα μοιρολόγια πάλι·
γιατί το δίχως άλλο αυτά
είν' επικυρωμένα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


Κατά την μετάφρασιν ηκολούθησα το κείμενον της εκδόσεως τον Γ. Δίνδορφ. Εν τούτοις είς τινα χωρία επροτίμησα άλλας γραφάς. Εις τας κατωτέρω παρατηρήσεις σημειώνω δια ποιον λόγον επροτίμησα την τάδε ή τάδε γραφήν και διατί μετέφρασα ούτως ή ούτως, μη ακολουθήσας ενιαχού και την κοινώς παραδεδεγμένην ερμηνείαν. Η κατά στίχον παραπομπή γίνεται εις την έκδοσιν του Dindorf.

Σημ. 1 . ― Στίχος 76

. . . επεί περ ει
γενναίος, ως ιδόντι, πλην του δαίμονος.

Εις πλείστους κριτικούς ο στίχος ούτος παρουσιάζει δυσκολίας συντακτικάς και ερμηνευτικάς, ένεκα δε τούτον προβαίνουν εις διαφόρους διορθώσεις. Το «πλην του δαίμονος» το εξηγούν «εκτός της δυστυχίας», ήτις ερμηνεία αδυνατίζει την έννοιαν του στίχου. Τηρών την αρχικήν γραφήν, επροτίμησα να μεταφράσω κατ' έννοιαν μάλλον ή κατά λέξιν.

Σημ. 2 . ― στ. 100

. . . νήφων ασίνοις

Το «νήφων» άλλοι ερμηνεύουν «νηστικός» και άλλοι «δεν είχε πίει οίνον». Φρονώ ότι εδώ, ως και αλλαχού, «νήφων» σημαίνει απλώς «φρόνιμος», δηλαδή άνθρωπος έχων τα λογικά του. Άοινοι θεαί είναι αι Ερινύες.

Σημ. 3 ― στ. 138.

. . . φωνή γαρ ορώ,
το φατιζόμενον.

Επροτίμηοα την κατά Bellermann γραφήν, καθ' ήν μετά το «φωνή» δεν χρειάζεται κόμμα, ότε το «φατιζόμενον» πρέπει να το λάβωμεν ως αντικείμενον του «ορώ». Δηλαδή «από την φωνήν βλέπω (εννοώ) το λεγόμενον». Κατ' εμέ «εσάς τους ομιλούντας».

Σημ. 4 ― στ. 141

δεινός μεν οράν, δεινός δε κλύειν.

Πάντες σχεδόν οι ερμηνευταί εξηγούν «φοβερός την όψιν και την ακοήν». Επειδή ο Οιδίπους δεν δύναται να είναι φοβερός εις το ν' ακούη, αλλ' εις το να τον ακούη άλλος, μετέφρασα το «δεινός κλύειν» «φοβερός στη φωνή».

Σημ. 5 ― στ. 149

εή, αλαών ομμάτων,
άρα και ήσθα φυτάλμιος δυσαίων;

Η μετά την λέξιν «ομμάτων» τελεία είναι διόρθωσις τον Κοραή, ην δέχονται ολίγιστοι κριτικοί. Την επροτίμησα, διότι όντως η φράσις γίνεται επιφωνηματική. Τοιούτου δε είδους επιφωνηματικάς φράσεις έχει πλείστας όσας η δημοτική γλώσσα. Πολλοί θέλουν το «αλαών ομμάτων» να το αποδώσωμεν εις το «φυτάλμιος», μετά το οποίον θέτουν το ερωτηματικόν. Αλλά τότε, κατ' εμέ, χάνεται η ζωηρότης τον λόγου.

Σημ. 6 ― στ. 157

 . . . κάθυδρος ου
κρατήρ μειλιχίων ποτών
ρεύματι συντρέχει.

Πλείστοι ερμηνευταί εξηγούν: «εις το νάπος (λαγκάδα) χύνονται πολλοί ρύακες με γλυκύ ρεύμα», διό και το νάπος είναι ποιήεν. Ο κρατήρ όμως δεν «συντρέχει» με τους ρύακας, αλλά με τα προσφερόμενα εις τας Ερινύας ποτά, ύδωρ και μέλι.

Σημ. 7 ― στ. 172.

είκοντας α δεί κακούοντας.

Τα χειρόγραφα έχουν «κουκ ακούοντας». Η διόρθωσις οφείλεται εις τον Musgave· άλλοι διορθώνουν άλλως. Επροτίμησα το «κακούοντας» με την σημασίαν όμως του «υπακούω», διότι συμφωνεί προς όλον τον άλλον λόγον.

Σημ. 8 ― στ. 189.

ίν' αν ευσεβίας επιβαίνοντες.

Οι ερμηνευταί διαφωνούν περί την σημασίαν της φράσεως. Επροτίμησα την ερμηνείαν των Wex και Hartung, οι οποίοι εξηγούν «ευσεβώς πατούντες». Κατ' εμέ, ο Οιδίπους, ευρισκόμενος ακόμη υπό την εντύπωσιν των λόγων του Χορού, έχων δε πάντοτε εις τον νουν του την προφητείαν του Φοίβου και μη βλέπων πού ακριβώς ευρίσκεται, νομίζει ότι πρέπει να πατή μ' ευλάβειαν παν πλησίον μέρος.

Σημ. 9 ― στ. 197.

. . . . . εν ασυχαία
βάσει βάσιν άρμοσαι

Ικανοί ερμηνευταί και ιδίως ο Bellermann το «βάσει βάσιν άρμοσαι» εξηγούν: «βήμα προς βήμα» και άλλοι το «βήμα μου σ' οδηγεί!» Όλος ο διάλογος ούτος Χορού, Οιδίποδος και Αντιγόνης στρέφεται εις το πώς να καθίση ο Οιδίπους μετά την ερώτησιν τούτου: «εσθώ;» Τον τρόπον του καθίσματος αυτού ημείς σήμερον τον λέγομεν απλούστατα «διπλοπόδι»· και ούτω καθίζει η Αντιγόνη τον Οιδίποδα. Διά την θέσιν των στίχων 197- 200 επροτίμησα την γραφήν του Dindorf ως παρουσιάζουσαν φυσικώτερον τον διάλογον.

Σημ. 10 ― στ. 267.

ει σοι τα μητρός και πατρός χρείη λέγειν;

Ο Wex διορθώνει εις: «ή σοι τα μητρός και πατρός χρεία λέγειν;»

Επροτίμησα την διόρθωσιν, διότι κατ' αυτήν οι λόγοι του Οιδίποδος ενταύθα ανταποκρίνονται πληρέστερον προς την ψυχολογικήν κατάστασιν του χορού.

Σημ. 11 . ― στ. 278

ώσπερ με κανεστήσασθ' ώδε σώσατε.

Οι ερμηνευταί εξηγούν: «ως με ηγείρατε της θέσεώς μου ή μ' εμακρύνατε». Νομίζω, ότι ενταύθα το «ανεστήσασθε» εξηγείται ορθότερον: «με βγάλατε από το κακό ή την αμαρτία», μη αφίνοντές με δηλαδή να πατώ τον ιερόν τόπον. Η ερμηνεία αύτη ενισχύεται και από τους προηγουμένους λόγους του χορού στίχ. 151. Η απομάκρυνσις του Οιδίποδος εκ τον ασύλου του διά της υποσχέσεως τον χορού (στ. 176-177) και η μη τήρησις της υποσχέσεως ταύτης δεν ήτο δυνατόν να χρησιμεύσουν εις τον Οιδίποδα ως επίκλησις διά την σωτηρίαν του.

Σημ. 12 ― στ. 306.

. . . . κ' ει βραδύς γήρα . . .

Τα χειρόγραφα έχουν «κ' ει βραδύς εύδει». Άλλοι διορθώνουν άλλως. Νομίζω, ότι δυνατόν η ορθή γραφή να είναι «κ' ει βαρύς εύδων», σύμφωνα με την οποίαν εξήγησα «κι' αν βαρυέται από ύπνο», διότι συνήθως ο μόλις αφυπνιζόμενος είναι βαρύς (βαρετός).

Σημ. 13 ― στ. 309.

τις γαρ έσθ' ος ουχ αυτώ φίλος;

Τα χειρόγραφα έχουν: «τις γαρ εσθλός κτλ». Ο Benedict διώρθωσεν εις: «τις γαρ εσθλός ουκ αυτώ (τω Θηοεί) φίλος;» όπερ και επροτίμησα, διότι ανταποκρίνεται εις την προηγηθείσαν ευχήν του Οιδίποδος «ευτυχής ίκοιτο τη θ' αυτού πόλει».

Σημ. 14 ― στ. 380.

ως αυτίκ' Άργος ή το Καδμείων πέδον
τιμή καθέξον ή προς ουρανόν βιβών.

Πολλοί ερμηνευταί το «προς ουρανόν βιβών» εξηγούν «να καταστρέψη με πυρ», αναμιγνύουν δε όλως ακαίρως και το όνομα του Καπανέως. Ο αρχαίος σχολιαστής, τον οποίον ακολουθούν και άλλοι νεώτεροι, ερμηνεύει: «να υψώση δια της ευκλείας», ήτοι το Άργος να δοξάση τας Θήβας με την καταστροφήν του στρατού του. Επροτίμησα την ερμηνείαν ταύτην, έχων υπ' όψιν μου την ανάλογον δημοτικήν φράσιν «ανεβάζω στα ουράνια» επί της σημασίας του «δοξάζω».

Σημ. 15 ― στ. 515.

. . . . ανοίξης
τας σας, πέπον, έργ' αναιδή.

Τα χειρόγραφα έχουν «α πέπονθ' αναιδή», όπερ και επροτίμησα. Το επίθετον «αναιδή» διορθούν τινες εις «δεινά ή άναυδα». Εκράτηοα την λέξιν με την σημασίαν «σκληρά», διότι αύτη ανταποκρίνεται εις το προηγούμενον «δειλαίας αλγηδόνος» και διότι ο Οιδίπους παντού περί της σκληρότητος μάλλον ή της αισχρότητος των παθημάτων του ομιλεί.

Σημ. 16 ― στ. 534.

αύται γαρ απόγονοι τεαί;

Άλλοι διορθώνουν άλλως. Τα χειρόγραφα έχουν: «σαι τάρ' εισίν απόγονοί τε και; . .» όπερ επροτίμησα ως ζωηρότερον· προ πάντων ο κατά το τέλος του στίχου και είναι απαραίτητος διά το εναγώνιον του διακοπτομένου διαλόγου.

Σημ. 17 στ. 563

. . . χώς τις πλείστ' ανήρ ήθλησα κτλ

Πάντες οι ερμηνευταί εξηγούν: «εκινδύνευσα, ως τις άλλος ανήρ κινδυνεύσας κτλ». Νομίζω, ότι η ερμηνεία αυτή είναι λίαν εξεζητημένη. Το «ως τις ανήρ» ενταύθα σημαίνει «σαν άντρας» ως λέγομεν σήμερον. Ο προσδιορισμός τον «ανήρ» διά του αοριστολογικού τις επιτείνει την σημασίαν του = γενναίος, αληθινός άντρας.

Σημ. 18 ― στ. 746

αεί δ' αλήτην . . . . βιοστερή

Δεν εδίστασα να μεταχειρισθώ εις την μετάφρασιν τας λαϊκωτάτας λέξεις: ― «αλανιάρης και νηστικός». Το «αλανιάρης» ο Αθηναϊκός λαός το μεταχειρίζεται δι' ανθρώπους μη έχοντας πού την κεφαλήν κλίναι ή διά τους ζώντας την ζωήν των κατά Γάλλον; «bohèmes». Αξία δε σημειώσεως είναι και η ταυτότης της ρίζης του «αλανιάρης» προς την τον «αλάομαι ― ώμαι ― πλανώμαι». «Νηστικόν» ο Ελληνικός λαός λέγει όχι μόνον τον μη φαγόντα άπαξ κατά την ωρισμένην ώραν, αλλά και τον διαρκώς στερούμενον τα του βίου.

Σημ. 19 ― στ. 816

ή μην συ κάνευ τούδε λυπηθείς έσει.

Τα χειρόγραφα έχουν «τώνδε». Κατά την ερμηνείαν όμως του αρχαίου σχολιαστού ο Musgave διώρθωσεν εις «τούδε», όπερ και επροτίμησα. Κατά την γραφήν των χειρογράφων πρέπει να μεταφράσωμεν:

Κι' όμως εσύ θα λυπηθής κι' ας μη το θέλουν τούτοι (δηλαδή ο Χορός).

Σημ. 20 ― στ. 865

θείεν μ' άφωνον τήσδε της αράς έτι

Τα χειρόγραφα έχουν «τήσδε γης, αράς έτι». Η διόρθωσις, ην παρεδέχθη ο Dindorf, εγένετο εις την Λονδίνειον έκδοσιν. Ο Schneidewin διώρθωσεν ούτω: «θείεν γ' άφωνον τήσδε γ' ες σ' αράς έτι». Η διόρθωσις αύτη, την οποίαν δέχονται και άλλοι, δεν δύναται να είναι ορθή, διότι ο γε ( = τουλάχιστον) περιορίζει, ενώ τουναντίον εδώ ο Οιδίπους ομιλεί με περισσοτέραν οργήν και εύχεται να έχη φωνήν, όπως είπη και άλλην κατάραν κατόπιν των όσων είπεν εις τους στίχους 787 ― 790.

Σημ. 21 ― στ. 866

ος μ', ω κάκιστε, ψιλόν όμμ' αποσπάσας
προς όμμασι τοις πρόσδεν κτλ.

Ικανοί ερμηνευταί διαφωνούν πού ν' αποδώσουν το επίθετον «ψιλόν». Εις το με (τον Οιδίποδα) ή εις το όμμα; Τούτον ένεκα μερικοί κάμνουν διαφόρους διορθώσεις. Λέγων ο Οιδίπους «όμμα» εννοεί την Αντιγόνην, η οποία έβλεπεν αντ' αυτού και τον ωδήγει· ορθώς λοιπόν το «ψιλόν» αποδίδεται υπό τινων εις το «όμμα» με την σημασίαν όμως του μόνον (μοναχό). Ήτοι «με στερείς το μόνον φως, που μου έμεινε μετά την τύφλωσίν μου». Το χωρίον τούτο μετέφρασα κατ' έννοιαν μάλλον ή κατά λέξιν.

Σημ. 22 ― στ. 881.

Τα γ' ον τελεί,
υ ― (τονούμενο) υ-.

Ενταύθα λείπουν πέντε συλλαβαί. Το κενόν οι εκδόται πληρούν διαφοροτρόπως. Ο Spengel έγραψε: «σαφώς εγώδα», όπερ επροτίμησα.

Σημ. 23 ― στ. 940

. . . ούτ' άβουλον, ως συ φης . . .

Ανωτέρω (στ. 917) ο Θησεύς είπεν, ότι ο Κρέων εξέλαβε την πόλιν του κένανδρον ή δούλην τινά. Ενταύθα ο Κρέων λέγει άβουλον, προσθέτων «ως συ (ο Θησεύς) φης». Προφανώς υπάρχει διαφθορά τον χωρίου. Διά τούτο μετέφρασα ως να είχε γραφή «ούτε δούλην».

Σημ. 24 ― στ. 958

. . . προς δε τας πράξεις όμως κτλ

Ο Κρέων λέγει εις τον Θησέα, ότι θα υπερασπισθή κατά πάσης εναντίον του πράξεως, έχων υπ' όψιν του τους προηγουμένους λόγους του Θησέως, «δε θα είχ' αφήσει απλήγωτον απ' το δικό μου χέρι». Δια τούτο την λέξιν «πράξεις» μετέφρασα περιφραστικώς: «ανίσως βάλης χέρι σ' εμένα». Τοιαύτην τινά περίπου ερμηνείαν της λέξεως κάμνει και ο Bellerman.

Σημ. 25 ― στ. 1117

. . . τούδε χρη κλύειν, πάτερ,
και σοι τε τούργον τούτ' εμοί τ' έσται βραχύ.

Τα χειρόγραφα έχουν «και σοι τε τούργον τουμόν έσται βραχύ». Ο Elmsley διώρθωσεν ως ανωτέρω. Ο Wex διορθώνει: εις «ου κάστι τούργον· τουμόν ώδ' έσται βραχύ», όπερ δέχονται πολλοί εκδόται. Επροτίμησα την διόρθωσιν τον Elmsley, διότι και της γραφής των χειρογράφων δεν απέχει και διότι παρουσιάζει την φράσιν λογικωτέραν.

Σημ. 25β ― στ. 1179

. . . σκόπει
μη σοι πρόνοια ή του θεού φυλακτέα.

Οι ερμηνευταί συνήθως εξηγούν: να δείξης ευλάβειαν προς τον θεόν ή όπως λάβης πρόνοιαν περί τον θεού και τα παρόμοια. Την λέξιν «πρόνοια» μετέφρασα «θέλημα»· την σημασίαν ταύτην έχει πολλαχού η λέξις. Ούτω δε έχομεν φράσιν συνηθεστάτην και σήμερον παρ' ημίν.

Σημ. 26 ― στ. 1192

Αλλ' έασον . . .

Τα χειρόγραφα έχουν: «αλλ' αυτόν», όπερ εις πάντας σχεδόν τους κριτικούς δεν φαίνεται ορθόν· ένεκα τούτου δε έγιναν διάφοροι διορθώσεις, περιέχουσαι πάσαι την έννοιαν «άφησέ τον». Ουδόλως απίθανον η φράσις «αλλ' αυτόν» να είναι η ορθή, αν λάβωμεν υπ' όψιν, ότι ο Σοφοκλής ενίοτε εις τοιαύτας εκφράσεις παραλείπει το ευκόλως εννοούμενον ρήμα. Η διόρθωσις «αλλ' έασον» εγένετο εις την Λονδίνειον έκδοσιν του 1772. Μετέφρασα «συχώρεσέ τον», ορμηθείς εις τούτο εκ των αμέσως επομένων λόγων της Αντιγόνης, οι οποίοι έρχονται ως δικαιολογία της αιτήσεως συγγνώμης υπέρ του αδελφού της. Η Αντιγόνη είχεν ήδη παρακαλέσει τον Οιδίποδα ν' αφήση τον Πολυνείκην να πλησιάση· επομένως νομίζουσα, ότι έπεισε πλέον τον πατέρα εις τούτο, ως ομολογεί ο Οιδίπους αμέσως κατωτέρω, ηθέλησε να ζητήση και την υπέρ αυτού συγγνώμην.

Σημ. 27 ― στ. 1220 ― 1224

του θέλοντος· ο δ' επίκουρος ισοτέλεστος,
Άιδος ότε Μοίρ' ανυμέναιος,
άλυρος, άχορος αναπέφηνε,
θάνατος ες τελευτάν.

Το χωρίον τούτο παρουσιάζει πολλάς δυσκολίας κατά τε την γραφήν και την ερμηνείαν. Τα χειρόγραφα έχουν: «του θέλοντος ουδ' έπι κόρος ισοτέλεστος Άιδος, ότε μοίρα κτλ». Η εν τω υπ' όψιν κειμένω διόρθωσις οφείλεται εις τον Hermann, ην και επροτίμησα. Άλλοι κάμνουν άλλας διορθώσεις, κυρίως περί την στίξιν. Κατά την παραδεχθείσαν γραφήν η έννοια του χωρίου γίνεται ευκρινής, φρονώ, αν υπονοήσωμεν έξωθεν ρήμα τι σημαίνον «φαίνεται» και λαμβανόμενον εκ τον υπάρχοντος αναπέφηνε. Η δε φυσική σειρά των λέξεων έχει, κατ' εμέ, ούτω: «ότε δ' αναπέφηνεν Άιδος μοίρα ανυμέναιος, άλυρος, άχορος, (αναφαίνεται) επίκουρος (=σωτήρ) ο ισοτέλεστος ες τελευτάν θάνατος.

Σημ. 28 ― στ. 1295

. . . ούτε νικήσας λόγω

Συνήθως οι ερμηνευταί εξηγούν: «χωρίς να με πείση ή να με νικήση εις αγώνα λόγων». Επειδή όμως μου εφάνη κάπως ανάρμοστον προς τον χαρακτήρα τον Πολυνείκους να παραδεχθή, όπως αφήση την βασιλείαν και αν ενικάτο εις αγώνα λόγων ― πράγμα άλλως τε μη στηριζόμενον ουδαμού ― εξήγησα «χωρίς δικαιολογίαν», ενισχυθείς εις την ερμηνείαν αυτήν και από τους αμέσως κατωτέρω λόγους τον Πολυνείκους, «πόλιν δε πείσας».

Σημ. 29 ― στ. 1377

ίν' αξιώτον τους φυτεύσαντας σέβειν.

Μετά τον στίχον τούτον ακολουθούν οι δύο στίχοι «και μη ξατιμάζετον κτλ.» τους οποίους δεν μετέφρασα, παραδεχόμενος την γνώμην του Spengel ότι είναι νόθοι.

Σημ. 30 ― στ. 1425

. . . ος σφων θάνατον εξ αμφοίν θροεί.

Εις τους κριτικούς και ερμηνευτάς φαίνεται περίεργος η χρήσις τον «εξ αμφοίν», και δια τούτο προτείνουν διαφόρους αντικαταστάσεις της λέξεως. Υποθέτω, ότι η φράσις έχει ορθώς και δεν υπάρχει ανάγκη άλλης λέξεως, αν λάβωμεν το «αμφοίν» ως προσωπικόν αντικείμενον του «θροεί» και το «εκ σφων» ως ποιητικόν αίτιον του «θάνατον». Συμφώνως προς ταύτα έκαμα και την μετάφρασιν.

Σημ. 31 ― στ. 1433

. . . αλλ' εμοί μεν ήδ' οδός
έσται μέλουσα δύσποτμός τε και κακή.

Την φράσιν αυτήν οι ερμηνευταί εξηγούν συνήθως «εγώ θα φροντίσω διά την στρατείαν» ή κάπως αναλόγως. Φρονώ, ότι η ερμηνεία αυτή δεν είναι ορθή, διότι ο Πολυνείκης δεν πρόκειται να φροντίση τώρα δια την εκστρατείαν αυτήν, αφού ο στρατός των Αργείων, ως είπεν ανωτέρω, περικυκλώνει το Θηβαϊκόν πεδίον. Ο Πολυνείκης, κατ' εμέ, λέγει ενταύθα περί του αποτελέσματος της εκστρατείας· ότι δηλαδη θα είναι δι' αυτήν δύσποτμος και κακή. Διά τούτο νομίζω, ότι την δεικτικήν αντωνυμίαν «ήδε» πρέπει να την εκλάβωμεν ως το απλούν άρθρον η, όπερ λίαν σύνηθες εις τους Αττικούς, το δε «μέλουσα» να γραφή «μέλλουσα», ήτοι: «η μέλλουσα οδός έσται μοι δύσποτμος και κακή»· ούτω δε και μετέφρασα.

Σημ. 32 ― στ. 1595

. . . στάς του τε Θορικίου πέτρου.

Εις πάντας τους κριτικούς η λέξις «Θορικίου» φαίνεται ύποπτος, διότι δεν υπάρχει τι γνωστόν περί του «Θορικίου πέτρου». Ο Meineke προτείνει να διορθωθή «του τ' Ερικείου πέτρου», όπερ μάλλον απίθανον. Είς τινα χειρόγραφα υπάρχει η γραφή «τούθ' ορικίου πέτρου», άνωθεν δε του «τούθ'» η λέξις τε. Ο αντιγραφεύς ηθέλησε να δείξη ότι το τούθ' είναι δύο λέξεις: του τε. Κατόπιν τούτων νομίζω, ότι κάλλιστα δυνάμεθα ν' αναγνώσωμεν «του θ' οριαίου πέτρου». Η γραφή «οριαίου» απέχει των χειρογράφων κατά έν μόνον γράμμα. Η λέξις είναι μεν σπανία, αλλ' ουχί και αδόκιμος. Την διόρθωσιν ταύτην καθιστούν πιθανωτέραν και άλλοι λόγοι. Ο Οιδίπους εστάθη εις μίαν των ατραπών πλησίον του κοίλου κρατήρος, όστις ευρίσκετο κατά το μέσον της αχέρδου, του λαΐνου τάφου και του θορικίου (ή οριαίου) πέτρου. Αλλά ποίος ο πέτρος ούτος; Εις τον στίχον 192 υπάρχει η φράσις «τούδ' αντιπέτρου βήματος» όπου ο αρχαίος σχολιαστής σημειώνει: «του αντιπέτρου βήματος του κατ' ίσον βεβηκότος πέτρου, όπερ είπε χαλκούν οδόν. Τούτον δε τον πέτρον υποτίθεται του αβάτου όριον». Αν ενθυμηθώμεν, ότι ο Οιδίπους εις την αρχήν της τραγωδίας εκάθισεν επί αξέστου πέτρου εντός τον ιερού χώρου, ον μετ' ολίγον ο Ξένος απεκάλεσε «χαλκόπουν οδόν», και ότι εις τον στίχον 1590 λέγεται: «τον καταρράκτην οδόν χαλκοίς βάθροισι γήθεν ερριζωμένον», πλησίον του οποίου ο «κοίλος κρατήρ», ουχί απιθάνως δυνάμεθα να υποθέσωμεν, ότι ο «άξεστος πέτρος», ο κατά τον σχολιαστήν «του αβάτου όριον» και ο Θορίκιος ή οριαίος πέτρος είναι έν και το αυτό. Μετά τα ανωτέρω, φρονώ ότι η διόρθωσίς μου «οριαίου» είναι λίαν πιθανή, διό και μετέφρασα: «κι' από την πέτρα που σύνορο είναι». Δηλαδή σύνορον του ιερού χώρου.

Σημ. 33 ― στ. 1605.

κουκ ην έτ' αργόν ουδέν ων εφίετο.

Τα χειρόγραφα έχουν: «ουκ ην έτ' κτλ». Τον στίχον αυτόν θεωρώ νόθον, διότι δεν είναι η επανάληψις τον προηγουμένου. Εκ της γραφής των χειρογράφων φαίνεται ότι τον παρενέθεσεν ως επεξήγησιν αντιγραφεύς τις, οι δε κριτικοί δια να τον συνδέσουν προς τον προηγούμενον προσέθεσαν τον και.

Σημ. 34 ― στ. 1640.

ω παίδε, τλάσας χρη το γενναίον φρενί.

Ο Λαυρεντιανός κώδιξ έχει: «το γενναίον φέρειν»· ο Dindorf σημειώνει, ότι η γραφή «φρενί» είναι αβεβαία εικασία, ληφθείσα εξ απογράφου τινός. Οι κριτικοί προσκρούοντες εις την λέξιν κάμνουν διαφόρους διορθώσεις. Νομίζω, ότι δυνάμεθα να διορθώσωμεν «το γε νέον φέρον», ότε το φέρον σημαίνει τύχην, μοίραν. Την λέξιν «φέρον» υπό την αυτήν σημασίαν απαντώμεν και κατωτέρω εις τον στίχον 1694 «το φέρον εκ θεού καλώς φέρειν χρη».

Σημ. 35 ― στ. 1752.

Χάρις η χθονία ξύν' απόκειται.

Τα χειρόγραφα έχουν «χάρις η χθονία ξυναπόκειται». Αλλ' επειδή εις πάντας τους κριτικούς το χωρίον εφάνη κατεστραμμένον, προέβησαν πολλοί εις διαφόρους διορθώσεις. Επροτίμησα την διόρθωσιν του Martin «χάρις η χθονία νυξ απόκειται», διότι η συμβουλή του Θησέως προς τας κόρας να μη θρηνούν δύναται να έχη ως αιτιολογίαν «ότι είναι αμαρτία να θρηνή τις εκεί όπου ο θάνατος (η χθονία νυξ) επήλθεν ως ευεργεσία. Αι δε κόραι του Οιδίποδος εθρήνουν κυρίως δια τον θάνατον του πατρός, όστις θάνατος ήτον αληθής ευεργεσία διά τον Οιδίποδα, τον τόσον παρακαλέσαντα τας Ευμενίδας να του δώσουν το τέλος των δεινών του.

* * *

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Οιδίπους επί Κολωνώ. Το τελευταίο από τα δράματα του Σοφοκλέους. Πααρουσιάζει τις τελευταίες περιπέτεις του Οιδίποδος και κλείνει με τον θάνατό του στον Κολωνό. Η γενική έξαρση, ο λυρισμός, η εξύμνηση των Αθηνών, το μεγαλείον του ήρωα που πεθαίνει, αναδεικνύουν το δράμα αυτό ως ένα από τα αριστουργήματα του παγκοσμίου θεάτρου.

Η «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ» ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ.

ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61

ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΕΣ 10