Title: Αττικαί ημέραι
Author: Bampes Anninos
Release date: August 11, 2012 [eBook #40478]
Most recently updated: October 23, 2024
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
his major work in proofreading.
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Footnotes have been converted to endnotes and are included in (). I have also added explanation of words in endnotes. These are included in [].// Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό, κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου και περικλείονται σε (). Έχω προσθέσει στο τέλος του βιβλίου επεξηγήσεις λέξεων. Αυτές έχουν σημειωθεί με [].
Pro domo et progenie
Ότε προ ημερών, κατ' επιθυμίαν του εκδότου κ. Ιωάννου Ν. Σιδέρη, ηθέλησα να
επιθεωρήσω την παρούσαν δευτέραν έκδοσιν των _«Αττικών Ημερών»_,
αποφασισθείσαν ένεκα της προ πολλού επελθούσης ολοσχερούς εξαντλήσεως της
πρώτης, ευρέθην εις περιέργως δύσκολον θέσιν. Τα έργα εξ ών αποτελείται ο
παρών τόμος ενεφανίσθησαν μεν προ εικοσιπενταετίας, ότε εγένετο η πρώτη
έκδοσίς των εις βιβλίον, αλλά τα πλείστα εξ αυτών άγουν ηλικίαν ακόμη
μεγαλυτέραν, δημοσιευθέντα μεμονωμένως εις το «Μη χάνεσαι», εις το «Άστυ»,
εις την «Εστίαν», εις την «Εβδομάδα» και εν γένει εις τα διάφορα σατυρικά φύλλα,
τα φιλολογικά περιοδικά και τας εφημερίδας της τότε εποχής. Επανέβλεπα λοιπόν
τους φιλολογικούς μου τούτους γόνους με το αλλόκοτον συναίσθημα πατρός
επαναβλέποντος μετά μακροχρόνιον απουσίαν τα τέκνα του αμετάβλητα αφ' ότου
τα είχεν αφήσει, λάλα δηλαδή και φλύαρα και άτακτα και λογοπαικτούντα ανοήτως
και μυκτηρίζοντα με περισσήν ιταμότητα τους πάντας και τα πάντα.
Δεν με ηνώχλει μόνον η παράκαιρος αύτη ζωηρότης, η διατελούσα εις τόσον τραγικήν αντίθεσιν προς την στρυφνήν ακαμψίαν του γεννήτορος, σαβανωμένου μέσα εις τα σύννεφα της αθυμίας, όσα επεσώρευσαν επάνω του ο διαρρεύσας χρόνος και αι περιπέτειαι του βίου. Με επτόει και η ιδέα της ευθύνης, την οποίαν ανελάμβανα εμφανίζων τους μικρούς αυτούς ασχημονούντας πιερρότους μέσα εις την σεμνήν πανήγυριν της συνεσφιγμένης σοβαρότητος, με την οποίαν ποζάρει τόσον αξιοπρεπώς η ελληνική κοινωνία, η ελληνική διάνοια και η ελληνική τέχνη.
Το περιβάλλον εντός του οποίου συνελήφθησαν και εγεννήθησαν τα εν λόγω μικρά ζιζάνια ήλλαξεν έκτοτε σχεδόν καθ' ολοκληρίαν. Τα πάντα ρει, όπως εγνωμάτευσεν ο αρχαίος φιλόσοφος, παρεκτός ίσως συχνάκις του νερού της Δεξαμενής. Εντός του τελευταίου αυτού τετάρτου αιώνος μετεβλήθησαν τα ήθη, τα έθιμα, αι ιδέαι, η δίαιτα και όλοι οι πρότεροι όροι της ζωής. Πώς να εμφανισθή, λόγου χάριν, ο αξιότιμος κύριος Ζαχαρίας παραδαρμένος με το ψηλόν του καπέλλον, το οποίον σήμερον φορούν μόνον εις τας επισήμους τελετάς και εις τας κηδείας; Και πώς να παρουσιασθή χωρίς να ωχριάση από εντροπήν το κόκκινον φέσι της αξιεράστου συνεύνου του κυρίας Θεοδώρας, το οποίον όχι εις το πολυτελές μοδιστράδικον του αξιοτίμου κ. Σωκράτη, αλλ' ούτε εις το Δημοπρατήριον δεν τολμά να εκτεθή προς πώλησιν ανάμεσα εις τις παληές κλειδαριές και τα σκουριασμένα χαντζάρια; Πώς να ισχυρισθή ο πτωχός φοιτητής της φιλολογίας ότι τρώγει τζιεράκια και τουλουμοτύρι, εδέσματα τα οποία διημφισβήτουν προ ολίγων μηνών οι πεντακοσιομέδιμνοι με τα πεντακοσάρικα εις τα χέρια;
Αμή το λεκτικόν; οι δυστυχισμένοι ήρωες των διηγηματίων μου φθέγονται — Παναγία μου! ποίος λέγει ή ποίος γράφει πλέον σήμερον <φθέγγονται>! — κάποτε αλλοκότως διά την σημερινήν εποχήν, μεταχειριζόμενοι εις τας εκφράσεις των και κανένα ρηματικόν τύπον της αρχαίας γλώσσης, από εκείνους οπού εμάνθανον αι περασμέναι γενεαί εις την γραμματικήν του Γενναδίου, και οπού εμεταχειρίζοντο και οι γραμματισμένοι της εποχής του Αγώνος, και οπού εννοούσαν εξαίρετα και ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης και ο Κανάρης. Αλλ' αυτό είνε λογιωτατισμός! είνε σχολαστικισμός ! . . . Είνε δόγμα πλέον ότι με την αρχαιότητα δεν πρέπει να έχωμεν καμμίαν σχέσιν — άμμες δε γ' εσμέν! — παρά μόνον όταν πρόκειται να διεκδικήσωμεν εν ονόματι των προγόνων κληρονομικά δικαιώματα. Έχομεν, βλέπετε, και τους ξένους λογίους και γλωσσολόγους, οι οποίοι ρητώς μας το απαγορεύουν. Με το δικαίωμα της φιλικής και συμμαχικής κηδεμονίας δεν μας επιτρέπουν να πάρωμεν ούτε ένα τύπον ούτε μίαν λέξιν από την αρχαίαν γλώσσαν, ενώ αυτοί έχουν πάρει από αυτήν, διά να πλουτίσουν την ιδικήν των, όρους και λέξεις με το τσουβάλι.
Ώστε τι έπρεπε να γίνη; Διόρθωσις καμμία εις τέτοιον χάος δεν εχώρει. Να επιχειρήσω να μεταφέρω τα πρόσωπα και τα πράγματα εις την σημερινήν εποχήν, ν' αλλάξω την σκηνοθεσίαν, να τα τοποθετήσω μέσα εις νέον περιβάλλον, με νέαν αντίληψιν, με νέαν διανοητικότητα, με νέους κοινωνικούς όρους και νέας συνηθείας; Αλλά το τοιούτο θα ισοδυνάμει με την παράκρουσιν κάποιου καλλιτέχνου, όστις διενοήθη κάποτε να ζωγραφίση τους Αποστόλους του περιφήμου πίνακος του Δα Βίντσι καθημένους περί την τράπεζαν του Μυστικού Δείπνου με φράκον και με άσπρον λαιμοδέτην! Άρα δεν έμενε τίποτε άλλο παρά να τα εγκαταλείψω και να τ' αφήσω ριγμένα εις τους Αποθέτας [1] της αφανείας και της λήθης.
Αλλά μία φωνή μυστική προερχομένη από τα βάθη των φιλοστόργων και μακροθύμων πατρικών σπλάγχνων εσταμάτησε πάσαν μου απόφασιν.
«Διατί — μου είπεν η φωνή — να θέλης να φανής σκληρός τύραννος και να παίξης πρόσωπον Βρούτου, γονέως αδυσωπήτου; Αυτός δα είνε κι' αν είνε αναχρονισμός, αφού τον δόλον της Μηδείας δεν στέργουν να παίζουν πλέον ούτε αυταί αι απηρχαιωμέναι πρωταγωνίστριαι. Κάθε έργον τέχνης, όσον ταπεινόν και ευτελές και αν είνε, είνε προϊόν της εποχής οπού εγράφη. Διατηρεί μέσα του κάτι τι από το χρώμα της, από τον ρυθμόν της ζωής της, από τας έξεις της, από τας σκέψεις της. Εάν έχη ζωήν να ζήση, θα ζη πάντοτε εντός εκείνης της ατμοσφαίρας. Σε βεβαιώ ότι και αυτά τ' αριστουργήματα των αιώνων δεν εξαιρούνται αυτού του φυσιολογικού κανόνος. Και σου αναφέρω ένα παράδειγμα: Εις την Ιλιάδα, όταν πρόκειται ν' αλληλοσπαραχθούν δύο ήρωες, σκυλοβρίζονται πρώτα στα γερά και έπειτα πιάνουν κουβέντα και διά την γενεαλογίαν των, όπως ο Τυδείδης και ο Γλαύκος και ο Πάτροκλος και ο Σαρπηδών. Κόπιασε τώρα και εις τα σημερινά ήθη και φαντάσου δύο λογίους, οι οποίοι πρόκειται να μονομαχήσουν εις το Γουδί ερίζοντες περί του αριστείου και πριν εκτείνουν τα ραβδωτά των πιστόλια εναντίον αλλήλων, αρχίζουν ενώπιον των μαρτύρων των να παινεύωνται και ο ένας να λέγη τον αντίπαλόν του κατσικοκλέφτην, ο δε άλλος να κομπάζη ότι είνε απόγονος κάποιας ζακυνθινής κοντέσσας οπού επωλούσε μαστίχα και δαφνόλαδο!
»Βέβαια μερικαί λεπτομέρειαι, μερικοί υπαινιγμοί αναφερόμενοι εις τα πρόσωπα, εις τα γεγονότα, εις τας συνηθείας της εποχής οπού υπάρχουν εις το βιβλίον σου, θα φανούν ακατάληπτοι εις τους σημερινούς αναγνώστας, οι οποίοι προς διαφώτισίν των θα είνε υποχρεωμένοι — αν αξίζη τον κόπον — να προστρέχουν εις την μνήμην των πρεσβυτέρων, ή εις τας εφημερίδας και τα περιοδικά δημοσιεύματα της εποχής εκείνης. Αλλά τι με τούτο; Μήπως όταν φυλλομετρούμεν σήμερον παλαιούς τόμους του Charivari, και κυττάζωμεν τας γελοιογραφίας του Gavarni πρέπει ν' αγανακτούμεν, επειδή απεικονίζονται εις αυτάς αι κυρίαι φέρουσαι κρινολίνα και καπελλίνα με φιόγκους και οι κύριοι τα χωνοειδή ψηλά καπέλλα και τας σφηνοειδείς ρεδιγκότας της εποχής του Λουδοβίκου Φιλίππου;
»Όσον διά την γλώσσαν, μη πολυσκοτίζεσαι. Επέρασεν ήδη ένας αιών και πλέον οπού σπαράσσεται το έθνος με αυτό το ζήτημα, χωρίς να κατορθώση να το λύση. Είσαι βέβαιος τάχα ότι μετά μίαν δεκαετίαν θα εξακολουθή να επικρατή η ιδία γλώσσα, η οποία φαίνεται σήμερον επικρατούσα; Είνε πεπρωμένον κάθε ελληνική γενεά να πλάττη και ιδικήν της γλώσσαν, έως ότου κατορθώσωμεν αισίως ν' ανεγείρωμεν αντικρύ του Παρθενώνος τον πύργον της Βαβέλ προς αΐδιον δόξαν της εθνικής ενότητος.
»Παύσε, χριστιανέ μου, τας τραγικότητας και άφησε αυτά τα κακορρίζικα πλάσματα να ξαναϊδούν το φως του ηλίου».
Τα επιχειρήματα ταύτα, συνηγορούσης και της πατρικής μεροληψίας, μ' έπεισαν και έλαβα εις το τέλος την ηρωικήν απόφασιν ν' αφήσω τα έργα αυτά να εκδοθούν και πάλιν όπως είχαν.
« — Ας μείνουν αδιόρθωτα, είπα· μήπως άλλως τε δεν μένουν αδιόρθωτα χρόνια τώρα τόσα και τόσα πράγματα, όπως οι Βασιλικοί Σταύλοι, το Ωρολόγιον του Πανεπιστημίου και ο Ποινικός Νόμος;
»Δεν θ' αλλάξω από αυτά ούτε ένα _ν_, το οποίον και αυτό, καθώς φαίνεται, τείνει με τας νέας γλωσσικάς θεωρίας να εξαλειφθή εκ του ελληνικού αλφαβήτου.
Αθήναι, Ιανουάριος του 1920.
Μπάμπης Άννινος
Tην επομένην θαυμαστήν και ψυχωφελεστάτην διήγησιν την ήκουσα από το στόμα του φίλου μου Παρασκευά Ιερεμιάδου, βοηθού του αριστερού ψάλτου ενός των ναών της πόλεως, βοηθού ενός φαρμακοποιού και βοηθού του γραμματοδιδασκάλου εκπαιδευτηρίου τινός. Πλουσιοπάροχος εις βοηθείας προς τον πλησίον ο φίλος μου αναμένει διά τον εαυτόν του την εξ ύψους βοήθειαν, και αι οπαί των αγκώνων του με απύλωτον στόμα διαλαλούν ότι το ισοζύγιον εις τα οικονομικά του είνε ό,τι θα ήτο περίπου στίχος του Λαμαρτίνου εντός βιβλίου λογαρίθμων.
Είχομεν γνωρισθή, διότι εγευματίζομεν εις το αυτό εστιατόριον. Μας εχώριζε μία τράπεζα και μας συνήνουν η γενναιότης και η εγκαρτέρησις, μεθ' ής κατηναλίσκομεν τα προϊόντα της μυστηριώδους μαγειρικής του εστιατορίου. Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι η γενναιότης του φίλου μου ήτο ασυγκρίτως ηρωικωτέρα της ιδικής μου. Οσάκις ελάμβανεν ανά χείρας τον κατάλογον, δεν έρριπτε το βλέμμα εις την απαρίθμησιν των εδεσμάτων, αλλ' εις τας αντικρύ εκάστου σημειουμένας τιμάς. Τα ψητά, το μπιφτέκι, οι ιχθύες, η βραστή όρνιθα και τα λοιπά οπωσούν ακριβά φαγητά, ών η τιμή περιστρέφεται περί την δραχμήν, ήσαν δι' αυτόν το Διαβαλαγιρί της δαπάνης, ύψος δυσθέατον, μέχρι του οποίου δεν ετόλμα ν' ανέλθη· κατήρχετο λοιπόν ταπεινώς εις το χθαμαλόν πεδίον των 40 ή 50 λεπτών, καταβροχθίζων το περιεχόμενον πινακίων βαθυκοίλων, συνιστάμενον εις τεμάχιον απαλού και γλοιώδους κρέατος πλέοντος εντός λίμνης εμβάμματος κοκκινοβαφούς, ως να είχεν αύτη παρασκευασθή διά μίλτου [2] . Ο ξενοδόχος, οσάκις ηρωτάτο, απεκρίνετο πάντοτε δογματικώς μετά καθησυχαστικού μειδιάματος ότι το χρώμα προήρχετο από την σάλτσαν της ντομάτας· εγώ όμως φρονώ αδιστάκτως ότι το έμβαμμα εκείνο ηρυθρία εξ αισχύνης, βλέπον τον ασυνείδητον ξενοδόχον εξασκούντα το επάγγελμα της Λοκούστας εν πλήρει ΙΘ' αιώνι, υπό την σκέπην του Συντάγματος και του Ποινικού Νόμου. Αι ουγγαρίαι, τας οποίας συχνά και με λαιμαργίαν κατήσθιεν ο κ. Παρασκευάς, ως να ήτο προσωπικός εχθρός του Φραγκίσκου Ιωσήφ, τις οίδεν οποίον πληθυσμόν μυστηριώδη μικροσκοπικών Μαγυάρων περιείχον. Τα δε σηκωτάκια και άλλα εντόσθια, τηγανιστά ή μαγειρευμένα, ών το υποκοριστικόν όνομα συνεδυάζετο εναρμονίως με τον υποβιβασμόν της τιμής, ήσαν δι' αυτόν βρώμα [3] κατ' εξοχήν προτιμητέον. Ώστε μεταξύ των πολλών αλύτων φιλοσοφικών ζητημάτων των περιδινουμένων εις το πνεύμα μου κατά τας ώρας της ρέμβης ήσαν και τα εξής δύο σοβαρώτατα και ανεξιχνίαστα: α') με τι θα ετρέφετο ο κ. Παρασκευάς Ιερεμιάδης αν η φύσις δεν ήθελε προικίσει τα εσθιόμενα υπό των ανθρώπων τετράποδα με σπλήνα, με ήπαρ ή με έντερα; — β') ποίον θα ήτο το ετήσιον έλλειμμα του φαρμακείου, εις ό παρείχε την βοήθειάν του αν αι χρησιμεύουσαι προς καθαρισμόν του στομάχου του ποσότητες καθαρτικών εχορηγούντο εις αυτόν δωρεάν;
Ετρώγομεν αντικρύ αλλήλων. Πεπροικισμένος ο Παρασκευάς με οδόντας άρκτου, με φάρυγγα στρουθοκαμήλου και με όρεξιν πάντοτε Βαρούχ αφυπνιζομένου μετά τον εβδομηκονταετή ύπνον του προ τραπέζης εστρωμένης, ετελείωνε το γεύμα του πολύ προ εμού. Δεν έφευγεν όμως· έμενεν εις την θέσιν του ελλοχών εμέ και μόλις με ήθελεν ιδεί αποθέτοντα οριστικώς το μαχαίριον, δι' ού είχον καθαρίσει τον τελευταίον καρπόν και εξάγοντα την σιγαροθήκην μου, επεχείρει τρομακτικήν έφοδον κατά του ακουστικού μου τυμπάνου, την οποίαν ήτο αδύνατον ν' αποφύγω, διότι άλλως θα ήμην πραγματικώς άκρον άωτον.
Την ημέραν εκείνην ο χονδρός υπηρέτης Μανώλης, κάμνων τον λογαριασμόν παρακαθημένου κυρίου, επέθηκε τας στιβαράς τυλώδεις [4] χείρας του επί της τραπέζης, ής το έν άκρον ηνωρθώθη εκ του βάρους και τα εν αυτή σκεύη ανεπήδησαν μετά παρατεταμένης απηχήσεως.
— Κινείται το τραπέζι! ανέκραξα εγώ αστεϊζόμενος. Φευ! ακριβά έμελλον να πληρώσω τον αστεϊσμόν μου. Ο κ. Παρασκευάς αμέσως ήρπασε την επιφώνησίν μου.
— Μου συνέβη μία ιστορία πολύ περίεργος χθες με το τραπέζι, μου είπεν· άκουσέ την.
Και ο Ιερεμιάδης με ύφος θρηνώδες, όπερ αφεύκτως είχε μεταδοθή εκ του γενάρχου του, ποιητού των εν Βαβυλώνι θρήνων, εις όλους τους απογόνους της οικογενείας, ήρχισεν ως εξής:
*
* *
— Γνωρίζεις ότι κατοικώ εις Κολωνάκι.
Δεν εγνώριζα τίποτε, αλλά προς ευχαρίστησίν του και παρηγορίαν του, διά να φανή ότι υπήρχε και κάποιος γνωρίζων την κατοικίαν του επισήμου αυτού υποκειμένου, ένευσα καταφατικώς.
— Κατοικώ λοιπόν εις το Κολωνάκι, εξηκολούθησεν, εις οδόν αβάπτιστον ακόμη, την οποίαν όμως προ πολλού εγώ απεκάλεσα οδόν Γολγοθά.
Εμάντευσε την απορίαν μου και την ανερχομένην εις τα χείλη μου ερώτησιν, πριν ανοίξω δε το στόμα απήντησε:
— Θα μ' ερωτήσης διατί την αποκαλώ τοιουτρόπως; Άκουσε, φίλε μου, και κρίνε. Είνε πέντε έτη τώρα όπου κατοικώ και καθ' εκάστην ανανεούται απαράλλακτον το μαρτύριόν μου, απέναντι του οποίου τα πάθη του Σωτήρος είνε μηδαμινά. Κανείς δεν υπέφερέ ποτε τόσα καθ' εκάστην! . . .
Και εστέναξε θλιβερώς.
— Άφες τας παρεκβάσεις, του είπα.
— Ανεκδιήγητα είνε τα βάσανά μου, εξηκολούθησεν ο Ιερεμιάδης, εις την γωνίαν εκείνην της Σιβηρίας, την οποίαν περιλαμβάνουν αι Αθήναι χωρίς να το γνωρίζουν. Δεν δύναμαι να σοι διηγηθώ ποσάκις συνέτριψα τους πόδας μου επιστρέφων την εσπέραν με βαθύτατον σκότος εις την κατοικίαν μου, ποσάκις συνήψα μάχας εκ του συστάδην με τον άγριον σκύλον του λαχανοπώλου, ποσάκις ετρόμαξα μη εμπέσω εις συμμορίαν λωποδυτών. Μίαν φοράν μάλιστα συνελήφθην και εγώ ως λωποδύτης παρά τινος κλητήρος πλανηθέντος κατ' εκείνα τα μέρη, όστις μοι εζήτησε σπίρτον διά ν' ανάψη το σιγάρον του, εγώ δε αφηρημένος του προσέφερα το σπίρτον του καμινέτου, το οποίον είχον αγοράσει προ ολίγου από τον μπακάλην. Μίαν φοράν ολίγον έλειψε να κατασυντριβώ υπό τους τροχούς μιας αμάξης και προς ανταπόδοσιν, αλλά χωρίς να το θέλω, κατεπλάκωσα εγώ μίαν άμαξαν.
— Πώς τούτο; ηρώτησα απορών.
— Ιδού πώς. Ο αμαξηλάτης είχε κατέλθει· οι φανοί της δεν ήσαν αναμμένοι και έπεσα πλαγίως επάνω εις τ' άλογα, τα οποία ετρόμαξαν, επήραν τον κατήφορον και η άμαξα πεσούσα εντός χάνδακος ανετράπη. Αλλά, και αν έλειπε το σκότος και οι λωποδύται και οι κλητήρες και αι πτερωταί στρατιαί των κωνώπων και αι αιμοβόροι φάλαγγες των κορέων, μένει η κυρά Αγγέλω και φθάνει.
— Ποία είνε αυτή; ηρώτησα.
— Η σπιτονοικοκυρά μου. Μη πλανηθής από το όνομα· ουδέποτε έγινε μεγαλυτέρα του ευφημισμού κατάχρησις. Ο Εύξεινος απέναντί της είνε πινάκιον κρέμας και αι Ευμενίδες αδελφαί του Ελέους. Ενώπιον αυτής, καθημένης πάντοτε προ της εισόδου, ως φρούριον εκ σαρκός, είνε ηναγκασμένοι να διέρχωνται πτήσσοντες οι ταλαίπωροι ενοικιασταί της, Από της δευτέρας ημέρας του μηνός περιμένει το ενοίκιο του επιόντος· και ως να είχε σπουδάσει επιμελέστατα την θεωρίαν του Λαβάτερ, παρατηρεί την φυσιογνωμίαν εκάστου και προσπαθεί να εξαγάγη χρησμόν περί της πληρωμής του ενοικίου. Την προτελευταίαν του μηνός το βαρόμετρον της όψεώς της προμηνύει θύελλαν. Την τελευταίαν το πορφυρούν πρόσωπον της κυράς Αγγέλως φεγγοβολεί ως ηφαίστειον· προς την εσπέραν επακολουθεί η έκρηξις και αλλοίμονον εις τον άθλιον εκείνον, όστις τον όρθρον της πρώτης του νέου μηνός ευρέθη υπό την λάβαν της οργής της!
Ήτο λοιπόν προχθές η τελευταία του μηνός. Είπα έν δειλόν «καλησπέρα» διερχόμενος προ αυτής και έλαβα εις απάντησιν ένα γρυλλισμόν και έν βλέμμα δυνάμενον να μεταβάλη εις τέφραν τον ανδριάντα του Φεραίου. Εισήλθον εις το δωμάτιόν μου μετά φρίκης αναλογιζόμενος την επιούσαν. Μου επήρχοντο ακουσίως εις το πνεύμα αι αναμνήσεις της πολιορκίας του Μεσολογγίου, του αποκλεισμού των Παρισίων και άλλαι παραπλήσιαι ιστορικαί σελίδες. Έπλαττον σχέδια ηρωικής αντιστάσεως και ήνοιξα μάλιστα το ερμάριόν μου διά να ίδω την προμήθειαν των τροφίμων μου. Φευ! αχρείος τις ποντικός είχε καταβροχθίσει το διά το δείπνον μου προωρισμένον τεμάχιον του τυρού και εξ οίκτου ή εξ υπερηφανείας μοι είχεν αφήσει την μερίδα του άρτου. Η έξοδος ήτο αναγκαία την επαύριον. Σημειωτέον ότι ώφειλον τρεις και ημίσειαν δραχμάς εκ του ενοικίου του παρελθόντος μηνός και ήμην εντελώς απένταρος . . .
— Λεπτομέρειαι τοιαύται είνε περιτταί, τω παρετήρησα, διότι υπονοούνται.
— Αίφνης, εξηκολούθησεν ο κ. Παρασκευάς, ήκουσα κρουομένην την διά του συρτού κεκλεισμένην επιμελώς θύραν του δωματίου μου. Ανεσκίρτησα, αλλ' εκ του τρόπου της κρούσεως και της ηχησάσης όπισθεν της θύρας ηπίας φωνής καθησύχασα. Ήτο η φωνή του κατοικούντος εις το παρακείμενον δωμάτιον συνοίκου μου κ. Λεοντίου Λαγουδάκη. Χρηματίσας υπάλληλος είς τι υπουργείον, έχει τώρα σύνταξιν εκ δραχμών 47 κατά μήνα και, αφού επί εικοσιπέντε έτη έτρεμε προ του τμηματάρχου του, τώρα τρέμει προ της οικοδεσποίνης του. Ο κ. Λαγουδάκης εξοδεύει έξ ώρας και δέκα λεπτά την ημέραν εντός του καφενείου των Ευ φρονούντων· τας έξ ώρας προς ανάγνωσιν όλων των εφημερίδων, τα δέκα λεπτά προς πληρωμήν ενός καφέ γλυκούς και βραστού. Καταναλίσκων όλας ανεξαιρέτως τας στήλας όλων των σελίδων ο κ. Λαγουδάκης γνωρίζει την παγκόσμιον κίνησιν. Γνωρίζει τι φρονούν εν τω μεγάρω του Αγίου Ιακώβου περί του ζητήματος του Κόγκου, γνωρίζει πού πωλείται το καλύτερον χαβιάρι, αν και δεν αγοράζει ποτέ εξ αυτού, γνωρίζει ποίας τροπολογίας υποβάλλει εις τα νομοσχέδια η αντιπολίτευσις και πόσους οπαδούς έχει ο κ. Κανόβα δε Καστίλλο. Έν δεν γνωρίζει μόνον, πώς ν' αποφύγη την οργήν της κυράς Αγγέλως, όταν χύνη το πρωί την λεκάνην έξω από το παράθυρον, διά να μη εξέλθη έξω και κρυολογήση. Διά να την εξευμενίση δε ανακοινοί προς αυτήν τα νέα της ημέρας. Η κυρά Αγγέλω πλέκει την κάλτσαν της και τον ακούει μετά προσοχής· επί τέλους τω λέγει:
— Λοιπόν έτσι! . . . αυτόν τον Κόρδονα . . . πώς τον είπες; που τον επιάσανε εκεί κοντά στο Μύλο;
— Όχι δα! εις τον Νείλον.
— Ας είνε! Σε παρακαλώ πολύ όμως, κύριε Λαγουδάκη, να μη χύνης νερά μέσα εις την αυλή. Δεν έχεις ποδάρια να πας να το χύσης έξω, καλότυχε; . . . Μπα!. . . .
Ήκουσα λοιπόν την μελίρρυτον φωνήν του γείτονός μου λέγουσαν:
— Γείτονα! έχεις ένα σπίρτο;
Φευ! ήτο τούτο το απαράβατον προοίμιον του γείτονός μου, οσάκις βαρυνόμενος την μόνωσιν επόθει να έλθη εις ομιλίαν μετ' εμού· ήτο η πρώτη εχθροπραξία κατά της ησυχίας μου. Το σπίρτον εκείνο εγίνετο πάντοτε αφορμή ν' ανάψη πολύωρος συζήτησις, παρατεινομένη πολλάκις μέχρι του μεσονυκτίου.
Του ήνοιξα την θύραν και εισήλθε.
— Καλησπέρα, κύριε Παρασκευά, μοι είπεν· έχεις εργασίαν;
— Όχι, απήντησα, κάτι ήθελα να γράψω, αλλά δεν πειράζει.
— Πάντοτε εις την μελέτην, πάντοτε σιμά εις το τραπέζι σας, αι; . . . Αλήθεια, δεν μου λέγεις; . . . άκουσες αυτά οπού γίνονται με τα τραπεζάκια;
— Κάτι ήκουσα κ' εγώ, πράγματα πολύ παράξενα.
— Είδα πολλά να γράφουν εις τας εφημερίδας και ήθελα να κάμω μίαν δοκιμήν.
— Μα πιστεύεις, κύριε Λαγουδάκη, ότι τα τραπέζια κινούνται;
— Να σε ειπώ, φίλε μου, απήντησεν ο κ. Λαγουδάκης, αναλαβών σοβαρόν ήθος. Έχω λόγους περισσοτέρους από καθένα να το πιστεύσω. Κανείς δεν είχε ποτε τόσας σχέσεις με τραπέζι όσας εγώ. Εικοσιπέντε έτη έγραφα επάνω του. Όλα εκινούντο εκεί μέσα εις το υπουργείον. Εκινούντο οι βουλευταί, οι οποίοι περιήρχοντο ως αυθένται μέσα εις τα δωμάτια, εκινείτο ο τμηματάρχης μου, όστις έπασχεν από νευρικόν νόσημα, εκινείτο το χέρι μου ακατάπαυστα, αλλά το τραπέζι δεν εκινείτο. Μίαν ημέραν, και εγώ δεν ηξεύρω πώς, θαρρώ πώς είχα πιθώσει ένα χονδρόν βιβλίον επάνω του, εκινήθη και αυτό αοράτως, έπεσεν επάνω εις το πόδι μου και μ' εσακάτεψεν· από τότε χωλαίνω.
Ήμην έτοιμος να γελάσω διά το κωμικόν επεισόδιον του κ. Λαγουδάκη, αλλ' ο γέλως επάγωσεν εις τα χείλη μου. Είχα ακούσει τας συρομένας εμβάδας [5] της κυράς Αγγέλως! . . .
— Καλώς τα κουβεντιάζετε! είπεν εμφανιζομένη η κυρά Αγγέλω· τι ομιλίες έχετε;
— Ορίστε, κυρά Αγγέλω, απήντησα με τόνον όσον το δυνατόν προσηνή, θέλων δε να εξιλεώσω την Μέγαιραν κατέβαλον προσπάθειαν υψίστην και προσέθηκα αστεϊζόμένος: Θέλομεν να κάμωμεν μαγικά με το τραπέζι· ορίστε και σεις, αν αγαπάτε.
Η κυρά Αγγέλω εισήλθε και η έδρα έτριξε θλιβερώς υπό τον ελεφάντειον όγκον του σώματός της.
— Κάτι μου έλεγεν η κυρά Γεώργαινα αντίκρυ, είπε, διά το τραπεζάκι, πως άλλο δεν κάμνουν εις όλην την Αθήνα το βράδυ, άλλα τέτοια πράγματα εγώ δεν τα πιστεύω.
— Πώς! ανεβόησα έκπληκτος, δεν πιστεύεις, κυρά Αγγέλω, ότι ο μαγνητισμός, ο ηλεκτρισμός, ο ηλεκτρομαγνητισμός εν ενί λόγω μεταδιδόμενος διά της θερμουργού επαφής των δακτύλων παράγει αυτήν την πνευματικήν έξαψιν των πνευμάτων;
Και ο κ. Παρασκευάς προσέθηκε μετριοφρόνως λαλών προς εμέ:
— Αυτή, ξεύρετε, είνε η ιδική μου θεωρία επί του φαινομένου τούτου.
— Είνε εξαίσιος και πρωτότυπος, απήντησα εγώ· εξακολουθήσατε.
Ο κ. Παρασκευάς ανέλαβε την διήγησίν του.
— Χαμπάρι δεν έχω απ' αυτά, είπεν η κυρά Αγγέλω. Τα τραπέζια δεν κινούνται από τη θέσι τους και άκουσε ένα πράγμα. Είνε έξ χρόνια τώρα· πριν πιάσης του λόγου σου αυτό το δωμάτιον, εκατοικούσε ένας φοιτητής της ιατρικής. Έδωκε εξετάσεις, επήρε το δίπλωμά του και ήθελε να φύγη. Μου εχρεωστούσε δυόμιση δραχμάς από το νοίκι. — Σαν επιστρέψω, κυρά Αγγέλω, σου τες δίδω, μου είπεν, ή σου τες στέλνω από την πατρίδα μου. Ήτον από την Ευρυτανία, σημειώσετε! — Κυρ Γιάγκο, του λέγω, εγώ δεν τ' ακούω αυτά· ή μου δίδεις τους παράδες ή σου κρατώ το τραπέζι. Ήθελε να μου κάμη παλληκαριές. — Θα το πάρω! . . . — Δεν το παίρνεις. — Εις το ύστερο έβγαλα με τες σπρωξιές από την πόρτα και αυτόν και τους Μανιάτες, πού είχε φέρει για να σηκώσουν τα πράγματα. — Δεν θα κινηθή το τραπέζι σου από εκεί, του λέγω, αν δεν μου φέρης τες δυόμιση. . . .
— Χμ! Χμ! ανέκραξα ακουσίως εγώ βήχων, διότι ησθάνθην ότι οι λόγοι της κυράς Αγγέλως ως ρομφαία δίστομος έπλησσον και εμέ.
— Κόρακας! απήντησεν αφελώς στρεφομένη προς εμέ η κυρά Αγγέλω — ήτις είχε την ευγενή συνήθειαν ν' αποτείνη τοιαύτας χαριεστάτας και τρυφερωτάτας αποστροφάς — εννοήσασα ίσως την αιτίαν της βηχός μου. Και εξηκολούθησε με βλέμμα βλοσυρόν και με χειρονομίαν παγώσασαν το αίμα μου: — Το τραπέζι έμεινεν εις την θέσιν του και δεν εκινήθη τρεις μήνες, έως ότου μου έφερε τα χρήματα.
Μετά την ομιλίαν ταύτην εμείναμεν προς στιγμήν σιγώντες. Ο κ. Λαγουδάκης διέρρηξε την σιγήν.
— Και δεν κάμνομεν μίαν δοκιμήν και ημείς; είπεν.
— Ας κάμωμεν· μα πού είνε το τραπέζι;
— Νά, αυτό.
Ήτο τραπέζιον ξύλινον απλούστατον, με τέσσαρας πόδας ανισοσκελείς, κατάστικτον εκ μελάνης, εκ καφέ, εκ λιπαρών ουσιών, υποβαστάζον κόσμον ολόκληρον εκ παντοίων αντικειμένων. Επ' αυτού έκειντο τα βιβλία, τα χειρόγραφά μου, τα προς γραφήν αναγκαία, η λυχνία μου χέουσα δάκρυα πετρελαίου ένεκα της γεροντικής ηλικίας της, το καμινέτον του καφέ, το φλυζάνιον, φέρον εις το βάθος πυκνόν στρώμα υποστάθμης, φλοιοί ξηρού άρτου κλπ. Η ιδέα του να θέσω εις συγχρώτισιν μετά του αοράτου κόσμου τον τετράποδα εκείνον και πιστόν σύντροφον των αγρυπνιών μου, του να προκαλέσω την μαντικήν δύναμιν αυτού του γινώσκοντος όλα της ζωής μου τα απόκρυφα, μου ενέπνεε φόβον και αποθάρρυνσιν. Αλλ' η κυρά Αγγέλω ήτο παρούσα· εις την ερυθράν αυτής και ανθρωποφάγον όψιν διεφαίνετο καθαρά η εκ της προσδοκίας ευχαρίστησις. Δεν ετόλμησα ν' αντιστώ κατά της αφώνου επιθυμίας της· ετόλμησα μόνον να παρατηρήσω:
— Μα . . . διά την δοκιμήν μας χρειάζεται να έχωμεν και κανένα medium! . . .
— Και δεν είνε τάχα εδώ η κυρά Αγγέλω; απήντησεν ο πάνσοφος Λαγουδάκης· ως γυνή νευρική και ευαίσθητος νομίζω ότι είνε καταλληλοτάτη.
Κατόπιν της διαβεβαιώσεως ταύτης του παροίκου μου, την οποίαν απορώ πώς ήκουε και ηνέχθη η στέγη χωρίς να καταπέση, παρατήρησις άλλη δεν εχώρει. Απέσυρα εκ της πτωχής μου τραπέζης το ποικίλον φορτίον της, την έσυρα εις το μέσον του δωματίου και περί αυτήν εκαθίσαμεν και οι τρεις, αφού ο κ. Λαγουδάκης μας έφερε μίαν καθέκλαν δανεικήν εκ του δωματίου του. Η κυρά Αγγέλω, μετά το φιλοφρόνημα του ενοικιαστού της, παρεκάθισεν ακκιζομένη διά να μη διαψεύση την ιδιότητα της ευαίσθητου και εβίαζε τα χείλη της εις μειδίαμα αποτρόπαιον ως μορφασμόν απαγχονιζομένου.
Ήμεθα έτοιμοι να προβώμεν εις την μυστηριώδη δοκιμήν αλλά δισταγμός τις υπήρχε και εις των τριών τον νουν.
Ποίον πνεύμα έμελλε να προσκαλέσωμεν; Κατ' αρχάς λόγω αβροφροσύνης παρεκαλέσαμεν την οικοδέσποινάν μας να επικαλεσθή το πνεύμα του συζύγου της, αποβιώσαντος προ δεκαετίας, εκ περιπνευμονίας, ως έλεγεν αύτη, αλλά πιθανώτερον εκ των βασάνων, άτινα ο ταλαίπωρος υπέστη συζών μετά του θήλεος εκείνου Φαλάριδος. Πλην η κυρά Αγγέλω διεκήρυξε κατηγορηματικώς ότι, «αφού ο Θεός την ελευθέρωσε μια για πάντα, δεν ήθελε νάχη πλέον νταραβέρια με εκείνον τον μεθύστακα!». Ο κ. Λαγουδάκης είχε φίλον του τινα υπουργικόν γραμματέα προ πολλού αποθανόντα, αλλ' ήτο ούτος τόσον κωφός εν τη ζωή, ώστε, ως μας διεβεβαίου ο κ. Λαγουδάκης, ήτο αδύνατον και μετά θάνατον ν' ακούση το πνεύμα του. Έμενα εγώ, ασκέφθην . . . και μία φαεινή ιδέα επήλθεν εις τον νουν μου.
Πριν σας ανακοινώσω όμως την ιδέαν ταύτην, εξηκολούθησεν ο κ. Παρασκευάς, πρέπει να σας καταστήσω γνωστόν κάτι τι άλλο. Μάθε, φίλε μου, ότι όλοι ημείς οι εξ αρρενογονίας απόγονοι της οικογενείας μου, πάσχομεν όλοι ανεξαιρέτως από κληρονομικόν τι πάθος περίεργον . . .
— Από φλυαρίαν ίσως; είπα εγώ, διακόπτων αυτόν.
— Όχι, απήντησεν ο κ. Παρασκευάς. Ιδού τι τρέχει. Αγνοούμεν αν το οικογενειακόν μας όνομα Ιερεμιάδης ψιλούται ή δασύνεται. Η άγνοια αύτη μεταβιβάζεται από πατρός εις υιόν, χωρίς κανείς εκ των προγόνων να δυνηθή να λύση το οικογενειακόν τούτο αίνιγμα. Μη μειδιάτε, σας παρακαλώ! Αν ηξεύρετε πόσους κόπους, πόσας ερεύνας κατέβαλα διά να δυνηθώ να σχηματίσω, μίαν οιανδήποτε πεποίθησιν, αλλ' επί ματαίω! Αν παρατηρήσητε τα οικογενειακά μας έγγραφα, θα ίδητε ότι αι υπογραφαί μας δεν φέρουν πνεύμα, ή φέρουν αδιακρίτως ψιλήν ή δασείαν. Εγώ, αφού επί πολύ εβασανίσθην, εύρον τέλος μέσον τινά όρον, εξασφαλίζοντα την ορθογραφικήν φήμην μου. Ο όρος ούτος είνε τέχνασμα και συνίσταται εις το να σημειώ το πνεύμα επί του αρχικού στοιχείου του επωνύμου με δύο εξοχάς δεξιόθεν και αριστερόθεν· κάμνω έν σχήμα αόριστον, παρεμφερές, περίπου με το του ανθρωπίνου ωτός, ούτως ώστε να εκλαμβάνεται και ως ψιλή και, δασεία. Και με το τέχνασμα τούτο διέσωζον μεν την υπόληψίν μου, αλλ' η απορία μου ουχ ήττον υφίστατο. Διά τούτο, ότε επρόκειτο να επικαλεσθώμεν τα πνεύματα, η πρώτη σκέψις μου ευθύς ήτο να προσκαλέσω τα δύο πνεύματα της Γραμματικής και να μάθω παρ' αυτών την αλήθειαν.
Η αγανάκτησίς μου εξερράγη.
— Και με κρατείς εδώ τόσην ώραν, αθεόφοβε, ανέκραξα, διά να κάμης τόσον αχρεία λογοπαίγνια;
Ο κ. Παρασκευάς ωχρίασε και ήρπασε την επί της τραπέζης μάχαιραν.
— Λογοπαίγνια! ανεβόησεν· εγώ λογοπαίγνια; και νομίζεις ότι άνθρωπος ζων με 1,10 την ημέραν έχει όρεξιν να κάμνη λογοπαίγνια;
— Φίλε μου, είπα καταπραΰνων αυτόν, μη ταράττεσαι· αυτό οπού μου λέγεις κατά σύμπτωσιν το έχω αναγνώσει εις μίαν Εβδομάδα περασμένην εις τας Απαντήσεις άνευ ερωτήσεων.
— Αλλ' είνε 500 εβδομάδες όπου εγώ το σκέπτομαι, απήντησεν ο κ. Παρασκευάς. Άλλως τε τι σημαίνει τάχα; αφού πρόκειται περί πνευμάτων, εφαρμόζεται κάλλιστα η γαλλική παροιμία les génies se rencontrent, δηλαδή τα πνεύματα συναντώνται.
Έφριξα διά το μέγεθος της αυθαδείας του, αλλ' εκείνος απτόητος διά της μαχαίρας την οποίαν εκράτει έκοψε το εναπομένον μήλον και το έφαγεν.
— Ανεκοίνωσα λοιπόν την ιδέαν μου εις τον κ. Λαγουδάκην, είπεν ο κ. Παρασκευάς συνεχίζων την διήγησίν του, ενώ είχομεν ήδη επιθέσει την χείρα και το μαγνητικόν ρεύμα είχεν αρχίσει να σχηματίζεται. Αλλ' ο κ. Λαγουδάκης αντέστη μετ' αξιοπρεπείας.
— Καραγκιοζλίκια θα κάμωμεν; είπεν· εγώ είμαι σοβαρός άνθρωπος! Έπειτα τάχα είνε ανάγκη να εξετάσης το τραπέζι διά να μάθης το πνεύμα του επωνύμου σου; Αφού το Ιερεμίας παράγεται από το ιερός, δασύνεται και αυτό όπως και τα άλλα.
— Και είσθε βέβαιος ότι παράγεται από το ιερός; ηρώτησα.
— Και αμφιβάλλεις; Ο Ιερεμίας ήτο προφήτης και ως τοιούτος είχεν ιερόν χαρακτήρα. Άλλως τα Ιερεμίας, Ιεριχώ, Ιερουσαλήμ, Ιεροβοάμ, όλα αυτά, ονόματα της Ιεράς Ιστορίας, εξάπαντος πρέπει να δασύνωνται.
Προσεπάθησα να του αποδείξω ότι ήτο αβάσιμος ο ισχυρισμός του, αλλ' εκείνος επέμενε φέρων διάφορα επιχειρήματα, εν οίς και το ότι τα από του ιερός παραγόμενα, οίον το ιερεύς, ιεροδιάκονος κλπ., όχι μόνον δέχονται δασύ πνεύμα, αλλ' είνε και φύσει δασέα, και απόδειξις ότι όλοι οι ιερωμένοι φέρουσι πώγωνα. Η συζήτησίς μας διήρκεσεν επί αρκετήν ώραν και εσφροδρύνθη επί τοσούτον, ώστε κατήντησεν εκείνος μεν να με αποκαλέση «κορόιδο της φανταρίας», εγώ δε αυτόν «γέρο ξεκουτιάρη».
Την λέξιν ταύτην ακούσας ο κ. Λαγουδάκης ηγέρθη εμμανής και απειλητικός· αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν η κυρά Αγγέλω, ήτις, μη ενδιαφερομένη ποσώς εις την φιλολογικήν μας συνδιάλεξιν, είχεν αποκοιμηθή επί της τραπέζης και συνώδευε με ηχηρούς ρογχασμούς την συνηγορίαν εκάστου, αφυπνίσθη.
— Τι επάθετε, καλέ; ανέκραξεν ακούσασα τας τελευταίας ευφήμους λέξεις· τι είν' αυτά; μωρά είσθε να μαλώνετε;: Τέτοια πράγματα δεν τα θέλω εγώ μέσα εις το σπίτι μου και να μου κάμετε την χάρι να μου αδειάσετε την γωνιά.
Και οι οφθαλμοί της ηστραποβόλουν, το δε αποπληκτικόν πρόσωπον της εφλογίσθη ως κάμινος. Εμείναμεν αμφότεροι ενεοί, σιγώντες, τρέμοντες ως μαθητάρια ατακτούντα, καταληφθέντα εξαίφνης υπό του αυστηρού διδασκάλου.
— Ακούς εκεί! εξηκολούθησεν η οικοδέσποινα μας ωργισμένη εις άκρον, διότι διεκόψαμεν εις τοιούτον τρόπον την ανάπαυσίν της, ακούς εκεί να κοντεύσουν να τσακωθούν για τες δασείες! Και πώς δεν μου σκάσετε! . . . (Η κυρά Αγγέλω ήτο ενήμερος πάντοτε εις την επικρατούσαν αγοραίαν φρασεολογίαν). Δεν κυττάζετε την τύφλα σας, λέω εγώ! . . . Κασιδιαρέοι, αλήθεια κι απ' αλήθεια! , . .
Και εγερθείσα ώθησε την τράπεζαν βιαίως με τας χονδράς και τυλώδεις χείρας της. Ο χωλός πους του τραπεζίου ενέδωκε και η τράπεζα ανετράπη. Το συρτάριον ολισθήσαν εξήλθε της θέσεώς του και τα εν αυτώ έγγραφα διεσκορπίσθησαν εντός του δωματίου.
Τα έγγραφα ταύτα ήσαν ποικίλης ύλης. Επιστολαί, θέματα, σχέδια υπομνημάτων, σημειώσεις, δοκίμια φιλολογικών έργων . . . Τα φύλλα διεσπάρησαν αναμίξ επί του εδάφους. Αλλ' ιδού μεταξύ αυτών διακρίνομεν με έκθαμβον όμμα εγώ και οι άλλοι τέσσαρα χαρτονομίσματα των 5 φράγκων, εξερχόμενα εκ κιτρίνου τινός φακέλου, νεόκοπα, αμίαντα ακόμη, διατηρούντα την ορεκτικήν αυτών στιλπνότητα και ζωηρότητα των ποικιλμάτων των, φέροντα ευκρινή την ημίσειαν μορφήν του Γεωργίου Σταύρου πονηρώς μειδιώσαν εκ της γωνίας. Το τραπεζάκι εθαυματούργει αληθώς.
Έμεινα κατάπληκτος, αγνοών πώς να εξηγήσω το πράγμα· πώς ευρισκόμην κάτοχος τοιούτου θησαυρού χωρίς να το γνωρίζω! Μόνον μετ' αρκετών λεπτών σκέψιν ανεμνήσθην ότι προ δέκα μηνών είς εξάδελφος μου μοι είχε πέμψει τα είκοσιν εκείνα φράγκα, άτινα μοι εχρεώστει, ότι τα είχα θέσει αφηρημένος εντός φακέλου αναμιχθέντος, φαίνεται, μετ' άλλων εγγράφων· ότι ανεζήτησα ματαίως κατόπιν τα χρήματα και νομίσας ότι τ' απώλεσα, εδημοσίευσα εις τας εφημερίδας ότι απώλεσα σπουδαίον χρηματικόν ποσόν και παρεκάλουν τον ευρόντα να κρατήση τον φάκελον, εάν θέλη, και να μοι φέρη τα χρήματα. Εννοείται ότι κανείς δεν παρουσιάσθη και το δυστύχημά μου τούτο υπήρξεν αφορμή να εκτεθώ επί πολλάς ημέρας εις το δίζυγον πυρ των αγρίων βλεμμάτων της κυράς Αγγέλως και του ξενοδόχου μου και να παρατείνω την τότε εβδομάδα της Τυροφάγου επί τέσσαρας άλλας ακόμη εβδομάδας.
Την εξήγησιν ταύτην ητοιμαζόμην να παράσχω, αλλ' η οικοδέσποινά μου με προέλαβεν. Έκπληξις ευχάριστος διεχύθη επί της μορφής της επί τη θέα των χρημάτων· ιλαρύνθη αμέσως και με φωνήν θωπευτικήν, πραείαν, με μειδίαμα σχεδόν μοι είπεν:
— Έτσι λοιπόν, κυρ Παρασκευά! κρύβεις τους παράδες και μας κάνεις τον μισοκακόμοιρον;
Και αυτός ο κ. Λαγουδάκης λησμονήσας τους διαπληκτισμούς μας προσέθηκεν:
— Εύγε, εύγε! δεν ενόμιζα ότι είσαι τόσον οικονόμος.
Τι να πράξω; αφού εκ της αγαθής συμπτώσεως εσχημάτιζον τόσον καλήν περί εμού γνώμην, ενόμισα συμφέρον να τους αφήσω εις την πλάνην. Ακουσίως μάλιστα ανέλαβον το αγέρωχον ήθος Κροίσου μεταμφιεσθέντος εις επαίτην και αναγνωρισθέντος εκ τυχαίας περιστάσεως. Έκυπτα ήδη να λάβω τα θεόθεν πεμπόμενά μοι χρήματα, αλλά και εις τούτο με προέλαβεν η προβλεπτική κυρά Αγγέλω, ήτις λαβούσα τον φάκελον εκράτησε τα τρία εκ των τεσσάρων χαρτονομισμάτων και μοι έδωκε το έν λέγουσα:
— Εγώ λοιπόν παίρνω το νοίκι και εκείνα οπού μου εχρεωστούσες πρωτύτερα και αύριο σου δίνω τα ρέστα. Ως τόσον για το καλό και για να τα φτιάσετε με τον κ. Λαγουδάκην, παράγγειλε να μας φέρουν κάτι να πιούμε.
Αντίρρησιν δεν ηδυνάμην ν' αντιτάξω. Αι επιθυμίαι της ήσαν προσταγαί. Ο μπακάλης της συνοικίας είχεν ακόμη ανοικτόν το εργαστήριόν του. Μετέβην και έφερα μίαν οκάν κρασί και αρκετά φουντούκια και εκαθίσαμεν επί αρκετήν ώραν πίνοντες ευθύμως παρά το θαυματουργόν τραπέζιον, αναφέροντες ανέκδοτα περί κεκρυμμένων θησαυρών, περί σιδηροχόρτου, περί μυστηριωδών ζαπλούτων πενιχρώς ενδεδυμένων και των τοιούτων. Το κρασί και τα φουντούκια επανελήφθησαν και ούτω το μόνον εκ της θαυμαστής περιπετείας απομείναν μοι τάλληρον μετέβη και αυτό «μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων».
Ο κ. Παρασκευάς εσιώπησεν.
— Ετελείωσεν η ιστορία σου; τον ηρώτησα απορών.
— Ναι.
— Αλλά, φίλε μου, μοι υπεσχέθης ιστορίαν πνευμάτων και δεν είδα εις αυτήν καθόλου πνεύμα!
— Αγνοείς λοιπόν ότι το πνεύμα είνε αόρατον.
Μετά τόσην σοφιστείαν, ηγέρθην καταπαύσας πάσαν συζήτησιν και προς εκδίκησιν δημοσιεύω την ιστορίαν του απαράλλακτον.
Προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν.
Οι υποφαινόμενοι εβόσκομεν αμέριμνοι εις τους πίονας αγρούς και λειμώνας της πατρίδος μας μασσώντες ευδαιμόνως την νεοθαλή πόαν του φθινοπώρου, ότε μας ήλθεν η είδησις περί των εξοπλισμών της Ελλάδος και περί του προσεχούς καταναγκαστικού εκπατρισμού μας. Και κατ' αρχάς η είδησις δεν επιστεύθη· τόσον ήτο απροσδόκητος, ο δε κομίσας αυτήν νεαρός πώλος εδέχθη αρκετά λακτίσματα προς σωφρονισμόν, διότι ενόμισαν ότι ηστεΐζετο. Αλλ' ότε ήλθε μία φορβάς οδυρομένη και άπελπις επικυρούσα την είδησιν και διαβεβαιούσα ότι είδε και τους στρατιωτικούς απεσταλμένους προς ιππωνείαν [6] , τότε συνήλθομεν όλοι και διεσκέφθημεν επί του πρακτέου.
Αν και έχομεν κοινήν με τους εχθρούς υμών την καταγωγήν, ημείς οι κάτοικοι της χώρας ταύτης, εν τούτοις με την υμετέραν χώραν συνδεόμεθα μάλλον φιλικώς. Γνωρίζομεν ότι εις τα ζυθοπωλεία της πρωτευούσης δεν είνε σπανία η εμφάνισις της ευσάρκου καλλονής των ημετέρων συμπολιτίδων, ότι εις τα εστιατόρια το έδεσμα ουγγαρία ευφραίνει τον πεινώντα στόμαχον πολλών πτωχών σπουδαστών και ότι εις τας ιπποδρομίας σας διέπρεψεν άλλοτε ο συμπατριώτης μας Νεφελέτζ. Διά τούτο η συνέλευσις απέκλινε μετά συμπαθείας εις την απόφασιν της μεταναστεύσεως, ότε μας ανεχαίτισε προβάς εις το μέσον γηραιός τις ομόφυλός μας. Ήτο φρικτός και ελεεινός την θέαν, το τρίχωμα του έλειπεν εκ του ενός μέρους και επί των νώτων του εφαίνοντο τα ίχνη φοβερών πληγών· ο είς των οφθαλμών του ήτο εξωρυγμένος, τα δε ώτα και η ουρά του ηκρωτηριασμένα.
«Αδελφοί! είπε, λαμβάνων τον λόγον, ακούσατέ με πριν προβήτε εις την απόφασίν σας και κατέλθετε εις την Ελλάδα. Προ έξ ετών καταληφθείς και εγώ υπό ενθουσιασμού ανεχώρησα μετά πολλών άλλων, ομοφύλων μας αγορασθέντων υπό της ελληνικής κυβερνήσεως. Υπέφερα πάσαν στέρησιν και κακουχίαν προθύμως, εφόνευσα δι' ενός λακτίσματος ένα άπιστον αλγερίνον ίππον, όστις ωρκίζετο εις τον προφήτην του ότι το ελληνικόν άχυρον δεν ήτο νόστιμον, και αφήκα να μου μαδήση την χαίτην ο άπειρος νεοσύλλεκτος, όστις μου έτυχεν ως αναβάτης· έσπασα τας οπλάς μου εις τας παρατάξεις και εις τας επιθεωρήσεις και τα γυμνάσια, ήκουσα αγορεύσεις και λόγους και ηυχαρίστησα τον Ύψιστον διότι καλούμεθα και είμεθα άλογα, αλλά μάχης καπνόν δεν είδα. Μετά τινας μήνας επωλούμην σκληρώς επί δημοπρασίας μετ' άλλων αθλίων συντρόφων μου, εις τόπον καλούμενον Δημοπρατήριον. Περιέπεσα εις χείρας ενός καρραγωγέως και η κατάστασις της ράχεώς μου μαρτυρεί περί της ευσπλαγχνίας του· έπειτα εις ένα μύλον, τον οποίον ηδύνατό τις εξαίρετα ν' αποκαλέση μύλον . . . της Έριδος, διότι συχνάκις ηρχόμην εις χείρας . . . δηλαδή εις πόδας, με ένα αυθάδη όνον όστις διεξεδίκει τα πρωτεία. Έπειτα εις την εξουσίαν του ιπποδαμαστού Δερσέν, όστις όμως μ' εξήρεσεν ως σωματικώς ανίκανον και με μετεπώλησεν εις ένα συμπατριώτην μας αγοράζοντα απομάχους ίππους διά το σφαγείον, από τας χείρας δε αυτού εξέφυγα και ευρίσκομαι εδώ. Αδελφοί, αναλογισθήτε τα παθήματά μου και σκεφθήτε πριν αποφασίσετε!»
Χρεμετισμοί επιδοκιμασίας υπεδέχθησαν τους λόγους τούτους και οι πρόκριτοι της ομηγύρεως συνελθόντες ευθύς απεφασίσαμεν να υποβάλωμεν την παρούσαν αναφοράν προς την κυβέρνησιν διά να δηλώσωμεν ότι, αν πρόκειται να πολεμήσωμεν πράγματι, είμεθα έτοιμοι να κατέλθωμεν. Αν πρόκειται όμως να υποβληθώμεν εις κακουχίας χάριν επιδείξεων και παρατάξεων, διά να ποξηρανθή το δέρμα επί των οστών μας ως η σταφίς επί των σπαγοστοιχιών ενός των εφευρετών μιας, των χιλίων μεθόδων της αποξηράνσεως της σταφίδος, αν θα πωληθώμεν εις το Αναβρυτήριον μεταξύ των παλαιών επίπλων, των μαχαιροπηρούνων και των φιλοσοφικών συγγραμμάτων, τότε δεν ερχόμεθα και καλύτερα θα κάμη η κυβέρνησις να προμηθευθή διά μέσου του κ. Μάιφαρτ ίππους εκ των εργοστασίων της Νυρεμβέργης, καταλληλοτέρους από ημάς διά τα μικρά καθώς και διά τα μεγάλα παιγνίδια. Ημείς δεν πωλούμεθα, διότι δεν είμεθα ούτε ψηφοφόροι ούτε δημοσιογράφοι, ούτε ειρηνοδίκαι· δεν στέργομεν δε να υποταχθώμεν εις την βίαν. Φωνάζομεν ευχαρίστως: ζήτω η Ουγγαρία, αλλ' ουδέποτε: ζήτω η Αγγαρεία!
Ευπειθέστατος εξ ονόματος όλων
ΑΛΙΤΖΕΣ
(1885)
(Μετάφρασις εκ του αυστροουγγρικού).
Οικτίρατέ με, φίλοι μου, διότι είμαι δυστυχής άνθρωπος!
Αφ' ότου ήρχισαν τα σοβαρά εν τη Ανατολή γεγονότα, αφ' ότου ήρχισαν τα συλλαλητήρια, αφ' ότου ήρχισαν αι θεωρίαι των εφημερίδων, τα κύρια άρθρα, αι αγορεύσεις εις το ύπαιθρον, ο βασιλικός λόγος και αι επ' αυτού συζητήσεις, αδιακόπως βασανίζει τον νουν μου η ιδέα του καθεστώτος, η ιδέα της ισορροπίας και ανεγείρονται ως σκόπελοι εις το πνεύμα μου αι τρεις επί κεφαλής λατινικαί λέξεις.
Ν' αποκατασταθή το καθεστώς! . . . Θεέ μου, Θεέ μου! αλλά ποίον καθεστώς; το καθεστώς με ω ή το καθεστός με ο; ή το καθεστώς με ο εις την ονομαστικήν και με ω εις την γενικήν, όπως πρεσβεύουσι μερικοί ότι πρέπει να γράφεται; Εάν δεν λυθή πρώτον οριστικώς το ορθογραφικόν αυτό ζήτημα, πώς είνε δυνατόν να λυθή παν άλλο πολιτικόν ή εθνολογικόν;
Και η ισορροπία;. . . . Καταλαμβάνετε τι είνε η ισορροπία; Ομολογώ ότι ο εγκέφαλός μου απώλεσε την ιδικήν του σκεπτόμενος ν' ανεύρη την εξήγησιν. Διότι κατά περίεργον σύμπτωσιν όλα τα παράγωγα και τα σύνθετα εκ του ίσος, όλα έχουν σημασίαν . . . ανάποδον. Παραδείγματος χάριν το Σύνταγμα λέγει ότι όλοι οι Έλληνες είνε ίσοι απέναντι του Νόμου· τι είνε λοιπόν η ισότης; . . . Η ισότης είνε η ιδιότης εκείνη την οποίαν . . . ο πρώτος υπαστυνόμος ημπορεί να σου σπάση τα πλευρά, αν τύχη να έλθης εις διένεξιν μέ τινα εκλογέα βουλευτού συμπολιτευομένου και να έχης δίκαιον. Ας έλθωμεν εις το ισοζύγιον· επί πολλά έτη ισοζύγιον εσήμαινε το κατ' έτος εξογκούμενον εν τω προϋπολογισμώ έλλειμμα πολλών εκατομμυρίων, έως ότου κατηντήσαμεν να πιστεύσωμεν ότι ήτο τυπογραφικόν λάθος αντί υποζύγιον — λέξις καταλληλοτάτη προς χαρακτηρισμόν του ελληνικού λαού, αίροντος μεθ' υπομονής τα φορτία των εκατομμυρίων των αμαρτιών των προϋπολογισμών των υπουργών του. Και βλέπετε ότι ομιλώ πολύ γενικώς. Θέλετε και άλλο; ιδού· εις την αρχαιότητα ο Ισοκράτης ήτο μέγας ρήτωρ και σήμερον, αν εισέλθητε εις τον ναόν της Αγίας Ειρήνης, θα ίδητε οκτώ ή δέκα Ισοκράτας . . . μικρούς παίδας, οίτινες «κρατούν το ίσον του ψάλτου». Αλλά μήπως νομίζετε ότι οι μαθηματικοί κανόνες περί των ίσων ισχύουν; Απατάσθε! Προχθές μετέβην να επισκεφθώ ένα εξάδελφόν μου, συνήντησα δε εις την οικίαν του ένα εξάδελφον του εξαδέλφου μου. Αμέσως μοι επήλθεν εις τον νουν το μαθηματικόν αξίωμα: τα δύο τινί ίσα, ίσα και προς άλληλα· τείνας λοιπόν την χείρα οικείως είπον προς τον άγνωστον:
— Είσαι εξάδελφος του εξαδέλφου μου; άρα και αναμεταξύ μας είμεθα εξάδελφοι, επειδή είμεθα ίσοι προς αλλήλους.
Ο εξάδελφος του εξαδέλφου μου έρριψεν επ' εμού βλέμμα αγέρωχον και οργίλον, ως να τον ύβριζον. Επληροφορήθην κατόπιν ότι ήτο σύγγαμβρος του αμαξηλάτου ενός των υπουργών.
Ω! η ισορροπία! το καθεστώς! μα τας 30 σελίδας των πρωτοκόλλων της πρώτης συνεδριάσεως της Συνδιασκέψεως, δεν μου αφήνουν τον νουν ήσυχον ουδ' επί στιγμήν. Χθες περί την μεσημβρίαν ο προϊστάμενός μου εισελθών εις το γραφείον και ιδών ότι, αντί να εργάζωμαι, αναγίνωσκον τα κύρια άρθρα των εφημερίδων, με επέπληξεν αυστηρότατα.
— Όλο το πρωί καθισιό! . . . μοι είπεν.
— Κύριε, τω απήντησα αξιοπρεπώς, εγώ αγαπώ το «πρώην καθιστός».
Ο προϊστάμενος εξήλθε φρυάττων, αλλ' η αγανάκτησίς του μετετράπη εις σεληνιασμόν, ότε ανεύρεν εις τα έγγραφα, άτινα τω υπέβαλα προς υπογραφήν, λέξεις γεγραμμένας ούτω: «του δήμου Ισ-Ωρωπίων» «του επι statu quo του ταχυδρομείου» « anteλήφθη των πραγμάτων» κτλ.
— Κύριε, τω είπον ιδών το σπινθηροβόλον βλέμμα του, συγχωρήσατέ με, αν υπάρχη κανένα λάθος. Τα έγραφα τροχάδην βιαζόμενος να εξέλθω, επειδή έχω αυτήν την ώραν Συνδιάσκεψιν με ένα φίλον μου! . . .
Ο προϊστάμενος έξω φρενών εποίησε τοιούτο διάβημα — παν άλλο ή φιλικόν — προς τα μεσημβρινά μέρη του σώματός μου, ώστε απώλεσα πραγματικώς την ισορροπίαν.
Αλγών και απηλπισμένος ετράπην εις φυγήν, εισήλθον δε εις το πρώτον παρατυχόν ζαχαροπλαστείον διά να ησυχάσω.
Έκραξα τον ζαχαροπλάστην και τον ηρώτησα:
— Έχεις ρουμ;
— Μάλιστα.
— Έχεις και μέλι;
— Επίσης.
— Τότε πολύ σε παρακαλώ να μου κατασκευάσης μίαν Ρουμ-μελίαν , . . Και ει δυνατόν να είνε Ανατολική.
Ο ζαχαροπλάστης με προσέβλεψε περιδεώς και απήλθε σταυροκοπούμενος,
— Έλα δω! τω είπον.
Αλλ' εκείνος έσεισε την κεφαλήν μετ' οίκτου και εξηκολούθει ν' απομακρύνηται.
— Statu να σου quo ! τω είπον εντόνως.
— Βρε ante να χαθής! μοι απήντησεν επί τέλους.
(1885)
Παρερριμμένα εις μίαν γωνίαν, ξεθωριασμένα εκ της προστριβής, συντεθλασμένα,
ηκρωτηριασμένα μερικά παιγνιόχαρτα, απομεινάρια οικτρά δέσμης καινουργούς,
αγορασθείσης την προτεραίαν και διασπασθείσης ελεεινώς κατά τον πυρετόν του
χαρτοπαιγνίου, την πρωίαν της επαύριον του νέου έτους συνωμίλουν
ανακοινούντα προς άλληλα τας εκ της προτεραίας εντυπώσεις των.
— Πάει κι αυτός ο Άι-Βασίλης! είπε μελαγχολικώς είς άσσος κούπα μονόφθαλμος προσβλέπων βλοσυρώς ως κύκλωψ με τον μόνον κόκκινον οφθαλμόν του.
— Άις-Βασίλης κακορρίζικος! είπεν είς φάντες σπαθί, ού ο πρασινοκόκκινος χιτών ήτο διεσχισμένος, έλειπε δε και έν μέρος από την καστανήν κόμην του.
— Ποιος σ' έκανε σε τέτοιο χάλι, κακομοίρη; τον ηρώτησεν ευσπλάγχνως μία ξανθή δάμα.
— Ένας κλητήρας, κακό χρόνο νάχη! απήντησεν ο φάντες. Είχε πάρει μποναμά από τους χασάπηδες και τους μπακάληδες της γειτονιάς και ήλθε να τον παίξη εις εμέ. Τον έπαιξε κ' έχασε και τότε θυμωμένος μ' εκατεξέσχισε χωρίς να ενθυμηθή ο άθλιος ότι είχαμε και μία μικρά συγγένεια μεταξύ μας.
Συγγένεια με τον κλητήρα; ηρώτησεν απορών έν πυκνόν ολόμαυρον δέκα μπαστούνι.
— Βέβαια· προτού να γίνη κλητήρας εχρημάτισε καπνο . . . φάντης!
Τα παιγνιόχαρτα ανεκάγχασαν επί τη αστειότητι ταύτη του συναδέλφου των.
— Εμέ, είπε το τρία κούπα, μ' ετυράννησεν όλη την νύκτα ένας πρώην τμηματάρχης· το όνομά μου τω εφαίνετο καλός οιωνός, επειδή τω υπενθύμιζε το κόμμα του. Όταν είδεν όμως ότι ούτε εις τα χαρτιά δεν έκαμνε δουλειά το κόμμα του, εφουρκίσθη και με συνέστρεψε και μ' εδάγκασε . . .
— Για να σου πω! κάμε μου τη χάρι πήγαινε πάρα πέρα! είπεν έν παρακείμενον δύο· κάτι τέτοιοι χαρτοπαίκται είνε λυσσασμένοι και ξέρω εγώ! . . . μπορεί και συ να λυσσάξης.
— Εμένα πάλιν, είπε το εννέα, μ' έπιασε ένας βουλευτής συμπολιτευόμενος. Τον ήκουσα να λέγη: Με τους εννέα του ένας κάποιος πολιτευόμενος έγινεν εκείνος πού έγινεν· αυτός ο πούντος έχει τύχη! Αλλά έφυγε ζεματισμένος την ώρα που έπεφταν τα κανόνια.
— Κανόνια εφέτος θα πέσουν πάρα πολλά, μου φαίνεται, είπε το πέντε. Είδα κάτι αξιωματικούς, κάτι υπαλλήλους να παίζουν απηλπισμένα και να ριψοκινδυνεύουν ποσά μεγαλύτερα από τας δυνάμεις των.
— Εφέτος ήτο φτώχεια πολλή, είπε γενειάτης τις και μακρυπλόκαμος ρήγας, έχων αποτεθειμένον το στέμμα του επί του καρρώ, ως να είχε κουρασθή να το φέρη επί κεφαλής. Με είχε πάρει στην τσέπη του ένας παλαιός μου μουστερής και εγυρίσαμε λέσχας και καφενεία· παντού άκουσα παράπονα, γκρίνια, κατάρες. Συνηθισμένος εις τες λίρες και τα χαρτονομίσματα, εθύμωσα όταν είδα να πουντάρουν επάνου μου δε κάρες και ήλθα τέρτσος κ' εγώ δεν ηξεύρω πόσες φορές! . . .
— Μεγάλη η καρρωσύνη σου! είπεν ο λογοπαίκτης φάντες.
— Α, εξηκολούθησεν ο ρήγας, αφού προσέβλεψε λοξώς τον διακόψαντα, παν οι καιροί εκείνοι πού εκυλούσαν άφθονα επάνω μας τα ναπολεόνια! Το ελληνικό χρυσάφι έφυγε όλο εις την Ευρώπη, έγινε κανόνια, όπλα, στολαί, ναρκοβόλα, διότι τώρα οι Έλληνες είνε αποφασισμένοι να παίξουν το μεγάλο παιγνίδι.
— Μα θα το παίξουν, ή απλώς έτσι παίζουν; ηρώτησεν ο αδιόρθωτος φάντες.
Ο ρήγας έλαβεν ήθος αυθεντικόν και ητοιμάσθη ν' απαντήση, αλλά την στιγμήν εκείνην ο σκουπιδιάρης ελθών διέκοψε την συνδιάλεξιν και παραλαβών τα παιγνιόχαρτα έρριψεν αυτά εις το κάρρον.
(1886)
Από τινος μεγάλην μου έχουν προξενήσει αίσθησιν αι νεώτεραι ανακαλύψεις της
επιστήμης, νυχθημερόν δε καταγίνομαι προσπαθών να εμβαθύνω εις αυτάς. Διότι,
δεν το λέγω διά να καυχηθώ, αλλ' είνε αληθές ότι είμαι άνθρωπος πολύ φιλομαθής
και πολύ περίεργος, δεν δύναμαι δε να εύρω ανάπαυσιν, εάν δεν ανακαλύψω
πρότερον την εξήγησιν φαινομένου τινός ελκύοντος την προσοχήν μου.
Παρηκολούθησα επισταμένως πάντας τους μέχρι τούδε αναφανέντας
επιστημονικούς συρμούς. Ότε ήτο π. χ. προ δύο ετών η μανία των κινουμένων
τραπεζών, κατέβαλον ατρύτους
[7]
κόπους περιερχόμενος τας ενταύθα Τραπέζας όπως συνάψω μικρόν τι δάνειον,
οφείλω δε να ομολογήσω ότι οι κόποι μου απέβησαν μάταιοι, επειδή καμμία
Τράπεζα δεν εκινήθη . . . εις οίκτον υπέρ εμού. Έπειτα ήλθε το ζήτημα του
υπνωτισμού και τόσον επεδόθην εις αυτό, μετά τόσου ζήλου επελήφθην της
εξετάσεώς του, ώστε κατήντησε να κοιμώμαι είκοσιδύο ώρας το ημερονύκτιον
αναγινώσκων τας περί αυτού γραφομένας διαφόρους πραγματείας. Τώρα δε μετά
την αθρόαν άφιξιν των νοομάντεων, ότε ο Σασσανιών καταδιώκει τον Μπίσοπ και ο
Μπίσοπ καταδιώκει τους θεατάς, το πνεύμα μου αδιακόπως καταδιώκει και αυτό
μίαν ιδέαν, δηλαδή τίνι τρόπω να γίνω κ' εγώ νοομάντις.
Τα πάντα κατορθούνται διά της υπομονής και της επιμονής, χάρις δε εις τους πολλούς κόπους και την επιμονήν μου κατώρθωσα τω όντι να φθάσω εις ευάρεστα αποτελέσματα, ως αποδεικνύεται εκ των εξής πειραμάτων, άτινα λαμβάνω την τιμήν να εκθέσω εις τους ευμενείς αναγνώστας μου.
Και εν τούτοις ηδυνήθην ν' ανεύρω αντικείμενον, και μάλιστα βελόνην, κρυμμένην Κύριος οίδε προ πόσου χρόνου εις μέρος όπου ουδέ κατά διάνοιαν υπώπτευον. Επί τρεις συνεχείς μήνας, μόλις κατεκλινόμην ησθανόμην οδυνηρόν νυγμόν εις . . . τας κάτω χώρας του σώματός μου. Την ενενηκοστήν πρώτην ημέραν απεφάσισα ανάψας το κηρίον να εξετάσω την κλίνην και μετά λεπτομερή έρευναν κατώρθωσα ν' ανακαλύψω βελόνην εμπηγμένην εντός του στρώματος.
Δεύτερον πείραμα σπουδαιότερον. Ανεύρεσις αγνώστου ημερομηνίας. Πρό τινος καιρού εισήλθε πρωίαν τινά εις το δωμάτιόν μου η αξιοτίμος κυρά-Ζαφείρω, η οικοδέσποινά μου, ής την περιγραφήν αναβάλλω, λέγων μόνον ότι, αν εξηρτάτο από το θέλημά της, ο βίος μου θα συνετέμνετο κατά τα εικοσιεννέα αυτού τριακοστά· τόσον φλογεράν επιθυμίαν έχει ν' ανατέλλη καθ' εκάστην, ει δυνατόν, η πρώτη του μηνός.
— Ξέρετε τι μέρα έχομε σήμερα; μου είπε με ύφος βλοσυρόν.
Δεν εγίνωσκον ποσώς. Σημειωτέον ότι έχω την συνήθειαν εντός του δωματίου μου να μη αφήνω ούτε ημερολόγια, ούτε ημεροδείκτας, ούτε άλλα παρόμοια ενοχλητικά αντικείμενα υπενθυμίζοντα ανεκπληρώτους υποχρεώσεις. Αλλ' εκ του τρόπου της εμάντευσα αμέσως την ημερομηνίαν:
— Έχομεν πρώτην του μηνός, της είπον αδιστάκτως.
— Καλύτερα οπού το γνωρίζεις, απήντησε και απήλθεν υπερηφάνως.
Αλλά θαυμασιώτατον πάντων ήτο το τρίτον πείραμα.
Εκεί παρά την Νέαν Αγοράν συνήντησα λίαν πρωί ένα γείτονά μου, μεθ' ού προ ημερών συνεζήτουν, εκμυστηρευμένος εις αυτόν τας εις την νοομαντείαν καθημερινάς προόδους μου. Εκράτει εις την χείρα του τεμάχιον ευμέγεθες χονδρού ιχθύος και δέσμην σκόρδων. Χωρίς να χάσω καιρόν ήρχισα μετ' αυτού την συνήθη συνομιλίαν και επειδή αυτός προέβαλλε μερικούς δισταγμούς και αντιρρήσεις, του είπα αλαζονικώς:
— Πολύ καλά! διά να σε πείσω ιδού, δύναμαι να σου είπω τώρα, αυτήν την στιγμήν, τι διανοείσαι να πράξης σήμερον.
— Λέγε, μου απήντησεν εκείνος προκλητικώς.
Λαμβάνων τότε εγώ επίσημον και εμπνευσμένον ήθος του είπα:
— Διανοείσαι να φάγης ψάρι μαγιάτικο σκορδαλιά! . . .
Τόσην έκπληξιν ενεποίησεν εις αυτόν η μαντεία μου, ώστε, αφού έμεινεν ακίνητος επί αρκετάς στιγμάς, εξέτεινε τους βραχίονας και μ' ενηγκαλίσθη, ησθάνθην δ' επί της μιας μου παρειάς την επαφήν του ιχθύος και επί της ετέρας την επαφήν των σκόρδων.
— Είσαι μέγας! ανέκραξε και ετράπη δρομαίως εις φυγήν.
Ενθαρρυνθείς μετά τους τοιούτους θριάμβους απεφάσισα να μεταβώ απ' ευθείας προς τον κ. Μπίσοπ, διά να πεισθώ κατά πόσον είνε αυτός υπέρτερος εν τη τέχνη ταύτη.
— Κύριε, του είπα άμα εισελθών, ήκουσα ότι είσθε ικανός ν' ανευρίσκετε πράγματα κρυμμένα ή χαμένα. Έχασα χθες το εσπέρας μίαν παρτίδα σκαμπίλι εις το καφενείον. Ημπορείτε να την ανεύρετε;
Ο κ. Μπίσοπ με ητένισεν απορών:
— Ηξεύρω τι διανοείσθε, εξηκολούθησα αταράχως, διότι και εγώ είμαι νοομάντις· διανοείσθε ν' ανεύρετε αυτό το σκαμπίλι και να μου το δώσετε κατά πρόσωπον· αλλά προσέξατε να μη το πράξετε, διότι θα σας κάμω να φύγετε από την μπίσοπ . . . πόρτα!
— Κύριε, μου απήντησεν οργίλος ο βρεττανός νοομάντις, έχασα πλέον την υπομονήν μου . . .
— Προσπαθήσατε ν' ανεύρετε και αυτήν, του είπα ψυχρώς· κάπου εδώ μέσα θα είνε . . .
Ο κ. Μπίσοπ ηρεύνησε τω όντι εντός της αιθούσης, αλλ' αντί της υπομονής εύρε χονδράν ράβδον εις μίαν γωνίαν.
— Ράβδος εν γωνία, άρα θα μου τες βρέξη! . . . ασκέφθην. Και ούτω χάρις εις την μαντικήν μου δύναμιν εννοήσας τον σκοπόν του, κατήλθον κατεσπευσμένως την κλίμακα και εξήλθον σώος.
(1886)
Ω! αι εφημερίδες! . . . ω, αύται αι εφημερίδες και μάλιστα αι νεωστί εκδιδόμεναι
και προθυμοποιούμεναι να φανούν με πάντα τρόπον χρήσιμοι εις το δημόσιον! . . .
Είνε ανυπολόγιστος η ωφέλεια η γινομένη παρ' αυτών εις το ανθρώπινον γένος και
αγνοώ τη αληθεία τι ωφέλησε περισσότερον τους θνητούς, αι εφημερίδες ή η
εκριζοντυλίνη από της εποχής της εφευρέσεως αμφοτέρων. Κρίνατε.
Ο φίλος μου κ. Ματθαίος Ψωμοτύρης είνε μαθητευόμενος ράπτου ιερών ενδυμάτων, διορθωτής μύλων του καφέ, αντιγραφεύς εκκλησιαστικής μουσικής κλπ., έχει δηλαδή επαγγέλματα ευυπόληπτα μεν βεβαίως, αλλά μη αποφέροντα εισόδημα μεγαλύτερον από τα του πρωτοτύπου εκείνου Παρισινού, όστις ερωτηθείς εις το πλημμελειοδικείον περί του επαγγέλματός του, απήντησεν αγερώχως ότι πωλεί καπνισμένας υέλους διά τους θέλοντας να παρατηρήσουν τον δίσκον του ηλίου, όταν συμβαίνη ηλιακή έκλειψις. Εις τας ώρας της σχόλης του, τας επί των μύλων μηχανικάς γνώσεις του χρησιμοποιεί αξιεπαίνως καταγινόμενος εις την μελέτην της εφευρέσεως του πηδαλίου του αεροστάτου, κηδόμενος της ευημερίας του ανθρωπίνου γένους, υπέρ του πολλαπλασιασμού του οποίου κατά το ενόν [8] εμόχθησε, τεκνοποιήσας και κεκτημένος από της νομίμου αυτού συζύγου κυράς Κονδύλως τέκνα έξ. Ο αγαθός κ. Ψωμοτύρης είνε ευτυχής, οσάκις δύναται να παρέχη εις την πολυάριθμον αυτού τεκνογονίαν προς βρώσιν το πολυθέλγητρον αυτού επώνυμον· τούτο όμως δεν τον εμποδίζει από του να σταματά διερχόμενος προ των μαγειρείων των μεγάρων πλουσίων τινών και οσφραινόμενος την κνίσσαν ν' ανακράζη απορών διατί ο Πανάγαθος Θεός δεν αφήρει εν τη προνοία Του την αίσθησιν της γεύσεως και της οσφρήσεως από ανθρώπους καταδεδικασμένους ως αυτός να φέρωσι διαρκώς το ίδιον επώνυμον εντός του στομάχου.
Αλλ' όμως προχθές εξυπνήσας ο κ. Ψωμοτύρης και εξοδεύσας μίαν πεντάραν προς αγοράν μιας των πρωινών εφημερίδων, ελαττώνων ούτω το προωρισμένον διά την υλικήν τροφήν κεφάλαιον, αλλ' επαυξάνων την διανοητικήν τροφήν, ανέγνωσεν αυτήν από άκρου εις άκρον και φθάσας περί το τέλος εσκίρτησε περιχαρής και έκραξεν αμέσως την σύζυγόν του.
— Κονδύλω, της είπεν, άκουσε, σε παρακαλώ.
Και ήρχισε να της αναγινώσκη το εις έν των φύλλων του ΙΘ' Αιώνος περιεχόμενον ημερήσιον γεύμα. «Σούπα ζωμού ιχθύος με αυγολέμονον, βραστός ιχθύς, όρνιθα ψητή, κοκκινογούλια βραστά σαλάτα, φράουλαι με ζωμόν πορτοκαλίου και ζάκχαριν».
Η κυρά Κονδύλω ήκουεν εκπεπληγμένη, αλλ' ο σύζυγός της απτόητος επεράτωσε τον κατάλογον των φαγητών και έπειτα είπε:
— Πρόσεξε! εδώ είνε το σπουδαιότερον· η κατασκευή της ψητής όρνιθος: «Γέμισε την όρνιθα με το σηκώτι της, μαϊδανόν, κρομμυδάκια, δύο κρόκους αυγών, άλας και πιπέρι (όλα ταύτα κοπανισμένα ομού). Ράψε την και βάλε την εις αγγείον να τηγανισθή με βούτυρον επί τινα λεπτά της ώρας· έπειτα βάλε την εις την σούβλαν, σκεπασμένην με φέτας χοιρομηρίου και τεμάχια μικρά ψωμίου και διπλωμένην εις χαρτίον· άφες την να ψηθή με ολίγην φωτίαν και παρουσίασε την εις την τράπεζαν με τα τεμάχια του ψωμίου περί το πινάκιον».
Εκατάλαβες; εξηκολούθησεν ο κ. Ψωμοτύρης διπλώνων την εφημερίδα· θα πάρης την όρνιθα και έπειτα θα την κοπανίσης μαζί με το σηκώτι του μαϊδανού· θα πάρης δύο αυγά, θα τα ράψης, θα διπλώσης την σούβλαν με φέτας χοιρομηρίου και θα την βάλης εις το τραπέζι. Εκατάλαβες;
Οι οφθαλμοί της κυράς Κονδύλως είχον λάβει τερατώδεις διαστάσεις διαστελλόμενοι εκ της εκπλήξεως. Ηθέλησε να προβάλη αντιρρήσεις τινάς εις την μαγειρικήν ευφράδειαν του συζύγου της· αλλ' ούτος δι' αγερώχου ηγεμονικού κινήματος την απέτρεψε, δεικνύων τεμάχιά τινα μηχανής μύλου του καφέ επί της τραπέζης, άτινα επρόκειτο να συναρμολογήση, επαναλαμβάνων το του Αρχιμήδους ηλλοιωμένον καταλλήλως διά την περίστασιν και αναβοών:
— Μη μου τους μύλους τάραττε!
Μετά την εργασίαν ο κ. Ψωμοτύρης εξήλθε και ότε περί την μεσημβρίαν επέστρεψεν εις την κατοικίαν του, έρριψε διερχόμενος βλέμμα περιφρονήσεως προς το μαγειρείον του πλουσίου, εξ ού συνήθως εξήρχετο η τόσον σκανδαλίζουσα αυτόν κνίσσα. Η πολυάριθμος τεκνογονία του ανέμενε πειναλέα παρά την τράπεζαν, εστρωμένην μεν, αλλά χωρίς να είνε παρατεθειμένον επ' αυτής κανέν φαγητόν. Ο κ. Ψωμοτύρης καθεζόμενος μεγαλοπρεπώς εν τω μέσω είπε μετ' επισημότητος προς την σύζυγόν του:
— Γυναίκα, φέρε να φάμε!
Τα όμματα της κυράς Κονδύλως ήρχισαν πάλιν να λαμβάνουν διαστάσεις τρομακτικάς, μεγεθυνόμενα ως φανοί ατμαμάξης.
— Δεν μου λες, επέτυχε καλά η όρνιθα η ψητή; εξηκολούθησεν αταράχως ο κ. Ματθαίος.
Αστραπαί τινες οργής εφάνησαν εις τα όμματα της άγαν υπομονητικής οικοδεσποίνης.
— Για να σου πω. . . . είπεν επί τέλους προς τον σύζυγόν της. Τι κοροϊδείες είνε αυτές που μας κάνεις; . . . Έφερες φαγί για να φάμε; . . . Τι όρνιθα και ξεόρνιθα κάθεσαι και μου λες;
— Μα, γυναίκα, παρετήρησεν ο κ. Ψωμοτύρης, δεν σου διάβασα το πρωί την εφημερίδα;
— Αι! . . .
— Δεν είδες ποίον πρέπει να είνε το γεύμα και πώς το φτιάνουν;
— Ξεύρω καλύτερα από την εφημερίδα εγώ να τα φτιάσω· μα μήπως η εφημερίδα μας κάνει πεσκέσι όλ' αυτά πού παραγγέλνει, ή μας δίνει τους παράδες να τα ψωνίσωμε; . . .
Η βαθεία αύτη παρατήρησις της κυράς Κονδύλως ήτο τόσον ορθή, ώστε ο κ. Ψωμοτύρης έμεινεν άναυδος. Εξήγαγε μετά λύπης το φύλλον της εφημερίδος εκ του θυλακίου του, το έσχισε μετά πείσματος, εγερθείς δε μετέβη εις το άντικρυ παντοπωλείον, επρομηθεύθη τα τρόφιμα των οποίων την αναλλοίωτον κατανάλωσιν καθ' εκάστην του επέβαλλεν ο προορισμός του επωνύμου του και ωρκίσθη να μη αναγνώση πλέον εφημερίδας, αίτινες δημοσιεύουν καθημερινά γεύματα.
(1886)
Ήτο νυξ της 36 Φεβρουαρίου του 188 . . .
Το έτος ήτο έκτακτον καθ' όλα· ο Φεβρουάριος οργισθείς επί τέλους διότι επί απειράριθμα έτη ηδικείτο, επί αθεμίτω ωφελεία των λοιπών συναδέλφων του, απεφάσισε μόλις ήλθεν η σειρά του, να εξακολουθήση επί αρκετόν χρόνον κυριαρχών βιαίως, και μολονότι είχε παρέλθει η τριακοστή έκτη από της ενάρξεώς του ημέρα, δεν εννόει κατ' ουδένα τρόπον να λήξη. Άλλως τε πλείσται όσαι δεινότεραι συμφοραί είχον ενσκήψει επί της γης· πλημμύραι είχον συμβή, έμποροι είχον χρεοκοπήσει, επιζωοτία [9] είχεν αναφανή, βουλευτικαί εκλογαί εγένοντο, τα ταχυδρομεία επρόκειτο ν' αναμορφωθούν και μυθιστορήματα γαλλικά περί τα εκατόν είκοσιν είχον μεταφρασθή υπό διαφόρων λογίων νέων.
Το ωρολόγιον του Πανεπιστημίου εκτύπα το πέμπτον τέταρτον της ενδεκάτης νυκτερινής ώρας, ότε είς έφιππος και είς προσωπιδοφόρος εβάδιζον πεζοί εις μίαν των οδών των αγουσών προς τας υψηλοτέρας παρά τον Λυκαβητόν συνοικίας της πόλεως.
Ο προσωπιδοφόρος ήτο ο φίλος μου Βαρθολομαίος Εξωφρενίδης, όστις όμως την εσπέραν εκείνην ελέγετο Ροβέρτος. Γόνος αρχαίου και ευκλεούς οίκου της νήσου Φολεγάνδρου, φέρων τον τίτλον ιπποκόμητος, επειδή ο πατήρ του είχε χρηματίσει ποτέ ιπποκόμος, ήλθεν εις την πρωτεύουσαν του βασιλείου διά να κατακτήση την τύχην και ανέλαβεν εντίμως τον κόπανον του ιγδίου [10] , γενόμενος υπηρέτης έν τινι φαρμακείω. Ούτως, αφού επί πολύ διάστημα της ημέρας κατέτριβεν εις το ιγδίον τα φάρμακα τα προωρισμένα διά την ευεξίαν του σώματος, είχε την γενναιότητα να κατατρίβη κατόπιν τας λοιπάς του ώρας εις την ανάγνωσιν μυθιστορημάτων, προωρισμένων αναντιρρήτως εις την ηθικήν μόρφωσιν και την ευεξίαν της ψυχής.
Εκ της διαίτης ταύτης διεπλάσθη ο χαρακτήρ του Βαρθολομαίου ευγενής, ευαίσθητος, μεγαλόφρων, ιπποτικός. Ένεκα των ημερησίων ασχολιών του το ύφος του απέκτησεν ιδιάζουσαν εικονικότητα.
— Η ζωή μου υπήρξε πλήρης αλόης, έλεγε συχνάκις, αλλ' η υπόληψίς μου έμεινε διαυγής ως το πρώτης ποιότητος κικινέλαιον. Θα κατακτήσω το μέλλον μου κατά δόσεις και θα κατασυντρίψω τας δυσκολίας ως αραβικόν κόμμι. Θέλω να μάθω και τα πλέον απόκρυφα μυστήρια της κοινωνίας ως Ροδόλφος. Ω! υπάρχουσι πολλοί Μορδάουντ εις αυτήν! αλλ' εγώ θ' ανακαλύψω τας σκευωρίας των κακούργων, ως ο Εδμόνδος Δαντές, διότι αγαπώ την ανθρωπότητα ως ο Ραούλ ηγάπα την ωραίαν Γαβριέλλαν!
Ο έτερος των δύο μυστηριωδών διαβατών ήμην εγώ, έφιππος επί των νώτων του συντρόφου μου, διότι προσκόψας επί λίθου και αλγών τον πόδα δεν ηδυνάμην πλέον να βαδίσω.
Η νυξ ήτο ζοφερά ως η πλατεία του Συντάγματος, όταν παιανίζη εν αυτή την νύκτα η μουσική. Ο άνεμος πνέων σφοδρός απέσπα τα φύλλα των δένδρων, των παραθύρων και των βιβλίων όσα τυχόν ήθελον ευρεθή εις τον δρόμον κατά την ώραν εκείνην. Κατά διαλείμματα ηκούοντο οι μονότονοι και θλιβεροί κρωγμοί των μαρμαρίνων γλαυκών του αετώματος της Ακαδημίας.
Αίφνης εις την καμπήν της οδού διεγράφη υπό την ασθενή λάμψιν φανού πνευστιώντος [11] η σκιά γυναικός μελανειμονούσης [12] , ήτις βήματι ταχεί έσπευδεν ανερχομένη την αυτήν οδόν.
Αμφότεροι εφρικιάσαμεν. Προς στιγμήν ανεστείλαμεν το βήμα, δηλαδή, κυρίως ειπείν, το έμψυχον υποζύγιόν μου μόνον ανέστειλε το ιδικόν του, επειδή μη έχων χαλινόν να το σύρω έσφιγξα ισχυρώς διά των χειρών τον τράχηλόν του.
— Τι τρέχει; με ηρώτησεν.
— Η γυνή εκείνη! . . . εψιθύρισεν.
— Ω! βεβαίως η γυνή εκείνη, απήντησεν υποκώφως μετά σαρκαστικού μειδιάματος και μετ' ολίγον απήγγειλε σιγά τους γνωστούς στίχους:
Το ξεύρει, δεν το αγνοεί, γνωρίζει πάσα Φρύνη
Ότι εκείνη η γυνή, ότ' η γυνή εκείνη . . .
Και εσιώπησε.
— Πρόκειται πάντοτε περί του μυστηρίου:
— Ναι.
— Έχεις το ρεβόλβερ σου;
— Έχω εκείνο του φαρμακοποιού.
— Και ο φαρμακοποιός έχει το ρεβόλβερ του γείτονος της εξαδέλφης του;
— Όχι· έχει το εγχειρίδιον του γυναικαδέλφου του σκυτοτόμου. [13]
Επροχωρήσαμεν· η άγνωστος εννοήσασα την παρουσίαν μας έσπευσεν έτι μάλλον το βήμα, σφίγξας δε και εγώ τας κνήμας μου περί την οσφύν του φίλου μου εβίασα αυτόν να επιταχύνη το βήμα.
Ήδη μακρόθεν εφάνη έν παράθυρον φωτισμένον. Η μυστηριώδης άγνωστος ώδευσε προς αυτό, ημείς δε την παρηκολουθήσαμεν.
Άκρα ερημία επεκράτει εις την οδόν, ούτε διαβάτης, ούτε κλητήρ μεθυσμένος, ούτε πτώμα σκύλου δηλητηριασμένου εφαίνετο πέριξ.
— Εκεί λοιπόν συμβαίνουσι τα φρικτά πράγματα άτινα μου διηγήθης; ηρώτησα τον φίλον μου διά φωνής μόλις ακουομένης.
— Δεν έχω πλήρη βεβαιότητα, μου απήντησεν, αλλ' έχω πλείστας όσας πιθανότητας.
— Ροβέρτε! είσαι βέβαιος περί όσων μου είπες;
— Ναι, σου το ορκίζομαι εις το ύδωρ της Στυγός, Λεοπόλδε!
Την εσπέραν εκείνην Λεοπόλδος ήμην εγώ.
— Έχεις χρήματα; τον ηρώτησα.
— Ναι· έχω εικοσιδύο λουδοβίκεια χάλκινα· και συ;
— Εγώ είχον έν χαρτονόμισμα της Ηπειροθεσσαλικής Τραπέζης.
— Αι, λοιπόν; . . .
— Την νύκτα μία αράχνη οκνηρά, ευρούσα αυτό επί της τραπέζης, το παρέλαβε και το εχρησιμοποίησεν αντί ιστού.
— Έστω, ας προχωρήσωμεν!
Και εκρύβημεν όπισθεν μιας μάνδρας, ενώ η παράδοξος μελανείμων επλησίαζεν εις την οικίαν και έκρουε το ρόπτρον.
Βήματα ηκούσθησαν εις την κλίμακα· η θύρα ηνοίχθη και μία γραία επεφάνη εις την ουδόν, κρατούσα αντί φανού ή κηρίου ογκώδη πολυέλαιον. Υπό την λάμψιν αυτού εφάνη η κλίμαξ επεστρωμένη διά πολυτελών κατόπτρων της Βενετίας. Τότε μεταξύ των δύο γυναικών συνήφθη ο επόμενος διάλογος.
— Λοιπόν πώς πηγαίνομεν; ηρώτησεν η μελανείμων.
— Οι πόνοι εξακολουθούν φρικτοί, απηντησεν η γραία.
— Ώστε είνε καιρός !
— Βέβαια· ορίστε επάνω.
— Βλέπεις μου είπεν ο φίλος μου, σφίγγων τον βραχίονα μου, ενώ η μελανείμων εισήρχετο εις την οικίαν, κλείουσα εξόπισθέν της την θύραν βλέπεις ότι δεν ηπατώμην ; . . . Συμβαίνουν όργια φρικτά, σου είπον ! . . . Ήκουσες ότι εγένετο λόγος περί φρικτών πόνων. Τις οίδεν εις ποία βασανιστήρια υπεβλήθη το ατυχές θύμα διά να ενδώση ! . . . Ω Σαρδανάπαλοι, κακούργοι ! , . .
Αι τρίχες της κόμης μου ήσαν ηνωρθωμέναι εκ της φρίκης.
— Τι να πράξωμεν; ηρώτησα μετά φωνής συγκεκινημένης τον φίλον μου.
— Εμπρός ! απήντησεν αποφασιστικώς ο Βαρθολομαίος, ο επιλεγόμενος Ροβέρτος, ας εισέλθωμεν.
— Αλλ' εάν μας τύχη τίποτε; . . . εάν σε φονεύσουν ; . . .
— Θα πέσω μάρτυς ευγενούς και αγίας ιδέας, και η νυξ αύτη θ' αποκληθή υπό της ιστορίας δευτέρα νυξ του Αγίου Βαρθολομαίου.
— Έχει καλώς· ας προχωρήσωμεν.
— Καθ' ήν στιγμήν επλησιάζομεν εις την θύραν, ηκούσθη εξερχομένη εκ της οικίας τελευταία κραυγή άλγους διάτορος [14] , οξεία, παρατεταμένη και μετά ταύτα βήματα και κίνησις, μετ ολίγον δε φωναί πολλαί επαναλαμβάνουσαι την λέξιν:
— Αρσενικόν ! αρσενικόν! . . .
— Ω ! ανεβόησεν ο Ροβέρτος· και αυτό το δραστικώτατον δηλητήριον μεταχειρίζονται λοιπόν οι κακούργοι.
Και αρπάσας το ρόπτρον έκρουσε την θύραν μανιωδώς.
Παραχρήμα κατήλθεν η γραία με τον πολυέλαιον και ήνοιξεν αυτήν.
Πριν προφθάση καν να ίδη το πρόσωπόν μας, ο φίλος μου την ηρώτησε:
— Λοιπόν τι απέγινεν;
— Ετελείωσεν, απήντησεν η γραία· ελευθερώθηκε, δόξα σοι ο Θεός, και έκαμε ένα κοτζάμ' αγόρι! . . .
— Αγόρι! . . . επανέλαβεν έκπληκτος ο Βαρθολομαίος, ελευθερώθη! . . . λοιπόν η γυνή εκείνη με τα μαύρα; . . .
— Για τη μαμμή 'ρωτάτε; είπε διακόπτουσα αυτόν η γραία. Ποίοι είσθε του λόγου σας;
— Είμεθα η εκδίκησις! ανεβόησεν ο Εξωφρενίδης αφρίζων εκ του θυμού. Ομολόγησε την αλήθειαν, αναίσχυντε, . . . άλλως . . .
Η γραία ανύψωσε μετά κόπου τον πολυέλαιον, διά να μας παρατηρήση κάλλιον, και ιδούσα την προσωπίδα του φίλου μου έρρηξε κραυγήν τρόμου. Ο πολυέλαιος εξέφυγε των χειρών της και ανήλθε την κλίμακα φωνούσα:
— Χριστέ και Παναγία μου! λωποδύτες!.. βοήθεια!..
Οι εν τη οικία ώρμησαν αμέσως κραδαίνοντες ξύλα, πιστόλια, εγχειρίδια. Ιδών τον κίνδυνον ετράπην αμέσως εις φυγήν, ουχί όμως πριν καταφέρω διά του υγιούς ποδός σφοδρόν λάκτισμα εις την στομαχικήν χώραν του φίλου μου, φιλοδώρημα αντάξιον εις πάντας τους νεαρούς συγγραφείς τους φανταζομένους ότι συμβαίνουν τοιαύτα πράγματα εις την τόσον ήσυχον κοινωνίαν μας.
(Η σκηνή εν τω εστιατορίω ο «Αποκλεισμός». Ο ξενοδόχος Κυρ-Μιχάλης
καθήμενος παρά το τεζάκι
[15]
γράφει εις το βιβλίον, ενίοτε δε αναδιφών τας προηγουμένας σελίδας του βιβλίου
αθροίζει κινών την κεφαλήν θλιβερώς και φυσά απελπιστικώς. Η ώρα είναι ογδόη
της εσπέρας περίπου· οι πλείστοι πελάται απήλθον ήδη. Εις το μαγειρείον οι
υπηρέται καταγίνονται περί τον καθαρισμόν των χαλκίνων σκευών. Παρά τινα
τράπεζαν κάθηνται οι κ. κ. Γιαννακός Μούργος, Λέανδρος Κοκκαλιάρης και
Θεοφάνης Ασημένιος.
ΜΟΥΡΓΟΣ (υπομοίραρχος απόστρατος με φαιόν μύστακα τρώγων από εικοσαετίας μόνον την εσπέραν εις το ξενοδοχείον).
Λοιπόν πώς τον είπες αυτόν; . . . Σούτζον;
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ (τελειόφοιτος της νομικής ετοιμαζόμενος να δώση εξετάσεις από το 1876, έχων προ πολλού οικειοτάτας σχέσεις με το κυρ Μιχάλην και προ πάντων με το βιβλίον του) . . .
Όχι, δα!.. Σούτσης ο νηστευτής λέγεται. (Προς τον υπηρέτην) Δημήτρη, μία κοττολέττες, σάλτσα μπόλικη.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Μία κοττολέεεττες! σάλτσα περιπλέεεον! . .
(Ο κυρ Μιχάλης ρίπτει βλοσυρόν βλέμμα επί του Ασημένιου)
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ
Όχι, ας μένη . . .
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ας μέεενη! . . .
ΜΟΥΡΓΟΣ
Νηστευτής! . . . χα, χα!.. Εγώ ήξευρα ως τώρα πως τον Άι Γιάννη λέγουν μόνον νηστευτήν. Και τι κάμνει, είπες;
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ
Νά, μένει πέντε δέκα μέρες χωρίς να φάγη!
ΚΟΚΚΑΛΙΑΡΗΣ (πρωτοκολλητής εφορίας παυθείς προ ένδεκα μηνών).
Αυτό μόνον; . . . (μειδιά περιφρονητικώς).
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ
Ναι, μα ημπορεί να μείνη και τριάντα και σαράντα μέρες το ίδιο, και χωρίς ν' αδυνατίση (παρατηρών ασκαρδαμυκτεί το διαφανές πρόσωπον του Κοκκαλιάρη). Εκατάλαβες;
ΚΟΚΚΑΛΙΑΡΗΣ (δεικνύων περισσοτέραν προσοχήν).
Και με τι τρόπον; έχει καμμίαν μέθοδον;
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ
Έχει ένα ρευστόν. Το ευρήκεν εις την έρημον της Αφρικής οπού εταξίδευεν. Ολίγες στάλες απ' αυτό παίρνει και κάμνει σαράντα μέρες νηστεία. Τον επιβλέπουν άνθρωποι μέρα και νύκτα μη βάλη τίποτε στο στόμα του . . . (προς τον υπηρέτην). Σηκωτάκια ολίγα! . . .
(Ο κυρ Μιχάλης νεύει αυστηρώς προς τον υπηρέτην).
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Τα σηκωτάκια ετελείωσαν!
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ
Καλά . . . Τον επιβλέπουν μη τύχη και φάγη, αλλά τίποτε! . . . Έχει κερδίσει τόσα στοιχήματα ως τώρα και πρόκειται να περιέλθη τον κόσμον να τον βλέπουν οι άνθρωποι επί πληρωμή.
ΜΟΥΡΓΟΣ
Να τον βλέπουν; . . . Τι θα καταλάβουν να τον βλέπουν! πρέπει να καταστήση γνωστήν την μέθοδόν του εις τον κόσμον.
ΚΟΚΚΑΛΙΑΡΗΣ
Βέβαια! θα είνε ο μεγαλύτερος ευεργέτης του ανθρωπίνου γένους.
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ
Ακούς εκεί ευεργέτης! . . . Η ανθρωπότης ακόμη δεν παρήγαγε μεγαλύτερον. Να μην τρως καθόλου! . . . ξεύρεις τι θα πη; Να μην είσαι αναγκασμένος να τρώγης ένα πιάτο με κρέας τεσσάρων ημερών και σάλτσα δηλητηριασμένη και να το πληρώνης ακριβά! (Ο κυρ Μιχάλης μετά πικρού στεναγμού επαναλαμβάνει την αναδίφησιν και την άθροισιν). Να μην έχης ανάγκην ποτέ να πάθης από το στομάχι σου. Τίποτε καθάρσια πλέον! . . . Τίποτε ακαθαρσίες εις τους δρόμους! . . . Ο Σούτσης θα εξαγνίση τον δήμαρχον Σούτσον! . . . Δεν θα χάνη κανείς τας ώρας του μέσα εις . . . τ' ανώνυμα μέρη της οικίας. Τίποτε καφέ . . . Διαβάζεις μόνον την εφημερίδα σου . . .
ΚΟΚΚΑΛΙΑΡΗΣ
Μα θα υπάρχουν τότε εφημερίδες; . . . Ποιος θα τας γράφη, ποιος θα τας τυπώνη, ποιος θα τας πουλή, αφού δεν θα έχη κανείς ανάγκην;
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ
Βέβαια! ούτε εφημερίδες! περίπατο, λιακάδα, αμαξάδα.
ΜΟΥΡΓΟΣ
Μα τότε δεν θα υπάρχουν ούτε αμάξια!
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ
Σωστά! . . . Μένεις στο σπίτι σου, μελετάς . . . αγκαλά ούτε μελέτη ούτε βιβλία! . . . Τι τα θέλεις; προς τι να γίνης δικηγόρος ή υπάλληλος, αφού δεν θα έχης ανάγκη να φάγης;. Έξω, διασκέδασι! στες μπιραρίες, στο θέατρο! . . .
ΚΟΚΚΑΛΙΑΡΗΣ
Μα πού ζυθοπώλιδες τότε. . . . πού ηθοποιοί;
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ
Τόσον το καλύτερον! . . . Μένει κανείς στην επαρχία του, στο σπίτι του· καλλιεργεί τα κτήματά του . . . ψυχή μου, ζωή και κόττα!
ΜΟΥΡΓΟΣ
Αμ' θαρρώ πώς ούτε γεωργία ούτε κτηνοτροφία τότε δεν θα υπάρχη . . . Πού ναυρής την κόττα; . . .
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ
Ακόμη καλύτερα! Τότε επιδίδεται κανείς εις την πολιτικήν, εκλέγεται βουλευτής . . .
ΚΟΚΚΑΛΙΑΡΗΣ
Πού εκλογαί πλέον; . . . βουλευτής χωρίς να τρώγη, γίνεται;
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ
Τέλος πάντων δεν κάμνεις τίποτε, νά! . . . Dolce far niente. Και προ πάντων (εγειρόμενος μετά των άλλων και ρίπτων Πάρθιον βλέμμα κατά τον κυρ Μιχάλη, ενώ ο υπηρέτης σβύνει τα φώτα) δεν θα έχης ανάγκην να εξοδεύεσαι, και να δηλητηριάζεσαι εις τα ξενοδοχεία! . . .
ΚΥΡ ΜΙΧΑΛΗΣ (συλλογιζόμενος).
Ου να χαθής, λιμοκοντόρε! . . . Τι διάβολο καθόταν και έλεγε τόση ώρα; . . . Πώς θα καταργήση τα ξενοδοχεία ο δήμαρχος; Για να τρώγη ο κόσμος σκόνη φυσικά! . . . Μα αν είν' αληθινό αυτό πού έλεγε για το ρευστόν; . . . Αν εφευρεθή αυτό και ο κόσμος δεν έχη πλέον ανάγκην φαγητού; . . . . Τι τέχνη τότε να κάμω διά να βγάλω το ψωμί των παιδιών μου;
(1886)
Την ημέραν καθ' ήν έλαβε το προσκλητήριον του υπουργού των εσωτερικών διά να
πορευθή εις τας επί τη ενηλικιώσει του διαδόχου εορτάς ο κ. Σωτήριος
Καλακαθούμενος δήμαρχος του δήμου Φασκομηλίων, εδρεύων εν τω χωρίω
Χαμομηλίω, αφήρεσε τα χονδρά ομματοϋάλιά του, έτριψε τους οφθαλμούς και
ανεβόησε:
— Γαρουφαλλιά! . . . Φώτη! . . .
Η Γαρουφαλλιά ήτο η σύνευνος του κ. δημάρχου. Αν ήτο νομός η κυρία Γαρουφαλλιά και όχι σώμα γυναικείον, θα έδιδε κατά τας βουλευτικάς εκλογάς τουλάχιστον 26 βουλευτάς· τόσον ευρεία ήτο η περιφέρειά της. Εν τούτοις με όλας τας διαστάσεις της και τα τεσσαράκοντα έτη της διέσωζεν ακόμη ίχνη καλλονής, δηλούσης ότι κατά τούτο ο κ. Σωτήριος δεν υπήρξε σύζυγος αξιολύπητος. Ο Φώτης ήτο ο κλητήρ και υπηρέτης άμα του δημάρχου, χρηματίσας εκ περιτροπής στρατιώτης, κρεοπώλης και φυγόδικος πριν εύρη οριστικόν επάγγελμα υπό την φιλεύσπλαγχνον στέγην της δημαρχίας.
Κατά σύμπτωσιν, ενώ η κυρία Γαρουφαλλιά εισήρχετο από το έν μέρος πλέκουσα κάλτσαν, εισήρχετο από το άλλο ο Φώτης κομίζων τας εφημερίδας, τουτέστιν έν φύλλον του «Αιώνος», το οποίον του έστελλε προς ανάγνωσιν ο ιατρός του γειτονικού χωρίου Αψιθιά, κ. Ψαροπούλης.
— Γαρουφαλλιά! επανέλαβεν ο δήμαρχος, να μου ετοιμάσης τη φουστανέλλα μου την καλή και τ' ασπρόρρουχά μου όλα εις το σεντούκι. Θα πάω στας Αθήνας, καταλαμβάνεις; ο βασιλεύς . . . ο υπουργός . . . ο διάδοχος . . . εις το παλάτι . . . Και συ, Φώτη, να φροντίσης για δυο καλά μουλάρια, διά να πάμε όσο με το γιαλό, γιατί θα φύγωμε με το πρώτον ατμόπλοιον.
Η σύζυγος και ο υπηρέτης του δημάρχου προσέβλεψαν αυτόν μετ' εκπλήξεως.
Ο κ. δήμαρχος εξήγησεν εις αυτούς τα περί της προσκλήσεώς του εις τας εορτάς και η φήμη διέτρεξε παραχρήμα το μικρόν χωρίον, μεγαλοποιηθείσα βαθμηδόν. Ότε περί την μεσημβρίαν ο κ. Σωτήριος εθεάθη εις την μικράν πλατείαν του χωρίου, ο παντοπώλης κυρ Μελέτης και ο δημοδιδάσκαλος κυρ Ανέστης, οίτινες είχον ακούσει ότι ο βασιλεύς δι' αυτογράφου επιστολής του προσεκάλει τον δήμαρχόν των εις την πρωτεύoυσαν διά να του αναθέση έν υπουργείον, προσεφώνησαν αυτόν λέγοντες:
— Και εις ανώτερα, κύριε δήμαρχε!
*
* *
Ο δήμαρχος κατεβρόχθισε μετ' εκτάκτου ευφροσύνης την ημέραν εκείνην εις το γεύμα το νηστήσιμον εκ φασολίων ρόφημα και μετά ταύτα καθεσθείς προ του γραφείου του ανέπτυξε το φύλλον του «Αιώνος» και ήρχισε να το αναγινώσκη βραδέως, εκμυζών άμα υπερμέγεθες σιγάρον και τρίβων μακαρίως διά του αντίχειρος το πέλμα του τσαρουχίου του επακκουμβώντος σχεδόν επί του σκέλους του· πλην μόλις είχε προχωρήσει εις την ανάγνωσιν, οι οφθαλμοί του εσκοτίσθησαν, εξέφερεν ηχηρόν επιφώνημα και αφήκε την εφημερίδα.
Πρώτην φοράν εμάνθανε το συνταράττον την πρωτεύουσαν φλογερόν ζήτημα περί της ενηλικιότητος του διαδόχου· πρώτην φοράν διέβλεπε την παρανομίαν και την επιβουλήν της Αυλής και της κυβερνήσεως, την κατά του Συντάγματος και των ελευθεριών σκευωρίαν και ως Έλλην φιλελεύθερος αγανακτών ανέκραξεν:
— Α! γι' αυτό λοιπόν θέλουν να μας κουβαλήσουν στην Αθήνα! . . . Μας θέλουν όργανα της μηχανορραφίας . . . Δεν τους γίνεται αυτή η χάρι, όχι! . . . Γαρουφαλλιά! . . . Φώτη! . . .
— Έτοιμα είνε, έτοιμα! είπεν εισερχομένη περιχαρής η εύσαρκος σύζυγος του δημάρχου. Το σεντούκι είνε γεμάτο.
— Να το αδειάσης πάλιν! είπεν επιτακτικώς ο κ. Σωτήριος.
Και ενώ η κ. Γαρουφαλλιά έμενεν εμβρόντητος, εισήλθε κατηυχαριστημένος ο Φώτης.
— Ευρήκα δύο μουλάρια θεώρατα, αφεντικό! είπε. εσυμφώνησα να είνε έτοιμα . . .
— Να πας να τα ξεσυμφωνήσης.
Ο Φώτης και η κυρία Γαρουφαλλιά προσέβλεπαν αλλήλους, έκθαμβοι, διότι ήρχισαν ήδη να συλλαμβάνουν υπονοίας περί της διανοητικής καταστάσεως του δημάρχου, και απήλθον να εκτελέσουν έκαστος την δευτέραν παραγγελίαν.
— Πότε λοιπόν για την Αθήνα; ηρώτησε τον περίλυπον δήμαρχον εισερχόμενος οικείως μετά τινας ώρας εις το γραφείον του ο κ. Μανώλης Ανοικτομμάτης, δικολάβος εις το ειρηνοδικείον, τοκιστής, κομματάρχης και κουμπάρος του κ. Σωτηρίου, έχων μετ' αυτού και προ πάντων μετά της κουμπάρας οικειότητα, ήτις κατά τας κακάς γλώσσας του χωρίου εδήλου ότι η ευρεία περιφέρεια της κυρίας Γαρουφαλλιάς δεν ήτο όλως ξένη προς την κομματαρχικήν δικαιοδοσίαν του κ. Μανώλη. — Πότε για την Αθήνα; Χαρά στην τύχη σας! Είδα κ' εγώ εις την εφημερίδα τα όσα θα σας γίνουν.
— Ποίαν εφημερίδα; ηρώτησε μετά περιεργείας ο δήμαρχος.
Ο κουμπάρος του έσυρεν εκ του θυλακίου του και του ενεχείρισε ρικνόν [16] και ερρυπωμένον [17] φύλλον της «Παλιγγενεσίας», προς το οποίον ο δήμαρχος έρριψεν απλήστως το βλέμμα και αφού επισταμένως ανέγνωσεν αυτήν ανέκραξεν αγαλλιών:
— Μα λοιπόν είνε ενήλιξ!
— Ποίος; ηρώτησεν απορών ο κ. Μανώλης.
— Ο διάδοχος! Δόξα σοι ο Θεός! . . . ήλθε η καρδιά μου στη θέσι της· δεν πρόκειται λοιπόν διά μηχανορραφίας κατά του Συντάγματος! . . . Τότε θα υπάγω μετά χαράς.
Και έσπευσε ν' ανακαλέση την προς την σύζυγον δευτέραν παραγγελίαν και να μηνύση εις τον Φώτην να μη ξεσυμφωνήση τα μουλάρια.
Η χαρά του αγαθού δημάρχου διήρκεσε μέχρι της εσπέρας. Αλλά δεν είχεν αποτελειώσει το δείπνον, ότε ο τηλεγραφικός διανομεύς ελθών από την πρωτεύουσαν της επαρχίας τού ενεχείρισε τηλεγράφημα. Ο κ. Σωτήριος το ήνοιξε μετά σπουδής και είδεν ότι ο τηλεγραφών προς αυτόν εξ Αθηνών ήτο ο πολιτικός του φίλος τέως βουλευτής και υποψήφιος κ. Κουνουπίδης. Έλεγε δε το τηλεγράφημα:
«Μη αναχωρήσης πρωτεύουσαν· πρόσκλησις παγίς· τεκταίνονται απαίσια· ταχυδρομικώς καθέκαστα».
Ο δήμαρχος έπεσε βαρύθυμος επί μιας έδρας και με θρηνώδη φωνήν είπε προς την προσελθούσαν σύζυγον:
— Γαρουφαλλιά μου! μην ετοιμάσης τίποτε! . . . κοντεύω να παλαβώσω! . . . Και συ, Φώτη, προσέθηκε στραφείς προς τον κλητήρα, να πας να πης πως δεν έχομεν πλέον ανάγκην διά τα μουλάρια.
*
* *
Φοβεράν νύκτα διήλθεν ο ταλαίπωρος δήμαρχος και φρικτά όνειρα είδε κατά τας ολίγας ώρας καθ' άς εκοιμήθη. Οτέ μεν έβλεπεν ότι, ενώ ευρίσκετο εις τας περιχρύσους αιθούσας των ανακτόρων, το έδαφος αίφνης ηνοίγετο υπό τους πόδας του και εβυθίζετο εις βάραθρον, οτέ δε ότι συνελαμβάνοντο όλοι ομού οι δήμαρχοι εντός της Μητροπόλεως υπό χωροφυλάκων και εξηναγκάζοντο διά της λόγχης ν' αποκηρύξουν το Σύνταγμα. Ευθύς ως εξύπνησε, δύσθυμος με οφθαλμούς ερυθρούς, έπεμψε δεξιά και αριστερά εις τα πέριξ χωρία να του φέρουν όσας εφημερίδας ήθελον εύρει και κατηνάλωσε σχεδόν τα δύο τρίτα της ημέρας του αναγινώσκων αυτάς. Αι περιγραφαί των εορτών, αι περί της χρυσής αμάξης του βασιλέως πληροφορίαι, αι παρατάξεις, οι χοροί εις τα Ανάκτορα, το γεύμα εις το δημαρχείον και προ πάντων η περί του παρασήμου υπόσχεσις εξήψαν το πνεύμα του αγαθού κυρίου Σωτηρίου και ενέπνεον αυτώ ακατανίκητον επιθυμίαν. Αλλ' έπειτα ήρχοντο αι συζητήσεις περί της ενηλικιότητος ή μη, η κατακραυγή περί παρανομίας, αι καταγγελίαι περί των κυβερνητικών και αυλικών σκευωριών, και το αίμα του πάλιν επάγωνε και η αμφιβολία εισήρχετο εις την ψυχήν του και ηγείρετο περιπατών και ψιθυρίζων:
— Είνε άρα ενήλιξ ή όχι; Ποίος τέλος ημπορεί να με διαφωτίση;
Και ως να εισήκουσεν αμέσως ο Θεός την επιθυμίαν του, εισήλθε κατ' εκείνην την στιγμήν ασθμαίνων ο Φώτης φέρων έν έγγραφον με την σφραγίδα της Νομαρχίας. Ο δήμαρχος το ήνοιξεν, ανέγνωσεν αυτό μετά σπουδής και η μορφή του ιλαρύνθη.
— Α, τους μασκαράδες! ανεβόησεν· επίτηδες λοιπόν τα γράφουν διά να κάνουν αντιπολίτευσιν! . . . Φώτη! τρέξε γρήγορα, σε παρακαλώ, να βρης πάλι τα μουλάρια! . . . Γαρουφαλλιά! . . .
Αλλ' ο Φώτης αυτήν την φοράν δεν εκινήθη.
— Αφεντικό, είπεν, αυτός ο κλητήρας που έφερε το έγγραφο, είπε πως ήταν στο ταχυδρομείο και ένα γράμμα για του λόγου σας. Για να ιδούμε πρώτα κι αυτό τι λέει! . . .
Ο Φώτης είχε προαίσθημα. Το γράμμα τω όντι εκομίσθη μετ' ολίγον, ήτο δε το του αντιπολιτευομένου βουλευτού Κουνουπίδη, ζωηρώς παριστάνοντος εν αυτώ τας πλεκτάνας της κυβερνήσεως και αυστηρώς απαγορεύοντος εις τον κ. Σωτήριον να κινηθή από το χωρίον του.
— Λοιπόν, αφεντικό, να πάω τώρα; ηρώτησεν ο Φώτης.
— Όχι, απήντησε περίλυπος ο δήμαρχος, μην πας! . . .
— Τι με θέλεις πάλιν; είπεν εισερχομένη η σύζυγός του.
— Ήθελα, είπε με φωνήν σχεδόν τραυλίζουσαν ο κ. Σωτήριος, να σου πω να ετοιμάσης τα ρούχα . . . αλλά τώρα πάλιν . . . δεν είνε ανάγκη πλέον! . . .
— Μα δεν μου λες πως είσαι διά δέσιμον! είπεν η εύσαρκος κυρά Γαρουφαλλιά αγανακτούσα. Μας έχεις από τα χθες άνω κάτω όλους με αυτό το ταξίδι. Αποφάσισε τέλος πάντων, θα πας ή δεν θα πας; . . .
*
* *
Αλλά μήπως ήτο εύκολον πράγμα αυτό το οποίον τόσον αφελώς τον διέτασσε να πράξη η σύζυγός του;
Και επί τη υποθέσει ότι δεν εγαργάλιζον αυτόν αι διασκεδάσεις και αι τιμαί της πρωτευούσης ούτε επτόουν την φιλοπατρίαν του τα τεκταινόμενα τυραννικά σχέδια, αν μετέβαινε θα δυσηρέστει τον προστάτην του βουλευτήν, αν δε δεν μετέβαινε, θα δυσηρέστει τον νομάρχην και την κυβέρνησιν, ήτις, ως διεδίδετο, είχε σκοπόν να φέρη σιδηροδεσμίους διά πολεμικών πλοίων τους απειθείς δημάρχους εις την πρωτεύουσαν.
Και το δίλημμα έπρεπε να λυθή μέχρις εσπέρας, διότι την επαύριον λίαν πρωί ανεχώρει το ατμόπλοιον, η μόνη μέχρι της ημέρας των εορτών ευκαιρία!
Αν ήτο δυνατόν να φύγη ενταυτώ και να μείνη! . . . να ευρίσκεται εις την οικίαν του και ταυτοχρόνως να παρευρίσκεται εις τας εορτάς της πρωτευούσης! . . .
Φαεινή ιδέα επήλθεν αίφνης εις το πνεύμα του . . . Έν ανδρείκελον ηδύνατο να τον σώση, να τον αντικαταστήση, όχι βεβαίως εις τας Αθήνας, όπου δεν ηδύνατο το ανδρείκελον να μεταβή μόνον του, αλλ' εις την οικίαν του. Θ' ανεχώρει κρυφίως, θα διεσκέδαζεν εις Αθήνας, θα διέδιδεν ότι ήτο ασθενής, και έν ανδρείκελον θ' ανεπλήρου αυτόν προσωρινώς εις το γραφείον, ή και εις την κλίνην.
Τόση ήτο η χαρά του, ώστε ενηγκαλίσθη περιπαθώς την κυρίαν Γαρουφαλλιάν εισελθούσαν εκείνην την στιγμήν εις το γραφείον, ανακοινώσας παραχρήμα εις αυτήν το σχέδιόν του,
— Ανδρείκελον! . . . είπεν η εύσαρκος σύζυγος, μα δεν είνε φόβος να μη ανακαλυφθή; . . . δεν θα ήτο προτιμότερον να ήτο άνθρωπος αληθινός; . . .
— Μα ποίος; ηρώτησεν ο κ. Σωτήριος.
— Ο κουμπάρος μας! . . . είπε διστάζουσα η κυρία Γαρουφαλλιά.
Ο δήμαρχος ενθουσιασθείς εκ της ιδέας ησπάσθη την συζυγόν του, επαινών μεγαλοφώνως την ευφυίαν της, έπεμψεν οριστικώς τον Φώτην να παραγγείλη τα μουλάρια και προσκαλέσας τον κουμπάρον κ. Μανώλην ανέθεσεν εις αυτόν την λεπτήν και σοβαράν άμα εντολήν, ήν εκείνος μετά τινας ενδοιασμούς, απεδέχθη.
— Ιδές καλά! είπεν αυτώ ο κ. Σωτήριος· θέλω να τα καταφέρης καλά!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Την εσπέραν, ενώ δύο γοργοί ημίονοι μετέφερον τον δήμαρχον και τον κλητήρα του εις την παραλίαν, ο κουμπάρος κρυφίως ελάμβανε κατοχήν επί πάντων των δικαιωμάτων του κ. Σωτηρίου, ως του υπεσχέθη.
Εν τούτοις καθ' οδόν εξ ενός τιναγμού του ζώου είχε πέσει το φέσιον από της κεφαλής του δημάρχου, με όσας δε προσπαθείας και αν κατέβαλεν υπήρξεν αδύνατον πλέον να σταθή επί της κεφαλής του.
— Τι διάβολο έπαθε το φέσι μου κ' εστένευσε δεν ηξεύρω! έλεγεν ο κ. Σωτήριος, αλλά δεν πειράζει· θα πάρω ένα καινούργιο στην Αθήνα.
Και απέκτησε τω όντι έν φέσιον καινουργές και ευρύχωρον, μετά εννέα μήνας δε και ένα υιόν επίσης καινουργή, όστις ενεγράφη μετά πομπής εις το μητρώον του δήμου ως γόνος αυτού γνήσιος και διάδοχος της ισχύος του παρά τω λαώ των Φασκομηλίων.
Τίνι τρόπω επείσθη να ψηφίση ο κύριος Λουκάς.
Η θύρα μου ηνεώχθη εξαίφνης και ως λαίλαψ εισώρμησεν εις το δωμάτων μου ο φίλος μου Λουκάς. Ευρισκόμην ακόμη εν τη κλίνη, διό περιβλέψας κύκλω είδεν ότι το μόνον αντικείμενον, όπερ ηδύνατο να χρησιμοποιήση κάπως ως κάθισμα, ήτο το παρά την κλίνην κιβώτιόν μου, έπιπλον σαθρόν, υποστάν πολλάς πραγματικάς και όχι μεταφορικάς τρικυμίας κατά τον βίον του, προωρισμένον δε υπό της θείας προνοίας να χρησιμεύη και ως κάθισμα και ως τράπεζα και ως γραφείον και ως ιματιοθήκη και ως νιπτήρ και ως βιβλιοθήκη· μόνον ως κάτοπτρον δεν ηδύνατο να χρησιμεύση, διότι είχε χάσει προ καιρού την στιλπνότητά του.
Ενόησα αμέσως ότι ο Λουκάς διετέλει υπό το κράτος σφοδράς ηθικής συγκινήσεως. Και το ενόησα όχι μόνον εκ του τρόπου καθ' όν εισήλθεν εις το δωμάτιόν μου και εκ της εκφράσεως της μορφής του, αλλά και εκ της ακινησίας των σιαγόνων του. Διότι πρέπει να ηξεύρετε ότι ο φίλτατός μου Λουκάς είνε το τρωκτικώτερον πλάσμα του βασιλείου της φύσεως. Οι τριάκοντα δύο, πιθανώς δε και περισσότεροι, οδόντες με τους οποίους τον επροίκισεν ο Ύψιστος διά να συντρίβη την υπερήφανον στερεότητα παντός σκληροτραχήλου καρύου ή αμυγδάλου, είνε καθ' όλας τας ώρας της ημέρας αεικίνητοι. Οσάκις δεν θραύει καρύδια ή λεπτοκάρυα, τρώγει χαλβάν· οσάκις δεν έχει χαλβάν, ροκανίζει παξιμάδιον ή αναμασσά στραγάλια· οσάκις και αυτά λείπουν, τρώγει τους όνυχάς του και οσάκις και αυτό το εφόδιον του λείψη και οι οδόντες του φαγωθούν μέχρι ρίζης ομού με την άκραν των δακτύλων, τότε τρώγει . . . ξύλον, διότι αναμιγνυόμενος εις τα πολιτικά και λαλών απερισκέπτως, ως έχων το στόμα ελεύθερον, προκαλεί έριδας και επιθέσεις εναντίον του.
— Τι συμβαίνει, Λουκά; τον ηρώτησα· τι τρέχει;
— Δεν τρέχει τίποτε, μου απήντησεν· εγώ τρέχω.
— Και διατί τρέχεις;
— Τρέχω να σ' εύρω. Η ημέρα της εκλογής εσίμωσε. Με παρεκίνησες ως φίλος να λάβω μέρος ενεργόν εις αυτήν, διότι, ως μου είπες, αι περιστάσεις της πατρίδος είνε κρίσιμοι και το πιστεύω. Και απεφάσισα πράγματι να ριφθώ εις τον αγώνα με όλην την ζέσιν. Αλλά . . .
— Αλλά τι; . . .
— Λείπουν τα σύμβολα, φίλε μου! τα σύμβολα, εννοείς; Αυτή είνε η υλική παράστασις πάσης αΰλου ιδέας, προκειμένου δε περί παραστάσεως, καταλαμβάνεις ότι το φιλοθεάμον κοινόν των εκλογέων δεν δύναται να στερηθή αυτής! Το σύμβολον είνε η πίστις και διά τούτο, καθώς γνωρίζεις, η εν Νικαία σύνοδος των 318 θεοφόρων πατέρων εφρόντισε προ παντός άλλου να συντάξη το σύμβολον της πίστεως.
— Και μήπως δεν υπάρχουν σύμβολα;
— Ποία; αι κόκκιναι σημαίαι; Μη ομιλής, σε παρακαλώ, περί σημαιών, διότι αυταί είνε πράγμα ανακόλουθον. Φαντάσου ότι ο ιστός, επί του οποίου αναρτώνται αι σημαίαι, όστις ανάγκην πρέπει να είνε υψηλός, λέγεται κοντός!
Ενόμισα ότι εδικαιούμην να γελάσω, πλην ο φίλος μου με διέκοψεν αυστηρώς.
— Μη γελάς! μου είπεν· εμέ μου συμβαίνουν πράγματα όλο τραγικά· σήμερα πρωί πρωί είδα τη γειτόνισσά μου τη μαμμή, την 'ξεύρεις δα! με κόκκινο φουστάνι και ηθέλησα ν' αστειευθώ: «Είσαι συ μαία κόκκινη!» της εφώναξα· αλλ' ο σύζυγός της, όστις είνε αστυνομικός κλητήρ, προσεβλήθη νομίζων ότι τον είπα αντιπολιτευόμενον και μου επετέθη!
— Τότε λοιπόν να ψηφίσης την ελαίαν!
— Αστεΐζεσαι; Η ελαία το σύμβολον της Ειρήνης! Της Ειρήνης, ακούεις; της φρικαλέας εκείνης υπηρετρίας, ήτις πέρυσιν, ενθυμείσαι, με κατεδίωξε διά του σαρώθρου μέχρι της πλατείας της Ομονοίας σχεδόν, διότι ετόλμησα να της αποτείνω ένα ερωτικόν χαιρετισμόν! Όχι, φίλε μου, ας χαρούν την ελαίαν των, εγώ δεν είμαι βέβαια φιλελαιήμων.
Ήρχισα ν' ανησυχώ, όχι διά τ' αποτρόπαια λογοπαίγνια του Λουκά, αλλά διά την έκβασιν, ήν ηδύνατο να λάβη το πράγμα. Σημειωτέον ότι την προτεραίαν είχον παρουσιασθή εις ένα των ισχυρών υποψηφίων ως κομματάρχης μέγα σημαίνων και του υπεσχέθην την συνδρομήν μου, αφού μου υπεσχέθη και αυτός την προστασίαν του όπως επιτύχω δημοσίαν θέσιν ήν προ καιρού ζηλεύω. Επειδή δεν έχω ψήφον, ως ετεροεπαρχιώτης, ήλπιζον τουλάχιστον επί την ψήφον του Λουκά, βασιζόμενος εις την παλαιάν φιλίαν και οικειότητά μας. Αυτή η ψήφος ήτο το μόνον μου εκλογικόν κεφάλαιον ως ισχυρού κομματάρχου, είχα δε προσπαθήσει πάση δυνάμει να την εξασφαλίσω. Αλλοίμονον αν την έχανον και αυτήν!
— Μα σαν τι σύμβολα ήθελες; τον ηρώτησα.
— Πλέον ζωντανά, φίλε μου, πλέον πραγματικά, να εμπνέουν! Τι ωραίον πράγμα θα ήτο έξαφνα αν αντί των γελοίων αυτών και ασημάντων συμβόλων των σημαιών και της ελαίας εξέλεγαν αντικείμενα έχοντα πολύ στενωτέραν και επωφελεστέραν σχέσιν με την ζωήν· π. χ. αν ετίθετο άνωθεν της κάλπης ένας άρτος λευκότατος, ροδοκόκκινος, καλοψημένος, ο συνδυασμός θα εφαίνετο άρτιος και ακμαίος· έν τεμάχιον εκλεκτού τυρού θα εδήλου ευγλώττως ότι ο συνδυασμός εμφορείται υπό αρχών συν-τυριτικών· έν καλόν ροδόχρον μήλον θα εσήμαινεν ότι η εκλογή των διά του σημείου τούτου διακρινομένων ήθελεν αποφέρει καρπούς αισίους . . .
Και ενώ έλεγε ταύτα οι ανησύχως περιστρεφόμενοι οφθαλμοί του διέκριναν εις μίαν άκραν ξηρότατον τεμάχιον άρτου, λείψανον δείπνου παρελθουσών ημερών· ώρμησεν ως ιέραξ επ' αυτού, το ήρπασε, το εκαθάρισεν από τους επ' αυτού μύρμηκας και ήρχισε να το τρώγη μετ' άκρας ορέξεως, μετ' ευδαιμονίας εμφαινούσης ότι οι τριάκοντα δύο και πλείονες οδόντες του προ πολλού δεν είχον ασχοληθή εις την αδιάκοπον και προσφιλή των άσκησιν.
Φαεινή ιδέα επήλθεν εις τον νουν μου. Επήδησα αμέσως εκ της κλίνης μου, ενεδύθην εν τάχει και εξήλθον κράζων εις τον αναμηρυκώμενον φίλον μου:
— Περίμενέ με! έφθασα.
Μετέβην εις το άντικρυ παντοπωλείον και επέστρεψα μετ' ολίγας στιγμάς φέρων εις χείρας τύλιγμα εκ χάρτου, εμπεριέχον βαρέα τινά οπωσούν αντικείμενα επιμήκη, τα οποία ενεχείρισα εις αυτόν.
— Τι είν' αυτό, ηρώτησεν απορών;
Είνε το σύμβολόν σου! απήντησα με φωνήν επίσημον.
Ανδρίζου και ύπαγε να μετάσχης του αγώνος: ΕΝ ΤΟΥΤΩ, ΛΟΥΚΑ, ΝΙΚΑ!
Ο Λουκάς μη δυνηθείς ν' αντιστή εις την περιέργειαν ήνοιξε το τύλιγμα και εύρεν εντός αυτού τέσσαρα εξαίρετα Λουκάνικα.
Οι οφθαλμοί του εξήστραψαν υπό αίγλης απεριγράπτου. Έθλιψε την χείρα μου μετ' ευγνωμοσύνης, επέθηκε την άλλην χείρα επί της καρδίας του και μετά την περιπαθή ταύτην χειρονομίαν εξήλθε μετά της αυτής ταχύτητος μεθ' ής είχεν εισέλθει εις το δωμάτιόν μου.
Και ιδού τίνι τρόπω νομίζω ότι εξησφάλισα την ψήφον του φίλου μου Λουκά, ενταυτώ δε, αν το αποτέλεσμα των εκλογών αποβή κατά τας προσδοκίας μου, και την θέσιν ήν από καιρού επιδιώκω και ήτις είνε — σας το λέγω εμπιστευτικώς — επιτηρητής της εισπράξεως των διοδίων εις τας οδούς αίτινες θα χαραχθούν επί της εκτάσεως ήν κατέχει η Κωπαΐς . . . μετά την αποξήρανσίν της!
Ονομάζομαι Θεοφύλακτος Τζερεμές, άρρην, ετών 26, εκ Καππαδοκίας. Ήλπιζα ότι
μίαν ημέραν θ' απέθνησκα εις την πατρίδα μου σχολάρχης και τίμιος άνθρωπος· η
ελπίς μου διεψεύσθη και ως μόνον αίτιον της συμφοράς μου καταγγέλλω εις
άπαντα τον χριστιανικόν κόσμον την γραμματικήν της Ελληνικής γλώσσης.
Ελθών εις Αθήνας όπως σπουδάσω υπό την υψηλήν προστασίαν του θείου μου Χατζή Σαράντη, μετερχομένου τον έμπορον χαλβά και στραγαλίων, ενεγράφην εις την φιλοσοφικήν σχολήν του Πανεπιστημίου και συνήθισα να τρέφω απεριόριστον σεβασμόν προς τας ιεράς σκιάς των προγόνων, τους αστυνομικούς κλητήρας και την γενειάδα του καθηγητού μου.
Την ηρεμίαν των σπουδών μου ήλθε να ταράξη δυστυχώς ο ανίκατος μάχαν έρως, ο εννυχεύων και εις αυτάς τας μαλακάς, φευ! πολύ μαλακάς παρειάς της Αγγέλως, υπηρετρίας εν τη οικία πολιτικού συνταξιούχου, κειμένη αντικρύ της του θείου μου. Κρίνω περιττόν να επιμείνω εις τας λεπτομερείας περί του πώς συνελήφθη ο έρως αυτός, όστις, είμαρτο να έχη τοιαύτην επίδρασιν επί του βίου μου. Θεωρώ όμως επάναγκες να δηλώσω ότι, αν με απέτρεπον του πάθους μου δύο λόγοι, ήτοι η υπερβολική ευσαρκία και η υπερβολική ελευθερία, μεθ' ής συνήπτε τας σχέσεις της η Αγγέλω, συνηγόρουν όμως υπέρ αυτού έτεροι λόγοι πεντακισχίλιοι, ήτοι αι ισάριθμοι δραχμαί, ας είχε κατορθώσει να συνάξη εξ οικονομιών και τας οποίας είχε κατατεθειμένας εις την Εθνικήν Τράπεζαν. Αι πέντε αύται χιλιάδες δραχμαί, ομού με την εύσαρκον περίσσειαν του ευρυχώρου κόλπου της και με τον Θησαυρόν του Ερρίκου Στεφάνου, έμελλον ν' αποτελέσωσι τους μόνους θησαυρούς του βίου, εάν η Τύχη ήθελε το επιτρέψει.
Αι μετά της Αγγέλως σχέσεις μου ήσαν ομαλαί, αλλ' αι σχέσεις της Αγγέλως μετά της Γραμματικής ήσαν όλως ανώμαλοι. Η κλίσις υπήρχεν εκατέρωθεν και η συζυγία δεν θα εβράδυνε να επακολουθήση, αν η κατάρατος προς τους ιερούς κανόνας της Γραμματικής απέχθειά της δεν παρενέβαλλον προσκόμματα και δεν εματαίωνον επί τέλους τον ποθητόν σύνδεσμον.
Η πρώτη μάχη μεταξύ μας εγένετο εξ αιτίας του ονόματος της τρυφεράς μου φίλης.
— Αγγέλω, της είπα ημέραν τινά, το όνομά σου είνε πολύ ανώμαλον· ενώ είνε όνομα κύριον, φαίνεται ρήμα βαρύτονον. Είνε αληθές ότι δεν μεταβάλλεται ευκόλως, διότι ο χαρακτήρ του είνε αμετάβολος, αλλ' όμως πρέπει οπωσδήποτε να το διορθώσης.
— Τι κάθεσαι και μου ψάλλεις, βρε χαλδούπη; (Σημειωτέον ότι η αβροέπεια και η κυριολεξία ήσαν τα χαρακτηριστικά προσόντα της γλώσσης της Αγγέλως). Δεν κυττάζεις να διορθώσης τα μούτρα σου; . . .
Είδα ότι δυσηρεστήθη και ηθέλησα να την εξευμενίσω. Έχουσα τας χειρίδας ανασηκωμένας μέχρι των ώμων, κατεγίνετο να πλύνη τα πινάκια εις τον νεροχύτην διά στάκτης. Επλησίασα και της είπα μειδιών:
— Μη — παροξύνεσαι, αγάπη μου. Θ' απέλθω να σε αφίσω ήσυχον, διότι περισπάσαι περί πολλήν διακονίαν. Επίτρεψέ μου μόνον ν' ασπασθώ την ωλένην σου.
— Ποιάν Ελένην μου; . . .
— Την ωλένην σου! επανέλαβα δεικνύων τους ευτόρνους βραχίονάς της.
— Κάνε μου τη χάρι μη με σκοτίζης με την Ελένη και τη Μαρία, γιατί θα σε περιχύσω . . .
Ηθέλησα να επιμείνω, αλλ' η Μέγαιρα επραγματοποίησε την απειλήν. Εκμανείς επέπεσα κατ' αυτής διά των ονύχων και ολίγον έλειψεν από ρήμα βαρύτονον να την καταστήσω απρόσωπον.
Μετά ένα μήνα συνεφιλιώθημεν. Μ' έκραξεν ενώ διηρχόμην υπερηφάνως, χωρίς να την κυττάξω, και με παρεκάλεσε να την συγχωρήσω. Το έπραξα προθύμως και διότι ηδυνάτουν να θυσιάσω τον προς αυτήν έρωτα και διότι είχα ανάγκην της συνδρομής της όπως αποκτήσω χρησιμώτατον διά την μελέτην μου βιβλίον.
Αγγέλω, είπα, σε συγχωρώ, αλλά μου χρειάζεται ένα συντακτικόν.
— Τι είν' αυτό πάλι;
— Ένα βιβλίον . . . θα το έχη βέβαια ο αφεντικός σου.
— Πώς το ξεύρεις ότι θα το έχη; . . .
— Μα . . . δεν παίρνει σύνταξιν από την κυβέρνησιν;
— Α! . . . εκατάλαβα! . . . Το βιβλίον εκείνο για την σύνταξι! . . . Τώρα αμέσως! . . .
Και ανελθούσα εις τον κοιτώνα του κυρίου της κατήλθε μετ' ολίγον θριαμβευτικώς κομίζουσα . . . το φυλλάδιον της συντάξεώς του.
— Αγγέλω, της είπα, είσαι αγράμματος, είσαι κεχηναία [18] και αγελαία [19] , αλλά σε συγχωρώ, διότι δεν πταίεις, αν δεν σ' εδίδαξαν γράμματα· δώσε μου δέκα φράγκα και αγοράζω εγώ το συντακτικόν.
— Σου τα δίνω, αλλά με μια συμφωνία. Έχω αρκετόν καιρόν να ιδώ τον ξάδελφόν μου. (Σημειωτέον δα η Αγγέλω, ως πάσα καλώς ανατεθραμμένη και καλώς γινώσκουσα τα καθήκοντά της υπηρέτρια, είχεν αποκτήσει ένα ιδικόν της εξάδελφον, ούτινος εκάστοτε εδέχετο τας όλως συγγενικάς επισκέψεις). Σύρε να τον εύρης και να του 'πης πως τον θέλω.
— Και πώς τον λέγουν τον εξάδελφόν σου;
— Μανώλη.
— Τι δουλειά κάνει;
— Γυρολόγος.
— Αγγέλω, ανεφώνησα, Αγγέλω . . . πρόσεχε!
— Τι έπαθες, καλέ;
— Ο εξάδελφός σου δεν είνε γυρολόγος.
— Έλα, Χριστέ και Παναγιά μου! δεν ξεύρω τώρα τι δουλειά κάνει ο ξάδελφός μου;
— Αγγέλω, είνε αδύνατον να είνε γυρολόγος! είπα με φωνήν εντονωτέραν.
— Μα τι θέλεις νάνε;
— Είνε γυρολόγος. Κατά Κόντον, πρέπει να λέγωμεν φιλόλογος, ψυχολόγος, γυρολόγος . . .
Η μορφή της Αγγέλως εγένετο στρυφνή, ως ν' ανεκάλυπτεν αίφνης το περιεχόμενον του τενεκέ των σκουπιδιών εντός της χύτρας, όπου έβραζεν η σάλτσα του καπαμά.
— Έλα, έλα! . . . άφησε, βρε βλάκα, αυτές τες κουταμάρες, μου είπε, και κύτταξε να κάμης τη δουλειά που σου είπα . . .
Υπήκουσα εις το πρόσταγμα της, κατώρθωσα να εύρω τον Μανώλην και του ανεκοίνωσα την επιθυμίαν της εξαδέλφης του, την οποίαν πιστεύω ότι έσπευσε μετά προθυμίας να ικανοποιήση. Είχα εκπληρώσει απλούν ερωτικόν καθήκον, απλούν καθήκον αβροφροσύνης μάλιστα. Και όμως . . . τόσην ανησυχίαν μου ενεποίει η νυκτερινή αύτη επίσκεψις του εξαδέλφου, ώστε την νύκτα εκείνην, όπως εύρη κάποιαν ησυχίαν το πνεύμα μου, δεν εμελέτησα τίποτε άλλο ειμή Ησύχιον.
Την πρωίαν η Αγγέλω φιλομειδής ευρίσκετο εις το παράθυρον του μαγειρείου καθαρίζουσα πίσα. Ακριβώς η λέξις αύτη με είχε τυραννήσει αφ' εσπέρας· ηγνόουν αν η πόλις Πίσα ωξύνετο ή περιεσπάτο. Ανήλθον εν τάχει όπως συμβουλευθώ τας γραμματικάς γνώσεις της φίλης μου, αν και εγνώριζα εκ πείρας πόσον αύται ήσαν περιωρισμέναι. Αλλ' ως με είδε συνωφρυώθη· ήτο φανερόν ότι η νυκτερινή επίσκεψις του Μανώλη είχεν επιδράσει εις το πνεύμα της επί ζημία μου.
— Ήλθεν ο Μανώλης απόψε, μου είπεν άμα με είδε.
— Και τι σου είπεν; ηρώτησα αδιαφόρως.
— Μου είπε εκείνο οπού δεν έκοψε το 'δικό σου το κεφάλι. Ο μισθός που παίρνω εδώ είνε πολύ 'λίγος· θα πω του αφεντικού μου να τον αυξήση, ειδεμή θα φύγω.
Ανεσκίρτησα ακούσας την τελευταίαν λέξιν. Να φύγη η Αγγέλω! . . . να φύγη! . . . αλλά τότε τα όνειρά μου ανετρέποντο άρδην! τότε τι θα εγίνοντο αι ηδοναί του ενεστώτος και τα σχέδια περί του μέλλοντος και αι έντιμοι προθέσεις μου και αι μετοχαί άς εσκόπουν ν' αγοράσω διά της προικός; . . . Ήτο καταστροφή οριστική· ήτο θλίψις φρικτή.
— Και τι αύξησιν θα ζητήσης, την ηρώτησα, συλλαβικήν ή χρονικήν;
Οι οφθαλμοί της Αγγέλως εξήστραψαν ως οι άνθρακες του πυραύνου [20] .
— Για να σου 'πω, βρε κορόιδο, μου είπε, εβαρέθηκα ν' ακούω τες σαχλαμάρες σου. Κάνε μου τη χάρι ξεκουμπίσου απ' εδώ . . . ου να χαθής, λιμοκοντόρε, διαβασμένε!
Η θέσις ήτο κρίσιμος και πάσα αντίρρησις θα εξώθει τα πράγματα μέχρις ατοπήματος. Εξήλθον αφού εκίνησα τον δάκτυλον ποιήσας σχήμα κατά το νοούμενον και την ημέραν εκείνην ούτε καν εις το φροντιστήριον δεν είχα διάθεσιν να μεταβώ. Εσυλλογιζόμην τον Μανώλην, τον κακοήθη ραδιούργον και διαβολέα, όστις προδήλως ήτο ο παραίτιος της συμφοράς μου. Αλλ' αφού περιεπλανήθην ασκόπως όλην την ημέραν δεν ηδυνήθην να κρατηθώ, και την εσπέραν ευρών ανοικτήν την θύραν ανήλθα εις το μαγειρείον· και ευρέθην προ της ασπλάγχνου Αγγέλως.
— Πάλι μου κόπιασες; ανέκραξε μετά θυμού ευθύς ως με είδε· δεν σου είπα να με ξεφορτωθής;
— Λοιπόν επιμένεις; . . . ηρώτησα δειλώς.
— Σου το είπα και σου το ξαναλέγω παστρικά, ξεφορτώσου με! . . . Δεν σε θέλω πια για ερωμένο! . . .
— Έχεις δίκαιον, Αγγέλω· ερωμένος σου ουδέποτε υπήρξα. Υπήρξα ερώμενός σου.
— Μη με σκοτίζης!
— Μα λοιπόν είσαι άκαμπτος; . . . Είσαι Μέγαιρα, είσαι Ερινύς, είσαι Αληκτώ! . . .
— Αλύκτα όσον θέλεις.
— Επιμένεις να με αφίσης; . . .
— Ναι!
— Τουλάχιστον όμως, άσπλαγχνε, ανεβόησα να με αφίσης με ι, μη με αφίσης με η, διότι είνε πολύ σκληρόν.
— Α! μα 'ξεύρεις πού μ' επαραφορτώθηκες! ανέκραξε μανιώδης η Αγγέλω. Έξ' από 'δω! . . .
Και αρπάσασα το τηγάνιον επέπεσε κατ' εμού. Ημύνθην όσον ηδυνάμην διά μιας πυράγρας [21] , αλλ' η αχρεία ήρχισεν ενταυτώ να βάλλη τοιαύτας κραυγάς, ώστε ώρμησαν οι γείτονες, ανήλθε δε και είς τυχαίως διαβαίνων αστυνομικός κλητήρ, όστις με ωδήγησεν εις το κρατητήριον.
— Κύριε, είπα προς τον αστυνόμον απολογούμενος, δεν πταίω εγώ. Εκείνος ο αχρείος ο Μανώλης είνε ο αίτιος του δυστυχήματός μου. Είνε άνθρωπος ελεεινός, φαύλος, είνε άνθρωπος της τρίτης κλίσεως, ο Μανώλης του Μανώλους, κατά το η πανώλης, της πανώλους . . .
— Εκατάλαβα, είπεν ο αστυνόμος μειδιών, θα είνε φοιτητής της φιλολογίας.
— Και θα πάσχη από υποκοντίαν, προσέθηκεν έτερός τις υπάλληλος παριστάμενος.
Διέταξαν να με απολύσουν· αλλ' ο λόγος αυτός του αστυνόμου μ' έκαμε να συνετισθώ. Σκεφθείς ωριμώτερον επείσθην πράγματι ότι ο αίτιος της δυστυχίας μου δεν ήτο ο Μανώλης, αλλ' η προσήλωσίς μου προς τους τύπους της Γραμματικής. Αυτή ήτο η αφορμή της διαρρήξεως των μετά της Αγγέλως σχέσεών μου. Διά τούτο έκτοτε παρήτησα την φιλολογίαν και τα όνειρά μου, έσχισα τον Ησύχιον και τον Πολυδεύκη, έρριψα εις το πυρ τα Συντακτικά, ώμοσα μίσος ακάθεκτον κατά των διδασκάλων μου και διά να τους εκδικηθώ θα διαπράττω τας φρικτοτέρας των ανορθογραφιών.
Επικατάρατοι αι εφημερίδες! επικατάρατος ο τύπος! επικατάρατος ο
Γουτεμβέργιος, όστις τον εφεύρε! Κατήντησα μανιακός τας ημέρας ταύτας. Δεν
ημπορώ ν' αναγνώσω εφημερίδα, χωρίς ν' ανεύρω καρατομήσεις καταδίκων,
εικόνας καταδίκων, συνεντεύξεις μετά δημίων, περιγραφάς κεφαλών
αποτετμημένων, ιστορίας της λαιμητόμου και άλλα πράγματα φρικώδη και
αποτρόπαια. Το λογικόν μου εταράχθη εις τοιούτον βαθμόν, ώστε βλέπω αιωνίως
εμπρός μου πτώματα ακέφαλα. Νομίζω ότι βλέπω πανταχού αίμα· όλα τα βλέπω
κόκκινα. Απήντησα καθ' οδόν ένα ικτερικόν και μου εφάνη και αυτός κόκκινος!
Χθες την νύκτα η αλλοφροσύνη μου δεν είχεν όρια. Περιηρχόμην έξω φρενών εντός του δωματίου μου και εφώναζα:
— Αίμα! αίμα! θέλω να πίω αίμα!
— Αμέσως! ηκούσθη φωνή τις γλυκεία.
Εσταμάτησα εμβρόντητος, ότε μετ' ολίγον είδα προσερχομένην παιδίσκην φέρουσαν ποτήριον, όπερ κατ' ευτυχίαν περιείχεν όχι αίμα αλλά διαυγές και ψυχρότατον ύδωρ εκ της κρήνης. Η παιδίσκη, υπηρέτρια ξένης οικογενείας κατοικούσης εις το άνω πάτωμα, εκαλείτο Έμμα.
Το νερό κατηύνασεν οπωσούν την έξαψίν μου και τούτο με ωφέλησεν επαισθητώς. Είχα φιλονεικήσει από πρωίας με τον οικοδεσπότην μου περί του κατηραμένου ενοικίου, το οποίον είχα την γενναιότητα να καθυστερώ προς αυτόν από μιας όλης εξαμηνίας. Η νευρική μου έξαψις με είχε κάμει να αυθαδιάσω προς αυτόν, εκείνος δε οργισθείς με ηπείλησεν ότι «θα φέρη κανένα κλητήρα να μου κόψη τον βήχα!»
Και είχα τω όντι βήχα και έπασχα από πόνον του λαιμού, αλλ' επροτίμων να υφίσταμαι τας ενοχλήσεις ταύτας παρά να υποβληθώ εις θεραπείαν. Φαντασθήτε, αν επήρχετο εις τον νουν του κλητήρος ή του ιατρού η ιδέα να μου κόψουν τον βήχα . . . με την λαιμητόμον!
Θα μ' ερωτήσετε: Φοβείσαι τόσον την λαιμητόμον;
Έχω το θάρρος ν' απαντήσω εν πάση ειλικρινεία: Ναι!
Προ τριακονταετίας ο μακαρίτης θείος μου, όστις ήτο αξιόλογος άνθρωπος και επί πλέον φίλος στενός του επίσης αξιολόγου κ. Ζαχαρία Παραδαρμένου, συνήθιζε να μου λέγη τακτικώς οσάκις εμάνθανε κανέν μου κατόρθωμα εξόχου αταξίας:
— Μωρέ παιδί μου, δεν έχεις καθόλου κεφάλι!
Και προσέθετε με μελαγχολικήν φιλοσοφίαν:
— Και το χειρότερον είνε ότι όσοι δεν έχουν κεφάλι ημπορεί να καταντήσουν μίαν ημέραν εις την λαιμητόμον!
Την αλήθειαν ταύτην του σεβαστού θείου μου πολλάκις ανελογίσθην μετά φρίκης εις τον κατόπιν βίον· και σήμερον ακόμη, ότε η φοβερά μηχανή περιοδεύει, την αναλογίζομαι· Τω όντι συλλογισθήτε τι θα εγινόμην άν ποτε κατεδικαζόμην να καρατομηθώ ενώ δεν έχω κεφάλι! . . . Τι θα μου έκοπτον τότε; . .
* *
*
Καθ' όλην την νύκτα κοιμώμενος είδα όνειρα φρικτά. Έβλεπα ότι εκάπνιζα διαρκώς με την καπνοσύριγγα του Αρτόζη την εκτεθειμένην εις το γραφείον της Καθημερινής, ότι η κεφαλή ενός παχυσάρκου ρεπόρτερ της Ακροπόλεως απεκόπτετο ομού με την του Κοτρώνη, μεθ' ού διήλθε θαρραλέως και φιλοσοφικώς την τελευταίαν νύκτα ως ο Φαίδων με τον Σωκράτη, εξοδεύσας γενναιοφρόνως εις λεμονάδας μέγα μέρος των οικονομιών του, και εξύπνησα ακριβώς ενώ ωνειρευόμην ότι συνεταξίδευα με τον Γαλατάν, μεταβαίνων χάριν διασκεδάσεως εις Γαλατάν . . . της Κωνσταντινουπόλεως. Αφυπνίσθην, διότι κάποιος έκρουε σφοδρώς το παράθυρόν μου.
— Ποίος είνε; ηρώτησα δυσθύμως.
— Ο γαλατάς.
Ανεπήδησα έντρομος επί της κλίνης.
— Ο Γαλατάς! . . . μα δεν τον έκοψαν σήμερα εις τα Φέρσαλα;
— Αφεντικό! ηκούσθη φωνή τραχεία έξωθεν, ή πάρε γάλα, ή δώσε μου εκείνα τα λίγα ψιλά.
— Φύγε, κακούργε! ανεβόησα έσωθεν· φύγε μη ειδοποιήσω την αρχήν . . . εάν δεν υπάρχουν εδώ δήμιοι, υπάρχει όμως ο σπιτονοικοκύρης μου!
Ο γαλατάς φοβηθείς απήλθεν, αφού όμως μου εδήλωσεν αγρίως ότι μου κόβει εις το εξής την πίστωσιν.
Η δήλωσις μου προυξένησε ρίγος· ήρχισαν λοιπόν να κόπτουν και εμέ!
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη βρυχηθμός φοβερός. Ήτο η οικοδέσποινά μου, ήτις εφώναζεν:
— Έκοψε! έκοψε! πάει! . . . κρίμας!
Εξήλθα πελιδνός εκ του φόβου εις την αυλήν και την ηρώτησα:
— Τι συμβαίνει, κυρά Μιχάλαινα; ποίος τον έκοψε;
— Τίποτε καλέ, μου απήντησε· λέω για το γάλα που ηγόρασα από τα χθες το βράδυ.
Εξήλθα και μετέβην εις τας εξετάσεις σχολείου, εις τας οποίας ήμην προσκεκλημένος. Ο διδάσκαλος με παρεκάλεσε ν' αποτείνω καμμίαν ερώτησιν προς μαθητήν εξεταζόμενον εν τη γεωγραφία.
— Γνωρίζετε, ηρώτησα το παιδίον, να μου ειπήτε πού κείται ο ισθμός του Παλαμά της Θεσσαλίας, όπου ο Λεσσέψ πρόκειται να κόψη διά της λαιμητόμου τας πέντε κεφαλάς των κακούργων; . . .
Το παιδίον έμεινεν εμβρόντητον ως και πάντες οι παρευρισκόμενοι· και κατ' αρχάς μεν το πράγμα εφάνη αστεϊσμός άκαιρος, αλλ' εν τούτοις επωφελούμενος της ευκαιρίας απηύθυνα και δευτέραν ερώτησιν εις έτερον μαθητήν εξεταζόμενον εις την αριθμητικήν.
— Το τετράγωνον του 52 ποίον είνε; του είπον.
Ο μαθητής έστη διαλογιζόμενος, αλλά χωρίς να τον αφήσω ν' απαντήση προσέθηκα:
— Το 52 είνε ο αριθμός ο παριστών το βάρος της μαχαίρας της λαιμητόμου, ήτις έχει σχήμα Ζ, το τετράγωνον δε το σχηματίζει η στρατιωτική δύναμις.
Τοιαύτη θύελλα αγανακτήσεως εξερράγη μετά την εξήγησιν ταύτην εναντίον μου εν τω ακροατηρίω, ώστε εδέησε να δραπετεύσω, νομίζων δε ότι κατεδιωκόμην ανήλθα μετά σπουδής εις το δωμάτιον φίλου μου, τον οποίον ηύρα πρηνή επί της κλίνης του και γοερώς βοώντα.
— Τι έχεις; τον ηρώτησα απορών.
— Πάσχω! απήντησε, με κόβει . . .
— Σε κόβει! . . . εξαίρετα!
— Πώς! . . . εξαίρετα;
— Βέβαια· ας υποθέσωμεν ότι σε κόβει . . . η λαιμητόμος. Έχω απόλυτον ανάγκην να λάβω μίαν συνέντευξιν μετ' ανθρώπου καταδικασμένου εις θάνατον. Μετ' ολίγας στιγμάς δεν θα υπάρχης πλέον . . .
Ο φίλος μου λησμονήσας τας αλγηδόνας του είχεν ήδη εγερθή και με παρετήρει με οφθαλμούς εκθάμβους.
— Σε παρακαλώ, σε ικετεύω να υποβληθής εις έν πείραμα χάριν της επιστήμης. Εάν ραπισθή η κεφαλή μετά την αποτομήν, δύναται να ερυθριάση; ιδού το ζήτημα. Γνωρίζω πολλάς κεφαλάς, αίτινες, καίτοι στερεώς επί των ώμων των προσκεκολλημέναι, δεν ηρυθρίασαν μετά τα ισχυρότερα ραπίσματα. Έχομεν όμως αφ' ετέρου το παράδειγμα της Καρλόττας Κορδαί. Δέξου να γίνη το πείραμα επί της ιδικής σου κεφαλής· αφού αποκοπή, την ραπίζω εγώ· αν αισθανθής το ράπισμα μου, κλείεις το ένα μάτι, έπειτα την κολλώ πάλιν επί του τραχήλου σου καλά. Δεν έχεις να πάθης τίποτε.
Ο φίλος μου παρακολουθών με διά του βλέμματος εκινήθη προς την άκραν του δωματίου, όπου ευρίσκετο έν σχοινίον δι' ού είχε δέσει το κιβώτιόν του. Εννόησα τον φιλάνθρωπον σκοπόν του.
— Οφείλεις να λύσης πρώτον την απορίαν μου και έπειτα να με δέσης, του είπον.
— Μα επί τέλους τι θέλεις; μ' ηρώτησε παραιτηθείς του σκοπού του.
— Θέλω να ιδώ να κόβουν.
— Τίποτε ευκολώτερον· έλα μαζί μου να πάμε εις το χαρτοπαίγνιον.
— Και τι κάνουν εκεί;
— Κόβουν.
— Τι κόβουν;
— Την πασσέτα!
Μετέβημεν τω όντι και το αποτέλεσμα υπήρξεν οδυνηρόν· είχα τριάκοντα φράγκα να πληρώσω Έν χρέος μου και τα έχασα. Σημειωτέον ότι την επαύριον, ως είχα μάθει, έμελλε να μ' εύρη είς δικαστικός κλητήρ να εκτελέση εναντίον μου μίαν δικαστικήν απόφασιν.
— Δεν πάμε να δειπνήσωμεν; μου είπεν ο φίλος μου, αφού εξήλθομεν του χαρτοπαικτείου.
Ηρεύνησα τα θυλάκιά μου μετά πόνου και απήντησα θλιβερώς:
— Ευχαριστώ· μου εκόπηκε η όρεξις.
Και χωρίς να προφέρω λέξιν άλλην ώδευσα αποφασιστικώς προς την εναντίαν διεύθυνσιν. Υψίστη απόφασις είχεν επέλθει εις το πνεύμα μου.
Ο φίλος μου δεινά υποπτεύων έτρεξε κατόπιν μου.
— Πού πηγαίνεις; με ηρώτησεν.
— Εις το τελωνείον.
— Τι να κάμης;
— Να εύρω τον Τελώνην.
— Διατί;
— Θέλω να μάθω τον χειρισμόν της λαιμητόμου.
— Δυστυχή! ανεβόησεν ο φίλος μου φρικιών, τοιούτο κατάρατον επάγγελμα θέλεις ν' ασπασθής;
— Φίλε μου, απήντησα σοβαρώς και αξιοπρεπώς, είνε σκληρά η απόφασίς μου, το ομολογώ· αλλ' εις αυτήν με εξωθούν δύο πράγματα, άτινα έχουσι σχεδόν πάντοτε στενήν προς άλληλα σχέσιν, η ανάγκη και αι εφημερίδες. Ότι και αν συμβή, έχε υπ' όψιν σου ότι θα είμαι πάντοτε . . . δήμιος άνθρωπος!
Αλλ' εις το Τελωνείον δεν ηύρα κανένα, έμαθα δε ότι όλοι οι τελώναι ευρίσκοντο εις την φυλακήν. Φοβηθείς να τους αναζητήσω εκεί απήλθα εις την οικίαν μου και κατεκλίθην. Ευτυχώς το πρωί μετέβαλα γνώμην.
(1887)
Ερώτ. — Τι είνε ψήφος;
Απ. — Ψήφος είνε έν τεμάχιον μολύβδου, το οποίον κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα εν καιρώ εκλογής να ρίψη εις την κάλπην του υποψηφίου διά της χειρός του, ή εις την κοιλίαν του αντιθέτου διά του πυροβόλου όπλου του.
Ερώτ. — Πού κατασκευάζονται αι ψήφοι;
Απ. — Εις το Οπλοστάσιον, διότι και η ψήφος είνε το όπλον των πολιτών. Εκεί επομένως κατασκευάζονται και εκεί φυλάσσονται ομού με τα παλαιά όπλα Σασσεπώ και με την λαιμητόμον.
Ερώτ. — Διατί η ψήφος είνε στρογγύλη;
Απ. — Διά να γυρίζη εύκολα.
Ερώτ. — Όλοι οι πολίται έχουν δικαίωμα ψήφου;
Απ. — Όλοι· διότι η λέξις ψήφος και η λέξις πολίται είνε πάντοτε αρρήκτως συνδεδεμένοι.
Ερώτ. — Πώς τούτο;
Απ. — Διότι η ψήφος πωλείται.
Ερώτ. — Ευρίσκεται εις κανένα συγγραφέα η τοιαύτη ετυμολογία;
Απ. — Ευρίσκεται εις τα συγγράμματα και τα κατάστιχα των περισσοτέρων εκ των πολιτευομένων.
Ερώτ. — Έως πότε δύναται να εξασκή το δικαίωμά του ο εκλογεύς;
Απ. — Έως ότου ζη και μετά θάνατον ακόμη.
Ερώτ. — Τίνι τρόπω;
Απ. — Και αφού ο εκλογεύς αποθάνη, ψηφίζει άλλος υπό το όνομά του.
Ερώτ. — Τι είνε κάλπη;
Απ. — Κάλπη είνε δοχείον εκ τενεκέ, όμοιον περίπου μ' εκείνο εις το οποίον αποθέτονται αι ακαθαρσίαι και τα σκουπίδια, με μόνην την διαφοράν ότι εις αυτήν αποθέτονται αι ελπίδες περί της ευημερίας και του μεγαλείου της πατρίδος.
Ερώτ. — Τι ήτο η κάλπη εις την αρχαιότητα;
Απ. — Αγγείον, εις το οποίον εναπετίθετο η κόνις των νεκρών.
Ερώτ. — Και εις τους νεωτέρους χρόνους;
Απ. — Εις τους νεωτέρους χρόνους η κάλπη χρησιμεύει προς εναπόθεσιν της κόνεως της δημοτικότητος των αποτυχόντων υποψηφίων.
Ερώτ. — Τις ήτο εφευρέτης της κάλπης;
Απ. — Ο απόστολος Παύλος, όστις ωνομάσθη διά τούτο σκεύος εκλογής.
Ερώτ. — Εις τι χρησιμεύει η κάλπη;
Απ. — Άνθρωποι, τέως άγνωστοι, γίνονται δι' αυτής γνωστοί ως κάλπικοι παράδες.
Ερώτ. — Έχει αναλογίαν η κάλπη με τον υποψήφιον;
Απ. — Έχει· διότι και η κάλπη, ως ο υποψήφιος, λέγει από το έν μέρος ναι και από το άλλο όχι.
Ερώτ. — Τις είνε ο πρώτος εκλογικός συγγραφεύς;
Απ. — Ο Βιργίλιος, όστις, εκτός της Αινειάδος, έγραψε και Γεωργικά και Εκλογάς.
Ερώτ. — Τι είνε ο εκλογεύς;
Απ. — Άνθρωπος, όστις, αφού ενηλικιωθή και αποκτήση δικαίωμα ψήφου, χάνει αμέσως την ανθρωπίνην του ιδιότητα και γίνεται απλούς αριθμός εις τον εκλογικόν κατάλογον.
Ερώτ. — Τι είνε υποψήφιος εν γένει;
Απ. — Άνθρωπος πιστοποιών την ύπαρξίν του διά πολυχρόων προγραμμάτων τοιχοκολλωμένων εις τους δρόμους,
Ερώτ. — Τίνα τα προσόντα του υποψηφίου;
Απ. — Να γνωρίζη γράμματα διά να αναγινώσκη τον εκλογικόν κατάλογον, να έχη πολλούς κουμπάρους και να διατηρή ανοικτόν σαλόνι κατά τας ημέρας των εκλογών.
Ερώτ. — Διατί πρέπει να έχη σαλόνι ο υποψήφιος;
Απ. — Διότι ο εκλογικός σάλος απαιτεί να υπάρχη και εκλογική σάλα.
Ερώτ. — Τι πρέπει απαραιτήτως να πράξη ο υποψήφιος;
Απ. — Προ της εκλογής να κάμη μίαν διαδήλωσιν, μετά την εκλογήν να κάμη μίαν δήλωσιν δι' ής να ευχαριστή τους συμπολίτας του, είτε επιτύχη είτε όχι.
Ερώτ. — Τι είνε υποψήφιος δήμαρχος;
Απ. — Άνθρωπος ομοιάζων με την Εκκλησίαν.
Ερώτ. — Διατί;
Απ. — Διότι, επειδή συνήθως εις τα προγράμματά του αποκαλεί εαυτόν τέκνον του λαού, έχει, όπως και η Εκκλησία, πολλάς χιλιάδας πατέρων.
Ερώτ. — Τι είνε υποψήφιος πάρεδρος;
Απ. — Άνθρωπος όστις συνήθως δεν κάμνει τίποτε και όστις δεν επιθυμεί να μεταβάλη το επάγγελμά του.
Ερώτ. — Και υποψήφιος σύμβουλος;
Απ. — Άνθρωπος διατελών ενίοτε εις κατάστασιν απαγορεύσεως και όστις επιθυμεί να συμβουλεύη τον δήμον.
Ερώτ. — Ποίον είνε το συμπέρασμα;
Απ. — Το συμπέρασμα είνε ότι, αφού αλλάζομεν υποκάμισον τουλάχιστον καθ' εβδομάδα, πρέπει ν' αλλάζωμεν δήμαρχον τουλάχιστον κατ' έτος. Επί μίαν τετραετίαν είνε αδύνατον να υπάρχη δήμαρχος αμέμπτου καθαριότητος.
(1887)
Δεν εννοώ ποσώς να ψέξω το μέτρον, περί ού εγένετο κατ' αυτάς σκέψις, την
εισαγωγήν δηλαδή των γυναικών εις την ταχυδρομικήν υπηρεσίαν του Κράτους. Το
μέτρον τούτο από πολλού εισήχθη εν Ευρώπη και κατεδείχθη αποφέρον εξαίρετα
αποτελέσματα· το θεωρώ δε συντελεστικώτατον αφ' ετέρου εις την βελτίωσιν της
τύχης του παρ' ημίν γυναικείου φύλου, ούτινος ευρύνεται ούτως ο κύκλος του
βιοποριστικού σταδίου, ενώ εναμίλλως οφείλει μετά του ανδρός ν' αγωνίζεται τον
αγώνα του βίου. Άλλως τε, αφού προ καιρού είνε παραδεδεγμένον, ότι αι γυναίκες
είνε δυνατόν να διαπρέψουν εις τα γράμματα, δεν βλέπω τον λόγον τον
αποκλείοντα αυτάς από το κατ' εξοχήν βασίλειον των γραμμάτων.
Λαμβάνων όμως υπ' όψιν αφ' ετέρου τα ήθη, τα έθιμα, τας ιδέας μας, τας
επικρατούσας εν κοινωνία και εν τη πολιτική συνθήκας, φαντάζομαι από τούδε
μερικάς σκηνάς δυναμένας κάλλιστα, να συμβούν.
ΣΚΗΝΗ Α'.
Κατ' οίκον ο πατήρ συλλαμβάνει την θυγατέρα εγχειρίζουσαν από του παραθύρου επιστολήν εις τον εραστήν.
Ο ΠΑΤΗΡ (οργίλως).
Τι κάνεις εκεί;
Η ΘΥΓΑΤΗΡ (φοβισμένη).
Μπαμπά! . . . τίποτε! . . .
Ο ΠΑΤΗΡ
Πώς τίποτε! . . . Αφού σε είδα που έδιδες γράμμα εις εκείνον τον φαυλόβιον . . . Ραβασάκι, έ; . . .
Η ΜΗΤΗΡ (παρεμβαίνουσα).
Μα, άνδρα μου . . . το κορίτσι μας γυμνάζεται διά την ταχυδρομικήν υπηρεσίαν . . . Δεν είπαμεν, ότι θα διορισθή εκεί; . . .
Ο ΠΑΤΗΡ (κατευναζόμενος).
Α! . . . έτσι; . . . αλλάζει τότε! . . .
ΣΚΗΝΗ Β'.
Εις το ταχυδρομείον· πλησιάζει κομψός τις νέος και ερωτά.
Ο ΝΕΟΣ
Έχω γράμμα;
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ (έσωθεν).
Έχεις, ναι! . . . κακούργε!.. άθλιε! . . . προδότα! . . .
Ο ΝΕΟΣ (έκπληκτος).
Καλλιόπη! . . .
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
Φύγε, τέρας! . . . Έχεις την αναίδειαν να το ζητής από εμέ; . . .
Ο ΝΕΟΣ
Μα τι συμβαίνει λοιπόν;
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
Κρημνίσου απ' εδώ! . . . Δεν σου το δίδω το γράμμα.
Ο ΝΕΟΣ
Καλλιόπη! . . . θα με φέρης εις απελπισίαν! . . . θα σε καταγγείλω!
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
Θα με καταγγείλης; . . . Νά, θηρίον! . . . πάρε το γράμμα σου!
Ο ΝΕΟΣ (αποσφραγίζων την επιστολήν και δεικνύων αυτήν προς την υπάλληλον).
Κύτταξε την υπογραφήν «Παΐσιος ιερομόναχος»· είνε του θείου μου, όστις μου στέλνει κάλτσες μάλλινες . . . Έχεις ακόμη υποψίας;
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ (συγκεκινημένη).
Παύλε! . . . συγχώρησέ με! Είμαι ζηλότυπος!
ΣΚΗΝΗ Γ'.
Εις το δωμάτιον του Υπουργού, είς Βουλευτής συνομιλεί μετ' αυτού
Ο ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ
Λοιπόν θα την διορίσωμεν, κύριε Υπουργέ;
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Ποίαν;
Ο ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ
Την κυρίαν Κλεοπάτραν . . .
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Εις την πρωτεύουσαν, αδύνατον! Είνε θέσις πολύ ενδιαφέρουσα . . .
Ο ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ
Μα ίσα ίσα, αυτή είνε καταλληλοτέρα πάσης άλλης . .
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Διατί;
Ο ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ
Διότι ακριβώς ευρίσκεται εις κατάστασιν ενδιαφέρουσαν!
ΣΚΗΝΗ Δ'.
Εν τω γραφείω της γενικής διευθύνσεως, ο Διευθυντής προσκαλεί παρ' αυτώ την υπάλληλον δεσποινίδα Ασπασίαν.
Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ (σοβαρός)
Δεσποινίς, υπεπέσετε εις παράπτωμα βαρύ . . . Αυτός ο φάκελος, τον οποίον μου έστειλαν ανωνύμως, περιείχεν επιστολάς . . .
Η ΑΣΠΑΣΙΑ (ερυθριώσα).
Κύριε Διευθυντά . . . απετείνοντο προς τον αρραβωνιαστικόν μου . . .
Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
Πολύ καλά, δεσποινίς . . . είσθε κυρία να γράφετε εις όποιον θέλετε· αλλά κυττάξατε . . . δεν φέρουν γραμματόσημον.
ΑΣΠΑΣΙΑ (συνεσταλμένη).
Αλλ' αφού δεν τα έστειλα με το ταχυδρομείον;
Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
Και αυτό ακριβώς είνε το παράπτωμά σας . . . Η κυβέρνησις, ήτις προέβη εις το μέτρον του διορισμού γυναικών εις τον ταχυδρομικόν κλάδον, απέβλεπε διά τούτου εις την ζωηροτέραν ανάπτυξιν της αλληλογραφίας και την αύξησιν των ταχυδρομικών τελών. Πηγαίνετε και εις το εξής να είσθε προσεκτικωτέρα!
ΣΚΗΝΗ Ε'.
Έξωθεν της θυρίδος του ταχυδρομείου· πλησιάζει δι' εικοστήν φοράν είς λιμοκοντόρος σταθμεύων διαρκώς εις την στοάν.
Ο ΛΙΜΟΚΟΝΤΟΡΟΣ
Έχω κανένα γράμμα;
Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ (έσωθεν).
Μα, κύριε, μ' εσκοτίσατε επί τέλους. Από πού περιμένετε γράμμα; . . . Από ποίον! . . .
Ο ΛΙΜΟΚΟΝΤΟΡΟΣ (στενάζων φλογερώς).
Από ποίον; . . . Και μ' ερωτάς, άσπλαγχνε;
Η υπάλληλος προσκαλεί τους κλητήρας εις βοήθειαν και ο λιμοκοντόρος αποδιώκεται διά λακτισμών.
Ότε έμαθα, ότι μεταξύ των διαφόρων ησκημένων ζώων, τα οποία επιδεικνύουν
καθ' εσπέραν την μάθησίν των εις το παρά τον σταθμόν του σιδηροδρόμου
Λαυρείου ιπποδρόμιον υπήρχε και είς χοίρος εξόχου νοημοσύνης και ευφυίας,
καταθέλγων το δημόσιον με τα διάφορα γυμνάσιά του, ανεπέτασα τας χείρας προς
τον ουρανόν και ηυλόγησα τον θρίαμβον του ανθρωπίνου πνεύματος.
— Ιδού, είπα, τιθασεύονται τα μάλλον άγρια των θηρίων, εκπαιδεύονται και τα μάλλον δύσνοα των ζώων. Γυμνάζονται οι ίπποι, οι πίθηκοι, αι αίγες· εξημερούνται αι άρκτοι και αι παρδάλεις. Ο ατρόμητος Μπουν, ο αμερικανός συνταγματάρχης, εισέρχεται καθ' εσπέραν εις τον κλωβόν των λεόντων, περιέρχεται την Ευρώπην και πάει λέοντας! Ιδού ότι δεικνύουν ευφυίαν οι όνοι και επιδεξιότητα οι χοίροι. Θεέ μου! υπάρχει λοιπόν ελπίς να ίδωμεν μίαν ημέραν και τιθασευμένους βουλευτάς;
Και η πρώτη μου σκέψις υπήρξε να ίδω εκ του πλησίον το αξιοπερίεργον αυτό τετράποδον, να λάβω, ει δυνατόν, παρ' αυτού εξηγήσεις τινάς και πληροφορίας περί της ικανότητός του και των εντυπώσεών του εκ της ενταύθα διαμονής του.
Το έργον δεν ήτο ευχερές, αλλ' οφείλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνην μου προς τον αξιόλογον λαοφιλή παλιάτσον Αντώνιον, τον προγυμναστήν και αχώριστον σύντροφον του σοφού χοίρου, προς όν έσχον την ιδέαν ν' αποταθώ και όστις λίαν ευγενώς ανεδέχθη να διευκολύνη την ποθητήν συνέντευξιν.
— Έρχομαι θαρρών, του είπα, διότι είμαι και εγώ χοιρώναξ των γραμμάτων. Μέχρι τούδε εγνώρισα μόνον χοροδιδασκάλους, οίτινες ομολογώ ότι δεν ήσαν πολύ ευφυείς· χαίρω, διότι μου παρέχεται η ευκαιρία να γνωρίσω ένα τόσον νοήμονα και επιτήδειον χοιροδιδάσκαλον.
— Και εις ποίαν γλώσσαν θα εξηγηθήτε; με ηρώτησεν ευχαριστηθείς εκ της προσαγορεύσεως.
— Επειδή δεν έτυχέ ποτε να σπουδάσω την γλώσσαν των κοινοβουλευτικών συνδιαλέξεων και των προσωπικών διατριβών, η συνεννόησις κατ' ανάγκην θα γίνη διά χοιρονομιών.
Ο Αντώνιος παρεδέχθη, αναδεχόμενος μάλιστα να χρησιμεύση και ως διερμηνεύς.
— Έξοχον και προνομιούχον τετράποδον, είπα μόλις ενεφανίσθην προ του ζώου, σε χαιρετίζω μετά του προσήκοντος θαυμασμού. Είδα μέχρι τούδε σοφούς, οίτινες πιθανόν να ήσαν και χοίροι· τα ανώτερα ημών διδακτήρια κάτι γνωρίζουν περί τούτου. Είδα σοφούς εκδίδοντας εγχοιρίδια, αλλά χοίρον σοφόν ομολογώ ότι δεν είδα ακόμη.
Ο σοφός χοίρος εθέλχθη εκ της προσφωνήσεώς μου και απήντησε διά παρατεταμένου γρυλλισμού ευχαριστηρίου.
Η πρώτη μου ερώτησις ήτο περί των εκ της πόλεώς μας εντυπώσεών του. Η εις εμέ διαβιβασθείσα διά του Αντωνίου απάντησις είχεν ως εξής:
— Τόσον μου ήρεσεν η πόλις σας και ιδίως η κατάστασις των οδών σας, ώστε, αν ήτο εις την εξουσίαν μου, θα ενεγραφόμην δημότης διά να διαμένω διαρκώς εδώ.
— Η επιθυμία σας μας κολακεύει πολύ, απήντησα, και θα φροντίσω να την διαβιβάσω καταλλήλως εις το δημοτικόν μας συμβούλιον· αλλ' επειδή ευρισκόμεθα εις το θέμα αυτό, επιθυμώ να σας ερωτήσω περί ενός αντικειμένου της ειδικής αρμοδιότητός σας. Τι φρονείτε περί των κατασκευαζομένων αποχωρητηρίων;
— Το κατ' εμέ δεν τα εγκρίνω, είπεν ο τετράπους μαθητής του Αντωνίου· προτιμώμεν τα πράγματα να μένουν εις την φυσικήν των κατάστασιν. Αλλά βεβαίως θα είνε λόγος πολιτικός.
— Πολιτικός! . . . διατί;
— Διότι, ως ήκουσα, η αντιπολίτευσίς σας έχει το ιδίωμα ν' αποχωρή συχνά και ο πολλαπλασιασμός των αποχωρητηρίων έγινεν επίτηδες, όπως διευκολύνη την συνταγματικήν της ταύτην λειτουργίαν.
Το επιχοίρημα ήτο τόσον ακαταμάχητον, ώστε εδέησε να το παραδεχθώ.
— Και περί του ύδατος της πόλεως ποίαν γνώμην έχετε; εξηκολούθησα.
— Φανερόν είνε, απήντησεν ο ευφυής χοίρος, ότι το ύδωρ κλέπτεται από τα υδραγωγεία, εις τα οποία ανοίγουν τρύπας. Και αύται είνε αι μόναι τρύπαι εις το νερόν, αι οποίαι έχουν σημασίαν.
— Και περί της λιθοστρώσεως τι λέγετε;
— Βλέπω εις τας εφημερίδας..; à propos, σας συγχαίρω και διά μερικάς εξ αυτών, διότι οι συντάκται των χοιρίζονται τον κάλαμον με πολλήν χάριν και ευρίσκω εις αυτάς άφθονον τροφήν . . . βλέπω λοιπόν, ότι ο δήμαρχός σας λιθοβολείται καθ' εκάστην παρά διαφόρων εταιρειών. Ανέγνωσα όμως και όσα έγραψε περί τούτου είς καθηγητής του Πανεπιστημίου και έχω την τιμήν να συμμερίζωμαι πληρέστατα την γνώμην του κυρίου καθηγητού.
— Επιθυμείτε να συνομιλήσωμεν και περί της πολιτικής; ηρώτησα μετά τινος δισταγμού.
Ο χοίρος εποίησε κίνημα απαρεσκείας.
— Διότι ανακατεύομαι εις τον βόρβορον ενίοτε, απήντησε, δεν έπεται ότι ανακατεύομαι και εις την πολιτικήν.
— Θα ηκούσατε βεβαίως περί της πολυκρότου υποθέσεως των ανακαλυφθεισών τελωνειακών και ταμειακών καταχρήσεων; Μου επιτρέπετε να σας ερωτήσω ποίαν ιδέαν έχετε περί αυτών;
— Η ιδέα μου, κύριε, είπε μετ' αξιοπρεπείας ο χοίρος, είνε πολύ παρήγορος και κολακευτική διά το γένος μας. Μέχρι τούδε ενόμιζα, ότι ημείς είμεθα τα μάλλον λαίμαργα και μάλλον παμφάγα των ζώων, ότε όμως επληροφορήθην τι έπραττον οι τελώναι και οι ταμίαι, απέβαλα την πεπλανημένην ταύτην ιδέαν.
Εξαντληθέντων των θεμάτων, η συνέντευξις έληγε κατ' ανάγκην. Ηγέρθην όπως αναχωρήσω και ηυχαρίστησα το ευγενές ζώον.
— Διά της ευμενείας σας κατεστήσατε υποχοίριον την ευγνωμοσύνην μου, τω είπα. Εύχομαι να παραταθή όσον το δυνατόν περισσότερον ο βίος σας, μολονότι αυτός είνε εξησφαλισμένος ένεκα της σοφίας και της ικανότητός σας, και το ανθρώπινον γένος ν' αργήση επί πολύ να φάγη τα χοιρομήριά σας.
Ο χοίρος με ηυχαρίστησεν επί τη ευχή και προσέθηκε:
— Σκοπεύω να διατρίψω επί τινας εισέτι ημέρας ενταύθα· θέλω να επισκεφθώ το Βουλευτήριόν σας, το Χρηματιστήριον, το Δημαρχείον και το παλαιόν θέατρον του Μπούκουρη, το οποίον μου λέγουν ότι είνε πολύ εύμορφον και εις το οποίον απορώ διατί δεν με έφερεν ο εργολάβος μου να δίδω παραστάσεις. Τας περαιτέρω εντυπώσεις μου, εάν δεν σας ίδω και δευτέραν φοράν, θα σας τας στείλω εγγράφως διά του Αντωνίου.
Εξήλθα καταγοητευμένος και θαυμάζων την διανοητικήν περιωπήν εις την οποίαν έφθασε το γένος των χοίρων. Εσκεπτόμην ότι τα δαιμόνια, άτινα έπεμψεν άλλοτε ο Χριστός εις την αγέλην αυτών εν τη χώρα των Γεργεσηνών, επενήργησαν εις την μόρφωσιν αυτών. Υπό τοιούτων κατειχόμην συλλογισμών, όταν συνήντησα ένα φίλον μου περίλυπον και πενθηφορούντα.
— Τι σου συνέβη; τον ηρώτησα.
— Δεν τα έμαθες; απήντησε κατηφής· απέθανεν η σύζυγός μου!
Ήρπασα την χείρα του και την έθλιψα εγκαρδίως.
— Σε συγχαίρω! του είπα μετά παραφοράς.
Ο φίλος μου έμεινεν εμβρόντητος διά τα συγχαρητήριά μου και με προσέβλεπεν άφωνος και μη δυνάμενος να εννοήση.
— Ναι, σε συγχαίρω, επανέλαβα. Πρωτύτερο δεν ηξεύρω τι ήσο, αλλά τώρα είσαι βεβαίως κάτι, αφού έγινες χήρος!
(1888)
Ο στρατιώτης του 3 λόχου του 2 τάγματος του 1 συντάγματος Σταμάτης Λόρδας εισέρχεται εις το μαγειρείον, ένθα η ποθητή της καρδίας του Θοδώρα κόπτει αυγολέμονον διά τους παρασκευασθέντας ντολμάδες, προχωρεί ωχρός και βαρύθυμος, και με φωνήν πένθιμον ανακράζει:
— Θοδώρα! σε κατήργησαν.
Η Θοδώρα χωρίς ν' αφήση την εργασίαν της:
Τι λες, βρε χάχα;
Λόρδας ισχυρότερον: — Σου λέγω, ότι σε κατήργησαν, ότι μας αφάνισαν, μας κατέστρεψαν! . . .
Και ενταυτώ χώνει τας χείρας εις την λοπάδα [22] και αρπάζει δύο ντολμάδες, τους οποίους καταβροχθίζει.
Η Θοδώρα μανιώδης:
— Βγάλ' τα κούτσουρά σου απ' εκεί! . . . Μίλα, βρε κορόιδο της φανταρίας, τι έπαθες;
— Μα δεν ακούς λοιπόν; σε κατήργησαν, σου λέγω!
— Ποίος με κατήργησε;
— Ο υπουργός των Στρατιωτικών!
— Ο υπουργός; . . . Και τι έχω να κάνω μαζί του;
— Ξέρω κ' εγώ! . . . νά, από ζηλοτυπία φυσικά! . . .
— Μα τι έκαμα;
— Πάλι! . . . Σου λέγω πως κατήργησε τη Θοδώρα! . . .
— Τη σάλπιγγα;
— Ναι, τη σάλπιγγα, το αποχωρητήριον και μαζί με την σάλπιγγα και εσέ και τας συνεντεύξεις μας και τον έρωτά μας! . . . Πώς θα πηγαίνω εγώ τώρα από το Μεταξουργείον εις τα Παραπήγματα χωρίς σάλπιγγα; . . . Σου λέγω πως μας αφάνισε!
— Και γι' αυτό χάνεσαι, βρε βλάκα; . . . Δεν 'μπορείς να ξέρης την ώρα και να γυρίσης εις τον στρατώνα;
— Και πού να την ιδώ την ώρα;
— Εις το ρολόγι;
— Και πού να ιδώ το ρολόγι;
— Σε κανένα μπακάλικο . . . σε κανένα καφενείο . . .
— Και αν πηγαίνη οπίσω το ρολόγι του καφενείου; . . . Δεν μ' αφήνεις, καλέ!. . . . Αχ! να είχα τουλάχιστον ένα ρολόγι δικό μου! . . .
Η Θοδώρα μετά σκέψιν:
— Ε! . . . ας είνε! Τυχερός ήσουν και σούφεξε. Μου έκαμε σήμερα χάρισμα η κυρά μου 25 δραχμάς να πάρω φουστάνι. (Ερευνά εις τα θυλάκιά της και του εγχειρίζει τας 25 δραχμάς). Νά! πάρε εσύ ένα ρολόγι!
Ο Λόρδας μετά συγκινήσεως:
— Θοδώρα! με σώζεις! . . . με γλυτώνεις! . . . Είχα απόφασι ν' αυτοχειριασθώ και θα επήγαινα από άωρον θάνατον!
Εις το αυτό μαγειρείον την επομένην εσπέραν. Ο Λόρδας μετ' ανησυχίας ερωτά:
— Τι ώρα είνε;
Η Θοδώρα απορούσα:
— Μα δεν επήρες το ρολόγι;
— Πού ρολόγι! . . . σήμερα όλη μέρα ήμουν αγγαρεία εις την υπηρεσίαν. Τώρα το βράδυ άρπαξα μια στιγμή να έλθω να σε ιδώ! . . . Κύτταξε το ρολόγι του αφεντικού σου . . .
Η Θοδώρα επιστρέφουσα:
— Είνε έξι και είκοσι.
— Πίσω θα πηγαίνη . . . Κύτταξε και το ρολόγι που είνε στην κάμερα της κυράς σου . . .
Η Θοδώρα μεταβαίνει και επιστρέφει:
— Αυτό λέει επτά και δέκα! Δεν μπορεί να είνε τόσο! Ας ρωτήσουμε και τον μπακάλη από το παράθυρον.
Ερωτάται ο μπακάλης και απαντά: — Επτά παρά τέταρτον.
Ο Λόρδας εν αμηχανία:
— Τώρα ποιο να πιστεύσουμε από τα τρία;
Επαναλαμβάνεται η τρυφερά διένεξις της σκηνής του κήπου μεταξύ Ρωμαίου και Ιουλιέττας περί της ώρας, κατά την οποίαν το άσμα του κορυδαλού αντικαθίσταται υπό των ύβρεων του αφεντικού της Θοδώρας, δυσανασχετούντος διά την βραδύτητα της υπηρετρίας του. Μεθ' ό ο Λόρδας απέρχεται εσπευσμένως.
Εις το οινοπωλείον και ξενοδοχείον ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ. Διάφοροι στρατιώται του συντάγματος συνδειπνούν ευθύμως.
Ο Σταμάτης Λόρδας ψάλλει φαιδρώς το άσμα: Στο ένα χέρι την Μανιώ και στ' άλλο την κανάτα· έπειτα μεγαλοφώνως:
— Κάπελα! . . . μια οκά ακόμη και τον λογαριασμό.
Ο ξενοδόχος φέρει τον λογαριασμόν: Είκοσι και τριάντα πέντε.
Ο Λόρδας μεγαλοπρεπώς:
— Παιδιά: κερνώ εγώ απόψε! . . .
Δίδει το χαρτονόμισμα των 25 δραχμών, επευφημούντων μετ' εκπλήξεως των συνδαιτυμόνων. Οι στρατιώται συγκρούουν τα ποτήρια:
— Η ώρα η καλή! . . .
Ο Λόρδας μελαγχολικώς κατ' ιδίαν:
— Η ώρα η καλή! . . . αλλά! . . . χωρίς ρολόγι!
Εις την λεωφόρον Πανεπιστημίου. Ο Σταμάτης σπεύδων το βήμα και αποτεινόμενος προς ένα διαβάτην:
— Κύριε . . . παρακαλώ, τι ώρα έχετε;
Ο διαβάτης φέρων τας χείρας εις τα θυλάκια και κραυγάζων:
— Λωποδύται! . . . βοήθεια!
Ο Λόρδας τρέχων βιαίως και κρυπτόμενος εις το προ του Πανεπιστημίου άλσος;
— Να σε πάρ' η οργή, μαγκούφη! . . . έβαλε τον κόσμο άνω κάτω με τες φωνές του! . . . Τι σκοτάδι εδώ πέρα . . . πίσσα! . . . Να ημπορούσα να ιδώ το ρολόγι! . . . να είχα φως! . . . Έχω ένα κερί επάνω μου, αλλά σπίρτο; . . . (Προχωρεί και διακρίνει εν τω σκότει σκιάν ανθρώπου καθημένου). Πατριώτη, έχεις κανένα σπίρτο; . . . Δεν μιλεί αυτός! . . . τουλάχιστον δεν μ' επήρε για λωποδύτη! . . . Δεν ακούς, πατριώτη; (Πλησιάζει έτι μάλλον) . . . Μπα, διάβολε! . . . στον Κοραή μιλούσα! . . .
Εις τον στρατώνα αναγινώσκεται ο κατάλογος της εσπερινής προσκλήσεως.
— Λόρδας Σταμάτης . . .
— Απών!
Ο επιλοχίας:
— Απών, έ; Κ' έμαθα πως είχε τσιμπούσι ο λιμοκοντόρος! . . . Σημείωσέ τον. Καλό γλέντι τον περιμένει.
Εις το μαγειρείον. Η Θοδώρα σύννους παρασκευάζουσα το δείπνον.
— Τι να έγινε αυτός ο παραλυμένος; Πέντε μέρες έχει να φανή!
Ο Σταμάτης εμφανιζόμενος:
— Θοδώρα μου! . . . δεν σου τάλεγα; Την έφαγα την πεντάρα! . . . Μ' έχωσαν στη φυλακή γιατί επήγα αργά στην πρόσκλησι . . .
— Καλά! . . . μα δεν είχες ρολόγι να ιδής την ώρα;
— Ρολόγι πού να στα λέγω! . . . Επήρα ένα ρολόγι, μα αυτό το καταραμένο επήγαινε τόσο εμπρός . . . μα τόσο πολύ εμπρός . . . ώστε . . .
— Ώστε; . . .
— Ώστε . . . δεν ημπορούσα να το ακολουθήσω . . . το έχασα απ' εμπρός μου . . .
— Έτσι ε . . . . το έχασες; . . . Και δεν μου χανόσουνε και συ μαζί μ' αυτό; . . .
— Θοδώρα! . . .
— Να χαθής, σου λέω! . . .
— Θοδώρα! . . . (προσπαθεί να την εξευμενίση διά τρυφερού εναγκαλισμού).
— Γκρεμίσου απ' εδώ! . . . (αρπάζουσα μίαν σιδηράν εσχάραν και αμυνομένη).
— Θοδώρα, είσαι άσπλαγχνη, είσαι θηρίον! . . .
Εξακολουθεί δεινή σύγκρουσις, κατά την οποίαν ο Λόρδας δεχόμενος κατά κεφαλής μίαν πληγήν εσχάρας και κατά πρόσωπον μίαν πατσαβούραν με στάχτην τρέπεται εις φυγήν.
Εις την αυλήν του στρατώνος. Ο Σταμάτης Λόρδας αναγινώσκων κατά μόνας βιβλίον και μονολογών.
— Ωρκίσθην να πάρω ένα ρολόγι . . . Ιδού! . . . έως ν' αποκτήσω το απαιτούμενον χρηματικόν ποσόν, ηγόρασα ωστόσον Ωρολόγιον το Μέγα! Διαβάζω με ευσέβειαν τους παρακλητικούς κανόνας και παρακαλώ να φωτίση ο Θεός το υπουργείον ή να βάλουν πάλιν σ' ενέργεια την Θοδώρα, ή να τοποθετήσουν πέντ' έξι ρολόγια εις την πόλι!
(1889)
Αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι.
Εννοώ κάλλιστα την ανυπομονησίαν και την αγανάκτησίν σας· συναισθάνομαι το καθήκον, όπερ η προνοητική φύσις έταξεν εις εμέ, όπως έταξεν εις τους αστυνομικούς κλητήρας το καθήκον της χαρτοπαιξίας και εις τους επιδόξους υπουργούς της δημοσίας εκπαιδεύσεως το καθήκον της ανορθογραφίας. Δεν υπήρξε προσωπικότης οπωσούν έξοχος πατήσασα επί της κλασικής ταύτης γης και αλευρωθείσα εκ της κόνεώς της, δεν υπήρξε δίπουν ή τετράπουν, λογικόν ως αγόρευσις συνηγόρου εις το Πλημμελειοδικείον, ή άλογον ως εκείνα τα οποία ηγόραζον και μετεπώλουν αενάως κατά το παρελθόν αι κυβερνήσεις της πατρίδος μας, το οποίον να μη υπεβλήθη εις καταναγκαστικήν συνέντευξιν μετά του υποφαινομένου εις αυτάς ταύτας τας στήλας και υπό τον τυραννικόν ζυγόν του λογοπαιγνίου. Όπου και αν κατώκει, εις ξενοδοχείον ή εις ιδιωτικήν οικίαν, εις ανάκτορον ή εις χάνι, τον εύρισκα αμέσως και αι θύραι της κατοικίας του, απρόσιτοι δι' άλλους, ηνοίγοντο ευχερώς δι' εμέ, ως να ήσαν θύραι νομισματικού μουσείου.
Είχετε δίκαιον επομένως να λέγετε απορούντες περί εμού:
— Ακούς εκεί! . . . να είνε εδώ ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης και αυτός να μη τζακισθή ακόμη να υπάγη να τον ιδή! . . .
Είχετε δίκαιον, αλλά . . . έχετε άδικον!
Νομίζετε, ότι δεν το εσκέφθην εγώ; νομίζετε, ότι δεν με συνεκίνησαν μέχρι δακρύων τα δεινοπαθήματα της κυρά-Γιάνναινας, τα τόσον τραγικώς περιγραφέντα εις τας εφημερίδας, και το μαρτύριον εις το οποίον υπεβλήθη ο φοβερός υπαστυνόμος του Πειραιώς, ηναγκασμένος να διατελή επί ποδός, ένεκα των διαδόσεων περί της αφίξεως του απαισίου Αντεροβγάλτη; Νομίζετε, ότι δεν με επτόησε το θάρρος με το οποίον παρέβαινε τας περί γραμματοσήμου διατάξεις, κολλών εις τα παράθυρα τας επιστολάς του, αντί να τας στέλλη διά του ταχυδρομείου, και δεν με εξέπληξεν η ικανότης μετά της οποίας έμαθε την γλώσσαν μας εντός δύο ή τριών ημερών, ώστε να την γράφη καλύτερον από μερικούς δημοσιογράφους;
Ή νομίζετε ότι δεν αντελήφθην και εγώ τον φόβον, όστις διεσπάρη εις τας τάξεις του λαού μας και δεν ήκουσα τας τερατώδεις διαδόσεις περί του μυστηριώδους αυτού επισκέπτου; Ολίγον έλειψε μάλιστα να γίνω αφορμή δυστυχήματος και ιδού πώς.
Ειργαζόμην προχθές εντός του δωματίου μου, ενώ έξω εις την αυλήν εκάθητο εις τον ήλιον η οικοδέσποινά μου κυρά-Πανώρηα πλέκουσα κάλτσαν και συνδιαλεγομένη μετά της γειτονίσσης της κυρά-Βασίλαινας και του μπαρμπα- Θεοδόση αποστράτου ενωμοτάρχου και νοικάρη της. Το θέμα της συνομιλίας των ήτο ο απαίσιος Αντεροβγάλτης· η κυρά-Πανώρηα διετείνετο, ότι τον είδαν τες περασμένες εις το νταμάρι του Στρέφη να ροκανίζη τα κόκκαλα τριών γυναικών οπού είχε σφάξει· η κυρά-Βασίλαινα, η οποία είχε πλύσιν, έτρεμεν εις την ιδέαν, ότι έμελλε ν' αφήση έξω εις την αυλήν τα απλωμένα ρούχα και ο μπαρμπα- Θεοδόσης αρειμανίως στρέφων τον ψαρόν μύστακα έλεγεν, ότι εις το εξής κάθε βράδυ οπού επήγαινε και «επέρναγε την ώραν του» εις έν μπακάλικον της συνοικίας, θα έπαιρνε μαζί του και ένα τουφέκι παλαιόν της Εθνοφυλακής, οπού είχεν εις το δωμάτιόν του. Διά μιας ήνοιξεν η θύρα του δωματίου μου και εισήλθε κάποιος.
Ήτο ο φίλος μου Ησαΐας, φοιτητής εκ Παμφυλίας, όστις, αφού διήκουσεν επί έν έτος τα μαθήματα της Θεολογικής σχολής, ενεγράφη το επόμενον εις την Φαρμακευτικήν. Εφόρει πρότερον ασιατικήν ενδυμασίαν και επειδή κατ' εκείνην την στιγμήν διά πρώτην φοράν τον έβλεπα ενδεδυμένον ευρωπαϊκά δεν τον ανεγνώρισα αμέσως.
— Εσύ είσαι, καλέ;
— Εγώ, δεν με ανεγνώρισες;
— Μα τι τα έκαμες τα αντεριά; [23]
— Τα αντεριά; τα έβγαλα!
— Τα έβγαλες! ανεβόησα μετά φρίκης, μα τότε λοιπόν είσαι και συ Αντεριοβγάλτης!
Μόλις επρόφερα τον κακόν αυτόν αστεϊσμόν και παρευθύς εις την αυλήν, ένθα οι συνδιαλεγόμενοι ήκουσαν τον ανωτέρω διάλογον, εξερράγη φοβερός πάταγος. Η κυρά-Βασίλαινα ώρμησε μετά κραυγών και εκρύφθη υπό τον κάλαθον της αλυσίβας. Ο μπαρμπα-Θεοδόσης έτρεξε να πάρη το τουφέκι της Εθνοφυλακής· η κυρά-Πανώρηα ωπλίσθη γενναίως με έν από τα τσόκαρά της· η Φουντούκω, το κυνάριον της οικοδεσποίνης, υλάκτει μανιωδώς και αι όρνιθες έτρεχον πτήσσουσαι μετά ισχυρού κακαβισμού εντός της αυλής, ενώ από τα γειτονικά παράθυρα ηκούοντο έντρομοι φωναί γυναικών και παίδων:
«Ο Αντεροβγάλτης! ο Αντεροβγάλτης!»
Μετά κόπου ηδυνήθην να σώσω τον εμβρόντητον απομείναντα Ησαΐαν από της μανίας του πλήθους, αναγκασθείς να δημηγορήσω και να διαβεβαιώσω το ακροατήριον — ότι ο ατυχής φίλος μου όχι μόνον δεν έτρωγε κρέας ανθρώπινον, αλλ' ουδ' αυτό το βωδινόν, ειμή κατά τας επισήμους ημέρας, περιοριζόμενος ολιγαρχικώς εις την καθημερινήν κατανάλωσιν των φυτικών ουσιών, εις την οποίαν τον είχεν αρχικώς προορίσει η φύσις, πριν ή μεταμεληθείσα στερήση αυτόν ασπλάγχνως των άλλων δυο ποδών, ούς εσκόπει πρότερον να του δώση.
Όλα ταύτα τα γνωρίζω· αλλά τι τα θέλετε! ανέκαθεν εσχημάτισα την βαθυτάτην πεποίθησιν, ότι ο απαίσιος αυτός Τζακ δεν ευρίσκετο εις την Ελλάδα, διότι δεν ηδύνατο να έλθη.
Ο άνθρωπος αυτός απέκτησε μίαν φήμην παγκόσμιον διά των κατορθωμάτων του, την οποίαν υποθέτω ότι επιθυμεί να διατηρήση. Αλλ' ίσα ίσα η μόνη χώρα όπου η φήμη του θα κατεστρέφετο είνε η ιδική μας. Η Ελλάς είνε η καθαυτό χώρα του ξεκοιλιάσματος. Το να βγάλη τις τα έντερα του άλλου παρ' ημίν είνε το φυσικώτερον πράγμα του κόσμου. Η συνηθεστέρα σκηνή εξ όσων αναγινώσκεις εις τας εφημερίδας μας είνε η εξής περίπου:
Ο Γιάννης και ο Κώστας είνε στενοί φίλοι και πηγαίνουν το βράδυ μαζί να πιούν ένα κρασί. Εις την συνομιλίαν επάνω φιλονεικούν.
— Εκείνο το ρετσινάτο που έπιαμε στην ταβέρνα του Θανάση ήτο καλύτερο, λέγει ο Κώστας,
— Α, μπα! καλύτερο είν' αυτό, απαντά ο Γιάννης.
— Μάλιστα! . . . αγκαλά . . . που ξέρεις εσύ από κρασί!
— Εγώ δεν ξεύρω; . . . εσύ δεν ξεύρεις τι σου γίνεται,
— Είσαι βλάκας!
— Είσαι μασκαράς! . . .
Εις απάντησιν εξάγει ο Κώστας το μαχαίρι και ξεκοιλιάζει τον αγαπητόν του φίλον.
Ύστερα υπό αυτά τα καθημερινά και συνήθη, τι θα ήτο ο Τζακ εδώ; είς κοινότατος ήρως του αστυνομικού δελτίου, αναφερόμενος εκάστοτε μεταξύ του αξιοτίμου κυρίου Βη και του αξιοτίμου κυρίου Ποντική, όστις μίαν ημέραν ήθελε παραπεμφθή εις το Κακουργιοδικείον, όπου θα είχε συνήγορον ένα πολιτευόμενον, θα κατεδικάζετο, και . . . θα ελάμβανε χάριν μετά έξ μήνας από τον υπουργόν της Δικαιοσύνης.
Ο Αντεροβγάλτης! Και νομίζετε, ότι δεν έχομεν ημείς εδώ αντεροβγάλτας; Πόσον απατάσθε!
Προσμείνατε πάλιν να επανέλθη καμμία εμφρακτική υποτροπή εις την Βουλήν μας, και υπάγετε τότε εις το Βουλευτήριον και λάβετε τον ηρωισμόν να καθίσετε έως το πρωί διά ν' ακούσετε την φάλαγγα των διαφόρων ρητόρων ν' αγορεύουν εκ περιτροπής διά τον έντιμον φυγόδικον κ. Παπααναγνωστοθεοχριστοδουλοφιλόπουλον και τότε δύνασθε ν’ αντιμετωπίσετε θαρραλέως ολοζώντανον τον πραγματικόν Τζακ τον Αντεροβγάλτην, όστις δεν θα ηδύνατο πλέον να σας βλάψη, διότι τίποτε δεν εύρισκεν εις την γαστέρα σας.
Δι' όλους αυτούς τους λόγους φρονώ εν πεποιθήσει, ότι ο Τζακ δεν θα απεφάσιζέ ποτε να έλθη εδώ, διά να υποβάλη εις επικίνδυνον συναγωνισμόν το έργον και την φήμην του.
Θα μου παρατηρήσετε ότι, καθά [24] υποτίθεται, ο Τζακ εκτελεί το αποτρόπαιον έργον του χάριν ανατομικών μελετών, διότι αφαιρεί τας μήτρας των θυμάτων του και τας παραλαμβάνει προς σπουδήν.
Αλλ' εις την παρατήρησίν σας απαντώ, ότι εις τον τόπον μας αυτή η αφαίρεσις είνε πράγμα δυσκολώτατον.
Και απόδειξις η Ιερά Σύνοδος, ήτις καίτοι έχει υπ' όψιν της τους αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας, τον Ποινικόν Νόμον και το Καταστατικόν του Δρομοκαϊτείου φρενοκομείου, ακόμη δεν απεφάσισε ν' αφαιρέση την μίτραν πολλών επισκόπων.
Ότε αφυπνίσθην προχθές την πρωίαν, ήτο η γλυκεία ώρα της χαραυγής, κατά την
οποίαν δεν ηξεύρω τι βαλσαμώνει η φύσις, καθά διαβεβαιοί ο Ζαλοκώστας, αλλά
κατά την οποίαν βεβαίως αναπέμπονται προς τον ουρανόν ομού με τους ήχους του
Εωθινού και τα κελαδήματα των πτηνών — επί τη υποθέσει ότι έχουν όρεξιν τα
πτηνά να κελαδούν αυτήν την εποχήν — αι φοβερώτεραι των βλασφημιών υπ'
εκείνων των ταλαιπώρων, των οποίων τον νήδυμον
[25]
ύπνον και το παρήγορον όνειρον διακόπτει η αγρία ωρυγή του
σαλεπτσή.
Δεν το λέγω διά να καυχηθώ, αλλά και εγώ ανήκω εις την τάξιν των ατυχών αυτών μαρτύρων. Παραδόξως όμως την ημέραν εκείνην δεν με αφύπνιζεν η θηριωδία των περιπλανωμένων αυτών τεράτων, δεν ήκουον τας λιγυράς [26] φωνάς των κουλουροπωλών, δεν ήκουον βήματα διαβατών εις την πολυσύχναστον οδόν.
Εννόησα ότι κάτι έκτακτον συνέβαινε και προσεκάλεσα τον υπηρέτην μου Αναξίμανδρον, όστις σπουδάζων άμα και υπηρετών, προώρισται να κλείση μίαν ημέραν την γενέθλιόν του νήσον Ωλίαρον, αναρριχώμενος μέχρι του αξιώματος του υπογραμματέως ειρηνοδικείου και μέχρι της περιωπής βοηθού αριστερού ψάλτου. Ήθελα να βεβαιωθώ αν είχε χιονίσει.
— Πήγαινε να ιδής, του είπον, αν μας ήλθεν η Λευκή κόρη του Βορρά . . .
Ο Αναξίμανδρος μεταβάς επέστρεψε μετ' ολίγον λίγων:
— Μας ήλθεν η κυρά-Γιάνναινα.
— Ποία;
— Η πλύστρα μας.
— Μα πώς λοιπόν; η κόρη του Βορρά δεν ετίναξε τα λευκά και αβρά ως φύλλα ιάσμου πέταλα; . . .
— Τα πέταλα τα ετίναξεν από το κρύον η κυρά Σταμάτα, η συντρόφισσα της πλύστρας μας, η οποία ήλθε να της δώσετε τα λεπτά, οπού της χρεωστείτε, διότι της χρειάζονται διά την κηδείαν.
Ερρίγησα τόσον πολύ, ώστε αμέσως εχώθην υπό το εφάπλωμα.
*
* *
Διότι πρέπει να γνωρίζετε, ότι, οσάκις εμφανίζεται η Λευκή κόρη του Βορρά εις την πόλιν μας, δύο κυρίως πράγματα πολλαπλασιάζονται καταπληκτικώς, τα ποιητικά επίθετα εις τας περιγραφάς των εφημερίδων και αι περιπνευμονίαι.
Η Λευκή αύτη κόρη του Βορρά έχει έν αποτέλεσμα ιδιαίτερον επί του οργανισμού μου. Οσάκις παρουσιάζεται αυτή, με όλην την ποιητικήν λευκότητά της, τα μέλη μου μελανιάζουν από το κρύον.
Προσεκάλεσα ένα φίλον μου Ασκληπιάδην και τον ηρώτησα να μου εξηγήση το φαινόμενον.
— Δεν είνε τίποτε, μου απήντησε μειδιών, αυτά είνε αποτελέσματα του ψύχους . . . Είνε και αυτό . . . ψύχωσις!
Ορίστε αι νέαι ιδέαι εις την επιστήμην!
*
* *
« — Δεν ηξεύρεις τι έκαμα!» μου έλεγε θριαμβευτικώς χθες ο αξιοτίμος φίλος μου κ. Ζαχαρίας Παραδαρμένος. «Αφού επήρα την σύνταξίν μου, έτρεξα και την ηγόρασα όλην κάρβουνα και εγέμισα την αποθήκην, εις στιγμήν κατά την οποίαν η αξιότιμος συμβία και σύνευνός μου έλειπεν από την οικίαν, ένεκα επισκέψεων. Όταν επανήλθε και μου εζήτησε τα χρήματα — ξεύρετε δα, ότι η κυρία Θεοδώρα είνε κομμάτι ευερέθιστος! — την επήρα από το χέρι και της είπα μυστηριωδώς:
— Σώπα, καλέ, σώπα και έχομεν θησαυρόν! . . .
Η αξιοτίμος και αγαπητή συμβία με παρηκολούθησε περίεργος μέχρι της αποθήκης.
— Ιδού, είπα, δεικνύων εις αυτήν τον ογκώδη σωρόν, άνθρακες ο θησαυρός!
Δεν ηξεύρω ποίαν απάντησιν έδωκεν η κυρία Θεοδώρα, αλλά μου φαίνεται, ότι είδα ζωηράν και εύγλωττον την απάντησιν εις το πλήρες αμυχών πρόσωπον του αξιοτίμου κ. Ζαχαρία.
*
* *
Δεν ακολουθώ ακριβώς το σύστημα του αξιοτίμου φίλου μου κ. Παραδαρμένου κατά τας ημέρας ταύτας του υπερβολικού ψύχους, εφαρμόζω όμως έν άλλο ανάλογον.
Κλείομαι εντός της κατοικίας μου και φροντίζω ν' αφαιρέσω ή ν' απομακρύνω εξ αυτής παν ό,τι έχει σχέσιν με το ψύχος.
Οσάκις κρούεται η θύρα, ο Αναξίμανδρος ίσταται εκεί άγρυπνος φρουρός.
— Ποίος είνε;
— Κάποιος εκ μέρους του κ. Ψύχα, όστις θέλει κάτι να αναγγείλη διά την υπόθεσιν του υπογείου σιδηροδρόμου.
— Ο κύριος δεν δέχεται.
— Μπουμ! . . . μπουμ! . . .
— Ποίος είνε;
— Ο κ. Παγώνης . . .
— Μακρυά δι' όνομα Θεού!
Κτυπούν πάλιν. Είνε ο κ. Θερμογιαννόπουλος.
— Η ευγενεία σας ημπορείτε να εισέλθετε.
Έπειτα εκτελείται γενική εκκαθάρισις εις την βιβλιοθήκην.
Τα βιβλία εξετάζονται έν προς έν.
— Τα δράματα ενός βραβευμένου ποιητού . . .
— Μακράν! . . .
— Η νομολογία του Αρείου Πάγου . . .
— Πέταξέ την!
Τα μόνα τα οποία διασώζονται εκ της αυστηράς απογραφής είνε μερικά φύλλα του Ηλίου του κ. Πύρλα καί τινες τόμοι της Εστίας.
Τα θέτω κατά σειράν και τοποθετούμαι εν τω μέσω αυτών. Αν και αυτή η μέθοδος δεν ισχύση, τότε καταφεύγω εις το τελευταίον μέσον· τα αντικαθιστώ όλα διά μιας φιάλης καλού ρωμίου της Ιαμαϊκής.
Εν ελλείψει, καταφεύγω εις το Ρωμαϊκόν Δίκαιον . . .
*
* *
Το εξής είνε το τελευταίον κατόρθωμα του Αναξιμάνδρου· το παραδίδω εις την αθανασίαν.
Γράφων μια των ημερών τούτων ελησμόνησα το πραγματικόν γένος της λέξεως ο Πάρνης, του γνωστού όρους της Αττικής, διότι είνε γνωστόν, ότι ο κ. Κόντος έχει προ πολλού επιφέρει αληθή αναστάτωσιν εις τα γένη των ονομάτων.
Έκραξα τον αγαθόν όσον και ευφυά νέον και του είπα:
— Κάμε μου την χάριν, σε παρακαλώ, κύτταξε ποίου γένους είνε το όρος Πάρνης.
Ο Αναξίμανδρος εξήλθε και μετά επισταμένην παρατήρησιν μου απήντησε:
— Δεν ημπόρεσα να διακρίνω, επειδή είνε σκεπασμένο από χιόνι.
(1889)
«Λάσπη, σκυλιά, χαμάληδες, αυτά τα τρία όντα
«Της Κωνσταντινουπόλεως τα μόνα προϊόντα».
Αύτη ήτο η αφόρητος επί τέλους καταστάσα επωδός, το αναπόφευκτον πάσης συνδιαλέξεως τέρμα, οσάκις κατά την βραχείαν εν Κωνσταντινουπόλει διαμονήν μου ετύχαινε να παραπονούμαι διά τον παχύν βόρβορον, τον κατακλύζοντα τας στενάς και σκολιάς οδούς της μεγαλοπόλεως εκείνης, κατά τας απαισίως πληκτικάς ημέρας των φθινοπωρινών βροχών, ή εκινδύνευα να καταπλακωθώ από τους ατελευτήτους καλπάζοντας ουλαμούς των αχθοφόρων, κλιμακηδόν τεταγμένων και μετακομιζόντων εν βοή δυσκίνητα βάρη εξαρτώμενα εκ μακρών ξύλων, ή τανάπαλιν εκινδύνευα να καταπλακώσω εγώ ολόκληρον οικογένειαν κυνικήν κατέχουσαν αυθαιρέτως μέγα μέρος της δυσβάτου οδού ή του στενού πεζοδρομίου. Εις τα παράπονά μου, εις τας παρατηρήσεις μου, εις τα επιφωνήματα της εκπλήξεώς μου ήκουα στερεοτύπως προς απάντησιν τους δύο ανωτέρω στίχους με έμφασιν απαγγελλομένους και μέ τινα δόσιν χαιρεκάκου φιλοσκωμμοσύνης. Σημειωτέον ότι οι δύο αυτοί εξαμβλωματικοί στίχοι φέρονται επ' ονόματι του Αλεξάνδρου Σούτσου και εις αυτόν τους αποδίδουν πάντες αδιστάκτως, είτε λόγιοι είνε, είτε χειρώνακτες, είτε επιστήμονες, είτε παντοπώλαι οι απαγγέλλοντες αυτούς. Ο ποιητής του Περιπλανωμένου και της Τουρκομάχου Ελλάδος έχει βεβαίως πολλάς ποιητικάς αμαρτίας εις την ράχιν του, αλλά δεν είνε δίκαιον, νομίζω, να επιβαρύνεται η μνήμη του και με αυτήν την έμμετρον χυδαιότητα. Αν δε μερικά εκ των ποιητικών του έργων δεν ανταποκρίνονται εις τας σημερινάς καλαισθητικάς αξιώσεις, ήτο όμως αναντιρρήτως αρκετά δεξιός στιχουργός ώστε να συνθέτη στίχους αρτιωτέρους του ραιβού αυτού ζεύγους και αρκετά λογικός ώστε να γινώσκη ότι η λάσπη δεν ανήκει εις τας τάξεις των όντων. Και εν τούτοις η ποιητική του φήμη παρά τω ελληνικώ λαώ του Βυζαντίου επί αυτού του επιγράμματος και μόνου θεμελιούται, όπως παρά τω αμαθεί λαώ της ελευθέρας Ελλάδος διαιωνίζεται το όνομά του χάρις εις έν έμμετρον αισχρολόγημα· και ενώ πολλοί ολίγοι γνωρίζουν τας ενθουσιώδεις αποστροφάς του προς το «άγιον και παντοκράτορ πνεύμα της Ελευθερίας», όλοι τον ενθυμούνται χάρις εις έν στιχουργικόν βαναυσοτέχνημα, το οποίον πιθανώτατα δεν είνε ιδικόν του! Αυτάς τας αλλοκότους περιπετείας έχει ενίοτε η υστεροφημία· και όμως υπάρχουν άνθρωποι ταλαιπωρούμενοι εν τη ζωή χάριν αυτού και μόνου του προβληματικού αγαθού!
Οπωσδήποτε, διά ν' αποδειχθή ότι κανέν πράγμα εις τον κόσμον τούτον δεν είνε ανωφελές, το ατυχές αυτό δίστιχον μου εχρησίμευσεν ως αφετηρία εις την παρούσαν διατριβήν, εν τη οποία θα διαλάβω περί ενός εκ των τριών εν αυτώ μνημονευομένων όντων. Την λάσπην αφήνω κατά μέρος· δεν θα εξετάσω κατά πόσον τα συστατικά της ομοιάζουν με τα της κασιγνήτου [27] των αθηναϊκών οδών, διότι το θέμα, ως αρκετά γλοιώδες και ολισθηρόν, ενδέχεται να με παρασύρη πολύ μακράν. Τους αχθοφόρους παραδίδω εις τους ιεροκήρυκας, διότι ουδαμού θα εύρουν συνομοταξίαν τόσον εμπράκτως εφαρμόζουσαν το ευαγγελικόν παράγγελμα του αίρειν μετ' αυταπαρνησίας και αντί ελαχίστης αμοιβής όλα τα βάρη του πλησίον. Εκλέγω τους κύνας και επιχειρώ εκ του προχείρου να εκθέσω τας εντυπώσεις, τας οποίας μου επροξένησαν ο ιδιόρρυθμος οργανισμός και τα περίεργα ήθη και έθιμα της πολυπληθούς παρά τον Βόσπορον κοινότητος των τετραπόδων τούτων, κολακεύομαι δε πιστεύων ότι το φιλόμουσον ακροατήριον θα μου φανή επιεικές αν υπολειφθώ των προσδοκιών του, αναλογιζόμενον ότι χάριν της παροδικής αυτού τέρψεως αποπειρώμαι την εσπέραν ταύτην να βάλω, κατά το κοινώς λεγόμενον, τα σκυλιά εις την αγγάρεια.
Μη τις νομίση δε ότι θέλω διά της εκλογής του θέματος τούτου να φανώ νεωτερίζων· διότι πάντες οι επισκεφθέντες την βασιλίδα των πόλεων και θελήσαντες να εκθέσουν τας εαυτών εντυπώσεις ησχολήθησαν ο μεν εκτενέστερον, ο δ' επιτροχάδην και περί των κυνών. Άλλως τε το θέμα είνε τοιούτο εκ φύσεως, ώστε δεν δύναταί τις να το αποφύγη. Διότι, όσον τις και αν θαμβωθή από το εξαίσιον θέαμα του Βοσπόρου, όσον και αν μαγευθή από το κάλλος της εκ του Κερατίου θέας, όσον, και αν συγκινηθή εκ της μεγαλοπρεπείας του ναού της Αγίας Σοφίας και των υπό τους θεσπεσίους θόλους αυτής φωλευουσών ιστορικών και ποιητικών αναμνήσεων, όσον και αν καταθελχθή εκ της ατέρμονος παρελάσεως των περικαλλών σουλτανικών ανακτόρων και αισθανθή εν εαυτώ αναζωογονουμένας τας εκ των παραμυθιών εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας, όσον και αν ιλιγγιάση εκ της αενάου τύρβης και του φαντασμαγορικού φυρμού [28] ποικίλων φύλων, ποικίλων φθόγγων, ποικίλων χρωμάτων, αδύνατον είνε επί τέλους το βλέμμα του να μη σταματήση επί της πολυπληθούς στρατιάς των αδεσπότων τετραπόδων, τα οποία νέμονται ως κατακτηταί τας αγυιάς, τας οδούς, την παραλίαν, τας γεφύρας, αυτόν τον ουδόν των οίκων, μόλις επιτρέποντα την διάβασιν εις τα δίποδα, όντα σκελετωδη, φασματώδη, ρυπαρά, ψωραλέα, κοιμώμενα, υλακτούντα, χαριεντιζόμενα, αλληλομαχούντα, ασχημονούντα. Και επί τη υποθέσει δε ότι ο ποιητικός οίστρος του ξένου επισκέπτου είνε τοιούτος, ώστε εν τη προσηλώσει του προς τα ινδάλματα, όσα γεννούν εν τη φαντασία τα απαράμιλλα εκείνα θεάματα, αναισθητεί προς πάντα τα κύκλω του συμβαίνοντα, πολύ ταχέως θ' αναγκασθή να επανέλθη εις την πραγματικότητα εκ του γοερού ολολυγμού ή του απειλητικού γρυλλισμού μανδροσκύλου, του οποίου επάτησεν απροσέκτως την ουράν ή άλλο τι μέλος, καθ' ήν στιγμήν ωνειροπόλει τους θησαυρούς των Καλιφών ή παρετήρει μετά θαυμασμού διά μέσου του διαφανούς πέπλου τους γόητας οφθαλμούς Οθωμανίδος, ή το επίχαρι και προκλητικόν βάδισμα Αρμενίας.
Η πρώτη σκέψις η επερχομένη εις το πνεύμα του ξένου επί τη θέα της αναριθμήτου πληθύος των εν λόγω τετραπόδων είνε πώς κατώρθωσε να πολλαπλασιασθή επί τοσούτον το γένος αυτών. Ο Βυζάντιος εν τη Κωνσταντινουπόλει αυτού (29) αναβιβάζει τον αριθμόν αυτών εις 50 χιλιάδας· αλλ' η ακρίβεια του υπολογισμού του είνε προβληματική, πρώτον διότι η απαρίθμησις δεν είνε εύκολος και δεύτερον διότι βεβαίως ο αριθμός αυτός ηυξήθη κατά πολύ ένεκα της επεκτάσεως και της συμπυκνώσεως των κατωκημένων μερών της πόλεως. Έπειτα αμέσως προβάλλεται το ερώτημα: είνε άρα γε επήλυδες ή αυτόχθονες; Ο ειρημένος συγγραφεύς της Κωνσταντινουπόλεως φρονεί ότι τα ζώα ταύτα, ιερά της Εκάτης, ήσαν επί των αρχαίων Βυζαντίων εις μέγα πλήθος εντός του άστεος και εις τας ωρυγάς [30] αυτών έμεινεν οφειλέτις η πόλις, σωθείσα εκ του πολιορκούντος αυτήν Φιλίππου, ετοίμου ήδη να εισχωρήση εις αυτήν δι' υπονόμου. Δεν είνε λοιπόν απίθανον, επιλέγει, να έλαβον έκτοτε προς αμοιβήν το δικαίωμα τούτο της ασυλίας. Πλην και ούτως αν έχη το πράγμα, επί των βυζαντινών αυτοκρατόρων βεβαίως δεν υπήρχε τοιαύτη πληθώρα κυνών εις την βασιλεύουσαν πόλιν, διότι άλλως οι χρονογράφοι της εποχής θα την ανέφερον. Ουδέ πάλιν μνημονεύεται επιδρομή αγέλης κυνών, ορμηθείσης εκ των στεππών της κεντρώας Ασίας και αναζητησάσης βίον ανετότερον παρά τας ευκραείς [31] ακτάς του Βοσπόρου κατ' απομίμησιν των Ούννων, των Αβάρων και των παντοίων άλλων βαρβάρων φύλων, των οποίων αι ατίθασοι ορδαί ως χείμαρροι κατέκλυζαν το σαθρόν κράτος των Καισάρων της Ανατολής και ών η ακατάσχετος φορά μόλις ανεκόπτετο από τα οχυρά της πρωτευούσης τείχη. Κατ' ανάγκην άρα πρέπει να παραδεχθώμεν ότι ο υπερβολικός πλεονασμός αυτών ήρξατο από της τουρκικής κατακτήσεως· η εικασία δε αύτη καθίσταται βασιμωτέρα, αν αληθεύη το λεγόμενον, ότι εις το στρατόπεδον Μωάμεθ του Πορθητού υπήρχε μέγας αριθμός τοιούτων ζώων, τα οποία εισήλασαν εις την πόλιν μετά των νικητών κατά την αποφράδα ημέραν της αλώσεως διά της Πύλης του Αγίου Ρωμανού. Εν τοιαύτη περιπτώσει οι κύνες του Βυζαντίου είνε κατά μέγα μέρος απόγονοι κατακτητών και ως τοιούτοι κέκτηνται επί του εδάφους, το οποίον κατέχουν δικαιώματα πολύ βασιμώτερα τουλάχιστον από τα των Βουλγάρων. Έκτοτε παρέμειναν ευρίσκοντες προστασίαν και περίθαλψιν παρά τοις Οθωμανοίς, οίτινες, ως γνωστόν, καίτοι η θρησκεία των θεωρεί τους κύνας ακαθάρτους, ιδιαιτέρως αγαπούν και περιθάλπουν εξ αισθήματος ευσπλαγχνίας τα ζώα ταύτα. Αλλά και πάλιν η τεραστία αύξησις του αριθμού των δεν εξηγείται διά τούτου και μόνου, καθότι και εις άλλας πόλεις καθαρώς τουρκικάς, τας οποίας επεσκέφθην, δεν έτυχε να παρατηρήσω τοσαύτην καταπληκτικήν περίσσειαν κυνών. Άλλως τε και εις αυτήν την Κωνσταντινούπολιν το εξαιρετικόν πλήθος των κυνών παρατηρείται όχι μόνον εις τας καθαρώς οθωμανικάς συνοικίας, αλλά και εις εκείνας εις τας οποίας υπερτερεί ή κυριαρχεί αποκλειστικώς ο χριστιανικός πληθυσμός, και εις τας παρά τη διπλή όχθη του Βοσπόρου κώμας και εις αυτάς τας νήσους της Προποντίδος. Ώστε πρέπει να παραδεχθώμεν ότι παρεκτός της ιδιαιτέρας περιθάλψεως οι κύνες ευρίσκουν και κλιματολογικάς και άλλης φύσεως συνθήκας ευνοούσας την εν Κωνσταντινουπόλει καταπληκτικήν ανάπτυξιν του γένους των.
Το γένος τούτο των κυνών της Κωνσταντινουπόλεως είνε όλως ιδιάζον. Το ανάστημά των είνε μέτριον, η κεφαλή των απολήγει εις οξύ ρύγχος, τα ώτα των είνε βραχέα και ηνωρθωμένα· είνε δασύμαλλοι, ομοιάζουν πολύ προς τους ημετέρους ποιμενικούς κύνας, έχουν δε όλοι τρίχωμα μονόχρουν, φαιόν ή κιτρινόφαιον, ουδέποτε στικτόν, ως να ηρνείτο προνοητικώς η φύσις την πολυτέλειαν αυτήν εις δέρμα προωρισμένον να κυλίεται εντός του βορβόρου και ν' αποκτά εξ αυτού ρυπαράν ομοιομορφίαν. Ο ιδιαιτέρως σπουδάσας τα ήθη και έθιμα αυτών και γράψας περιεργοτάτην μονογραφίαν πολυμαθής ομογενής και αρχίατρος του Σουλτάνου Μαυρογένης πασάς (32) λέγει ότι το είδος αυτών αποτελεί ιδιαιτέραν απόχρωσιν μεταξύ του θωός [33] και του λύκου· ο δε διάσημος ζωολόγος Brehme τους κατατάσσει εις το είδος των chiens marrons. Το κύριόν των γνώρισμα είνε η οκνηρία· ότε ήκουα άλλοτε τους ναυτικούς συμπολίτας μου ν' αποκαλούν τους οκνηρούς και αναλγήτους «σκυλιά του Καράκιοϊ», ηπόρουν διά την παρομοίωσιν· πλην ότε αποβιβασθείς εις Γαλατάν ίδα το απερίγραπτον θέαμα της ραθυμίας των ζώων αυτών, επείσθην ότι η παραβολή ήτο ευστοχωτάτη. Εξηπλωμένοι νωχελώς εις το μέσον συνήθως του δρόμου, ανά είς, ανά δύο, ανά πέντε, ανά δέκα, με το ρύγχος χωσμένον μεταξύ των οπισθίων σκελών, κοιμώνται επί ώρας ολοκλήρους, αποτελούντες συμπλέγματα ποικίλα, ιδιότροπα, σωρούς νεκροζώους, οίτινες αγνοεί τις αν αποτελούνται εκ σωμάτων ζώντων ή εκ θνησιμαίων. Η ζωή τυρβάζει ποικιλόμορφος, σφριγηλή εν εκκωφαντική βοή πέριξ αυτών· διέρχονται διαβάται πεζοί και έφιπποι, Οθωμανοί σοβαροί με τον ποδήρη χιτώνα και με την κίδαριν [34] , χανούμισσαι με εσθήτας ευρείας μεταξίνας, θροούσας ανά παν βήμα, και με το αλεξιβρόχιον πάντοτε ανοικτόν. Αρμένιοι και Έλληνες έμποροι πολυφρόντιδες και βιαστικοί, πλανόδιοι πωληταί Ιουδαίοι με κάνιστρα αβαθή και ευρύχωρα επί κεφαλής, στρατιωτικοί, ευνούχοι, κυρίαι κομψαί της ευρωπαϊκής συνοικίας του Πέραν, κλητήρες χρυσοστόλιστοι των πρεσβειών και των προξενείων, Πέρσαι με κωνοειδείς τριχωτούς πίλους, δερβίσαι, ξένοι περιηγηταί, λόχοι αχθοφόρων ωρυομένων, και εν τούτοις αυτοί μένουν ακίνητοι και τα κύματα του πλήθους αναγκάζονται να παρακάμπτουν ένθεν και ένθεν της οδού διά να μη προσκρούσουν επί των αδρανών εκείνων όγκων. Διότι πάντες φαίνονται σεβόμενοι την ανάπαυσιν των ακηδών [35] αυτών ζώων, ιδιαίτατα δε οι Οθωμανοί, και το σέβας τούτο προέρχεται ως λέγεται, εκ παραδόσεως, καθ' ήν ο Μωάμεθ προκληθείς ποτε ν' απαντήση εις θεολογικόν πρόβλημα και θέλων να εγερθή επροτίμησε ν' αποκόψη την ευρείαν χειρίδα [36] του ιματίου του, επί της οποίας εκοιμάτο ο αίλουρός του, παρά να ταράξη την ησυχίαν του προσφιλούς του ζώου. Μόνον όταν διέρχεται άμαξα ελαύνουσα από ρυτήρος ή αμάξιον ογκώδες φορτηγόν, γοερώς τρίζον και στένον εκ του βάρους, μόνον τότε αποφασίζουν να μετακινηθούν, αλλά κατά τόσους μόνον δακτύλους όσοι απαιτούνται όπως αποφύγουν τους επικειμένους να διέλθουν εκ του σώματός των τροχούς. Ενίοτε το κίνημά των αυτό δεν εκτελείται εγκαίρως· ακούεται τότε θρηνώδης ολολυγμός, ο παθών εγείρεται σύρων το τραυματισμένον σκέλος του διά να κατακλιθή ολίγα βήματα απωτέρω και να συνεχίση τον ύπνον του, ενώ οι άλλοι μόλις αρκούνται ν' ανοίξουν τους νυσταλέους οφθαλμούς διά να ίδουν μετ' απαθείας την συμφοράν του συντρόφου των.
Οι κύριοι της οδού εν Κωνσταντινουπόλει είνε οι κύνες έχοντες δικαιώματα μονίμου κατοχής. Καταλαμβάνουν το πεζοδρόμιον και το δάπεδον των οδών και μένουν ακηδείς, είτε βροχή τους λούει, είτε ο ήλιος τους πυρακτώνει, είτε ο άνεμος τους μαστίζει, είτε η χιών τους περικαλύπτει με παγερόν στρώμα. Οι μάλλον προβλεπτικοί εκλέγουν εν ώρα χειμώνος ως μέρος διαμονής το έδαφος της οδού το κείμενον υπό τους προέχοντας υελοφράκτους εξώστας των οικιών, τους λεγομένους εν Κωνσταντινουπόλει σαχνισί· άλλοι, όταν η χιών είνε παχεία, ορύσσουν διά των ονύχων μικρούς λάκκους και συσπειρούνται εντός αυτών· την πρόνοιαν δε ταύτην ιδίως δεικνύουν αι θήλειαι, εγκυμονούσαι ή αρτίτοκοι, αι έχουσαι να περιθάλψουν πολυμελή και απροστάτευτον οικογένειαν. Οι λοιποί εντελώς αδιαφορούν περί των ατμοσφαιρικών επηρειών, εκ των οποίων μένουν απρόσβλητοι· το πολύ πολύ κατά τας χιονώδεις νύκτας εκλέγουν ως κοίτην το μέσον ακριβώς της οδού, όπου η χιών, ένθεν και ένθεν παρά τους τοίχους συνήθως στοιβαζομένη, είνε ολιγωτέρα. Επειδή δε αυτήν την οιονεί φάραγγα προτιμούν και οι πεζοί διαβάται, όχι σπανίως πατούν τους κοιμωμένους κύνας, μη διακρινομένους εν τω σκότει, και η περίπτωσις αύτη δεν είνε ακίνδυνος, διότι τότε οι την ημέραν συνήθως χειροήθεις [37] και άκακοι τετράποδες την ώραν εκείνην εν τη μοναξία εξαγριούνται και επιτίθενται κατά των απροσέκτων. Αφού κορεσθούν ύπνου, εγείρονται, αποτινάσσουν ομού με την νάρκην των και τον παχύν βόρβορον ή την κόνιν, εκ της οποίας περιβάλλονται, και αρχίζουν την ανά την οδόν περιπολίαν των. Ερευνούν όλας τας γωνίας· ίστανται προ των θυρών αναμένοντες να ριφθούν εις την οδόν αι ακαθαρσίαι, επί τον οποίων ορμούν βουλιμιώντες, ανασκάπτοντες αυτάς μανιωδώς προς ανεύρεσιν των αποφαγίων· σχηματίζουν κύκλον, ερωτικώς προσβλέποντες τα σφάγια, τα οποία εκθέτει προς πώλησιν ο κρεοπώλης, της συνοικίας, λείχοντες το αίμα ή ελλοχώντες τα απορριπτόμενα άχρηστα τεμάχια των εντοσθίων. Σταθμεύουν προ των εδωδιμοπωλείων επί τη ελπίδι μικράς ελεημοσύνης. Συνάπτουν κρατερούς αγώνας περί της κατοχής ενός απογυμνωμένου οστού, ή περί της ερωτικής προτιμήσεως φιλαρέσκου θηλείας, παίζουν μεταξύ των — διότι έχουν ενίοτε όρεξιν να παίζουν οι ταλαίπωροι! Έπειτα πάλιν συσπειρούνται καθ' ομίλους και κοιμώνται, ο μεν με κενόν τον στόμαχον, ο δε μόλις κατορθώσας να φάγη τόσον, ώστε να μη αποθάνη της πείνης. Την νύκτα ηχούν αδιάκοποι αι υλακαί των, παρακολουθούσαι τα βήματα υπόπτου διαβάτου. Αι υλακαί αύται καθίστανται άγριαι και λυσσώδεις, οσάκις φανή ανατέλλουσα εις την οδόν η αμυδρά λάμψις του φανού του ρακοσυλλέκτου. Ωπλισμένος δι' ακοντίου φέροντος εις το άκρον αρπάγιον ο ρακοσυλλέκτης περιέρχεται τας οδούς, όταν ο θόρυβος και η κίνησις κοπάζουν, και διά της ράβδου του ερευνά και αναμοχλεύει τους σωρούς των σαρωμάτων. Οι κύνες, οίτινες έχουν ήδη ενεργήσει ανασκαφάς και εξαντλήσει παν το φαγώσιμον, εφορμούν κατ' αυτού και τον υλακτούν εμμανώς, διότι τρέφουν ακατανίκητον έχθραν προς αυτόν, υποπτευόμενοι ότι υπεξαιρεί την πενιχράν και ελλιπεστάτην τροφήν των. Ενίοτε η οργή των είνε τοιαύτη, ώστε συνάπτεται πεισματώδης μάχη μεταξύ του δίποδος επιδρομέως και των τετραπόδων, κατά την οποίαν εξέρχεται μεν νικητής ο πρώτος χάρις εις το αρπάγιόν του, αποκομίζων όμως ουκ ολίγα ίχνη των πειναλέων οδόντων των εχθρών του. Άλλην έκφρασιν όλως ιδιάζουσαν έχουν αι υλακαί των τας νύκτας κατά τας οποίας συμβαίνει πυρκαϊά. Από του ύψους του ενετικού πύργου του Γαλατά ο κατοπτεύων φρουρός δίδει το σύνθημα, οι δε μπεκτσήδες, οι νυχτοφύλακες της συνοικίας, οι περιερχόμενοι τας οδούς και διά βαρείας ράβδου κρουομένης ερρύθμως επί του λιθοστρώτου απαριθμούντες τας ώρας, εκφέρουν την κραυγήν γιαγκίν βαρ, αναγγέλλοντες και την συνοικίαν και την οδόν εν τη οποία εξερράγη η πυρκαϊά με φωνήν θρηνητικήν, τρομώδη, παρατεταμένην. Εις την φωνήν ταύτην απαντούν αμέσως οι κύνες της οδού με ωρυγάς θρηνώδεις και οξείας· η γοερά δε αύτη συναυλία, της οποίας οι εναλλάσσοντες ήχοι δονούνται παλμώδεις εν τη σιγή της νυκτός, έχει τι το απαισίως πένθιμον.
Πώς τρέφονται όλαι αύται αι λεγεώνες των ενδεών τετραπόδων είνε αληθώς μυστήριον. Φευ! Εκ της ισχνότητός των είνε κατάδηλον ότι δι' αυτούς τουλάχιστον ουδέποτε υπήρξεν η φημιζομένη ευδαίμων εποχή του χρυσού αιώνος, κατά την οποίαν έδενον τους σκύλους με τα λουκάνικα! Τρέφονται με όλα και με τίποτε, πρέπει δε να παραδεχθώμεν ότι ο αήρ της Κωνσταντινουπόλεως περιέχει ιδιαίτερα στοιχεία ικανά προς θρέψιν των σκύλων, διότι άλλως έπρεπε κατά εκατοντάδας να αποθνήσκουν την ημέραν εξ ασιτίας. Παν ό,τι ρίπτεται εις την οδόν είνε κτήμα των. Αποφάγια, λείψανα κρέατος, κόκκαλα ιχθύων, εντόσθια οδωδότα [38] , καρποί σαπροί, τεμάχια άρτου απολιθωμένου, φύλλα λαχάνων, όλα καταβροχθίζονται. Βλέπετε συναπτομένους αγώνας φονικούς περί της κατοχής οστού, εκ του οποίου παν μόριον σαρκός έχει προ πολλού αφαιρεθή και το οποίον μολαταύτα περιλείχει ο δι' αγώνος και αίματος αποκτήσας αυτό μετά τρυφής ίσης προς εκείνην την οποίαν δοκιμάζει γαστρίμαργος καταβροχθίζων εκλεκτόν κατασκεύασμα πεφημισμένου πλακουντοποιού [39] . Ο φοβερός αγών περί του βίου παρέχει κατά πάσαν στιγμήν θεάματα φρικτά εις τας οδούς της Κωνσταντινουπόλεως. Το ρητόν του Βίσμαρκ beati possidentes δεν ισχύει παρά τον Βόσπορον, τουλάχιστον ως προς τον κυνικόν πληθυσμόν, παρά τω οποίω ο κανών ο ρυθμίζων τας σχέσεις συνοψίζεται εις το φοβερόν λόγιον: ουαί τοις ασθενεστέροις! Ο κύων εν Κωνσταντινουπόλει δεν είνε ζώον σαρκοβόρον, αλλά παμφάγον. Παν αντικείμενον δυνάμενον να περιέχη έστω και εις αδιόρατον ποσότητα μερικά θρεπτικά στοιχεία καθίσταται βορά αυτών. Το επ' εμοί δεν ήθελον συγκατατεθή ποτέ ν' αφήσω ούτε καν τα υποδήματά μου εις την οδόν επί μίαν ώραν, διότι ήθελα αναγκασθή κατόπιν ν' αναζητώ τα τεμάχιά των εις τον στόμαχον είκοσι κυνών. Μόνον τας πέτρας δεν τρώγουν και τούτο είνε ευτύχημα, καθόσον άλλως το λιθόστρωτον των οδών της πόλεως έπρεπε ν' ανανεούται κατά πάσαν εβδομάδα.
Αλλ' ακριβώς αυτή η παμφαγία των είνε και το προτέρημά των. Χάρις εις αυτήν εκτελούν το έργον των οδοκαθαριστών μετά παραδειγματικής ευσυνειδησίας. Η υπηρεσία της καθαριότητος είνε ανατεθειμένη εν Κωνσταντινουπόλει εις αυτάς τας λεγεώνας των πειναλέων ζώων, οψέποτε δε ταύτα ήθελον εκλίπει, ο δήμος της πρωτευούσης του οθωμανικού κράτους θα υπεβάλλετο εις σημαντικήν δαπάνην δι' εργασίαν εκτελουμένην σήμερον και αμισθί και μετ' επιμελείας. Ούτος δε είνε είς εκ των κυριωτέρων λόγων διά τους οποίους η οχληρά των κυνών πληθύς τυγχάνει όχι μόνον ανοχής αλλά και προστασίας. Διατρίψας υπέρ τον μήνα εν Κωνσταντινουπόλει δεν έτυχε ν' απαντήσω ουδ' έν θνησιμαίον ελαχίστου ζώου, ενώ εις τας οδούς του ιοστεφάνου ημών άστεως ο έχων ανεκτικήν την όσφρησιν δύναται να σπουδάση την ζωολογίαν επί των δαψιλώς [40] διεσπαρμένων πτωμάτων εκ πάντων των γενών του ζωικού βασιλείου. Σημειωτέον ότι ως προς αυτό το ζήτημα μ' εξέπληξε και μία άλλη παρατήρησις. Ουδέποτε έτυχε να ίδω εις τας οδούς πτώμα κυνός. Τώρα οι ταλαίπωροι αυτοί κύνες δεν είνε βεβαίως αθάνατοι· μάλιστα, ως εκ των συνθηκών του εστερημένου βίου τον οποίον διάγουν, η θνησιμότης παρ' αυτοίς θα είνε μεγάλη. Τι γίνονται λοιπόν τα ελεεινά των λείψανα; αποκομίζονται υπό της αστυνομίας ή οι ομόφυλοί των μετά στωικής απαθείας τα χρησιμοποιούν εις τα εκαταία δείπνα των, διά να πληρωθή κατά γράμμα το λεγόμενον «τρώγονται ωσάν σκυλιά»; Ομολογώ ότι δεν έλαβα καιρόν ούτε όρεξιν όπως ενδιατρίψω περί την λύσιν της απορίας μου.
Οι κατοικούντες εις καθαρώς οθωμανικάς συνοικίας κύνες τρέφονται κάλλιον, χάρις εις την ευσπλαγχνίαν των κατοίκων. Από πάσης οικίας ρίπτονται εις την οδόν αποφάγια επαρκή, πολλάκις δε Οθωμανοί ελεήμονες, εξερχόμενοι των οικιών των μετά το γεύμα, διανέμουν ιδιοχείρως την τροφήν εις το αναμένον έξωθεν πειναλέον στίφος. Αγγείον ύδατος ευρίσκεται παρά πάσαν θύραν, ιδίως κατά το θέρος, όπως σβύνουν την δίψαν των εξ αυτού οι κύνες, οίτινες εις τας άλλας συνοικίας ποτίζονται εκ του λιμνάζοντος παρά τας δημοσίας κρήνας ύδατος ή εκ του ακαθάρτου ρείθρου των οδών. Ευτυχείς επίσης είνε οι κύνες οι κατοικούντες παρά τα οθωμανικά τεμένη και ιδίως τα κοινόβια τα λεγόμενα τεκέδες. Η τροφή των εκεί είνε τακτική και σχεδόν επαρκής, τυγχάνουν δε ιδιαζούσης προστασίας παρά των εν τω ναώ βιούντων. Εις τι παρά τον Γαλατάν τζαμίον είδα ημέραν τινά ιερόπαιδα εξελθόντα οργίλον και καταδιώξαντα επί πολύ διάστημα διά ράβδου αυθάδη κύνα, όστις εισήλασεν εντός του περιβόλου και απεπειράθη ν' αρπάση το γεύμα του τροφίμου του τεμένους κυνός. Αλλ' ακόμη ευτυχέστεροι είνε οι βιούντες παρά τους στρατώνας. Το συσσίτιον αυτών είνε άφθονον και τα απομεινάρια του γεύματος πλούσια. Περί την μεσημβρίαν συμβαίνει τακτικώς εκεί σκηνή αξιοθέατος. Οι κύνες των πέριξ, οι έχοντες κεκτημένα δικαιώματα ως εκ της γειτνιάσεώς των εις την τροφοδοσίαν ταύτην, ακριβείς ως χρονόμετρα, συνέρχονται εις μέγαν αριθμόν και αναμένουν. Μετά προσδοκίαν λεπτών τινων ανοίγεται τέλος μία πύλη και εμφανίζεται στρατιώτης κομίζων εντός χειραμάξης το προωρισμένον διά την αγέλην γεύμα. Το φορτίον αποτίθεται χαμαί και τότε όλος ο συρφετός ορμά και αποτελεί κύκλον και τα ρύγχη βυθίζονται βουλιμιώντα εντός του σωρού της πανδαισίας. Αλλά υπάρχουν κύνες εύσωμοι και κύνες μικροί, κύνες ρωμαλέοι και κύνες ασθενικοί. Οι τελευταίοι δεν τολμούν οι δυστυχείς να πλησιάσουν, αλλ' αποτελούν δεύτερον κύκλον πέριξ των ισχυροτέρων. Τώρα τι νομίζετε ότι είνε φυσικόν και επακόλουθον; να φάγουν μέχρι κορεσμού οι ισχυρότεροι και να μείνουν νήστεις οι άλλοι. Και όμως απατάσθε· τρώγουν όλοι εξ ίσου και ιδού πώς. Οι ρωμαλεώτεροι τρώγοντες υποβλέπουν αλλήλους, έως ότου παρουσιάζεται μεταξύ του σωρού ογκώδες τι και ορεκτικόν τεμάχιον· την κατοχήν αυτού διαφιλονεικούν δύο ή τρεις, και εις το τέλος συμπλέκονται· αυτήν την ευκαιρίαν αναμένουν οι εν τη δευτέρα γραμμή αποκλεισθέντες, οίτινες ορμούν τότε, αρπάζουν ό,τι δυνηθή έκαστος και τρέπονται δρομαίοι εις φυγήν. Διά της μεθόδου ταύτης ζουν μικροί και μεγάλοι, δεν δύναμαι δε να βεβαιώσω αν την μέθοδον αυτήν εδιδάχθησαν οι κύνες από την πολιτικήν των μικρών και μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, οποία εφηρμόσθη εις προσφάτους περιστάσεις, ή τανάπαλιν αν εδανείσθησαν αυτήν τα ευρωπαϊκά κράτη από τα θυμόσοφα ταύτα ζώα. Τέλος οι κατοικούντες παρά τινας παραλίους συνοικίας της πόλεως δύνανται να συγκαταλεχθούν ωσαύτως, μεταξύ των ευνοημένων υπό της μοίρας·, επειδή εκτός της εν τη συνοικία διά του συνήθους τρόπου αποκτωμένης τροφής έχουν και τα τυχερά των, ούτως ειπείν, συνιστάμενα εις την εκμετάλλευσιν των εις το παράλιον κομιζομένων και εις την θάλασσαν ριπτομένων κάρρων των ακαθαρσιών. Είνε αληθές ότι τα φορτία ταύτα έχουν ήδη υποστή την λεπτομερή έρευναν των κυνών των διαφόρων οδών, εκ των οποίων αποκομίζονται. Αλλά διά της ακαταπονήτου επιμονής των πάντοτε ουχ ήττον κατορθούν ν' ανεύρουν έν οστούν λησμονηθέν, ή άλλο τι φαγώσιμον αντικείμενον παροραθέν. Διό καραδοκούν την άφιξιν των αμαξίων, συνοδεύουν αυτά περιχαρείς μέχρι του μέρους της εκφορτώσεως, οι δε μάλλον ανυπόμονοι διά ν' αποκτήσουν δικαιώματα προτεραιότητος πηδούν επί του κάρρου και αρχίζουν εκείθεν τας ανασκαφάς.
Υπό τοιαύτας συνθήκας βίου και με τοιαύτην δίαιταν η ευρωστία και η ευεξία δεν είνε πλεονεκτήματα συνήθη εις τα ατυχή ταύτα ζώα. Απορίας άξιον είνε μάλιστα πώς αντέχουν επί τοσούτον εις τόσας στερήσεις και κακουχίας. Ευρίσκονται βεβαίως και τινες εύρωστοι και ρωμαλέοι και σφριγηλοί μεταξύ των, αλλ' οι πλείστοι είνε αξιοθρήνητοι την θέαν, καχεκτικοί, ασθενικοί, με το δέρμα κολλημένον επί των οστών, με τας πλευράς προεχούσας, φάσματα αληθή τετραπόδων· η ψωρίασις τους μαστίζει οικτρώς· οι πλείστοι ταλαιπωρούνται από ειδεχθή έλκη, αηδώς επιδεικνύμενα εν μέση οδώ, υπό τον φλέγοντα ήλιον, επί των οποίων περιίπτανται βομβούντα σύννεφα μυιών. Ολίγοι είνε οι άρτιοι, οι περισσότεροι είνε ανάπηροι, χωλοί, στρεβλοί, μονόφθαλμοι· του ενός λείπει το έν ωτίον, του άλλου λείπει ολόκληρον τεμάχιον σαρκός εκ των νώτων, και άλλος τις φαίνεται οιονεί ζώσα και κινουμένη περγαμηνή, διότι η δορά του απώλεσεν ολόκληρον το τρίχωμα. Ως προς την ουράν, αυτή είνε το συνηθέστερον ελλείπον μέλος και τόση είνε η πληθύς των κολούρων, ώστε άγεταί τις να πιστεύση κατ' αρχάς ότι εκ γενετής φέρουν αυτό το διακριτικόν γνώρισμα, την έλλειψιν κέρκου. Η ουρά, λέγει επιχαρίτως ο Δε Αμίτσης, εις τους κύνας της Κωνσταντινουπόλεως είνε αντικείμενον πολυτελείας μετά δίμηνον δημόσιον βίον. Όλα ταύτα τα τραύματα και αι ακρωτηριάσεις προέρχονται μεν εκ των καθημερινών δεινοπαθημάτων, των ραβδισμών, των τυχαίων συμβάντων, αλλ' είνε ως επί το πολύ και αποτελέσματα των εμφυλίων ερίδων. Ουδέποτε είδα κύνας μάλλον φιλέριδας, και αύται δε αι θήλειαι διακρίνονται διά το ευέξαπτον και μάχιμον αυτών. Ενώ παίζουν και αστεΐζονται και ανταλλάσσουν ως ασπασμούς ελαφρά δήγματα, κυλιόμενοι εντός του κονιορτού ή του βορβόρου, αίφνης διά την παραμικράν αιτίαν συμπλέκονται. Ορθούνται επί των οπισθίων ποδών, ακροβατούντες επί πολλά λεπτά της ώρας και προσπαθούν να κατασπαράξουν αλλήλους, ενώ το αίμα εκρέει άφθονον από τους φλογισμένους αυτών φάρυγγας. Μάρτυς της σκηνής ταύτης, εθεώμην πολλάκις ιστάμενος μετά περιεργείας τας διαφόρους περιπετείας της εμμανούς πάλης και τοιαύτη ήτο η λύσσα των μαχομένων, ώστε ανέμενα να ίδω πραγματοποιούμενον το απίθανον συμβάν το αναφερόμενον υπό του τερατολόγου βαρώνου Μυγχάουζεν, περί των δύο ανταγωνιζομένων λεόντων, οίτινες τέλος αλληλεφαγώθησαν τόσον τελείως, ώστε δεν απέμεινεν εξ αμφοτέρων ειμή η ουρά. Και όταν είνε μονομαχία, υπομονή· αλλ' ενίοτε συμβαίνει να προστρέχουν εις βοήθειαν των μαχομένων πολλοί εκατέρωθεν αγωνισταί και η συμπλοκή λαμβάνει τότε χαρακτήρα μάχης εκ του συστάδην. Πυκνός κονιορτός περιβάλλει τας διαμαχομένας στρατιάς, ως η νεφέλη η αποκρύπτουσα άλλοτε τους εις τα πεδία της Τροίας μαχομένους ήρωας και ημιθέους. Τηλικούτος δε προσγίνεται θόρυβος εκ της οιμωγής και ευχωλής ολλύντων τε ολλυμένων, ώστε οι γείτονες αναγκάζονται να εξέλθουν εις την οδόν και με τα προστυχόντα όπλα ανηλεώς παίοντες ν' αποδιώξουν την μανιώδη αγέλην.
Γεννώνται εν τη οδώ και εν αυτή αποθνήσκουν. Ο δρομίσκος εν τω οποίω ετέχθη έκαστος και ηυξήθη, ή η τρίοδος, ή η αγυιά, ή η γέφυρα, ή το χλοάζον νεκροταφείον με τας επικλινείς βρυοσκεπείς επιτυμβίους στήλας είνε η πατρίς των, ορίζων δε μόνος αυτών πολλάκις η πληκτική σειρά των υψορόφων οικιών, εξ ών φράσσεται η στενή οδός. Οι κύνες του Σταυροδρομίου αγνωούν την ύπαρξιν του Γαλατά και τούτου πάλιν οι κύνες βλέπουν μεν εξελισσόμενον εις την αντίπεραν όχθην του Κερατίου το εξαίσιον πανόραμα της Σταμπούλ με τα μεγαλοπρεπή τζαμία και τους χαρίεντας ευθυτενείς μιναράδες, αλλά δι' αυτούς ο μαγικός εκείνος χώρος είνε απροσπέλαστος αντικατοπτρισμός. Το ανήκον εις εκάστην οδόν στίφος αποτελεί ιδίαν δημοκρατίαν, διεπομένην υπό νόμων αγράφων, αλλ' απαραβάτων, έχουσαν τα όρια της δικαιοδοσίας της ακριβώς απ' αιώνων ίσως διαγεγραμμένα. Αυτή η αυστηρά τήρησις των αμοιβαίων ορίων μεταξύ των διαφόρων κυνικών δημοκρατιών της μεγαλοπόλεως αποτελεί εν των περιεργοτάτων εθίμων των ζώων τούτων. Οι τετράποδες κάτοικοι μιας οδού έχουν απόλυτον δικαίωμα κατοχής και διαμονής εφ' απάσης της εκτάσεως αυτής, αλλ' όχι και πέραν. Όταν φθάσουν εις τα σύνορα, οπόθεν άρχεται η δικαιοδοσία ετέρας πατριάς, σταματούν και επιστρέφουν εις τα ίδια. Οι παραβάται τιμωρούνται αυστηρότατα. Είνε απερίγραπτος η προσοχή και η επιμέλεια μετά της οποίας φρουρείται το πάτριον έδαφος από πάσης εισβολής, όπως είνε αξιοθαύμαστος η συναίσθησις του αδικήματος, υπό της οποίας καταλαμβάνεται ο επιδρομεύς. Οσάκις κύων τυχοδιώκτης εξωθούμενος εκ της πείνης ή παρασυρόμενος εξ ερωτικής περιπετείας υπερβή τα σύνορα και εισχωρήση τολμηρώς εις ξένον έδαφος, ευθύς ως εννοήση ότι εφωράθη, συστέλλεται περιδεής και κρύπτει την ουράν μεταξύ των σκελών, και βλέπεις τότε το περίεργον φαινόμενον να επιτίθεται κύων τις αποσκελετωμένος, μόλις κρατούμενος εις τους πόδας του, κατά του επιδρομέως διπλασίου το ανάστημα και ασυγκρίτως ρωμαλεωτέρου, αρυόμενος το θάρρος εκ του δικαιώματός του και εκ της αλληλεγγύης. Εις τας υλακάς του προσέρχονται τροχάδην επίκουροι πάντες οι κύνες της οδού· οι οκνηροί διακόπτουν τον ύπνον των, αι θήλειαι καταλείπουν τα γαλουχούμενα τέκνα των και πάντες μικροί και μεγάλοι επιπίπτουν κατά του εχθρού, οιονεί υπείκοντες εις το κέλευσμα αοράτου τινός Αισχύλου της φυλής των, έως ότου προσέρχεται ο ανεγνωρισμένος αρχηγός της αγέλης, ο παλληκαράς της οδού. Είνε ούτος ο απόλυτος κυριάρχης της πατριάς. Οι άρρενες τον φοβούνται, αι θήλειαι τον περιποιούνται ερωτοτρόπως και το υπήκοον αναγνωρίζει εν παντί και πάντοτε την υπεροχήν του, ερειδομένην επί της ισχύος του. Ο λείχων αμερίμνως οστούν τι εγείρεται και καταλείπει το γεύμα του άμα τη προσεγγίσει του. Πάσαι αι ωραίαι της οδού ανήκουν εις αυτόν δικαιωματικώς και ουαί εις τον αυθάδη, όστις ήθελε τολμήσει να εγγίση το αφρούρητον χαρέμιόν του άνευ της συγκαταθέσεώς του. Ο αρχηγός ούτος επιπίπτει μανιώδης κατά του επιδρομέως, όστις πτήσσων και ολολύζων μάτην προσπαθεί ν' αμυνθή κατά τόσων οδόντων· τέλος εξηντλημένος πίπτει χαμαί ύπτιος, ωσεί αναγνωρίζων το αδίκημά του και εξαιτούμενος έλεος. Τι νομίζετε δε ότι ενίοτε πράττει τότε ο αρχηγός; Εγείρει ο αναιδής τον πόδα και . . . τον περιλούει διά θερμού υγρού εις ένδειξιν εσχάτης περιφρονήσεως, μετά τούτο δε τον αφήνει να επανακάμψη κακώς έχοντα εις τα ίδια και απηλλαγμένον πάσης επιθυμίας όπως επαναλάβη εις το εξής το πείραμα. Ουχ ήττον υπάρχουν παραδείγματα ότι μετά την αυστηράν ταύτην τιμωρίαν η κοινότης δεικνύεται μάλλον οικτίρμων προς τον πταίστην και του επιτρέπει να παραμείνη εντός των συνόρων της, πολιτογραφούμενος ούτως ειπείν και αποτελών εις το εξής μέλος της ομάδος. Επίσης υπάρχουν παραδείγματα μεταναστεύσεως· κύνες, τινές τυχοδιώκται εκ των παραλίων συνοικιών, βαρυνόμενοι τας κακουχίας, εισέρχονται λάθρα εις τα μικρά ατμόπλοια τα ακαταπαύστως αποπλέοντα εκ της γεφύρας του Γαλατά, και χωρίς, εννοείται, να πληρώσουν ναύλον αποβιβάζονται είς τινα των παρά τον Βόσπορον θελκτικών χωρίων ή εις τας Πριγκιπονήσους, προς εύρεσιν καλυτέρας τύχης.
Αυτή η καταναγκαστική συμβίωσις και η ομοαίμων καταγωγή και η συνταύτισις της τύχης γεννά μεταξύ των τετραπόδων κατοίκων της αυτής συνοικίας αισθήματα φιλίας και αφοσιώσεως, τα οποία είνε αληθές όμως ότι σπανίως αντέχουν εις τους πειρασμούς του συμφέροντος ή της αντιζηλίας. Εν τούτοις είνε πάντοτε συγκινητικόν το θέαμα γέροντος τινος και κατεσκληκότος κυνός, απομάχου μυρίων αγώνων εξωτερικών και εμφυλίων, παίζοντος νωθρώς και συγκαταβατικώς με σκύλακα μικρόν, ίσως απόγονόν του, εύελπιν βλαστόν της φυλής. Ο γέρων σκύλος θ' αναλογίζεται ίσως νοερώς το άμμες ποκ' ήμες των αρχαίων Σπαρτιατών, ενώ το κυνάριον θα του ψιθυρίζη εις την γλώσσαν του το άμμες δε γ' εσσόμεθα. Είναι συγκινητική η κοινή εν τω πλήρει στερήσεων βίω εγκαρτέρησις και η πραότης μετά της οποίας υπομένουν πάσας τας συμφοράς. Νομίζεις ότι το κλίμα του τόπου εμπνέει και εις αυτούς την ασιατικήν των μοιρολατρών αναλγησίαν. Ο οίκτος είνε το αίσθημα το οποίον μετά την περιέργειαν καταλαμβάνει πάντα ξένον επί τη θέα των. Ο Δε Αμίτσης βλέπων αυτούς ενεθυμείτο τους θηρευτικούς κύνας του Βαγιαζήτ, οίτινες εκ πορφύρας φέροντες επινώτια και μαργαριτοκόσμητα περιδέραια επλήρουν κραυγών τας φάραγγας του Ολύμπου, και ανελογίζετο την διαφοράν της τύχης. Εγώ όμως ανελογιζόμην ότι, εάν ποτε το φοβερόν κοινωνικόν ζήτημα, το συνταράσσον την Ευρώπην, φθάση και μέχρι των οχθών του Βοσπόρου, ο ερεθισμός ιδίως θα εκδηλωθή μεταξύ της αναριθμήτου ταύτης πληθύος των τετραπόδων Παριών, των ανεστίων και αλητών, την οποίαν καταμαστίζουν και τυραννούν αι συνθήκαι της ανισότητος. Κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν ουαί εις τους δυνάστας! αι υλακαί της οργής αι οποίοι θ' αντηχήσουν παρά τον Κεράτιον θα καταπνίξουν πάντα άλλον θόρυβον και η Ευρώπη περίφοβος θα ίδη σκηνήν φανταστικώς τραγικήν, την οποίαν ελησμόνησε να καταλέξη εις τας προρρήσεις του ο οιστρηλατούμενος ιερός συγγραφεύς της Αποκαλύψεως. Ίσως μάλιστα η απάθεια και η εγκαρτέρησις των δυναστευομένων σήμερον ζώων αυτών είνε φαινομενική. Ίσως ενίοτε συνέρχονται κρύφα και ανακοινούν προς αλλήλους τον πόνον των και τα σχέδιά των, λησμονούντες τας πατροπαραδότους έριδας περί της κατοχής του εδάφους και αδελφοποιούμενοι εν τη συμφορά, Έχω άλλως τε διδόμενα να πιστεύω τοιούτο τι εκ του εξής περιστατικού. Εσπέραν τινά είχα εξέλθει εκ φιλικής οικίας κειμένης εν τη συνοικία Ταξιμίου. Έβρεχε ραγδαίως και η πνευστιώσα λάμψις των φανών του φωταερίου αντενακλάτο θαμβή επί των καθύγρων και ολισθηρών πλακών της λιθοστρώτου μικράς αγυιάς. Αίφνης εν τω μέσω της ερημίας βλέπω ανακύπτον ενώπιον μου ένα στράτευμα, έν στίφος μέλαν, απειλητικόν, απαίσιον. Ήτο ομήγυρις αποτελουμένη τουλάχιστον εκ πεντακοσίων κυνών. Έστην εμβρόντητος και κατεπτοημένος. Εις τον νουν μου επήλθεν η εικών του θανάτου του Ακταίωνος, της Ιεζάβελ και πάσαι αι ζοφεραί αναμνήσεις ανθρώπων καταβροχθισθέντων υπό κυνών. Έκλεισα το αλεξιβρόχιόν μου, έτοιμος ν' αμυνθώ δι' αυτού ελλείψει άλλου όπλου και να πωλήσω τουλάχιστον ακριβά το δέρμα μου. Ηκούσθησαν οργίλοι τινές γρυλλισμοί, πένθιμοί τινες υλακαί. Μερικοί μ' επλησίασαν και με ωσφράνθησαν υπόπτως, αλλά δεν με ηνώχλησαν· κατώρθωσα να διέλθω εκ του μέσου της αμαυράς εκείνης αγέλης διασώζων ακέραια όλα μου τα μέλη. Ότε συνήλθα εκ του φόβου μου, επείσθην ότι η παράδοξος εκείνη ομήγυρις ήτο βεβαίως συλλαλητήριον άφωνον και μυστηριώδες, συγκροτηθέν κατ' εκείνην την ώραν και εις εκείνο το μέρος διά να μη λάβη γνώσιν η φιλύποπτος εξουσία.
Εις τας σοσιαλιστικός ταύτας ιδέας πρέπει ν' αποδοθή και η απέχθεια, την οποίαν τρέφουν οι περίεργοι αυτοί κύνες κατά των οικοσίτων ομοίων των. Μισούν εμφύτως όλα τα λοιπά ζώα, πλην των ίππων, καταδιώκουν τους γάττους και υλακτούν εμμανώς τας καμήλους ή τας ψωραλέας άρκτους, τας οποίας σύρει εξόπισθέν του διά κλοιού εκ του ρύγχους ρυπαρός τις Αθίγγανος εις τας οδούς. Αλλ' ιδιαίτερον τρέφουν και δικαιολογημένον μίσος κατά των ιδιωτικών κυνών, των οποίων ο βίος εν Κωνσταντινουπόλει είνε αυτόχρημα αφόρητος. Οι παρά της τύχης ηυνοημένοι ιχνηλάται και τα μαμμόθρεπτα των δεσποίνων κυνάρια αναγκάζονται να διαιτώνται εντός των οικιών, ο δε κύριός των, οσάκις θελήση να εξέλθη μετ' αυτών, οφείλει να τα κρατή πλησίον του δεδεμένα δι' αλύσεως και να τα προασπίζη πάσαν στιγμήν διά της ράβδου του από των αγρίων επιθέσεων των φθονερών αποκλήρων. Φίλος μου τις φιλόκυνος, διατρέφων εις τον οίκον του δύο εξαιρέτους θηρευτικούς κύνας, μου διηγήθη ότι ημέραν τινά εν Γαλατά πελώριος μολοσσός εκ των αδεσπότων ώρμησεν εξαίφνης εκ των όπισθεν κατ' αυτού και διά των οδόντων του κατέσχισε το επανωφόριόν του. Η επίθεσις επανελήφθη μετά τινας ημέρας μετά του αυτού αποτελέσματος, ο δε φίλος μου, αφού επί πολύ ηπόρησε διά την ασυνήθη ταύτην και ανεξήγητον μήνιν, εσυλλογίσθη επιτέλους και επείσθη ότι προήρχετο αύτη εκ της οσμής, την οποίαν έφερον τα ιμάτιά του ως εκ της συγχρωτίσεώς του μετά των οικοσίτων του κυνών. Η οσμή αυτή και μόνη ήρκεσε να εξεγείρη όλην την οργήν του αλήτου εκείνου, όστις μη δυνάμενος να βλάψη τους μισητούς ομοφύλους του εξεδικήθη κατά του κυρίου των. Εν τούτοις υπάρχουν περιστάσεις, κατά τας οποίας επέρχεται είδος τι συμβιβασμού και ο αυτός φίλος μου διηγήθη ότι αυτοί οι δύο ανωτέρω θηρευτικοί κύνες είχον συνάψει ποτέ φιλικάς σχέσεις μεθ' ενός αδεσπότου κυνός διαιτωμένου εις την οδόν, όστις συνέπαιζε μετ' αυτών, οσάκις εις αυτούς παρείχετο η άδεια να εξέλθουν επ' ολίγην ώραν έξωθεν της οικίας, και τους επροστάτευεν από της έχθρας των άλλων. Διά του τρόπου τούτου κατώρθωσε να προσελκύση την εύνοιαν του οικοδεσπότου, όστις εψώμιζεν [41] αυτόν, έως ότου ημέραν τινά έγινεν άφαντος, αποθανών ίσως εκ γηρατείων.
Διότι δεν είνε παντελώς εστερημένοι νοημοσύνης οι αδέσποτοι κύνες· απεναντίας ο βίος τον οποίον διάγουν οξύνει τα αισθητήριά των και τας διανοητικάς των δυνάμεις. Γνωρίζουν όλους τους κατοίκους της συνοικίας και ευγνώμονες προς τους τυχόν περιποιουμένους αυτούς τους συνοδεύουν με σκιρτήματα και με σπασμωδικά κινήματα της κολοβής ουράς των μέχρι των συνόρων της οδού. Εννοούν τους κλέπτας και φαυλοβίους και τους καταδιώκουν δι' υλακών, συντελούντες ούτως όχι ολίγον εις την τήρησιν της τάξεως και ασφαλείας. Αναγνωρίζουν αμέσως τους ξένους, φαίνεται δε ότι δεν είνε προς αυτούς λίαν εύνοι. Άλλοτε μάλιστα εις τας καθαρώς τουρκικάς συνοικίας η διέλευσις ξένου μη φεσοφορούντος ήτο επιχείρημα όχι επικίνδυνον. Αλλά τώρα ως εκ της προόδου του πολιτισμού και της απαραιτήτου ισοπεδώσεως και ομοιομορφίας του ο τοιούτος κίνδυνος ή ολοτελώς εξέλιπεν, η εμειώθη επαισθητώς. Είναι πράοι και ικανοί προς άσκησιν, απορώ δε αληθώς πώς δεν ευρέθη τις να χρησιμοποιήση τας δυνάμεις των ευρωστοτέρων εις την κίνησιν μικρών φορτηγών αμαξίων, όπως γίνεται εν Ευρώπη· αλλ' ίσως η παροιμιώδης οκνηρία των αποθαρρύνει τους επιχειρηματίας. Οι ειδήμονες βεβαιούν ότι έχουν την όσφρησιν λίαν ανεπτυγμένην και δύνανται διά της εξασκήσεως να καταστούν εξαίρετοι θηρευτικοί κύνες. Περί της εκτάκτου μάλιστα νοημοσύνης τινών εξ αυτών και περί της προς αλλήλους αγάπης ο κ. Μαυρογένης αναφέρει το εξής ανέκδοτον. Άμαξα έθραυσε ποτε την κνήμην ενός των κυνών, ιατρός δε Ευρωπαίος κατοικών εν τη συνοικία, ιδών το συμβάν και ευσπλαγχνισθείς το παθόν ζώον, παρέλαβεν αυτό εις τον οίκον του και το εθεράπευσε. Μετά πολύν καιρόν ο ιατρός ήκουσε την εξώθυραν του οίκου του κρουομένην, ή μάλλον ξεομένην, προβάς δε μετά περιεργείας παρετήρησε δύο κύνας, εκ των οποίων ο είς ήτο ο παρ' αυτού θεραπευθείς, όστις προ πολλού είχεν επαναλάβει τον αλήτην βίον του, και ο έτερος έσυρεν αλγεινώς τον τραυματισμένον πόδα του, παθόντα θλάσιν εκ των τροχών αμάξης. Φανερόν ήτο ότι ο θεραπευθείς παρ' αυτού κύων, μνήμων της ευεργεσίας, ωδήγει τον παθόντα εις την οικίαν του ιατρού χάριν θεραπείας, ο δε Ασκληπιάδης συγκινηθείς περιέθαλψε και ίασε και τον απροσδόκητον αυτόν πελάτην. Το ανέκδοτον θα ήτο περιεργότατον αληθώς, αν δεν υπήρχον μερικαί αμφιβολίαι περί της ακριβείας του, διότι το έχω αναγνώσει τουλάχιστον δεκάκις μέχρι τούδε ως συμβάν εν Λονδίνω. Να είχεν αναγνώσει άραγε τας εφημερίδας ο κύων των οδών της Κωνσταντινουπόλεως και εμιμήθη τον εν Λονδίνω ομόφυλόν του; Πιθανωτέρα είνε η εξήγησις ότι τας εφημερίδας είχεν αναγνώσει ο κ. Μαυρογένης.
Η φιλοστοργία των θηλειών είνε αξιοθαύμαστος· μετά συγκινήσεως έβλεπα πολλάκις τας δυστυχείς ταύτας μητέρας εξηπλωμένας επί του παγερού εδάφους υπό την ανωφελή σχεδόν σκέπην εξώστου τινός, τρεμούσας υπό τον σφοδρόν βορράν, μαστιζομένας εκ της βροχής και όμως προσπαθούσας να καλύψουν με τα λιπόσαρκα σκέλη των τα οιμώζοντα νεογνά των και να γαλουχήσουν αυτά με τους στείρους εκ της ασιτίας μαστούς των. Ο μνημονευθείς Μαυρογένης αναφέρει ότι είδε ποτε εν τη οδώ τοιαύτην ατυχή μητέρα, ήτις είχεν απολέσει τα νεογνά της και επί τέσσαρας όλας ημέρας τα διετήρει παρ' εαυτή νεκρά, μη εννοούσα να αποχωρισθή αυτών, ουδ' επιτρέπουσα να ταποκομίσουν, μάτην δε προσπαθούσα διά θωπειών και ασπασμών να μεταδώση εις αυτά θάλπος και να τα επαναφέρη εις την ζωήν. Παρήγορον είνε ότι οι κάτοικοι ανεξαρτήτως της εθνικότητος και του θρησκεύματος παρέχουν εξ αισθήματος ευσπλαγχνίας εις τας φιλοστόργους ταύτας λεχούς επαινετήν περίθαλψιν. Πάντοτε σχεδόν παρατηρεί τις ότι η θήλεια μετά τον τοκετόν αποκτά κοίτην εκ σωρού αχύρων ή ρακών δωρηθείσαν εις αυτήν υπό φιλευσπλάγχνου γείτονος. Εις αυτήν την μεγάλην οδόν του Πέραν, όπου συνωστίζεται το πλήθος της εκλεκτής κοινωνίας κατά τας ώρας του περιπάτου την χειμερινήν εποχήν και όπου διαγκωνίζεται ο ξένος διπλωμάτης με την αριστοκράτιδα φαναριώτισσαν δέσποιναν και ο αρμένιος τραπεζίτης με την γαλλίδα εταίραν της υψηλής περιωπής, ως θλιβερός τόνος εν τω μέσω του ποικίλου βόμβου διεκρίνοντο αι οιμωγαί των μικρών γόνων κυνός τεκούσης επί του στενού πεζοδρομίου εγγύς ενός φαρμακείου. Και όμως ούτε κατεπατήθησαν ούτε απεδιώχθησαν εκείθεν τα ταλαίπωρα αυτά πλάσματα, ότε δε την επομένην ανεζήτησα την άστεγον αυτήν οικογένειαν, ανεκάλυψα την μητέρα εντός του κοιλώματος παραθύρου του υπογείου, εξηπλωμένην μετά των τέκνων της επί παχέος στρώματος ρινισμάτων ξύλου, και το σωστικόν αυτό καταφύγιον βεβαίως είχε χορηγηθή υπό του ελεήμονος καταστηματάρχου. Μου διηγήθησαν ωσαύτως ότι κύων έτεκέ ποτε εντός της σκοπιάς φρουρού, ο δε αγαθός στρατιώτης επροτίμησε να μείνη εις το ύπαιθρον τρέμων εκ του ψύχους παρά ν' αποδιώξη εκείθεν το δυστυχές ζώον.
Ως προς τας ερωτικάς προς αλλήλους σχέσεις υπάρχει πολλή ελευθερία ένεκα της πληθύος εξ αμφοτέρων των φύλων, και τα διαπραττόμενα φανερά εις τας οδούς κατά πάσαν στιγμήν σκανδαλίζουν τους σεμνοτέρους. Αντί όμως ν' αναφέρω κρίσεις και παρατηρήσεις ιδικάς μου, αι οποίαι πιθανόν, αν και το θέμα μου είνε κυνικόν, να ήσαν παρακινδυνευμέναι και απροσδιόνυσοι, προτιμώ να παραθέσω μίαν περικοπήν γλαφυράν και πνευματώδη εκ της μονογραφίας, την οποίαν πολλάκις προανέφερα. Ιδού αυτή: « Έχω κύνα καταγόμενον εκ του γένους τούτου, γεννηθέντα όμως εντός του κήπου μου και γόνον μητρός καταγωγής μη χυδαίας μέχρι της τετάρτης γενεάς. Ο κύων ούτος, τον οποίον κατέστησα φύλακα του κήπου μου, έγινεν εξαίρετος, εύσωμος, ρωμαλέος· μη υποστάς ποτε κακουχίας κατέστη σχεδόν ευγενής, αλλ' ευγενής νωπής χρονολογίας, ως οι ιδαλγοί της Ισπανίας. Είνε ανδρειότατος, φέρει ουράν ακεραίαν και πυκνήν, ανυψουμένην εν είδει λοφίου. Έχει το ήθος υπερήφανον. Εξέλεξε δύο θηλείας κίτρινου χρώματος (διότι αυτό το χρώμα, φαίνεται, προτιμά) καθαρίους και ευσάρκους. Τας τρέφει καλώς, κομίζων εις αυτάς εκλεκτά εδέσματα εκ του μαγειρείου, ένθα συχνάζει μετ' οικειότητος. Αι θήλειαι οφείλουν εις αυτόν υπακοήν. Είνε ηναγκασμέναι να μένουν εις το πρόθυρον του οίκου μου επί στρωμνής την οποίαν αυτός έσυρεν εκεί και έθεσεν εις την διάθεσίν των. Οψέποτε θέλουν να εξέλθουν διά να αναπνεύσουν και να κινηθούν ολίγον, πρέπει να συνοδεύωνται παρ' αυτού· ενώ αυτός απεναντίας δικαιούται να εξέρχεται μόνος, να ερωτοτροπή προς άλλας θηλείας της συνοικίας και να συνάπτη αιματηράς μάχας μετά των αντιζήλων». Ως βλέπετε, τα ήθη των τετραπόδων ως προς το κεφάλαιον τούτο δεν διαφέρουν από τα των διπόδων κατοίκων του τόπου, η δε ύπαρξις του χαρεμίου επιβάλλεται εις πάντα τα έμψυχα.
Αλλ' όμως αυτή η περί τα ήθη ακρασία [42] κέκτηται σπουδαίαν ευεργετικήν επίδρασιν επί της δημοσίας υγείας. Μολονότι το πλήθος των κυνών είνε τοσούτο μέγα, η φοβερά νόσος της λύσσης είνε εν τούτοις σπανιωτάτη μεταξύ αυτών, ενώ παρ' ημίν, παρά τον περιωρισμένον αριθμόν και την κατ' έτος εξολοθρευτικήν περιοδείαν του κυνοθήρα, ολόκληρα καραβάνια λυσσώντων πέμπονται εκάστοτε προς τον Παστέρ. Ο διακεκριμένος επιστήμων συγγραφεύς της περί των κυνών μονογραφίας αποδίδει τούτο εις την οπωσδήποτε εύρεσιν της καθημερινής των τροφής, εις την αφθονίαν του ύδατος και προ πάντων εις την εύκολον και ακώλυτον εκπλήρωσιν των φυσικών ορμών. Διότι πανταχού, όπου οι κύνες υπόκεινται υπό την άμεσον εποπτείαν των ανθρώπων, οι οικοδεσπόται έργα Ηρώδου εκτελούντες, απορρίπτουν και εξαφανίζουν μετά πάντα τοκετόν κατά προτίμησιν τα θήλεα εκ των νεογνών, επειδή η συντήρησις των θηλέων είνε οπωσδήποτε οχληροτέρα εις τον οίκον. Τούτου ένεκα υπάρχει μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του αριθμού των δύο φύλων και συχνάκις βλέπομεν επαναλαμβανόμενον το θέαμα τεσσαράκοντα μνηστήρων καταδιωκόντων μίαν και μόνην Πηνελόπην. Ενώ εν Κωνσταντινουπόλει ο πληθυσμός αμφοτέρων των φύλων μένει άθικτος εν τη ισορροπία, την οποίαν ώρισεν η προνοητική φύσις. Ώστε η αγνεία [43] και η εγκράτεια δεν είνε προφυλακτικά κατά της λύσσης. Ας λάβουν, παρακαλώ, υπό σημείωσιν το πειστικώτατον αυτό παράδειγμα οι ευμενείς ακροαταί μου και ιδιαιτέρως εξ αυτών οι άγαμοι και οι εμφορούμενοι από ασκητικάς διαθέσεις.
Πολλάκις εν τη ιστορία μνημονεύονται απόπειραι περί ελαττώσεως του οχληρού αριθμού των ζώων τούτων. Αλλ' ουδεμία αυτών, φαίνεται, ηυδοκίμησεν. «Επί Σουλτάνου Αχμέτ του Α', διηγείται ο Βυζάντιος (44) , συμβάντος μεγίστου θανατικού, οι ιατροί, όλοι τότε σχεδόν Εβραίοι, επρότειναν ότι έπρεπε να ληφθή κατ' αυτών μέτρον, ως διαδιδόντων το μόλυσμα. Διέταξε λοιπόν ο Σουλτάνος να φονευθούν, αφού πρώτον ερωτηθή ο Σεϊχουλισλάμ· αλλ' εκείνος απήντησεν ότι τα ζώα έχουν ψυχήν και επομένως δεν δύναται τις ανεγκλήτως να τα φονεύση. Απεφασίσθη τότε να τα περιορίσουν είς τινα των παρακειμένων ερημονήσων κ' εκεί να τρέφωνται υπό των βυρσοδεψών, εις τους οποίους χρησιμεύουν τα περιττώματά των, και μετεκομίσθησαν χιλιάδες». Το αυτό έγινε και κατά τον παρόντα αιώνα επί της βασιλείας του Μαχμούτ. Ο μεγαλεπήβολος μονάρχης και πρώτος εισηγητής του πολιτισμού εις το οθωμανικόν κράτος, αφού επάταξε τους Γενιτσάρους, ηθέλησε να απαλλάξη την πρωτεύουσαν και απ' αυτής της ασχημίας. Αλλ', ως η παράδοσις διηγείται, έν των πλοίων των μετακομιζόντων το αλλόκοτον αυτό φορτίον εις τας ερημονήσους κατεποντίσθη, πολλοί δε των εξορίστων έσχον την τόλμην να διαπεραιωθούν νηχόμενοι [45] , καίτοι η απόστασις είνε μεγάλη, εις το προσφιλές πάτριον έδαφος. Όθεν εξ οίκτου εφείσθησαν των λοιπών. Λέγεται ότι το πείραμα επανελήφθη μετά τινα χρόνον και μέγας αριθμός αυτών μετεκομίσθη είς τι παρά τον Ελλήσποντον μέρος, πλησίον της Καλλιπόλεως. Το πειναλέον στίφος αφεθέν ελεύθερον εις την ξηράν ερρίφθη εις τους πλησιοχώρους αμπελώνας της χώρας, σταφυλοβριθείς ένεκα της ώρας του έτους, και τους ελεηλάτησεν. Οι κάτοικοι αντεπεξήλθον κατά των επιδρομέων και παρεπονέθησαν κατά της πρωτοφανούς ταύτης κτηνοτροφίας, η οποία απέβαινε τόσον καταστρεπτική εις την γεωργίαν, διό διεκόπη η καταναγκαστική μετανάστευσις. Ήκουσα ωσαύτως εν Κωνσταντινουπόλει ότι προ ετών Ευρωπαίος τις επρότεινεν εις την κυβέρνησιν ν' αναλάβη τον καθαρισμόν της πρωτευούσης από των κυνών, πληρώνων μάλιστα και μικρόν τι τίμημα δι' έκαστον ωρισμένον αριθμόν αυτών, σκοπεύων να χρησιμοποιήση τα δέρματά των εις βυρσοδεψικήν βιομηχανίαν, αλλ' ο οθωμανικός πληθυσμός εξηγέρθη κατά της ασεβούς ταύτης εξωνήσεως, επενόησε δε τέχνασμα ευφυές προς ματαίωσιν αυτής. Την ημέραν του προσκυνήματος του Σουλτάνου ετοποθετήθη εις τον δρόμον, εκ του οποίου επρόκειτο να διέλθη η αυτοκρατορική συνοδία, κύων φέρων εξηρτημένην εκ του τραχήλου πινακίδα, εν είδει ικετηρίου αναφοράς των κυνών της πρωτευούσης, παραπονουμένων ότι αυτοί οι διακρινόμενοι διά την πίστιν των δεν ήτο δίκαιον να παραδοθούν εις χείρας απίστων. Ο άναξ εγέλασε και η άδεια της εξολοθρεύσεως δεν παρεχωρήθη.
Ο Δε Αμίτσης αναφέρει ότι συχνάκις ενεργείται μερική εξολόθρευσις αυτών διά δηλητηρίου εις τας ευρωπαϊκάς της πόλεως συνοικίας, υπό των ιατρών και επιστημόνων, των οποίων τας νυκτερινάς μελέτας ταράσσει ο αέναος αυτών θόρυβος. Το τοιούτο όμως δεν αληθεύει, καθά επιτοπίως επληροφορήθην, διότι άλλως τε τον αθρόον αυτόν όλεθρον κατ' ουδένα λόγον θα ηνείχετο το οθωμανικόν στοιχείον. Το μέτρον εφηρμόσθη μόνον εν τη νήσω Πριγκίπω πρό τινων ετών υπό του έλληνος δημάρχου, φιλοπροόδου και δραστηρίου, απαλλάξαντος την περικαλή νησίδα από της αηδούς ταύτης λέπρας. Αλλ' εν τη ειρημένω νήσω ο πληθυσμός είνε αμιγής χριστιανικός. Οι Οθωμανοί, παρεκτός της οικτίρμονος προστασίας και περιθάλψεως, δεικνύουν προς τα ζώα ταύτα μακροθυμίαν και ανοχήν πολλάκις ακατανόητον. Ουδέποτε θα λησμονήσω σκηνήν τινα της οποίας παρέστην μάρτυς και ήτις κατέλιπεν εις το πνεύμα μου ανεξαλείπτους εντυπώσεις. Ήτο Παρασκευή, ημέρα του προσκυνήματος, τη ευμενεί δε συστάσει της ημετέρας προξενικής αρχής ηυτύχησα να εισαχθώ και να τοποθετηθώ εις το κομψόν παρά τα Ανάκτορα περίπτερον των ξένων, όπως απολαύσω κάλλιον του θεάματος. Το περίπτερον ήτο πλήρες ξένων περιηγητών και μελών του διπλωματικού σώματος, βόμβος δε ποικίλων γλωσσών αντήχει εν αυτώ. Το θέαμα ήτο εξαίσιον. Ο θαλπερός ήλιος του φθινοπώρου ήστραπτεν εις στερέωμα σαπφείρινον· πέραν εμάρμαιρε γαλανή η ακύμων Προποντίς και ο αργυροδίνης Βόσπορος, του οποίου τα νερά ηυλακούντο από μυριάδας ακατίων και μικρών ατμήρων σκαφών· αμαυρά δάση κυπαρίσσων διεχώριζον τους λευκάζοντας όγκους των διαφόρων συνοικισμών της ασιατικής όχθης, εκ των οποίων εξέφευγον κατ' αποστάσεις ευπετώς ως βέλη οι χαρίεντες μιναρέδες, άνωθεν δ' αυτών διά γραμμών μαλακών, διά κλίσεων νωχελών κατήρχοντο οι λόφοι οι επιστέφοντες τας μαγικάς ακτάς, περιβεβλημένοι στολήν χλοεράν αναπροσωπεύουσαν πάσας τας αποχρώσεις του πρασίνου. Ενώπιον ημών ωρθούτο νεοστιλβές και ελαφρόν ως αβροτέχνημα το σουλτανικόν τέμενος. Εις τα πέριξ ήσαν παρατεταγμένα τα διάφορα σώματα της επιλέκτου φρουράς της πρωτευούσης. Αι λόγχαι των στρατιωτών και τα χρυσά σειρήτια και αι επωμίδες των αξιωματικών ελαμποκόπουν εις τον ήλιον. Όπισθεν αυτών συνωστίζετο το πλήθος, τα ερυθρά δε φέσια των στρατιωτών και οι λευκοί πέπλοι των πυκνών ομίλων των Οθωμανίδων ωμοίαζον με εναλλασσούσας πρασιάς μηκώνων [46] και λευκανθέμων. Ήτο αληθής πανήγυρις αίγλης και χρωμάτων. Μία παρισινή κυρία, σύζυγος Γάλλου προξένου εν τη Ανατολή, ανήκουσα εις τον φιλικόν όμιλον εις τον οποίον και εγώ συμπεριελαμβανόμην και διά πρώτην φοράν βλέπουσα ως και εγώ το θέαμα, δεν έπαυε να μου επαναλαμβάνη ενθουσιώσα: — C'est merveilleus! C'est féérique!
Η ώρα της τελετής προσήγγιζεν. Είχον ήδη προσέλθει λαμπροστόλιστοι ο μέγας βεζύρης, οι υπουργοί και πάντες οι ανώτεροι λειτουργοί του Κράτους. Ανεμένετο η άφιξις του άνακτος και κατά το έθιμον ερρίπτετο διά πτύων μετά σπουδής υπό εργατών χώμα εκ μικρού φορτηγού αμαξίου εις το προαύλιον του ναού, όπως διέλθη επί απατήτου χώρου η Μεγαλειότης Του. Αίφνης το όμμα μου θαμβωμένον εκ τόσης λάμψεως έπεσεν επί τινος αντικειμένου αμαυρού, κειμένου ακριβώς εν τω μέσω της ηλιοφωτίστου οδού και αντικρύ της εισόδου του προαυλίου· ήτο κύων εύσωμος, χρώματος υπομέλανος, όστις είχε κατακλιθή εκεί, συνεσπειρωμένος με το ρύγχος παρά την ουράν, υπνώττων μακαρίως. Ανέμενα να ίδω τινά εκ των τόσων στρατιωτών, εκ των τόσων εκεί φυλάκων της τάξεως και επιτηρητών της ευπρεπείας μεταβαίνοντα και αποδιώκοντα αυτόν· αλλ' ουδείς εκινήθη. Εν τω μεταξύ αφίκετο ο Παδισάχ εφ' αμάξης ανοικτής, εν τω μέσω διπλού στοίχου στραταρχών και πασσάδων με στολάς καταχρύσους, με στήθη διάστερα εκ παρασήμων, πεζή βαινόντων, ενώ όπισθεν της αμάξης έβαινε μετά σπουδής σμήνος ευνούχων και ιπποκόμων, με τας χείρας ευσεβάστως συμπεπλεγμένας. Η λαμπρά συνοδία παρήλθεν ως οπτασία, ενώ δε αντήχουν ακόμη βροντώδεις αι κραυγαί των στρατιωτών Παδισαχήμ τσοκ γιασά.! έστρεψα πάλιν το βλέμμα εις την οδόν . . . Ο κύων ήτο ακόμη εκεί εξηπλωμένος. Έπειτα εγένετο στρατιωτική παρέλασις. Τα τύμπανα εδούπησαν, αι σάλπιγγες ήχησαν οξέως, τα σείστρα διά των οποίων είνε εφωδιασμέναι κατ' εξαίρεσιν αι τουρκικαί στρατιωτικαί μουσικαί εκωδώνισαν. Εκινήθησαν οι λόχοι και τα τάγματα με τας σημαίας αναπεπταμένας, οι γιγάντειοι σωματοφύλακες, οι ζουάβοι με τας πρασίνας κιδάρεις, οι νευρικοί και ευκίνητοι Αλβανοί με τα σελάχια [47] , οι ηλιοκαείς Σύροι, οι άλκιμοι [48] πεζοναύται· διήρχοντο πάντες ευθυτενώς με βήμα έρρυθμον, υπό τους ενθουσιώδεις ήχους των εμβατηρίων και αι σημαίαι προσέκλινον και οι άνδρες ανεφώνουν προ του μονάρχου, θεωμένου από τινος των παραθύρων του τεμένους. Έπειτα ήλθεν η θύελλα του ιππικού· αι ίλαι προέβησαν καλπάδην, και παρήλασαν· οι λογχοφόροι με τα μικρά σημαιοστεφή δόρατα, οι ελαφροί ιππείς με τους μέλανας κιρκασιανούς σκούφους, με τα ξίφη γυμνά και σελαγίζοντα υπό τον ήλιον. Ακολούθως η αυτοκρατορική συνοδία επανήλθε μετά της αυτής πομπής εις τα ανάκτορα, επομένου μακρού στοίχου αμαξών, ζηλοτύπως εγκλειουσών τας τιμαφλείς και απροσίτους καλλονάς του γυναικωνίτου. Και ο κύων εξηκολούθει να μένη εκεί ακίνητος· η δόξα, ο πλούτος, η ισχύς, το κάλλος, όλα τα μεγαλεία του κόσμου τούτου παρήρχοντο ενώπιόν του, και αυτός ο πλάνης και ανέστιος, ώς τις φακίρης ή φιλόσοφος κυνικός, ουδέ κατεδέχετο να εγείρη τους οφθαλμούς και να τα παρατηρήση! Ότε μετ' ολίγην ώραν επέστρεφα ιλιγγιών εκ της λαμπρότητος του θεάματος και ανεπόλουν πάσας αυτού τας λεπτομερείας, η σκιαγραφία του παραδόξου και φανταστικού εκείνου ζώου παρέμενεν ως μελανόν στίγμα εις όλην την εικόνα και ενεθυμούμην τα πενιχράς παρατάξεις μας κατά τας εθνικάς ή βασιλικάς εορτάς και ανελογιζόμην εν τη συμπαραβολή πόσα άρα γε άγρια λακτίσματα κλητήρων και πόσους σπαθισμούς θα εδέχετο όχι μόνον ο αυθάδης κύων, αλλά και ο ελεύθερος πολίτης, ο εκλογεύς και ο εκλέξιμος, ο οποίος ήθελε τολμήσει να τοποθετηθή εν μέση οδώ Ερμού κατά τοιαύτην ημέραν.
Το κράτος των κυνών εν Κωνσταντινουπόλει θα διαρκέση άραγε επί πολύ; ο πληθυσμός αυτών θα προβαίνη διαρκώς πολλαπλασιαζόμενος; Το επ' εμοί πολύ αμφιβάλλω. Ο πολιτισμός εισχωρεί ραγδαίος και ακατάσχετος εις την γηραιάν καθέδραν των Σουλτάνων. Ο ατμός, ο δαίμων ο κυρίαρχος του αιώνος, βρέμει [49] ολίγα βήματα μακράν της Υψηλής Πύλης, όπου άλλοτε ωδηγούντο ταπεινωμένοι και περιδεείς οι πρέσβεις των ευρωπαϊκών κρατών, σύρων την επιμήκη αμαξοστοιχίαν, εκ της οποίας αποβιβάζεται απευθείας εκ Παρισίων προερχόμενος ο ξένος περιηγητής, με τον μακρόν αυτού αδιάβροχον μανδύαν και την θήκην των διόπτρων εξηρτημένην διά τελαμώνος [50] εκ των ώμων. Ο πολιτισμός παρορών τας ιστορικάς παραδόσεις, καταργών τα έθιμα, εκριζών τας προλήψεις θα επιβάλη και εκεί μίαν ημέραν συνθήκας κρείττονος δημοσίας υγιεινής και ευπρεπείας. Τότε το ταλαίπωρον των αδεσπότων κυνών γένος θα ελαττωθή επαισθητώς και ίσως εκλίπη παντελώς, μετ' αυτού δε θα συνεκλίπη και μία αφορμή αναμνήσεων, περιγραφών και δημοσίων αναγνωσμάτων.
Ο κ. Ζαχαρίας Παραδαρμένος είνε έγγαμος, ετών 55, απολαύει του δικαιώματος
της Ελληνικής ιθαγενείας, ως γεννηθείς υπό γονέων κλπ.
Είνε αρχαίος ειρηνοδίκης, έχων σύνταξιν εκ δραχ. 73,27. Κερδίζει άλλας τόσας περίπου διοριζόμενος, χάρις εις το αρχαίον του αξίωμα, πραγματογνώμων υπό του δικαστηρίου, και — αλλά τούτο να μένη μεταξύ μας, επειδή ο κ. Ζαχαρίας δεν επιθυμεί να γίνη γνωστόν — ετέρας 50 δραχμάς περίπου κατά μήνα, αντιγράφων οίκοι δικαστικά έγγραφα, τα οποία του δίδει δικηγόρος τις, όστις προ δεκαπέντε ετών είχεν υπάρξει δεύτερος εξάδελφος της Παραδαρμένου, συχνάζων κατά συγγενικόν καθήκον εις την οικίαν, καθ' ήν εποχήν ο σύζυγος εξετέλει την ελλειπτικήν τροχιάν, ευρισκόμενος υπό τον αστερισμόν του Αιγόκερω.
Διά των πόρων τούτων κατορθοί η οικογένεια να καταναλίσκη το ανάλογον μέρος καθ' εκάστην των θρεπτικών ουσιών, αι οποίαι ώρισται υπό της Προνοίας να διέρχωνται διά του πεπτικού σωλήνος αυτής, πριν ή φθάσουν εις την μητέρα γην. Δεν ηξεύρω όμως αν διά λόγους υγιεινής ή ένεκα ορμής φυλετικής η οικογένεια προτιμά ιδίως τας φυτικάς ουσίας· ο δε γάιδαρος του πλάνητος μανάβη, οσάκις διαβαίνει το πρωί εκ της οδού, ίσταται αυτομάτως προ της οικίας του κ. Ζαχαρία, βέβαιος ότι θα ελαφρυνθή εκείθεν ικανώς εκ του χλωρού αυτού φορτίου.
Η γεωγραφική θέσις του κ. Παραδαρμένου είνε η εξής περίπου. Περιορίζεται προς βορράν υπό του κυλινδρικού πίλου του, ενδόξως αγωνισθέντος κατά εννέα χειμώνων και φέροντος τα ίχνη της ανδρείας του, και όστις, ενώ εγνώρισε πάντας τους δικολάβους της Στερεάς και της Πελοποννήσου, ουδέποτε ηθέλησε να σχετισθή και μετά τινος επιδιορθωτού πίλων· προς ανατολάς υπό της συζύγου του κ. Θεοδώρας και του μικρού γόνου αυτής Μιμίκου, προς δυσμάς υπό της θυγατρός του Ουρανίας, και προς νότον υπό της υπηρετρίας Βασίλως και του σκύλου του Μαύρου.
Ο μαθηματικός ορισμός της οικογενείας Παραδαρμένου είνε περίπου ο εξής: Θεοδώρα: Ζαχαρίαν + Μιμίκω + Ουρανία + Βασίλω + Μαύρω = 10 : 5, το οποίον δηλοί ότι η εν τη οικογενεία αξία της κ. Θεοδώρας είνε διπλασία του συνόλου της αξίας πάσης της λοιπής οικογενείας.
Σκιαγραφήσωμεν.
Η κ. Θεοδώρα — σχήμα σφαιρικόν, πρόσωπον επίπεδον. Εκ των 45 ετών αυτής εκράτησε 37, αγκυροβολήσασα εις αυτά και μη εννοούσα να εξέλθη. Αι δύο πλευραί αυτής, εις ικανήν απόστασιν απ' αλλήλων κείμεναι και στερούμεναι μέσων συγκοινωνίας, δεν έχουν πολλάς σχέσεις, και η μία αγνοεί τι πράττει η άλλη. Αγαπά τα κοπλιμέντα, τας όρνιθας και τα παγωτά.
Η δεσποινίς Ουρανία — κόρη χλωρωτική και ισχνή ως τσίρος· μύτη επικίνδυνος, στόμα σουφρωτόν. Αγαπά τας καραμέλας και τα μυθιστορήματα.
Ο Μιμίκος — ετών εννέα, χρώματος μεταξύ λάσπης και σοκολάτας, με δύο οφθαλμούς μεγάλους, με δύο μυκτήρας αείποτε καλλιρρόους, με δύο γόνατα πάντοτε χρωματισμένα. Αγαπά τα πάντα, ως και τα άωρα δαμάσκηνα της γειτόνισσας, και δεν αγαπά μόνον την Κατήχησιν και το καθάρσιον, το οποίον τακτικώς του χορηγεί ο πατήρ, διότι ανά πάσαν δεκαπενθημερίαν έχει και νέαν δυσπεψίαν.
Η Βασίλω — πρόσωπον στρογγύλον ως πανσέληνος, κολλημένον αμέσως εις τον κορμόν, άνευ της επεμβάσεως του λαιμού, κόμη εν αταξία πάντοτε ως νεοσυλλέκτων τάγμα, φουστάνια κοντά, πους φιλελεύθερος, μη αναγνωρίζων τον περιορισμόν του υποδήματος. Αγαπά τα μπαρμπατσόνια και τα κοκκινογούλια.
Ο κ. Ζαχαρίας εκέρδισεν εκτάκτως προ δύο ημερών εκ μιας πραγματογνωμοσύνης 33 δραχμάς· επειδή δε είχεν υποσχεθή εις την οικογένειαν μίαν διασκέδασιν, μετά τον οικονομολογικόν τούτον θρίαμβον, έγιναν διαβούλια περί του είδους της διασκεδάσεως. Ο κ. Ζαχαρίας επρότεινε να μεταβούν δι' αμάξης εις την Κηφισιάν, όπου εγνώριζεν ένα κουμπάρον, ν' αγοράσουν τα τρόφιμα και να πάρουν μαζί των και την Βασίλω διά να μαγειρεύση, αφού δε ήθελον διέλθει την ημέραν εις την εξοχήν, να επιστρέψουν το εσπέρας πεζοί. Η Ουρανία, άμα ήκουσε την ρομαντικήν ταύτην διασκέδασιν, κατεβίβασε τας κόρας και εστέναξεν. Ο Μιμίκος επρότεινε ν' αγοράσουν ένα ταψί μπακλαβάδες και ένα καλάθι ροδάκινα. Αλλ' η κυρία Θεοδώρα επεμβάσα επισήμως διεκήρυξεν ότι, επειδή είχεν ακούσει παρά μιας φιλαινάδας της, της οποίας η γυναικαδέλφη είχε μεταβή μίαν εσπέραν εις τον «Απόλλωνα», ότι ο Φαύστος έπαιξε περίφημα την Τραβιάτα, διά τούτο έπρεπε να υπάγουν την Κυριακήν το εσπέρας εις τον «Απόλλωνα και δεν θέλει άλλα λόγια.
Ήδη από του Σαββάτου λοιπόν τα πάντα ήσαν άνω κάτω εν τη οικία. Η κυρία Θεοδώρα ετακτοποίει έν φόρεμα μελιτζανί, το οποίον, ως η ιερά σημαία του Προφήτου, εξεθάπτετο μόνον εις ωρισμένας ημέρας από του κιβωτίου, παραστάν ως μάρτυς καθ' απάσας τας επισήμους περιστάσεις της οικογενείας Παραδαρμένου. Η δεσποινίς Ουρανία ίστατο πολλάκις προ του κατόπτρου, στριφογυρίζουσα το πρόσωπον, ίνα ίδη εις οποίαν στάσιν η μύτη της εφαίνετο ολιγώτερον σουβλερή. Η Βασίλω, αφού εκαθάρισε τεσσαράκοντα επτά κολοκύνθια, έπλυνεν ένα πανταλόνι του κ. Ζαχαρία, χρώματος κιτρίνου. Ο Μιμίκος εζήτει επιμόνως να μάθη αν εντός του θεάτρου επώλουν κουραμπιέδες, έτρεχε δι' όλης της ημέρας εις τον δρόμον, πετροβολών την δαμασκηνέαν του αντικρύ κήπου, ότε δε εισήρχετο εις την οικίαν, έκοπτε πάντοτε υπερμέγεθες τεμάχιον άρτου, προς μεγίστην απελπισίαν της κ. Θεοδώρας.
Την εσπέραν, ότε ήλθεν ο κ. Ζαχαρίας, παρεκάθισαν εις το δείπνον, και μετά τούτο εξήλθον προ της οικίας αφόβως και απαθώς την εσπέραν εκείνην, διότι από πρωίας είχον πληρώσει τα οφειλόμενα εις τον αντικρυνόν μπακάλην. Προ της θύρας της οικίας ήτο συνήθεια να γίνεται μικρά συναναστροφή, εις την οποίαν ελάμβανε μέρος είς απόστρατος ανθυπασπιστής, μία μαία και μία σύζυγος δικαστικού κλητήρος. Η κυρία Θεοδώρα έστρεψεν επίτηδες την συνομιλίαν επί το θέμα των διασκεδάσεων, διά να αναγγείλη εις την ομήγυριν την μεγάλην απόφασιν. Ο γέρων ανθυπασπιστής εγρύλλισεν, ειπών ότι προτιμά έν εκατοστάρι ρητινίτου από το καλύτερον θέατρον του κόσμου. Η σύζυγος του κλητήρος είπεν ότι μίαν ημέραν κατά τύχην μετέβη εις το Φάληρον μετά τινος κυρίας, όπου είδε τας Γαλλίδας δεικνυούσας τον πόδα γυμνόν μέχρι του γόνατος και εσταυροκοπήθη. Τότε παρεμβάς ο κ. Ζαχαρίας ανέφερεν ότι προ ένδεκα ετών είχεν ίδει εις έν μέρος της Πελοποννήσου ένα των σπουδαιοτέρων θεατρικών θιάσων, συγκείμενον εκ τριών άρκτων και τεσσάρων πιθήκων, προσέθηκε δ' ότι το θέατρον είνε η διανοητική συγχρώτισις της αλληλουχίας του πνεύματος, συνδυαζομένη μετά της συνθηματικής αποσκιρτήσεως του ανθρωπίνου γένους.
Με αυτήν την γλώσσαν ωμίλει συνήθως κατά τας επισήμους στιγμάς ο κ. Ζαχαρίας, την δε γνώμην ταύτην επεδοκίμασεν η μαία, κλίνουσα επανειλημμένως την κεφαλήν.
Μετά την λέσχην η συναναστροφή διελύθη, η δε οικογένεια εισήλθεν εντός του οίκου. Την εσπέραν εκείνην είχε λάβει προς αντιγραφήν δεκατρία έγγραφα, και ότε η εργασία ήτο υπερβάλλουσα, η αξιέραστος Ουρανία συνήθιζε να βοηθή τον γεννήτορα, αντιγράφουσα και αυτή.
Ο Μιμίκος εκάθητο πλησίον των μελετών το μάθημα της Κατηχήσεως, αλλ' εις το πνεύμα του ανεκυκάτο η ιδέα του θεάτρου και των κουραμπιέδων.
Ο κ. Ζαχαρίας υπαγορεύει:
— «Ο αντίδικος διά της από 11 Μαρτίου εφέσεώς του . . . »
Αίφνης ο Μιμίκος διακόπτει:
— Μπαμπά, διατί λέγεται Σύμβολον της Πίστεως;
— Σύμβολον της Πίστεως λέγεται διότι συμβάλλει εις την Χριστιανικήν πίστιν, ήτις διαιρείται εις την Κατήχησιν και την Χρηστομάθειαν . . . το οποίον τα καλά παιδία δεν πρέπει να σκοτίζουν τον πατέρα των, όταν γράφη . . . . . «εφέσεως ενώπιον των εν Παρνασίδι . . . »
Ο Μιμίκος ψιθυρίζει αποστηθίζων:
— Το Σύμβολον της Πίστεως διαιρείται εις άρθρα . . . Αιφνιδίως αποτεινόμενος προς τον κ. Ζαχαρίαν λέγει υψηλοφώνως:
— Μπαμπά, εχθές είδα που εκόλλησαν ένα χαρτί κόκκινο και έλεγε «Ριγολέττος». Τι θα ειπή Ριγολέττος;
— «Των εν Παρνασίδι Πρωτοδικών . . . ». Ριγολέττος είνε λέξις σύνθετος. Ριγώ ελληνιστί σημαίνει κρυώνω, letto δε ιταλιστί σημαίνει κρεββάτι. Αρά Ριγολέττος είνε εκείνος, όστις κρυώνει εις το κρεββάτι.
— Ας σκεπασθή με το πάπλωμα, λέγει η κυρία Θεοδώρα παρακαθημένη και πλέκουσα κάλτσαν. Και η Βασίλω ακούσασα απέρχεται καγχάζουσα επί τη αστειότητι ταύτη της κυρίας της.
Και ούτως εξακολουθεί η σκηνή, μέχρις ότου ο μεν Μιμίκος αποκοιμάται επί της τραπέζης και φέρεται υπό της μητρός του εις την κλίνην, η δε δεσποινίς Ουρανία θέτει το τελευταίον «πληρεξούσιος δικηγόρος». Η οικογένεια τότε κατακλίνεται.
Την επαύριον άμα τη εξεγέρσει επικρατεί αληθής αναστάτωσις εν τη οικία. Η κυρία ηγέρθη επίτηδες πρωί και μετέβη εις την εκκλησίαν, όπως επιδείξη το μελιτζανί, εύρε δε ταυτοχρόνως τον τρόπον μεταξύ δύο σταυροκοπημάτων ν' αναγγείλη την έκτακτον απόφασιν εις μίαν φίλην. Μετά την επάνοδόν της εκ της εκκλησίας ο κ. Ζαχαρίας εξέρχεται όπως αγοράση τα εισιτήρια. Η κυρία Θεοδώρα προβαίνουσα από του παραθύρου φωνάζει εις τον σύζυγόν της μεγαλοφώνως, όπως ακουσθή υπό των γειτόνων, να εκλέξη τέσσαρα καλά εισιτήρια, και να είνε μεσαία, διότι αυτά είνε καλύτερα. Ο κ. Ζαχαρίας στρέφεται και την καθησυχάζει. Ο πίλος του υπό τας ακτίνας του ηλίου αποκτά χροιάν αιματόχρουν, το δε πανταλόνιόν του θαμβώνει τον κόσμον, αντανακλών τον ήλιον ως κάτοπτρον. Υπό θέρμην 36 βαθμών μεταβαίνει εις τον «Απόλλωνα», αλλ' εκεί μανθάνει ότι κατά την ώραν εκείνην τα εισιτήρια πωλούνται εις το καφενείον «Παρθενώνα». Επιστρέφει λοιπόν βλασφημών, οπτός ως ροσμπίφ, αγοράζει τα εισιτήρια εις τον «Παρθενώνα» και φθάνει εις την οικίαν του περίρρυτος εκ του ιδρώτος, όστις διαφεύγει και μέσον των υποδημάτων αυτού.
Η κυρία Θεοδώρα παρατηρούσα τα εισιτήρια και βλέπουσα 95, 97 κλπ. αρχίζει να επιτιμά τον σύζυγόν της ότι δεν είνε κατά σειράν. Ο κ. Ζαχαρίας ουδ' αυτός δύναται να εξηγήση το φαινόμενον· αλλ' επειδή τον διεβεβαίωσαν ότι οι αριθμοί ήσαν συνεχείς, υποθέτει ότι εις τα θέατρα, κατά το νεώτερον σύστημα, κατήργησαν τους διπλούς αριθμούς διά να φαίνωνται περισσότεροι οι θεαταί.
Η ημέρα παρήλθεν άνευ ετέρων επεισοδίων. Μόνον σφοδρά λογομαχία ηγέρθη περί της αιφνιδίου απωλείας 30 λεπτών, προωρισμένων διά πετρέλαιον, τα οποία είχε κλέψει ο Μιμίκος και εξοδεύσει ήδη εξ αυτών 15 διά ροδάκινα. Η κυρία Θεοδώρα υπώπτευεν ως ένοχον της κλοπής την Βασίλων και επεφυλάσσετο να κάμη την επαύριον τας ανακρίσεις φοβουμένη μη την ημέραν εκείνην ζητήση η υπηρέτρια να φύγη, αν της εγίνετο παρατήρησις, και ματαιωθή ούτως η διασκέδασις. Η δεσποινίς Ουρανία ανέγνωσεν είκοσι σελίδας του μυθιστορήματος, το οποίον ανεγίνωσκεν ολόκληρον τακτικώς κατά διμηνίαν. Η Βασίλω έχαιρε κρυφά και ηγαλλία διότι έμελλε την εσπέραν να μείνη μόνη, πράγμα σπάνιον και ασύνηθες εις την οικίαν εκείνην. Είχε δε λόγους να χαίρη περισσότερον, διότι την πρωίαν μεταβάσα εις του μπακάλη προς αγοράν βουτύρου, ανήγγειλε γεγωνυία τη φωνή την μέλλουσαν νυκτερινήν έξοδον της οικογενείας, και τούτο καθότι ευρίσκετο εντός Ανδριός τις επίστρατος, συμπατριώτης, πολλάκις διά λόγων και διά βλεμμάτων θερμών εκφράσας εις αυτήν την φλόγα του, όστις εκέρασεν επί τω ακούσματι 15 λεπτών μαστίχαν τους συντρόφους του.
Προς το εσπέρας η οικογένεια, κατά πάντα ενδυμένη και καλλωπισμένη, εδείπνησεν εν βία, διότι η ώρα της αναχωρήσεως προσήγγιζεν. Ο κ. Ζαχαρίας δι' όλου του απογεύματος κατείχετο υπό μελομανίας και εξετέλεσεν εξάκις ταπεινοφώνως έν χερουβικόν. Εις την τράπεζαν δεν είχεν όρεξιν πολλήν, διό παρήγγειλεν εις την Βασίλων να του φυλάξη το δείπνον, διά να το φάγη μετά το θέατρον. Τέλος εξεκίνησαν εν πομπή και παρατάξει μετά θορύβου τοιούτου, ως να εξεκίνει διά τα σύνορα τοπομαχική πυροβολαρχία. Η Βασίλω προέβη από του παραθύρου, στηριζομένη επί των χονδρών αγκώνων και μειδιώσα ηλιθίως, ο δε κ. Ζαχαρίας εκ της οδού συνέστησεν εις αυτήν μεγαλοφώνως να φυλάττη το σπίτι, μη τύχη και συμβή τίποτε. Οι γείτονες, η μαία, η σύζυγος του κλητήρος, ο μπακάλης προέβησαν από του παραθύρου, παριστάμενοι εις την παρέλασιν. Η κυρία Θεοδώρα εχαιρέτα εναβρυνομένη [51] , ο δε κ. Ζαχαρίας προσεπάθει να καταβιβάση το κίτρινον πανταλόνιον, το οποίον βραχυνθέν κατά το πλύσιμον εξικνείτο μέχρι του μέσου της κνήμης, αφήνον να φαίνωνται ολόκληρα τα χάσματα των υποδημάτων. Παρά το κίτρινον πανταλόνιον ήστραπτεν εις τας τελευταίας λάμψεις του λυκαυγούς το μελιτζανί της κυρίας Θεοδώρας και τα δύο εφαίνοντο εντός της αμφιλύκης [52] ως φωτεινά μετέωρα, απέναντι των οποίων ωχρία η λευκή εσθής της Ουρανίας, περιπατούσης με οφθαλμούς ημικλείστους και διαγραφούσης καμπύλας διά της ρινός εις τον αέρα. Ο Μιμίκος εξηκολούθει ροκανίζων τεμάχιον άρτου, μη προφθάσας να ρίψη την τελευταίαν πέτραν κατά της δαμασκηνέας. Ο σκύλος της οικογενείας Μαύρος ητοιμάσθη σαίνων την ουράν, να τους ακολουθήση, αλλ' ο κ. Ζαχαρίας και ο Μιμίκος κατεδίωξαν αυτόν διά ραβδισμών και λιθοβολισμών μέχρι της οικίας.
Από την συνοικίαν του αγίου Κωνσταντίνου, όπου κατώκουν, έφθασαν εις την πλατείαν της Ομονοίας. Εκεί η κυρία Θεοδώρα, κατανοήσασα το μήκος της οδού, εξέφρασε την επιθυμίαν περί αμάξης. Αλλ' ο αμαξηλάτης, προς τον οποίον απετάθη ο κ. Ζαχαρίας δεικνύων εν τη παλάμη τέσσαρα εικοσιπενταράκια, απήντησε μετά σπανίας ευγενείας ότι ημπορούσε να τα κρεμάση εις τον λαιμόν της γυναικός του. Η απάντησις εξήψε την οργήν του κ. Ζαχαρία και του ήλθεν όρεξις να εκπλύνη δι' αίματος την ύβριν. Αλλά, συλλογισθείς ότι, αν συνέβαινέ τι εις τον ηνίοχον, τα άλογα έμελλον να μείνουν ορφανά, εκινήθη εις τον οίκτον και υπέμεινε χριστιανικώς την αυθάδειαν.
Ήρχισαν λοιπόν την πεζοπορίαν υπό οιωνούς κακούς, και διά τούτο τα επεισόδια καθ' οδόν ήσαν θλιβερά. Κυκλοτερές ήμισυ λεμονίου ριφθέν υπό μιας μάγκας καθ' ετέρας επέτυχεν απεναντίας και κατεσπίλωσε το μελιτζανί φόρεμα της κυρίας Θεοδώρας, ήτις αφήκε κραυγήν λεαίνης πληγείσης. Ενώ δε ο κ. Ζαχαρίας έστρεφε τα νώτα όπως παρατηρήση, μικρός πωλητής του «Εθνικού Πνεύματος», ελαύνων από ρυτήρος, συνεκρούσθη μετ' αυτού, και εκ του τιναγμού ο σεβάσμιος πίλος έπεσε κατά αυτού, κυλισθείς εντός του βορβόρου. Η ρις της δεσποινίδος Ουρανίας παρ' ολίγον συνεκρούετο με μίαν άμαξαν. Ο Μιμίκος κατά πάντα πέντε λεπτά ηφανίζετο καθ' οδόν, όπως αγοράση αχλάδια ή κώνους αραβοσίτου ψητούς, η δε οικογένεια ηναγκάζετο να στέκη και να τον αναζητή μετά φωνών· την τρίτην φοράν μάλιστα οι σύζυγοι Παραδαρμένου ήρχισαν ν' ανησυχούν σπουδαίως, διότι ο Μιμίκος δεν ευρίσκετο. Η κυρία Θεοδώρα ωρύετο ότι τον κατεπλάκωσεν άμαξα· ο κ, Ζαχαρίας εγύριζεν ωσάν σβούρα κράζων το τεκνίον και ερωτών τους διαβάτας. Εκ του κανθού του οφθαλμού της Ουρανίας έν δάκρυ επειράθη να εξέλθη επί ματαίω. Τέλος ο άρρην απόγονος της οικογενείας Παραδαρμένου ανευρέθη ερίζων μετά τινος κουλουρτζή και ζητών ν' αγοράση τρεις κουλούρας αντί δέκα λεπτών. Ο κ. Ζαχαρίας συνέλαβεν αυτόν εκ του ωτίου και το άκρον του πέλματός του απετέθη τότε ως εξ ενστίκτου ουχί πολύ απαλώς επί των νώτων του γόνου αυτού.
Τέλος μεθ' όλας τας περιπετείας ταύτας η οικογένεια αφίκετο σώα εις τον κήπον του «Απόλλωνος». Ηναγκάσθησαν να περιμένουν, διότι αι θύραι ήσαν ακόμη κλεισταί· και μετέβησαν περιπατούντες μέχρι της γέφυρας του Ιλισσού. Ο κ. Ζαχαρίας έδειξεν εις την οικογένειαν το Στάδιον, εξηγήσας εις αυτήν ότι εις την αρχαιότητα έκειτο εκεί η οδός Σταδίου, ήτις είνε σήμερον παρακάτω, και εις την ερώτησιν του Μιμίκου απήντησεν ότι εκαλείτο ούτω διότι και οι αρχαίοι συνήθιζον να πίνουν μισή στα δύο. Αφού περιειργάσθησαν, επέστρεψαν και εισήλθον εις το θέατρον. Σύμπασα η οικογένεια είχε καταστή επιμήκης. Το πρόσωπον της κυρίας Θεοδώρας είχε καταβιβασθή· η κοιλία του Μιμίκου είχε προεκταθή· η ρις της δεσποινίδος Ουρανίας είχει λάβει διαστάσεις τολμηράς ως το κωδωνοστάσιον του Στρασβούργου. Το μόνον πράγμα το οποίον είχε βραχυνθή ήτο το κίτρινον πανταλόνιον του κ. Ζαχαρία, φωσφορίζον υπό την λάμψιν του φωταερίου.
Εκάθισαν τέλος εις τα θρανία και ήρχισαν να ρίπτουν περίεργα βλέμματα. Ο Μιμίκος, όπως εύρη το ιδικόν του κάθισμα, ήρχισε να μετρά μεγαλοφώνως τους αριθμούς, πατών δεξιά και αριστερά τους παρακαθημένους, οι οποίοι τον απεδίωκον σπρώχνοντες μετ' αγανακτήσεως. Η κυρία Θεοδώρα ήρχισε να παραπονήται ότι το φανάρι την εμποδίζει να βλέπη, και απήτει να μεταβή ο σύζυγός της να ειπή να το εκβάλουν εκείθεν. Η δεσποινίς Ουρανία, ιδούσα επίκουρόν τινα ιατρόν καθίσαντα ολίγον απωτέρω και περιέργως ενατενίσαντα αυτήν, αφήκε στεναγμόν, εξυπνίσαντα γέροντά τινα παρ' αυτήν καθήμενον και υπνώττοντα ησύχως. Κατ' αρχάς ωμίλουν ταπεινοφώνως, αλλ' άμα είδον ότι πάντες ωμίλουν υψηλή τη φωνή, ήρχισαν και αυτοί να ωρύωνται συνομιλούντες και σχολιάζοντες. Ο κ. Ζαχαρίας ενεθυμήθη την Βασίλων, τι να κάμνη κατ' εκείνην την ώραν. Ακούσασα το όνομα της υπηρετρίας η κυρία Θεοδώρα ενθυμήθη την κλοπήν των τριάκοντα λεπτών και πορφυρά γενομένη εκ της οργής, εδήλωσε μεγαλοφώνως ότι αύριον θα την πνίξη με τα χέρια της. Τόσον δε φοβερά ήσαν και η όψις της και οι λόγοι της, ώστε νέα κυρία, εισερχομένη κατ' εκείνην την στιγμήν εις την αυτήν σειράν των θρανίων, ετρόμαξε και εφοβείτο να προχωρήση. Ο Μιμίκος κατεβασάνιζε τον γεννήτορα δι' ερωτήσεων:
— Μπαμπά, αυτό που είνε ζωγραφισμένο είνε η Τραβιάτα; . . .
— Σιώπα, ανόητε· αυταί είνε αι τρεις Χάριτες, ήγουν η Ατροπός, η Κλεοπάτρα . . . και η Καλλιόπη.
— Μπαμπά, διατί παίζει η μουσική;
— Η μουσική παίζει διά να διασκεδάζουν αυτοί οπού τραγουδούν, και διά να ακούη ο κόσμος.
— Μπαμπά, εκείνη είνε η Καλλιόπη η κόρη της κυρά-Χρίσταινας; . . .
— Η Καλλιόπη ήτο βασίλισσα των Αργοναυτών και σύζυγος του Οιδίποδος, η οποία . . . μου εσκότισες το κεφάλι.
Τέλος η αυλαία ανεσύρθη. Η οικογένεια Παραδαρμένου επίστευεν ότι εδίδετο η Τραβιάτα, ενώ απεναντίας παριστάνετο το Ballo in Maschera. Επομένως εζήτουν να μάθουν πού είνε η Τραβιάτα. Ότε ετελείωσεν η πρώτη πράξις, ο κ. Ζαχαρίας απεφάνθη δογματικώς ότι αυτό το παιδί, εννοών τον Οσκάρ, έκαμε πολύ καλά το μέρος του. Μόλις εφάνη κατά την δευτέραν πράξιν η Αμαλία, και η κυρία Θεοδώρα ανεβόησεν ότι αυτή πρέπει να ήτο η Τραβιάτα, αλλά δεν της εφαίνετο πολύ φθισική, ως είχεν ακούσει παρά της Ουρανίας, ήτις είχεν αναγνώσει το μυθιστόρημα. Η παρατήρησις αύτη υψηλοφώνως γενομένη εν τω μέσω της σιγής εφείλκυσε την προσοχήν των παρακαθημένων, στραφέντων και παρατηρούντων αυτούς μετά περιέργου μειδιάματος. Τέλος είς των γειτόνων ευσπλαγχνίσθη αυτούς και εξήγησεν εις τον κύριον Ζαχαρίαν το λάθος των, ομιλήσας εις αυτόν περί των μελοδραμάτων, τα οποία είχον δοθή εις τον «Απόλλωνα» διότι ήτο θαμών του « Απόλλωνος», συχνάζων τακτικώς πάσαν Κυριακήν, και ηθέλησε να δείξη την περί τα θεατρικά υπεροχήν του. Ο κ. Ζαχαρίας, προσέχων εις το μελόδραμα και ακούων ταυτοχρόνως τους λόγους του κυρίου εκείνου, μετεβίβασε τας πληροφορίας ταύτας εις την οικογένειαν, ειπών ότι το παριστανόμενον μελόδραμα δεν ήτο η Τραβιάτα αλλά το Ballo in Maschera, ήγουν Χορός Μεταχειρισμένων, εις το οποίον λαμβάνει μέρος η Λίνδα, της οποίας ο σύζυγος δεν θέλει να της επιτρέψη να χορεύση και διά τούτο φονεύει τον καταστηματάρχην του χορού, η δε Λίνδα τρελλαίνεται. Ο Μιμίκος ηρώτησε πώς τρελλαίνεται, ο δε κ. Ζαχαρίας απήντησεν ότι ο εγκέφαλος της ανθρωπίνης διανοίας είνε αφετηρία, διά της οποίας το μουσικόν αίσθημα εγκαθίσταται εις το πνεύμα του ανθρώπου, όταν προσέχη εις το μελόδραμα.
Εις έν των διαλειμμάτων η οικογένεια ηθέλησε να εξέλθη έξω εις τον κήπον. Ενώ δε ητοιμάζοντο να παρακαθίσουν εις έν τραπέζιον, ήκουσαν φωνάς γοεράς. Έδραμον και είδον τον Μιμίκον παλαίοντα μεταξύ των χειρών του καφεπώλου, διότι είχε φωραθή κλέπτων έν γλύκυσμα. Ο πατήρ ηναγκάσθη να πληρώση αυτό και να ελευθερώση τον μικρόν κλέπτην, φιλοδωρήσας αυτόν μέ τινα ραπίσματα. Η σκηνή αύτη ενέβαλε την οικογένειαν εις μεγίστην σύγχυσιν και ταραχήν. Η κ. Θεοδώρα ήρχισε να καταράται την ώραν. Ο κ. Ζαχαρίας παρ' ολίγον ήρχετο εις χείρας μετά του υπηρέτου, διότι, ότε εζήτησε νερά, εκείνος έφυγε χωρίς καν να δώση ακρόασιν. Ένεκα της ζάλης αυτών, ότε εισήλθον εις το θέατρον, κατέλαβον κατά λάθος, τας θέσεις άλλων, και ότε ήλθον ούτοι, ενώ ήδη η πράξις είχεν αρχίσει, ηναγκάσθησαν να εγερθούν ερίζοντες, προκαλούντες τας επανειλημμένας του κοινού αποδοκιμασίας. Αλλ' ενώ ηγείροντο, έν κατάρατον καρφίον σχίζει τας κάτω επιπέδους χώρας του πανταλονίου του κ. Ζαχαρία, όστις φέρει την χείρα εις τα αιδήμονα εκείνα μέρη, αφήσας οιμωγήν απεριγράπτου πόνου, και εν τω θορύβω του και τη συγχύσει πατεί το κράσπεδον του μελιτζανιού φορέματος της κυρίας Θεοδώρας, το οποίον αποσπάται της ζώνης αυτής μετά τριγμού θλιβερού. Η κυρία Θεοδώρα στρέφεται και εξακοντίζει κατ' αυτού βλέμμα πλήρες νιτρογλυκερίνης, φωνάζουσα ταυτοχρόνως:
— Στραβομάρα!
Ο κ. Ζαχαρίας, έμφοβος ως ο Αδάμ υπό την πυρίνην ρομφαίαν του αγγέλου, αποσύρεται άγων εκ της χειρός τον Μιμίκον, και κρατών διά της ετέρας την υπό τους νεφρούς χώραν, σύμπασα δε η οικογένεια τον ακολουθεί και κάθηται είς τινα θρανία παρά την γωνίαν άναυδος και άφωνος. Μόνη η κυρία Θεοδώρα κοχλάζει ως βυτίον πλήρες νεογενούς γλεύκους [53] . Αλλά μετά τινας στιγμάς ο Μιμίκος, όστις εκάθητο παραδόξως ησυχάζων, αρχίζει να κινήται, να μορφάζη, να προσβλέπη μετ' αγωνίας τους γονείς και να γρυλλίζη υποκώφως. Η μύτη της δεσποινίδος Ουρανίας, στρεφομένη αποτόμως ως λόγχη, του επιβάλλει σιωπήν, ο δε πατήρ τον συγκρατεί διά των χειρών. Εκείνος όμως εξακολουθεί περιστρεφόμενος και επί τέλους αναφωνεί οδυνηρώς:
— Μπαμπά, μπαμπά! . . .
— Σιωπή!
— Μπαμπά, μπαμπά . . . δεν ημπορώ . . .
Και συστρέφεται και ωχριά. Η κυρία Θεοδώρα στρέφεται και, βλέπουσα την οδύνην του σκύμνου αυτής, ορμά αφήνουσα σπαρακτικήν κραυγήν:
— Το παιδί μου!
Η φωνή αύτη εμβάλλει εις αναστάτωσιν το ακροατήριον, το οποίον φωνάζει, επιβάλλει σιωπήν, εγείρεται επί των θρανίων και παρατηρεί. Οι αοιδοί διακόπτουν το άσμα· η μουσική παύει. Τρέχουν κλητήρες και υπαστυνόμοι. Οι αξιωματικοί ξιφουλκούν και πηδούν από τα θρανία. Η δεσποινίς Ουρανία, βλέπουσα όλην αυτήν την ταραχήν, καταλαμβάνεται υπό νευρικών σπασμών. Η μήτηρ της τρέχει και την υποστηρίζει· προσέρχεται και εν σπουδή, είς επίκουρος ιατρός, αλλά δι' ενός τινάγματός της η πάσχουσα χώνει την αιχμήν της μύτης της εντός του οφθαλμού του ιατρού και σχεδόν τον τυφλώνει. Ο κ. Ζαχαρίας μένει ως άγαλμα κρατών εκ της χειρός τον Μιμίκον, όστις ταράσσεται ως δαιμονιών και κραυγάζει:
— Μπαμπά, δεν βαστώ . . . η κοιλιά μου . . .
Τότε ο κ. Ζαχαρίας εννοεί ότι ο γόνος του πάσχει εκ των αποτελεσμάτων της αδηφαγίας του και ζητεί να τον φέρη έξω. Η κυρία Θεοδώρα του φωνάζει λυσσώσα:
— Τι στέκεσαι, κρεμανταλά; πάρε το παιδί έξω σε μίαν άκρη.
Ο Μιμίκος ουρλιάζει.
— Μπαμπά, μπαμπά . . .
Ο κ. Ζαχαρίας εννοών το κρίσιμον της θέσεως εξέρχεται δρομαίως, φέρων, κατ' ιστορικήν αντίθεσιν, αυτός Αγχίσης τον μικρόν Αινείαν επί των ώμων. Αλλά πριν ή προφθάση να εξέλθη, η όσφρησίς του μανθάνει πρώτη ότι το διάβημά του γίνεται αργά· επομένως καταθέτει κατά γης τον Αινείαν μετά μορφασμού αποστροφής.
— Διατί δεν το πηγαίνεις έξω; του φωνάζει με σπινθηροβολούντος οφθαλμούς η κυρία Θεοδώρα.
— Δεν είνε πλέον ανάγκη! απαντά μετά τόνου απελπιστικού ο σύζυγος.
Η κυρία Θεοδώρα εννόησε το πολυσήμαντον τούτο τετέλεσται. Εγείρεται λοιπόν μετά της Ουρανίας, της οποίας έπαυσαν οι σπασμοί, και εξέρχονται εν τω μέσω διπλού στοίχου περιέργων, οίτινες καγχάζουν επί τη περιέργω ιστορία. Όλοι κρατούν κάτι τι. Η δεσποινίς Ουρανία κρατεί την μύτην της, ήτις εκτύπησε κατά τους νευρικούς σπασμούς της· η κυρία Θεοδώρα κρατεί το μελιτζανί, ο κ. Ζαχαρίας κρατεί τα μεσημβρινά μέρη του σώματός του, ο Μιμίκος κρατεί την κοιλίαν του, ήτις εκφέρει φρικώδεις βορβορυγμούς.
Εξέρχονται του θεάτρου. Λόγος περί αμάξης δεν γίνεται, διότι εις τα θυλάκια του κ. Ζαχαρία υπολείπονται μόνον ολίγαι δεκάραι. Κινούν λοιπόν πεζοί προς τον Γολγοθάν αυτών. Η κυρία Θεοδώρα εκινείτο κυλινδουμένη και μυκωμένη ως ταύρος· ο κ. Ζαχαρίας εστέναζεν υποκώφως, κρατών εκ της χειρός τον γρυλλίζοντα Μιμίκον, και μορφάζων από καιρού εις καιρόν. Η δεσποινίς Ουρανία εξέπεμπεν υποκώφους λυγμούς. Οι διαβάται παρεμέριζον εις την διάβασιν αυτών. Εφαίνετο συνοδία φυγούσα εκ της κοιλάδος του κλαυθμώνος.
Ότε έφθασαν εις την οικίαν, ο κ. Ζαχαρίας υπεδέχθη με έν λάκτισμα τον προσελθόντα να υποδεχθή αυτούς Μαύρον, όστις έφυγεν ολολύζων. Εξύπνισαν την Βασίλων, ήτις εκοιμάτο. Πτώματά τινα σιγάρων και η αταξία των επίπλων εμαρτύρουν ότι ο ανδρείος της Άνδρου Άρης επεχείρησε νύκτωρ έφοδον επιτυχή κατά του κεστού της Αφροδίτης.
Ο κ. Ζαχαρίας επείνα· ανεζήτησε το δείπνον του, αλλά το πινάκιον ευρέθη καθαρόν, ως αν είχε πλυθή δι' ύδατος θερμού. Η Βασίλω απέδωκε την κλοπήν εις τον Μαύρον, όστις και πάλιν εδέχθη δύο καλά λακτίσματα, αλλά κατά πάσαν πιθανότητα, επειδή ταυτοχρόνως έλειπε και ο οίνος, και επειδή ο Μαύρος ήτο εκ γενετής νηφάλιος, το δείπνον του κ. Ζαχαρία εχρησίμευσεν όπως επιρρώση τας εξαντληθείσας δυνάμεις, του φοβερού θεού του πολέμου.
Ο κ. Ζαχαρίας ηναγκάσθη να κατακλιθή νήστις. Καθ' ύπνους είδεν δράμα φρικτόν, ότι καταδικασθείς υπό του Κακουργιοδικείου να μεταβή εις το θέατρον του «Απόλλωνος» απεφάσιζε ν' αυτοκτονήση, πνιγόμενος με το πανταλόνιον του Μιμίκου.
(1881)
Του ψευτοπολέμου ημέρ' ανατέλλει και όπως εις τα τρία τέταρτα των Αθηναϊκών οικιών, επικρατεί μεγάλη αναστάτωσις και εις το όλβιον ενδιαίτημα της οικογενείας Παραδαρμένου. Εξύπνησαν όλοι ομού, ο αλέκτωρ, αι όρνιθες, η υπηρέτρια, ο σκύλος υλακτών μανιωδώς τον διερχόμενον κουλουροπώλην, ο Μιμίκος, όστις αντί καφέ έφαγεν εις το μαγειρείον επωφεληθείς της γενικής συγχύσεως έν πινάκιον πλήρες κραμβολαχάνου βραστού, απομειναρίου του δείπνου. Ο κ. Ζαχαρίας εξύπνησε τελευταίος αφυπνισθείς εκ της εξής αβροφρονεστάτης φράσεως της αξιολατρεύτου συνεύνου του κυρίας Θεοδώρας:
— Ψοφολογάς ακόμη; σήκω, βρε κρεμανταλά, σήκω επί τέλους!
— Μα, γυναίκα! . . . αποπειράται να είπη ο κ. Ζαχαρίας, βλέπων μέσον του παραθύρου ότι το σκότος είνε ακόμη βαθύτερον και από αυτάς τας σκέψεις των θεωρητικών πολιτειολόγων μας.
— Τι γυναίκα και ξεγυναίκα! σήμερα είνε ο ψευτοπόλεμος. Το είπε χθες το βράδυ στη γειτόνισσα ο υπολοχίας ο ξάδελφος της Αννίκας της μοδίστρας.
Ο κ. Ζαχαρίας γνωρίζει εκ μακράς πείρας, ότι πάσα αντίρρησις είνε ματαία. Εγείρεται λοιπόν, τρίβει τους οφθαλμούς, ενδύεται και αποφασίζει να υποστή και αυτός κατά μίμησιν του Σωτήρος το μαρτύριον του Σταυρού.
Η έξοδος και η οδοιπορία της οικογενείας Παραδαρμένου εκτελείται υπό τα εξής αξιοσημείωτα περιστατικά εν συντόμω εκτιθέμενα:
Φιλονεικία μεταξύ Μιμίκου και Βασίλως ισχυριζομένης ότι ο πρώτος έπιε το μισόν γάλα και έκλεψε μίαν πεντάραν εκ των προωρισμένων διά το οψώνιον χρημάτων. Επέμβασις του κ. Ζαχαρία και υπεράσπισις του αξίου αυτού και προσφιλούς γόνου δι' ενός λακτίσματος επί των κατωτέρων σαρκωδών και σφαιρικών μερών του σώματος της υπηρετρίας.
Φιλονεικία μεταξύ κυρίας Θεοδώρας και αμαξηλάτου διά το αγώγιον. Η κυρία Παραδαρμένου εκφέρει τον ορισμόν ότι όλοι οι αμαξηλάται είνε πλεομπαίκται!
Έρις μετά κραυγών και παρεμβάσεως κλητήρων εις τον σταθμόν του σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς, όπου κατά λάθος έφερε την οικογένειαν ο αμαξηλάτης.
Οδοιπορία αποστολική υπό θερμοκρασίαν σιβηριανήν μέχρι του σταθμού Λαυρείου. Φιλοσοφική σκέψις του κ. Ζαχαρία: αφού ο ψευτοπόλεμος έχει τόσα βάσανα, φαντάσου ο αληθινός!
Ανταλλαγή ζωηροτάτων λέξεων μεταξύ ενός υπαλλήλου του σιδηροδρόμου και της κυρίας Θεοδώρας, διατεινομένης ότι, όταν έρχεται κόσμος, ο σιδηρόδρομος πρέπει να ξεκινά αμέσως και να μη της λέγουν για μηχανές και ξεμηχανές γιατί έχει κι αυτή μία μηχανή του ραψίματος σπίτι και ξεύρει από τέτοιες δουλειές!
Συνωστισμός φρικτός· καταπάτησις αγροίκος του μόνου κάλου του κ. Ζαχαρία· κατάπτωσις του φεσίου της κυρίας Θεοδώρας· διαστροφή αποτρόπαιος της άκρας της ρινός της δεσποινίδος Ουρανίας υπό του αγκώνος ρωμαλέου χωρικού· υπεξαίρεσις τριών πορτοκαλλίων εκ του καλάθου οπωροπώλου υπό του Μιμίκου, επωφεληθέντος της ευκαιρίας.
Ερώτησις του Μιμίκου προς τον πατέρα του· — Διατί ο σιδηρόδρομος τρέχει;
Απάντησις περιεκτική και ηθική του κ. Ζαχαρία· — Ημπορούσα να σου αποτείνω κ' εγώ την αυτήν ερώτησιν και διά την μύτην σου· μάθε όμως ότι κάθε πράγμα το οποίον μένει αργόν και ακίνητον τρέχει εις τον όλεθρόν του.
Μετά την πατρικήν ταύτην παραίνεσιν και εξήγησιν ο Μιμίκος σιωπά, κρύπτεται εις μίαν γωνίαν και δεν αναφαίνεται· καθ' όλην την διάρκειαν του ταξειδίου μένει αφανής. Η εξήγησις του μυστηρίου εις το επόμενον κεφάλαιον.
Μετά οξύν συριγμόν η αμαξοστοιχία σταματά εις Γέρακα, μετόχιον της Πεντέλης. Ο κ. Ζαχαρίας απορεί πώς λέγεται Μετόχιον, ενώ η λέξις φαίνεται μάλλον έχουσα τύπον παρακειμένου. Η δεσποινίς Ουρανία μετά ρομαντικού στεναγμού εκφράζει τον θαυμασμόν της διά την πρασινάδαν των πεύκων. Οι επιβάται κατέρχονται αθρόοι. Διασταυρούνται αι ερωτήσεις και απαντήσεις:
— Πού θα γίν' η μάχη; — Εις τον Σταυρόν. — Πού είν' αυτό το μέρος; — Πόσον απέχει; — Τρεις ώρας. — Μισή ώρα. — Μία και τέταρτον. — Δυο και τρία τέταρτα. — Εδώ δεξιά είνε. — Όχι· εκεί κάτω αριστερά. — Καλέ, οπίσω απ' αυτό το βουνό.
Και το πλήθος διασπείρεται, διαχύνεται τήδε κακείσε αγνοούν πού να μεταβή και τι να πράξη. Ο κ. Ζαχαρίας ερωτά αν φαίνεται πουθενά καπνός και ο Μιμίκος τριγυρίζει να ίδη, ότε επανερχόμενος ασθμαίνων μετά μικράν απουσίαν ειδοποιεί τον πατέρα του ότι είδε καπνόν και ο πατήρ περιχαρής ερωτά πού τον είδεν, ο δε Μιμίκος απαντά αφελώς ότι τον είδεν εις έν καπνοπωλείον, καθώς διήρχοντο παρά το χωρίον Χαλάνδρι. Ο πατήρ φιλοδωρεί το τέκνον του με ισχυρόν κόλαφον [54] διά την ανακάλυψίν του ταύτην.
— Μα ο σταυρός! . . . πού είνε ο Σταυρός; . . . αναφωνούν όλοι.
— Νά, νά! εδώ . . . νά τον!
Ο ούτως ομιλών είνε ο αδιόρθωτος Μιμίκος, όστις δεικνύει τον σιδηρούν σταυρόν . . . μιας εκκλησίας, αμειβόμενος εκ νέου δι' ισχυρού λακτίσματος του πατρικού ποδός.
Χωρικός τις φιλεύσπλαγχνος ερχόμενος εκ των αγρών επί της όνου του ειδοποιεί τέλος το αμηχανούν, περιπλανώμενον και ταραγμένον πλήθος ότι η πλαστή μάχη ανεβλήθη.
Ο κ. Ζαχαρίας μένει εμβρόντητος· η κυρία Θεοδώρα μαίνεται.
— Εσύ τα φταις, βρε μπούφο! λέγει προς τον σύζυγόν της· έπρεπε να το καταλάβης ότι αυτά τα κάμνει επίτηδες η ψωροκυβέρνησις για να γελάνε τον κόσμον και να μαζεύουν λεπτά μαζί με τους σιδηροδρόμους! . . .
— Μα ίσως . . . δεν θα ήτο έτοιμον το σύνταγμα . . . τολμά να παρατηρήση ο κ. Ζαχαρίας.
— Το Σύνταγμα! αναφωνεί η κυρία Θεοδώρα. Επάληωσε κι αυτό από τα 1843, εκλούβιανε σαν το μυαλό σου. Ας πάη να χαθή κι αυτό!
Το απογοητευμένον πλήθος εν τούτοις αρχίζει να πεινά. Μεταξύ τόσων εκατοντάδων επιβατών είς μόνος πωλητής τρωγαλίων υπάρχει και αυτός πωλεί . . . μέντες, παραδόξως δε ο Μιμίκος δεν τον περιτριγυρίζει. Σπεύδουν όλοι ομαδόν διά των αγρών και φθάνουν κατόπιν εις το χωρίον Χαλάνδρι· αλλά τρόφιμα δεν υπάρχουν εκεί· δηλαδή οι χωρικοί δεν εννοούν να ίδουν καταλυομένην την Τεσσαρακοστήν υπό των αιρετικών επισκεπτών, φοβούμενοι την θείαν οργήν, ήτις ενέσκηψε κατ' αυτών εν είδει διφθερίτιδος και της οποίας μόλις ηδυνήθησαν ν' απαλλαγούν διά λιτανειών. Ούτε όρνιθες, ούτε αυγά, ούτε τυρός υπάρχει διαθέσιμος· μόνον ελαίαι και βρεχτάδια και κρόμμυα και ρητινίτης.
Αίφνης ακούεται κραυγή διάτορος:
— Πού είνε το πανέρι;!
Τα μέλη της οικογενείας Παραδαρμένου προσβλέπουν άλληλα μετ' εκπλήξεως και απογνώσεως. Το κάνιστρον μετά των εν αυτώ ζωοτροφιών, κεφτέδων δηλαδή παρασκευασθέντων επίτηδες παρά της κυρίας Θεοδώρας, τυρού, άρτου και καστάνων, ελησμονήθη εν τη βία και τη ταραχή εντός της σιδηροδρομικής αμάξης. Αλλ' ό,τι ηγνόει η οικογένεια είνε τούτο, ότι το κάνιστρον εταξείδευε κενόν πλέον, διότι το περιεχόμενον είχε φροντίσει να καταναλώση ο Μιμίκος απαρατήρητος κατά το ταξείδιον. Και αύτη είνε η εξήγησις του μυστηρίου!
Ο μηχανικός ο διευθύνων την μετά τρεις ώρας επιστρέψασαν αμαξοστοιχίαν διέκρινεν επί των σιδηρών ράβδων της γραμμής πολύ προ του σταθμού όμιλον συμπαγή ανθρώπων, οι οποίοι εφαίνοντο έχοντες σταθεράν απόφασιν να συντριβούν υπό τους τροχούς κάλλιον παρά να μείνουν εκεί επί πλέον. Ήσαν οι δυστυχείς απηλπισμένοι επιβάται οι εκδραμόντες χάριν του ψευτοπολέμου.
Η οικογένεια Παραδαρμένου συγκατελέγετο μεταξύ τούτων. Η απελπισία επιδρά επί της όψεως ιδίως και του χρώματος εκάστου των μελών. Η κυρία Θεοδώρα είνε ερυθρά ως αστακός βρασμένος· η δεσποινίς Ουρανία είνε χλωμή, ο κ. Ζαχαρίας χαλκοπράσινος, ο Μιμίκος δεν έχει κανέν χρώμα, διότι όσα έφαγεν είχον τόσα διάφορα χρώματα, ώστε εξ αυτών δεν ηδύνατο ν' αποτελεσθή κανέν συμμιγές.
Την συνείδησιν και το βαλάντιον του κ. Ζαχαρία ιδίως επιβαρύνει ο λογαριασμός του παντοπώλου διά το εν Χαλανδρίω οικογενειακόν γεύμα, έχων ως εξής·
Δι' έν κουτίον σαρδελλών του βαρελίου . . . Δρ. 4. —
Διά 4 δωδεκάδας ελαίας μαύρας . . . . . . . . . . » 2.40
Διά 3 κρόμμυα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . » .60
Δι' άρτον, οίνον κλπ . . . . . . . . . . . . . . . . . .» 3.75
Δι' επτά κουρκέτα, τα οποία επήρεν αυθαιρέ-
τως ο μικρός. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . » 2.80
Δρ. 13.55
Ο κ. Παραδαρμένος δίδων από καιρού εις καιρόν και ένα γιακά εις τον αγαπητόν του γόνον εψιθύριζε θλιβερώς μετά οικονομικού και ιστορικού πόνου:
— Κατηραμένος να είνε ο Γουλιέλμος Τελλ, όστις θαρρώ ότι είνε ο εφευρέτης των σιδηροδρόμων. Κατηραμένος ο Όμηρος, όστις εφεύρε τον Τρωικόν πόλεμον. Να υφίσταται κανείς θυσίας διά τον πόλεμον υπομονή, αλλά διά τον ψευτοπόλεμον! . . .
Υ.Γ. Χθες το Σάββατον ο κ. Ζαχαρίας ανέγνωσεν εις τας εφημερίδας ότι η πλαστή μάχη έγινε την προτεραίαν, αλλά δεν το επίστευσεν.
— Αλλού να παν να τα πουν αυτά! είπεν, αλλού!
Αφού όμως ανέγνωσεν εις τας εφημερίδας τας περιγραφάς και επείσθη, ιδού πώς διηγήθη και πώς εξήγησε το σχέδιον της μάχης κατά το γεύμα εις την αξιέραστον σύζυγον και τα τέκνα του:
Ο εχθρός παρετάχθη εις τρία κέρατα και δύο πτέρυγας, ενώ ο άλλος εχθρός εσχηματίσθη εις δύο κέντρα. Αμέσως τότε το ιππικόν κατεσκεύασε τα ταχύσκαπτα και το πυροβολικόν εφώρμησε διά της λόγχης. Ευθύς το έν κέντρον απεσπάσθη ένεκα της κεντρόφυγος δυνάμεως και συνέλαβεν αιχμαλώτους όλους τους επικούρους ιατρούς. Και οι δύο εχθροί ηττήθησαν κατά κράτος. Ο Σταυρός έγινεν ερυθρός από το αίμα και διά τούτο οι νοσοκόμοι ωνομάσθησαν του Ερυθρού Σταυρού.
(1885)
Εικών α'.. Η ροδοδάκτυλος Ηώς ακόμη δεν ήνοιξε τας πύλας του ουρανού, ότε η κυρία Θεοδώρα ελέγχει ούτω πώς τον αξιότιμον αυτής σύνευνον:
— Βρε μπούφο! δεν ντρέπεσαι εσύ, ειρηνοδίκης άνθρωπος, να μην εύρης εισιτήριο να πάμε το βράδυ στην Ακαδημία! Και για ποιους, βρε ξόανο, έγινεν η Ακαδημία παρά διά τους διαβασμένους και διά τους νοικοκυραίους;
— Μα, γυναίκα!.. από ποίον να το προμηθευθώ;
— Να το προμηθευθής . . . από αυτόν τον Προμηθέα που γράφουν!
*
* *
Εικών β'. Επτά και τέταρτον μ.μ. Η οικογένεια Παραδαρμένου αναμένει εις τα προπύλαια. Ο κ. Ζαχαρίας επρομηθεύθη εισιτήριον από ένα φίλον του νεκροσκόπον [55] , συγγενή ενός επαρχιακού συμβούλου. Η δεσποινίς Ουρανία κυττάζει περιπαθώς εις τα ύψη τον Μουσηγέτην, επιδεικνύοντα αγερώχως την ανδρικήν αυτού καλλονήν ολόκληρον. Η κυρία Θεοδώρα μετά πολύωρον κόπωσιν εκφράζει την επιθυμίαν να καθίση.
— Μπαμπά! φωνάζει ο Μιμίκος, σήκωσε εκείνους τους δύο να καθίσουμ' εμείς! . . .
Και δεικνύει τους μακαρίως αναπαυομένους επί των μαρμαρίνων εδρών των Πλάτωνα και Σωκράτη.
*
* *
Εικών γ'. Τιτανομαχία φρικτή παρά την θύραν της εισόδου. Οι αποτελούντες όγκον νεοπλάσματος άνθρωποι τρέμοντες καραδοκούν να εισέλθουν. Ο Ζευς αστυνόμος φωνεί: Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών! και εισορμά όλον το ανθρώπινον γένος, καθηγηταί, κουλουρτζήδες, ιεραπόστολοι, οδοντοϊατροί, αρχιμανδρίται. Το πλήθος ως συμπυκνωμένη μάζα σταματά ασφυκτιών, διότι νομίζει ότι ο εις το βάθος ιστάμενος ανδριάς του Σίνα θ' απαγγείλη τον εναρκτήριον. Αλλ' οι κλητήρες φωνάζουν;
— Δεν έχει λόγο! όποιος είδε να βγαίνη!
*
* *
Εικών δ'. Πλήρης διάσπασις της οικογενείας Παραδαρμένου. Το σφαιρικόν σώμα της κυρίας Θεοδώρας κυλινδείται ως θωρηκτόν εν ώρα τρικυμίας, κατά την στιγμήν δε κατά την οποίαν ο κ. Ζαχαρίας πειράται να της δείξη τον ανδριάντα του Σίνα, αποσπάται εκ του συνωστισμού είς των φαλμπαλάδων της εσθήτος της και η κυρία Παραδαρμένου αναφωνεί μετά μανίας προς τον σύζυγόν της: — Τύφλες νάχης κ' εσύ κι ο Σινανάς! . . . Ο Ζαχαρίας ευρίσκεται στηριζόμενος επί του κατεσκληκότος κόλπου πρεσβύτιδος, ήτις του μειδιά φιλαρέσκως, ενώ εκείνος διαμαρτύρεται μεγαλοφώνως περί της αγνότητος των προθέσεών του. Την στιγμήν εκείνην ακούεται φωνή στεντορεία κλητήρος: Κύριοι, προσέξατε εις τα 'ρολόγια σας! Ο κ. Ζαχαρίας εξάγει παραχρήμα το ιδικόν του, νομίζων ότι έφθασεν η στιγμή του θεάματος, αλλά το ωρολόγιον γίνεται αυθωρεί ανάρπαστον υπό επιτηδείου λωποδύτου, Η δεσποινίς Ουρανία λεπτυνθείσα εκ της πιέσεως και μηκυνθείσα ρίπτει χαμαί διά μιας στροφής της ρινός τον πίλον κλητήρος, όστις βλασφημεί μανιωδώς. Ο Μιμίκος υφίσταται το πάθημα του Προμηθέως θέλων να κλέψη το πυρ, δηλαδή έν κουτίον φωσφορίων κηρίνων έκ τινος θυλακίου, και εισαγαγών την χείρα δεν δύναται πλέον να την αποσύρη και μένει δέσμιος ως εις παγίδα φερόμενος εν αγνοία υπό του κυρίου εντός του πλήθους και αναβοών: Μπαμπά! μπαμπά! έως ότου ο κ. Ζαχαρίας ως Ηρακλής μαινόμενος τρέχει και τον ελευθερώνει.
*
* *
Εικών ε' και τελευταία Οικτρά συνάντησις της οικογενείας Παραδαρμένου μετά πολύωρον αναζήτησιν εις τον Τάρταρον του κήπου της Ακαδημίας, όπου ευτυχώς λείπουν οι Κέρβεροι, οι Ακαδημαϊκοί μανδρόσκυλοι.
— Μη μου ματαπής, μωρέ κασίδη, λέγει η κυρία Θεοδώρα προς τον σύζυγόν της, να ξαναπάμε σε Ακαδημίες και τέτοια καραγκιοζλίκια, γιατί θα σου βγάλω τα μάτια!
Ο κ. Ζαχαρίας απέρχεται κεκυφώς περιστρέφων μεταξύ των δακτύλων του το εισιτήριον και εις την ερώτησιν του Μιμίκου τι είνε εισιτήριον απήντησε σοβαρώς και αποφθεγματικώς:
— Το εισιτήριον είνε εκείνο το πράγμα με το οποίον εισέρχεσαι εις τας τελετάς και όταν το έχης . . . και όταν δεν το έχης.
Ότε ο σωματικός όγκος της κυρίας Θεοδώρας εισήλθε κυλινδούμενος εις έν των βαγονίων της Β' θέσεως, η ατμάμαξα αφήκεν οξύν συριγμόν οδύνης, οι δε συνθλιβόμενοι επιβάται ωχρίασαν, ως ν' ανεσπάσθη τμήμα τι του πλησιοχώρου βράχου και να κατέπεσεν εντός του διαμερίσματος.
Ήδη ο κώδων της αναχωρήσεως αντήχει και μόλις το τέταρτον της αξιαγάστου οικογενείας Παραδαρμένου ευρίσκεται εντός του βαγονίου. Μετά πολλούς αγώνας κατορθούν να εισέλθουν η δεσποινίς Ουρανία και ο κ. Ζαχαρίας, αλλ' ο Μιμίκος πλανάται ακόμη επί του πεζοδρομίου, περιτριγυρίζων μικρόν πωλητήν φιστικίων.
— Μωρέ μαγκούφη, δεν μπάζεις το παιδί μέσα; . . . φωνεί αγρίως η κυρία Θεοδώρα.
Και ο κ. Ζαχαρίας εκτείνει τας χείρας, αλλ' επειδή ήδη η αμαξοστοιχία εκκινά, κινδυνεύει να χάση την ισορροπίαν· διά τούτο σπεύδει να τον κρατήση η Ουρανία, την οποίαν σπεύδει να συγκρατήση η κυρία Θεοδώρα. Διά της ανθρωπίνης ταύτης αλύσεως αναρπάζεται ο Μιμίκος κρατών μίαν δράκα [56] φιστικιών, την οποίαν ήρπασεν από το κάνιστρον του πωλητού, εξερευγομένου φρικτάς αράς και βλασφημίας και σύρεται εντός του βαγονίου, προς απελπισμόν των επιβατών.
— Κουνήσου ντε, να μας εύρης καμμίαν θέσιν! βοά η κυρία Θεοδώρα. Καλά που δεν κατορθώνεις να σου δώσουν μία θέσι στην υπηρεσία τώρα τόσα χρόνια, δεν βρίσκεις τουλάχιστον εδώ μία να καθίσωμε;
Το ανάρμοστον λογοπαίγνιον της παχείας συνεύνου ταράσσει όχι ολίγον τα νεύρα του υπομονητικού Ζαχαρία, αλλ' εννοεί ότι δεν είνε κατάλληλον το μέρος δι' οικογενειακάς έριδας. Εις μάτην όμως κινείται προς ανεύρεσιν θέσεως, εις μάτην κινείται ισταμένη ορθία όλη η οικογένεια και μάλιστα η κυρία Θεοδώρα, ήτις σείεται ως βάρις [57] κλυδωνιζομένη υπό σφοδρού σάλου. Οι επιβάται ούτε κινούνται ούτε συγκινούνται και συνομολογήσαντες αφώνως συμμαχίαν αμυντικήν και επιθετικήν περισφίγγουν εντός αδιεξόδου κύκλου χειρών, ποδών και γονάτων την οικογένειαν, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της αΰλου Ουρανίας, κατά της οποίας κυρίως θα διηυθύνετο η πολιορκία, αν δεν ανεχαίτιζον τους πολιορκητάς αι απειλητικαί διαθέσεις της ρινός της ρομαντικής δεσποινίδος, εχούσης μήκος μακεδονικής σαρίσσης.
Ο κ. Ζαχαρίας πάσχει εκτός τούτου τα πάνδεινα και υπό της φιλομαθείας του Μιμίκου, όστις εξάγων εκάστοτε τον κατάλογον των λαχνών αποτείνει παντοίας ερωτήσεις εις τον γεννήτορα:
— Μπαμπά, θα έχη και κουραμπιέδες το λαχείον;
— Θα έχη.
— Μπαμπά, τι είνε η εκριζοντυλίνη;
— Η εκριζοντυλίνη είνε μία νέα οπού μοιράζει τα κέρδη του λαχείου.
— Μπαμπά, τι θα πη φιλανθρωπία;
— Φιλανθρωπία είνε ν' αγαπάς τον πλησίον σου ως σεαυτόν . . . και να μη πετάς τα τσώφλοια των φιστικιών εις τα μούτρα των άλλων, γιατί θα σου σπάσω τα χέρια.
Η περιέργεια του Μιμίκου κατευνάζεται τοσούτο μάλλον καθόσον από της θυρίδος του βαγονίου βλέπει ήδη τας οικίας του Φαλήρου προσπελαζούσας προς αυτόν μετά καταπληκτικής ταχύτητος. Διότι το ζήτημα αυτό της καθόδου εις Φάληρον χάριν του λαχείου είχε λάβει εις τους κόλπους της οικογενείας Παραδαρμένου διαστάσεις σοβαράς και σχεδόν διεθνείς, ως επεκταθέν και εκτός της οικογενειακής εστίας.
— Βρε, ρεζίλη, δεν θα μας πάρης κ' εμάς κάμποσα απ' αυτά τα λαχεία για τους σκοτωμένους, να κατεβούν και τα παιδιά ν' αναπνεύσουν λιγάκι εις το Φάληρον; είπεν η κυρία Θεοδώρα προς τον σύζυγόν της.
Και ο κ. Ζαχαρίας υπείκων εις την αβράν πρόσκλησιν της αξιεράστου συμβίας ηγόρασε τέσσαρα γραμμάτια του λαχείου, έν δι' έκαστον μέλος της οικογενείας. Η κυρία Θεοδώρα το διελάλησε κατά το σύνηθες εις τα τέσσαρα σημεία της συνοικίας, ο δε Μιμίκος είχεν εκμάθει σχεδόν από στήθους όλον τον κατάλογον των αντικειμένων του λαχείου. Αι μετά τον δείπνον αθώαι εσπεριναί ομηγύρεις της οικογενείας εταράσσοντο επί ημέρας πολλάς υπό αδιακόπων συζητήσεων περί του ενδεχομένου εκ του λαχείου κέρδους. Ο Μιμίκος ήθελεν όλοι οι αριθμοί να κερδίσουν γλυκύσματα και παγωτά, η Ουρανία καμμίαν ομπρέλλαν ή τουλάχιστον κανέν μυθιστόρημα, ο μετριόφρων Ζαχαρίας έν ζεύγος εμβάδων, διότι το μόνον ζεύγος το οποίον είχε διατελούν εν ενεργεία από της εποχής της Μεταπολιτεύσεως είχεν αρκετά φθαρή, η δε κυρία Θεοδώρα εδήλωσεν ότι επεθύμει να κερδίσουν «τίποτε κεντήματα για τη ρημαδιακή τη σάλα και δεν θέλει ν' ακούση άλλα λόγια». Αι συζητήσεις αύται τόσον σφοδράς διαστάσεις έλαβον εσπέραν τινά, ώστε η άχολος Ουρανία απεκάλεσε τον πείσμονα Μιμίκον μυξιάρην ούτος δε ανταποδίδων τα ίσα την απεκάλεσε ταβανόσκουπαν και η έρις θ' απέληγεν εις σοβαρώτερα, αν δεν παρενετίθετο εις το μέσον η πατρική χειρ φιλοδωρήσασα ένα κόλαφον επί του αυχένος του μικρού αυθάδους.
*
* *
Τέλος η αμαξοστοιχία απεβίβασεν ασθμαίνουσα το εκ συμπαγούς σαρκός φορτίον της εις την αποβάθραν του Φαλήρου. Ηγουμένου του Μιμίκου, ευκινήτου ως σκιούρου, η οικογένεια Παραδαρμένου ανέρχεται διά της μιας κλίμακος της σιδηράς γεφύρας και κατέρχεται διά της άντικρυ ευρισκομένης εις το αυτό πεζοδρόμιον. Το πείραμα επαναλαμβάνεται δις και τρις μετά του αυτού αποτελέσματος, ενώ το άσθμα της κυρίας Θεοδώρας αντηχεί ηχηρότερον και των ήδη αντιθέτως βαινουσών δυο ατμομηχανών. Τέλος ανακαλύπτουν τον τρόπον της διόδου και διαπεραιούνται εις το άντικρυ πεζοδρόμιον, μετά κόπου δε εισδύοντες και διαγκωνιζόμενοι συμφύρονται μετά της εκ σαρκός πυκνής μάζης, ήτις κατέχει τον στενόν της φαληρικής παραλίας χώρον.
Η εκκύβευσις [58] του λαχείου έχει ήδη αρχίσει, αλλ' οι εκκυβευόμενοι αριθμοί δεν περιέρχονται εις γνώσιν της απώτατα ευρισκομένης οικογενείας, ένεκα του πολλού θορύβου και της συγχύσεως. Η κυρία αρχίζει μεγαλοφώνως να εκφέρη τας υπονοίας της ότι συμβαίνουν μπιρμπαντοδουλειές. Ο Μιμίκος αναγινώσκει μεγάλη τη φωνή τον κατάλογον των αντικειμένων του λαχείου προς μεγίστην αγανάκτησιν των παρεστώτων, εκφράζων εν τούτω και τας γαστριμάργους επιθυμίας του.
Αλλ' ενόσω προχωρεί η εκκύβευσις άνευ αποτελέσματος, και ενόσω μάλιστα τυχηροί τινες των παρεστώτων ανακοινούν εις τους άλλους ότι εκέρδισαν, η αδημονία της οικογενείας κορυφούται. Ο Μιμίκος, θέλων οπωσδήποτε να θέση τέρμα εις την ανησυχίαν, αποσπάται εκ του ομίλου της οικογενείας, κρυφίως συναποφέρων και τον θησαυρόν των δύο γραμματίων του λαχείου, τα οποία ζηλοτύπως φρουρεί από τινων ημερών, και προχωρεί προσπαθών να προσεγγίση εις τον τόπον της εκκυβεύσεως. Αλλ' ότε μετ' ολίγον η κυρία Θεοδώρα στρεφομένη δεν βλέπει τον γόνον της αναβοά μετ' άλγους:
— Το παιδί μου, το παιδί μου! . . .
Ο Ζαχαρίας ταράσσεται, συστρέφεται, ερωτά τους πέριξ απορών, ενώ η σύζυγος του βαθμηδόν οργιζομένη δίδει εις αυτόν βίαιον ωθισμόν κράζουσα:
— Τι στριφογυρίζεις σα σβούρα, μωρέ ζευζέκη; . . . πήγαινε ναύρης το παιδί γρήγορα.
Ο ταλαίπωρος πατήρ, υπείκων μάλλον εις την παλάμην της συζύγου ή εις το πατρικόν φίλτρον, προχωρεί αναμέσον του πλήθους ωθών και ωθούμενος, αποτείνων ερωτήσεις και αποδεχόμενος χλευασμούς και λοιδορίας [59] . Μετά ενός τετάρτου της ώρας οδυνηράν αλλ' άσκοπον έρευναν επιστρέφει εις το σημείον από του οποίου εξεκίνησε και θωρακίζεται δι' υπομονής όπως δεχθή το άγριον βλέμμα και τας εμμανείς αποστροφάς της φρυαττούσης συζύγου, ότε κατ' εκείνην ακριβώς την στιγμήν αντηχούν θρηνώδεις φωναί του Μιμίκου επιστρέφοντος.
— Μπαμπά! . . . μαμμά! . . . μου έπεσαν! . . . φωνεί ο μικρός δακρύων.
Η οικογένεια νομίζει ότι του έπεσαν τα λαχεία και ότι τα δάκρυά του προέρχονται εκ συγκινήσεως.
— Τι σου έπεσαν; τον ερωτούν μετά σπουδής.
— Μου έπεσαν . . . τα λαχεία εις τη θάλασσα!
Ιδού τι είχε συμβή. Ο Μιμίκος αποσπασθείς όπως προσεγγίση εις το μέρος της εκκυβεύσεως απεπλανήθη εκ της λαιμαργίας του, παρακολουθήσας πωλητήν μικρών πλακούντων μέχρι της όχθης της θαλάσσης. Εκεί, ενώ συνήπτε συμφωνίας και εξήγεν εκ του θυλακίου του τα κέρματα να πληρώση τον πωλητήν, ισχυρά ριπή ανέμου πνεύσασα αιφνιδίως αφήρπασεν εκ της χειρός του τα γραμμάτια και τα παρέσυρεν εις την θάλασσαν.
Η οικογένεια Παραδαρμένου οδηγηθείσα υπό του Μιμίκου είδε τωόντι εις μακράν από της ακτής απόστασιν τα χαρτία πλέοντα ακόμη ως λευκά νησσάρια, έκαστον δε των μελών της οικογενείας με δακρυβρέκτους οφθαλμούς εν τη αλλοφροσύνη του έβλεπεν αυτά αλλάσσοντα διαρκώς είδος και σχήμα και μεταβαλλόμενα άλλοτε μεν εις πολυτελή κεντήματα, άλλοτε δε εις ερυθρά και διανθή αλεξήλια, εις φιάλας ροσολίων [60] , εις στίλβοντα σκεύη, εις παν ό,τι τέλος είχε ποθήσει και ονειρευθή η φαντασία των.
* *
*
Η εσπέρα ήτο προκεχωρημένη, ότε η οικογένεια έφθασεν πεζή προ της κατοικίας της, τα αυτά και χείρονα δεινοπαθήματα υποστάσα κατά την επάνοδον. Ο σφαιρικός όγκος της κυρίας Θεοδώρας εφαίνετο κυλιόμενος μετά βοής ως οβούζιον έτοιμον να εκραγή, ενώ ο Ζαχαρίας έβαινε σιγών και κεκυφώς.
— Λοιπόν τι σας έπεσεν; ηρώτησεν αυτούς μια γειτόνισσα, αφού τους εκαλησπέρισε.
— Τι μας έπεσε; . . . μας έπεσαν τα νεφρά έως να έλθωμεν, απήντησε με γρυλλισμόν οργής η κυρία. Εγώ του τα είπα αυτουνού του μαγκούφη, εξηκολούθησε στρεφομένη και δεικνύουσα τον ατυχή Ζαχαρίαν, οπού μου ήθελε λαχεία. Επίτηδες τα κάνει η ψωροκυβέρνησις διά να ληστεύη τον κόσμον και τον μαζεύει μες στον αέρα να χάνη τα λαχεία του! . . .
Την θύραν της οικίας ήνοιξεν η υπηρέτρια Βασίλω, κατηφής και σχεδόν ένδακρυς.
— Τι τρέχει, μωρή; . . . ηρώτησεν η κυρία, είνε έτοιμο το φαγί; . . .
— Κυρία, απαντά με φωνήν θρηνώδη η Βασίλω, έπεσε μες στον τέντζερη . . . η λάμπα με το πετρέλαιον.
Το όνομα μόνον του ευφλέκτου υγρού αρκεί όπως επιφέρη την έκρηξιν.
— Α! . . . αναβοά αφρίζουσα η κυρία Θεοδώρα, έπεσε και η λάμπα . . . !
Όλα πέφτουν λοιπόν σήμερον! . . . Τώρα θα ιδής τι άλλο θα πέση . . .
Και έδραμε προς μίαν γωνίαν του μαγειρείου, οπλοθήκην αφανή των σαρώθρων
και των κοντοξύλων.
Αν μετά ημίσειαν ώραν ήθελε διέλθει από της οδού εκείνης η περιπολία των ευζώνων, οι ατρόμητοι ορεινοί θα ετρέποντο εις φυγήν σταυροκοπούμενοι· τόσον σατανικός ήτο ο θόρυβος των φωνών, των ιαχών, των ολολυγμών, οι οποίοι εξήρχοντο εκ της οικίας Παραδαρμένου!
— Ζαχαρία! . . . ε, Ζαχαρία! . . . μωρέ που είσαι: . . .
Ούτως εβόα η αξιότιμος κυρία Θεοδώρα περιερχομένη την οικίαν προς ανεύρεσιν του συζύγου της, αλλ' ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις.
— Μα τι έγινες, αναθεματισμένε . . . μαγκούφη! εξηκολούθει βοώσα η σύνευνος του κ. Παραδαρμένου ερυθρά εξ οργής, εξετάζουσα εις τα δωμάτια, έως ότου εύρε τον κ. Ζαχαρίαν, δειλόν, συνεσπειρωμένον, ωχριώντα, προ του γραφείου του καθήμενον και αναγινώσκοντα εφημερίδα.
— Μα γυναίκα! . . . ε, γυναίκα! . . . είπε μόλις την είδε· τι κάθεσαι και φωνάζεις «Ζαχαρία, Ζαχαρία! . . . »; Θέλεις λοιπόν να με καταστρέψης;
Η κυρία Θεοδώρα προσέβλεψεν έκπληκτος τον σύζυγόν της και παρετήρησε μετά προσοχής αυτόν επί στιγμήν διά να πεισθή αν είχε σώας τας φρένας.
— Καλέ, δεν μου λες, στα σωστά σου είσαι, Ζαχαρία, σήμερα; του είπεν επί τέλους,
— Πάλιν! ανεβόησεν ο κύριος Παραδαρμένος θρηνωδώς πάλιν! λοιπόν εβάλθηκες χωρίς άλλο να με αφανίσης
Και η φωνή του ήρχισε να τρέμη.
— Έλα, Χριστέ και Παναγιά μου! είπε σταυροκοπουμένη η κυρία Θεοδώρα, ή μέθυσε πρωί πρωί ο άνδρας μου ή τούστριψε η βίδα χωρίς άλλο!
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βήματα εις την κλίμακα· ήτο μία των γειτονισσών, ήτις ανήρχετο εις την οικίαν της οικογενείας Παραδαρμένου και η οποία ακούσασα τους λόγους της οικοδεσποίνης εσταμάτησεν αμηχανούσα.
— Ορίστε μέσα, ορίστε μέσα, κυρά-Ζαχαρούλα! εφώνησεν η κυρία Παραδαρμένου ιδούσα αυτήν.
Ο κ. Παραδαρμένος κατελήφθη υπό σπασμών ακούσας το όνομα τούτο.
— Ζαχαρούλα! εψιθύρισε, προσηλών οφθαλμούς πυριφλεγείς επί της γειτονίσσης, μα αυτό είνε συνωμοσία! . . .
— Τι του ήλθε, καλέ; είπεν η γειτόνισσα έκθαμβος· δεν βλέπετε πως είνε αχνός σαν το πανί; . . γρήγορα, φέρτε λίγο ξείδι . . . λίγο γλυκάδι! . . .
— Και επλησίασε προς τον κ. Ζαχαρίαν, όστις την απώθησε μετά φρίκης.
— Όχι γλυκάδι! . . . όχι γλυκάδι! . . . είπε με τρόμον, μη, δι' όνομα Θεού! . . .
Αι δύο γυναίκες παρετήρησαν αλλήλας εν αμηχανία.
— Εγώ μου φαίνεται, κυρά, πως κάτι θα τούλθε, είπεν η γειτόνισσα· βάλτε τον στο κρεββάτι και δώστε του κανένα ζεστό . . . Ίσα ίσα κ' εγώ ήλθα να σας ζητήσω λίγο γλυκάνισο . . .
Ο Ζαχαρίας ηγέρθη βλοσυρός και απειλητικός.
— Μα και του λόγου σου εκόπιασες στο σπίτι μου να με βασανίσης; είπε προς την κυρά-Ζαχαρούλαν . . . Και σεις, προσέθηκε στρεφόμενος προς την σύζυγόν του, και σεις εδώ μέσα έχετε γλυκάνισον; . . . Να το πετάξετε αμέσως! . . .
Η κοχλάζουσα εις τα ευρέα στέρνα της κυρίας Θεοδώρας οργή ήρχιζεν ήδη να εκσπά, διότι όντως η υπομονή της είχεν υποβληθή εις βαρείαν δοκιμασίαν.
— Για να σου πω, βρε χαμάλη, του είπε με οφθαλμούς σπινθηροβολούντας και προσεγγίζουσα τους αιχμηρούς δακτύλους της εις τα όμματα του συζύγου, όστις ωπισθοχώρει επτοημένος, δεν μου λες τι σ' έπιασε και μας κάνεις το δαιμονισμένο; . . . Έλα στα λογικά σου, κακομοίρη, γιατί σου βγάζω τα στραβά σου!
— Μα, γυναίκα! . . . απήντησε ψελλίζων ο ατυχής Ζαχαρίας προσπαθών να μαλάξη διά μειλιχίων λόγων την παρωργισμένην μέγαιραν, μην είσαι τίγρις, καϊμένη! θα σου 'πω γιατί φοβούμαι! Δεν το έμαθες και συ πως η κυβέρνησις . . . το ισοζύγιον . . .
Αλλ' η οργή της κυρίας Παραδαρμένου άπαξ εξαφθείσα δεν κατηυνάζετο ευκόλως. Την ημέραν εκείνην ιδίως κατά σύμπτωσιν πολλά περιστατικά είχον συντείνει να εξάψουν την ευερέθιστον αυτής φύσιν. Ο αδιόρθωτος Μιμίκος είχεν επιτηδείως υπεξαιρέσει την πρωίαν, πριν απέλθη εις το σχολείον, δυο κεφτέδες, τους οποίους η κυρία Θεοδώρα είχεν αφ' εσπέρας θέσει κατά μέρος εκ του δείπνου διά το πρόγευμά της. Η Βασίλω η υπηρέτρια είχε χύσει εξ απροσεξίας εντός του μαγειρείου το βούτυρον, το οποίον είχε φέρει ο μπακάλης. Η ρομαντική Ουρανία επιμόνως εζήτησε παρ' αυτής την πρωίαν μιάμιση δραχμή λόγω μεν όπως αγοράση μαλλιά διά πλέξιμον, πράγματι δε όπως αποκτήση την Ανθοδέσμην, ήτοι συλλογήν ερωτικών ασμάτων· και αυτός δε ο πιστός φύλαξ της οικίας, ο κύων Μαύρος, κλεισθείς κατά λάθος εντός του οίκου την νύκτα, είχε το θράσος, «ο αφιλοτίμος», ως τον απεκάλεσεν η κυρία Θεοδώρα, να εκπληρώση όλας τας φυσικάς του ανάγκας εντός της σάλας, την οποίαν ακριβώς προ δύο ημερών είχε σφουγγαρίσει επιμελώς η κυρία Θεοδώρα. Είχε λοιπόν ήδη λυγίσει διά των ραβδισμών την σπονδυλικήν στήλην του Μαύρου· είχε καταφέρει τρεις κολάφους ισχυρούς επί του ρυπαρού αυχένος της Βασίλως· είχεν απειλήσει να «καρυδώση» την Ουρανίαν, την οποίαν απεκάλεσε ταβανόσκουπαν, και προητοίμαζε γενναίαν δόσιν ραπισμάτων διά τον λαίμαργον υιόν. Αλλά δεν ήρκουν πάντα ταύτα προς εξιλασμόν της οργής της, επεζήτει έριν διά να ξεθυμάνη κατά του συζύγου της και την αφορμήν της έριδος παρέσχε προς αυτήν εν πάση αθωότητι ο πτωχός Ζαχαρίας.
— Τι μεσοζύγιο και διαζύγιο! . . . κάθεσαι και μου κοπανάς, μωρέ ψωριάρη; . . . Τι σου πέρασε από το νου, να μας κάμης ρεζίλι πρωί πρωί στη γειτονιά με τες σαχλαμέρες σου; ε; . . .
Και η φωνή της κυρίας Θεοδώρας είχεν ήδη φθάσει εις τους διατόρους εκείνους τόνους των εκτάκτων περιστάσεων, οι οποίοι διέσπειρον τον φόβον εις δέκα λεύγων απόστασιν, ως οι βρυχηθμοί του βασιλέως της ερήμου.
Η Ουρανία ακούσασα τας φωνάς προσέδραμε καταλιπούσα το φύλλον της εφημερίδος, της οποίας ανεγίνωσκε την επιφυλλίδα.
— Γλυκύτατε μου πάτερ! είπε διατηρούσα ακόμη την φρασεολογίαν του μυθιστορήματος το οποίον ανεγίνωσκεν, ιδούσα την ταραχήν του γεννήτορος . . .
— Ω Θεέ μου! . . . και συ ακόμη! . . . γλυκύτατος . . . εγώ γλυκύτατος . . . φύγε! . . . είπεν ο ατυχής πατήρ απομακρύνων αυτήν ζητούσαν να τον περιπτυχθή.
Οι οφθαλμοί της ευαισθήτου κόρης επλήσθησαν δακρύων. Την έξαλλον οργήν της κυρίας Θεοδώρας ήρχισεν ήδη να διαδέχεται ο φόβος.
— Βασίλω! εφώναξε . . . πού είνε πάλι αυτή η βρώμα! μη στέκεται κάτω και ζαχαρώνει με τον αγαπητικόν της;
— Ως και αυτή ζαχαρώνει . . . . ω, μα είνε ανυπόφορον! . . . εψιθύρισεν ο κ, Ζαχαρίας με φωνήν ομοιάζουσαν προς επιθανάτιον ρόγχον.
Αλλά το άκρον άωτον της ταραχής παρήγαγεν η εμφάνισις του Μιμίκου, όστις εξελθών εκ του σχολείου εισεπήδησε θορυβών εις την οικίαν, ροκανίζων γλύκυσμα, το οποίον είχεν υπεξαιρέσει εκ της σάκκας συμμαθητού του και κραυγάζων δήθεν προς δικαιολογίαν ίν' αποφύγη τας επιπλήξεις:
— Μπαμπά, μπαμπά! . . . μούδωσαν ένα γλυκό!
Ο κ, Ζαχαρίας κατέπεσεν ύπτιος επί ενός ανακλίντρου.
— Ένα γιατρό! εφώναξεν η κυρία Θεοδώρα ταραχθείσα, ένα γιατρό γρήγορα.
— Είδα να έλθη εδώ αντικρύ ο γιατρός, ο κ. Ζαχαρίδης! είπεν η Βασίλω.
Και έσπευσε να τον καλέση, ενώ ο ταλαίπωρος κ. Ζαχαρίας δι' ενός σπασμού έδειξεν ότι ήκουσε και ησθάνθη ως τελευταίαν πληγήν μαχαίρας το όνομα του ιατρού.
— Τι επάθατε; ηρώτησεν ο ιατρός, αφού διά προχείρου θεραπείας εβοήθησε τον κ. Ζαχαρίαν να συνέλθη.
— Τι έπαθα; απήντησε με φωνήν ασθενή ο κ. Παραδαρμένος. Μα δεν γνωρίζετε, ιατρέ, τον προϋπολογισμόν της Κυβερνήσεως και τον φοβερόν φόρον επί της ζακχάρεως; Φαντάσου την θέσιν ενός πτωχού οικογενειάρχου! Να με λέγουν Ζαχαρίαν και να με φωνάζη η σύζυγός μου δυνατά διά να τα ακούσουν οι εισπράκτορες! Και ενώ συλλογίζομαι τίνι τρόπω ν' αλλάξω το όνομά μου και να απομακρύνω εκ της οικίας μου παν είδος γλυκού, να έρχεται η Ζαχαρούλα να ζητή γλυκάδι, να θέλη γλυκάνισον, να με καλούν γλυκύτατον, να φέρη το τέκνον μου γλυκύσματα, να ζαχαρώνη η υπηρέτριά μου! . . .
Ο ιατρός κατελήφθη υπό ασβέστου γέλωτος και απερχόμενος είπε προς τον πολυπαθή οικοδεσπότην σοβαρώς:
— Έχετε όμως ανάγκην από προφύλαξιν, διότι αλλέως τρέχετε τον κίνδυνον να πάθετε από σακχαρώδη διαβήτην!
— Μπαμπά, τι θα πη σακχαρώδης διαβήτης; ηρώτησεν ο Μιμίκος τον πατέρα του, αφού απήλθεν ο ιατρός.
— Σακχαρώδης διαβήτης, απήντησε με ύφος επίσημον ο κ. Ζαχαρίας, είνε το μέτρον εκείνο με το οποίον μετρούμεν την ζάκχαριν, και το οποίον θα σου βγάλω τα αυτιά, εάν τολμήσης εις το εξής να την κλέψης από το βάζο!
— Βρε μαγκούφη! τεμπελχανά! . . . είνε 'μέρα μεσημέρι και ακόμη δεν εσηκώθηκες;
Την αβρόφρονα ταύτην αποστροφήν επέτεινεν η κυρία Θεοδώρα Παραδαρμένου προς τον πλησίον της κοιμώμενον αξιοτίμον σύνευνόν της.
Ο κ. Ζαχαρίας ήνοιξε τους οφθαλμούς. Το αληθές είνε ότι η διαβεβαίωσις της συζύγου του ότι ήτο δήθεν «'μέρα μεσημέρι» ήτο οπωσούν υπερβολική. Διά των ραγάδων των παραθύρων έβλεπε βασιλεύον ακόμη πυκνόν επί της γης το νυκτερινόν σκότος και εν τω μέσω της βαθυτάτης σιγής άλλο τι δεν ηκούετο ειμή η οξεία λαλιά των περιπλανωμένων σαλεπτζήδων.
Οπωσδήποτε όμως, αφού αφυπνίσθη, εδέησε να εγερθή, άλλως τε η ανατέλλουσα ημέρα ήτο πολυάσχολος. Ήτο η τελευταία του έτους. Έν έτος εβυθίζετο εις την αιωνιότητα, έν έτος το οποίον έφερεν εις την μυστηριώδη αυτού ανακεφαλαίωσιν αορίστως μεν πολλάς περιπετείας και βασάνους εγγεγραμμένος εις την μερίδα του κ. Ζαχαρία, ωρισμένως δε: τέσσαρας αγωγάς ενώπιον του ειρηνοδικείου, υπό του ψωμά, του παντοπώλου και άλλων ανηλεών δανειστών, δύο αποτυχόντα συνοικέσια διά την δεσποινίδα Ουρανίαν, μίαν δραχμήν διά τον Μαύρον, τον κύνα της οικογενείας, συλληφθέντα υπό του κυνοκτόνου και εξαγορασθέντα διά λύτρων, πέντε δεκανείς του πυροβολικού λαβόντας σχέσεις μετά της Βασίλως, εκατόν πεντήκοντα συγκρούσεις προς τους γείτονας εξ αιτίας του Μιμίκου και τριακοσίας εξήκοντα έξ μάχας εκ του συστάδην μετά της αξιεράστου Θεοδώρας, καθότι συνέπεσε το έτος να είνε δίσεκτον.
Ο κ. Ζαχαρίας ήτο απερροφημένος εκ της επισημότητος της ημέρας και εκ των παμπληθών υποχρεώσεων, τας οποίας συνεπήγετο διά τούτο, ότε ο Μιμίκος αναγινώσκων έν των εμμέτρων συγχαρητηρίων των σκουπιδιαραίων τον ηρώτησε τι εσήμαινεν η λέξις αιωνιότης, ο γεννήτωρ, αντί να διατυπώση τινά των συνήθων σχοινοτενών [61] όσον και μεταφυσικών ορισμών, ηρκέσθη ν' απαντήση ότι η αιωνιότης ήτο εκείνο το πράγμα, το οποίον δεν συνεβιβάζετο με την διάρκειαν των υποδημάτων του Μιμίκου και το οποίον, αν ήθελεν εξακολουθεί να τρίβη τες μύτες των παπουτσιών του, ήθελε του σπάσει την ιδικήν του μύτην.
Η πρωία κατηναλώθη ολόκληρος εις αγοράς παντοίων τροφίμων, μία δε των σπουδαιοτάτων μεριμνών της ημέρας ήτο και η βασιλόπιττα. Έπρεπε να ίδη τις μετά ποίας υπερηφανείας η κυρία Θεοδώρα απέπεμψε τους υπηρέτας όλων των παντοπωλών και χαλβατζήδων της συνοικίας, έως να εκλέξη την καλυτέραν ποιότητα του βουτύρου, μετά ποίας καρτερίας απέκρουε τας επανειλημμένας εφόδους του Μιμίκου κατά του μέλιτος, μετά ποίας θηριωδίας επέπληττε την Βασίλων διότι δεν εζύμωνε καλά. Έπρεπε να ίδη τις κατόπιν μετά ποίας επισημότητος εκομίσθη εις τον φούρνον η πίττα της οικογενείας. Εις το μέσον εβάδιζεν η Βασίλω κρατούσα υψηλά το ταψίον ως ιερόν κειμήλιον. Εκατέρωθεν αυτής έβαινον αγερώχως ως άγγελοι φύλακες ο Ζαχαρίας μετά του γόνου αυτού, είπετο δε ο Μαύρος. Από του παραθύρου η κυρία Θεοδώρα μετά της δεσποινίδος Ουρανίας έβλεπον το θέαμα και η κυρία Παραδαρμένου μεγαλοφώνως συνίστα προς τον σύζυγόν της:
— Πρόσεχε καλά, αυτήν την ξεμυαλισμένη να μη της πέση!
Η πομπή αύτη εφείλκυσε την προσοχήν της συνοικίας και πολλοί γείτονες εξήλθον εις τα παράθυρα διά να την ίδουν, ευχόμενοι «και του χρόνου», «και εις έτη πολλά» εις τον κ. Ζαχαρίαν, όστις απήντα μειδιών διά παρομοίων ευχών.
Ήδη απέκλινεν η ημέρα προς την δύσιν, ότε ο κ. Ζαχαρίας μετά της κυρίας Θεοδώρας, της δεσποινίδος Ουρανίας και του Μιμίκου — τον οποίον απηλευθέρωσεν από τας χείρας του γείτονός των γηραιού ανθυπασπιστού, αγανακτήσαντος διότι ο Μιμίκος πετροβολών την γάτταν είχε σπάσει μίαν γλάστραν ιδικήν του — εξεκίνησε διά την πανήγυριν της παραμονής της πρωτοχρονιάς. Εκ των κεντρικών οδών ηκούετο προερχόμενος υπόκωφος, συνεχής, αδιάλειπτος ο ποικίλος θόρυβος των Κρονίων, άτινα ευρίσκοντο εις το κατακόρυφον του παροξυσμού, ότε το μελιτζανί φόρεμα της κυρίας Παραδαρμένου και το κίτρινον πανταλόνιον του αξιοτίμου συμβίου της ήστραψαν ως μετέωρα εις την οδόν Ερμού. Ο απεψιλωμένος υψηλός πίλος του κ. Ζαχαρία δεν εβράδυνε να γίνη ο σκοπός, κατά του οποίου δαψιλώς ερρίπτοντο τα πυροκρόταλα προς μέγιστον τρόμον της ευαισθήτου δεσποινίδος Ουρανίας, ενώ αφ' ετέρου ο Μιμίκος κρατών εκ του κρασπέδου του επενδύτου τον γεννήτορα καθίστατο αληθής βάσανος διά των ερωτήσεων και των αποριών του. Ο μικρός εσταμάτα ανά παν βήμα περιεργαζόμενος τα εκτεθειμένα εμπορεύματα και αποτείνων προς τον πατέρα του παντοίας ερωτήσεις, εις τας οποίας ανεμιγνύοντο αι προσφάτως εκ των παραδόσεων του σχολείου του αντληθείσαι συγκεχυμέναι ιστορικαί και μυθολογικαί γνώσεις:
— Μπαμπά, αυτό το μεγάλον ξύλινον άλογον είνε ο Δούρειος ίππος;
— Ναι.
— Μπαμπά, τι ήτο ο Δούρειος ίππος;
— Ο Δούρειος ίππος ήτο η καμήλα, την οποίαν κατεσκεύασεν ο Αλκιβιάδης εις την πολιορκίαν της Ερετρίας.
— Της υπηρετρίας; . . . Μπαμπά, της υπηρετρίας οπού έχει ο κυρ- Λεωνίδας ο δικηγόρος;
— Σου είπα της Ερετρίας, η οποία είνε πόλις της Σαμοθράκης και η οποία . . . να μη ξανασκουπισθής με τα μανίκια σου αλλά με το μανδήλι, διότι θα σου ξεκολλήσω ταυτιά.
Αίφνης κύμα βίαιον του πλήθους ανέκοψε την πορείαν των.
Η συμπαγής μάζα των κατερχομένων εκ της πλατείας του Συντάγματος συνεκρούσθη με την ετέραν συμπαγή μάζαν των ανερχομένων εκεί παρά την Καπνικαρέαν και εν τη σχηματισθείση δίνη διεσπάσθη η ενότης της οικογενείας Παραδαρμένου. Αφού περιεστράφησαν επί ικανήν ώραν, τα μεγάλα μέλη της οικογενείας ανεύρον άλληλα, αλλ' ο Μιμίκος είχε γίνει άφαντος.
Φωνή σπαρακτική εξήλθεν εκ του μητρικού στήθους της κυρίας Θεοδώρας, βρυχηθμός λεαίνης αναζητούσης τον απολεσθέντα σκύμνον της.
— Το παιδί μου! ανεβόησε, το παιδί μου.
Η Ουρανία επεχείρησεν απόπειραν λιποθυμίας και κλονισθείσα ευρέθη εις τας αγκάλας νεαρού ανθυπολοχαγού του πυροβολικού, τυχόντος εκ συμπτώσεως πλησίον της. Ο κ. Ζαχαρίας πελιδνός περιεπλανήθη εντός του κυκεώνος εκείνου του πλήθους όπως ανεύρη τον απολεσθέντα μικρόν, περιερχόμενος από τα καταστήματα των αθυρματοπωλών [62] εις τα τραπέζια των πωλητών των γλυκυσμάτων, ερευνών και εξετάζων· αλλ' εις μάτην, το τέκνον της δεν ανευρέθη.
Αι κραυγαί της κυρίας Θεοδώρας επετάθησαν, ευθύς ως είδε τον σύζυγον επανερχόμενον άπρακτον.
— Το παιδί μου! εβόα ολοφυρομένη, το παιδί μου . . . θα μου το 'πήραν οι Εβραίοι!
Αι φωναί της κυρίας Παραδαρμένου και η παράδοξος αυτή εικασία ότι οι Εβραίοι εύρον την ευκαιρίαν ν' αρπάσουν το τέκνον της την παραμονήν της πρώτης του έτους εις το κεντρικώτατον μέρος της πόλεως και επί παρουσία μυριάδων λαού εκίνησαν την περιέργειαν πολλών και ήρχισεν ήδη να σχηματίζεται συνάθροισις περί την απορφανισθείσαν οικογένειαν. Ο ατυχής πατήρ παραλαβών την απαρηγόρητον σύζυγον και την θυγατέρα του, ήτις ανεπόλει μετά τρόμου κατ' εκείνην την στιγμήν διάφορα τραγικά επεισόδια αρπαγής παιδίων, τα οποία είχεν αναγνώσει εις τας επιφυλλίδας των εφημερίδων, επορεύθη εις την κατοικίαν του με την αμυδράν ελπίδα ότι ίσως είχεν επιστρέψει εκεί ο υιός του μετά την εξαφάνισίν του. Καθ' οδόν αντήχουν γοεροί οι λυγμοί της κυρίας Θεοδώρας, ήτις εν τω μέσω του πένθους της εύρισκε καιρόν ν' αποτείνη πικράς παρατηρήσεις προς τον σύζυγόν της:
— Εσύ, μωρέ κακομοίρη, τα φταις! . . . Πού τα είχες τα στραβά σου και άφησες να χαθή το παιδί;
Η αγωνία ευτυχώς δεν διήρκεσε πολύ. Ο κ. Ζαχαρίας προπορευθείς, αφού κατέφερεν ισχυρόν λάκτισμα κατά του Μαύρου, όστις προσήλθε σείων την ουράν διά να υποδεχθή αυτόν, είδε τον Μιμίκον εις την είσοδον της οικίας. Ο πατήρ εξέφερε στεναγμόν ανακουφίσεως, φιλοδωρών άμα και δι' ενός κολάφου τον ανευρεθέντα υιόν· δύο δάκρυα ανέβλυσαν από τους ικτερικούς οφθαλμούς της δεσποινίδος Ουρανίας, ενώ η μήτηρ δραμούσα ανήγειρε και ησπάζετο μετά φιλοστόργου περιπαθείας το τέκνον της, ερωτώσα:
— Σου εκάμανε τίποτε; . . . σου εκάμανε τίποτε; . . .
Και ήτο τόση η συγκίνησις και η ταραχή της, ώστε δεν εννόησεν, ότε τον ανήγειρεν, ότι το βάρος του Μιμίκου ήτο εκτάκτως ανώτερον του συνήθους και ότι η γαστήρ του είχε λάβει επιφόβους διαστάσεις.
Εν τοσούτω οι από της πρωίας κόποι, οι δρόμοι, αι αλλεπάλληλοι συγκινήσεις είχον κινήσει την όρεξιν της οικογενείας. Άλλως τε ο αξιότιμος κ. Ζαχαρίας έπρεπε να δειπνήση ενωρίς, διότι ήτο προσκεκλημένος εις την οικίαν παλαιού του φίλου, αρχαίου συμβολαιογράφου, και είχε φροντίσει μάλιστα να εφοδιασθή από πρωίας δι' ενός φυσεκίου γαζετών, επειδή έμελλον να παίξουν και χαρτιά «διά το καλόν του χρόνου». Διό η Βασίλω διετάχθη να στρώση το τραπέζι και να φέρη την πίτταν.
Είχεν ήδη συναχθή περί την τράπεζαν η οικογένεια και ανέμενεν, ότε η Βασίλω επανήλθεν έντρομος, τραυλίζουσα, ωχρά υπό την καλύπτουσαν το πρόσωπόν της ακαθαρσίαν.
— Η πίττα, είπε, δεν ηξεύρω τι έγινε . . . δεν υπάρχει πλέον! . . .
Ο Ξέρξης βλέπων την καταστροφήν του στόλου του, ο Αύγουστος μανθάνων την σφαγήν των λεγεώνων του Ουάρρου δεν ησθάνθησαν έκπληξιν και οργήν μεγαλυτέραν αφ' όσην ησθάνθη η κυρία Παραδαρμένου διά το αιφνίδιον άκουσμα.
— Τι λες, μωρή δαιμονισμένη; ανέκραξε και ώρμησεν εις το μαγειρείον, παρακολουθουμένη υπό των λοιπών.
Η πίττα είχε τω όντι εξαφανισθή. Το ταψίον κομισθέν υπό του υπηρέτου του φούρναρη κατά την απουσίαν της οικογενείας ευρίσκετο επί της τραπέζης, αλλ' εντός αυτού μόλις διεσώζοντο ολίγα ελεεινά ψιχία, μόλις απέμενον ολίγα ελεεινά ίχνη εκ της ροδοκοκκίνης και καλοψημένης κρούστας.
— Εσύ την έφαγες! ανεβόησεν η οικοδέσποινα και επέπεσε κατά της Βασίλως με διαθέσεις καννιβαλικάς.
Και αι τρίχες της κόμης της υπηρετρίας απεσπώντο μανιωδώς και κατέπιπτον βροχηδόν ως κάρφη ανατινασσόμενα εις το αλώνιον υπό του δικράνου, και αι οξείαι και αλγειναί κραυγαί της προυκάλουν την συρροήν περιέργων εκ του παρακειμένου παντοπωλείου.
— Εσύ την έφαγες μαζί με τον αγαπητικό σου, με εκείνον τον βρωμιάρη! . . . εβόα αφρίζουσα η κυρία Θεοδώρα, ενώ οι στιβαροί γρόνθοι της κατέπιπτον επί της ράχεως του θύματός της.
— Εγώ την έφαγα ή ο γυιόκας σου; απήντα η Βασίλω, ήτις βαρυνθείσα επί τέλους ήρχισε ν' ανταποδίδη τα ίσα προς την κυρίαν της. ·
Ο γυιόκας σου! . . η λέξις αύτη εφώτισε διά μιας την κατάστασιν και πρώτος ο κύριος Ζαχαρίας εννόησε τα διατρέχοντα. Κατ' αρχάς και αυτός είχεν υποπτεύσει την Βασίλων ως ένοχον του στυγερού εγκλήματος, αλλ' η στάσις και αι διαμαρτυρίαι αυτής εκλόνισαν την πεποίθησίν του, αι υποψίαι του τότε μετέπεσον επί του Μαύρου και οι πόδες του προ των ομμάτων ανεζήτησαν το κακούργον τετράποδον. Αλλ' ο ατυχής Μαύρος ευρίσκετο εις μίαν γωνίαν, αμεριμνών δι' όλην εκείνην την τιτανομαχίαν, διότι ήτο, φαίνεται, συνηθισμένος εις τας τοιαύτας σκηνάς και εμάσσα έν ξεροκόμματον με τόσην όρεξιν, ώστε ο δικαιοκρίτης κ. Ζαχαρίας, ο ακέραιος λειτουργός της Θέμιδος, δεν ηδύνατο να παραδεχθή ότι ο σκύλος του ήτο τόσον πανούργος, ώστε να υποκρίνεται τον πεινασμένον, ενώ προ ολίγης ώρας είχεν ευφρανθή διά πλουσίας και εκλεκτής ευωχίας. Ο γυιόκας του! . . . αυτός θα ήτο βέβαια ο δράστης τοσούτω μάλλον, όσον από της ενάρξεως της σκηνής είχε γίνει άφαντος.
Και ήτο αυτός πράγματι ο ένοχος. Αποχωρισθείς κατά τύχην των γονέων του εν τη οδώ Ερμού και μη ανευρών αυτούς μετά τινας ερεύνας ο μικρός κατεργάρης επανήλθε μόνος του εις τον οίκον, ιδών δε κατ' εκείνην την ώραν κομισθείσαν πίτταν κατελήφθη υπό του πειρασμού. Η Βασίλω αγνοούσα την επιστροφήν του ευρίσκετο κατ' εκείνην την ώραν εις τρυφεράν συνέντευξιν μετά του συμπατριώτου της στρατιώτου και η ευκαιρία τον ενεθάρρυνεν. Έκοψε κατ' αρχάς έν μικρόν τεμάχιον και επειδή η όρεξίς του κατά το λόγιον τόσον μάλλον ηύξανεν όσον μάλλον έτρωγε, την έφαγεν όλην, μεθ' ό ανέμενε θαρραλέως τα γενησόμενα:
— Γυναίκα, γυναίκα! . . . είπεν ο κ. Ζαχαρίας παρεμβαίνων, έλα τώρα άφησέ την.
Και μετά κόπου βοηθούμενος και υπό της Ουρανίας κατώρθωσε ν' αποχωρίση τας δύο συμπλακείσας, αι οποίαι διά των περιστροφών του εαυτών σώματος είχον αποτελέσει σύμπλεγμα πλαστικόν αξιοθέατον, ανάλογον προς το του Λαοκόοντος. Εννοείται ότι τον Δράκοντα δεν αντεπροσώπευεν εν αυτώ η Βασίλω.
Ο ένοχος ανευρέθη και συνελήφθη, μετά σύντομον δε διαδικασίαν κατά την οποίαν το ους αυτού ήλθεν εις συχνήν επαφήν μετά της πατρικής χειρός, η ενοχή του εξηκριβώθη. Ήδη ο κ. Ζαχαρίας ητοιμάζετο να αποτείνη διά της παλάμης ευγλώττους παραινέσεις επί του αυχένος του γόνου του· ήδη η κυρία Θεοδώρα εξέτεινεν επιτακτικώς την χείρα λέγουσα προς τον σύζυγον να της κάμη την χάριν να μη πειράξη το παιδί «διότι έκαμε και αυτό μίαν αταξίαν ωσάν παιδί», αλλέως θα είχε να κάμη μαζί της· ήδη η Ουρανία προβλέπουσα νέαν οικογενειακήν ρήξιν εβίαζε τους δακρυχόους αδένας των οφθαλμών της να χύσουν δάκρυα ικεσίας, ότε διά μιας ο κ. Ζαχαρίας έστη ως ηθοποιός καταλαμβανόμενος εν τω μέσω της πράξεώς του υπό αιφνιδίου λογισμού και αφήκε φωνήν σπαρακτικήν.
— Και το φλωρί; είπεν.
Ε, βέβαια, και το φλωρί; . . . τι είχε γίνει το φλωρί; Εκείνο, καλέ, το κωνσταντινάτον, το οποίον του είχε χαρίσει ο φίλος του ο έφορος εις το Μελιγαλά και το οποίον τακτικά από του πρώτου έτους του γάμου του εχρησίμευε διά την πίτταν της Πρωτοχρονιάς, εξαγοραζόμενον τακτικώς κατ' έτος διά τριάκοντα λεπτών, τα οποία γενναιοδώρως έδιδεν ο Ζαχαρίας προς τον ευτυχή κάτοχον του τμήματος της πίττας, εν ώ περιείχετο; Τι είχε γίνει το φλωρί, το ιερόν κειμήλιον, το παλλάδιον [63] της οικογενείας; Βεβαίως κατεβροχθίσθη μετά της πίττας και κατά την στιγμήν εκείνην εξετέλει μυστηριώδη πορείαν εντός των εσωτερικών λαβυρίνθων του οργανισμού του λαιμάργου υιού του. Οία βεβήλωσις!
Χωρίς να θέλη ο πράος κ. Ζαχαρίας, ο ειρηνικός κ. Ζαχαρίας ήρπασεν από της εστρωμένης τραπέζης έν μαχαίριον και διά της άλλης χειρός ανέτρεψε τον υιόν του σπαρακτικώς οιμώζοντα.
Ήτο εξαισία η στάσις εκείνη του πατρός, στάσις Αβραάμ ετοίμου να φονεύση τον Ισαάκ του, ενώ η Ουρανία ερρίπτετο ικετευτικώς παρά τα γόνατά του επικαλουμένη το έλεός του. Αλλά την χείρα του νέου Αβραάμ δεν ανεχαίτισεν άγγελος εξ ουρανού· απεναντίας η αποτρέψασα την αιματοχυσίαν ήτο η κυρία Θεοδώρα. Ο σάρκινος όγκος της κυρίας Παραδαρμένου ανετινάχθη, όταν είδε τον κίνδυνον, τον οποίον διέτρεχεν ο υιός της, και με την φωνήν εκείνην την επιτακτικήν, εις την οποίαν προ εικοσαετίας ήτο συνηθισμένος να υπακούη ο πειθήνιος σύζυγος, εβόησεν:
— Άφησε, βρε ξεκουτιάρη, αυτάς τας ανοησίας να μη τρομάξη το παιδί . . . Αύριον το ευρίσκεις το φλωρί σου! . . .
Η μάχαιρα κατέπεσεν από τας χείρας του μιαιφόνου πατρός. Αύριον! . . . η κυρία Θεοδώρα είχε δίκαιον. Κατά τους αναλλοιώτους φυσικούς νόμους το φλωρίον έμελλε την επομένην να ίδη πάλιν το φως της ημέρας.
Η ιδέα αύτη κατεπράυνε την μήνιν του κ. Ζαχαρία, όστις, αφού ησπάσθη τον Μιμίκον, επλήρωσεν οίνου το ποτήριόν του και υψώσας αυτό εύχαρις είπε προς την σύζυγον και την θυγατέρα:
— Έλα! . . . και του χρόνου!
(1890)
— Κυρ Μωυσή! . . . Ε, κυρ Μωυσή! . . . πού είνε; . . . Η φωνή του γηραιού
Σαβαώθ αντήχησε βροντώδης εις τον Παράδεισον, του οποίου η ηλιοφεγγής και
διαυγεστάτη ατμόσφαιρα εσείσθη εκ του ήχου.
Ο ταξιάρχης Γαβριήλ παρέστη μετά φόβου και σεβασμού ενώπιον του Υψίστου.
— Αγιώτατε, είπεν ο αρχάγγελος, ο Μωυσής προ ολίγου ήτο εκεί κάτω μαζί με τον Ηλίαν και με τον Νώε . . .
— Να έλθη εδώ αμέσως!
Ο Γαβριήλ εξεκίνησε και σχεδόν εν ακαρεί έφθασεν εις την άλλην άκραν του αχανούς Παραδείσου, χάρις εις τα τεράστια εκείνα βήματα, τα οποία απέδωκεν εις αυτόν η φαντασία του ποιητού μας Παναγιώτου Σούτσου, περιγράφοντος αυτόν εις τον Μεσσίαν ως διανύοντα δι' ενός μόνου βήματος την απόστασιν την υπάρχουσαν μεταξύ του Ηλίου και του Αραράτ!
Ο Σαβαώθ ανέμενεν εν τούτοις σύννους και μετρών το κομβολόγιόν του.
— Βάρυπνος εξύπνησε σήμερα ο Πανάγαθος! είπε πονηρώς έν μικρόν Χερουβείμ.
— Κάνε τη δουλειά σου εσύ! είπεν επιτιμήσας αυτό αυστηρώς ο διευθύνων την ουράνιον ορχήστραν αρχάγγελος.
Ότε ο προφήτης με την μεγάλην λευκήν του γενειάδα ενεφανίσθη ενώπιον του Σαβαώθ, ενόησεν εκ του βλοσυρού βλέμματος το οποίον έρριψεν επ' αυτού ο Αιώνιος, ότι περί σοβαρού τινος επρόκειτο.
— Πού μου ήσουν, κυρ Μωυσή, οπού σ' εζητούσα; ηρώτησεν αυτόν δυσθύμως και σχεδόν αποτόμως.
— Εκεί κάτω, Αγιώτατε, συνωμιλούσαμεν μαζί με . . .
— Συνωμιλούσατε; . . . βέβαια! κουβέντα και ραχάτι! . . .
Και τι σας μέλει την ευγένειά σας! . . . Και τι τον μέλει τον κυρ Ηλία! . . . πάει ο καιρός οπού του επήγαιναν τροφή τα κοράκια εις το σπήλαιον! Εδώ εις τον Παράδεισον έχει καλό χουζούρι! . . .
— Αγιώτατε! . . .
— Σιωπή και άκουε. Δεν πάμε καλά, κυρ Μωυσή· είνε πολύς καιρός οπού το βλέπω· εχθές είδα και τας μηνιαίας καταστάσεις της κινήσεως του Παραδείσου . . . Λίγος κόσμος, πολύς λίγος μπαίνει. Οι στερεότυποι και οι συνηθισμένοι κανένας επαίτης σακάτης, κανένας γέρος μοναχός, κανένας δυστυχισμένος μέτοχος χρεοκοπησάσης εταιρείας, κανένας ταλαίπωρος συνταξιούχος των 15 δραχμών . . .
— Το βλέπω κ' εγώ! είπε περιλύπως ο Μωυσής.
— Ενώ εκεί κάτω, εξηκολούθησεν ο Άναρχος ρίπτων βλέμμα φθόνου σχεδόν προς το εν τω μέσω των νεφελών διαφαινόμενον χάος, όπου ήστραπτεν εκ διαλειμμάτων η ερυθρά αντανάκλασις των φλογών της Κολάσεως, εκεί κάτω φαίνεται ότι κάμνουν δουλειά χρυσή. Ο Σατανάς κατήντησε να γίνη τεμπέλης· δεν μηχανεύεται πλέον δόλους διά να κερδίση ψυχάς· πηγαίνουν μόνοι τους οι μουστερήδες! [64] Άλλοτε ήρχετο κάπου κάπου να μου ζητήση την άδειαν να πειράξη κανένα, τον Ιώβ, τον Φάουστ . . . τώρα ούτε δεν καταδέχεται. Άσχημη δουλειά!
— Αυτό ελέγαμε και ημείς με τον Νώε και τον Ηλίαν!
— Ε, και τι ελέγατε; . . .
— Ότι πρέπει να γίνη ρεκλάμα, όπως κάμνει η Εταιρεία του Σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς διά το Φάληρον, να διοργανώσουν τίποτε ιπποδρομίας ο άγ. Γεώργιος και ο άγ. Δημήτριος . . .
— Καλό κι αυτό, είπεν, αφού εσκέφθη ολίγον ο Σαβαώθ, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζονται μέτρα ριζικώτερα !! . . . Δεν μου λέγεις, Μωυσή, πόσος καιρός είνε που εδημοσιεύσαμεν τον Δεκάλογον;
— Μα! . . . ξεύρω κ' εγώ; Πού μπορεί κανείς να υπολογίση τώρα με την νέαν επιστήμην!
— Επάνω κάτω! . . .
— Επάνω κάτω . . . πέντε χιλιάδες χρόνια! . . .
— Πέντε χιλιάδες χρόνια! επανέλαβε σείων την κεφαλήν ο Σαβαώθ. Εκατάλαβες! πέντε χιλιάδες χρόνια! . . . ένας λόγος είνε! πολλά πράγματα ημπορούν να γηράσουν μέσα εις αυτό το διάστημα. Κοντεύω να γηράσω εγώ από τότε . . . και ας με λέγουν Αιώνιον! προσέθηκε μειδιών και παρατηρών την κατάλευκον γενειάδα του:
— Λοιπόν τι λέγετε, Αγιώτατε;
— Ο Δεκάλογός μας εγήρασε πολύ, Μωυσή, από τότε . . · Πρέπει να επιφέρωμεν μεταρρυθμίσεις εις αυτόν . . . μεταρρυθμίσεις ριζικάς. Ας κάμωμεν μίαν δοκιμήν εκ του προχείρου. Λέγε μου, σε παρακαλώ, μίαν μίαν τας εντολάς.
Ο Μωυσής ήρχισε να ξέη το ους.
— Εκατάλαβα! είπεν ο Ύψιστος, στοιχηματίζω πως τας εξέχασες! . . .
— Μα! . . . ύστερα από πέντε χιλιάδες χρόνια! είπεν ο Μωυσής μειδιών.
— Και έχουμε την απαίτησιν να τας ενθυμήται ο κόσμος, αφού δεν τας ενθυμείσαι συ οπού τας έγραψες! Φέρε γρήγορα τας πλάκας.
Ο Μωυσής απελθών εκόμισε τη βοηθεία δύο αγγέλων τας δύο βαρυτάτας πλάκας του δεκάλογου, τας οποίας έλαβεν επί του Σινά.
— Φαντάσου καιρός που επέρασε από τότε, είπεν ο Πανάγαθος· εγράφαμεν ακόμη εις την πλάκα!
Το παρεστώς πλήθος του Χερουβείμ και Σεραφείμ ανεκάγχασε διά το λογοπαίγνιον του Κυρίου.
Ο Μωυσής ήρχισε ν' αναγινώσκη μίαν προς μίαν τας εντολάς του θείου νόμου:
— Εγώ είμι Κύριος ο Θεός σου κτλ.
— Αυτό είναι το μόνον άρθρον οπού εξασφαλίζει την δυναστείαν μου, μολονότι . . . ας είνε· παρακάτω!
— Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα . . .
— Ας είνε και αυτό! . . . Φθάνει να κάμνουν τα ομοιώματα με τέχνην, διότι έτυχε να ιδώ κάτι Πλάτωνας εμπρός εις την Ακαδημίαν των Αθηνών! . . . Δεν πειράζει· λέγε παρακάτω.
— Ου λήψη το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω . . .
— Τώρα το προκόψαμε! ανέκραξεν ο Άναρχος· το όνομά μου; Αχ! πόσα ακούει κάθε μέρα το κακόμοιρο! . . . Αλλά πάλι τι θ' ακούσω αν δεν ήτο και αυτή η απαγόρευσις! . . . Εξακολούθει.
— Μνήσθητι την ημέραν των Σαββάτων αγιάζειν αυτήν . . .
— Ναίσκε! . . . Αλλά έχομεν τους Διαμαρτυρομένους, βλέπεις, οπού εμβαίνουν εις τον Παράδεισον μόνον και μόνον διότι δεν γδύνουν τον πλησίον την ημέραν του Σαββάτου. . . . δηλαδή της Κυριακής. Εδώ τα μπλέξαμε με το Σάββατον και την Κυριακήν, σαν να ήμεθα συντάκται ελληνικών νομοσχεδίων. Αν αποκλείσωμεν και αυτήν την αρετήν, όλοι οι λόρδοι θα πηγαίνουν εις την Κόλασιν και δεν μας συμφέρει. Παρακάτω.
— Ου φονεύσεις. . . .
— Α, μάλιστα! . . . Αλλά για να ιδούμε τώρα με την απαγόρευσιν της οπλοφορίας.
— Ου . . .
— Εμπρός!
— Ου . . . ου . . . ! επανέλαβεν ο Μωυσής διστάζων.
— Ούξις και ξερός! είπεν ο Σαβαώθ ανυπομονών, λέγε! . . .
— Αλλά, Αγιώτατε. . . .
— Εκατάλαβα, είπεν ο Σαβαώθ· είνε η εβδόμη εντολή! . . . Μουρντάρικη δουλειά! . . . Και μολονότι έχομεν εδώ μέσα τον Προφητάνακτα, ο οποίος τα έψησε με τη γυναίκα του Ουρία . . . οπωσδήποτε η ηθική! . . . Πάρα πέρα! . . .
— Ου κλέψεις . . .
— Α! στάσου εδώ! . . . είπεν ο Ύψιστος. Εδώ δεν έχει καμμίαν δικαιολογίαν. Προ καιρού το έβλεπα ότι αυτή η εντολή ήτο περιττή. Τώρα επαράγινε το πράγμα! Μη πας μακριά· πιάσε την Ελλάδα· εκεί πέρα κλέφτουν ως και τα έμβρυα από την κοιλιά της μάννας των. Είνε τώρα κάμποσοι μήνες μάλιστα οπού δεν βλέπεις τίποτε άλλο παρά σειράν ατελευτήτων κλοπών. Από εκείνην την ευλογημένην χώραν οπού είχαμεν άλλοτε τους καλυτέρους μας πελάτας, τώρα δεν ημπορεί ούτε ένας να εμβή εις τον Παράδεισον. Άνθρωποι οι οποίοι εγήρασαν εις την αρετήν και την τιμιότητα, άνθρωποι οι οποίοι ως και εις τον εσπερινόν επήγαιναν, ακούς! απεδείχθησαν εις το ύστερον κλέπται! Είνε απελπισία!. . . . αυτή η εντολή πρέπει να καταργηθή.
Ο Μωυσής ηθέλησε ν' αντιτείνη συνηγορών υπέρ της ακεραιότητος του δεκαλόγου του, ότε αίφνης θόρυβος μέγας ηκούσθη παρά την είσοδον του Παραδείσου και πριν ή προφθάση ο Ύψιστος να ερωτήση τι τρέχει ενεφανίσθη ο Πέτρος ολοπόρφυρος εκ του θυμού.
— Μ' έκλεψαν, Θεέ μου! εβόα θρηνωδώς ο Απόστολος μ' έκλεψαν! . . . Ολίγας μετοχάς οπού είχα . . . τας οικονομίας μου! . . .
— Ποίος σ' έκλεψεν; ηρώτησεν ο Σαβαώθ.
— Ένας πρώην υπουργός Έλλην και ένας πρώην ταμίας! . . .
— Ορίστε! είπεν ο Ύψιστος αποτεινόμενος προς τον Μωυσήν, τα βλέπεις; Ως κ' εδώ μέσα! Αν δεν καταργήσωμεν την εντολήν, θα διώξωμεν και αυτούς οπού υπάρχουν μέσα!
Και επειδή ο Μωυσής ακόμη εδίσταζεν, ο Ύψιστος ενέτεινε την δεξιάν και διά του θείου του δακτύλου διέγραψεν από της πλακός την ογδόην εντολήν.
Και ταυτοχρόνως διέταξε ν' αναγγείλουν το γεγονός εις την Ιεράν Σύνοδον, διά να το ανακοινώση αύτη εις τους εκδότας των Κατηχήσεων.
Το θερμόμετρον είχεν ανέλθει πολύ την ημέραν εκείνην εις την επουράνιον χώραν.
Ο Ύψιστος, αφού ηκροάσθη νωχελώς την μεταμεσημβρινήν συναυλίαν των
αγγέλων, εξήλθε προς περιδιάβασιν, διηυθύνθη εις μέρος τι σκιερόν και ευάερον
και εξαγαγών το εξ ηλέκτρου κομβολόγιόν του ήρχισεν αναγινώσκων την ιεράν
Σύνοψιν.
Ήδη τα βλέφαρα του Παντοδυνάμου ήρχισαν να βαρύνωνται εκ της αναγνώσεως, ότε εγείρας το βλέμμα είδε κάποιον πλησιάζοντα. Ο κάποιος ούτος ήτο το πονηρόν πνεύμα, διότι, με όσα και αν λέγουν οι θεολόγοι, ο Σατανάς από της εποχής του Ιώβ διατελεί εις σχέσεις οικειοτάτας μετά του Δημιουργού και έχει ελευθέραν την είσοδον εις τον Παράδεισον.
— Εσύ είσαι, Παμπόνηρε; είπεν ο Ύψιστος.
— Εγώ, Αγιώτατε.
— Κάτι απ' εδώ; . . τι μαντάτα; θα σ' έσφιξε η ζέστη, φαίνεται· φαντάζομαι τι καμίνι θα έχετ' εκεί κάτω!
— Δεν με μέλει και πολύ· εσυνήθισα. Έπειτα εγώ δεν μένω και διαρκώς εκεί· τριγυρίζω.
— Και από πού έρχεσαι τώρα, με το καλό;
— Από την Ελλάδα.
— Μπα! είπεν ο Θεός· και τι επήγες να κάμης εκεί;
— Είχα μερικάς υποθέσεις ετελείωνεν ο μην και ήθελα να ξεκαθαρίσω μερικούς λογαριασμούς . . . ·έπειτα είχομεν και δημοτικάς εκλογάς . . .
Και ο Σατανάς εθώπευσε κρυφίως μετά πικρού μειδιάματος την εις το θυλάκιόν του εφημερίδα, την περιέχουσαν τον μηνιαίον εγκληματικόν απολογισμόν.
— Μήπως ήσουν υποψήφιος; ηρώτησε σκωπτικώς ο Πανάγαθος.
— Όχι, απήντησεν ο Διάβολος· μόνος εγώ δεν ήμουν.
— Ξεύρεις όμως ότι μου επαραμπήκες εκεί πέρα εις την Ελλάδα; είπεν ο Θεός οπωσούν ωργισμένος.
— Ε, κάμνω κ' εγώ μερικές δουλίτσες! απήντησε μετά πονηράς μετριοφροσύνης ο Σατανάς.
— Να μου κάμης την χάριν να βγάλης την ουράν σου απ' εκεί· ξεύρεις ότι εγώ ιδιαζόντως αγαπώ αυτόν τον τόπον.
— Τι λόγος! είπεν ο Διάβολος.
Και εμειδίασε σαρδωνικώς.
— Δεν το πιστεύεις, μασκαρά; εξηκολούθησεν ο Παντοδύναμος· και όμως ιδού, εφέτος τους έκαμα τόσα καλά. Έρριψα βροχήν άφθονον διά να γίνη ευφορία σιτηρών· η σταφίς επήγε περίφημα και αν τα οικονομικά του τόπου δεν ευοδούνται δεν πταίω εγώ.
— Ούτ' εγώ, υπέλαβεν ο υιός του σκότους.
— Όσον ημπορώ τους προστατεύω και με το παραπάνω, εξηκολούθησεν ο Ύψιστος. Είνε τώρα χρόνια οπού μου υποβάλλει αίτησιν θεραπείας η χολέρα να υπάγη να κατοικήση εκεί καμπόσους μήνας και μολονότι είχε τόσα συστατικά από διαφόρους δημάρχους και νομάρχας και διευθυντάς αστυνομίας δεν ενέκρινα την αίτησίν της. Σου επαναλαμβάνω ότι αγαπώ τον τόπον αυτόν, διότι εκεί εδοξάσθη περισσότερον το όνομά μου. Μου αρέσει η ιστορία του λαού του, μου αρέσει η γλώσσα του . . . μολονότι παρατηρώ ότι ήρχισε και αυτή να μουρδαρεύη και φαίνεται ότι θα είνε ιδική σου ενέργεια.
— Όχι, είπε διακόπτων αυτόν εντόνως και διαμαρτυρόμενος ο Πονηρός. Εις αυτό δεν έχετε διόλου δίκαιον, Αγιώτατε. Αυτήν την ευθύνην δεν την αναλαμβάνω και απόδειξις είνε ότι εις την κόλασιν επιβάλλω ως βασανιστήριον εις τους βαρυποίνους την ανάγνωσιν μερικών ελληνικών πεζογραφιών και ποιημάτων.
— Τέλος πάντων καλά θα κάμης να τραβήξης απ' εκεί το χέρι σου. Έπειτα χάνεις άδικα τον κόπον σου, κακομοίρη μου· πήγαινε πάρα πέρα να κάμης τα δικά σου· εις την Βουλγαρίαν, παραδείγματος χάριν, οπού είνε σχισματικοί.
Μειδίαμα χλευαστικόν διεγράφη επί του ευρέος στόματος του Διαβόλου.
— Δεν πιστεύεις; τον ηρώτησεν ο Θεός πεισμωμένος.
— Τι να σας ειπώ! Αναγνωρίζω την πανσοφίαν σας, αλλά καμμίαν φοράν πάσχει και αυτή διαλείψεις . . . Τα χρόνια βλέπετε, τα γηρατειά!
— Τι λέγεις, αυθάδη! ανέκραξεν ο Ύψιστος παραφερόμενος.
— Μη θυμώνετε, Αγιώτατε, είπεν ο Σατανάς μετά φλέγματος· ας θέσωμεν καθαρά το ζήτημα, νομίζετε ότι εις τον τόπον αυτόν υπερισχύει αποκλειστικώς η Αγιότης σας;
— Αναμφιβόλως· έχεις κ' εσύ ένα μικρόν μερίδιον, δεν σου λέγω, κάτι φόνους, κάτι ληστείας, κάτι βιασμούς . . . σε άφησα κ' επήρες λιγάκι επάνω σου, διότι είχα αλλού τον νουν μου. Αλλά και πάλιν τι είν' αυτά απέναντι εις τόσας αρετάς, εις τόσην φιλοπατρίαν, εις τόσην φιλογένειαν, εις τόσην φιλανθρωπίαν, εις τόσην ευσέβειαν! . . . Το γνωρίζεις κύριε, ότι το παρελθόν έτος κατηναλώθησαν εις την Ελλάδα πεντακόσιοι χιλιάδες οκάδες ταραμά;
— Τι λύσσα ευσεβείας! είπε καθ' εαυτόν ο Σατανάς μετά μειδιάματος. Και όμως, προσέθηκεν, ημπορώ να σας αποδείξω ότι πλανάσθε.
— Θα ήμουν πολύ περίεργος να το ιδώ.
— Ημπορούμεν και τώρα να κάμωμεν το πείραμα.
— Τίνι τρόπω;
— Απλούστατα· διατάξατε να φέρουν μίαν ζυγαριάν πολύ μεγάλην.
— Ζυγαριάν; . . . τι να την κάμωμεν!
— Να ζυγίσωμεν τα κεφάλαιά μας και να ιδούμεν τίνος είνε τα μεγαλύτερα.
— Με προκαλείς; . . . Ας είνε! θα διατάξω τώρα αμέσως να φέρουν την ζυγαριάν, αλλά κύτταξε καλά μη την πάθης! . . . Έχω πέντε κεραυνούς ετοίμους να σε ζεματίσω διά την αυθάδειάν σου, τραγογένη!
Και διά της μεγάλης αργυράς συρίκτρας του ο Πανάγιος προσεκάλεσε τα Χερουβείμ και τα διέταξε να κομίσουν αμέσως μίαν μεγάλην ζυγαριάν.
— Να είνε όσον το δυνατόν μεγαλυτέρα! είπεν ο Σατανάς προς τα Χερουβείμ απερχόμενα.
Η θεία διαταγή εξετελέσθη παραχρήμα· μετ' ολίγον εθεάθη λόχος αγγέλων κομίζων μετά πολλού κόπου υπερμεγέθη πλάστιγγα, την οποίαν έστησεν ενώπιον του Δημιουργού.
— Έχετε τα πρωτεία, είπεν ο Διάβολος ευγενώς, βάλετε τα κεφάλαιά σας εις το ένα μέρος.
Ο Παντοδύναμος μετά περιεργείας, αλλά και μετά πείσματος ήρχισε να τοποθετή όλα τα αντικείμενα, τα αντιπροσωπεύοντα την μερίδα του, νοσοκομεία, σχολεία, ορφανοτροφεία, δωρεάς, αρχιερείς και πρεσβυτέρους, ιεροκήρυκας, μοναστήρια και ηγουμενοσυμβούλια, εν Χριστώ αδελφότητας, ηθικά και θεολογικά συγγράμματα, βαρέλια ταραμά και σάκκους φασολίων και παντοία άλλα, των οποίων απετελέσθη πυραμίς τεραστία και αλλόκοτος.
Ο Διάβολος εθεάτο απαθώς τον όγκον αυτόν ολονέν ανυψούμενον.
— Έχετε άλλα; ηρώτησε μετά την αποπεράτωσιν της τοποθετήσεως.
— Έχω και μερικούς επιτρόπους εκκλησιών αρκετά καλοθρεμμένους, είπεν ο Θεός.
— Βάλετε και αυτούς, είπεν αταράχως ο Διάβολος.
Και ο όγκος της πυραμίδος ηυξήθη επαισθητώς διά της προσθήκης των επιτρόπων.
— Μήπως εξεχάσατε τίποτε; ηρώτησεν ο Σατανάς.
— Εξέχασα πραγματικώς ένα καθηγητήν της Θεολογίας, αλλά σου τον χαρίζω. Είνε τόσον πολύσαρκος εκ της καλοφαγίας, ώστε αυτός μοναχός κάμνει δι' όλα τα ιδικά σου κεφάλαια.
— Να τον προσθέσετε και αυτόν!
Και επειδή ο Σατανάς επέμενεν, ετέθη τέλος εις την κορυφήν του σωρού και ο καθηγητής και η πλάστιγξ έτριξε γοερώς υπό το βάρος του.
— Ορίστε τώρα και η ευγένειά σας, είπεν ο Ύψιστος μυκτηριστικώς [65] , βάλετε τα κεφάλαιά σας.
Ο Διάβολος έχωσε την τριχωτήν χείρα με τους οξείς όνυχας εις το θυλάκιόν του και εξήγαγε μικρόν αντικείμενον σφαιρικόν, τεφρόχρουν.
— Τι είν' αυτό; ηρώτησεν ο Ύψιστος παρατηρών διά των διοπτρών του μετά περιεργείας το αντικείμενον.
— Είνε εκλογικόν σφαιρίδιον, απήντησεν αταράχως και σοβαρώς ο Πειρασμός.
— Αυτό είνε όλα σου τα κεφάλαια;
— Αυτό.
— Δεν έχεις άλλα;
— Όχι· αυτό αρκεί.
— Κοροϊδεύεις;
— Διόλου.
— Έλα, Χριστέ και Παναγία! είπεν ο Ύψιστος σταυροκοπούμενος.
— Λοιπόν· ιδού οπού το θέτω εις την πλάστιγγα.
— Ας ιδούμεν και αυτό το θαύμα!
Και το αποτέλεσμα πραγματικώς υπήρξε θαυμάσιον· διότι ευθύς ως το μικροσκοπικόν μολύβδινον σφαιρίδιον απετέθη επί της πλάστιγγος, αύτη ήρχισε να κλίνη μετά καταπληκτικής ροπής προς το μέρος του σφαιριδίου, ενώ εις το αντίθετον μέρος η τεραστία συμμιγής πυραμίς ανυψούτο ελαφρά, ως ν' απετελείτο εκ πτίλων.
— Μπα που να σε πάρη ο εαυτός σου! ανέκραξεν ο Πάνσοφος έκπληκτος και πεισμωθείς εν ταυτώ. Κάτι καλπονόθευσιν θα έκαμες . . . αφού μάλιστα έρχεσαι από την Ελλάδα . . . Στάσου να σε διορθώσω εγώ!
Και ητοιμάσθη να εξακοντίση κατ' αυτού ένα κεραυνόν.
— Κρίμα εις την πανσοφίαν σου, αφού δεν ηξεύρεις την δύναμιν αυτού του σφαιριδίου! είπεν ο Διάβολος μετά θριαμβευτικού και χλευαστικού γέλωτος.
Και ετράπη εν τάχει εις φυγήν.
Ο Ύψιστος έμεινε σύννους και μετ' ολίγον παραλαβών το σφαιρίδιον επέστρεψεν εις τον Παράδεισον σύνοφρυς και βλοσυρός και διέταξεν αμέσως να προσέλθη ο άγιος Πέτρος.
— Κύτταξε καλά τα κατάστιχά σου, είπεν ο Ύψιστος προς τον επουράνιον θυρωρόν, και αν τυχόν ευρίσκεται εδώ πέρα αυτός οπού εφεύρεν αυτό εδώ το αντικείμενον — και έδειξε το σφαιρίδιον — να μου τον στείλης άναυλα εις την Κόλασιν, με όσα καλά και αν έχη καμωμένα. Έγινα ρεζίλι σήμερον με αυτό το πράγμα! . . . Είνε του Διαβόλου συνεργεία. Εις τον Παράδεισον ούτε επέτρεψα ούτε θα επιτρέψω να υπάρχη· όσον αφορά την Γην, θα σκεφθώ! . . .
Και έμεινε μέχρι βαθείας νυκτός αναγινώσκων το Συνταγματικόν δίκαιον του μακαρίτου Σαριπόλου.
Σήμερον είνε η ημέρα των ευχών. Απ' όρθρου βαθέος αν ακούσητε τον κώδωνα της
θύρας σας κρουόμενον, εστέ βέβαιοι ότι κάποιος έρχεται να σας προσφέρη ευχάς.
Οι οδοκαθαρισταί οι καθορίζοντες τας οδούς, εις τας οποίας πνίγεσθε τον χειμώνα
εκ του βορβόρου, ασφυκτιάτε δε το θέρος εκ του κονιορτού· οι ανάπτοντες τους
φανούς επί των οποίων προσκρούοντες θραύετε την ρίνα σας τας νύκτας, κατά τας
οποίας η πανσέληνος λησμονεί τα δημοτικά της καθήκοντα και δεν επιφαίνεται εις
το συννεφώδες στερέωμα· οι υδρονομείς, οίτινες κατά την ημέραν του καύσωνος
σας αφήνουν να πάθετε εκ λύσσης, πριν επιτρέψουν εις το ύδωρ να διοχετευθή εις
την κρήνην της συνοικίας σας· οι καμιναδοκαθαρισταί, οίτινες προσέρχονται
επίσης ζητούντες φιλοδώρημα, αν και εις την οικίαν σας δεν υπάρχει άλλη εστία
εκτός των φύλλων του ομωνύμου περιοδικού, εις το οποίον είσθε συνδρομητής·
όλη τέλος η πολυώνυμος γενεά των Ειλώτων, όσοι εν τη καταμερίσει της
κοινωνικής εργασίας ανέλαβον την επιστασίαν των μάλλον πεζών και αχαρίτων
αναγκών του βίου, θα προσέλθουν προσφέροντες φύλλα πολύχροα χάρτου, εις τα
οποία διά στίχων χωλών ή υπερτροφικών θα σας εύχωνται υγείαν και ευτυχίαν. Και
η λιτανεία των ευχών θα σας καταδιώξη και εκτός του οίκου σας, θα σας ευχηθή ο
βοηθός του κουρέως σας, ο υπηρέτης του καφενείου εις το οποίον συχνάζετε, ο
υπηρέτης του εστιατορίου ένθα γευματίζετε. Εννοείται ότι όλαι αι ευχαί
πληρώνονται κατά το μάλλον ή ήττον γενναίως· αλλ' ερωτώ· ποίαι είνε αι ευχαί αι
οποίαι δεν πληρώνονται, αφού και αυταί αι προς τον Ύψιστον αποτεινόμεναι έχουν
τιμολόγιον ωρισμένον, απαραβάτως τηρούμενον υπό των λειτουργών του;
Λοιπόν υγεία και ευτυχία!.. Αλλά δεν μου λέγετε, παρακαλώ, τι πράγμα είνε η ευτυχία; Όλοι περίπου γνωρίζομεν τι είνε υγεία. Όταν πάσχης μεν από ημικρανίαν, βασανίζεσαι μεν υπό αλγούντος οδόντος, νύττεσαι [66] μεν οδυνηρώς υπ' οξυτάτου ρευματισμού, όταν μεταβάλλονται μεν οι μυκτήρες σου εις εννεακρούνους εκ της καταρροής, αλλ' ο ιατρός αστεΐζεται μαζί σου και οι κληρονόμοι σου δεν έρχωνται προς επίσκεψίν σου, τότε θεωρείσαι υγιής. Αλλ' ευτυχής πότε είσαι; Τι πράγμα είνε αυτή η ευτυχία; Την είδετέ ποτε εις την οικίαν σας; την συνηντήσατέ ποτε καθ' οδόν; γνωρίζετε πού κείται η κατοικία της; ανεγνώσατέ ποτε εις την 4ην σελίδα των εφημερίδων ότι πωλείται που εις τας αποθήκας εκείνας των παντοειδών προμηθειών, όπου πωλούνται αυγοτάραχα, μυάγραι [67] , καστόρειοι πίλοι, πετρέλαιον και μυθιστορήματα; Αν σας ερωτήσουν δε τι είνε ευτυχία, τι θ' απαντήσετε; ή θα δώσετε ορισμόν εκ των τετριμμένων εκείνων και ανοήτων, των οποίων το υπόδειγμα παρέχουν τα νερόβραστα της μεταφυσικής συγγράμματα, ή θα σιωπήσετε, ως θα εσιώπα κοινοβιάρχης, ας υποθέσωμεν, ερωτώμενος τι είνε πόλκα μαζούρκα.
Εις παρομοίαν απορίαν ευρέθη ποτέ προ αιώνων ο Καλίφης του Βαγδατίου, του οποίου την ιστορίαν εν συντόμω θα διηγηθώμεν.
Έρρεον τα πλούτη εις το ανάκτορόν του αφθονώτερα από τα νάματα [68] του παραρρέοντος Τίγρητος. Οι αδάμαντες των Ινδιών και οι μαργαρίται του Οφίρ εστόλιζον τας κιδάρεις του ηγεμόνος και τα φάλαρα των ίππων του, των εκλεκτοτάτων εξ όσων ανετρέφοντο εις τους παρά τον Ευφράτην λειμώνας. Αλλ' οι αδάμαντες δεν είχον την λάμψιν των αμυγδαλωτών οφθαλμών των κορών της Γεωργίας και οι μαργαρίται υπελείποντο ως προς την γλυκείαν ωχρότητα της μορφής των χαύνων γυναικών της Συρίας, εκ των οποίων επληρούτο ο γυναικωνίτης του. Τα βαρυτιμότατα των αρωμάτων της Αραβίας καιόμενα ανέδιδον μεθυστικάς ευωδίας. Τάπητες χνοώδεις της Περσίας απεσβέννυον τον κρότον, τον οποίον παρήγον συρόμεναι αι χρυσοκέντητοι εμβάδες του. Ο Σαρδανάπαλος δεν θα εγίνετο ολοκαύτωμα, αν είχε το ευτύχημα να του απομείνουν μετά την απώλειαν του θρόνου μάγειροι έχοντες την δεξιότητα των μαγείρων του Καλίφου. Ο δαμασκηνός ακινάκης [69] του εδιχοτόμει δι' ενός κτυπήματος παχείαν σιδηράν ράβδον. Οι λέοντές του ωρύοντο ρωμαλέοι εις θηριοτροφείον του και η εξημερωμένη πάρδαλις έλειχε ταπεινώς την χείρα του εξηπλωμένη παρ' αυτώ. Οι γείτονες του ηγεμόνος επεζήτουν διά δώρων πλουσίων την φιλίαν του. Ο λαός του τον εσέβετο ως απόγονον του Προφήτου και τον ηγάπα ως απονέμοντα εξίσου την δικαιοσύνην. Βουλή δεν υπήρχεν εις το κράτος του, ούτε Σύνταγμα· δεν επωλούντο μετοχαί τραπεζών χρεοκοπημένων, δεν συνέβαινον γλωσσολογικαί διαμάχαι, δεν εξεδίδοντο ημερολόγια μετ' εικόνων, δεν υπήρχον ένορκοι, ουδέ οδοντοϊατροί, ουδέ υφηγηταί, δεν ελάμβανεν ανακοινώσεις περί εφευρέσεων· ουδέ τηλεγραφήματα περί καταθλίψεως των πολιτών υπό των εισπρακτόρων.
Εν τούτοις ο ηγεμών ούτος, τον οποίον όλοι εθεώρουν ευδαιμονέστατον, ησθάνετο ακατανίκητον ανίαν. Εις μάτην έτρωγε και εκορέννυτο πολλάκις της ημέρας παρακαθήμενος εις την πλουσιοπάροχον τράπεζάν του. Εις μάτην εχείρει μυστηριώδεις εκδρομάς εις τα άδυτα του γυναικωνίτου του, όπου φυλάσσετο ζηλοτύπως ο πλούσιος της καλλονής θησαυρός. Εις μάτην βαϋαδέραι γοήτιδες ωρχούντο ενώπιόν του και ψάλται λιγείς [70] και έντεχνοι έτερπον την ακοήν του διά των ασμάτων των. Εις μάτην μετέβαινεν εις θήραν τοξεύων και ακοντίζων επιτηδείως τα παντοειδή θηράματα. Η ανία, η θανάσιμος ανία, κατέτρωγε την ψυχήν του και ετάρασσε τον ύπνον του. Καθ' εκάστην επαισθητώς ωχρία και έφθινε — διά να είπω μίαν παρομοίωσιν πρωτότυπον — ως μήλον, του οποίου την σάρκα κατατρώγει ο εντός κεκρυμμένος σκώληξ.
Ο ηγεμών είχεν αναγνώσει εν των ποιητικών βιβλίων, τα οποία μετ' αγάπης εμελέτα, ότι η ευτυχία είνε αγαθόν ανέφικτον και ότι ουδείς εν τω κόσμω δύναται ν' αποκληθή ευτυχής.
— Πώς! έλεγε καθ' εαυτόν, εγώ τον οποίον φθονούν όλοι, εγώ όστις είμαι ο κύριος όλων των επί γης αγαθών, δεν είμαι λοιπόν ευτυχής; Αλλά τι είνε λοιπόν η ευτυχία; Θέλω ν' αποκτήσω αυτό το ανέφικτον αγαθόν, όπως το αποκαλεί ο ποιητής.
Τοιαύτη ήτο η αφορμή της μελαγχολίας του ηγεμόνος. Ο Βεζύρης, ήτοι ο υπουργός του, άνθρωπος έξυπνος και φρόνιμος — διότι κατ' εκείνην την εποχήν οι υπουργοί ήσαν άνθρωποι έξυπνοι και φρόνιμοι — παρετήρησεν ότι ο κύριός του έφθινεν από ημέρας εις ημέραν, εννόησεν ότι έκτακτόν τι συνέβαινεν εν τη ψυχή του και ηθέλησε να μάθη παρ' αυτού το αίτιον.
— Αρχηγέ των πιστών, του είπε, διατί η μορφή σου μαραίνεται ως φύλλον ρόδου, επί του οποίου διήλθε κοχλίας και κατέλιπε τον αγενή σίελόν του;
Ο ηγεμών του διηγήθη ειλικρινώς την αιτίαν της θλίψεώς του.
Ο υπουργός ήτο ανήρ επιτήδειος — διότι τότε ήσαν επιτήδειοι οι υπουργοί, ενώ σήμερον είνε επιτήδειοι οι περί τους υπουργούς — και εσκέφθη ότι ο ηγεμών είχεν ανάγκην εκτάκτων διασκεδάσεων διά να του παρέλθη η μελαγχολία. Εσυλλογίσθη λοιπόν και κατόπιν υπέβαλεν εις αυτόν διαφόρους προτάσεις.
— Επιθυμείς, ω μέγιστε Καλίφη, να διατάξω τους ιερακοτρόφους να προετοιμασθούν, διά να εξέλθωμεν αύριον εις θήραν;
— Φευ! οι ιέρακες δύνανται να συλλάβουν την λείαν των, αλλ' η ψυχή μου δεν θα αποκτήση την εκπλήρωσιν της επιθυμίας της.
— Ενδοξότατε Καλίφη, εξηκολούθησεν ο Βεζύρης με πονηρόν μειδίαμα, έφεραν εις τον γυναικωνίτην μου μίαν δούλην εξ Αιγύπτου εξαισίας καλλονής· επιθυμείς να την ίδης;
— Οίμοι! απήντησε θρηνωδώς ο Καλίφης, είς ποιητής λέγει ότι ο πεινών τρώγει και βαλάνους, αλλά διά τον κεκορεσμένον και το παρασκευαζόμενον εις τον παράδεισον των πιστών πιλάφι προκαλεί αηδίαν!
Ο Βεζύρης εξήλθεν αθυμών διά την κατάστασιν του πνεύματος του ηγεμόνος. Εσκέφθη να επινοήση μέσον τι διά να του καταπραΰνη την θλίψιν και αποδιώξη την μελαγχολίαν του και μετά δύο ημέρας ενεφανίσθη πάλιν ενώπιόν του.
Αλλά κατά το διάστημα τούτο η μελαγχολία του ηγεμόνος είχεν επιταθή, τα νεύρα του είχον εξεγερθή. Ήτο ανήσυχος, ηρεθισμένος, και τον υπεδέχθη κατηφής και βλοσυρός.
— Έχεις τίποτε να μου προτείνης; τον ηρώτησεν.
— Αρχηγέ των πιστών, εσκέφθην μίαν λαμπράν διασκέδασιν.
— Δηλαδή;
— Να διατάξωμεν τον ανασκολοπισμόν των διακοσίων αιχμαλώτων, τους οποίους συνελάβομεν κατά τον τελευταίον πόλεμον.
— Καλά, είπεν ο μονάρχης, αλλ' υπό τον όρον να υποστής και συ διακοσιοστός πρώτος τον ανασκολοπισμόν, εάν δεν μου παρέλθη η μελαγχολία.
Ο Βεζύρης εφρικίασε.
— Τότε, είπε δειλώς να προσκαλέσωμεν όλους τους ποιητάς τους ευρισκομένους εις το απέραντον κράτος σου και να ιδρύσωμεν ποιητικόν διαγωνισμόν.
— Τους ποιητάς! ανέκραξεν εξαγριούμενος ο Καλίφης, αλλ' αυτοί μ' έφεραν εις αυτήν την κατάστασιν με τα ρητά των!
Και οι οφθαλμοί του εσπινθηροβόλησαν εξ οργής.
— Δεν εσκέφθης άλλο τίποτε να μου προτείνης; εξηκολούθησεν οργίλως ερωτών ο Καλίφης.
— Όχι, ισχυρότατε Καλίφη, απήντησε τρέμων ο Βεζύρης.
Ο ηγεμών ήρπασε παρακείμενον σκεύος και το έρριψε κατά της κεφαλής του. Έπειτα αταράχως χωρίς να στρέψη το βλέμμα, ηρώτησε:
— Ποίον από τα δύο έσπασε;
— Το σκεύος, ενδοξότατε, απήντησεν ο Βεζύρης, συνάζων τα συντρίμματα αυτού.
Την εποχήν εκείνην οι υπουργοί είχον δυνατόν κεφάλι.
— Πάρε το να το διορθώσης, είπεν ο Καλίφης, και να μη παρουσιασθής πλέον ενώπιόν μου, αν δεν μου υποδείξης κανέν ασφαλές μέσον περί της θεραπείας μου.
Ο Βεζύρης εξήλθεν αλγών την κεφαλήν. Κατ' αρχάς υπό το κράτος της οργής και του πόνου ασκέφθη μνησικακών να αφήση τον ηγεμόνα του έρμαιον της θλίψεως και της απογνώσεώς του, διά ν' αποθάνη θάττον ή βράδιον εκ μαρασμού. Αλλά κατόπιν εσυλλογίσθη ότι ο διάδοχος, εις τον οποίον θα περιήρχετο το στέμμα, ήτο θανάσιμος προσωπικός του εχθρός, και επείσθη ότι προτιμότερον ήτο να φέρη επί του τραχήλου του την κεφαλήν έστω και διερρηγμένην, παρά να μη φέρη διόλου.
Συνεκάλεσε λοιπόν συμβούλιον εκ των εξοχωτέρων σοφών, εκ των μάλλον διακεκριμένων πολιτών, εκ πάντων των επί πείρα και συνέσει διαπρεπόντων και καθυπέβαλεν εις αυτούς τα περί της ψυχικής καταστάσεως του Καλίφου, προσκαλών να συσκεφθούν και να εξεύρουν μέσον θεραπείας. Διάφοροι γνώμαι εξηνέχθησαν, αλλ' εν τη συζητήσει πάσαι εθεωρήθησαν φρούδαι και αλυσιτελείς. Η συνέλευσις ηπόρει, ότε αίφνης ανηγγέλθη εις αυτήν ότι Δερβίσης χαίρων φήμην αγίου και σοφωτάτου ανδρός, ελθών κατ' εκείνην την ημέραν εκ Κανδαχάρ, μακράν και πολυήμερον διανύσας πορείαν, και μαθών την γενομένην σύσκεψιν, εζήτησε την άδειαν να προσέλθη όπως υποβάλη και αυτός την γνώμην του.
Η αίτησις εγένετο παραχρήμα δεκτή και ο ανυπόδητος Δερβίσης προσελθών είπε προς την ομήγυριν:
— Φωστήρες του Βαγδατίου, ταμεία πάσης σοφίας, αστέρες του στερεώματος της φρονήσεως, ακούσατε και την ταπεινήν μου γνώμην. Διά να γίνη ευτυχής ο πανένδοξος ημών ηγεμών, όπως επιθυμεί, έν μόνον μέσον υπάρχει, να φορέση το υποκάμισον ενός ευτυχούς ανθρώπου και να κοιμηθή μίαν νύκτα φέρων αυτό.
Και ταύτα ειπών απήλθεν. Η παράδοξος πρότασις ενεποίησεν εντύπωσιν εις την ομήγυριν, αλλ' η φήμη της αγιότητος και της σοφίας του Δερβίση ήτο μεγάλη· άλλως τε καμμία άλλη γνώμη δεν επεκράτει και η ομήγυρις την παρεδέχθη εξ ανάγκης.
Ο Βεζύρης περιχαρής ανεκοίνωσε το αποτέλεσμα εις τον Καλίφην, όστις διέταξεν αυτόν αμέσως να εξετάση τίνες ήσαν οι ευδαιμονέστατοι κατά την κοινήν πεποίθησιν των κατοίκων του Βαγδατίου και να προσκαλέση αυτούς.
Αμ' έπος άμ' έργον· διά κήρυκος ανηγγέλθη εις τον λαόν της πρωτευούσης η θέλησις του ηγεμόνος, να προσέλθουν όσοι νομίζουν εαυτούς ευτυχείς· αλλά κανείς δεν παρουσιάσθη αυθόρμητος. Εδέησε να γίνουν έρευναι, νέαι εξετάσεις, και υπεδείχθησαν εις τον Βεζύρην τρεις άνθρωποι, οίτινες παρά πάντων εθεωρούντο ευδαιμονέστατοι.
Ο πρώτος ήτο ο πλουσιώτατος των εμπόρων της πόλεως.
Ουδέποτε είχεν αποτύχει εις τας επιχειρήσεις του· συνοδίαι καμήλων μετέφερον εις τα πέρατα της Ασίας τα πλούσια εμπορεύματά του και επέστρεφον με φορτίον χρυσίου. Έζη μεγαλοπρεπέστατα δαψιλώς διατρέφων εις τον οίκον του οικείους και ξένους και ποιούμενος εν γένει αρίστην και φιλάνθρωπον χρήσιν του πλούτου.
Ο Βεζύρης τον προσεκάλεσε και του ανήγγειλε την επιθυμίαν του Καλίφου.
— Ω κραταιέ Βεζύρη, απήντησεν ο έμπορος, μη κρίνης ποτέ εκ του
εξωτερικού τον ευτυχή άνθρωπον. Ιδέ! . . .
Και γυμνώσας τον πόδα του έδειξε πληγήν αιμάσσουσαν, έλκος βδελυρόν,
αποτρόπαιον την θέαν.
— Θα έδιδα όλον μου τον πλούτον και ακόμη όσον θα εσύναζα μέχρι τέλους της ζωής μου, εξηκολούθησε στενάζων ο έμπορος, αν ηδυνάμην να θεραπεύσω την πληγήν ταύτην, η οποία είνε ανίατος.
Ο Βεζύρης τον απέπεμψε και προσεκάλεσε τον δεύτερον.
Ήτο ούτος σοφός τις πρεσβύτης, ζων εν ερημία και μονώσει και καταγινόμενος ανενδότως εις την μελέτην των αποκρύφων επιστημών εν τω μέσω χοανών, φιαλών, πυραύνων [71] , χειρογράφων και των τοιούτων.
— Θα ήμην τωόντι ευτυχής, απήντησεν ο πρεσβύτης, αν κατώρθουν ν' ανεύρω εκείνο, το οποίον ζητώ.
— Και τι ζητείς; ηρώτησεν ο Βεζύρης.
— Την φιλοσοφικήν λίθον. Έτη πολλά εργάζομαι αδιαλείπτως προς τούτο· παρήτησα πάσαν χαράν και απόλαυσιν του βίου, απεχωρίσθην των ομοίων μου, κατέκαυσα μυριάκις τας χείρας μου, εδαπάνησα όλην μου την περιουσίαν εις πειράματα και δεν ήλθα εις εξαγόμενον κανέν. Ενώ νομίζω, καθ' εκάστην ότι φθάνω εις το επιθυμητόν τέρμα, η επιτυχία εκφεύγει των χειρών μου. Βλέπεις αυτό; είπε δεικνύων φιαλίδιον το οποίον εξήγαγεν εκ του κόλπου του, είνε δραστικώτατον δηλητήριον, το οποίον ιδίαις χερσί κατεσκεύασα. Ολίγαι δοκιμαί μου απομένουν ακόμη· αν και εις αυτάς αποτύχω, αυτό θα μου δώση την ανάπαυσιν.
Ο Βεζύρης απέπεμψε και τον αλχημιστήν και προσεκάλεσε τον τρίτον σιδηρουργόν πλήρη ασβόλης, όστις είχε προσδράμει εις την πρόσκλησιν απορών διά την τιμήν και ελπίζων μήπως, ήθελον να τον επιφορτίσουν με επικερδή εργασίαν, διό και παρουσιάσθη με όψιν φαιδράν.
— Έμαθον, του είπεν ο Βεζύρης, ότι είσαι ευτυχισμένος άνθρωπος. Εις
διάστημα έξ ετών, αφότου ενυμφεύθης, απέκτησες δώδεκα τέκνα άρρενα, διότι η
γυνή σου έτικτε κατ' έτος δίδυμα. Είνε χάρις την οποίαν σπανίως χορηγεί ο
ουρανός. Τι λέγεις; . . .
Ο σιδηρουργός εσκυθρώπασε και με γέλωτα πικρόν απήντησεν:
— Ευτυχισμένος εγώ! Ω Υψηλότατε, δεν γνωρίζεις τα βάσανά μου· είνε αληθές ότι ενόμιζον τον εαυτόν μου ευδαίμονα και εθεώρουν εξαιρετικήν χάριν την κατ' έτος αύξησιν της οικογενείας μου κατά δύο μέλη. Ήμην υπερήφανος διά την γονιμότητα της συζύγου μου· ειργαζόμην με διπλασίαν ζέσιν και τα κέρδη μου επήρκουν αφθόνως προς διατροφήν των τέκνων μου, και όταν ακόμη ταύτα έγιναν από δύο τέσσαρα και από τέσσαρα έξ. Αλλ' όταν τα έξ έγιναν οκτώ και τα οκτώ δέκα, τότε η στενοχώρια ήρχισε να με βασανίζη, εγένετο δε ανυπόφορος ότε διά του τελευταίου τοκετού συνεπληρώθη η δωδεκάς. Τα καθ' ημέραν κέρδη μου δεν επαρκούν πλέον προς διατροφήν των δώδεκα γόνων μου. Όταν την εσπέραν επανέρχωμαι κατάκοπος, με τους βραχίονας κεκμηκότας εκ της σφύρας, με την όψιν πυρακτωμένην εκ της καμίνου, η καρδία μου συντρίβεται, διότι ο άρτος τον οποίον φέρω δεν θεραπεύει την όρεξιν των τέκνων μου. Υψηλότατε, άκουσόν με! Αν η σύζυγός μου εξακολουθήση την μέθοδον να με προικίζη κατ' έτος με νέον ζεύγος τέκνων, αι δυνάμεις μου δεν θ' ανθέξουν πλέον και οι ιχθύες του Τίγρητος θα κορέσουν την πείναν των με τας σάρκας μου.
Αγανακτών ο Βεζύρης διά την αποτυχίαν απέπεμψε και τον σιδηρουργόν, αφού οικτίρας εφιλοδώρησεν αυτόν. Ήτο δυνατόν εις την πολυάνθρωπον πόλιν του Βαγδατίου να μη ευρίσκεται είς και μόνος άνθρωπος ευτυχής; Και όμως εγνώριζεν εκ πείρας ότι τούτο ήτο η αλήθεια! Το κράτος όμως του Καλίφου δεν εξετείνετο μόνον επί του Βαγδατίου· υπήρχον ακόμη χώραι πολλαί, πόλεις μεγάλαι και πλούσιαι υποτασσόμεναι υπό το σκήπτρον του αρχηγού των πιστών. Απεφάσισε λοιπόν να πέμψη απεσταλμένους να περιέλθουν πάσας τας χώρας και πόλεις του κράτους και όπου αν εύρουν ένα άνθρωπον ευτυχή να λάβουν το υποκάμισόν του και να το φέρουν έν τάχει εις την πρωτεύουσαν.
Οι απεσταλμένοι εφοδιασθέντες με συστατικά γράμματα προς τους διοικητάς εξεκίνησαν εκ της πρωτευούσης και μετά τινας ημέρας έφθασαν εις Δαμασκόν, όπου ανεκοίνωσαν εις τον διοικητήν τον σκοπόν της ελεύσεώς των.
— Ένα μόνον άνθρωπον γνωρίζω ευτυχή, απήντησεν ο διοικητής, και ούτος είνε ο Αμπτούλ. Ο πατήρ του τού αφήκε μικράν οικίαν ως μόνην κληρονομίαν, και αυτός ηναγκάζετο να εργάζεται ως αχθοφόρος διά να κερδίζη τα προς το ζην. Μίαν ημέραν επισκευάζων την οικίαν του εύρε θησαυρόν. Έκτοτε εγκατέλιπε το βάναυσον έργον του και θεωρείται είς των πλουσιωτάτων κατοίκων της πόλεώς μας.
Οι απεσταλμένοι επορεύθησαν προς επίσκεψιν του Αμπτούλ, όστις τους εδέχθη εντός θαλάμου τόσον πενιχρού, φέρων ενδύματα τόσον τετριμμένα και μέχρι ρυπαρίας ακάθαρτα, ώστε κατ' αρχάς ενόμισαν ότι ηπατήθησαν και ότι ο ενώπιόν των ευρισκόμενος δεν ήτο ο ευτυχής ευρέτης του θησαυρού. Αλλ' ούτος τους εξήγαγε της πλάνης μετ' ολίγον.
— Βέβαια εκπλήττεσθε, είπε, διά το πενιχρόν της κατοικίας και των ενδυμάτων μου, και αμφιβάλλετε αν πράγματι είμαι εγώ ο Αμπτούλ, περί του οποίου σας ωμίλησαν, ο κάτοχος του θησαυρού, τον οποίον μου έπεμψεν ο ουρανός. Κατηραμένη να είνε η ώρα, κατά την οποίαν ανεκάλυπτα τον θησαυρόν εκείνον, όστις υπήρξεν η αιτία της δυστυχίας μου. Αληθώς ευτυχής ήμην πριν εύρω αυτόν! Πού είσθε τώρα, ευδαίμονες και φαιδραί ημέραι, κατά τας οποίας κερδίζων τον άρτον διά του ιδρώτος μου έζων αμέριμνος και εκοιμώμην γαλήνιος; Τώρα φοβούμαι και την σκιάν μου. Ο ύπνος δεν κατέρχεται να κλείση τα βλέφαρά μου, διότι φοβούμαι μη με ληστεύσουν. Η οκνηρία κατέλαβε την ψυχήν μου, και εκ φόβου μη αναγκασθώ πάλιν να αναλάβω το κοπιώδες έργον μου, αν ο θησαυρός μου εξαντληθή, δεν τολμώ να τον εγγίσω και προτιμώ να υποφέρω στενοχωρίας φρικτάς μάλλον παρά ν' αρχίσω να εξοδεύω γενναίως. Είμαι δυστυχής άνθρωπος· οικτίρατέ με!
Οι απεσταλμένοι αφήσαντες τον φιλάργυρον γοερώς έτι παραπονούμενον ανεχώρησαν και μετέβησαν εις άλλην πόλιν, της οποίας ο διοικητής, εις άκρον φιλήδονος, ανέκραξε μαθών το αίτιον της περιοδείας των:
— Και τίνος εις τον κόσμον η ευτυχία δύναται να συγκριθή με την ευτυχίαν του Ομάρ, όστις προ τριών ημερών ενυμφεύθη τον μαργαρίτην της Ασίας, το ρόδον το εύοσμον της χάριτος, την βασίλισσαν της καλλονής, την ωραία Φατμέ;
Αλλ' ο ευτυχής νυμφίος Ομάρ δεν ήτο σύμφωνος ως προς την διθυραμβικήν ταύτην εκτίμησιν της χαριτοβρύτου συζύγου του. Ηναγκάσθη να ομολογήση προς τους απεσταλμένους ότι ο μαργαρίτης, το ρόδον, η βασιλίς ήτο δύστροπος γυνή και αλαζών και, όπερ χείρον, μη διατηρήσασα ακηλίδωτον το παρελθόν της. Η τελευταία ιδιότης της συζύγου του περιήλθεν εις γνώσιν του μετά τον γάμον, αλλά δεν ηδύνατο να διαλύση το συνοικέσιον, διότι σπαταλήσας αυτός την ιδικήν του περιουσίαν εδέησε να πληρώση εκ της προικός τους αγρίους δανειστάς του. Ο Ομάρ ήτο μία μονάς απλουστάτη εν τω απεράντω μαρτυρολογίω των συζύγων και ουδέν πλέον.
Εν άλλη τινί πόλει των θνητών ευτυχέστατος εθεωρείτο ο Γεζίδ. Φαιδρότερος ανήρ αυτού δεν υπήρχεν εις την οικουμένην· αλλεπάλληλα ήσαν τα συμπόσια εν τη οικία του· χοροί και άσματα ακαταπαύστως αντήχουν εντός αυτής, μίμοι παράσιτοι, ορχηστρίδες έζων αυτόθι διαρκώς, και ο ευδαίμων οικοδεσπότης ουδέποτε εθεάθη θρηνών ή μελαγχολών, εξοδεύων αφειδώς τα πλούτη, το οποία κατέλιπεν εις αυτόν άτεκνός τις θείος του.
Τω όντι, ότε επλησίασαν εις την κατοικίαν του Γεζίδ, άκουσαν βοήν οργάνων και ηχηρών γελώτων. Τράπεζα με πολυποίκιλα εδέσματα ήτο εστρωμένη εις το μέσον της στοάς· πολυπληθείς οικέται περιήρχοντο κομίζοντες επί παροψίδων γλυκύσματα εκλεκτά και αναψυκτικά ποτά. Ο ευδαίμων Γεζίδ εν τω μέσω ευθύμου ομίλου φίλων υπεδέχθη τους απεσταλμένους πάνυ αβροφρόνως και εγκαρδίως, τους ηνάγκασε να καθίσουν εις την τράπεζάν του και να ευθυμήσουν επί πολλάς ώρας. Τόση δε ήτο του οικοδεσπότου η άδολος γαλήνη και η φαιδρότης, ώστε οι απεσταλμένοι μετά χαράς επίστευσαν ότι έφθασαν εις το τέρμα της οδοιπορίας των, και ότι εύρον τον ανεύρετον φοίνικα, ένα άνθρωπον δηλαδή αληθώς ευτυχή. Αλλ' οποία υπήρξεν η έκπληξίς των, ότε μετά το γεύμα ο οικοδεσπότης προσεκάλεσεν αυτούς εις ιδιαίτερον θάλαμον και εκεί τους εξεμυστηρεύθη την αλήθειαν, διά να μη φανή, ως έλεγεν, απειθών εις την πρόσκλησιν του κραταιοτάτου Καλίφου! Ο θείος του πλούσιος, αλλά κακότροπος και μισάνθρωπος, διανύσας βίον άστοργον και έρημον, έσχε κατά την στιγμήν του θανάτου του την σκληράν ιδιοτροπίαν να καταλίπη μεν εις αυτόν την περιουσίαν του, αλλ' υπό τον ρητόν όρον να είνε πάντοτε φαιδρός και να ευθυμή αδιακόπως. Αν μίαν ημέραν ήθελε φανή δακρύων, δύσθυμος απλώς έστω, η περιουσία θα περιήρχετο εις άλλους συγγενείς. Ένεκα τούτου διαρκής κατασκοπεία ενηργείτο υπό των συγγενών, οι οποίοι είχον αδιαλείπτως τα όμματα προσηλωμένα επί της μορφής του, καραδοκούντες να ίδουν το μειδίαμα εξαλειφόμενον εκ των χειλέων του και τους οφθαλμούς του υγραινομένους εκ της λύπης.
— Είνε αγών υπεράνθρωπος, εξηκολούθησε λέγων ο Γεζίδ. Πολλάκις, ενώ αιμάσσουν τα σπλάγχνα μου, είμαι ηναγκασμένος να φέρω εις την μορφήν μου το προσωπείον της χαράς· ενώ με τυραννούν απερίγραπτοι ψυχικοί αλγηδόνες, το στόμα μου είνε ηναγκασμένον να φέρη τον μορφασμόν του μειδιάματος. Η λύπη, την οποίαν μου είνε απηγορευμένον να εκδηλώσω, κρύπτεται εις τα βάθη της καρδίας και υποσκάπτει τον βίον μου· η παρηγορία των δακρύων μου είνε αποκλεισμένη. Οικτίρατέ με, αυθένται! είμαι το αθλιώτατον των επί γης πλασμάτων!
Πλήρεις απογοητεύσεως απήλθον οι απεσταλμένοι, πεισθέντες πλέον περί της ολοσχερούς αποτυχίας της αποστολής των. Ουχ ήττον περιήλθον πολλάς έτι πόλεις και κώμας ματαίως αναζητούντες τον ανύπαρκτον ευτυχή άνθρωπον. Οι υποδεικνυόμενοι ως ευτυχείς ήσαν απεναντίας δυστυχέστατοι. Θλίψις τις απόκρυφος, οδύνη βαθεία, απάτη πικρά, πόθος ανεκπλήρωτος, μη προκύπτοντα εις τα όμματα του πλήθους, υπεκρύπτοντο υπό πάσαν επιφάνειαν ευτυχίας. Ο ένδοξος και τροπαιούχος πολεμιστής είχεν υιόν λεπρόν. Ο πολυμαθής φιλόσοφος ωδύρετο διότι το έργον των πολυετών του κόπων, η ακριβής απαρίθμησις των αστέρων του ουρανού, κατεστράφη υπό των ποντικών. Ο πλούσιος κτηματίας και γεωπόνος είχε σύζυγον στείραν, ο δε έξοχος ιατρός έπασχεν εκ τοιαύτης κωφώσεως, ώστε πολλούς πελάτας του έπεμψεν εις την αιωνιότητα, διότι, άλλ' αντ' άλλων ακούσας, διώρισεν αντίθετα φάρμακα.
Ουδείς ήτο ευχαριστημένος κατά πάντα· ουδείς ήτο ευτυχής. Οι απεσταλμένοι επέστρεφον αθυμούντες και κατά την επιστροφήν διενυκτέρευσαν είς τινα κώμην, εκ της οποίας δεν είχον πρότερον διέλθει. Ο φιλοξενήσας αυτούς προεστώς του χωρίου κατά το γεύμα τοις είπεν:
— Αυθένται, έχομεν ημείς εδώ ένα άνθρωπον, όστις όχι μόνον φαίνεται αλλ' είνε και πράγματι ευτυχής.
— Ποίος είν' αυτός; ανέκραξαν περιχαρείς οι απεσταλμένοι.
— Είς επαίτης! . . .
Οι απεσταλμένοι εσκυθρώπασαν. Αφού οι ισχυρότατοι, οι πλουσιώτατοι, οι σοφώτατοι, οι φαιδρότατοι των υπηκόων του Καλίφου δεν ήσαν ευτυχείς, ήτο δυνατόν να είνε τοιούτος είς άθλιος επαίτης, αποζών εκ του ελέους των άλλων; . .
Ουχ ήττον επορεύθησαν την άλλην ημέραν και εύρον τον επαίτην καθήμενον παρά την οδόν χαμαί, ερείδοντα [72] τα νώτα επί παλαιού τοίχου. Ήτο ρακένδυτος, εκράτει εις χείρας βακτηρίαν και παρά τους πόδας του εκείτο εξηπλωμένος ο κύων του. Μόλις τους είδεν ο επαίτης έτεινε την χείρα ζητών έλεος και προφέρων τας συνήθεις ευχάς και επικλήσεις. Το πρόσωπόν του δεν έφερεν ίχνη αλγηδόνος τινός· ήτο γέρων, αλλ' είχεν όψιν θαλεράν, μη φέρουσαν τον τύπον εκείνον, τον οποίον καταλείπουν συνήθως αι στερήσεις και αι συμφοραί. Ενθαρρυνθέντες εκ του εξωτερικού τούτου οι απεσταλμένοι επλησίασαν και συνήψαν μετ' αυτού ομιλίαν.
— Είσαι ευχαριστημένος από την ζωήν σου; τον ηρώτησαν.
— Ναι, αυθένται, ευχαριστημένος κατά πάντα.
— Και με τι μέσα ζης;
— Με τα ελέη των πιστών.
— Και σε αρκούν;
— Με αρκούν.
— Αλλ' αν καμμίαν ημέραν δεν κερδίσης τίποτε;
— Επιφυλάσσομαι να γευθώ με διπλασίαν όρεξιν την επαύριον.
— Έχεις κανένα σύντροφον;
— Έχω αυτόν τον σκύλον, όστις είνε ο πιστότατος των συντρόφων.
— Και δεν έχεις κανένα πόθον, καμμίαν ελπίδα, της οποίας να επιθυμής την πραγματοποίησιν;
— Τίποτε.
— Είσαι λοιπόν ευτυχής άνθρωπος;
— Ευτυχέστατος.
Οι απεσταλμένοι ηυχαρίστησαν μεγαλοφώνως τον Προφήτην και εζήτησαν παρά του επαίτου το υποκάμισόν του. Ούτος ησχύνθη, αλλά πεισθείς εκ της παραινέσεως του προεστώτος μάλλον ή εκ του χρυσίου, το οποίον προσέφερον εις αυτόν οι απεσταλμένοι, εξεδύθη και το έδωκεν. Οι απεσταλμένοι έθηκαν το ρυπαρόν ιμάτιον εντός πολυτελούς χρυσής θήκης και αυθωρεί ανεχώρησαν εις Βαγδάτην. Ο Βεζύρης, όστις ανυπομόνος τους ανέμενεν, εδέχθη αυτούς μετ' αγαλλιάσεως και εκόμισεν αυτοπροσώπως εις τον μονάρχην του το πολύτιμον εύρημα. Ο ηγεμών, όστις εν τω μεταξύ είχε καταντήσει ως φάσμα εκ της ανησυχίας, ηυχαρίστησεν αυτόν διά τον ζήλον του και την εσπέραν ενεδύθη μετά τινος αποστροφής το υποκάμισον του επαίτου και κατεκλίθη.
Τι συνέβη άραγε; Η προσδοκία και η συγκίνησις ημπόδισαν τον Καλίφην να κοιμηθή ή μήπως αι πτυχαί του χιτώνος του επαίτου έκρυπτον κόσμον δυσώνυμον ζωυφίων, άτινα εύρον την ανέλπιστον ηδονήν να εντρυφήσουν εις τας αβράς σάρκας του μαλθακού ηγεμόνος; Οι χρονογράφοι δεν αναφέρουν τίποτε περί τούτου, αν και η δευτέρα εικασία φαίνεται πιθανωτέρα. Το βέβαιον είνε ότι ο Καλίφης έμεινεν άγρυπνος όλην εκείνην την νύκτα, και ότε την πρωίαν ο Βεζύρης, από του όρθρου αναμένων την έγερσίν του, τον ηρώτησεν ανυπομόνως τι ήτο η ευτυχία, ο Καλίφης κάτωχρος, με οφθαλμούς ερυθρούς και οιδαλέους [73] απήντησε δυσθύμως:
— Η ευτυχία είνε φαγούρα.
Και εκβαλών ευθύς τον χιτώνα μετέβη εις το λουτρόν.
Έκτοτε απεφάσισε να εγκαρτερήση εν τη ατυχία του και να μη επιδιώξη πλέον να κατακτήση την ευτυχίαν. Ο ατυχής ούτος ηγεμών έζησεν απολαύων όλων των επί γης αγαθών μέχρι του ενενηκοστού ογδόου έτους της ηλικίας του. Ο επίδοξος διάδοχος, εις μάτην αναμένων τον θρόνον, απεβίωσε προ αυτού, και ο βεζύρης απεβίωσεν έν έτος μετά τον θάνατον του διαδόχου, χαίρων διότι έφερε την κεφαλήν και το σώμα συνηνωμένα εις τον τάφον του.
* *
*
Και το επιμύθιον;
Επιμύθιον δεν υπάρχει· αλλ' επειδή, κατά την συνήθειαν, πρέπει να θέσω έν, εκλέγω ως τοιούτο την γενικήν σημερινήν ευχήν:
Εύχομαι υγείαν και ευτυχίαν προς τους αναγνώστας, αλλά, εννοείται, υγείαν άνευ οδονταλγίας και ευτυχίαν άνευ φαγούρας.
Κύριοι·
Αναλαμβάνω θαρραλέως και αυτοβούλως ενώπιον του υμετέρου δικαστηρίου την υπεράσπισιν ανδρός κατηγορηθέντος προ εικοσιτριών αιώνων. Το χρονικόν τούτο διάστημα ας μη σας πτοήση· πρόκειται περί δίκης ελληνικής, δισχίλια δε και τριακόσια έτη είνε διάστημα μηδαμινόν απέναντι της αιωνιότητος και των ελληνικών δικαστηρίων.
Του πελάτου μου δυστυχώς δεν γνωρίζω το όνομα. Αλλά και τούτο δεν είνε εκπληκτικόν. Η ιστορία υπήρξεν ανέκαθεν άδικος και, ενώ περιέλαβεν εις το απέραντον αυτής πάνθεον ονόματα ασήμων και διά την ανθρωπότητα όλως αδιαφόρων υποκειμένων, παρέλειψε μεροληπτικώς ή επιπολαίως άλλα, ανθρώπων οι οποίοι έπρεπε να μένωσιν ονομαστί γνωστοί εις αιώνα τον άπαντα. Όλοι, επί παραδείγματι, γνωρίζουν τον δόκτωρα Γκιλλοτίνον ως εφευρέτην της λαιμητόμου, ενώ πραγματικώς ο φιλάνθρωπος ιατρός δεν ευθύνεται διόλου διά την εφεύρεσιν της ανθρωποκτόνου μηχανής, ουδείς δε εξ όσων ηρώτησα ηδυνήθη να μου είπη το όνομα του εφευρόντος τα μακαρόνια. Η ιστορία ηυδόκησε να διασώση το όνομα του παράφρονος Θρασύλλου, ο οποίος κατερχόμενος εις Πειραιά εμέτρει ως ιδικά του τα καταπλέοντα πλοία, απηξίωσε δε ν' αναφέρη πώς εκαλείτο ο αγαθός εκείνος και συνετός χωρικός, ο μετά των άλλων εξοστρακίσας τον Αριστείδην.
Ούτος είνε, κύριοι, ο πελάτης μου. Η ιστορία προ τόσων ετών τώρα τον κρατεί εις τον κύφωνα [74] της χλεύης και του ονείδους, δεν υπάρχει δε μαθητάριον παρερχόμενον περιδεές προ των ακανθωδών δι' αυτό περιόδων των «Παραλλήλων Βίων» και μη ρίπτον εναντίον του, τη ηθική εισηγήσει του διδασκάλου, την αράν του αναθέματος. Και ουδείς υπάρχει μέχρι τούδε ο σκεφθείς ότι ο άνθρωπος αυτός ο απεχθής και κατάρατος ίσως είνε άξιος κρείττονος εκτιμήσεως.
Το κατηγορητήριον αποτελείται από το γνωστόν ανέκδοτον το αναφερόμενον υπό του Πλουτάρχου εν τω βίω του Αριστείδου: «Γραφομένων ουν τότε των οστράκων, λέγεταί τινα των αγραμμάτων και παντελώς αγροίκων, αναδόντα τω Αριστείδη το όστρακον, ως ενί των τυχόντων, παρακαλείν όπως Αριστείδην εγγράψη· του δε θαυμάσαντος και πυθομένου μη τι κακόν αυτώ Αριστείδης πεποίηκεν ουδέν, είπεν ουδέ γινώσκω τον άνθρωπον, αλλ' ενοχλούμαι πανταχού τον Δίκαιον ακούων. Ταύτ' ακούσαντα τον Αριστείδην αποκρίνασθαι μεν ουδέν, εγγράψαι δε τούνομα τω οστράκω και αποδούναι». [75]
Αύτη είνε η πράξις του ανωνύμου κατηγορουμένου, ευαρεστήθητε δε, κύριοι, όπως αναλύσωμεν και εξετάσωμεν αυτήν ομού εν πνεύματι απαθείας και αμεροληψίας. Αλλ' όπως εκτιμήσωμεν αυτήν καλώς και της αποδώσωμεν τον πρέποντα χαρακτηρισμόν, οφείλομεν να εξετάσωμεν πρότερον την διαγωγήν του παθόντος. Δεν προτίθεμαι να εκθέσω ενταύθα τον πασίγνωστον βίον του Αριστείδου, επικαλούμαι όμως την υμετέραν προσοχήν επί τινων περιστατικών. Δύο μερίδες διηγωνίζοντο τότε εν Αθήναις, διαφιλονεικούσαι την αρχήν, ηγούντο δε αυτών ο Θεμιστοκλής και ο Αριστείδης. Οι δύο ούτοι άνδρες ήσαν εκ παιδικής ηλικίας φίλοι, αλλ' έπειτα ερίσαντες και χωρισθέντες ετράπησαν ιδίαν έκαστος οδόν. Η αφορμή της έριδος ταύτης δεν είνε γνωστή εις πολλούς, διότι πολλοί μανθάνουν τα κατά τον Αριστείδην από το κείμενον του Πλουτάρχου το περιεχόμενον εις τας Χρηστομαθείας, αι οποίαι συντασσόμεναι ad usun Delphini, πολλά παραλείπουν τα σκολιά [76] και εις την ηθικήν μόρφωσιν των μαθητών αντικείμενα. Όστις όμως θέλει να ίδη αυτήν εν εκτάσει, ας ανατρέξη εις το β' εδάφιον του βίου του Αριστείδου και εις το γ' του βίου του Θεμιστοκλέους εν οιαδήποτε αρτία εκδόσει των Παραλλήλων, ένθα αναφέρεται η μαρτυρία του Χίου ή Κείου Αρίστωνος και το μέρος το οποίον διεδραμάτισε κατά την έριδα το μειράκιον [77] Στησίλεως, «ός ην γένει Κείος, ιδέα τε και μορφή σώματος πολύ των εν ώρα λαμπρότατος». Βλέπετε λοιπόν, κύριοι, ότι ο υιός του Λυσιμάχου, ο θεωρούμενος ως υπογραμμός της ηθικής και της αρετής, ήτο επιρρεπής εις μερικάς έξεις, αι οποίαι, όσον και αν δικαιολογούνται από τα ήθη της εποχής, πάντοτε καταλείπουν στίγμα δυσεξίτηλον, εις πάντα μεν εν γένει, αλλά περισσότερον εις τον αξιούντα να προΐσταται και να ηγήται των άλλων. Αλλ' έστω, αφήνομεν και τούτο κατά μέρος, επειδή πιθανόν να εγερθή ο ισχυρισμός ότι η ιστορική μαρτυρία του Αρίστωνος δεν έχει μέγα κύρος· ας ίδωμεν τα περαιτέρω.
Ο Θεμιστοκλής, μάλλον ευφυής, μάλλον πανούργος, μάλλον επιτήδειος, Έλλην νεώτερος σχεδόν κατά τον χαρακτήρα, επεδίωξε την προαγωγήν διά του συνεταιρισμού, διά της δημοκοπίας και της συναλλαγής. Η απάντησίς του προς τον παρατηρήσαντα εις αυτόν ότι καλώς θ' άρχη των Αθηναίων, αν φέρηται προς πάντας ίσος: «Μηδέποτ' εις τούτον εγώ καθίσαιμι τον θρόνον, εν ώ πλέον ουδέν έξουσιν οι φίλοι παρ' εμοί των αλλοτρίων», είνε ο κανών τον οποίον ηκολούθησαν οι πολιτικοί πάσης εποχής εν Ελλάδι. Ο Αριστείδης φυσικώ τω λόγω ετράπη εις την αντίθετον οδόν και ηθέλησε να επιβληθή διά της αρετής. Προσεκολλήθη εις την αριστοκρατικήν μερίδα, τόσον επιδεικτικώς και τόσον άμα επιτηδείως, ώστε δεν εβράδυνε να επισύρη την προσοχήν και την υπόληψιν του επιπολαίως πάντοτε κρίνοντος πλήθους. Δόσις τις φαρισαϊσμού εντέχνου υπελάνθανεν εις πάντα αυτού τα διαβήματα, ολίγον δε κατ' ολίγον επεβλήθη εις την κοινήν συνείδησιν και ίσχυσε να συγκεντρώση εις εαυτόν πάσαν την εξουσίαν, παρασκευάσας εις εαυτόν, κατά την επιτυχή έκφρασιν του Θεμιστοκλέους, μοναρχίαν αδορυφόρητον. Το επίθετον δίκαιος περιεβλήθη ως ιμάτιον αναφαίρετον, ως επωνυμίαν αναπόσπαστον του ατόμου του, ότε δε εις το θέατρον απηγγέλλοντο στίχοι του Αισχύλου περί της δικαιοσύνης του Αμφιαράου, ο δήμος χειροκροτών έστρεφε τα βλέμματα προς τον Αριστείδην. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην εξήσκει κατά τρόπον περίεργον, οι λόγοι του δε και αι πράξεις του διετέλουν πολλάκις εις κατάφορον και σκανδαλώδη αντίθεσιν με τους στοιχειώδεις κανόνας του ορθού και του δικαίου. Εν πρώτοις η πεφημισμένη αυτού ένδεια δεν είνε εξηκριβωμένη· μεθ' όσα δε και αν λέγει ο ένθερμος αυτού συνήγορος και θαυμαστής, ο αγαθός Πλούταρχος, φαίνεται ότι υπάρχουν παρά τοις συγχρόνοις ιστορικοίς σοβαραί περί τούτου αντιρρήσεις. Έπειτα κατηγορήθη και κατεδικάσθη επί κλοπή, καθά μαρτυρεί ο Ιδομενεύς, ο υπό του Πλουτάρχου αναφερόμενος ιστορικός. Είνε αληθές ότι την κατηγορίαν και την καταδίκην ταύτην διενήργησεν ο Θεμιστοκλής, ο πολιτικός αυτού αντίπαλος· αλλά τι να σας ειπώ, κύριοι! όσον και αν υποθέσωμεν κακοήθη τον Θεμιστοκλή, όσον και αν φαντασθώμεν άδικον τον δήμον των Αθηναίων, άνθρωπος υποπίπτων εις τοιαύτην κατηγορίαν και καταδίκην δεν συνηθίζει βεβαίως να νίπτη δεκάκις της ημέρας τας χείρας του δι' αγγλικού σάπωνος. Άλλως τε, και αν παραδεχθώμεν ότι ταύτα ήσαν συκοφαντίαι των εχθρών του, βέβαιον και αναμφισβήτητον είνε ότι, αν δεν έκλεψεν αυτός, επέτρεπεν όμως εις άλλους να κλέπτουν. Μετά την καταδίκην του «προσποιούμενος των προτέρων μεταμέλειν αυτώ και μαλακώτερον ενδιδούς εαυτόν ήρεσκε τοις τα κοινά κλέπτουσιν, ουκ εξελέγχων ουδέ ακριβολογούμενος, ώστε καταπιμπλαμένους των δημοσίων υπερεπαινείν τον Αριστείδην και δεξιούσθαι τον δήμον υπέρ αυτού σπουδάζοντας άρχοντα πάλιν αιρεθήναι». Θα μου παρατηρήσητε ότι έπραξε τούτο όπως ελέγξη κατόπιν τους Αθηναίους και ανακράξη κομπαστικώς, ότε έμελλε να χειροτονηθή εκ νέου άρχων: «Ότε μεν πιστώς και καλώς υμίν ήρξα, προυπηλακίσθην επεί δε πολλά των κοινών καταπροείμαι τοις κλέπτουσι, θαυμαστός είναι δοκώ πολίτης· αυτός μεν ουν αισχύνομαι τη νυν τιμή μάλλον ή τη πρώην καταδίκη». Αλλά δεν νομίζετε ότι είνε αρκετά περίεργος και αρκετά φίλαυτος, αν μη τι άλλο, ο κυβερνήτης εκείνος ή ο πολιτικός, όστις εν γνώσει αφήνει να διαπράττεται το κακόν και το ενθαρρύνει μάλιστα, διά να λάβη κατόπιν την ευχαρίστησιν να ελέγξη τους εχθρούς του;
Εκτός τούτου, κύριοι, έχομεν και άλλας τινάς σοβαράς μαρτυρίας, επί των οποίων εφιστώ την προσοχήν υμών και επικαλούμαι την ευσυνείδητον και πεφωτισμένην κρίσιν σας. Έχομεν την μαρτυρίαν του φιλοσόφου Θεοφράστου λέγοντος ότι ο Αριστείδης, άκρως δίκαιος ων περί τα οικεία, εις τα κοινά έπραξε πολλά ασυμβίβαστα με το δίκαιον χάριν του συμφέροντος της πατρίδος, «ως συχνής αδικίας δεομένης», αναφέροντος δε το συμβάν της μετακομίσεως των εν Δήλω χρημάτων, τη εισηγήσει των Σαμίων και παρά τας συνθήκας, εις Αθήνας, ότε ο Αριστείδης εγνωμάτευσεν ότι το τοιούτο δεν ήτο μεν δίκαιον, ήτο όμως συμφέρον, ήτοι εν άλλοις λόγοις προέτρεπε τον δήμον να το πράξη, διασώζων άμα υποκριτικώς και την ιδίαν περί χρηστότητος φήμην. Η δικαιοσύνη άρα διά τον υιόν του Λυσιμάχου δεν ήτο απολύτως σεβαστή, αλλ' εμετρείτο με τον πήχυν του συμφέροντος· αλλ' εν τοιαύτη περιπτώσει, σας ερωτώ, κύριοι, κατά τι είνε ανηθικώτερον το περιβόητον ρητόν των οπαδών του Λαϊόλα ο σκοπός εξαγιάζει τα μέσα; Έχομεν κατόπιν την μαρτυρίαν αυτού του Πλουτάρχου, βεβαιούντος ότι καταφερόμενος εναντίον του Θεμιστοκλέους ηναγκάζετο ενίοτε, όπως περιορίση την δύναμιν του πολιτικού του αντιπάλου, να εναντιούται εις όσα εκείνος έπραττε «βέλτιον ηγούμενος παρελθείν ένα των συμφερόντων τω δήμω ή το κρατούντ' εκείνον εν πάσιν ισχυρόν γενέσθαι». Ιδού λοιπόν η περιλάλητος χρηστότης του Αριστείδου! ιδού η αμώμητος δικαιοσύνη του. Το πολιτικόν πάθος τον ετύφλωνεν επί τοσούτον, ώστε προυτίμα να ζημιωθή μάλλον η πατρίς του παρά να υπερισχύση ο αντίπαλός του. Τα τοιαύτα παραδείγματα πωρώσεως της συνειδήσεως προερχομένης εξ ασβέστου και αλόγου φατριαστικού πάθους είδομεν δυστυχώς επαναλαμβανόμενα και εις τους νεωτέρους χρόνους, με την διαφοράν όμως ότι οι μέχρις αυτού του σημείου παρεκτρεπόμενοι δεν είχον την αξίωσιν να θεωρώνται και ν' αποκαλώνται δίκαιοι.
Αλλά τίνα ανάγκην έχομεν μαρτύρων, αφού έχομεν την ομολογίαν αυτού του παθόντος, του Αριστείδου αυτού! Ναι, κύριοι ο παθών εν στιγμή τινι εξάψεως, εν στιγμή ιδιαιτέρας ψυχολογικής καταστάσεως, κατά την οποίαν και η μάλλον πεπωρωμένη καρδία αισθάνεται την ανάγκην να λαλήση εν ειλικρινεία, ωμολόγησεν αβιάστως την αλήθειαν. Προ μικρού είχε λήξει η εκκλησία του λαού· οι δύο αντίπαλοι είχον παραστή και παλαίσει διά του λόγου ενώπιον του πλήθους. Ο Θεμιστοκλής προέτεινε φρόνιμόν τι μέτρον και ο Αριστείδης κατά το σύστημά του τον αντέκρουσεν, η δε γνώμη του υπερίσχυσε παρά τω αστάτω και παλιμβούλω δήμω. Και ηυφράνθη μεν αμέσως επί τη νίκη, αλλ' ότε απήρχετο μετά των φίλων του, η συναίσθησις της αξιομέμπτου πράξεώς του εκυρίευσεν αίφνης την ψυχήν του και μία ειλικρινής ομολογία εξήλθεν από τα χείλη του: «Δεν υπάρχει σωτηρία, είπε, διά τα πράγματα των Αθηναίων, αν δεν αποφασίσουν να ρίψουν εις το βάραθρον και εμέ και τον Θεμιστοκλή». Προσέξετε εις τους βαρυσημάντους τούτους λόγους, κύριοι· αναμετρήσατέ τους καλώς. Ο δίκαιος Αριστείδης θεωρεί εαυτόν άξιον του βαράθρου· εάν ήτο τω όντι άξιος τοιαύτης καταδίκης επιβαλλομένης εις τους κακούργους, τότε κατά πόσον ήτο δίκαιος; και αν δεν ήτο άξιος, τότε διατί ο δίκαιος αυτός να καταδικάση εαυτόν; Από το δίλημμα τούτο εις το οποίον τον ενέβαλεν η ιδία αυτού ομολογία, δεν δύναται να διαφύγη ο Αριστείδης με όλην την ιησουιτικήν ευστροφίαν του πνεύματός του.
Τας σκέψεις ταύτας δεν κάμνω μόνος εγώ, ο αυτόκλητος συνήγορος· εγεννήθησαν βεβαίως αύται και εις το πνεύμα των Αθηναίων, οι οποίοι σύγχρονοι όντες και ενήμεροι εις τα συμβαίνοντα, οξύνοι δε και ευφυέστατοι υπέρ πάντας τους προϋπάρξαντας και επιγενομένους λαούς, ηδύναντο να εκτιμούν τα πρόσωπα και τα πράγματα πολύ ορθότερον ημών, των εξεταζόντων αυτά μετά πάροδον εικοσιτριών όλων αιώνων. Ο δήμος μετά τα Μηδικά, μεγαλοφρονών, ως λέγει ο Πλούταρχος, και συναισθανόμενος ότι ήτο εξευτελιστικόν δι' αυτόν είς ανήρ ανακόλουθος εν τη αρετή του να διευθύνη κατά βούλησιν τα κοινά, απεφάσισε να τον εξοστρακίση. Πρέπει δε να ήτο πολύ διαδεδομένη η τοιαύτη ιδέα, αφού διά να εξοστρακισθή τις απητείτο να δώσουν περί τούτου την ψήφον των εξακισχίλιοι πολίται. Τούτο και εγένετο· ο λαός συνελθών εξοστράκισε τον Αριστείδην, κατά την ψηφοφορίαν δε συνέβη το πολυθρύλητον ανέκδοτον, ένεκα του οποίου ο πελάτης μου εκαθέσθη επί τοσούτον ήδη χρόνον εις το εδώλιον του κατηγορουμένου. #Ήτο ούτος «των αγραμμάτων τις και παντελώς αγροίκων», κατά την έκφρασιν του Πλουτάρχου, εκ των κατοικούντων ίσως εις τους αγροτικούς των Αθηνών δήμους, ανήρ άξεστος και τους τρόπους απέριττος, αλλά κεκτημένος εμφύτως σύνεσιν και πνεύμα πρακτικόν, εκ των τύπων τους οποίους απηθανάτισεν ο Αριστοφάνης, και εις το χονδρόν κρανίον των οποίων κατέφευγεν η φρόνησις, ότε τα άλογα πολιτικά πάθη επεσκότιζον την διάνοιαν των Αθηναίων αστών. Παρευρίσκετο μετά των άλλων πολιτών εκεί και, επειδή ήτο αγράμματος, παρεκάλεσε τον πρώτον εντυχόντα να εγγράψη αντ' αυτού εις το όστρακόν του το όνομα του Αριστείδου. Η σύμπτωσις ηθέλησεν ώστε ο πρώτος ούτος εντυχών να είνε ο ίδιος Αριστείδης, όστις απορήσας τον ηρώτησεν αν ο ανήρ τον οποίον ήθελε να εξοστρακίση τον έβλαψέ ποτε. «Όχι, απήντησεν ο πελάτης μου, ουδέ γινώσκω τον άνθρωπον, αλλ' ενοχλούμαι πανταχού τον Δίκαιον ακούων».
Αυτό, κύριοι, είνε το μόνον έγκλημα του κατηγορουμένου. Δι' αυτό το μόνον επί τόσους αιώνας υπέστη τα σκώμματα, την χλεύην, το όνειδος σύμπαντος του μετέπειτα πολιτισθέντος κόσμου. Και όμως μελετήσατε τους λόγους αυτούς, εμβαθύνατε εις την ενεχομένην εις αυτούς έννοιαν και κρίνατε αν ο ατυχής ανώνυμος πελάτης μου ήτο άξιος τοιαύτης καταδίκης.
Τι είπεν επί τέλους; ότι ηνωχλείτο τον Δίκαιον πανταχού ακούων. Και δεν είνε τάχα ορθόν; δεν είνε φυσικόν τούτο; δεν είνε το ανθρωπινώτατον των αισθημάτων; Όταν εν πόλει περιεχούση τόσους εξόχους νόας, τόσους εναρέτους και μεγαλοπράγμονας πολίτας, είς μόνος ανήρ προβάλλη εις το μέσον επιδεικτικώς αντιποιούμενος τον τίτλον του Δικαίου, δεν κηρύττει αναφανδόν ότι πάντες οι λοιποί συμπολίται του είνε άδικοι; Έπειτα, κύριοι, αυτοί οι τιμητικοί τίτλοι, αυτά τα πομπώδη επίθετα, αυτά τα χρυσόβουλλα τα αποδιδόμενα παρά των συγχρόνων κολάκων είτε παρά του συναρπαζομένου εκ των κατ' επιφάνειαν φαινομένων και πάντοτε επιπολαίως κρίνοντος πλήθους προς επιφανείς πολιτικούς άνδρας, πάντοτε σχεδόν απεδείχθησαν ψευδή και ανάρμοστα, η δε αμερόληπτος Ιστορία έρχεται κατόπιν και τα σχίζει και τα μυκτηρίζει. Εάν από τους χρόνους της αθηναϊκής ευκλείας μεταπηδήσωμεν εις εποχήν περίφημον και θυελλώδη των νεωτέρων χρόνων, θα ίδωμεν ότι από της αρχής της Γαλλικής Επαναστάσεως μέχρι της 9 Θερμιδώρου όλοι οι Γάλλοι απεκάλουν τον Μαξιμιλιανόν Ροβεσπιέρρον αδιάφθορον. Αλλά τα έγγραφα τα εξετασθέντα παρά του Κουρτοά και η Κριτική Ιστορία απέδειξαν αυτόν απεναντίας λίαν διεφθαρμένον. Κατά την αυτήν εποχήν έτερός τις πολιτικός ανήρ, δευτερεύον διαδραματίσας, αλλ' επίσης αιματηρόν μέρος, ο Βαδιέ, απεκαλείτο κοινώς l' homme aux soixante ans de vertu· και όμως ο επί εξηκονταετίαν ενάρετος αυτός ανήρ απεδείχθη ότι έπεμψεν εις το ικρίωμα ολόκληρον αθώαν οικογένειαν διότι ηρνήθη να συγγενεύση δι' αγχιστείας μετά του υιού του! Την πλάνην του πλήθους εγίνωσκεν ο φύσει ορθοφρονών πελάτης μου, καίτοι δεν είχε, κατά πάσαν πιθανότητα, αναγνώσει την ιστορίαν της Γαλλικής Επαναστάσεως, πρώτον διότι ήτο αγράμματος και δεύτερον διότι την εποχήν εκείνην δεν είχεν εκδοθή το βιβλίον του ακαδημαϊκού Ταιν. Την εγίνωσκεν εκ πείρας, εξ ορθής αντιλήψεως και σαφούς εκτιμήσεως των πραγμάτων και ήχθετο και ηνωχλείτο διά την επωνυμίαν. Και πώς ήτο δυνατόν, κύριοι, να μη ενοχληθή, να μη δυσανασχετήση ακούων πανταχού, εν ταις εκκλησίαις, εν τοις ναοίς, εν τη αγορά, εν τοις θεάτροις, εν τοις θερμοπωλείοις, εν τοις κουρείοις την φήμην αυτήν περί του Δικαίου, την τόσω ασυμβίβαστον πολλάκις με τα πράγματα, το επίθετον αυτό το απανταχού περιβομβούν και πλήττον δυσαρέστως την ακοήν του ως διασύρον την υπόληψιν ολοκλήρου πόλεως; Πώς ήτο δυνατόν ο τίμιος αυτός και μετριόφρων πολίτης να μη αγανακτήση επί τέλους διά την ύβριν την γινομένην προς τους συμπολίτας του, όπως ηγανάκτησαν και τόσαι άλλαι χιλιάδες Αθηναίων, οίτινες μολονότι ενέγραψαν επίσης το όνομα του Αριστείδου εις τα όστρακά των, δεν εκακίσθησαν τοσούτον απηνώς υπό της Ιστορίας όσον ο ταλαίπωρος πελάτης μου; εάν ήτο πράγματι δίκαιος και μεγαλόφρων ο Αριστείδης, πρώτος αυτός ώφειλε να ενοχληθή και πρώτος να επιζητήση παντί σθένει την παρακώλυσιν της διαδόσεως του τόσον προσβλητικού διά τους άλλους τίτλου. Η Σύγκλητος της Ρώμης θέλουσά ποτε να βραβεύση τον ύπατον Δουίλιον, πρώτον εκ των Ρωμαίων ναυμαχήσαντα και κατατροπώσαντα τους Καρχηδονίους, απένειμεν εις αυτόν έκτακτον και παράδοξον τιμήν, ορίσασα όπως, κατά την έξοδον αυτού εκ της οικίας του εν οιαδήποτε ώρα, διαρκώς παρακολουθή αυτόν αυλητής φυσών τον αυλόν του. Ο νικηφόρος στρατηγός κατ' αρχάς τα μάλα επήρετο και ενηβρύνετο διά την τιμητικήν ταύτην συνοδίαν αλλά του χρόνου προϊόντος η αδιάκοπος αύτη μελωδία ήρχισε να καθίσταται οχληρά και εις αυτόν τον ίδιον και εις τους γείτονας και εις τους διαβάτας· ότε δε είδεν ότι δεν ηδύνατο ούτε εν ώρα νυκτός να εξέλθη, δι' ερωτικήν, υποτεθείσθω, και μυστηριώδη εκδρομήν, χωρίς να τον παρακολούθηση η θορυβώδης αύτη σκιά και να εξέλθουν όλοι οι παροικούντες εις τα παράθυρα διά να τον ανευφημήσουν, εδέησε να ζητήση ως χάριν παρά της Συγκλήτου όπως τον απαλλάξη της τιμής ταύτης. Αλλ' ο Δουίλιος ήτο φιλότιμος στρατιώτης, ενώ ο Αριστείδης ήτο επιτήδειος πολιτικός και με την πολιτικήν ποτέ δεν συμβαδίζουν η μετριοφροσύνη και η ειλικρίνεια, ειμή όταν πρόκειται να οδηγήσουν αυτήν εις την δυσμένειαν και την απώλειαν.
Διότι, κύριοι, ο θέλων να διακριθή διά των πράξεών του οφείλει ν' αποβλέπη όχι μόνον εις το εξ αυτών ηθικόν κέρδος, αλλά και εις τα καθήκοντα, τα οποία η θέσις αυτού του επιβάλλει. Το πρώτον δε και στοιχειωδέστατον των καθηκόντων τούτων είνε να τηρή απέναντι των άλλων στάσιν τοιαύτην, ώστε να μη τιτρώσκεται διά της υπεροχής του η φιλοτιμία και η αξιοπρέπεια αυτών. Παραδέχομαι προς στιγμήν ότι ο Αριστείδης ήτο ο δικαιότατος των ανθρώπων, ότι τα διαδοθέντα περί αυτού ήσαν στυγεραί συκοφαντίαι των εχθρών του, ότι ήσκησεν αδόλως την αρετήν, ότι ενήργησεν αείποτε εν χρηστώ τω συνειδότι, ότι προσηνέχθη εντίμως προς τους πολιτικούς του αντιπάλους, ότι ευηργέτησε πολυειδώς και πολυτρόπως την πατρίδα του· Έστω· αλλ' ήτο τάχα ανάγκη αυτάς τας εκδουλεύσεις και τας αρετάς του να τας διατυμπανίζη αενάως, να τας κηρύττη διαρκώς διά στόματος των φίλων και οπαδών του — κρίμα ότι δεν είχε και ιδικήν του εφημερίδα! — να διατηρή επιτηδείως διαρκή και οχληράν ρεκλάμαν θαυμασμού προς το υποκείμενόν του; Είνε αληθές ότι πολλάκις η αγνωμοσύνη των ευεργετουμένων προς τον ευεργέτην είνε οκνηρά και απρόθυμος και έχει ανάγκην κινήτρου. Κάποτε μάλιστα αι σχέσεις της ευγνωμοσύνης προς την ευεργεσίαν είνε όλως διόλου χαλαραί και το ποιόν αυτών εχαρακτήρισε δι' ευφυεστάτου μύθου ο Τουργκένιεφ. Εώρταζέ ποτε ο Ύψιστος εν ουρανοίς και προσεκάλεσεν εις εσπερίδα πάσας τας Αρετάς. Πάσαι συνδιελέγοντο οικείως και φιλοφρόνως, εκτός δύο αι οποίαι ουδεμίαν αντήλλασσον προς αλλήλας λέξιν. Ο επουράνιος οικοδεσπότης το παρετήρησε και επλησίασεν αυτάς.
— Πώς! δεν γνωρίζεσθε; ηρώτησε μετ' απορίας. Να σας κάμω να γνωρισθήτε.
Και λαμβάνων την χείρα εκατέρας είπε παρουσιάζων την μίαν προς την άλλην:
— Απ' εδώ είνε η κυρία Αγαθοεργία και απ' εδώ η κυρία Ευγνωμοσύνη.
Πλην αν τούτο συμβαίνη ενίοτε, πολύ συνηθέστερον συμβαίνει το σντίθετον. Ο ευεργετών υπερτιμών την αξίαν της πράξεώς του επαίρεται αναρμόστως και υψηλοφρονεί δι' αυτήν. Περιφρονών το ευαγγελικόν παράγγελμα, την διασαλπίζει πανταχού διατόρως [78] , την εξυμνεί, την μεγαλοποιεί και απαιτεί αγερώχως το θυμίαμα των εγκωμίων. Προς ουδέν λογιζόμενος την φιλοτιμίαν του ευεργετουμένου αξιοί να βλέπη αυτόν αιωνίως κύπτοντα υπό το βάρος της ευγνωμοσύνης. Εν τοιαύτη δε περιπτώσει, κύριοι, η υπερήφανος αγανάκτησις του καταπιεζομένου εξεγειρομένου και ζητούντος ν' απαλλαγή παντοιοτρόπως του αφορήτου αυτού ζυγού της ευγνωμοσύνης, δεν είνε αχαριστία, όπως δεν είνε αρετή η υπό τοιαύτας συνθήκας, με τοιαύτας αξιώσεις και εκ τοιούτων σκοπών γινομένη αγαθοεργία. Και αν ο έξοχος ρώσος συγγραφεύς έπλασεν ένα ευφυά μύθον περί της πρώτης περιστάσεως, ο ευφυέστατος ελληνικός λαός έπλασε περί της δευτέρας άλλον μύθον, επίσης χαρίεντα. Πλούσιός τις και κενόδοξος επορεύθη εις την αγοράν την παραμονήν της επισήμου θρησκευτικής εορτής, όπως αγοράση τα χρειώδη της εορτασίμου ευωχίας. Ενώ ηγόραζεν άφθονα και εκλεκτά τα όψα, παρετήρησεν εκεί που ιστάμενον πτωχόν γείτονά του, όστις έβλεπε περιλύπως την θορυβώδη της αγοράς κίνησιν και εθλίβετο διότι εστερείτο χρημάτων όπως προμηθευθή και αυτός κάτι. Η καρδία του πλουσίου συνεκινήθη, αγοράσας δ' εκ του κρεοπωλείου τα εντόσθια αμνού τα έδωσε προς τον πένητα λέγων:
— Πάρε και συ αυτά να πασχάσης αύριον.
Ο πτωχός άνθρωπος έλαβε το δώρον ευχαριστών τον γείτονά του. Μετά δύο ημέρας τον συνήντησεν ούτος και τον ηρώτησεν:
— Ε! πώς επεράσατε με τα εντόσθια;
— Καλά, αυθέντη μου, απήντησε ταπεινώς ο πτωχός. Εφάγαμεν με την οικογένειάν μου χάρις εις την γενναιοδωρίαν σας και ήπιαμεν ένα ποτήρι κρασί εις την υγείαν σας.
Το πράγμα έως εδώ ηδύνατο να λήξη. Αλλ' όχι· ο πλούσιος επέμενεν. Εξηκολούθει να του υπομιμνήσκη διαρκώς την ευεργεσίαν του. Οσάκις τον συνήντα, τον ηρώτα μεγαλοφώνος — Εκείνα τα εντόσθια, ε; . . .
Ο ταλαίπωρος ευεργετηθείς κατ' αρχάς εμειδία και απήντα ευχαριστών, έπειτα εστενοχωρήθη, κατόπιν ησχύνθη, μετά ταύτα ηγανάκτησε και εις το τέλος εξηγριώθη. Επήγεν εις τους γνωρίμους του, εδανείσθη, εχρεώθη, εζήτησεν ως επαίτης ολίγα χρήματα, ηγόρασε τα εντόσθια του αμνού και κρατών αυτά όπισθέν του και εστάθη εις την οδόν καραδοκών την διέλευσιν του ευεργέτου του. Ότε εφάνη ούτος, τον ηρώτησε με την συνήθη προστατευτικήν του έπαρσιν:
— Εκείνα τα εντόσθια, ε; . . .
— Πάρε τα οπίσω, ανέκραξεν ο πένης ρίπτων κατά πρόσωπον του αφορήτου δωρητού τα εντόσθια· πάρε τα και ξεφορτώσου με.
Ούτω περίπου έχουν τα πράγματα και κατά την υπόθεσιν του Αριστείδου. Η υπόθεσις αύτη ανειλίχθη ενώπιον υμών, κύριοι, εν πάσα λεπτομερεία. Έχετε υπ' όψιν υμών πάντα τα γεγονότα· σταθμίσατε αυτά καλώς και κρίνατε. Το επ' εμοί είμαι βέβαιος ότι η πεφωτισμένη υμών κρίσις θ' αθωώση τον πελάτην μου και θ' απαλλάξη αυτόν της καταισχύνης, η οποία τον βαρύνει επί τόσους αιώνας. Ανέλαβον εν πεποιθήσει και άνευ συμφέροντος την υπεράσπισιν του αδικουμένου. Εάν ημάρτησα, εάν η πράξις μου θεωρηθή ιερόσυλος ασέβεια προς την μνήμην ενός των ενδοξοτάτων προγόνων μας, τιμωρήσατέ με, εξοστρακίσατέ με. Εν ημέραις κατά τας οποίας ο δήμος Αθηναίων αποφασίζει να δαπανήση υπέρ της καθαριότητος της πόλεως πεντακισχιλίας δραχμάς και να μας προφυλάξη διά του ποσού τούτου από την χολέραν, η ιδέα του εξοστρακισμού διόλου δεν με πτοεί. Άλλως τε έχω την ελπίδα ότι μετά εικοσιτρείς αιώνας θα ευρεθή τις ως εγώ, μη έχων τι καλύτερον να πράξη και θ' αναλάβη εις μέλλον ημερολόγιον μέλλοντος Σκόκου την υπεράσπισιν του διά της αποφάσεώς σας αδικηθησομένου τυχόν συνηγόρου.
Δωμάτιον φοιτητού. Θύρα εις το βάθος και παρ' αυτήν παράθυρον· προς τα δεξιά
έτερον παράθυρον ανοικτόν· προς τ' αριστερά θύρα κλεισμένη. Μία κλίνη εις μίαν
γωνίαν αποκρυπτομένη εν μέρει από έν paravent. Τραπέζιον με βιβλία, δύο
καρέκλαι, ένα σεντούκι.
(Αιρομένης της αυλαίας φαίνεται ο ΝΙΚΟΣ φορών κοιτωνίτην παλαιόν, περιερχόμενος τα διάφορα μέρη του δωματίου και ερευνών μετ' άκρας ανησυχίας και δυσφορίας)
ΝΙΚΟΣ
Τίποτε! πουθενά . . . έγιναν άφαντα! (Ερευνά υπό την κλίνην, υπό το τραπέζιον, όπισθεν του κιβωτίου). Ούτε ίχνος! . . . Μα τι έγιναν επί τέλους τ' αναθεματισμένα; (Προχωρεί εις την θύραν και σύρει τον μοχλόν). Η θύρα ήτο κλειστή! . . . ο σύρτης βαλμένος. Κανείς δεν εμβήκε μέσα! . . . Μα αυτό καταντά μαγεία, λεκανομαντεία, υπνωτισμός! . . . Καλέ, τα ρούχα μου! . . . τα ρούχα μου τα καινούργια . . . τα μονάκριβα, ποίος μου τα επήρε; . . . τι έγιναν; (Τριγυρίζει πάλιν).
Θεέ μου! μου έρχεται να χάσω τον νουν μου. Είμαι έξυπνος ή κοιμούμαι; είμαι στα σωστά μου ή μου έστριψε η βίδα; Ας σκεφθώ λιγάκι διά να ενθυμηθώ. (Στέκει και συλλογίζεται). Χθες το βράδυ οπού επέστρεψα εις το δωμάτιόν μου, τα εφορούσα ή δεν τα εφορούσα; Πώς δεν τα εφορούσα! . . . Αμ' τι! ήθελα να γυρίζω εις τους δρόμους ωσάν τον πρωτόπλαστον; ε! από εκείνην την εποχήν της κοσμογονίας, οπού μία συκιά εχρησίμευεν ως εμπορορραπτικόν κατάστημα, ο Θεός έπλασε χίλια δυο πράγματα καινούργια και μεταξύ των άλλων τα κρατητήρια της Αστυνομίας και το Φρενοκομείον. Λοιπόν είχα τα ρούχα μου . . . Τα είχα, είμαι βέβαιος, αδελφέ! ήλθα μέσα σιγά σιγά μάλιστα, διά να μη με πάρη μυρωδιά η σπιτονοικοκυρά μου, η οποία όμως μ' εκατάλαβε κ' εξερόβηξε . . . ας είνε! άναψα το κερί και τα έβγαλα, εδώ τα ρούχα μου. (Δεικνύει έν μέρος εντός του δωματίου). Και με τι προσοχήν μάλιστα τα έβγαλα, διά να μη τσαλακωθούν, επειδή ήσαν βρεγμένα! . . . Ενθυμούμαι κάλλιστα ότι ήθελα να τ' απλώσω έξω να στεγνώσουν, αλλά έπειτα διά παν ενδεχόμενον τα ετοποθέτησα εδώ, επάνω εις την καρέκλαν . . . σιμά εις το παράθυρον, το οποίον αφήκα ανοικτόν. (Τύπτει το μέτωπον διά της παλάμης, ως να του επήλθεν αιφνιδίως σκέψις). Α! . . . α! τώρα εκατάλαβα! . . . δυστυχία μου! . . . μου τα έκλεψαν οι λωποδύται με την νέαν μέθοδον του αγκιστρίου! Έτσι είνε χωρίς άλλο! . . . τι σκοτίζομαι! . . . Εφευρετικοί άνθρωποι ως τόσον αυτοί οι λωποδύται! κάθε ημέραν και από μίαν μέθοδον ξετρυπώνουν! Σου λέγουν ότι έχομεν αστυνομικούς κλητήρας οπού δεν αξίζουν· μα, αν ήξιζαν τίποτε οι κλητήρες μας, να είσθε βέβαιοι ότι οι λωποδύται θα εύρισκαν καμμίαν μέθοδον να τους κλέψουν και αυτούς!
Ορίστε! όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά, λέγει μια παροιμία· αμ δε; . . . ιδού οπού οποίος φυλάει τα ρούχα του τα χάνει όλα! . . . Αχ! . . . εκείνη κακό χρόνο νάχη, εκείνη η Σταματίνα . . , η Σταυρούλα . . . η Μαρίκα . . . πώς περίδρομο τη λένε; η υπηρέτρια, καλέ, του δικηγόρου εδώ παρακάτω η Σοφία . . . α ναι! . . . εκείνη μου τα φταίει όλα! Μία εργολάβα! . . . Θεέ, φύλαττε ! . . . Ενώ τα είχε τόσο καλά μ' εμένα και τα είχε ψημένα μαζί μου, έκανε γλυκά μάτια και με τον Δήμον, ένα επιλοχίαν, και Κύριος οίδε με πόσους άλλους ουλαμούς και ενωμοτίες! . . . Καλά οπού είμεθα φίλοι με τον Δήμον και μου το εξεμυστηρεύθη. Απεφασίσαμεν να λύσωμεν την διαφοράν μας δι' αντιπαραστάσεως, δηλαδή να ερωτήσωμε την ιδίαν ποίον από τους δύο μας θέλει να εκλέξη, εμέ τον Νίκον, ή τον Δήμον, και τα εν Νίκω μη εν Δήμω. Την επεριμέναμεν εις το αντικρυνό καφενείον και ήλπιζα να κάμω φιγούρα με τη ρημαδιακή την καινούργια φορεσιά! . . . Όταν την είδα εις το παράθυρον της κουζίνας, ήτον επάνω που βράδυαζε, έδωσα το σύνθημα: Σοφία, ορθοί! . . . και επροχωρήσαμεν εν παρατάξει μάχης και εσταθήκαμεν αποκάτω από το παράθυρον. Πιάνομεν το τραγούδι: Γαλιάνδρα μου, χρυσό πουλί! . . . προβαίνει αυτή εις το παράθυρον. Τότε αρχίζει ο Δήμος; — Αχ! μου μάρανες τα τζιέρια! . . . — Αρχίζω εγώ: — Αχ! μ' έφαγες! — Να χαθήτε, σιχαμένοι! . . . απαντά η Σοφία απ' επάνω. Φαίνεται ότι αυτή η συμμαχία δεν της άρεσε διόλου και όταν ηθελήσαμεν να προκαλέσωμεν την εξήγησιν, δεν εβράδυνε διόλου να μας δώση την απάντησιν, η οποία συνίστατο . . . εις μίαν τόσην μεγάλην λεκάνην, με την οποίαν μας επερίχυσε. Τι περιείχεν η λεκάνη, μάρτυς μου ο Θεός ότι δεν είδα, αλλά βεβαίως δεν ήτο ανθόνερον! Ο Δήμος έγινε μούσκεμα· ωμοίαζε με έμψυχον σιντριβάνι. Εγώ, κάτι λιγώτερο, αλλά τέλος πάντων αρκετά λουσμένος και εγώ. Τι να κάμωμε τότε; ήτο και φόβος μην το πάρη χαμπάρι η γειτονιά και γίνωμε ρεζίλι. Επήραμε τα βρεμένα μας κι' από δώθε παν οι άλλοι! . . . Τώρα, αν αυτή η στρίγγλα μας έδιδε καμμίαν άλλην απάντησιν, στερεάν και όχι υγράν, δεν θ' αναγκαζόμουν να βάλω τα ρούχα μου εις το παράθυρο διά να στεγνώσουν και να πάθω αυτήν την συμφοράν. Αχ! . . . έννοια σου, καϊμένη, και θα μου την πληρώσης! (Περιπατεί σκεπτικός εντός του δωματίου)
Καϊμένα ρούχα! . . . τόσον εύμορφα, τόσον καλοφτιασμένα, τόσον κομψά! . . . Και να συλλογίζωμαι ότι δεν τα επλήρωσα ακόμη και Κύριος οίδε πότε θα τα πληρώσω! . . . και να συλλογίζωμαι ότι από τα χθες επρόσθεσα μίαν ακόμη γραμμήν εις το λαβυρινθώδες λοξοειδές δρομολόγιον, το οποίον ακολουθώ καθ' εκάστην εις τας εξόδους μου! . . . Ο καϊμένος ο θείος μου, άνθρωπος αγαθός και θεοφοβούμενος, άλλο δεν μου έλεγεν έως την τελευταίαν στιγμήν της αναχωρήσεώς μου, παρά να κάμνω πάντοτε τα χρέη μου και ν' ακολουθώ την ευθείαν οδόν. Την πρώτην συμβουλήν την ηκολούθησα πιστώς κ' έκαμα χρέη πολλά . . . όσα ημπορούσα ! . . . Αλλά ύστερ' απ' αυτό δεν μου ήτο δυνατόν να εκπληρώσω την δευτέραν του συμβουλήν περί της ευθείας οδού. Όταν εξέρχωμαι, πιάνω πραγματικώς τον ίσιον δρόμον και φθάνω μέχρις ενός σημείου, ότε διά μιας ενθυμούμαι ότι δεν πρέπει να περάσω απ' εμπρός από το ξενοδοχείον, διότι εκεί χρεωστώ μερικά ψιλά. Λοιπόν — στροφή επί δεξιά! Παίρνω τότε τον άλλον δρόμον ύστερα από ολίγα βήματα είνε το ζαχαροπλαστείον· άλλο οδόφραγμα. — Στροφή επ' αριστερά! Προχωρώ . . . παρακάτω, είνε ο παπουτσής μου! . . . μεταβολή! . . . Υστερώτερα είνε το κουρείον . . . άλλος ελιγμός! . . . Απ' εδώ πάλιν είνε το καφενείον, οπού έπαιζα μπιλλιάρδο . . . υποχώρησις! . . . (Ενώ ομιλεί, ταυτοχρόνως εκτελεί επί της σκηνής διαφόρους στροφάς και ελιγμούς). Και τοιουτοτρόπως αποτελείται μία γραμμή ατελεύτητος από ζιγκ-ζαγκ, ώστε, διά να υπάγω από την Νεάπολιν εις το Πανεπιστήμιον, καταντώ πολλάκις να περάσω από τον Αγιον Φίλιππον.
Και τώρα τι να πράξω; . . . Πώς θα εξέλθω; πώς θα καταβώ εις τον Πειραιά, διά να υποδεχθώ τον κυρ Θεοφύλακτον και την δεσποινίδα Θεοδώραν, την μέλλουσαν μνηστήν μου; Μα τι μου ήλθε χθες να πωλήσω εις τον Εβραίον τα παληά μου ρούχα διά να έχω χαρτζιλίκι! . . . Δεν ήτο περίφημη η φορεσιά, αλλά τέλος πάντων, εις την ανάγκην! . . . Και πρέπει να είνε και αργά! . . Ω Θεέ των πατέρων μου! . . . συ όστις ωδήγησες τους Εβραίους να περάσουν από την Ερυθράν θάλασσαν, φώτισε και αυτό το τέκνον του Ισραήλ να περάση πάλιν απ' αυτόν τον δρόμον. (Ακούεται εις την οδόν φωνή πλανοδίου Ιουδαίου: Παληά ρούχ' αγοράζω). Α! νάτος! . . . Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου! σ' ευχαριστώ, διότι με εισήκουσες, σ' ευχαριστώ, διότι επιτρέπεις να ευρεθή ένας άνθρωπος, ο οποίος γδύνει όλον τον κόσμον, διά να ενδύση εμέ! (Ορμά εις το ανοικτόν παράθυρον και φωνάζει). Ε συ! . . . Ανανία! . . . Μελχισεδέκ! . . . Ιεροβοάμ! πώς σε λεν! . . . έλα εδώ! . . . Εδώ ναι! . . . Μπα! είνε ο ίδιος ο χθεσινός . . . νά και η παληά μου φορεσιά, που την έχει στον ώμον του. Τι ευτύχημα! τουλάχιστον θα είνε τα ιδικά μου ρούχα και θα μου ταιριάζουν! . . . Πόσον θέλεις δι' αυτά τα ρούχα; . . . Αυτά ναι! . . . Τριάντα πέντε φράγκα; . . . Τρομάρα να σούλθη! . . . Δεν σου τα επούλησα, βρε, εγώ ο ίδιος εχθές διά δεκαπέντε; Αν ήξευρα πως η αξία των ρούχων μου αυξάνει καθ' εκάστην κατά ένα εικοσόφραγκον, θα τ' άφηνα επάνω μου σαράντα χρόνια! Δεν κάνει είκοσι; . . . Εικοσιπέντε; Όχι; . . . Τι να γίνη! . . . Δεν είνε τώρα ώρα για παζάρια . . ας είνε! . . . στάσου! . . . (Στρέφεται και παρατηρεί προς την θέσιν, ένθα υπήρχαν τα κλαπέντα ενδύματά του). Ω! . . . και το πορτοφόλι; . . . Ήτο μέσα εις την τσέπη του ρούχου οπού μου έκλεψαν . . . Πάει κι' αυτό! . . Και το ρολόγι μου; . . . και αυτό το είχα αφήσει εις το γελέκο μου! . . . Ω δυστυχία μου! . . . (Τραβά τα μαλλιά του). Τώρα τι θα κάμω; (Επιστρέφει πάλιν εις το παράθυρον). Δεν μου τα δίνεις και να περάσης αύριον να σε πληρώσω; Στάσου, βρε, μη φεύγης! . . . (Στρέφεται πάλιν). Τι να του δώσω! . . . (Επιστρέφει εις το παράθυρον). Σου δίνω το στρώμα μου . . . (Στρέφεται πάλιν, αρπάζει βιβλία τινά από το τραπέζι και επιστρέφει εκ νέου εις το παράθυρον). Νά! . . . σου δίδω και το Ρωμαϊκόν Δίκαιον . . . να μάθης, κακομοίρη, και ολίγη δικαιοσύνη, οπού δεν ηξεύρεις από που κρατεί η σκούφια της . . . Σου υπόσχομαι να σου δώσω και είκοσι φράγκα ακόμη . . . σου δίδω συνάλλαγμα!.. Σου το ορκίζομαι εις την Παλαιάν Διαθήκην . . . εις εκείνην την διαθήκην, οπού έχει κάμει ο θείος μου προ πέντε ετών και μου αφήνει όλα τα υπάρχοντά του . . . Φεύγεις στάσου, βρε, στάσου. . . . Αχ, ο τσιφούτης του διαβόλου, έφυγε! . . . Που να έχης την λέπραν του Γιεζεΐ και την αγχόνην του Ιούδα! . . . (Επιστρέφει εκ του παραθύρου και καταπίπτει εξαντλημένος επί μιας έδρας). Ορίστε τύχη! . . . ορίστε συμβάν! . . . μα αυτό καταντά φαντασμαγορία! . . , Και το ατμόπλοιον τώρα πρέπει να έφθασεν εις τον Πειραιά. Δεν ηξεύρω τι ώρα είνε ακριβώς, επειδή μου επήραν και το ρολόγι, αλλά βέβαια πρέπει να είνε αργά; Θα ήλθε αφεύκτως ο κύριος Θεοφύλακτος και η κόρη του, αφού μου ετηλεγράφησαν από χθες ότι επεβιβάσθησαν. Τι θα ειπούν, οπού δεν επήγα να τους υποδεχθώ εις το ατμόπλοιον, όπως είχαμεν συμφωνήσει; . . . Μα μπορεί να χαλάση και ο γάμος. . . . Να χάσω την προίκα, να χάσω και την Θεοδώραν! . . . τέτοιο κορίτσι αφράτο. Δεν πιστεύω ν' ασχήμισε από τα πέρυσι οπού την είδα! . . . μόνον πως είνε κομματάκι προωδευμένη εις τες ερωτοδουλειές . . . Εντός τεσσάρων ημερών αντηλλάξαμεν έξ ραβασάκια . . . Και να ιδής οπού ημπορούν να ξεκινήσουν να έλθουν εδώ εις το δωμάτιόν μου, διότι είχα την ανοησίαν να τους γράψω την διεύθυνσίν μου . . . Να έλθουν να με ιδούν εις αυτό το χάλι σαν τον Ιώβ! . . , και μάλιστα ύστερα από τας συστάσεις του θείου μου . . . Διότι φαντάζομαι πώς εσυμφωνήθη αυτό το συνοικέσιον! . . . Μου φαίνεται πως τους βλέπω τους δύο γέρους εις το καφενείον του Χατζη-Στάθη, ύστερα από δεκατέσσαρες παρτίδες τάβλι να συνομιλούν . . . (Μιμείται). Ο θείος μου βγάζει την ταμπακέραν του, παίρνει μίαν πρέζαν κ' ύστερα μ' ένα μειδίαμα και με καμάρι αρχίζει:
— Σούχω, π' ορίζεις, κυρ Θεοφύλακτε, έναν ανιψιόν! . . . μα δεν ηξεύρεις τι πράγμα! . . . μάλαμα! . . . Τι επαίνους μου λέγουν γι' αυτόν όσοι έρχονται από την Αθήνα! . . . τι χρυσός νέος! . . . επιμελής, φρόνιμος, οικονόμος . . . όλη μέρα στη μελέτη . . . από το Πανεπιστήμιο και στο δωμάτιό του.
Ο κυρ-Θεοφύλακτος, ο οποίος εξασκεί το επάγγελμά του κηροποιού προ πολλών ετών και έχει καζαντήσει αρκετές χιλιάδες, και καμμιά φορά αναπληρώνει και τον αριστερόν ψάλτην εις την Μητρόπολιν, αρχίζει μ' εκείνη τη φωνή, σαν να έψαλλε το Χερουβικόν.
— Αμ' η κόρη μου, καπετάν Κωνσταντή; τι κορίτσι, ε! . . . τι τζοβαΐρι! . . , έχει να πη η γειτονιά διά τα προτερήματά της . . . τι φρονιμάδα! . . . το κατώφλι του σπιτιού της, που λέγει ο λόγος, δεν το είδε ακόμη! . . .
Ο θείος μου:
— Ε, αφού είν' έτσι, κυρ Θεοφύλακτε, δεν κάμνουμε μια δουλειά; να τους ταιριάξωμε και να συμπεθερέψωμε; Σαν παληοί φίλοι που είμαστε να ιδούμε και αυτή τη χαρά στα γηρατειά μας! . . . Ξεύρεις ότι όλη την περιουσία μου σ' αυτό το παιδί, τον Νίκον, θα την αφήσω.
Ο κυρ-Θεοφύλακτος με συγκίνησιν:
— Καπετάν Κωσταντή! . . . ευλογημένη νάνε η ώρα οπού το ακούω από το στόμα σου, γιατί ελογάριαζα εγώ να σου κάμω αυτήν την ομιλίαν . . . Ξεύρεις ότι κ' εγώ ό,τι εδούλευα τόσον καιρόν για τη Θεοδώρα μου τα έχω . . .
— Τόκα λοιπόν! — Τόκα! — Οι δύο γέροι μένουν κατευχαριστημένοι· τραβούν καμπόσες μαστίχες και αποφασίζουν να κάμη ένα ταξείδι τώρα τον Μάιον ο κύριος Θεοφύλακτος έως τας Αθήνας, οπού έχει κάτι υποθέσεις και να πάρη μαζί του και το κορίτσι, «για να ιδή και αυτό μια σταλιά κόσμο» κ' έρχονται εδώ να ιδούν τον Παρθενώνα, την Ακαδημίαν και τον γαμβρόν! . . . τον υποφαινόμενον! . . . Και να έλθουν να μ' εύρουν εις αυτήν την κατάστασιν! . . . (Εγείρεται και περιπατεί μετ' αγανακτήσεως). Α, όχι! . . . όχι! . . . δεν γίνεται! . . . Το βασίλειόν μου δι' ένα ίππον! έλεγε κάποιος βασιλεύς. Δίδω κ' εγώ το δίπλωμά μου . . . εκείνο οπού θα πάρω . . . δι' ένα σουρτούκο και δι' ένα πανταλόνι . . . Τουλάχιστον να ημπορέσω να εξέλθω, να δανεισθώ καμμίαν ενδυμασίαν, ολίγα χρήματα . . . Ναι, αλλά πού να εύρω το σουρτούκο και το παντελόνι; (Σκέπτεται). Μία ιδέα! . . , να ζητήσω από την σπιτονοικοκυρά μου; αυτή είχε μίαν φοράν άνδρα, όπως λέγει, και τώρα ο συχωρεμένος θα παρακαλή τον Θεόν εις τον άλλον κόσμον να τον διορίση επιστάτην εις την πίσσαν της Κολάσεως, διά ν' ανταποδώση εκεί κάτω εις την καλή του γυναίκα όσα μαρτύρια ετράβηξε σιμά της εδώ εις την ζωήν! . . . Να της ζητήσω να μου δώση δανεικό κανένα παληό ρούχο του μακαρίτη; . . . Μα που δεν έχω το θάρρος; Είνε δυο μέρες περασμένες από το μήνα και είνε ευκολώτερον να πιάσης φιλία με όλας τας Γοργόνας και τας Ερινύας της Μυθολογίας παρά με αυτήν, άμα είνε περασμένος ο μήνας . . . Αυτή, μωρέ μάτια μου, αν εζούσε στην εποχή του Ιουλίου Καίσαρος, θα τον εμαχαίρωνε πριν του Βρούτου, διότι έκαμε το έτος να έχη δώδεκα μήνας και όχι εικοσιτέσσαρας διά να παίρνη νοίκι κάθε δεκαπέντε 'μέρες! , . . Αλλά τώρα τι να κάμω;. . ένεκα της ανάγκης θα έμβαινα και μέσα εις θηριοτροφείον . . . Ας κάμω τον σταυρόν μου και ας αποταθώ προς αυτήν! . . . Συχωράτε με και ο Θεός σχωρέσ' σας! . . , (Σταυροκοπείται και μεταβαίνων ανοίγει το παρά την θύραν του βάθους παράθυρον). Κυρα-Μιχάλαινα! . . . ξεύρεις, μου επήραν τα ρούχα . . . Όχι, καλέ, η πλύστρα! . . . (Είνε και κουφή ανάθεμά την!) οι λωποδύται! , . . ναι! . . . Τώρα τι να γίνη! . . . βέβαια! . . . Σε παρακαλώ, κύτταξε να βρης να μου δώσης δανεικά ό,τι ρούχα ανδρίκια έχεις του μακαρίτη . . . και κανένα καπέλλο . . . Έχω ανάγκην να έβγω έξω . . . να καταβώ εις τον Πειραιά, οπού έρχεται ένας συγγενής μου και μου φέρνει χρήματα . . . (Ας της είπω αυτό διά να την καλοπιάσω) . . . Τι ώρισες; . . . το νοίκι; (Στο νου της το έχει η στρίγγλα!). Ακούς εκεί! . . . τι λόγος! . . . θα σου πληρώσω και μία εξαμηνία εμπρός! . . . Δεν μπορώ να καταβώ· να μου τα δώσης, σε παρακαλώ, μ' ένα καλάμι από κάτω . . . από το παράθυρον . . . (Στρέφεται και επανέρχεται εις την σκηνήν). Το έχει, βλέπετε, η ημέρα, να μπαίνουν και να βγαίνουν τα ρούχα από το παράθυρον! . . . Μα δεν έχω κ' εγώ κανένα ρούχο; . . . Μήπως υπάρχει κανένα παληό γιλέκο τουλάχιστον εις το σεντούκι μου; (Τρέχει μετά σπουδής και ανοίγει το κιβώτιον) Τίποτε! . . . όλο ασπρόρρουχα! . . . ναι και μία βελάδα [79] . . . (Εξάγει μίαν παλαιάν βελάδαν σχισμένην). Είνε εκείνη που άφησε ο Λεωνίδας από τις Απόκριες! . . . Καλά που δεν την ενθυμήθηκα χθες, ειδεμή θα την έδιδα και αυτήν εις τον Εβραίον, ο οποίος σήμερα θα μου εζητούσε δι' αυτήν εκατόν φράγκα! . . . Μα τι να την κάμω την βελάδαν; . . μπορώ να έβγω έξω μασκαράς τώρα τον Μάη; (Στρέφεται προς το παράθυρον του βάθους και διακρίνει επί της άκρας ξύλου μίαν βράκαν και έν κασκέτον της Εθνοφυλακής). Ου! . . . νά τες οι Απόκριες που εγύρισαν οπίσω! . . . (Πλησιάζει και τα παραλαμβάνει). Μία βράκα! . . . ένα καπέλλο της Εθνοφυλακής! . . . αυτή είνε όλη η κληρονομιά του μακαρίτης;. . . τίποτε επωμίδας δεν έχει; . . . αμφιμασχάλια; αρβύλας; . . . Τι να γίνη, κυρα-Μιχάλαινα! . . . αφού δεν έχεις άλλο! . . . ευχαριστώ! . . . (κατ' ιδίαν). Ω! που να σε πνίξουν στο γιαλό, μέσα σε δαύτη! . . . (Επιστρέφει εις το προσκήνιον). Βράκα! . . . έλα, Χριστέ και Παναγιά! . . . Μου έρχεται η όρεξις να την φορέσω για να ιδώ πώς μου πάει . . . (Αποσύρεται όπισθεν του paravent, εξάγει τον κοιτωνίτην και την φορεί, ενώ ταυτοχρόνως ομιλεί). Μου ήτανε γραφτό και αυτό να το φορέσω βράκα! . . . Ποίος να μου το έλεγε χθες που εφορούσα τα καινούργια ρούχα κ' έκανα τον λιμοκοντόρον! Μωρ' αυτό είνε αερόστατον! . . . (Εξέρχεται εις την σκηνήν). Πώς θα φαίνωμαι! . . . Ε! και ύστερα τι θα βάλω από πάνω; την βελάδαν; (Φορεί την βελάδαν). Και ακολούθως φυσικά το καπέλλον της Εθνοφυλακής. (Φορεί το καπέλλον). Τώρα είμαι σωστός! . . . Ορίστε, κύριοι, εις το αξιοπερίεργον τέρας! . . . μια δεκάρα η είσοδος! . . . Μα μπορεί να έβγω έξω στον δρόμον έτσι; . . . Εκτός αν θέλω να μη φάνε εις την Αθήνα αυγολέμονο για ένα μήνα, επειδή όλα τα αυγά και τα λεμόνια θα πέσουν επάνω μου! . . . Θεέ μου, τι να κάμω και η ώρα προχωρεί! . . . Τώρα το ατμόπλοιον θα είνε όχι στον Πειραιά, αλλά στες Παράγκες . . . Δεν υπάρχει κανέν άλλο μέσον; (Στρέφεται και κυττάζει την προς αριστερά θύραν). Α! . . . εκεί μέσα, εις το δωμάτιον του γείτονά μου του Διάκου . . . κάτι ημπορεί να υπάρχη . . , πιθανόν να έχη τίποτε ρούχα ο Διάκος, διά να εξέρχεται καμμία φορά το βράδυ χάριν . . . πολιτικής υπηρεσίας. (Πλησιάζει εις την θύραν). Είνε κλειστή . . . αλλά τι με μέλει; θα την σπάσω! . . . αυτήν την ώραν είμαι ικανός να διαπράξω και κλοπήν διά ρήξεως, (Ωθεί βιαίως την θύραν και ανοίγει, εισέρχεται και εξέρχεται πάραυτα, κρατών έν ράσον και έν καλυμμαύχιον). Αλλοίμονον! . . . ατυχία! . . . δεν υπάρχουν άλλα παρά αυτά! . . . Να μεταμφιεσθώ ως παπάς; (Εξάγει την βελάδαν και φορεί το ράσον). Δεν μου πηγαίνει . . . θα με καταλάβουν και τότε θα με σύρουν εις το κρατητήριον ότι εβγήκα έξω να κλέψω διά της μεθόδου του παπά! (Εξάγει το ράσον και φορεί πάλιν την βελάδαν). Έτσι πρέπει να έβγω και ο Θεός βοηθός! . . , έως να καταφύγω εις το δωμάτιον κανενός φίλου μου και να πάρω δανεικόν κανένα ρούχον. Έπειτα, το κυριώτερο, πρέπει να μη με εύρουν εδώ, αν έλθουν έξαφνα ο κυρ-Θεοφύλακτος και η κόρη του . . . Ναι, αλλ' αυτό το καπέλλον; Να επαναφέρω εγώ τον θεσμόν της Εθνοφυλακής, αφού κατηργήθη. Τότε θα θεωρηθώ ως επαναστάτης . . . Άλλος κίνδυνος . . . (Εξάγει το καπέλλο της Εθνοφυλακής). Ας φορέσω αυτό . . . (Φορεί το καλυμμαύχιον). Τουλάχιστον αυτό είνε κάλυμμα ειρηνικόν . . . Ας προσαρμόσω καλά την βράκαν! . . . (Ενώ διευθετεί την βράκαν, ακούονται αίφνης βήματα εις την έξω κλίμακα. Ο Νίκος στρέφεται έντρομος, ότε διά μιας ανοίγεται η θύρα του βάθους και εμφανίζεται πρεσβύτης φέρων παρά το πλευρόν τσάνταν και οδοιπορικόν σάκκον εις την χείρα και μία νεάνις. Ο κύριος επί τη θέα του Νίκου μένει εμβρόντητος, κραυγάζων: Α, α, α! . . . η νεάνις κρύπτει τα όμματα διά της χειρός κραυγάζουσα: Ι, ι, ι! . . . Ο Νίκος αναφωνεί: Ου!.. ου . . . ου . . .). Ο κ. Θεοφύλακτος . . . Ω, ω, ω! . . . (Τρέχει να κρυφθή. Πίπτει η αυλαία).
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | |
---|---|
Σελ. | |
Ο πνευματισμός | 9 |
Αναφορά των ουγγρικών ίππων | 25 |
Statu quo ante | 28 |
Παιγνιοχάρτων συνδιάλεξις | 31 |
Νοομαντεία | 34 |
Στόμαχος και εφημερίδες | 38 |
Η μέλαινα νυξ | 40 |
Να μην τρως καθόλου | 48 |
Τα δεινοπαθήματα ενός δημάρχου | 52 |
Τα σύμβολα | 60 |
Τα κακουργήματα της Αγγέλως | 65 |
Αλλοφροσύνη αιματηρά | 73 |
Εγχειρίδιον του εκλογέως | 79 |
Το Ταχυδρομείον και αι γυναίκες | 82 |
Ο σοφός χοίρος | 86 |
Η Θοδώρα | 91 |
Ο Αντεροβγάλτης | 97 |
Ψυχολογία | 102 |
Οι κύνες της Κωνσταντινουπόλεως | 108 |
ΟΙ ΠΑΡΑΔΑΡΜΕΝΟΙ | |
Η οικογένεια διασκεδάζει | 136 |
Ο ψευτοπόλεμος | 151 |
Η εορτή της Ακαδημίας | 158 |
Εσπερίς εν Φαλήρω | 161 |
Φοροφοβία | 168 |
Η Βασιλόπιττα του Παραδαρμένου | 173 |
Ο Δεκάλογος εν ουρανοίς | 182 |
Το σφαιρίδιον του Διαβόλου | 188 |
Η ευτυχία και το υποκάμισον | 194 |
Ο εξοστρακισμός του Αριστείδου | 210 |
Όποιος φυλάει τα ρούχα του (μονόλογος) | 223 |
Δρ. | |
ΑΝΝΙΝΟΥ ΜΠ. Αττικαί ημέραι (διηγήματα και ευθυμογραφήματα | 5. — |
— Ζητείται υπηρέτης (κωμωδία μονόπρακτος) | 1. — |
ΒΛΑΧΟΥ ΑΓΓ. Ανάλεκτα (κρίσεις και εντυπώσεις 2 τόμ.) | 8. — |
ΒΙΖΥΗΝΟΥ Γ. Ποίος ήτο ο φονεύς τον αδελφού μου | 5. — |
ΓΡΥΠΑΡΗ Ν. I. Σκαραβαίοι και Τερρακόττες | 5. — |
ΔΕΛΗΚΑΤΕΡΙΝΗ I. Ο Λυχνοστάτης (κωμωδία) μονόπρακτος | 1. — |
ΔΡΟΣΙΝΗ Γ. Φωτερά Σκοτάδια (ποιήματα) | 5. — |
— Κλειστά Βλέφαρα (ποιήματα) | 5. — |
— Αμαρυλλίς (διήγημα) | 5. — |
— Αγροτικαί επιστολαί | 5. — |
— Ο Μπαρμπαδήμος. Διηγήσεις Αγωνιστού (μετά πολλών εικόνων) Δ. Μπισκίνη | 5. — |
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΠΟΛ. Η Σιδηρά Διαθήκη (Κοινωνική Φυσιολογία) | 6. — |
ΔΡΑΓΟΥΜΗ ΙΟΥΛΙΑΣ (διηγήματα) | 5. — |
— Όλοι μαζί | 3.50 |
— Ο Βάτραχος που βαριέται | 1.40 |
ΔΕΛΤΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ Μύθοι και Θρύλοι | 5. — |
ΘΕΡΟΥ ΑΓ. Δημοτικά τραγούδια (εκλογή) | 3. — |
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ Μ. Ελληνική Μυθολογία | 5. — |
ΛΥΚΟΥΔΗ ΕΜΜΑΝ. Διηγήματα | 6. — |
ΜΑΛΑΚΑΣΗ Μ. Ασφόδελοι (ποιήματα) | 5. — |
— Πεπρωμένα (ποιήματα) | 5. — |
ΜΑΡΗ Μ. Το θάρρος της αγνοίας (κωμωδ. μονόπρακτος) | 1. — |
ΝΟΡΔΑΟΥ Μ. Τα κατά συνθήκην ψεύδη | 4. — . |
ΠΑΛΑΜΑ Κ. Τα παράκαιρα (ποιήματα) | 5. — |
— Διηγήματα | 5. — |
ΠΟΛΕΜΗ I. Σπασμένα μάρμαρα (ποιήματα) | 6. — |
— Λύρα (Ανθολογία της νεωτέρας ελλ. ποιήσεως) | 6. — |
— Η Γυναίκα (κωμωδία μονόπρακτος) | 1. — |
ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΥ Α. Η Φαίδρα | 4. — |
ΣΤΡΑΤΗΓΗ Γ. Τραγούδια του νησιού | 5. — |
— Η Μεγαλόχαρη (διήγημα) | 2.50 |
— Άγγελος εξολοθρευτής (πολεμ. διήγ.1912-13) | 3. — |
— Μαύρες Πεταλούδες | 5. — |
ΊΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ Γ. Ο Βασιλεύς της Ρέγκας (μονόπρ. παιγνίδι) | 1. — |
— Βυζαντιναί γυναίκες (διηγήματα) | 5. — |
ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Κ. Φάουστ του Γκαίτε (έμμ. μετάφρασις) | 5. — |
— Ιφιγένεια εν Ταύροις (εμμ. μετάφρασις) | 2.50 |
— Ηλέκτρα του Οφμαννατάλ (τραγωδία) | 2.50 |
— Φθινόπωρο (μυθιστόρημα) | 4. — |
— Τάσω, Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα | 3.25 |
— Τραγούδια της Ερημιάς | 3.50 |
— Τα Ελεγεία και τα Ειδύλλια (ποιήματα) | 3.50 |
— Αγάπη στο χωριό (διήγημα) | 2.10 |
— Απλοί Τρόποι (ποιήματα) | 5. — |
Ο Βασιλεύς Όθων. Ιστορικόν εράνισμα επί τη 50ετηρίδι του θανάτου του | 3. — |
Κωνσταντινούπολις και Αγία Σοφία θρύλοι και παραδόσεις (Ιστορία) | 3. — |
ΒΟΓΑΣΛΗ Δ. Εκλεκτά χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα διηγήματα (εκ του Γαλλ., Γερμαν. και Ρωσ.) | 2.50 |
ΔΟΥΜΑ (ΥΙΟΥ) Η Κυρία με τας Καμελίας (μυθιστόρημα) | 4· — |
ΣΙΕΓΚΕΒΙΤΣ Quo Vadis (μυθιστόρημα) | 4. — |
ΦΕΓΙΕ ΟΚ. Ιστορία ενός πτωχού νέου (μυθιστόρημα) | 5. — |
Δρ. | |
ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ Μ. Ελληνικότης των Νομών Προύσσης και Σμύρνης | 4. — |
ΨΑΛΤΟΥ Σ. Η Θράκη και η δύναμις του εν αυτή Ελληνικού στοιχείου τόμ. Α | 5. — |
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Α. Α. Ο υπόδουλος Ελληνισμός της Ασιατικής Ελλάδος εθνικώς και γλωσσικώς εξεταζόμενος | 4. |
ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ ΣΤ. Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι | 5. — |
ΑΜΑΝΤΟΥ Κ. Ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας κατά τον Μεσαίωνα | 4. — |
ΔΕΝΔΙΑ Μ. Αι Ελληνικαί Παροικίαι ανά τον κόσμον | 5. — |
1] Αποθέτης:Καλάθι των αχρήστων. ↩
2] Μίλτος: α. Κόκκινος μόλυβδος, μίνιο β. Η κόκκινη ασθένεια του καλαμποκιού γ. παρασιτικός μικρομύκητας φυτών. ↩
3] το βρώμα: τροφή ↩
4] Τυλώδης: με κάλους. ↩
5] Εμβάδιον: Παπούτσι ή σανδάλι. ↩
6] Ιππωνία: η αγορά των αλόγων ↩
7] Άτρυτος-ου: ασταμάτητος, άφθορος. ↩
8] Κατά το ενόν: όσο είναι δυνατό. ↩
9] Επιζωοτία: Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει συγχρόνως μεγάλο αριθμό κατοικιδίων ζώων και ορίζεται ως τέτοια από τον νόμο (π. χ. λύσσα, αφθώδεις πυρετός, κτλ). ↩
10] Ιγδίον: Μικρό γουδί. ↩
11] Πνευστιώ: Ασθμαίνω, λαχανιάζω, κοντανασαίνω. ↩
12] Μελανείμων: Μαυροντυμένος. ↩
13] Αυτός που επεξεργάζεται δέρματα και κατασκευάζει δερμάτινα είδη. ↩
14] Διάτορος: Διαπεραστικός, οξύς. ↩
15] Τεζάκι: Πάγκος μαγαζιού για την έκθεση προϊόντων ή την διευκόλυση εργασιών. ↩
16] Ρικνός: Γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος. ↩
17] Ερρυπωμένος: Λερωμένος. ↩
18] Κεχηνώς-υία-ός: αυτός που χάσκει, κατάπληκτος. ↩
19] Αγελαίος: Χαμηλού επιπέδου, του σωρού. ↩
20] Πύραυνον: Μαγκάλι ή φουφού. ↩
21] Πυράγρα: Μασιά, τσιμπίδα. ↩
22] Λοπάς-άδος: Ρηχό πιάτο. ↩
23] το αντερί: ένδυμα με μανίκια που φορούν οι ιερείς κάτω από το ράσο, εσωτερικός χιτώνας, πουκάμισο. ↩
24] καθά: σύμφωνα με όσα. ↩
25] Νήδυμος: Ήρεμος, αδιατάρακτος, (περί ύπνου) γλυκύς ↩
26] Λιγυρός: Μελωδικός, εύηχος. ↩
27] Κασίγνητος: Αδελφή. ↩
28] Φυρμός: Μίγμα, μπέρδεμα. ↩
29) Σ. Βυζαντίου Κωνσταντινούπολις. Τόμ. Α', σελ. 92. ↩
30] Ωρυγή: Μούγκρισμα, ούρλιασμα, μουκάνισμα, γκάρισμα. ↩
31] Ευκραής: Εύκρατος ↩
32) Les chiens errants du Constantinople, Êtude des Mœurs. ↩
33] ο θώς: το τσακάλι. ↩
34] η κίδαρης: Τουρμπάνι. ↩
35] Ακηδής: Αμέριμνος, ξέγνοιαστος, αδιάφορος. ↩
36] Χειρίδα: Μανίκι. ↩
37] Χειροήθης-εος: Ήμερος, εξημερωμένος. ↩
38] Που μυρίζουν (οδμάω: μυρίζω – παθ.) ↩
39] Πλακουντοποιός: Φούρναρης. ↩
40] Δαψιλώς: Με αφθονία ↩
41] Ψωμίζω: ↩
42] Ακρασία: ακολασία. ↩
43] Αγνεία: η παρθενία των αγάμων και η ηθική διαβίωση των εγγάμων. ↩
44) Κωνσταντινούπολις, τόμ. Α' σελ. 92. ↩
45] Νήχομαι: Κολυμπώ. ↩
46] ο/η Μήκων: Παπαρούνα. ↩
47] Σελάχι: Δεμάτινη ζώνη στην οποία τοποθετούσαν τα όπλα τους οι φουστανελοφόροι. ↩
48] Άλκιμος: Εύρωστος, ρωμαλέος, ακμαίος. ↩
49] Βρέμω: βρυχώμαι ↩
50] Τελαμώνας: Δερμάτινο ή υφασμάτινο λουρί. ↩
51] Εναβρύνομαι: Υπερηφανεύομαι, κομπάζω. ↩
52] Αμφιλύκη: Λυκαυγές ή λυκόφως. ↩
53] Γλεύκος: Κρασί νέας εσοδείας. ↩
54] Κόλαφος: Χαστούκι. ↩
55] Νεκροσκόπος: Γιατός ή αρμόδιος υπάλληλος ο οποίος κάνει νεκροψία. ↩
56] Δράκα: Ποσότητα που μπορεί να κρατήσει κανείς στην χούφτα του. ↩
57] Βάρης ή βάρις ιος/ιδος : μικρή αιγυπτιακή βάρκα. ↩
58] Εκκυβεύω: παίζω στα ζάρια, διακινδυνεύω, δοκιμάζω την τύχη μου. ↩
59] Λοιδορία: Βρισιά, χλευασμός. ↩
60] Ροσόλι: λικέρ αρωματισμένο με απόσταγμα τριαντάφυλλου. ↩
61] Σχοινοτενής: Μακροσκελής, που διαρκεί περισσότερο από όσο πρέπει. ↩
62] Άθυρμα: Παιχνίδι. ↩
63] Παλλάδιο: οποιοδήποτε προσταατευτικό μέσο. ↩
64] Μουστερής: Πελάτης, αγοραστής. ↩
65] Μυκτηρίζω: Εμπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω. ↩
66] Νύττω – νύσσω: Τσιμπώ, κεντρίζω. ↩
67] Μυάγρα: Ποντικοπαγίδα. ↩
68] Νάμα: Τρεχούμενο νερό, βρύση, κρουνός. ↩
69] Ακινάκης: Είδος μικρού σπαθιού. ↩
70] Λιγύς – λιγυρός: μελωδικός, εύηχος. ↩
71] Πύραυνον: δοχείο στο οποίο φυλάν αναμμένα κάρβουνα, αγγείο στο οποίο μεταφέρεται ή ανάβεται μικρή φωτιά. ↩
72] Ερείδομαι: Στηρίζομαι. ↩
73] Οιδαλέος: Εξογκωμένος, πρισμένος. ↩
74] Κύφων: Ζυγός, εργαλείο βασανιστηρίου εγκληματιών. ↩
75] Η επεξήγηση εντός του κειμένου σημειούται με #. ↩
76] Σκολιά: στραβά. ↩
77] Μειράκιον: Νεανίας. ↩
78] Διατόρως: Διαπεραστικώς. ↩
79] η βελάδα: Επίσημο ανδρικό ένδυμα, παρόμοιο με το φράκο. ↩